Ἡ ἑλληνική ἐπανάσταση ἀποτελεῖ ὁρόσημο στή διεθνῆ ἱστορία. Ἡ τρομακτική δυσαναλογία δυνάμεων κατακτητῶν καί ἐπαναστατῶν σέ συνδυασμό μέ τό ἄκρως ἀρνητικό κλίμα ἔναντι ἐπαναστάσεων στήν εὐρωπαϊκή σκηνή καθιστᾶ τήν ἐξέγερση τῶν ὑπόδουλων προγόνων μας μοναδική γιά τήν τόλμη, ἡ ὁποία ἐγγίζει τά ὅρια τῆς ἀφροσύνης! Ὁ μεγάλος πατριώτης, ὁ Καποδίστριας, γνώστης βαθύς τῆς εὐρωπαϊκῆς διπλωματίας, ἦταν ἀντίθετος πρός τό τόλμημα, τό ὁποῖο ἀρχικά ἀνέλαβε ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης καί τό συνέχισαν οἱ καπετάνιοι τῆς Πελοποννήσου.
Ἡ ἐπανάσταση, κατά τή σύμφωνη μαρτυρία τῶν πρωταγωνιστῶν της, ὑπῆρξε παλλαϊκή καί εὐλογήθηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία. Γι’ αὐτό καί μετά τήν ἀπόκτηση τῆς πολυπόθητης ἐλευθερίας ἀπό τμῆμα τοῦ λαοῦ μας, ἡ Πολιτεία ἐθέσπισε (1848) νά ἑορτάζεται ἡ λαμπρή ἐπέτειος τῆς Ἐθνεγερσίας κατά τήν 25η Μαρτίου, ἡμέρα κατά τήν ὁποία ἡ Ἐκκλησία πανηγυρίζει τόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου, τῆς μητέρας τοῦ Χριστοῦ.
Ἐπί σειράν ἐτῶν τό Γένος μέ εὐγνωμοσύνη πανηγύριζε τή διπλή ἑορτή. Ἀθρόα ἦταν ἡ προσέλευση τοῦ λαοῦ στούς ναούς, γιά νά δοξολογήσει τόν Θεό γιά τή βοήθεια πρός ἀποτίναξη ζυγοῦ δουλείας αἰώνων. Δέν θά ἰσχυριστῶ ὅτι κατά τόν πανηγυρισμό τοῦ διπλοῦ ἑορτασμοῦ πρυτάνευε τό θρησκευτικό αἴσθημα καί ἑπόταν τό πατριωτικό. Ὁ ἄνθρωπος διαχρονικά στέκεται ἀνήμπορος νά κατανοήσει τό ὕψος τῆς πνευματικῆς ἐλευθερίας, στήν ὁποία μᾶς κάλεσε ὁ Θεός μέ τήν ἐνανθρώπησή του. Ἡ ἐθνική ἐλευθερία παλαιότερα καί ἡ κοινωνικοπολιτική σχετικά πρόσφατα προβάλλονται ὡς οἱ δύο κύριες μορφές ἐλευθερίας, μέ συνέπεια νά παραθεωρεῖται σύν τῷ χρόνῳ ἡ πνευματική ἐλευθερία καί τελικά νά ἀγνοεῖται αὐτή παντελῶς!
Τό ἐλεύθερο πλέον Γένος ἀπολαμβάνοντας τά ἀγαθά τῆς ἐθνικῆς ἐλευθερίας λησμόνησε σύντομα τήν ὑπόσχεσή του πρός τόν Θεό νά ἐκφράσει τήν εὐγνωμοσύνη του μέ τήν ἀνέγερση ναοῦ πρός τιμήν τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Ἔτσι τό τάμα τοῦ Ἔθνους παραμένει ὥς σήμερα ἀνεκπλήρωτη ὑπόσχεση.
Κύλησαν τά χρόνια. Ἡ πατρίδα μας ἐλεύθερη πλέον ὑποτάχθηκε στό δυτικό πνεῦμα, τό ὁποῖο ἐπέβαλαν οἱ «προστάτες» μας μέσῳ τῶν προθύμων νά ὑπηρετήσουν τά συμφέροντά τους ἐντοπίων.
Ἀφοῦ οἱ «προστάτες» μας διαπίστωσαν ὅτι οἱ «ἱεραπόστολοι»-πράκτορές τους (μισσιονάριοι) δέν ἦσαν ἀποτελεσματικοί στή μετακίνηση τοῦ λαοῦ ἀπό τήν ὀρθόδοξη πίστη, ἀνέθεσαν τό ἔργο αὐτό σέ ἐντόπιους «φωτισμένους» ἀπό τή Δύση «ἀναμορφωτές», «μεταρρυθμιστές», «ἐκσυγχρονιστές». Ἡ διανόηση, ἄν καί κατά βάση ἐπιφυλακτική -ἄν ὄχι ἐχθρική- πρός τήν ἐξουσία, συνεισέφερε τά μέγιστα στήν ἀποϊεροποίηση τῆς κοινωνικῆς μας ζωῆς.
Στό πεδίο τῆς ἱστορίας, ἀφοῦ ἐπετειακό εἶναι τό ἄρθρο μας, ἡ ἐπίθεση κατέληξε νά εἶναι ἐνορχηστρωμένη. Ἔτσι πρέπει οἱ μαθητές νά ἐνστερνιστοῦν βασικές «ἀλήθειες» ὅπως: «Ἄν δέν εἶχε προηγηθεῖ ἡ Γαλλική Ἐπανάσταση, θά μέναμε σκλάβοι γιά αἰῶνες ἀκόμη!». Οἱ μαθητές δέν πρέπει νά μάθουν γιά τά πενήντα καί πλέον ἀτυχῆ ἐπαναστατικά κινήματα τῶν προγόνων τους, γιατί θά αἰσθάνονται ἄβολα ἐνώπιον τῆς πλήρους ὑποταγῆς μας σήμερα στούς ἰσχυρούς! Πρέπει ἀπό τήν ἄλλη νά μάθουν οἱ μαθητές ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὑπῆρξε ἐχθρική πρός τήν Ἐπανάσταση, τήν ὁποία ὁ Πατριάρχης, ὡς τουρκόφιλος, ἀφόρισε! Πρέπει νά μάθουν ὅτι ἡ σύναξη στή μονή τῆς Ἁγίας Λαύρας εἶναι μύθος, ὅπως καί τό κρυφό σχολειό! Τί κι ἄν ὁ Γρηγόριος Ε΄, ὁ ἅγιος πλέον τῆς Ἐκκλησίας, ἔδωσε τό αἷμα του, προκειμένου νά ἐκτονωθεῖ ἡ θηριώδης μανία τοῦ σουλτάνου ἔναντι τῶν ἐπαναστατῶν καί νά ἀποφευχθεῖ ἡ σφαγή τῶν Ρωμιῶν τῆς Κωνσταντινούπολης; Μαρτυρεῖται ἱστορικά ἡ ἐπαφή τοῦ πατριάρχη μέ τόν Χατζή Χαλίλ, ἡγέτη τῶν μουσουλμάνων τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας, ὁ ὁποῖος ἀρνήθηκε νά κηρύξει ἱερό πόλεμο (τζιχάντ) κατά τῶν Ρωμιῶν καί γι’ αὐτό δολοφονήθηκε!
Οἱ προκροῦστες -καί εἶναι πάρα πολλοί!- ἔχουν μεταφέρει ἀναρίθμητες ἰδεολογικές κλίνες ἀπό τήν «προστάτιδα» Δύση καί πρέπει ἐπάνω σ’ αὐτές νά ἁπλωθεῖ ἡ ἑλληνική ἱστορία! Τί κι ἄν ἱστορικοί βρῆκαν σέ δημοκρατική γαλλική ἐφημερίδα τοῦ 1821 (Contitutionelle) ἀνταπόκριση ἀπό τήν Πάτρα μέ ἀναφορά στή σύναξη τῆς Ἁγίας Λαύρας ὑπό τόν μητροπολίτη Γερμανό, ὁ ὁποῖος, κατά τό δημοσίευμα, ἐκφώνησε πύρινο ἐπαναστατικό λόγο; Ποιά εἶναι ἰσχυρότερη; Ἡ ἱστορική ἀλήθεια ἤ ἡ κυρίαρχη ἰδεολογία; Ἐπιχείρησε, τονίζουν ἀνερυθρίαστα, ἡ Ἐκκλησία νά καρπωθεῖ ὀφέλη ζητώντας ἀπό τούς Βαυαρούς νά καθιερώσουν ὡς ἐπέτειο τήν 25η Μαρτίου, ἐνῶ ἡ Ἐπανάσταση ξεκίνησε νωρίτερα. Προτιμοῦν ὅλοι αὐτοί οἱ ἐμπαθεῖς καί ἀνέντιμοι ἐχθροί της Ἐκκλησίας νά ἐμφανίζονται ἀγνοοῦντες τήν ἱστορία, ἀρκεῖ νά πλήξουν τόν μισητό ἐχθρό τους, πού ἀπέτρεψε τόν ἐξισλαμισμό τῶν προγόνων μας, ὥστε νά ἔχει νόημα ἡ Ἐπανάσταση! Διότι ἀσφαλῶς ἔχουν μελετήσει τήν ἐπιστολή τοῦ Ἀλεξάνδρου Ὑψηλάντη πρός τόν Κολοκοτρώνη, στήν ὁποία ὁρίζεται ὡς ἡμέρα τοῦ ξεσηκωμοῦ ἡ 25η Μαρτίου, ἐπειδή οἱ ἐπαναστάτες ὡς πιστοί ὀρθόδοξοι χριστιανοί ἀποζητοῦσαν τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ στόν δίκαιο ἀγώνα τους! Γνωρίζουν ἐπίσης τήν ἐπιστολή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Ε΄ πρός τόν ἐπίσκοπο Σαλώνων Ἠσαΐα, τόν ἐθνομάρτυρα στή μάχη τῆς Ἀλαμάνας. Μάλιστα ἐπιλέγουν τόν αὐτοεξευτελισμό τους ὑποστηρίζοντας παράλληλα ὅτι ἡ τουρκική σκλαβιά δέν ἦταν καί τόσο φοβερή! Ἔτσι τούς ὑπαγορεύουν τά ἀφεντικά τῆς «νέας τάξης»!
Σήμερα φαίνεται οἱ Νεοέλληνες νά ἔχουν, ἐπιτέλους γιά τούς «διαφωτιστές», ἀπομακρυνθεῖ ἀρκούντως ἀπό τήν ὀρθόδοξη παράδοση. Ἴσως νά βλέπουν αὐτοί μέ ἱκανοποίηση τό ὅτι κάθε ἐθνική ἐπέτειος ἔχει ὑποβιβασθεῖ σέ φαρσοκωμωδία μέ δοξολογία ἑνός «ἀνυπάρκτου» ἤ ἔστω «παροπλισμένου» Θεοῦ, μέ δεκάρικους λόγους, φθηνά συνθήματα, ἀξιοδάκρυτες παρελάσεις. Ἔθνος πού χάνει τήν πίστη του δέν εἶναι δυνατόν νά διατηρήσει τή φιλοπατρία. Καταλαβαίνουμε ποῦ ὀφείλεται ἡ κρίση πού βιώνουμε;
Περασμένα μεσάνυχτα. Μιά Ἑλληνίδα τρέχει ἐναγώνια στό Κυβερνεῖο. Συναντᾶ τόν Κυβερνήτη ξάγρυπνο, σκυμμένο πάνω σέ κάποια ἔγγραφα. Ταραγμένη τοῦ μεταφέρει μιά τρομερή εἴδηση, πού τήν ἄκουσε ἀπό ἕναν γάλλο ἀξιωματικό. «Δέν θά τολμήσουν νά τό κάνουν αὐτό τό ἔγκλημα οἱ Μαυρομιχάλες...», τῆς τονίζει ἀποφασιστικά καί προσπαθεῖ νά τή γαληνεύσει.
Χάραμα τῆς μοιραίας ἐκείνης Κυριακῆς. 27η Σεπτεμβρίου 1831. Φεύγει ὁ Καποδίστριας ἀπό τό «ταπεινόν Κυβερνεῖον ὄρθρου βαθέος», στίς 6.00 τό πρωί, καί κατευθύνεται στό ναό τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος στό Ναύπλιο, γιά νά παρακολουθήσει τή θεία Λειτουργία. Ἀπό τότε πού ἀνέλαβε τό τιμόνι τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους, ἐκτελεῖ πάντα τήν ἴδια εὐλογημένη συνήθεια. Δέν προλαβαίνει ὅμως νά μπεῖ στήν ἐκκλησία, κι οἱ σφαῖρες καί τό μαχαίρι τοῦ Γεωργίου καί τοῦ Κωνσταντίνου Μαυρομιχάλη τόν ρίχνουν κάτω νεκρό. «Τά τελευταῖα βλέμματα τῆς ζωῆς του δέν ἔσβησαν εἰρηνικά ἐπάνω στίς πράσινες φυλλωσιές τῆς πατρίδας του, τῆς Κέρκυρας. Ἔσβησαν ματωμένα ἐπάνω στή σπασμένη παραστάδα τῆς πύλης τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος, στό Ναύπλιο...», σημειώνει γλαφυρά ἡ ἱστορικός Ἑλένη Κούκκου.
Σύσσωμος ὁ λαός θρηνεῖ γοερά τόν στυλοβάτη καί ἀναμορφωτή τῆς νέας Ἑλλάδας, τόν πατέρα καί προστάτη τῶν ὀρφανῶν καί κατατρεγμένων. Δέν μπορεῖ νά πιστέψει στό ἐθνικό ἔγκλημα πού διαπράχθηκε. Δέν μπορεῖ νά διανοηθεῖ τήν ἀπρόσμενη ἀπουσία τοῦ μεγάλου ἄνδρα. Δέν εἶναι δυνατόν αὐτός πού «ἔβαλε τά θεμέλια καί ἔχτισε ἐπάνω στά χαλάσματα, πέτρα-πέτρα, ὅλες τίς μορφές τῆς ὀργανώσεως καί διοικήσεως ἑνός κράτους πού ἀναγεννήθηκε ἀπό τή στάχτη του» νά κείτεται ξαφνικά νεκρός.
Τό πρῶτο φύλλο τῆς Γενικῆς Ἐφημερίδας τῆς Κυβερνήσεως κυκλοφορεῖ μέ μεγάλο μαῦρο περιθώριο κι ἐκφράζει τόν πόνο τῶν Ἑλλήνων γιά τόν ἄδικο χαμό τοῦ Κυβερνήτη τους: «Τρομερόν καί φρικτόν ἄκουσμα! Μέγα καί ἀνήκουστον δυστύχημα κατέλαβε τήν Ἑλλάδα! Ἄνδρες αἱμάτων κατέβαψαν τάς ἀνοσίους χεῖρας των εἰς τό αἷμα τοῦ Πατρός τῆς Πατρίδος!... Ὁποία ἐκπληκτική λύπη καί ἀδημονία κατεκυρίευσεν εὐθύς ὅλους!...».
Μικροί, μεγάλοι ντύνονται πένθιμα. Βάφουν τά σεντόνια τους μαῦρα καί σκεπάζουν τίς προσόψεις τῶν σπιτιῶν τους ἀπό τή σκεπή μέχρι τό ἔδαφος. Ὅλα τά σπίτια τοῦ Ναυπλίου, ἀπ’ ὅπου θά περνοῦσε ἡ νεκρώσιμη πομπή, παρόμοια εἰκόνα παρουσιάζουν. Τί νά τό κάνουν τό φῶς, ἀφοῦ ὅλα σκοτείνιασαν γύρω τους σάν ἔχασαν ἀπό ἀνάμεσά τους τή γλυκειά, τήν ἱλαρή αὐτή μορφή;
Τό σῶμα τοῦ φιλόστοργου Κυβερνήτη ταριχευμένο προσμένει νά ὁδηγηθεῖ στήν τελευταία του κατοικία μετά τό τέλος τῶν ἀνακρίσεων. Κυλοῦν 22 μέρες, καί τότε τελεῖται ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία. Ἀπό τό παλάτι τῆς Κυβέρνησης ξεκινᾶ ἡ ἐπικήδεια πομπή μέ κατεύθυνση τό ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Σαλπιγκτές, ἱππικό, πυροβολικό, πεζικό, ἐκκλησιαστικά πρόσωπα, τό σῶμα τῆς Γερουσίας, μαθητές μέ τούς δασκάλους τους κι ἕνα ἀμέτρητο πλῆθος λαοῦ περιστοιχίζουν τήν ὑψηλή Ἐξοχότητα. Κλαυθμοί, ὀδυρμοί, στεναγμοί ἠχοῦν ἀσταμάτητα. Ἀπ’ ὅπου κι ἄν περνᾶ ἡ σορός οἱ εὐεργετημένες καρδιές σπαράζουν κι οἱ φωνές συνταιριασμένες ὅλες μαζί φωνάζουν εὐγνώμονα «πατέρα»! Μπροστά σ’ ἕνα τέτοιο θλιβερό σκηνικό κι ὁ πιό ἄτεγκτος λυγίζει. Καί τά πιό σκληρά αἰσθήματα μαλακώνουν.
Μά, πῶς νά μή θρυμματίζεται ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξή τους, ὅταν συλλογίζονται σέ πόσες θυσίες ἀναλώθηκε, πόσες κακουχίες ὑπέμεινε, τί ὄνειρα ἔπλαθε γιά τήν ἀναστήλωση τῆς πατρίδας! Αὐτός εἶναι πού ἀρνήθηκε νά δεχθεῖ τό μισθό πού τοῦ ὅρισε ἡ Βουλή κι ἡ Γερουσία. Μποροῦσε ὁ ἴδιος νά κολυμπᾶ στό χρῆμα, τή στιγμή πού τό ἐθνικό ταμεῖο κατέρρεε; Αὐτός εἶναι πού ὑποθήκευσε τή μεγάλη ἀκίνητη πατρική περιουσία του στήν Κέρκυρα, μέ σκοπό ν’ ἀγοράσει τροφές ἀπό τήν Ἰταλία καί νά σώσει ἀπό τή μάστιγα τῆς πείνας τούς κατοίκους τοῦ Ναυπλίου καί πιότερο τά φίλτατά του παιδιά, «τό ροδόχρουν τοῦτο ὄνειρον τῆς Ἑλλάδος», ὅπως τρυφερά τ’ ἀποκαλοῦσε. Αὐτός εἶναι πού ἀδιαφοροῦσε γιά τήν ὑγεία του, ἐργαζόταν σκληρά, διαρκῶς ξαγρυπνοῦσε, γιά νά δρομολογήσει τήν ἁλυσίδα ποικίλων ἔργων, πού θά κοσμοῦσαν τή νέα Ἑλλάδα.
Πῶς, λοιπόν, νά μή χύνουν ποτάμι τά δάκρυα, σάν συνέχονται ἀπό τή στυγερή δολοφονία του; Ἀντί νά γευθεῖ ὁ μεγάλος εὐεργέτης τους, ὁ χαρισματοῦχος, ὁ ἀνύσταχτος Κυβερνήτης τους τό γλυκό ποτό τῆς εὐγνωμοσύνης, δοκιμάζει τό φαρμάκι τοῦ μίσους καί τῆς ἐμπάθειας στίς σφαῖρες πού τοῦ φύτεψαν. Δακρύβρεχτα τά πολυπληθῆ γράμματα, πού καταφθάνουν ἀπό πόλεις καί χωριά στή Διοικητική Ἐπιτροπή τῆς Ἑλλάδας. Ὅλα ἀντανακλοῦν τό σπαραγμό ψυχῆς τοῦ λαοῦ γιά τήν ἀναπάντεχη ὀρφάνια του. Ἐκεῖνα ὅμως πού πιότερο ματώνουν τήν καρδιά καί τή συγκλονίζουν εἶναι τά γράμματα τόσων παιδιῶν, μαθητῶν, πού ζεστάθηκαν ἀπό τό χάδι καί τή στοργή τοῦ Κυβερνήτη. Νά πῶς ἐκφράζονται αὐτά τά χαριτωμένα πλάσματα:
«Ἀγαπημένε μας, τρυφερέ Πατέρα! Μέ τό θάνατό σου σκοτείνιασαν ὅλα γύρω μας. Τά λουλούδια μαράθηκαν. Τά πουλιά σώπασαν. Ὅλα βουβάθηκαν ἀπό τίς δικές μας παιδικές καί νεανικές κραυγές, πού τίς στέλνουμε στόν οὐρανό μαζί μέ τούς λυγμούς μας... Ἐκεῖνοι πού σέ σκότωσαν θά εἶναι γιά πάντα καταραμένοι. Γιατί σκότωσαν τήν ἐλπίδα μας. Σκότωσαν τήν παρηγοριά μας. Τή δύναμη. Τό φῶς γιά ἕνα καλύτερο αὔριο. Γιατί σκότωσαν ἐσένα, ἀγαπημένε μας Κυβερνήτη-Πατέρα!...».
Στή ναυμαχία τῆς «Ἕλλης» (4/12/1913) ὁ ναύαρχος Παῦλος Κουντουριώτης κατέκτησε ὄχι μόνο τή νίκη ἀλλά καί τό θαυμασμό τῶν Ἑλλήνων, μέ τή στρατηγική του εὐφυΐα καί τήν αὐτοθυσία του. Ἡ ἀνιδιοτέλεια κι ὁ ἁγνός πατριωτισμός ὅμως τοῦ Παύλου Κουντουριώτη φαίνονται ἀκόμη πιό πολύ σ᾿ ἕνα περιστατικό πού συνέβη τό 1914, λίγο πρίν τήν ἔναρξη τοῦ Α΄ παγκοσμίου πολέμου. Ἐκείνη τήν περίοδο ἡ Τουρκία διεκδικοῦσε ἀκόμη τά νησιά τοῦ ἀνατολικοῦ Αἰγαίου (Χίος, Σάμος, Μυτιλήνη κτλ.). Γιά νά ἀποκτήσει, λοιπόν, τήν κυριαρχία στό Αἰγαῖο ἡ Τουρκία εἶχε παραγγείλει ἀπό τήν Ἀγγλία ἕνα ὑπερντρέντνωτ (τό πιό μεγάλο καί ἰσχυρό πολεμικό πλοῖο τῆς ἐποχῆς) τό «Ρίο Ἰανέιρο». Ἡ ἑλληνική πλευρά ἀνησυχοῦσε ἔντονα διότι ὁ κίνδυνος θά ἦταν πολύ μεγάλος, καθώς ἡ Ἑλλάδα δέν θά προλάβαινε νά παραγγείλει ἐγκαίρως παρόμοιο πλοῖο. Τελικά ξέσπασε ὁ Α΄ Παγκόσμιος καί ἡ Τουρκία δέν πρόλαβε νά τό πάρει. Τότε ὁ Παῦλος Κουντουριώτης πρότεινε ἕνα παράτολμο σχέδιο, τό ὁποῖο ἀποκαλύφθηκε ἀπό τόν ἴδιο 20 χρόνια μετά. Τό περιστατικό αὐτό τό διηγῆται ὁ Κῦρος Κύρου.
Ἦταν τό 1931, ὅταν εἶχε ξεσπάσει κίνημα στήν Κύπρο τό ὁποῖο κατέπνιξε ὁ ἀγγλικός στρατός. Τότε ὁ Ἐλευθέριος Βενιζέλος εἶχε καταδικάσει, γιά λόγους ἐξωτερικῆς πολιτικῆς, τό κίνημα. Ὁ Κῦρος Κύρου πρότεινε τή δημιουργία μιᾶς Ἐθνικῆς Ἐπιτροπῆς ἀπό τούς κυριότερους ἀπογόνους ἀγωνιστῶν τοῦ 1821, οἱ ὁποῖοι, ἀσχέτως πολιτικῶν πεποιθήσεων, νά ὑπογράψουν ἕνα μανιφέστο ὑπέρ τῆς Κύπρου καί τοῦ ἀγώνα της. Ὅλοι ἦταν πρόθυμοι, καί τότε ὁ Κῦρος Κύρου ἐπισκέφτηκε τόν ναύαρχο Κουντουριώτη γιά νά τόν πείσει νά ὑπογράψει πρῶτος τό μανιφέστο καί νά ἀναλάβει τήν προεδρία τῆς Ἐπιτροπῆς. Τόν ἐπισκέφτηκε τό πρωί καί τόν βρῆκε ἐνθουσιασμένο ὑπέρ τοῦ Κυπριακοῦ κινήματος καί νά ἐπικρίνει τόν Βενιζέλο γιά τή στάση του: «Ἀκοῦς ἐκεῖ, νά τούς φερθεῖ ἔτσι τῶν ἀνθρώπων!...; Ἄμ τότε, τί θά ἔλεγε στούς παππούληδές σας, ὅταν ἐκάμανε τήν Ἐπανάσταση;». Ὅταν τοῦ διάβασε τό μανιφέστο, ἦταν ἀπόλυτα σύμφωνος: «Δῶσ᾿ το νά τό ὑπογράψω». Τότε ὁ Κῦρος Κύρου τοῦ πρότεινε νά τό διαβάσει προσεκτικότερα καί νά ζητήσει καί τή γνώμη τοῦ Βενιζέλου, μιᾶς καί ὁ Κουντουριώτης ἦταν ὁ πιό στενός συνεργάτης καί πολιτικός φίλος τοῦ Βενιζέλου. Τότε ὁ ναύαρχος ξέσπασε:
- Τί λές, ἀδερφέ!... Αὐτό μᾶς ἔλειπε!... Ἄμ᾿ ἄν τόν ρωτήσουμε, θά μᾶς κάνει πάλι αὐτά πού μοῦ ᾿κανε ἄλλοτε...
- Πότε κ. Ναύαρχε;
- Ἔ τότε, στά ᾿14... Εἶχαν ἀγοράσει οἱ Τοῦρκοι στ᾿ ἀγγλικά ναυπηγεῖα τό «Ρίο Ἰανέϊρον» καί ἐχάναμεν τήν ὑπεροπλίαν, τήν στιγμή ἀκριβῶς πού ὑπῆρχε κίνδυνος νά ξαναπιασθοῦμε. Ἐπῆγα λοιπόν τότε στόν Βενιζέλο καί τοῦ λέω: «Κύριε Πρόεδρε, ἄν πάρουν οἱ Τοῦρκοι αὐτό τό ὑπερντρέντνωτ θά μᾶς κηρύξουν ἀμέσως τόν πόλεμο καί τά πράγματα θά ᾿ναι πολύ σκοῦρα. Τό μόνο πού μπορεῖ νά γίνει εἶναι νά πάρω τόν “Ξιφία” ἤ ἕνα ἀντιτορπιλικό καί καθώς θά ἔρχεται τό τούρκικο ἀπό τό Γιβραλτάρ νά τό περιμένω στ᾿ ἀνοιχτά, νά τοῦ τραβήξω δυό τορπίλες καί νά πάη στό διάβολο. Ἀλλά βεβαίως θά τά πάρω ὅλα στήν καμπούρα μου. Ἡ κυβέρνηση θά μέ ἀποκηρύξη, θά μέ φυλακίση, θά μέ καθαιρέση, θά πληρώση ἀποζημιώσεις καί τά λοιπά... Ἐσύ τά ξέρεις πού εἶσαι καί διπλωμάτης. Ἀλλά χωρίς τό νέο θωρηκτό ἡ Τουρκία δέν θά μπορέσει νά κουνηθῆ, τόν κόσμο νά χαλάση θά ᾿ναι ἀδύνατον νά μᾶς πειράξη!...». Αὐτά εἶπα τότε τοῦ Βενιζέλου. Καί ξέρεις τί ἀπάντηση μοῦ ἔδωσε; Ἔκανε τάχα πώς... δέν ἄκουσε κι ἄλλαξε τήν κουβέντα!
Καί σχολιάζει πολύ εὔστοχα στή συνέχεια ὁ Κῦρος Κύρου: «Αὐτός ἦτο ὁ Κουντουριώτης. Ἕτοιμος νά θυσιάση τόν ἐαυτόν του καί τά ἀξιώματά του εἰς μίαν πειρατικήν πρᾶξιν, διά τῆς ὁποίας θά ἐσώζετο ἡ Ἑλλάς! Τό πνεῦμα τοῦ Κανάρη, τό πνεῦμα τῆς πατριωτικῆς αὐταπαρνήσεως ὠμίζει μέ τά χείλη του, χωρίς διπλωματία καί παχειά λόγια. Ἦτο ἕνας ἀγωνιστής τοῦ Εἰκοσιένα -ὁ μόνος- πού ἐζοῦσε παραδόξως μαζί μας..!».
Τά σχόλια περιττεύουν μετά ἀπό αὐτήν τήν πολύ εὔστοχη ἐπισήμανση τοῦ Κύρου Κύρου. Ἁπλῶς ὁ σύγχρονος Ἕλληνας πού ἔχει ἔστω κι ἕνα ψῆγμα ἐθνικῆς συνείδησης μέσα του, νιώθει νά τόν κυριεύει μία μελαγχολία διαπιστώνοντας τήν ἔλλειψη τά τελευταῖα χρόνια ἡγετῶν παρομοίων μέ τόν Παῦλο Κουντουριώτη, πού πάνω ἀπό καριέρες, πολιτικές φιλίες καί κόμματα νά βάζουν τό συμφέρον τῆς Ἑλλάδας.
![]() Πάνω τους σημάδεψε ἀνεξίτηλο τό πέρασμά του ὁ Ἑλληνισμός ἀντάμα μέ τήν Ὀρθοδοξία. Αἰώνιοι, πέτρινοι ὄγκοι στέκουν ἐκεῖ κι ὁριοθετοῦν τήν πολυτάραχη, πολύχρονη ἱστορία τοῦ Πόντου. 1453! Ὁ θρῆνος γιά τήν ἅλωση τῆς Πόλης ἔφτασε ὥς τά μαυροθαλασσίτικα ἀκρογιάλια: Νά ἠλί ἐμᾶς, νά βάϊ ἐμᾶς πάρθεν ἡ Ρωμανία, μοιρολογοῦν τά ἐγκλησίας κλαῖγνε τά μοναστήρια. Θρήνησε, ἔσκυψε τό κεφάλι ὁ λαός, μά δέν ὑποτάχθηκε. Κράτησε τήν ψυχή του ἀδούλωτη. Κι ἦταν αὐτή ἡ καρτερία τῆς ψυχῆς του ἡ πρώτη οὐσιαστική ἀντίσταση στόν τοῦρκο δυνάστη. Κορυφαία ἐκδήλωση αὐτῆς τῆς ἀντίστασης στάθηκε τό θρυλικό ἀντάρτικο. Θρησκεία, οἰκογένεια, τιμή καί πατρίδα, ἀξίες αἰώνιες, ἀνεκτίμητες ἔκαναν ὥστε νά προβάλει στό διάσελο τῆς ἱστορίας μιά νέα, ἄγρια καί τραχειά κλεφτουριά ὡς συνέχεια ἐκείνης τῆς ἐπανάστασης τοῦ 1821. Ὁ συγγραφέας Δημ. Ψαθᾶς στό ἔργο του «Γῆ τοῦ Πόντου» χαρακτηρίζει τόν ἔνοπλο αὐτό ἀγώνα ὡς «ἕνα ἔπος γραμμένο ἀπό μεγάλο ποιητή πού χάθηκε τό μεγαλύτερό του μέρος» (σελ. 365). Ὅ,τι περισώθηκε, ὡστόσο, σκιαγραφεῖ τό σύνολο. Σέ πολλά σημεῖα τῆς ἱστορικῆς αὐτῆς σελίδας θά μποροῦσε κανείς νά σταθεῖ. Θά προτιμήσουμε ὅμως νά ρίξουμε μιά ματιά στά κεμαλικά χρόνια, τότε πού ἡ ἐπανάληψη τῶν διωγμῶν ἔγινε ἀγριότερη ἀπό πρῶτα καί τά βουνά γέμισαν ἀπό τούς πόντιους ἀντάρτες καί τίς μαῦρες ζίπκες τους. Γύρω τους μαζεύονται τά ἄοπλα γυναικόπαιδα. Φοβοῦνται, κι ὄχι ἄδικα, πώς ἡ παραμονή τους στά χωριά ἤ στίς πόλεις τους εἶναι ἐκ τῶν προτέρων καταδικασμένη. Ἡ σκιά τῶν ὁπλισμένων αὐτῶν πατριωτῶν τούς ἀναπτερώνει τήν «ἀποσταμένη ἐλπίδα». Εἶναι ἄνισος ὁ ἀγώνας, μά δέν εἶναι οὔτε ἡ πρώτη οὔτε κι ἡ τελευταία φορά πού ἡ φυλή μας ἀναμετριέται μέ κολοσσούς. Ὁ Δημ. Ψαθᾶς στό προαναφερθέν ἔργο του παρατηρεῖ: «Ἐξ αἰτίας τοῦ πλήθους τοῦ τούρκικου στρατοῦ πολλές φορές οἱ ἀντάρτες βρισκόντουσαν κυκλωμένοι, κι ὅμως δέν εἶχαν μόνο τήν ἔγνοια πῶς νά ξεφύγουν, ἀλλά νά βγάλουν πρῶτα ἔξω ἀπό τόν κλοιό τά γυναικόπαιδα. Δέν ἔχει νά ἀναφέρει πολλά τέτοια παρόμοια ἡ ἱστορία μας. Μόνο τό Μεσολόγγι καί τό Σούλι» (σελ. 364-365). Ὁ Παῦλος Τσαουσίδης, παλιός ὁπλαρχηγός στόν Πόντο, πού ἔφτασε στήν ἐλεύθερη Ἑλλάδα μέ τήν ἀνταλλαγή κι ἔζησε στήν Ἔδεσσα, δίνει τίς ἑξῆς ἐνδιαφέρουσες πληροφορίες στίς ἀνέκδοτες διηγήσεις του: «Ἡ περιοχή ὅπου ἤμουν ἀρχηγός τομέως ἦταν τό πέμπτο τμῆμα Τόπ-Τσάμ μέ ἀρχηγό τόν Ἀναστάσιο Παπαδόπουλο. Ἤμασταν περίπου χίλιοι ὁπλίτες καί πολλές χιλιάδες ἄμαχος πληθυσμός. Κρατούσαμε μιά ἔκταση περίπου 25 χιλιόμετρα. Κάθε τμῆμα ἄνοιγε χαρακώματα, ὅπου φύλαγαν οἱ ὁπλίτες, καί στά βάθη τῶν βουνῶν χτίζαμε καλύβες ὅπου σιγουρεύαμε τά γυναικόπαιδα... Ὁ ὁπλισμός μας ἦταν λειανοντούφεκα... Δέν εἴχαμε ἀπό πουθενά καμιά βοήθεια, ἐκτός ἀπό τά λίγα τρόφιμα καί σκεπάσματα πού ᾿παίρναν φεύγοντας οἱ οἰκογένειες μαζί τους. Ἀπίστευτες ἦσαν οἱ διαφορές τῶν ἀντίμαχων δυνάμεων. Τύχαινε, δηλαδή, ὄχι σπάνια, δέκα καί μόνο ἀντάρτες νά πολεμοῦν μ᾿ ἑκατοντάδες Τούρκους κι ὡστόσο νά τά βγάζουν πέρα, κρατώντας μακριά ἀπ᾿ τά χαρακώματά τους τά λεφούσια. Ἴσως γιατί ξέραν ὅτι τό λύγισμά τους θά σήμαινε ὄχι μονάχα τόν δικό τους ἀφανισμό, ἀλλά καί τή σφαγή τῶν γυναικῶν καί τῶν παιδιῶν τους». Κι ὁ Δημ. Ψαθᾶς στή «Γῆ τοῦ Πόντου» καί πάλι συνοψίζει: «Ἄγριες, πεισματικές, παράξενες οἱ μάχες πού δινόντουσαν, γιατί ἐνῶ κροτάλιζαν τά πολυβόλα καί βροντοῦσαν τά κανόνια, κι ἐνῶ οἱ μαυροφορεμένοι ἐκεῖνοι ἄντρες, κολλημένοι ἐπάνω στά βράχια τους -ἕνα μέ τίς πέτρες-, σημάδευαν καί ρίχναν, λίγο παρά πίσω χιλιάδες γυναικόπαιδα προσεύχονταν μέ ἀγωνία ἤ ψέλνανε ἤ ἔκλαιγαν, σάν ἕνας συγκλονιστικός χορός ἀρχαίας τραγωδίας πού ἔγραψε ὁ πιό τραγικός ἀπ᾿ ὅλους τούς ἀρχαίους ποιητές» (σελ. 370). Κι ὁ προαναφερθείς ὁπλαρχηγός Π. Τσαουσίδης συμπληρώνει: «Εἴχαμε καί ὁρισμένα μέρη προσευχῆς σέ κάθε τμῆμα. Ἐνῶ ἡ μάχη συνεχιζόταν, ὁ ἄμαχος πληθυσμός μέ τούς παπάδες προσευχότανε κάνοντας παρακλήσεις στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο». Τό ἀντάρτικο τοῦ Πόντου, ἔκφραση τῆς ἀδούλωτης ἑλληνικῆς ψυχῆς πού «ζυγόν δέν ὑπομένει», «προσέφερε πολλά καί ἀπό γενικότερη ἄποψη, ἀφοῦ ὁ Κεμάλ ἀναγκαζόταν νά στέλνει καί νά ἀπασχολεῖ πολύ στρατό στά βουνά, τήν ὥρα πού εἶχε ἀνάγκη στό μέτωπο κι ἀπό τόν τελευταῖο στρατιώτη», ὑπογραμμίζει ὁ Δημ. Ψαθᾶς (σελ. 370). Ἀλλά καί σέ μᾶς τούς Νεοέλληνες τοῦ 21ου αἰώνα ἔχει σπουδαῖα μηνύματα νά στείλει. Σιωπηλοί κάποτε καί ξεχασμένοι ἥρωες καί μάρτυρες, πού βάδισαν «ὁδούς σκληράς», «θλιβόμενοι, στενοχωρούμενοι, ἀπορούμενοι, διωκόμενοι, καταβαλλόμενοι» (πρβλ. Β΄ Κο 4,8), «ἐν φυλακαῖς, ἐν αἰχμαλωσίαις, ἐν πικραῖς δουλείαις» μά ἀλύγιστοι, στέκουν ὡς νεότεροι ὁδοδεῖκτες στήν ἐθνική καί τήν προσωπική μας πορεία. Πέρα στή μακρινή Ἀνατολή τ᾿ ἀγέραστα καί πάντα θαλερά βουνά τῆς πατρώας γῆς στέλνουν τά δικά τους μηνύματα στό διάβα τῆς ἱστορίας. Μουρατίδου Ἐλισάβετ
Θεολόγος |
Ζοῦμε σέ μία ἐποχή ὅπου γίνεται πολύς λόγος γιά τά ἀνθρώπινα δικαιώματα, καί ἰδιαίτερα γιά γενοκτονίες καί ἐθνοκαθάρσεις. Τό διεθνές δικαστήριο τῆς Χάγης κάθε τόσο συλλαμβάνει καί καταδικάζει ὑπεύθυνους γιά τέτοιου εἴδους ἐγκλήματα σέ κάθε γωνιά τῆς γῆς. Μέ τόν τρόπο αὐτό, ὁ σύγχρονος κόσμος δίνει τό μήνυμα ὅτι δέν «ἀνέχεται» τέτοιες συμπεριφορές. Εἴδαμε, ἄλλωστε, τίς καταδίκες σέρβων πολιτικῶν καί στρατηγῶν, πού κατηγορήθηκαν γιά ἐθνοκάθαρση τῶν μουσουλμάνων τῆς Βοσνίας. Ἰδιαίτερη εὐαισθησία ὑπάρχει γιά τό Ὁλοκαύτωμα τῶν Ἑβραίων κατά τόν Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Στή Γερμανία ἡ ἀμφισβήτησή του θεωρεῖται ποινικό ἀδίκημα πού ἐπισύρει φυλάκιση. Ἀπαγορεύτηκε, ἐπίσης, ἡ κυκλοφορία βιβλίων πού ἀμφισβητοῦσαν ὁποιαδήποτε πτυχή του, ἐνῶ ὑπάρχει καί ὁμόφωνη καταδίκη ὅλων τῶν πολιτισμένων κρατῶν γιά ὁποιονδήποτε ὑπαινιχθεῖ ὁτιδήποτε γι’ αὐτό.
Βλέποντας κανείς ὅλα τά παραπάνω θά μποροῦσε νά πεῖ ὅτι ἡ ἀνθρωπότητα ἔχει, πλέον, προοδεύσει καί προσπαθεῖ νά ἀποτρέψει τή συνέχιση τέτοιων ἐγκλημάτων. Δυστυχῶς, τά πράγματα δέν εἶναι τόσο «ἀγγελικά πλασμένα», ὅπως θέλουν νά μᾶς τά παρουσιάζουν οἱ ἀνεπτυγμένες χῶρες τῆς Δύσης. Πολλές φορές, ἡ ἀναγνώριση ἤ μή τῶν γενοκτονιῶν γίνεται ἀντικείμενο διπλωματικῶν παιχνιδιῶν καί συναλλαγῶν. Ἔτσι, ἐνῶ βλέπουμε νά συνεχίζεται ἡ διάπραξη ἐγκλημάτων πολέμου στήν Ἀφρική (π.χ. Νταρφούρ στό Σουδάν), στή Μέση Ἀνατολή καί σ’ ἄλλες περιοχές τοῦ κόσμου, ἡ πολιτισμένη Δύση ὄχι μόνο δέν ἀντιδρᾶ, ἔστω μέ κάποια ἀνακοίνωση, ἀλλά καί ὑποστηρίζει ἠθικά καί ὑλικά αὐτούς πού τά διαπράττουν. Μέ ἀπορία ἀκόμη βλέπουμε ὅτι ἡ ἀναγνώριση γενοκτονιῶν, ὅπως αὐτῆς τῶν Ἀρμενίων, γιά τίς ὁποῖες δέν τίθεται θέμα ἀμφισβήτησης ἀπό τούς ἱστορικούς, γίνεται ἀντικείμενο διπλωματικῶν παιχνιδιῶν καί ἐκβιασμῶν. Ὁ ὑπεύθυνος γι’ αὐτές -στήν περίπτωση τῶν Ἀρμενίων ἡ Τουρκία- ἀντί νά παραδεχτεῖ τήν ἐνοχή του, ἀπειλεῖ θρασύτατα ὅποιον τήν ἀναγνωρίσει μέ διακοπή διπλωματικῶν σχέσεων καί πιέζει μέ κάθε θεμιτό κι ἀθέμιτο μέσο. Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ὅτι ὑπάρχουν δύο μέτρα καί δύο σταθμά στήν ἀναγνώριση τῶν γενοκτονιῶν.
Στήν ἱστορία αὐτό δέν εἶναι παράξενο, καθώς πολλές φορές βλέπουμε νά θεωρεῖται δίκαιο ὁ νόμος τοῦ ἰσχυροῦ καί τά συμφέροντα νά μπαίνουν πάνω ἀπό τίς ἀνθρώπινες ἀξίες. Αὐτό πού προξενεῖ ἐντύπωση ὅμως εἶναι ἡ στάση πολλῶν ἀνθρώπων στήν πατρίδα μας, πού αὐτοχαρακτηρίζονται «προοδευτικοί», καί καυχῶνται γιά τήν εὐαισθησία τους στά ἀνθρώπινα δικαιώματα. Αὐτοί ὑπερασπίζονται μέ θέρμη γενοκτονίες πού ἔγιναν καί γίνονται σέ διάφορες περιοχές τῆς γῆς καί ἰδιαίτερα τό Ὁλοκαύτωμα τῶν Ἑβραίων. Καταδικάζουν ἀμείλικτα ὁποιονδήποτε τολμήσει νά πεῖ κάτι ἐναντίον του. Ὅταν, ὅμως, πρόκειται γιά τίς γενοκτονίες καί τίς ἐθνοκαθάρσεις πού διέπραξαν οἱ Τοῦρκοι ἀπέναντι στούς Ἕλληνες, τούς Ἀρμένιους καί τούς Ἀσσύριους τηροῦν σιγή ἰχθύος. Φτάνουν, μάλιστα, στό σημεῖο νά ἐξυμνοῦν καί νά τιμοῦν, ἀκόμη καί μέ στεφάνια, τόν ἰθύνοντα αὐτῶν τῶν ἐγκλημάτων, τόν Κεμάλ Ἀτατούρκ! Ἐπιθυμοῦν ἀκόμη τήν ἀλλαγή τῶν σχολικῶν βιβλίων Ἱστορίας γιά νά μή θίγονται οἱ γενοκτονίες καί οἱ ἐθνοκαθάρσεις τῶν Τούρκων, καί μιλοῦν ἁπλῶς γιά «συνωστισμούς».
Τό θράσος τους ὅμως ξεπέρασε κάθε ὅριο λίγους μῆνες πρίν, μέ ἀφορμή τό περίφημο ἀντιρατσιστικό νομοσχέδιο. Πέρα ἀπό τά προβλήματα σχετικά μέ τήν ποινικοποίηση τῶν ἰδεῶν πού περιέχει τό ἐν λόγῳ νομοσχέδιο, προέβλεπε καί τή δίωξη ὅποιου ἀμφισβητοῦσε τό Ὁλοκαύτωμα τῶν Ἑβραίων. Πολύ σωστά πολλοί βουλευτές ἀπό διάφορα κόμματα ἐπέμειναν νά περιληφθοῦν στή διάταξη καί ὅσοι ἀμφισβητοῦν τίς γενοκτονίες τῶν Ἑλλήνων καί τῶν Ἀρμενίων πού ἔχει ἀναγνωρίσει ἡ ἑλληνική Βουλή. Τό ἐκπληκτικό πού συνέβη εἶναι ὅτι ὑπῆρξε ἀντίδραση σ’ αὐτήν τήν προσθήκη μέ προεξάρχουσα, φυσικά, τή διαβόητη κυρία Ρεπούση ἀλλά καί τούς γείτονες Τούρκους. Τό ἀκόμη πιό ἐκπληκτικό εἶναι ὅτι λόγῳ αὐτῆς τῆς ἀντίδρασης ἡ κυβέρνηση ὑπαναχώρησε καί τό θέμα «πάγωσε». Τίς τελευταῖες μέρες ὅμως τό ἀντιρατσιστικό νομοσχέδιο ἐπανέρχεται δριμύτερο, καθώς ψηφίστηκε ἀπό τήν ἁρμόδια ἐπιτροπή τῆς Βουλῆς καί πάει πλέον στήν Ὁλομέλεια. Μέ μεγάλη ἔκπληξη διαπιστώσαμε ὅτι δέν περιλαμβάνονται σ’ αὐτό οἱ γενοκτονίες τῶν Ἑλλήνων καί τῶν Ἀρμενίων ἀπό τούς Τούρκους, ἀλλά ὑπάρχει ἀναφορά μόνο στό Ὁλοκαύτωμα τῶν Ἑβραίων. Δηλαδή στό ἑλληνικό κράτος θά διώκεται ὅποιος μιλήσει ἐνάντια στή γενοκτονία τῶν Ἑβραίων, ἀλλά θά μπορεῖ ἐλεύθερα ὁ ὁποιοσδήποτε νά ἀμφισβητεῖ τή γενοκτονία τῶν Ἑλλήνων τοῦ Πόντου καί τῆς Μικρᾶς Ἀσίας! Ὁ ἀπόλυτος παραλογισμός καί τό ἀποκορύφωμα τοῦ ἀνθελληνισμοῦ...
![]() Περνοῦν τά χρόνια τά βυζαντινά καί προχωροῦμε πρός τό τέλος τῆς ὀθωμανικῆς κατοχῆς. Ὅλοι οἱ ξένοι περιηγητές σαγηνεύονται ἀπό τήν ὀμορφιά τῶν «μαγεμένων» καί γράφουν μέ θαυμασμό γιά τίς «Καρυάτιδες» τῆς Θεσσαλονίκης. Στά μέσα του 19ου αἰώνα τά ἀγάλματα ἔχουν πλέον ἐνταχθεῖ στή συνοικία Rogos τῶν ἰσπανοεβραίων οἱ ὁποῖοι τίς ἀποκαλοῦν μέ τό καστιλιάνικο ἰδίωμα Las Incantadas, ἐνῶ οἱ Ἕλληνες τά ὀνομάζουν «εἴδωλα» ἤ ἁπλῶς ἀγάλματα. Μάλιστα ἡ στοά τῶν Εἰδώλων ἔχει ἐνσωματωθεῖ πλέον στό σπίτι ἑνός πλούσιου ὑφασματέμπορα. Γιά περισσότερο ἀπό 100 χρόνια γίνονται ἐπανειλημμένες προσπάθειες γιά τήν ὑφαρπαγή τῶν ἀγαλμάτων ἀπό τούς ἑκάστοτε προξένους.
Ὥσπου ἐμφανίζεται στό προσκήνιο τό 1864 ὁ γάλλος Εmmanuel Miller, γνωστός γιά τίς ἱστορικές του ἔρευνες στή Θάσο. Μαθαίνει ὅτι ἄρχισε ἡ κατεδάφιση τῶν τειχῶν τῆς Θεσσαλονίκης. Στίς ἀρχές τοῦ Ὀκτωβρίου βάζει στό στόχαστρο τά ὀκτώ ἀγάλματα. Μέ μία γενναία δωροδοκία τοῦ σουλτάνου, θά καταφέρει νά πάρει τήν ἄδεια γιά νά μεταφέρει τά πολυπόθητα ἀγάλματα στή Γαλλία. Σέ ἐπιστολή πρός τή σύζυγό του γράφει: «Θά ἔχω λοιπόν τά ἀγάλματά μου, λέω θά ἔχω, γιατί ὑπάρχουν ἀκόμη μεγάλες δυσκολίες. Ὁ (ἑβραϊκός καί ἑλληνικός) πληθυσμός τῆς Θεσσαλονίκης θά ἐκμανεῖ ὅταν μάθει ὅτι θά πάρουν αὐτά τά ἀγάλματα.... Θά χρειαστεῖ ὁ πασάς νά στείλει ἔνοπλη δύναμη καί ὅσο διακριτικοί κι ἄν εἴμαστε τό νέο θά κυκλοφορήσει πο λύ γρήγορα. Τώρα πού ἡ τουρκική κυβέρνηση ἔδωσε τό λόγο της, δέν θά ἐπανέλθει καί πρέπει ὁπωσδήποτε νά δράσουμε». Ἔρχεται τό πολεμικό πλοῖο La mouette καί προσορμίζεται στήν περιοχή τῶν Μύλων τοῦ Ἀλλατίνι. Ὁ Miller σκόπευε νά μεταφέρει ἐκεῖ κρυφά τίς «μαγεμένες», γιά νά μήν ἀντιληφθεῖ ὁ λαός τήν κλοπή. Ὅμως τό κακόβουλο σχέδιο ἔγινε ἀντιληπτό καί ὁ ἀναβρασμός μεγάλωνε. Ἔντονες οἱ διαμαρτυρίες καί οἱ ἀντιδράσεις, μά δέν στάθηκαν ἱκανές νά ἀποτρέψουν τή λεηλασία. Τελικά ὁ Miller μέ τή βοήθεια τῶν Ὀθωμανῶν ἔσπασε, τεμάχισε τό μνημεῖο καί κατάφερε νά τό φορτώσει στό πλοῖο του. Μάλιστα τοῦρκοι στρατιῶτες ἀπομάκρυναν μέ μπαστουνόξυλα τούς ἀνθρώπους πού συνωθοῦνταν ἐκεῖ γύρω καί παρακολουθοῦσαν μέ ἐνδιαφέρον καί συγκίνηση τήν ἁρπαγή τῆς κληρονομιᾶς τους. Τελικά ἡ ἀρμάδα μέ τά κλεμμένα ξεκίνησε γιά τή Γαλλία τό Δεκέμβριο. Τά τελευταῖα κομμάτια τοῦ μνημείου πουλήθηκαν σέ Ἄγγλους, ἐνῶ ὅ,τι εἶχε ἀπομείνει στόν τόπο γιά νά θυμίζει τίς «μαγεμένες» καταστράφηκε κατά τή μεγάλη πυρκαγιά τοῦ 1917. Τά ὀκτώ φημισμένα ἀγάλματα ἔχουν διαγραφεῖ ἀπό τή μνήμη τῆς πόλης, ἐνῶ αὐτή τή στιγμή ἐξακολουθοῦν νά ἐκτίθενται στό μουσεῖο τοῦ Λούβρου. Στά γενέθλια καί στίς ἐπετείους ὁ κόσμος εἴθισται νά χαρίζει δῶρα. Ἐμεῖς, τιμώντας τά 100 χρόνια ἀπό τήν ἀπελευθέρωση τῆς Θεσσαλονίκης δέν ζητοῦμε δῶρο, ἀλλά τή δίκαιη ἐπιστροφή αὐτῶν πού μᾶς ἀνήκουν, πού ἀποτελοῦν τήν πολιτιστική μας κληρονομιά. Ὅσο γιά τήν ἄδεια πού ἀκούστηκε πρόσφατα ὅτι θά μᾶς παραχωρήσει τό μουσεῖο Λούβρου γιά νά ἐκθέσουμε γνήσια ἀντίγραφα τῶν «μαγεμένων» στή Θεσσαλονίκη, τό θεωρῶ παραλογισμό. Ἡ πόλη πρέπει νά ἔχει αὐτούσιο τό μνημεῖο τους. Κι ἄν αὐτά τά ἀπαράμιλλα ἔργα τέχνης τοῦ τόπου μας μαγεύουν καί σαγηνεύουν κι ἄλλους λαούς, μποροῦμε νά δώσουμε ἄδεια ἀντιγράφων. Λογικόν καί δίκαιόν ἐστι. Ἀγγελική Τσιραμπίδου
Φιλόλογος
|
26 ᾿Οκτωβρίου 1912. «᾿Εδῶ ἡ δόξα σταματᾶ καί ξαποσταίνει ἡ νίκη. ᾿Αρχόντισσα, βυζαντινή κυρά, Θεσσαλονίκη». ῾Η πόλη τοῦ ῾Αγίου Δημητρίου ξανασαίνει. Σπάζει ἐπιτέλους τίς ἁλυσίδες τῆς σκλαβιᾶς, πού ἀπό τό 1430 μ.Χ. ἔπεφταν βαρειές πάνω της καί τήν καταδυνάστευαν.
26 ᾿Οκτωβρίου 2009. ῞Ενα ἐγκώμιο θέλω νά πλέξω σ᾿ αὐτούς τούς ἀφανεῖς ἥρωες, στόν ἕλληνα λοχαγό ᾿Αθανάσιο Σουλιώτη - Νικολαΐδη καί στόν ἕλληνα γιατρό Φίλιππο Νίκογλου. ῞Ενα φόρο τιμῆς θέλω νά ἀποδώσω σ᾿ αὐτούς τούς ἀνύσταχτους ἀγωνιστές. Τό μύρο τῆς εὐγνωμοσύνης μου θέλω νά ξεχύσω σ᾿ αὐτούς τούς φίλτατους εὐεργέτες μου.
Στά πλαίσια τῆς συμμαχίας μέ τούς Βουλγάρους, ὁ Σουλιώτης τοποθετεῖται ἀπό τήν ἑλληνική πρεσβεία στή Σόφια στρατιωτικός σύνδεσμος στήν 7η βουλγαρική μεραρχία. ᾿Αρχίζει νά ἔχει ἄσχημα προαισθήματα, καθώς παρατηρεῖ στίς 22 ᾿Οκτωβρίου 1912 γρήγορες κινήσεις τῶν βουλγαρικῶν τμημάτων στήν ῎Ανω Τζουμαγιά. Ρωτᾶ νά μάθει τά σχέδιά τους, μά κανείς δέν τοῦ λύνει τίς ἀπορίες. Γιά καλή του τύχη ἀνταμώνει τόν γιατρό Φίλιππο Νίκογλου, πού ὑπηρετεῖ στό χειρουργεῖο τῆς 7ης βουλγαρικῆς μεραρχίας. Δίχως χρονοτριβή ὁ γιατρός τοῦ ἐκμυστηρεύεται πικρά μαντάτα. Καταβάλλεται κάθε προσπάθεια ἀπό τόν βουλγαρικό στρατό νά καταλάβει πρῶτος αὐτός τίς μακεδονικές πόλεις καί προπάντων τή Θεσσαλονίκη. Σπεύδει νά προλάβει πρίν οἱ ῞Ελληνες τούς τσακίσουν τά ὄνειρά τους. ῎Ηδη ἔχει ἑτοιμαστεῖ καί ἡ βασιλική ἅμαξα γιά τήν ἐπίσημη εἴσοδο τοῦ διαδόχου τῆς Βουλγαρίας στή Θεσσαλονίκη.
᾿Από τούς δύο αὐτούς ἄνδρες κρέμεται τό μέλλον τοῦ τόπου μας. Κάτω ἀπό τή μύτη τῶν Βουλγάρων ἄραγε τί θά σοφιστοῦν, γιά νά ἀλλάξουν «τόν ροῦν τῆς ἱστορίας»; Βαρειά πέφτει πάνω τους ἡ εὐθύνη, τό χρέος. ῾Ο Σουλιώτης σκέφτεται νά τηλεγραφήσει τίς σημαντικές πληροφορίες κρυπτογραφημένες στήν ἑλληνική πρεσβεία στή Σόφια. ᾿Αλλ᾿ ὁ φόβος τῆς βουλγαρικῆς λογοκρισίας τόν σταματᾶ. Εἶναι ὅμως ἀδήριτη ἀνάγκη νά ἐνεργήσει ταχύτατα καί διακριτικά. Τούτη τήν ὥρα προέχει ἡ πατρίδα. Κάτι πρέπει νά κάνει γιά τή σωτηρία της. Καί νά τί σκαρφίζεται! Προσποιεῖται τόν ἄρρωστο. ῾Ο γιατρός Νίκογλου διαβεβαιώνει τήν ἀρρώστια του, συστήνοντας τή μεταφορά του στή Σόφια. Εὐτυχῶς ἀπό τούς ἐχθρούς δέν συναντοῦν κανένα ἐμπόδιο. Πῶς νά μήν καμαρώσω τόν Σουλιώτη, πῶς νά μή ζηλέψω τή λεβεντιά του, τά παρακινδυνευμένα του τολμήματα, πού βάζει φτερά στά πόδια του, σκαρφαλώνει τίς χιονισμένες βουνοκορφές, γιά νά προλάβει τό πρῶτο τραῖνο γιά τή Σόφια! ᾿Επείγεται νά ξεφορτωθεῖ τό βαρύ μυστικό πού κουβαλᾶ. ῾Η Νύμφη τοῦ Θερμαϊκοῦ δέν πρέπει νά γίνει λεία τῶν Βουλγάρων. Τό ποθούμενο πραγματοποιεῖται. Συναντιέται μέ τόν ἕλληνα πρεσβευτή καί τόν ἐνημερώνει πάραυτα. Οἱ πληροφορίες στέλνονται κρυπτογραφημένες στό ὑπουργεῖο ᾿Εξωτερικῶν τῆς ῾Ελλάδος καί ὁ τότε ὑπουργός Λάμπρος Κορομηλᾶς πληροφορεῖ τόν πρωθυπουργό ᾿Ελευθέριο Βενιζέλο. Αὐτός ἐπειγόντως διατάσσει τόν ἀρχιστράτηγο τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ, διάδοχο Κωνσταντίνο, νά καταλάβει τό ταχύτερο τή Θεσσαλονίκη. Στό τρελό κυνηγητό πού γίνεται, προλαβαίνουν πρῶτοι οἱ ῞Ελληνες καί πατοῦν τήν πόλη τοῦ ῾Αγίου Δημητρίου, τήν ἅγια μέρα τῆς μνήμης του. Νά, ποιοί κρύβονται στά παρασκήνια, πίσω ἀπό τόν Βενιζέλο, κι εἶναι οἱ ἀφανεῖς πρωτεργάτες τῆς ἀπελευθέρωσης τῆς Θεσσαλονίκης!
Ποιός παλμογράφος μπορεῖ νά καταγράψει τά σκιρτήματα τῆς καρδιᾶς τῶν δύο ἀνδρῶν, σάν βλέπουν οἱ κόποι τους νά καρπίζουν! ῎Ονειρο ἄπιαστο· ὕστερα ἀπό 482 χρόνια ἡ Θεσσαλονίκη ντύνεται τή γαλανόλευκη! Οἱ ὀρθόδοξοι ναοί της ξαναλειτουργοῦν! Μά ἡ ζωή τοῦ Νίκογλου κινδυνεύει. ῞Ενας βούλγαρος φίλος του γιατρός τοῦ ἀνακοινώνει πώς οἱ Βούλγαροι τόν ἔχουν καταδικάσει σέ θάνατο, «καθόσον ἀνακοινώσας τήν πορείαν τῶν βουλγαρικῶν στρατευμάτων ἐκρίθη ὑπαίτιος τῆς ἀπωλείας τῆς Θεσσαλονίκης». Δέν θά τούς δώσει ὅμως τή χαρά τῆς ἐκδίκησης, γιατί καταφέρνει νά διαφύγει στήν ᾿Αθήνα. ᾿Εκεῖ τιμές καί δόξες τόν περιμένουν. Παρασημοφορεῖται γιά τήν ἀπροσμέτρητη προσφορά του. Κι ἡ Θεσσαλονίκη τόν τιμᾶ ἐπάξια. Γιά νά μείνει ἡ μνήμη του ζωντανή, μετονομάζει τήν ὁδό ᾿Ανακτόρων σέ ὁδό Φιλίππου Νίκογλου.
Κάθε 26 ᾿Οκτωβρίου ἀνάβω ἁγιοκέρι εὐχαριστίας στή μνήμη σας, ᾿Αθανάσιε Σουλιώτη καί Φίλιππε Νίκογλου. Σιγοκαίει γιά σᾶς καντήλι εὐγνωμοσύνης στό κενοτάφιο τῆς καρδιᾶς μου, γιατί ρίξατε τόν ἑαυτό σας στήν περιπέτεια, ἀδιαφορήσατε γιά τήν κοινωνική σας θέση, γιά νά ὑπηρετήσετε τό ἐθνικό συμφέρον, τό μεγάλο ἰδανικό, τήν πατρίδα. Κι ἐμεῖς οἱ ἀπόγονοί σας, τέτοια μέρα σᾶς δαφνοστεφανώνουμε καί κρατοῦμε παρακαταθήκη πολύτιμη τό μήνυμα πού μᾶς ἀφήσατε μέ τή ζωή σας· «Τήν ἱστορία δέν τή γράφουν οἱ μάζες, οἱ μεγάλοι ἀριθμοί, ἀλλά οἱ φλογερές καρδιές».