Super User

Super User

Μαρία ἡ Μαγδαληνή


   Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος πού εἶδε τόν ἀναστημένο Κύριο εἶναι ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή, μία μαθήτρια τοῦ Κυρίου πού πολύ ἔχει παρεξηγηθεῖ. Οἱ ἑρμηνευτές τῆς Δύσεως ἔχουν πέσει σέ φοβερές παρανοήσεις σχετικά μέ τό πρόσωπο αὐτό. Τήν ταύτισαν μέ τή Μαρία τήν ἀδελφή τοῦ Λαζάρου καί, ἀργότερα, μέ τήν πόρνη πού ἀναφέρεται στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο ὅτι μετανόησε καί ἄλειψε μέ μύρα τόν Ἰησοῦ (7,36-50). Τέλος, εἶπαν ὅτι τά ἑπτά δαιμόνια ἀπό τά ὁποῖα τήν ἐλευθέρωσε ὁ Ἰησοῦς εἶναι τά ἑπτά θανάσιμα ἁμαρτήματα. Πάρα πολλά ἔχουν γραφεῖ γιά τή Μαρία τή Μαγδαληνή. Ὑπάρχει μιά ὁλόκληρη φιλολογία στή Δύση σχετική μ᾿ αὐτήν, ἡ λεγόμενη Μαγδαληνολογία.
  Στίς μαρτυρίες πού ἔχουμε ἀπό τήν Καινή Διαθήκη γιά τή Μαρία τή Μαγδαληνή φαίνεται ὁλοκάθαρα ὅτι ἡ Μαρία εἶχε τό ἐπίθετο Μαγδαληνή, διότι καταγόταν ἀπό μιά περιοχή τῆς Γαλιλαίας πού λεγόταν Μάγδαλα. Ἐπίσης τά Εὐαγγέλια μᾶς δίνουν τήν πληροφορία ὅτι ἡ Μαρία βασανιζόταν ἀπό ἑπτά δαιμόνια ἀπό τά ὁποῖα τήν ἐλευθέρωσε, τή θεράπευσε ὁ Κύριος. Μετά τή θεραπεία της ἡ Μαρία ἔμεινε παρθένος καί ἀκολούθησε τόν Κύριο. Εἶναι μία ἀπό τίς πιό πιστές, τίς πιό ζηλώτριες μαθήτριές του. Ἀναφέρεται ὅτι διακονοῦσε μαζί μέ ἄλλες γυναῖκες τόν Κύριο κι ἔμεινε κοντά του σέ ὅλη τή δράση του, ἀκόμη καί στή σταύρωση καί στήν ταφή του.
  Ὅσο γιά τήν ἡλικία της, θά πρέπει νά ἦταν περίπου 60 χρόνων. Βέβαια αὐτό δέν ἀναφέρεται στά Εὐαγγέλια, εὔκολα ὅμως μπορεῖ νά τό συμπεράνει κανείς ὡς ἑξῆς: Ἡ Μαρία πάντοτε ἀναφέρεται ὡς ἀρχηγός τῶν μαθητριῶν τοῦ Κυρίου, πολλές ἀπό τίς ὁποῖες ἦταν μητέρες μαθητῶν του, ἦταν δηλαδή ὁπωσδήποτε πάνω ἀπό 50 ἤ 60 ἐτῶν. Ἄρα ἡ ἀρχηγός τους θά ἦταν τουλάχιστον τῆς ἡλικίας τους, ἄν δέν ἦταν μεγαλύτερη.

Χαράματα στόν τάφο


  Ἡ Μαρία, ἡ πιστή καί ἀφοσιωμένη μαθήτρια τοῦ Κυρίου, «τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων» (Ἰω 20,1), δηλαδή τήν πρώτη μέρα τῆς ἑβδομάδος πού λόγῳ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ὀνομάστηκε ἀπό τότε Κυριακή, ἐνῶ ἀκόμη ἦταν σκοτάδι, ἦρθε νά δεῖ τόν τάφο τοῦ Κυρίου. Ἦταν γύρω στίς 16 τοῦ ἑβραϊκοῦ μήνα Νισάν, δηλαδή ἀρχές Ἀπριλίου. Τήν ἐποχή αὐτή στήν Παλαιστίνη ὁ ἥλιος ἀνατέλλει κατά τίς 5.30 π.μ. Ἡ Μαρία ἔφθασε στόν τάφο τοῦ Ἰησοῦ λίγο πρίν ἀνατείλει ὁ ἥλιος, δηλαδή τουλάχιστον στίς 5 τό πρωί, ὅταν τό σκοτάδι δέν εἶχε ἀκόμη ἐντελῶς διαλυθεῖ.
  Γιά ποιό λόγο ἦρθε ἀπό τά χαράματα στόν τάφο τοῦ Διδασκάλου; Ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης δέν ἀναφέρει τό σκοπό τῆς ἐπισκέψεώς της· οἱ ἄλλοι ὅμως εὐαγγελιστές λένε ὅτι ἦρθε κι αὐτή ὅπως καί οἱ ἄλλες μυροφόρες γιά ν᾿ ἀλείψουν μέ μύρα τό σῶμα τοῦ Κυρίου (βλ. Μθ 28,1· Μρ 16,1-2). Ἡ μύρωση ἦταν νεκρικό ἔθιμο τῶν ἰουδαίων. Ἐπειδή οἱ τάφοι δέν ἔκλειναν καλά τότε, ἀνέδιδαν ἄσχημες μυρωδιές, γι᾿ αὐτό οἱ συγγενεῖς τῶν νεκρῶν πήγαιναν καί τούς μύρωναν. Ἡ πράξη αὐτή ἦταν ἔθιμο ἀνάλογο μέ τό δικό μας τρισάγιο.
  Ἡ Μαρία ξεκίνησε μαζί μέ τίς ἄλλες μαθήτριες τοῦ Κυρίου. Ἔρχονταν στόν τάφο γιά νά δείξουν τήν ἀγάπη τους πρός τό νεκρό σῶμα τοῦ Διδασκάλου. Ἐναγώνια καί ἀτρόμητη ἡ Μαρία προπορεύθηκε καί ἔφθασε μόνη της στό μνῆμα. Μποροῦμε νά φαντασθοῦμε πόσο μεγάλη θά ἦταν ἡ ἔκπληξή της, ὅταν εἶδε «τόν λίθον ἠρμένον ἐκ τοῦ μνημείου» (Ἰω 20,1), τό λίθο κυλισμένο ἀπό τό μνημεῖο. Τί εἶχε συμβεῖ;

Ἡ Ἀνάσταση


  Ὅταν ἔφθασε στόν τάφο ἡ Μαρία, ὁ Κύριος εἶχε ἤδη ἀναστηθεῖ. Βέβαια, τά Εὐαγγέλια δέν περιγράφουν τήν Ἀνάσταση, διότι δέν τήν εἶδε κανείς. Περιγράφουν μόνο τίς ἐμφανίσεις τοῦ ἀναστημένου Ἰησοῦ. Συνδυάζοντας ὅμως τίς σχετικές εὐαγγελικές πληροφορίες μποροῦμε νά καταλάβουμε πῶς περίπου ἔγινε ἡ Ἀνάσταση.
  Ὁ τάφος ἦταν κατάκλειστος. Οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ φαρισαῖοι, ὅπως ἐξιστορεῖ ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος (27,62-66), τήν ἄλλη μέρα μετά τήν ταφή τοῦ Κυρίου, παρουσιάστηκαν στόν Πιλᾶτο καί ζήτησαν νά τούς ἐπιτρέψει νά βάλουν φρουρά στόν τάφο, διότι φοβοῦνταν μήπως κλέψουν τό σῶμα τοῦ Κυρίου οἱ μαθητές του. Ἔβαλαν, λοιπόν, φρουρά γιά νά φυλάγει τόν νεκρό. Ἀλλά ἐπειδή δέν εἶχαν ἐμπιστοσύνη στούς φρουρούς καί φοβοῦνταν μήπως κανείς ἀπό αὐτούς πληρωθεῖ ἀπό τούς μαθητές καί κλέψει τό νεκρό σῶμα, ἀσφάλισαν τόν τάφο (βλ. Μθ 27,66). Τόν ἔζωσαν, δηλαδή, μέ σχοινιά καί στό ἕνωμα τῶν σχοινιῶν, στούς κόμπους, ἔβαλαν βουλοκέρι μέ τή σφραγίδα τους. Κανείς δέν θά μποροῦσε νά ἀνοίξει τόν τάφο χωρίς νά καταστρέψει τίς σφραγίδες. Ἑπομένως θά γινόταν ἀντιληπτή κάθε ἀπόπειρα κλοπῆς τοῦ νεκροῦ σώματος.
  Ὁ Ἰησοῦς ἔγινε ἄφαντος μέσα ἀπό τόν τάφο χωρίς κανείς νά καταλάβει ὅτι ἀναστήθηκε. Βγῆκε ἀοράτως ἀπό τόν τάφο χωρίς νά μετακινηθεῖ καθόλου ὁ λίθος, χωρίς νά πειραχτοῦν οἱ σφραγίδες. Γι᾿ αὐτό ψάλλουμε τό Πάσχα: «Φυλάξας τά σήμαντρα σῷα, Χριστέ, ἐξηγέρθης τοῦ τάφου», πού σημαίνει: «Χριστέ, ἀναστήθηκες καί βγῆκες ἀπό τόν τάφο διατηρώντας τίς σφραγίδες σῶες», χωρίς νά πειράξεις τά σχοινιά καί τό βουλοκέρι.
  Ἐπίσης τά Εὐαγγέλια δέν ἀναφέρουν τίποτε γιά τήν ὥρα τῆς Ἀναστάσεως. Ὑποθέτω πώς ἔγινε κατά τήν τέταρτη φυλακή τῆς νυκτός, δηλαδή 3.00π.μ. - 6.00π.μ.· ἔτσι, τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ ἔμεινε στόν τάφο καί μερικές ὧρες ἀπό τήν τρίτη ἡμέρα, γιά νά ἐκπληρωθεῖ ἡ προφητεία τῆς τριημέρου ταφῆς του, ἡ ὁποία βέβαια δέν ἐννοεῖ τρία ὁλόκληρα εἰκοσιτετράωρα. Ὁ τάφος, λοιπόν, ἦταν γιά ὥρα πολλή ἤ γιά ὧρες ἄδειος καί οἱ στρατιῶτες φύλαγαν ἄδειο τάφο νομίζοντας ὅτι ὁ νεκρός εἶναι μέσα.


Τό κενό μνῆμα


   Ἔτσι εἶχαν τά πράγματα, ὅταν κατά τίς 5 τό πρωί πλησίασαν στόν τάφο οἱ γυναῖκες γιά νά ρίξουν τά ἀρώματα. Στό δρόμο ἀναρωτιόταν· «τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τόν λίθον;» (Μρ 16,3), ποιός θά μᾶς κυλίσει τή βαρειά πλάκα; Δέν ἤξεραν ὅτι οἱ φαρισαῖοι εἶχαν ἐγκαταστήσει φρουρά. Στό μεταξύ ἔγινε σεισμός καί ἄγγελος Κυρίου ἔρριξε κάτω τήν πλάκα, γιά νά φανεῖ ὁ ἄδειος τάφος. Οἱ στρατιῶτες τρόμαξαν ἀπό αὐτά τά ἔκτακτα καί φοβερά συμβάντα καί «ἐγένοντο ὡσεί νεκροί» (Μθ 28,4), ἔχασαν τίς αἰσθήσεις τους. Ὅταν συνῆλθαν θά ἔτρεξαν νά φύγουν. Μόνο μερικοί, «τινές τῆς κουστωδίας» (Μθ 28,11) ἦρθαν γιά νά ἀναγγείλουν τά γενόμενα στούς ἀρχιερεῖς.
  Ἔφυγαν οἱ στρατιῶτες, γι᾿ αὐτό οἱ γυναῖκες δέν βρῆκαν κανέναν στόν τάφο. Ἡ Μαρία πού εἶχε φθάσει πρίν ἀπό τίς ἄλλες μαθήτριες, μόλις εἶδε τόν τάφο ἄδειο, ταράχτηκε, διότι ὑπέθεσε ὅτι κάποιος εἶχε κλέψει τό σῶμα τοῦ ἀγαπημένου της νεκροῦ. Ποτέ δέν φαντάστηκε ὅτι ἦταν δυνατόν ν᾿ ἀναστήθηκε ὁ Χριστός. Τήν ἀγωνία καί τό φόβο της αὐτό τρέχει ν᾿ ἀνακοινώσει στόν Πέτρο καί στόν Ἰωάννη.
   Τρέχουν κι αὐτοί στό μνῆμα καί πείθονται ὅτι πράγματι τό σῶμα τοῦ Κυρίου λείπει· κάποιος τό πῆρε. Αὐτό σημαίνουν τά λόγια τοῦ εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη «εἶδε καί ἐπίστευσεν» (Ἰω 20,8), δηλαδή πίστεψε ὅτι πράγματι τό σῶμα τοῦ Κυρίου λείπει ἀπό τόν τάφο. Καί στή συνέχεια ὁ εὐαγγελιστής ἐξηγεῖ· «οὐδέπω γάρ ᾔδεισαν τήν γραφήν ὅτι δεῖ αὐτόν ἐκ νεκρῶν ἀναστῆναι» (20,9). Τά ὁλοκάθαρα καί ἀνέπαφα ὀθόνια καί τό καλοδιπλωμένο χωριστά σουδάριο ἔκραζαν, βοοῦσαν ὅτι τό νεκρό σῶμα τοῦ Κυρίου δέν τό ἀπέσπασαν ἄλλοι μέσα ἀπό τά ὀθόνια, ἀλλά βγῆκε μόνος του ὁ Κύριος, ὡς νικητής, ὡς ἐξουσιαστής τοῦ θανάτου· ἀναστήθηκε, σηκώθηκε, δίπλωσε τά ροῦχα του, τά σκεπάσματά του καί τ᾿ ἄφησε τακτοποιημένα. Ἐντούτοις οἱ μαθητές ἐξακολουθοῦν νά ἀποροῦν. Αὐτό δείχνει ὁλοφάνερα ὅτι δέν εἶχαν καμιά ὑπόνοια, οὔτε χνος προσδοκίας τῆς Ἀναστάσεως.
  Μετά τήν ἐπίσκεψη τοῦ Πέτρου καί τοῦ Ἰωάννη ἡ Μαρία ἐπιστρέφει στό μνῆμα. Θέλει νά ξαναδεῖ, νά βεβαιωθεῖ. Δέν μπορεῖ νά τό πιστέψει πώς δέν θά ᾿χει οὔτε τήν ἐλάχιστη ἱκανοποίηση νά προσφέρει τίς νεκρικές τιμές στόν Διδάσκαλο. Κι ἐκεῖ, ἔξω ἀπό τό κενό μνῆμα, ἀφήνει νά ξεχυθεῖ σέ θρῆνο ὅλος ὁ πόνος της γιά τήν ἐξαφάνιση τοῦ σώματος τοῦ Διδασκάλου της.

Ὁ «κηπουρός»


  Καθώς ἔκλαιγε ρίχνει ἕνα βλέμμα στό ἐσωτερικό τοῦ τάφου καί βλέπει ἐκεῖ δύο λευκοφορεμένους ἀγγέλους. Ἐκεῖνοι τή ρωτοῦν· «Γύναι, τί κλαίεις;». Καί ἡ Μαρία τούς ἀπαντᾶ· «Ὅτι ἦραν τόν Κύριόν μου, καί οὐκ οἶδα ποῦ ἔθηκαν αὐτόν» (Ἰω 20, 13). Λέγοντας αὐτά παρατηρεῖ μιά ξαφνική ἔκπληξη νά ζωγραφίζεται στά πρόσωπα τῶν ἀγγέλων. Στρέφει κι αὐτή πίσω τό βλέμμα της νά δεῖ τί βλέπουν οἱ ἄγγελοι καί βλέπει τόν Ἰησοῦ. Δέν τόν γνώρισε.
 Ὁ Ἰησοῦς καί ὡς ἄνθρωπος ἀκόμη μετά τήν Ἀνάσταση μόνο ἄν θέλει εἶναι ὁρατός καί γνώριμος στούς ἀνθρώπους. Ἡ Μαρία τόν βλέπει, ἀλλά δέν τόν γνωρίζει. Οὔτε τήν ὄψη του ἀλλά οὔτε καί τή φωνή του γνωρίζει, ὅταν ὁ Κύριος τή ρωτᾶ· «Γύναι, τί κλαίεις; τίνα ζητεῖς;». Νομίζοντας ὅτι εἶναι ὁ κηπουρός τοῦ κήπου πού βρίσκεται γύρω ἀπό τόν τάφο τοῦ λέει· «Κύριε, εἰ σύ ἐβάστασας αὐτόν, εἰπέ μοι ποῦ ἔθηκας αὐτόν, κἀγώ αὐτόν ἀρῶ» (Ἰω 20,15).
 Ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο μιλᾶ, δείχνει πόσο ἰσχυρά συναισθήματα τή διακατέχουν. Ἡ βαθειά θλίψη καί ἡ μεγάλη ἀγάπη δέν τήν ἀφήνουν νά σκεφθεῖ ὅτι μιλᾶ σ᾿ ἕναν ἄγνωστο καί ὅτι εἶναι φυσικό νά μήν ξέρει ὁ ἄνθρωπος γιά τί πράγμα τοῦ μιλάει. Δέν σκέπτεται νά δώσει πρῶτα κάποια ἐξήγηση στόν ἄγνωστο, νά τοῦ πεῖ ποιός εἶναι αὐτός γιά τόν ὁποῖο κλαίει, γιά τόν ὁποῖο ρωτᾶ. Κι ἔπειτα, πῶς θά σηκώσει αὐτή, μιά γυναίκα, ἕναν νεκρό; Ἡ ἀγάπη ὅμως δέν τά ὑπολογίζει αὐτά.


«Μή μου ἅπτου»


mi mou aptou  Τότε ὁ Ἰησοῦς, ἐπιτρέποντας νά γνωρισθεῖ καί ἡ μορφή του καί ἡ φωνή του, τήν προσφωνεῖ «Μαρία». Ἡ Μαρία μετά τήν ἀπάντησή της πρός τόν δῆθεν κηπουρό εἶχε στραφεῖ πάλι πρός τόν τάφο, ἀφήνοντάς τον πίσω της. Μόλις ἀκούει τή φωνή τοῦ Κυρίου στρέφεται ἀμέσως πίσω, τόν βλέπει καί ὁπωσδήποτε προσπίπτοντας στά πόδια του φωνάζει· «Ῥαββουνί», πού σημαίνει «Διδάσκαλέ μου!» (Ἰω 20,16). Ὄχι πιά Κύριε, ἀλλά Ραββουνί. Ὁ ἄγνωστος πού τήν πλησίασε, πού πονετικά τή ρώτησε γιατί κλαίει, δέν εἶναι ἄγνωστος, εἶναι πολύ γνωστός της, εἶναι ὁ ἀγαπημένος της Διδάσκαλος. Ἕνας κεραυνός χαρᾶς τή συγκλονίζει καί ὁρμᾶ ἀσυγκράτητη νά πιάσει, νά φιλήσει τά πόδια του. Ἀλλά ὁ Κύριος σοβαρά τήν ἐμποδίζει λέγοντας· «Μή μου ἅπτου· οὔπω γάρ ἀναβέβηκα πρός τόν πατέρα μου· πορεύου δέ πρός τούς ἀδελφούς μου καί εἰπέ αὐτοῖς· ἀναβαίνω πρός τόν πατέρα μου καί πατέρα ὑμῶν, καί Θεόν μου καί Θεόν ὑμῶν» (Ἰω 20,17).
  Στό χωρίο αὐτό, ἕνα ἀπό τά δυσκολότερα τῆς Καινῆς Διαθήκης, δόθηκαν ποικίλες ἑρμηνεῖες, τίς ὁποῖες δέν θεωρῶ σκόπιμο νά ἐκθέσω ἐδῶ. Καταρχήν, ὁρισμένοι ἑρμηνευτές κακῶς ἀπέκοψαν τό λόγο τοῦ Κυρίου «μή μου ἅπτου» ἀπό τήν ὑπόλοιπη συνάφεια καί διατύπωσαν τήν ἀπορία: Γιατί ὁ Κύριος ἀπαγορεύει στή Μαρία νά τόν ἐγγίζει; Τήν ὀρθή ἑρμηνεία δίνει ὁ αὐθεντικότερος ἑρμηνευτής τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. Ἡ ἀπαγόρευση «μή μου ἅπτου», πού ἐκφέρεται σέ ἐνεστώτα χρόνο, φανερώνει ὅτι ἡ Μαρία εἶχε ἤδη περιπτυχθεῖ τά ἄχραντα πόδια τοῦ Κυρίου, ὅταν αὐτός τῆς μιλᾶ. Ἐξάλλου λίγο ἀργότερα ὁ Κύριος συναντᾶ τίς μυροφόρες καί ἐπιτρέπει ν᾿ ἀγκαλιάσουν καί νά φιλήσουν τά πόδια του (βλ. Μθ 28,9). Ὁ διος ἐπίσης παρότρυνε τόν Θωμᾶ καί τούς ἄλλους μαθητές νά τόν ψηλαφήσουν (βλ. Ἰω 20,27· Λκ 24, 39). Μέ τό «μή μου ἅπτου», λοιπόν, ὁ Κύριος ἀποτρέπει τή Μαρία, ὄχι διότι δέν πρέπει νά τόν ἐγγίσει, ἀλλά διότι θέλει νά τῆς διδάξει ὁρισμένα πράγματα.

   Ἡ Μαρία, ὅταν βλέπει τόν ἀγαπημένο Διδάσκαλο, νομίζει ὅτι αὐτός ἀναστήθηκε, ὅπως ἀνέστησε καί τόσους ἄλλους νεκρούς, καί ὅτι θ᾿ ἀρχίσει πάλι τήν παλιά συναναστροφή μέ τούς μαθητές καί τίς μαθήτριές του, ὅτι θά κηρύττει, θά ἔχει ἀνάγκη τῆς διακονίας της, πράγμα πού τῆς δίνει ἰδιαίτερη χαρά. Νομίζει ὅτι ἡ νίκη του καί ἡ δόξα του ἦταν ν᾿ ἀποδείξει στούς κακούς φαρισαίους ὅτι ἄδικα τόν δολοφόνησαν. Δέν μπορεῖ νά συλλάβει τόν παγκόσμιο, τόν αἰώνιο, τόν πνευματικό χαρακτήρα τῆς νίκης του κατά τοῦ θανάτου. Δέν γνωρίζει ὅτι ἡ κατάσταση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Κυρίου δέν εἶναι πλέον ἡ κατάσταση τῆς φθορᾶς, τῶν φυσικῶν ἀναγκῶν, τῆς ταπεινώσεως. Δέν τόν εἶδε ἀκόμη νά παρουσιάζεται «τῶν θυρῶν κεκλεισμένων» (Ἰω 20, 19), ἀλλά μόνο νά πλησιάζει σάν ταπεινός κηπουρός. Χαίρεται, ὅπως ἀκριβῶς χάρηκαν οἱ ἀδελφές τοῦ Λαζάρου, ὅταν εἶδαν ἀναστημένο τόν ἀδελφό τους. Τίποτε περισσότερο δέν κατάλαβε. Πρέπει ὅμως νά τά μάθει ὅλα.
  Ὁ Κύριος, λοιπόν, θέλει νά τῆς διδάξει ὅτι εἶναι πλέον στή δόξα του, ὅτι Αὐτός εἶναι ὁ Θεός καί ἀνήκει τόσο σ᾿ αὐτήν ὅσο καί σέ ὁλόκληρο τόν κόσμο, ὅτι πρέπει νά τόν πλησιάζει μ᾿ ἕνα ἄλλο φρόνημα. Ἐπειδή ὅμως ἦταν ὑπεροπτικό καί ἀντιπαιδαγωγικό νά τῆς πεῖ κατευθείαν ὅλα αὐτά, ὑψώνει ἔμμεσα καί σιγά-σιγά τό νοῦ της στά ὑψηλότερα, λέγοντας ὅτι «δέν ἀνέβηκε ἀκόμη στόν Πατέρα του». Ἔτσι, ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, δείχνει ὅτι ἐκεῖ, στόν Πατέρα, σκοπεύει καί σπεύδει νά πάει. «Τόν δέ ἐκεῖ μέλλοντα ἀπιέναι καί μηκέτι μετά ἀνθρώπων στρέφεσθαι, οὐκ ἔδει μετά τῆς αὐτῆς ὁρᾶν διανοίας, ἧς καί πρό τούτου» (Εἰς Ἰωάννην, Ὁμιλ. 86,2· ΕΠΕ 14,704). Γι᾿ αὐτό καί τούς μαθητές του κατά καιρούς μόνο τούς πλησιάζει. Ἡ σχέση του μέ τούς μαθητές του καί μέ τούς πιστούς του στό ἑξῆς δέν θά εἶναι ὅπως πρίν. Θά εἶναι ἐντελῶς πνευματικές. Γιά νά μή λυπηθεῖ ὅμως ἀπό τήν ἀπαγόρευση ἡ Μαρία καί ἀρχίσει νά συλλογίζεται ὅτι περιφρονήθηκε, τήν καθιστᾶ ὁ Κύριος πρώτη εὐαγγελίστρια τῆς Ἀναστάσεώς του, παραγγέλλοντας νά πεῖ στούς μαθητές ὅ,τι τῆς εἶπε Αὐτός.
  Τό νόημα τῶν λόγων του εἶναι· «Μή μ᾿ ἐγγίζεις, Μαρία, διότι δέν ἀνέβηκα ἀκόμη στόν Πατέρα μου. Ἐκεῖ ὅμως πρόκειται νά πάω καί δέν θά συναναστρέφομαι πλέον μέ ἀνθρώπους, γι᾿ αὐτό δέν πρέπει νά μέ βλέπεις ἔτσι ὅπως μ᾿ ἔβλεπες μέχρι τώρα».
   Ἡ συμπεριφορά τοῦ Κυρίου πρός τή Μαρία τή Μαγδαληνή εἶναι ἀνάλογη μέ τή συμπεριφορά του πρός τή μητέρα του στό γάμο τῆς Κανᾶ. Τότε στήν προτροπή τῆς μητέρας του νά κάνει κάτι, διότι «οἶνον οὐκ ἔχουσι», ὁ Κύριος ἀπήντησε σοβαρά· «τί ἐμοί καί σοί, γύναι;» (Ἰω 2,4). Τῆς ἔδειξε ἔτσι ὅτι ὁ Διδάσκαλος Ἰησοῦς δέν ἀνήκει πλέον στήν ταπεινή οἰκογένεια τῆς Ναζαρέτ, ἀλλά στήν πνευματική οἰκογένεια τῶν μαθητῶν του. Καί τώρα στή Μαγδαληνή ὁ Κύριος λέει· «μή μου ἅπτου». Δέν ἀνήκει πλέον στήν πνευματική ἔστω ἀλλά περιορισμένη οἰκογένεια τῶν μαθητῶν· μπῆκε τώρα στήν παγκόσμια οἰκογένεια πού ἔχει πατέρα τόν Θεό. Ἀλλάζουν οἱ σχέσεις του μέ τούς μαθητές καί τίς μαθήτριές του. Μετά τήν Ἀνάσταση, λοιπόν, ὁ Κύριος κηρύττει τή νέα κατάστασή του, ἐνημερώνει τό στενό του περιβάλλον γιά τίς νέες μεταβολές καί τά ἀποτελέσματα τῆς νίκης του. Καί ἀρχίζει ἀπό τή Μαρία μέ τό «μή μου ἅπτου».

Ἡ πρώτη εὐαγγελίστρια


 Τό γεγονός ὅτι ὁ Κύριος ἐμφανίστηκε πρῶτα στή γυναίκα αὐτή, ἔχει ὁρισμένα βαθύτερα νοήματα.
♦ Ἡ Μαρία ἀπολαμβάνει πρώτη τή χαρά τῆς συναντήσεως μέ τόν Κύριο κι αὐτό γιά νά βραβευθεῖ ἡ ἀφοσίωση, ἡ πίστη της στόν Διδάσκαλο, ἡ ἀγάπη τῆς εὐγνώμονης καρδιᾶς της.
♦ Στό πρόσωπο τῆς Μαρίας ἐπιβραβεύεται ἡ ταπεινή ἀφοσίωση τῶν μαθητριῶν τοῦ Κυρίου, πού δέν σκανδαλίσθηκαν καθόλου ἀπό τό θάνατό του, ἐνῶ οἱ μαθητές σκανδαλίσθηκαν. Καί φαίνεται ὁ σκανδαλισμός τους τόσο ἀπό τό διασκορπισμό τους κατά τή σύλληψη ὅσο καί ἀπό τήν ἀπελπισία τῶν πορευομένων πρός Ἐμμαούς.
♦ Τέλος, τό ὅτι ἐμφανίσθηκε πρῶτα σέ γυναίκα καί ἔπειτα σέ ἄνδρα, καθώς λέγουν καί οἱ ἀρχαῖοι ἑρμηνευτές, ἔγινε γιά νά ἐνθαρρυνθεῖ ἡ γυναίκα, ἡ ὁποία πρώτη καί περισσότερο ἀπό τόν ἄνδρα ἁμάρτησε στόν Παράδεισο. «Ἡ γυναίκα ἄκουσε πρώτη τήν ἀπατηλή ὑπόδειξη τοῦ ὄφεως, εἶδε μέ παράνομη ἐπιθυμία τόν καρπό τοῦ ἀπαγορευμένου δένδρου καί καταδικάστηκε σέ θλίψη. Γι᾿ αὐτό ὁ ἀναστημένος Κύριος», ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, «τῆς ἐπέτρεψε τήν προσκύνηση καί τήν ἀπέστειλε νά φέρει τό χαρμόσυνο ἄγγελμα στούς ἄνδρες. Ἤθελε νά κάνει ἄγγελο χαρᾶς αὐτή πού διακόνησε τή λύπη στόν Ἀδάμ» (Γρηγορίου Νύσσης, Περί τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ΡG 46,632D). Ἡ γυναίκα ἔδειξε κατά τήν ἀποκατάσταση πίστη πού βραβεύθηκε στό πρόσωπο τῆς Μαρίας Μαγδαληνῆς, γιά νά ἀποπλύνει τό ὄνειδός της στόν Παράδεισο, ὅπου πρώτη παρέβη τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ.

Στεργίου Ν. Σάκκου, Ἀληθῶς Ἀνέστη, ἔκδ. Γ΄, σελ. 75-89

Παρασκευή, 21 Απρίλιος 2023 03:00

Μᾶς «κάλυψε» ὁ Θωμᾶς!

  psilafisi thoma  Ρεαλιστική ἡ ἐποχή μας δέν ἀνέχεται φαντασίες καί παραμύθια, ἔχει καταργήσει τά ταμπού, δέχεται μόνο γεγονότα καί δεδομένα. ῎Ετσι θέλει. Κάθε τι πού ξεφεύγει ἀπό τούς νόμους τῆς φύσεως ἀποτελεῖ σκάνδαλο καί κάθε τι πού δέν ἐξηγεῖται μέ τούς νόμους τῆς λογικῆς συνιστᾶ μωρία. Καί τό πιό παράδοξο πρόβλημα καί ἡ πιό ἀνεξήγητη ἱστορία ἀπό ὅλα ὅσα συνέβησαν μέσα σ᾿ αὐτό τόν κόσμο καί πάνω σ᾿ αὐτή τή γῆ εἶναι χωρίς ἄλλο ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Πῶς Κάποιος πού ἔζησε ὡς ἄνθρωπος καί πέθανε ὡς θνητός, πῶς ξαναπῆρε τή ζωή, ξαναβρῆκε τό σῶμα του, σηκώθηκε ἀπό τόν τάφο καί ζῆ; Πῶς ἀπό τότε μέχρι τώρα καί γιά πάντα ἀπολαμβάνει ὄχι μόνο μέ τήν ψυχή του ἀλλά καί μέ τό σῶμα του ἄφθαρτο μιά ζωή, πού βέβαια δέν εἶναι ἡ γνωστή μας ἀνθρώπινη ζωή, εἶναι ὅμως ζωή, καί μάλιστα ἀνώτερη καί ὡραιότερη;
    Τοῦτο τό ἐρώτημα δίκαια πράγματι μπορεῖ νά τυραννᾶ κάθε ἐποχή τόν κάθε ἄνθρωπο, ὅταν γιά πρώτη φορά τό ἀντιμετωπίζει σάν ἕνα πρωτάκουστο νέο, σάν ἕνα πρωτόφαντο θαῦμα, πού ἀξιώνει ὅτι ἀποτελεῖ εὐαγγέλιο, πού παρουσιάζεται νά δείχνει Θεό. Διότι ποιά ἄλλη ἀγγελία εἶναι πιό εὐχάριστη ἀπό τό ὅτι οἱ νεκροί μποροῦν νά ἀναστηθοῦν μέ τά σώματά τους; Καί ποιά ἄλλη ἀπόδειξη φανερώνει πιό καλά τή θεότητα ἀπό τό ὅτι κάποιος μπορεῖ νά ἀναστηθεῖ ἀπό τούς νεκρούς; ῎Αν ἦταν δυνατόν νά συγκεντρώναμε ὅλους τούς ἀπροκατάληπτους ἀνθρώπους τῆς γῆς καί τῶν αἰώνων, τούς ἁπλοϊκούς ἀλλά καί τούς σοφούς, τούς ἀνίδεους ἀλλά καί τούς ἱστορικούς, ὅλους μαζί σ᾿ ἕναν τόπο μπροστά στόν ἀναστημένο Χριστό, καί τούς δίναμε τή δυνατότητα νά ἐκφράσουν τίς ἀπορίες τους, θά βλέπαμε πώς ὅλοι, ἀνεξαιρέτως ὅλοι, θά σήκωναν τό χέρι μέ ἀνυπομονησία καί λαχτάρα νά ρωτήσουν· Πῶς; Κι ἀκόμη, θά ζητοῦσαν ὄχι μόνο νά ρωτήσουν ἀλλά καί νά πλησιάσουν, νά δοῦν ἀπό κοντά καί νά ἀγγίξουν Αὐτόν πού ἀναστήθηκε, γιά νά πιστέψουν.
    Δέν εἶναι ἀφύσικο αὐτό οὔτε ἀσέβεια εἶναι. Κι ὁ Κύριός μας, ὁ ὁποῖος γνωρίζει πῶς λειτουργεῖ ὁ ἄνθρωπος, καταλαβαίνει τήν ἀνάγκη μας καί φρόντισε νά μᾶς τήν ἱκανοποιήσει. ῎Ηθελε, ἐξ ἄλλου, νά ἀσφαλίσει τό μεγάλο γεγονός τῆς ᾿Αναστάσεώς του ἀπό κάθε προσβολή καί ἐπίθεση μέσα στήν ἱστορία, ὥστε νά μένει πραγματικό καί βέβαιο γιά τούς τιμίους ἐρευνητάς τῆς ἀλήθειας. Γι᾿ αὐτό ἔκανε τή συγκέντρωση πού ὑποθέτουμε, μάζεψε μπροστά του τούς ἀπίστους καί ἐπιφυλακτικούς, τούς ἀνύποπτους καί φοβισμένους καί δέχθηκε τίς ἀντιρρήσεις τους. Ξέρετε ποιός σήκωσε πρῶτος τό χέρι νά ρωτήσει; Ποιός μέ περισσότερη αὐθάδεια καί μέ μεγαλύτερη ἐπιμονή ζήτησε νά πειστεῖ; ῾Ο Θωμᾶς, «εἷς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ λεγόμενος Δίδυμος» (᾿Ιω 20,24), πού ἔμεινε γνωστός ὡς ὁ ἄπιστος Θωμᾶς. Σάν νά τόν ἀκοῦμε, καθώς μᾶς τά διηγεῖται ὁ εὐαγγελιστής ᾿Ιωάννης, νά ὑψώνει τή φωνή του ἀνάμεσα στούς ἄλλους, πού τοῦ μαρτυροῦν τήν ἐμφάνιση τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ, καί νά δηλώνει ἀπερίφραστα· «᾿Εάν μή ἴδω ἐν ταῖς χερσίν αὐτοῦ τόν τύπον τῶν ἥλων, καί βάλω τόν δάκτυλόν μου εἰς τόν τύπον τῶν ἥλων, καί βάλω τήν χεῖρά μου εἰς τήν πλευράν αὐτοῦ, οὐ μή πιστεύσω» (᾿Ιω 20,25).
    Θαυμάζει κανείς πράγματι τήν ἀπαίτηση τοῦ Θωμᾶ. Δέν τοῦ ἀρκεῖ πού ἀκούει μέ τά αὐτιά του τόσους μάρτυρες νά τόν βεβαιώνουν ὅτι ἀναστήθηκε ὁ Διδάσκαλος. Δέν ἱκανοποιεῖται νά δεῖ μέ τά μάτια του τόν ᾿Εσταυρωμένο ζωντανό. Θέλει νά ἀγγίξει καί μέ τά χέρια του τό σῶμα τοῦ ᾿Αναστημένου· ἀκόμη περισσότερο, νά ψηλαφήσει μέ τά δάχτυλά του τίς πληγές τοῦ ᾿Ιησοῦ·  καί περισσότερο ἀκόμη, νά πιάσει μέ τήν παλάμη του ὁλόκληρη τήν τραυματισμένη του πλευρά! ᾿Ακοή, ὅραση, ἁφή, οἱ αἰσθήσεις του ὅλες ἀπαιτοῦν νά λάβουν πεῖρα τοῦ γεγονότος, καί μάλιστα μέ τόν πιό ὁλοκληρωμένο τρόπο. ῾Υπάρχει ἆρά γε, ὕστερα ἀπό αὐτή τή διατύπωση τοῦ Θωμᾶ, κάποια ἄλλη μεγαλύτερη ἀπαίτηση; ῞Ολα ὅσα θά ἤθελαν νά ποῦν καί ὅσα εἶπαν μέσα στούς αἰῶνες οἱ ἄνθρωποι γιά νά ἀνακρίνουν τήν ᾿Ανάσταση, πρόλαβε καί τά εἶπε πρῶτος ὁ μαθητής. Μᾶς «κάλυψε» ὅλους ὁ Θωμᾶς. Δέν χρειάζεται πιά νά σηκώσει κανένας ἄλλος τό χέρι. Χρειάζεται μόνο νά ἀκούσουμε τήν ἀπάντηση καί νά δοῦμε ἄν ὁ Θωμᾶς ἐπί τέλους πείστηκε.
    ῾Ο Κύριος δέν μποροῦσε βέβαια νά μένει διαρκῶς στή συχνότητά μας καί νά ἐμφανίζει συνεχῶς τόν ἑαυτό του στήν ἀνθρωπότητα· ἡ ᾿Ανάσταση θά καταντοῦσε ἕνα φτηνό θέαμα καί τό ἀποτέλεσμα θά ἦταν ἕνας πρόχειρος ἐντυπωσιασμός. ῎Εχοντας κοντά του τούς ἕντεκα μαθητάς του ἦταν σάν νά εἶχε συγχρόνως ὅλους τούς ἀνθρώπους ὅλων τῶν αἰώνων. Τούς ἄφησε νά ἐκφράσουν τίς ἀντιρρήσεις τους. Τούς προκάλεσε νά ζητήσουν ἀποδείξεις. Δέν τούς ἐπιτίμησε γιά ἀπιστία οὔτε ἀπαξίωσε νά τούς ἀπαντήσει. Φρόντισε νά μή μείνει κανένα κενό, ὅπου θά μποροῦσε νά εἰσδύσει ἡ ἀμφισβήτηση. Πρόσεξε νά καλυφθεῖ κάθε περιθώριο, ὅπου θά ἐμφιλοχωροῦσε ἡ ἄρνηση. ᾿Εκείνη τή στιγμή προηγοῦνταν ἡ ἱστορία, πάνω στήν ὁποία θεμελιώθηκε ἡ πίστη. Γιά μία καί μοναδική φορά, τότε, ἡ πίστη ἦταν κακή καί ἡ ἀπιστία ἦταν καλή, ὅπως ἐπισημαίνουν οἱ πατέρες καί ὅπως ψάλλει ἡ ᾿Εκκλησία μας·          
           «῏Ω καλή ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ!       
           τῶν πιστῶν τάς καρδίας
           εἰς ἐπίγνωσιν ἦξε».
    ῾Η ἀπάντηση τοῦ Κυρίου στό Θωμᾶ ἦταν ἐξ ἴσου θαυμαστή ὅσο θαυμαστή ὑπῆρξε ἡ ἀπαίτησή του. Στράφηκε πρόσωπο πρός πρόσωπο στόν ἴδιο καί τοῦ εἶπε· «Φέρε τόν δάκτυλόν σου ὧδε καί ἴδε τάς χεῖράς μου, καί φέρε τήν χεῖρά σου καί βάλε εἰς τήν πλευράν μου, καί μή γίνου ἄπιστος, ἀλλά πιστός» (᾿Ιω 20,27). Δέχθηκε νά ψηλαφηθεῖ, ἀνέχθηκε νά παλαμισθεῖ, γιά νά γίνει ὁ μαθητής πιστός. Ριγίζουμε σήμερα οἱ χριστιανοί, ὅταν ἀναλογιζόμαστε αὐτή τή σκηνή. ᾿Εκεῖνο τό «φέρε καί ἴδε» κι ἐκεῖνο τό «φέρε καί βάλε» τοῦ ᾿Ιησοῦ ἠχεῖ μέσα μας μυσταγωγικά σάν ἕνα ἄλλο «Λάβετε, φάγετε», «Πίετε ἐξ αὐτοῦ». ῾Ο ᾿Ιησοῦς προσφέρει τόν ἑαυτό του σέ μία κοινωνία τοῦ πάθους καί τῆς ἀναστάσεώς του. ᾿Αγγίζοντας ὁ μαθητής μέ τό δάχτυλο τίς πληγές τοῦ Χριστοῦ, πιάνει τό θάνατό του καί ἀκουμπώντας τό χέρι στίς οὐλές του κρατᾶ τήν ἀνάστασή του.
    ᾿Από τά προστακτικά λόγια τοῦ Κυρίου καί ἀπό τό ρῆμα «φέρε» φαίνεται ὅτι ὁ Θωμᾶς δέν ἤθελε πιά νά ψηλαφήσει τόν Κύριο, καί ὁ Κύριος τόν βιάζει· θέλει νά πιστώσει τήν ἀνάστασή του καί μ᾿ αὐτόν τόν χειροπιαστό τρόπο. ῾Η φοβερή ψηλάφηση πρέπει νά ἔγινε, ὅπως εἰκονίζουν καί οἱ ἁγιογράφοι τῆς ᾿Εκκλησίας μας στούς τοίχους τῶν ναῶν. ᾿Αλλά ὁ Κύριος ἐπέτρεψε ἀπό τότε νά γίνεται κάτι ἀκόμη μεγαλύτερο κι ἀπό ἐκείνη τήν ψηλάφηση, μᾶς ἔδωσε κάτι ἀκόμη περισσότερο ἀπό ἐκεῖνο τό αἴτημα, πού δέν θά μπορούσαμε ποτέ νά τό φαντασθοῦμε οὔτε θά τολμούσαμε ποτέ νά τό ζητήσουμε. Μᾶς πρόσφερε τόν ἑαυτό του ὄχι ἁπλῶς νά τόν ἀγγίζουμε, ἀλλά νά τόν τρώγουμε, νά τόν πίνουμε, νά τόν ἀφομοιώνουμε μέσα μας μέ τή χάρη τοῦ μυστηρίου καί νά ζοῦμε πάνω στόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας τήν ᾿Ανάσταση μέ τή δύναμη τοῦ ἁγίου Πνεύματος. ῎Ετσι, ἱκανοποίησε πλήρως ὅλες τίς αἰσθήσεις μας, ἀφοῦ μποροῦμε καί νά γευόμαστε τώρα τόν ἀναστημένο Χριστό.
    ῞Υστερα ἀπό τέτοιες μαρτυρίες μποροῦν νά ὑπάρχουν ἀκόμη ἄπιστοι; ῾Ο λόγος τοῦ Κυρίου «καί μή γίνου ἄπιστος, ἀλλά πιστός» ὑπαινίσσεται ὅτι ἦταν δυνατόν ὁ Θωμᾶς, καί ὕστερα ἀπό ὅλα αὐτά, νά μή θελήσει νά πιστέψει. ῾Η ἱστορία φανερώνει ὅτι αὐτό συμβαίνει πολύ συχνά. ᾿Εν τούτοις, δέν μπορεῖ πιά κανείς νά κατηγορήσει τό γεγονός. ῞Οποιος ἀμφιβάλλει ἄς ἀναζητήσει τήν αἰτία στόν ἑαυτό του. ῾Η ᾿Ανάσταση ὑπάρχει καί λάμπει ἀναμφισβήτητη. ῞Οσοι δέν πιστεύουν, δέν ἔχουν ἐπιχειρήματα καί χάνονται στό σκοτάδι. Καταφεύγουν αὐτοί σέ μύθους καί πλάθουν θεωρίες καί ὑποθέσεις ἀνιστόρητες. ῾Η ἐποχή μας νομίζει ὅτι εἶναι ρεαλιστική. ῎Η μᾶλλον εἶναι ρεαλιστική στά πάθη καί στίς κακίες της· σ᾿ αὐτά εἶναι ὠμή μέχρι ἀγριότητος, σκληρή μέχρι ἀπανθρωπιᾶς. ᾿Αλλιῶς, ἀρέσκεται στά παραμύθια, στίς φαντασίες, στά ξωτικά. Τήν ἑλκύει περισσότερο ὁ κόσμος τοῦ μή πραγματικοῦ, τήν φοβίζει τό ἀληθινό, καί πρό παντός ὅταν αὐτό δείχνει τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ ἤ τό δικό της. Γι᾿ αὐτό ἡ ᾿Ανάσταση, τό πιό βεβαιωμένο πρᾶγμα στόν κόσμο, πού φανερώνει ποιός εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός καί ποιός ὁ ἄθλιος ἄνθρωπος, δύσκολα γίνεται δεκτή. Προκαλεῖ τή λογική μας, προκαλεῖ τή ρεαλιστική ἐποχή μας, ἀλλά καί μᾶς προσκαλεῖ. ῞Οσοι τολμοῦμε, μποροῦμε σίγουρα νά τήν ψηλαφήσουμε καί νά τήν ζήσουμε μέσα στήν ᾿Εκκλησία, πού συνεχίζει τή ζωή τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ.

Στέργιος Ν. Σάκκος
Σάββατο, 15 Απρίλιος 2023 03:00

Ὁ Χριστός ζῆ

 anastasi1 Μέσα στήν ἀτμόσφαιρα τῶν ἀναστάσιμων ἡμερῶν ἀκούγεται ἰδιαίτερα ἐπίκαιρος καί ἔντονα θριαμβευτικός ἕνας λόγος τοῦ ἀποστόλου Παύλου· «Ἰησοῦς Χριστός χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας» (Ἑβ 13,8). Ὁ ἀρχηγός τῆς πίστεώς μας, ὁ Κύριος καί Θεός μας, δέν εἶναι ἕνα πρόσωπο πού κάποτε ὑπῆρξε, ἀλλά ἡ ἱστορία του τελείωσε, πού κάποτε ἦταν σύγχρονος, ἀλλά τώρα ξεπερασμένος. Ὁ Χριστός ζῆ, καί ζῆ μέσα στόν παλμό τῆς ἐποχῆς μας. Ὅπως χθές, ἔτσι καί σήμερα, ὅμοια καί αὔριο ὁ Ἰησοῦς στέκεται μπρός στόν ἄνθρωπο μέ τά ἴδια μέτρα, τοῦ μιλᾶ μέ τήν ἴδια γλῶσσα, κάνει τά ἴδια σημεῖα, καί ἐπίσης συγκλονίζει καί ἐνδιαφέρει καί ἐμπνέει τό ἴδιο τήν κάθε γενιά. Μέ τήν ἀνάστασή του ἀπό τούς νεκρούς νίκησε τή φθορά καί τόν θάνατο στήν ὁποιαδήποτε μορφή τους, στήν ὁποιαδήποτε διάστασή τους, ὄχι μόνο στήν πνευματική ἀλλά καί στή φυσική. Ὁ Χριστός εἶναι κυριολεκτικά παρών.
    Καταπληκτικός ὁ λόγος, μοναδική ἡ ἀλήθεια. Ἀλλά εἶναι λόγος πού βοᾶ, ἀλήθεια πού λάμπει ἀβίαστα γι’ αὐτόν πού ἔχει αὐτιά καί μάτια νά τήν συλλάβει. Καί γιά ‘κεῖνον πού ἀναζητᾶ, ἀνοίγει ἀμέσως τόν δρόμο. Ὁ ἀναστημένος Κύριος ἔρχεται κοντά του καί τοῦ λέει· «Τί ταράζεσαι καί γιατί ἀναρωτιέσαι; Δές τά χέρια μου καί τά πόδια μου, εἶμαι ἐγώ ὁ ἴδιος! Ψηλάφησέ με καί δές ὅτι δέν εἶμαι φάντασμα!» (Λκ 24,38-39). Θέλεις, ἀδελφέ μου, νά συναντήσεις τόν ζωντανό Χριστό; Δέν εἶναι δύσκολο. Χθές καί σήμερα καί στούς αἰῶνες μένει ὁ ἴδιος. Ἀλλά ἄς ἀφήσουμε τό παρελθόν, ἄς ἀφήσουμε τό μέλλον. Τό χθές τό ἀσφαλίζει ἡ ἱστορία, τό αὔριο τό ἐκκολάπτει ἡ ἐλπίδα. Γιά τό χθές δέν προβληματίζεσαι, γιά τό αὔριο δέν ἐνδιαφέρεσαι. Δές, λοιπόν, τό σήμερα. Ρέον, σπαρταρᾶ μέσα στίς χοῦφτες μας, ζεστό, μᾶς καίει τά δάχτυλα. Δέν μπορεῖς νά τό ἀγνοήσεις!
    Ὅπως ὁ ἥλιος φανερώνει τήν ὕπαρξή του μέ τό φῶς καί τή θαλπωρή τῶν ἀκτίνων του, ὅπως ἡ ἄνοιξη μιλᾶ γιά τήν παρουσία της μέ τόν ὀργασμό καί τόν γόνο τῆς φύσεως, ἔτσι καί ὁ Χριστός μαρτυρεῖ γιά τόν ἑαυτό του μέ τή χάρη καί τή χαρά τῶν χριστιανῶν του, μέ τό θαῦμα τῆς Ἐκκλησίας καί τό θάμβος τῆς πίστεως. Μετά τήν ἀνάστασή του καί τίς ἐμφανίσεις του ὁ Κύριος ἔγινε μέν ἀόρατος στά φθαρτά μάτια τοῦ κόσμου, ἀλλά δέν ἔπαυσε νά ἐμφανίζεται στήν πραγματικότητα καί στή ζωή αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ὅταν ἕνας χωλός ἀπό τήν κοιλιά τῆς μάνας του, γνωστός σ’ ὅλα τά Ἰεροσόλυμα, καθώς χρόνια ζητιάνευε στήν πόρτα τοῦ ἱεροῦ, στέκεται στά πόδια του ὑγιής «ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ ἀναστάντος», εἶναι μία ἐμφάνιση τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ, πού παρουσιάζεται ὁλοζώντανος νά ἐπιτελεῖ τό θαῦμα μέσα στή μεγαλύτερη αἴθουσα τῶν Ἰεροσολύμων, στή στοά τοῦ Σολομῶντος. Τέτοια εἶναι καί ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ σήμερα. Δέν ζωγραφίζει ρομαντική ὀπτασία, ἀλλά καταγράφει δυναμική ἱστορία.
    Ἐκεῖνος ὁ μεροκαματιάρης οἰκογενειάρχης μέ τά 6, 8, καί 10 παιδιά, πού ζῆ μέ τή χαρά τῆς πίστεως σ’ ἕναν αἰώνα ἀδυσώπητο γιά τήν περίπτωσή του, μαρτυρεῖ ὅτι ἔχει τόν Χριστό μαζί του. Αὐτό τό ἀνδρόγυνο πού ἔχασε τό μονάκριβο παιδί του, ἀλλά βρῆκε παρηγοριά κι ἐλπίδα στήν ἀνάσταση, ὁμολογεῖ ὅτι ὁ Χριστός ζῆ. Ὁ ἄρρωστος, πού μέ γλυκύτητα καί καρτερία ὑπομένει τόν πόνο, βεβαιώνει ὅτι ὁ Χριστός εἶναι δίπλα του. Ἡ κοπέλα, πού προδομένη καί ἀπελπισμένη πῆγε νά αὐτοκτονήσει, ἀλλά σώθηκε, καταθέτει ὅτι συνάντησε τόν Χριστό. Ἐκεῖνος ὁ ναρκομανής, πού βρῆκε τή δύναμη νά ἀλλάξει ζωή, ὅταν τόν ρωτᾶμε πῶς, δείχνει τόν ζωντανό Χριστό. Ἀλλά καί οἱ μάρτυρες τῆς ἐποχῆς μας, ὅσοι πληρώνουν μέ βασανιστήρια καί αἷμα τήν πίστη τους, οἱ ἱεραπόστολοι, ὅσοι θυσιάζουν τά δικαιώματά τους γιά τή δικαίωση τῶν ἄλλων, οἱ παρθένοι, ὅσοι ἁγνεύουν σ’ ἕναν κόσμο πανσεξουαλικό, δέν καταγγέλλουν ὅτι ὁ Χριστός ζῆ, ὅτι ἔχει καί σήμερα τή θέση του μέσα στήν καρδιά τῶν καιρῶν μας;
    Ἐντούτοις, τή μεγαλύτερη ἀπόδειξη τῆς ζωντανῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ τήν φέρνουν ὅσοι πολεμοῦν τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία του. Μέ τέτοια λύσσα δέν χτυποῦν ποτέ ἕναν πεθαμένο, μέ τέτοιο πάθος δέν κυνηγοῦν ποτέ ἕναν νεκρό. Πρός τί ὁ ἀδιάκοπος πόλεμος, ἄν ὁ ἀντίπαλος εἶναι ἕνα πτῶμα; Ἀλλά ὁ Χριστός ζῆ! Ἀναστήθηκε, γιά νά μένει ζωντανός ἀνάμεσά μας, ὄχι μόνον ὡς Θεός μέ τήν πανταχοῦ παρουσία του, ἀλλά καί μέ τήν ἀνθρώπινη ὀντότητά του πιά, πού ξέρει νά συμπαθεῖ καί νά κατανοεῖ, ὡς ἀναστημένος καί πνευματικός ἄνθρωπος, ὁ Θεάνθρωπος. Μέσα στό δισκοπότηρο ἀνασταίνεται κάθε Κυριακή καί προσφέρει τόν Ἑαυτό του «εἰς κοινωνίαν». Τό σῶμα του καί τό αἷμα του κυλοῦν μέσα στίς φλέβες τῶν πιστῶν, ὁ λόγος του ἀκούγεται καθαρός μέ τή φωνή τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ συναναστροφή του ἐξασφαλίζεται ἀκέραιη μέσα στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι αὐτή μιά παλλόμενη καί σφύζουσα πραγματικότητα, δίπλα στόν σύγχρονο ἄνθρωπο, πού δέν τοῦ ὑπόσχεται ἁπλῶς, ἀλλά ἔχει καί νά τοῦ δείξει καί νά τοῦ δώσει ὅ,τι δέν βρίσκει στά δῶρα τοῦ πολιτισμοῦ μας, ὅ,τι ἀναζητᾶ μέ τρελή ἀγωνία· τή ζωή, τήν ἀληθινή, τήν αἰώνια ζωή, πού εἶναι ὁ ἀναστημένος Χριστός.
 
Στέργιος Ν. Σάκκος, Ἀπολύτρωσις 37 (1982) 65-66
 
 
Τρίτη, 01 Ιούλιος 2014 03:00

Τά τρία Πάσχα

   Ἕνα ἀπό τά καλύτερα μαθήματα πού θά εἶχε νά μάθει καί νά σπουδάσει κάθε πιστός Χριστιανός εἶναι τό μάθημα πού ἀποκαλύπτει ἱστορικά, προφητικά καί θεολογικά τό περιεχόμενο τῆς γιορτῆς τοῦ Πάσχα.
    Τρία διάφορα πάσχα ἀποκαλύπτονται μέσα στήν Ἁγία Γραφή καί ἡ μελέτη τους μᾶς βοηθάει νά καταλάβουμε πέρα γιά πέρα τό νόημα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ μας.
  Moisis Τό πρῶτο πάσχα εἶναι τό πάσχα τῶν Ἑβραίων. Ἡ γιορτή αὐτή συνδέεται μέ ἕνα μεγάλο γεγονός τῆς ἱστορίας τοῦ ἑβραϊκοῦ λαοῦ. Καί τό γεγονός αὐτό εἶναι ἡ διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης, ἡ ἀπελευθέρωση ἀπό τήν σκλαβιά τῶν Αἰγυπτίων. Πάσχα στά ἑβραϊκά σημαίνει διάβαση, σημαίνει φεύγω ἀπό μιά κατάσταση καί πηγαίνω σέ ἄλλη, σημαίνει λύτρωση. Ὅσοι ἔχετε τήν εὐτυχία νά μελετᾶτε τήν Ἁγία Γραφή θυμᾶστε καί ἀπό τό βιβλίο τῆς Ἐξόδου, ἀλλά καί ἀπό τά ἄλλα βιβλία τῆς Π. Διαθήκης, μέ πόσες λεπτομέρειες περιγράφεται τό γεγονός αὐτό. Ὁ λαός τοῦ Ἰσραήλ βρίσκεται ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Ἰωσήφ στήν Αἴγυπτο. Καλοπερνοῦν στήν ἀρχή, ἀλλά ἀργότερα, μετά τόν θάνατο τοῦ Ἰωσήφ, μετά τήν ἄνοδο ἄλλων φαραώ στό θρόνο, μετά τήν μεγάλη αὔξηση τῶν Ἑβραίων βασανίζονται ἀπό τούς Αἰγυπτίους σκληρά. Ἕνα ἀπό τά φοβερά μέτρα πού πῆραν οἱ Αἰγύπτιοι εἶναι νά ἐξοντώνουν ὅλα τά παιδιά τῶν Ἑβραίων. Ἔτσι βρέθηκε ὁ Μωυσῆς πεταμένος στόν Νεῖλο. Τόν σώζει θαυματουργικά ὁ Θεός καί τόν ἀναδεικνύει ἡγέτη τοῦ Ἰσραήλ γιά νά ἐλευθερώσει τόν λαό του. Οἱ φαραώ καί δέν θέλουν τούς Ἑβραίους στή χώρα τους, γιατί τούς βλέπουν νά ξαπλώνουν ὅλο καί περισσότερο, ἀλλά καί δέν τούς ἀφήνουν νά φύγουν. Τούς θέλουν σκλάβους νά καλλιεργοῦν τούς κήπους, νά κτίζουν πυραμίδες, νά τούς βασανίζουν. Βασανίζονται καί ὑποφέρουν μέχρι τή στιγμή πού ὁ Θεός μέ τό Μωυσῆ ἐκπληρώνει τό μεγάλο σχέδιο καί τούς ἀπελευθερώνει. Τούς ἀπελευθερώνει στίς 14 τοῦ Νισάν (ὁ Νισάν εἶναι ἕνας μήνας τῶν Ἑβραίων πού πιάνει μισό Μάρτιο καί μισό Ἀπρίλιο), ἀφοῦ πατάσσει πρῶτα μέ τίς 10 πληγές τούς Αἰγυπτίους. Ἡ ἡμέρα τῆς ἀπελευθερώσεως ὀνομάζεται πάσχα καί γιορτάζεται ἀπό τούς Ἑβραίους σέ ὅλη τήν Π. Διαθήκη ἀλλά καί μέχρι σήμερα. Ἰδιαίτερα συνδέονται μέ τή μέρα αὐτή τό ἀρνί, πού ἔσφαξαν καί τό ἔφαγαν ψητό χωρίς νά σπάσουν τά κόκκαλά του, τά πικρά χόρτα, οἱ πικρίδες, καί τό ἄζυμο ψωμί. Μετά τό πάσχα αὐτό πέρασαν θαυματουργικά τήν Ἐρυθρά θάλασσα. Γι’ αὐτό τό μεγάλο γεγονός τῆς ἱστορίας τῶν Ἑβραίων γίνεται μιά γιορτή. Καί γιορτή θά πεῖ νά ξαναζοῦν οἱ ἀπόγονοι τό γεγονός ὅπως τό ἔζησαν οἱ πρόγονοι. Τότε γιορτάζω, ὅταν ξαναζῶ τήν ἡμέρα τῆς γιορτῆς, τό πρῶτο γεγονός. Μέ δυό λόγια, τό πάσχα τῶν Ἑβραίων εἶναι ἐλευθερία ἀπό τή σκλαβιά τῶν Αἰγυπτίων καί θαυματουργική διάβαση ἀπό τήν Ἐρυθρά θάλασσα. Καί τό πάσχα αὐτό εἶναι μιά καταπληκτική προφητεία γιά τό δεύτερο πάσχα, το χριστιανικό. Τό δεύτερο πάσχα εἶναι τό πάσχα τῆς Κ. Διαθήκης. Ὅλες αὐτές τίς μέρες πού ἀκούσαμε τόσα εὐαγγελικά ἀναγνώσματα, καί ψάλαμε τόσα τροπάρια ἐμβαθύναμε στό πάσχα αὐτό. Συνοψίζεται τό βαθύ νόημα τοῦ πάσχα τῆς Κ. Διαθήκης σ’ ἕνα ἀπό τά πρῶτα πασχαλινά τροπάρια πού ψάλλουμε στόν ἀναστάσιμο κανόνα «Ἀναστάσεως ἡμέρα...».Συνδέεται τό χριστιανικό πάσχα μέ τό θάνατο καί τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας. Καί ὁ θάνατος καί ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας εἶναι τό μεγαλύτερο γεγονός ὄχι μόνο τῆς χριστιανικῆς ἱστορίας ἀλλά καί τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας. Ὁ θάνατος καί ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας εἶναι τό περιεχόμενο τοῦ εὐαγγελίου, εἶναι τά θεμέλια τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶναι τό πᾶν στήν πίστη μας, εἶναι οἱ δύο ὄψεις ἑνός καί τοῦ αὐτοῦ εὐαγγελίου.
    Ἡ πρώτη, ἡ μεγάλη ἀλήθεια, τό κέντρο τῆς πίστεώς μας εἶναι ὁ θάνατος καί ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Μεγάλο πρᾶγμα στήν πίστη μας ἡ ἀγάπη, μεγάλο ἡ ἀλήθεια, ἀλλά ὅλα αὐτά εἶναι ἔννοιες, εἶναι θεωρίες. Ἡ ἀνάσταση εἶναι γεγονός. Ἀναστήθηκε ὁ Χριστός; Ὅλα στέκονται. Δέν ἀναστήθηκε; Τίποτε δέν στέκεται ὄρθιο. Καί γιά τό γεγονός δέν χρειαζόμαστε οὔτε θεωρίες οὔτε ἀποδείξεις, ἀλλά μαρτυρίες. Τέτοιες μαρτυρίες μᾶς καταθέτουν οἱ μάρτυρες ἐκεῖνοι πού εἶδαν ἀναστημένο τό Χριστό. Ὁ Παῦλος γράφει στούς Κορινθίους (τό διαβάζουμε στό 15 κεφ. τῆς Α’ πρός Κορινθίους Ἐπιστ.). Σᾶς παρέδωσα πολλά, ἀλλά πρῶτα-πρῶτα σᾶς παρέδωσα αὐτό πού παρέλαβα. Καί ποιό εἶναι αὐτό; Τό συνοψίζει σέ τέσσερα ρήματα: ὅτι ὁ Χριστός πέθανε, θάφτηκε, ἀναστήθηκε καί φανερώθηκε. Πέθανε: Βεβαιώνεται μέ τήν ταφή του. Ἀναστήθηκε: Βεβαιώνεται καί ἀποδεικνύεται μέ τήν ἐμφάνισή του. Νά, λοιπόν, τά ἀντικείμενα τῆς πίστεώς μας. Τό πρῶτο ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἄνθρωπος, ἀφοῦ πέθανε καί θάφτηκε. Τό δεύτερο ὅτι εἶναι Θεός, ἀφοῦ ἀναστήθηκε καί φανερώθηκε. Εἶναι ὁ Χριστός Θεάνθρωπος. Αὐτό ἀποτελεῖ τό κέντρο τῆς πίστεώς μας, τό περιεχόμενο τοῦ δικοῦ μας πάσχα. «Πάσχα Κυρίου πάσχα», ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας, τό ὁποῖο εἶναι μέρα ἀναστάσεως. «Ἐκ γάρ θανάτου πρός ζωήν καί ἐκ γῆς πρός οὐρανόν Χριστός ὁ Θεός ἡμᾶς διεβίβασεν». Γιά τούς Ἑβραίους τό πάσχα ἦταν ἐλευθερία ἀπό τή σκλαβιά τῶν Αἰγυπτίων καί διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης. Τό δικό μας πάσχα εἶναι ἡ μετάβαση ἀπό τό θάνατο στή ζωή, ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό. Θάνατος εἶναι ὁ θάνατος τῆς ἁμαρτίας, εἶναι τά μνήματα τῶν ἐπιθυμιῶν, εἶναι οἱ πλάκες τῶν παθῶν.
    Διάβαση εἶναι τό πέρασμα ἀπό τά ρεύματα τῆς ἀπιστίας καί τῆς φθορᾶς τοῦ κόσμου στή γῆ τῆς ἐπαγγελίας, στή χώρα τοῦ Θεοῦ, στήν Ἐκκλησία καί ἀπό τήν Ἐκκλησία του στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Φανταστεῖτε τή ζωή τῆς ἁμαρτίας καί τῆς ἀπιστίας σάν ἕνα νεκροταφεῖο γεμάτο πλάκες παθῶν καί ἐπιθυμιῶν. Ὁ Χριστός σπάζει τίς πλάκες καί μᾶς ἀνασταίνει ἀπό τά πάθη καί τίς ἀδυναμίες. Ἐγώ εἶμαι ἡ μεγαλύτερη ἀπόδειξη ὅτι ὁ Χριστός ἀναστήθηκε, διακηρύττει ἕνας πού τοῦ ζήτησαν ἀποδείξεις. Χρόνια πολλά ἤμουν μέσα σ’ ἕνα μνῆμα. Σάπιζα, βρωμοῦσα, ἔνιωθα δεμένος, μέ πλάκωναν τά ἴδια μου τά πάθη. Δέν μποροῦσα νά νιώσω χαρά. Καί μιά μέρα πού ἀκούστηκε τό Χριστός Ἀνέστη, μιά μέρα πού διάβασα τό εὐαγγέλιο καί ἄκουσα τό μήνυμα τοῦ Χριστοῦ, ἔνιωσα νά σπάζουν τά δεσμά, νά συντρίβονται οἱ πλάκες, νά βγαίνω ἀπό τό μνῆμα, νά μεταφέρομαι σέ μιά νέα ζωή, στή ζωή τῆς χαρᾶς καί τῆς πραγματικῆς εὐτυχίας. Αἰσθάνομαι ἀναστημένος, χαρούμενος, ζωντανός, ὑγιής. Γιά τόν ἑαυτό μου ἐγώ εἶμαι ἡ μεγαλύτερη ἀπόδειξη ὅτι ὁ Χριστός ἀναστήθηκε. Πάρα πολλοί εἶναι, ὄχι ἕνας καί δυό, αὐτοί πού καταθέτουν τήν ἴδια μαρτυρία καί περιγράφουν ἀπό τό ἕνα μέρος τά μνήματα πού χρόνια κατοίκησαν δυστυχισμένοι καί ἀπό τό ἄλλο τή νέα ζωή, τήν ἀλήθεια ὅτι τό χριστιανικό πάσχα εἶναι μετάβαση ἀπό τό θάνατο τῆς ἁμαρτίας στή ζωή καί μιά μέρα ἀπό τό φυσικό αὐτό θάνατο στήν αἰωνιότητα. Ἀπό τή γῆ, ἀπό ἕναν κόσμο περιορισμένο, ἀπό ἕναν κόσμο σκοτεινό, στόν οὐρανό τῆς Ἐκκλησίας, στόν οὐρανό τῆς χάριτος. Τό εὐαγγέλιο, ὁ Χριστός μας, μιλάει γιά δυό ἀναστάσεις. Ἡ μιά εἶναι ἡ ἠθική, ἡ πνευματική ἀνάσταση, ἡ ἄλλη είναι ἡ φυσική ἀνάσταση. Μέ τήν ἠθική ἀνάσταση ὁ ἄνθρωπος μέ τήν πίστη καί τή μετάνοια ἀλλάζει ζωή βγαίνει ἀπό τό στρατόπεδο τοῦ σατανᾶ καί μπαίνει στό στρατόπεδο τοῦ Χριστοῦ, φεύγει ἀπό τήν ἕλξη τοῦ κόσμου καί μπαίνει στήν ἕλξη τῆς χάριτος. Μέ τήν φυσική ἀνάσταση θ’ ἀναστηθοῦμε ὅλοι ἀπό τά μνήματά μας ὅταν προστάξει ὁ Χριστός. Προηγεῖται ἡ ἠθική ἀνάσταση στόν κόσμο, γιά ν’ ἀκολουθήσει ἡ σωματική ἀνάσταση στόν ἄλλο κόσμο. Νά, λοιπόν, τό πάσχα «Ἀναστάσεως ἡμέρα...». Καί τό ἀποτέλεσμα αὐτῶν τῶν δώρων τοῦ Χριστοῦ εἶναι νά λαμπρυνθοῦμε. Γι’ αὐτό καί τό πάσχα λέγεται λαμπρή. Ὅλα εἶναι λαμπρά, ὅλα λαμπρύνονται μέ τό λαμπρό φῶς, μέ τίς λαμπάδες, μέ τά λαμπρά ροῦχα, μέ ὅλα ὅσα δίνουν τήν ἐξωτερική λαμπρότητα. Ἀνώτερη εἶναι ἡ ἐσωτερική λαμπρότης, ὅταν λάμπουμε μέ τή χαρά τοῦ Χριστοῦ, μέ τίς ἀλήθειες τοῦ εὐαγγελίου, ὅταν λάμπουμε μέ τή φωτιά τῆς πίστεως, ὅταν ἀντικατοπτρίζουμε τή λαμπρότητα τοῦ οὐρανοῦ καί ἀποπνέουμε τό ἄρωμα τῆς χάριτος καί τή λάμψη τῆς αἰωνιότητος.
   Εἴδαμε ποιό εἶναι τό πρῶτο πάσχα τῆς Π. Διαθήκης, ποιό εἶναι τό δεύτερο πάσχα τῆς Κ. Διαθήκης. Μένει νά δοῦμε καί ποιό εἶναι τό τρίτο πάσχα. Ὅπως τό δεύτερο πάσχα εἶναι ἀνώτερο ἀπό τό πρῶτο (τό πάσχα τῆς Κ. Διαθήκης εἶναι ἡ οὐσία, τό πάσχα τῆς Π. Διαθήκης εἶναι ὁ τύπος), ἔτσι καί τό τρίτο πάσχα εἶναι ἀνώτερο ἀπό τό δεύτερο. Εἶναι τό πάσχα στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν, εἶναι αὐτό τό πάσχα πού ἐπεθύμησε ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς ὅταν παρέδιδε τό πάσχα τῆς Κ. Διαθήκης στούς μαθητές του. Τούς εἶπε· ἀφήνουμε τό πάσχα τό παλιό, σᾶς δίνω καινούργιο πάσχα. Καί τό καινούργιο πάσχα πού μᾶς χαρίζει ὁ Χριστός δέν τό τελοῦμε μόνο μιά φορά τό χρόνο, τήν Κυριακή τοῦ Πάσχα, ἀλλά κάθε Κυριακή, κάθε Κυριακή πού κοινωνοῦμε, ὅπως λέει ἕνας ποιητής μας: «Πάσχα θά κάνω πάλι σήμερα, κι εἶν' ἡ λαχτάρα μου μεγάλη· Πάσχα θά κάνω πάλι σήμερα, γιατί θά κοινωνήσω πάλι». Τότε, λοιπόν, πού παραδίδει τό μυστικό δεῖπνο, τό σῶμα του καί τό αἷμα του, γιά νά ’χουμε σέ ὅλη μας τή ζωή πάσχα, γιά νά ’χουμε Πασχαλιά κάθε μέρα πού θά κοινωνοῦμε καί θά ἀγαποῦμε τό Χριστό, ἐκφράζει καί τήν ἐπιθυμία του ὁ Κύριος ὅτι θέλει νά φάει τό πάσχα τό καινούργιο, τό καινόν. Ποῦ; Στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Εἶναι, λοιπόν, τό πάσχα πού περιμένουμε ὅλοι, καί γιά τό ὁποῖο ψάλλει πάλι ἡ Ἐκκλησία μας σ’ ἕνα ἀπό τά τροπάρια τοῦ ἀναστάσιμου κανόνος: «Ὦ Πάσχα τό μέγα καί ἱερώτατον, Χριστέ, ὦ Σοφία καί Λόγε τοῦ Θεοῦ καί Δύναμις, δίδου ἡμῖν ἐκτυπώτερον σοῦ μετασχεῖν ἐν τῇ ἀνεσπέρῳ ἡμέρᾳ τῆς βασιλείας σου». Τί θά πεῖ «ἐκτυπώτερον»; Τώρα δέν βλέπουμε μέ τά μάτια μας τό Χριστό· μέ τήν πίστη μας τόν βλέπουμε. Δέν βλέπουμε μέ τά μάτια μας τήν ἀνάσταση, οὔτε τόν πιάνουμε τό Χριστό, οὔτε τόν ἀκοῦμε. Ὅλα αὐτά τά βλέπουμε μέ τήν πίστη. Δέν περπατοῦμε μέ εἶδος, λέει ὁ Παῦλος, ἀλλά μέ τήν πίστη. Πολλές φορές ἀκοῦμε τούς ἀπίστους νά λένε: Γιά ποιά ἀνάσταση μᾶς μιλᾶτε; Καί πρῶτα πέθαιναν οἱ ἄνθρωποι καί τώρα πεθαίνουν. Καί πρίν ἀπό τήν ἀνάσταση καί μετά τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὁ κόσμος τό ἴδιο εἶναι. Δέν μποροῦν νά δοῦν τήν ἠθική καί πνευματική ἀνάσταση, γιατί λείπει ἡ ἕκτη αἴσθηση, αὐτή ἡ αἴσθηση πού λέγεται πίστη. Ὅπως ἕνας τυφλός δέν βλέπει τόν ἥλιο καί τά λουλούδια, ἔτσι καί ὁ ἄπιστος δέν βλέπει τήν ἠθική καί πνευματική ἀνάσταση. Ὁ πιστός τά βλέπει μέ τήν πίστη. Ὅσο πιστός ὅμως κι ἄν εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὅσο δυνατή κι ἄν εἶναι ἡ πίστη του, δέν μπορεῖ νά χορτάσει τά θαύματα τῆς πίστεως. Λαχταρᾶ κάτι περισσότερο, κάτι ἀνώτερο. Αὐτή τή λαχτάρα εἶχε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, αὐτή τή λαχτάρα εἶχαν καί ἔχουν ὅλοι οἱ ἐκλεκτοί τοῦ Χριστοῦ: Νά ἔρθει ἡ μέρα τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν. Ὅπως ὁ Χριστός ἀναστήθηκε, ἔτσι κι ἐμεῖς θ’ ἀναστηθοῦμε, γιά νά γιορτάσουμε τό τρίτο πάσχα, τό πάσχα στήν εὐλογημένη καί αἰώνια βασιλεία τῶν οὐρανῶν, πού εἶναι τό «ἐκτυπώτερον» καί τελειότερο πάσχα. Σ' ἐκεῖνο τό πάσχα ἡ χαρά μας καί ἡ εὐφροσύνη θά εἶναι ἀπερίγραπτη. Συγκεντρῶστε τίς ὡραιότερες μέρες καί ὧρες τῆς ζωῆς σας. Ποιές εἶναι; Οἱ ἐπιτυχίες σας, ἡ ἡμέρα τοῦ γάμου σας, ἡ ἡμέρα γεννήσεως παιδιῶν, ἀποκαταστάσεως παιδιῶν; Ποιές εἶναι; Μαζέψτε ὅλες τίς ὡραῖες, εὐχάριστες κι ἀνώδυνες μέρες καί ὧρες πού ζήσατε στή ζωή σας. Ὅλες αὐτές εἶναι ἕνα ἴχνος τῆς χαρᾶς τῆς αἰωνιότητος. Εἶναι ἕνα δευτερόλεπτο τῆς χαρᾶς τῆς αἰωνιότητος. Εἶναι ἀδύνατο νά περιγράψει γλῶσσα ἀνθρώπου, νά συλλάβει νοῦς ἀνθρώπου τή χαρά καί τήν εὐφροσύνη τοῦ παραδείσου, τοῦ τρίτου πάσχα. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, πού ἀνέβηκε μέχρι τρίτου οὐρανοῦ καί ἀπήλαυσε γιά λίγο τό οὐράνιο αὐτό πάσχα, ἦλθε καί δέν μᾶς ἔγραψε τίποτε. Καί ἐνῶ μᾶς περιέγραψε τόσα ἄλλα πράγματα, γι’ αὐτό δέν μπόρεσε νά μᾶς μιλήσει. Καί ξέρετε γιατί δέν μπόρεσε; Σᾶς λέω ἕνα παράδειγμα: Πεῖτε ὅτι παίρνουμε ἕναν Ἐσκιμῶο ἀπό τή χώρα του καί τόν πηγαίνουμε στή Μόσχα, στό Παρίσι, στό Λονδῖνο, στή Ν. Ὑόρκη, καί μετά τόν πηγαίναμε πάλι στούς δικούς του, θά μποροῦσε νά πεῖ τίποτε; Τί θά ἔλεγε; Πῶς θά περιέγραφε τά ἐργοστάσια, τίς βιτρίνες, τά τόσα καταπληκτικά, ὅταν αὐτοί οἱ ἄνθρωποι συνεννοοῦνται μέ λίγες μόνο λέξεις; Ἔτσι, δέν ἔχει λεξιλόγιο ἡ ζωή μας, δέν ἔχει δύναμη σκέψεως νά συλλάβει καί νά περιγράψει τά κάλλη, τήν εὐφροσύνη, τά τραπέζια καί τή δόξα ἐκείνου τοῦ πάσχα. Ὁ Παῦλος περιορίζεται μόνο νά πεῖ: «Ἀγαθά ἅ ὀφθαλμός οὐκ οἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη». Οὔτε αὐτί τά ἔπιασε, οὔτε καρδιά τά αἰσθάνθηκε, οὔτε νοῦς τά συνέλαβε, οὔτε κανείς ποτέ μπόρεσε νά τά πλησιάσει. Αὐτά εἶναι τά ἀγαθά στό οὐράνιο πάσχα.
   Τό ἄλλο πού μᾶς λέει ὁ Κύριος εἶναι ὅτι θά εἴμαστε ὅλοι ὅμοιοι μέ αὐτόν. Ὅπως αὐτός ἀναστήθηκε, ἔτσι κι ἐμεῖς θ’ ἀναστηθοῦμε. Τό δέ ἀναστημένο σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό μοντέλο, εἶναι τό πρότυπο τῶν σωμάτων πού θά ἔχουμε ἐμεῖς μετά τήν ἀνάσταση. Κι ὅπως ὁ Χριστός ἦταν καί στά Ἰεροσόλυμα καί στή Γαλιλαία τήν ἴδια στιγμή, ἔτσι κι ἐμεῖς θά ἔχουμε πανταχοῦ παρουσία, θά ἔχουμε παντοδυναμία, θά ἔχουμε πανσοφία. Καί βέβαια ὁ Χριστός τά ἔχει αὐτά ἀπόλυτα, ἐμεῖς θά τά ἔχουμε σχετικά. Καί θά βλεπόμαστε, καί θά γνωριζόμαστε. Θά γνωριζόμαστε! Τότε θά γνωριζόμαστε. Τώρα εἶναι τό παραπέτασμα τῆς σαρκός καί ἡ ὑποκρισία, πού δέν ἀφήνει νά γνωριστοῦμε. Τότε θά γνωριζόμαστε, θά βλεπόμαστε, θά συνεννοούμαστε, θά συνδεόμαστε, θά ἐπικοινωνοῦμε, καί θά ἀπολαμβάνουμε. Θά χαιρόμαστε, καί θά άγαλλόμαστε, θά ψάλλουμε, καί θά ὑμνοῦμε τόν Κύριο τῆς δόξης, τόν Κύριο πού ἔδωσε τό πρῶτο πάσχα γιά τύπο, τό δεύτερο πάσχα γιά τή δική μας ἀνάσταση καί πού προετοιμάζει τό τρίτο πάσχα, πού λαχταροῦμε, πού νοσταλγοῦμε, πού ἐπιθυμοῦν οἱ ψυχές μας. Μέ τή λαχτάρα αὐτή προσευχόμαστε σήμερα, πού ἀπολαμβάνουμε τό δεύτερο πάσχα, καί λέμε στόν Κύριο νά μᾶς ἀξιώσει νά ἀπολαύσουμε καί τό τρίτο Πάσχα. Κύριε, «ὦ Πάσχα τό μέγα καί ἱερώτατον, Χριστέ, ὦ Σοφία καί Λόγε τοῦ Θεοῦ καί Δύναμις, δίδου ἡμῖν ἐκτυπώτερον σοῦ μετασχεῖν ἐν τῇ ἀνεσπέρῳ ἡμέρᾳ τῆς βασιλείας Σου»!
Στέργιος Ν. Σάκκος  
 
 
Κυριακή, 05 Μάιος 2024 03:00

Δέν Τόν κρατᾶ ὁ ἅδης

Ψα 15,10: Μιά προφητεία γιά τήν Ἀνάσταση

xristos-adis  Ἕνα ἀπό τά πιό σοβαρά ἐρωτήματα πού ἀπασχολοῦν τόν ἄνθρωπο εἶναι: Τί γίνονται οἱ ψυχές μετά τόν θάνατο; Νά δεχθοῦμε ὅτι ἐξαφανίζονται; Ἐπαναστατεῖ ἡ σκέψη μας.

  • Πῶς εἶναι δυνατόν νά ἐπιβιώνουν τά ἔργα τοῦ ἀνθρώπου καί νά χάνεται ὁ ἴδιος; Πῶς εἶναι δυνατόν νά διατηρεῖται π.χ. ὁ Παρθενώνας, οἱ πυραμίδες, τά διάφορα συγγράμματα τῶν σοφῶν καί οἱ ἴδιοι νά ἐξαφανίσθηκαν; 
  • Πῶς θέλουμε νά βραβεύεται ἡ ἀρετή καί νά τιμωρεῖται ἡ κακία, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος δέν ὑπάρχει πιά;
  • Πῶς ἐξηγεῖται ἡ τάση τοῦ ἀνθρώπου νά ζητᾶ συνεχῶς τό τέλειο καί ἡ δίψα γιά τό αἰώνιο πού εἶναι φυτεμένη μέσα μας;

  Αὐτά καί ἕνα πλῆθος παρόμοια ἐρωτήματα μᾶς ἀναγκάζουν νά πιστέψουμε ὅτι ἡ ζωή δέν σταματᾶ στόν τάφο καί νά παραδεχθοῦμε τήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς. Ἐξάλλου καί ἡ ἁγία Γραφή προϋποθέτει αὐτή τήν ἀλήθεια.
  Ἀλλά ποῦ καί πῶς ζοῦν οἱ ψυχές μετά θάνατον; Ἐδῶ σταματᾶ ἡ ἀνθρώπινη σκέψη. Οὔτε ἡ φιλοσοφία οὔτε ἡ ἐπιστήμη οὔτε ἡ λογοτεχνία οὔτε οἱ διάφορες θρησκεῖες μπόρεσαν νά δώσουν μία σωστή ἀπάντηση.
  Μόνον ἕνα γεγονός μπορεῖ νά μᾶς δώσει ἀκριβεῖς πληροφορίες γιά τό θέμα: ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Τό κενό μνῆμα του γίνεται ἕνας προβολέας πού χύνει καθάριο φῶς στά μετά θάνατον. Ὁ θάνατος καί ὁ ᾅδης, πού τρόμαζαν τούς ἀνθρώπους πρό Χριστοῦ, μετά τήν ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἔχουν κατανικηθεῖ. Ὁ θάνατος ἐπετράπη στούς ἀνθρώπους ὡς καρπός καί ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας. Ὁ ἀναμάρτητος Ἰησοῦς, πού ἦταν ἀπόλυτα δίκαιος καί ὅσιος, κανονικά δέν ἔπρεπε νά πεθάνει. Ἀλλά ὁ διάβολος ἔκανε τό μεγάλο λάθος νά κινήσει τά ὄργανά του καί νά Τόν θανατώσει. Ἔτσι συνέβησαν δύο πράγματα πού δέν μποροῦσε νά προβλέψει ὁ διάβολος: Πρῶτον, τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ καθώς δέν εἶχε δεχθεῖ τήν φθορά τῆς ἁμαρτίας, δέν διαλύθηκε στόν τάφο· ἀναστήθηκε. Δεύτερον, μόλις παρέδωσε τό πνεῦμα του ὁ Ἰησοῦς πάνω στόν σταυρό, ἡ ψυχή του ἑνωμένη μέ τήν θεότητα κατέβηκε στόν ᾅδη. Γιά τήν κάθοδο αὐτή μιλοῦν μέ ζωηρές εἰκόνες οἱ προφῆτες: Οἱ πυλωροί τοῦ ᾅδη ἔφριξαν (Ἰβ 38,17), μοχλοί αἰώνιοι συνετρίβησαν (Ψα 106,16), δεσμά λύθηκαν, αἰχμάλωτοι ἐλευθερώθηκαν.
  Μία προφητεία γιά τήν Ἀνάσταση ἀποτελεῖ καί ὁ 15ος Ψαλμός. Ἀξίζει νά σταθοῦμε σέ ἕναν ἀπό τούς στίχους του· «ὅτι οὐκ ἐγκαταλείψεις τὴν ψυχήν μου εἰς ᾅδην, οὐδὲ δώσεις τὸν ὅσιόν σου ἰδεῖν διαφθοράν» (Ψα 15,10). Ἀπευθυνόμενος στόν Θεό ὁ Δαυΐδ κι ἀπαριθμώντας γεμάτος εὐγνωμοσύνη τίς εὐεργεσίες πού Ἐκεῖνος θά τοῦ χαρίσει, λέει: «Διότι δέν πρόκειται νά ἐγκαταλείψεις τήν ψυχή μου στόν ᾅδη, οὔτε θ’ ἀφήσεις τόν ὅσιό σου νά δεῖ φθορά». Μέ ἁπλά λόγια: «Δέν θά ἀφήσεις τόν ὅσιό σου νά γνωρί-σει, νά αἰσθανθεῖ τήν ἀποσύνθεση, δηλαδή θά τόν βγάλεις ἀπό τόν τάφο, θά τόν ἀναστήσεις ἀπό τούς νεκρούς».
  Τό προφητικό αὐτό χωρίο ἐφαρμόζουν στόν Χριστό ὁ ἀπόστολος Πέτρος στήν ὁμιλία του τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς (βλ. Πρξ 2,25) καί ὁ Παῦλος στήν ὁμιλία του στήν Ἀντιόχεια τῆς Πισιδίας (βλ. Πρξ 13,35). Ὁ Δαυΐδ βέβαια μιλᾶ γιά τόν ἑαυτό του καί ἐκφράζει τήν βαθειά του ἐμπιστοσύνη στήν προστασία τοῦ Θεοῦ ὅτι δέν θά τόν ἀ-φήσει μόνο οὔτε στόν ᾅδη. Ὡστόσο, ἡ πίστη στήν ἀνάσταση τοῦ προφήτη ἦταν κάτι τό ἀδιανόητο γιά τήν ἐποχή ἐκείνη. Προφανῶς, ὅπως δέχονται οἱ ἀπόστολοι, ὁ Δαυΐδ φωτισμένος ἀπό τό Πνεῦμα τό ἅγιο μιλᾶ γιά τόν Χριστό. Αὐτός πού εἶναι ὁ ἀπόλυτα ὅσιος, ὁ ἀναμάρτητος, πέθανε χωρίς νά γνωρίσει τό σῶμα του διαφθορά. Εἶναι ὁ μόνος μέσα στήν ἱστορία τῶν αἰώνων πού δέν ἔμεινε στόν ᾅδη, δέν μπόρεσε νά Τόν κρατήσει ὁ θάνατος. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός νίκησε τόν θάνατο καί ἀχρήστευσε τό κεντρί του! Ἡ δική του ἀνάσταση εἶναι ἡ ἐγγύηση τῆς ἀνάστασης τοῦ Δαυΐδ καί ὅλων τῶν ὁσίων.
  Οἱ ἄπιστοι καί ὑλιστές, πού δέν θέλουν νά ἀκούσουν ὅτι ὑπάρχει ζωή μετά θάνατον, βλέπουν τόν θάνατο σάν τρομερό ἐφιάλτη, αἰτία μελαγχολίας. Γιά τούς χριστιανούς ὅμως, πού πιστεύουν στόν Χριστό καί στό εὐαγγέλιό του, τά πράγματα εἶναι ἐντελῶς διαφορετικά. Ἐκτιμοῦν τήν παροῦσα ζωή ὡς στάδιο ἀγώ- νων γιά τήν ἀρετή ἀλλά καί μέ πόθο στρέφουν τά βλέμματά τους στήν μέλλουσα. Εἶναι γι’ αὐτήν τόσο βέβαιοι ὅσο καί γιά τήν παροῦσα, καί βλέπουν τόν θάνατο σάν μιά ἁπλῆ μετάβαση ἀπό τήν πρόσ-καιρη καί ἐπίγεια ζωή στήν αἰώνια καί ἐπουράνια. Παραμένει βεβαίως ὁ θάνατος καί μετά τήν ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ὅμως πλέον ἕνας ἐξουδετερωμένος ἐχθρός. Γι’ αὐτό ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἔχει κεντρική θέση στήν πίστη μας, εἶναι τό θεμέλιό της.

Στέργιος Ν. Σάκκος
exoria protoplaston  Λέει ἡ Γένεσις, τό θεόπνευστο βιβλίο τῆς ἱστορίας τῶν ἀρχῶν τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου, ὅτι μετά τήν ἐκδίωξη τῶν πρωτοπλάστων ἀπό τόν Παράδεισο ὁ Θεός ἔβαλε τά Χερουβίμ καί τήν πύρινη περιστρεφόμενη ρομφαία νά φυλάγουν τό δέντρο τῆς ζωῆς, «μή ποτε ὁ Ἀδάμ ἐκτείνῃ τήν χεῖρα αὐτοῦ καί λάβῃ ἀπό τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς καί φάγῃ καί ζήσεται εἰς τόν αἰῶνα» (Γέ 3,22-24). Ἡ ἀνάμνηση καί ἡ νοσταλγία αὐτοῦ τοῦ μυστηριώδους δένδρου ζῆ ἀπό τότε βαθιά μέσα στόν ἄνθρωπο ὅλων τῶν αἰώνων καί τοῦ κατατρώει τά σπλάγχνα μέ τήν ἐπιθυμία του. Ἀσίγαστος ὁ πόθος του γιά ζωή. Ἀλλά πῶς νά τόν ἱκανοποιήσει;
 Πρό Χριστοῦ ὅλοι οἱ δρόμοι κλειστοί. Μαγεία, θρησκεία, φιλοσοφία δέν ἔβγαζαν παρά σέ ἀδιέξοδα. Ἡ αἱμοφαγία, τό νά τρῶνε οἱ ἄνθρωποι αἷμα ζώων ἤ καί ἀνθρώπων ἀκόμη, γιά νά νιώσουν τήν ἡδονή τῆς ζωῆς καί νά αὐξήσουν τή ζωή τους, τούς ὁδήγησε στήν πιό φρικτή ἀπανθρωπιά καί πιό ἐπικίνδυνη φιλαυτία. Ἡ ἀγωνία νά διεισδύσουν στά διάφορα ἀπόκρυφα μυστήρια καί ἡ προθυμία νά μυηθοῦν σ’ αὐτά γιά νά ἀπολαύσουν τούς καρπούς τῆς ἄγνωστης ζωῆς, τούς κατήντησε στήν ἀπελπισία καί στό μαρτύριο. Τό παραμύθι γιά τό ἀθάνατο νερό δέν συναντοῦσε ποτέ τήν πραγματικότητα. Μόνη ἡ ἀναμονή καί ἡ ἐλπίδα θέριευε στίς συνειδήσεις τῶν λαῶν.
  Μετά τή σταύρωση ὅμως καί τήν ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἕνα φωτεινό μονοπάτι χαράχτηκε, ἀπό τόν οὐρανό ὥς τή γῆ. Ὁ Θεός ἐνανθρώπησε, φορτώθηκε τό ξύλο τῆς ζωῆς καί τό 'φερε καί τό 'στησε ἀνάμεσά μας, σ’ αὐτήν ἐδῶ τήν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος. Ὁ σταυρός, πάνω στόν ὁποῖο ὁ Κύριος ἐτάνυσε τό ἄχραντο σῶμα του, ἐβλάστησε τήν ἀνάσταση καί καρποφόρησε ἐπί τέλους τή ζωή. Γύρω ἀπ’ αὐτόν ἄνθισε καί πάλι ὁ παράδεισος, πού λέγεται ἐκκλησία Χριστοῦ. Τό ἅγιο Πνεῦμα ἔρχεται μετά τήν ἀνάσταση στόν κόσμο καί ἱδρύοντας τήν ἐκκλησία γίνεται μόνιμος κάτοικος τῆς γῆς αὐτῆς, δημιουργεῖ μιά νέα ἀτμόσφαιρα καί χαρίζει στούς λυτρωμένους τή χάρη του, τό ὀξυγόνο τῆς νέας ζωῆς, τῆς ἀληθινῆς ζωῆς, πού σπάρθηκε μέ τό αἷμα τοῦ σταυροῦ καί βλάστησε μέ τήν ἀνάσταση τοῦ Θεανθρώπου, γιά νά καλλιεργεῖται αἰώνια μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἀγγελικές στρατιές δορυφοροῦν τώρα τό νέο ξύλο τῆς ζωῆς πού προβάλλει πάνω στήν ἁγία Τράπεζα, ὅπως ὁ Ἰησοῦς ὡς ὡραῖος νυμφίος ἐκ παστάδος προβάλλει ἀναστημένος ἀπό τό μνῆμα. Καί τό γλυκό μήνυμα «Χριστός ἀνέστη» μετασχηματίζεται στή θεία πρόσκληση, πού προσκαλεῖ τούς πιστούς νά προσέλθουν μέ φόβο Θεοῦ, πίστη καί ἀγάπη στήν ἁγία Τράπεζα, γιά νά κοινωνήσουν ἀπό τό θεῖο ποτήρι· νά φάγουν ἀπό τούς καρπούς τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς, γιά νά γίνουν ἀθάνατοι καί μέτοχοι ζωῆς αἰώνιας:
 «Δεῦτε πόμα πίωμεν καινόν, οὐκ ἐκ πέτρας ἀγόνου τερατουργούμενον,
  ἀλλ’ ἀφθαρσίας πηγήν ἐκ τάφου ὀμβρήσαντος Χριστοῦ, ἐν ᾧ στερεούμεθα».
 «Δεῦτε τοῦ καινοῦ τῆς ἀμπέλου γεννήματος, τῆς θείας εὐφροσύνης,
  ἐν τῇ εὐσήμῳ ἡμέρᾳ τῆς ἐγέρσεως, βασιλείας τε Χριστοῦ κοινωνήσωμεν,
  ὑμνοῦντες αὐτόν ὡς Θεόν εἰς τούς αἰῶνας».

  Ἀλλά γιατί ἡ ἀγωνία ἐξακολουθεῖ νά ὑπάρχει; Γιατί ἡ ἀνησυχία δέν καταπαύει; Ἡ ἀναζήτηση γιατί δέν τελειώνει; Καί μετά Χριστόν βλέπεις τόν ἄνθρωπο νά βαδίζει στούς ἴδιους θολερούς δρόμους, νά δοκιμάζει τούς ἴδιους πλανερούς τρόπους. Ζητᾶ τή ζωή στή μαγεία· τρέχει στά μέντιουμ, στούς ἀστρολόγους, στούς «θεραπευτές». Ψάχνει τήν ἀθανασία στίς θρησκεῖες· προσκυνᾶ τούς ὁραματιστές, τούς ψευτοδιδασκάλους, τούς γιόγκι. Γυρεύει τήν ἀλήθεια στή φιλοσοφία· ἀσπάζεται τόν ὑλισμό ἤ τόν ἰδεαλισμό, τόν σκεπτικισμό ἤ τόν ἀγνωστικισμό. Ἄλλοι εἶναι πιό ρεαλιστές· κολλοῦν στό χρῆμα, λατρεύουν τή σάρκα, κυνηγοῦν τή δόξα. Καί ἄλλοι, ἀκόμη πιό τολμηροί, πιό τρελλοί, ὁρμοῦν μέ μανία στά παρά φύσιν, ρουφοῦν μέ λύσσα τά ναρκωτικά, πέφτουν στήν αὐτοκτονία. Εἶναι σίγουρο ὅτι πίσω ἀπ’ ὅλα αὐτά κρύβεται ἡ δίψα ἡ ἀνικανοποίητη γιά τό ἀθάνατο νερό, ἡ πεῖνα ἡ ἀχόρταγη γιά τό ξύλο τῆς ζωῆς. Τό δείχνει ἡ μανία τῆς ἀναζητήσεως αὐτό, τό φωνάζει καί τό διαδηλώνει ὁ ὀργασμός τῆς ἁμαρτίας. Ἐκεῖνο ὅμως γιά τό ὁποῖο ἀξίζει νά ἀπορεῖ κανείς εἶναι, γιατί οἱ πολλοί νά ἐθελοτυφλοῦν μπροστά στήν Ἀνάσταση;
  Χρησιμοποιεῖται ἕνας ὅρος στήν Ψυχολογία κατάλληλος γιά νά δηλώσει τήν ἀντικατάσταση ἑνός μεγέθους ἀπό ἕνα ἄλλο πολύ κατώτερης ὑποστάθμης. Ἐρζάτς (Ersatz) εἶναι τό ὑποπροϊόν, τό ὑποκατάστατο μιᾶς σπάνιας ποιότητος καί εἶναι, νομίζω, ἡ λέξη πού ὄχι μόνον περιγράφει, ἀλλά καί ἑρμηνεύει μέ εὐαισθησία πνευματικά φαινόμενα, ὅπως αὐτό πού ἐξετάζουμε. Εἶναι δηλαδή σάν νά τρώει ἕνας τά τσόφλια ἀπό τά ἀμύγδαλα ἤ τά καρύδια καί νά πετάει τήν ψίχα. Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί βέβαια εἶναι ἡ λύση καί ἡ ἀπάντηση, ἡ μοναδική λύση καί ἡ μοναδική ἀπάντηση, στόν προβληματισμό τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ συγχρόνου μας ἀνθρώπου, γιά ὅ,τι περισσότερο καί ἐπιτακτικώτερα ἐπιθυμεῖ ἡ ψυχή του. Ἀπαιτεῖ ὅμως ἡ ἀνάσταση ἀκριβό τίμημα ἀπό αὐτόν πού θά τήν πιστέψει. Ἀπαιτεῖ μετάνοια, παραίτηση ἀπό τόν εὔκολο καί γνωστό τρόπο τῆς ἁμαρτίας καί εἴσοδο σ’ ἕνα στάδιο ἀγῶνος καί μάχης. Καί ἐπειδή αὐτό εἶναι δύσκολο, βρίσκουν τόπο καί πέραση τά ὑποκατάστατα. Ὅ,τι ἄλλο ὑπόσχεται ἱκανοποίηση, ὅ,τι μιλᾶ τή γλῶσσα τῆς παρεφθαρμένης μας φύσεως κι ὅ,τι μπορεῖ νά πάρει τό σχῆμα τοῦ χαμένου παραδείσου μας γίνεται τό ἐρζάτς τῆς Ἀναστάσεως.
  Ἀλλά, ὦ υἱοί ἀνθρώπων, δέν τό νιώσατε ἀκόμη πώς ὅλοι οἱ δρόμοι, πού ἐσεῖς ἀνοίγετε, δέν βγάζουν στή ζωή; Τό φωτεινό τό μονοπάτι χαράχτηκε ἀπό τόν οὐρανό ὥς τή γῆ καί τό ξύλο τῆς ζωῆς φυτεύτηκε ἀπό τόν Θεό ἀνάμεσά μας.
  Ὁ δρόμος πού ἄνοιξε ὁ σταυρός εἶναι ὁ μόνος δρόμος γιά τήν ἀνάστασή μας, ἤ ὅπως ἀλλιῶς ὀνομάζετε τήν λαχτάρα γιά ἀπελευθέρωση. Γιατί μόνο μέ τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὁ θάνατος νικήθηκε, ἡ πύρινη ρομφαία στομώθηκε καί οἱ πιστοί μποροῦν νά μπαίνουν θριαμβευτικά στήν αἰωνιότητα ἀπό αὐτήν τή ζωή καί νά κοινωνοῦν ἐν φθορᾷ τά ἄφθαρτα ἀγαθά της καί νά ψάλλουν μέ χαρά καί ἀγαλλίαση τό ἐπινίκιον ἆσμα·
 «Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν,
 ᾅδου τήν καθαίρεσιν, ἄλλης βιοτῆς,
 τῆς αἰωνίου, ἀπαρχήν·
 καί σκιρτῶντες ὑμνοῦμεν τόν αἴτιον,
 τόν μόνον εὐλογητόν τῶν πατέρων
 Θεόν καί ὑπερένδοξον».
Στέργιος Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 36 (1981) 49-50
Σάββατο, 18 Απρίλιος 2020 03:00

Ἡ Ἀνάσταση τό ὕψιστο αἴτημα

 anastasi Ἄν εἴχαμε στή διάθεσή μας ἕναν μετρητή ψυχῶν, ἕνα μέσο πού νά μᾶς δείχνει τίς τάσεις τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς στήν ἀληθινή τους μορφή, τότε θά βλέπαμε χωρίς δυσκολία πώς ὅλες οἱ ἀναζητήσεις μας καί ὅλες οἱ ἀγωνίες μας συγκλίνουν σέ δυό μεγέθη· τή χαρά καί τήν ἀλήθεια. Ἀλλά θά βλέπαμε ἀκόμη καί τί ἀντιστρατεύεται καί ἀντιποιεῖται μέσα μας αὐτές τίς ἐσώτατες ἀνάγκες μας· εἶναι ἡ ἁμαρτία καί ἡ φθορά. Ἡ ἁμαρτία ἀλλοτριώνει τή χαρά μας καί ἡ φθορά σβήνει τίς ἀλήθειες μας.
  Αὐτό βέβαια δέν γίνεται παραδεκτό ἀπό ὅλους. Ὅσοι ἔχουν ζυμωθεῖ μέ τήν ἁμαρτία καί συμβιβασθεῖ μέ τή ματαιότητα δέν εἶναι σέ θέση νά διακρίνουν κἄν τήν παρουσία τους στή ζωή. Δέν μπορεῖς νά δεῖς τόν βοῦρκο ὅταν εἶσαι βουτηγμένος ὁλόκληρος μέσα. Τό προδίδει ὅμως ἡ ἀνησυχία τους ἡ ἐσωτερική, ἡ καρδιά τους ἡ ἀνειρήνευτη, ὅτι αὐτή ἡ ἁμαρτία, ὁ χωρισμός καί ἡ ἐναντίωση στόν Θεό, εἶναι πράγματι ὁ ὕπουλος ἐχθρός τους. Καί ἔπειτα, ὑπάρχουν οἱ ἄλλοι, αὐτοί πού ἡ σκέψη τους -τουλάχιστον- ἔχει ξεκαθαρίσει καί τό ξέρουν καί τό νιώθουν πολύ καλά ὅτι ἄλλο περισσότερο δέν χρειάζεται ἡ ἀνθρώπινη ψυχή ἀπό τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν καί ἀπό τήν αἰωνιότητα τῆς ζωῆς της· τήν ἄφεση, πού σβήνει τήν ἁμαρτία καί χαρίζει τή χαρά, καί τήν αἰωνιότητα, πού ἀλλοτριώνει τή φθορά καί καταξιώνει τήν ἀλήθεια.
  Ἀλλά αὐτά τά δῶρα μόνο ἡ ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τά ἔχει δωρίσει στόν κόσμο. Ἀπό τή στιγμή πού ὁ Θεάνθρωπος Κύριός μας νίκησε τόν θάνατο καί πέρασε πρῶτος στή διάσταση τῆς αἰωνιότητος ἀναστημένος, μπορεῖ ὁ κάθε ἄνθρωπος νά γευθεῖ τή χαρά ὁλοκληρωμένα καί νά ζήσει τήν ἀλήθεια ἀσκίαστα.
  Γιατί τώρα πιά οἱ ἁμαρτίες μου καθαρίζονται μέ τό αἶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἅγιο, ὅπως εἶναι, ἔχει τή δύναμη νά μέ ξεπλύνει. Τίμιο, ὅπως εἶναι, ἔχει τή δύναμη νά μέ ἐξαγοράσει. Καθαρή ἡ ψυχή μου καί ἐλεύθερη μπρός σέ ὅλες τίς ὀμορφιές τοῦ κόσμου, μά προπάντων μέσα στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ· νά, πῶς χαίρεται τή χαρά της!
  Καί ἀκόμη, τώρα πιά ἡ φθορά δέν ἀγγίζει τήν πίστη μου. Μέ τήν ἀνάστασή του ὁ Χριστός μοῦ προσφέρει τήν αἰώνια ζωή, δηλαδή τήν ἀληθινή ζωή. Στό πρόσωπό του νικῶ καί ἐγώ τόν θάνατο, καί ὅλα τά πράγματα παίρνουν μιάν ἄλλη ἀξία. Ψεύτικες οἱ ἀλήθειες αὐτοῦ τοῦ κόσμου, γιατί εἶναι προσωρινές. Ὁ Κύριός μου ὅμως ζῆ αἰώνια ἀναστημένος καί κρατᾶ στά χέρια του καί τή δική μου ἀνάσταση. Αὐτή εἶναι ἡ μεγάλη ἀλήθεια, πού μέ χορταίνει ὥς τά τρίσβαθα τῆς ὑπάρξεώς μου, καί μέ χορταίνει ὄχι μόνο γιατί τήν πιστεύω ἀλλά καί γιατί τήν ζῶ.
  Ὅσο γι’ αὐτό τό τελευταῖο, πῶς μποροῦμε νά ζήσουμε τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, εἶναι κάτι πολύ ἁπλό, ὅσο καί καταπληκτικό. Τήν ζοῦμε μέ τήν πίστη στό εὐαγγέλιό του μέχρι κεραίας καί μέ τή μετάνοια ἀπό τήν χωρίς Θεό ζωή μας ἐκ βαθέων. Ἡ πίστη καί ἡ μετάνοια εἶναι οἱ δύο καί μόνοι ἀγωγοί πού μᾶς συνδέουν μέ τήν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου προσωπικά, γιατί αὐτοί διοχετεύουν τή δύναμη τῆς ἀναστάσεώς του στή ζωή μας καί ἐπιφέρουν καί τή δική μας πνευματική ἀνάσταση. Ἤ καλύτερα, διοχετεύουν πραγματικό τό σῶμα τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ στό δικό μας σῶμα, στή δική μας ζωή, μέ τό μυστήριο τῆς θείας Κοινωνίας. Κοινωνοῦμε καί καταγγέλλουμε τόν θάνατο καί τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, μπολιάζεται ἡ φθαρτή μας φύση μέ τό ἄφθαρτο σῶμα καί αἷμα τοῦ Χριστοῦ, καί ζοῦμε τήν ἀπαρχή μιᾶς ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰώνιας· ζωή πραγματικῆς χαρᾶς καί ἀθάνατης ἀλήθειας. Γιατί, ὄχι συμβολικά ἀλλά πραγματικά, μέ τούς ἀγωγούς τῆς πίστεως καί τῆς μετανοίας εἰσρέει στίς φλέβες μας ὁ ἀναστημένος Χριστός ὁλοζώντανος στό μυστήριο τῆς θείας Κοινωνίας καί μᾶς ἀνασταίνει ἀπό τά μνήματα τῶν παθῶν μας, σπάζει τίς πλάκες πού στέκουν βαρειές πάνω στίς καρδιές μας, καί μᾶς ὁδηγεῖ λαμπροφόρους στή νέα ζωή. Ἡ μετάνοια εἶναι ἡ προϋπόθεση γιά τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, καί ἡ πίστη γιά τήν ἀλήθεια. Αὐτές εἶναι πού μᾶς φέρνουν τήν αἰώνια λύτρωση καί τήν ἀληθινή χαρά. Ἔτσι, αὐτές εἶναι πού συμπληρώνουν τό τρίπτυχο τῶν βαθυτάτων ἐφέσεων καί ἀναγκῶν μας· δίπλα στά ἄλλα μεγέθη, χαρά-ἀλήθεια καί ἄφεση ἁμαρτιῶν – αἰώνια ζωή, ἡ μετάνοια μέ τήν πίστη ὁλοκληρώνουν τήν ἀπάντηση στό ὕψιστο αἴτημά μας.
Στεργίου Σάκκου
 Ἀπολύτρωσις 36 (1981) 65-66
Παρασκευή, 30 Μάρτιος 2018 03:00

Κλαῦσον πικρῶς ὑπέρ τοῦ προδότου...

 prodosia Σήμερα, ἀγαπητοί, ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός παραδόθηκε... Ἀλλά μή σκυθρωπάζεις ἀκούγοντας ὅτι ὁ Ἰησοῦς παραδόθηκε· μᾶλλον νά γίνεις σκυθρωπός καί νά κλάψεις πικρά ὄχι ὅμως γι᾿ Αὐτόν πού παραδόθηκε ἀλλά γιά τόν προδότη Ἰούδα. Διότι Αὐτός πού παραδόθηκε ἔσωσε τήν οἰκουμένη, ἐνῶ ἐκεῖνος πού τόν παρέδωσε ἔχασε τήν ψυχή του. Αὐτός πού προδόθηκε κάθεται στούς οὐρανούς στά δεξιά τοῦ Πατρός, ἐνῶ ἐκεῖνος πού τόν πρόδωσε βρίσκεται στόν ἅδη, περιμένοντας τήν ἀναπόφευκτη τιμωρία. Γιά τόν προδότη, λοιπόν, νά κλάψεις καί νά στενάξεις, γιά τόν προδότη νά πενθήσεις. Καί ὁ Κύριός μας δάκρυσε γιά κεῖνον. «Ἰδών γάρ αὐτόν», λέγει, «ἐταράχθη καί εἶπεν· εἷς ἐξ ὑμῶν παραδώσει με». Ὤ, πόση ἡ εὐσπλαγχνία του! Τήν ὥρα πού προδίδεται πονᾶ γιά τόν προδότη.
  Γιά ποιό λόγο ταράχτηκε ὁ Κύριος; Γιά νά μᾶς δείξει τή φιλοστοργία του καί γιά νά μᾶς παραδώσει ἕνα μεγάλο μάθημα: Εἶναι ἀνάγκη νά θρηνοῦμε ὄχι τόσο αὐτόν πού ὑποφέρει ὅσο αὐτόν πού ἁμαρτάνει. Τό δεύτερο εἶναι χειρότερο ἀπό τό πρῶτο. Μᾶλλον τό πρῶτο, τό νά κακοπαθεῖ κάποιος, δέν εἶναι κἄν κακό· κακό εἶναι τό νά ἁμαρτάνει. Διότι ἡ κακοπάθεια ὁδηγεῖ στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἐνῶ ἡ ἁμαρτία γίνεται αἰτία τῆς αἰώνιας κόλασης.
Ἰ. Χρυσοστόμου, Εἰς τήν προδοσίαν τοῦ Ἰούδα, ΕΠΕ 35,554-556.
Ἀπόδοση Β.Τ.
 
 
Σάββατο, 31 Μάρτιος 2018 03:00

Στεφανωμένος μέ ἀρετές

polisi-iosif  Ἀπό μικρό παιδί ὁ Ἰωσήφ συγκέντρωνε πάνω του ἐξαιρετικές ἀρετές. Ἀλλά καί στή νεότητά του καί σέ κάθε ἡλικία ἡ ἀρετή του αὐξανόταν παράλληλα καί δέν ἔχανε τή νεανική της λαμπρότητα. Καί μέ ποιά ἀρετή δέν στεφανώθηκε; Πουλήθηκε δυό φορές, ἀλλά δέν ἔχασε τήν εὐγένεια τῆς φύσεώς του. Ἀγαπήθηκε ἀπό τόν κύριό του γιά τούς σεμνούς του τρόπους, ἀλλά δέν τόν παραπῆρε γι᾿ αὐτό ἡ ἀλαζονεία. Ὁ παράνομος ἔρωτας τῆς κυρίας του δέν κατάφερε νά μολύνει τήν ἁγνότητά του. Συκοφαντήθηκε καί τό ὑπέμεινε μέ γενναιότητα. Φυλακίστηκε, μά τό φρόνημά του δέν κάμφθηκε. Τά ὄνειρα πού πραγματοποιήθηκαν τόν ἀπέδειξαν σοφό καί, ἐνῶ οἱ δοῦλοι τοῦ βασιλιᾶ τόν ξέχασαν, δέν δυσανασχέτησε. Ἔφτασε νά βασιλεύσει· τήν ἐξουσία ὡστόσο μέ μετριοφροσύνη τή χρησιμοποίησε καί δέν θέλησε νά ἀπαιτήσει τήν τιμωρία ἐκείνης πού τόν συκοφάντησε. Στά χέρια του ἔπεσαν οἱ ἀδελφοί του κι ὄχι μόνο δέν τούς ἀντιμετώπισε σάν ἐχθρούς -ἄλλωστε δέν τόν εἶχαν ἀναγνωρίσει- ἀλλά τούς ἀντάμειψε ὡς εὐεργέτες. Κρατοῦσε στά χέρια του τήν ἐξουσία τῆς Αἰγύπτου καί διακηρυσσόταν παντοῦ ἡ φήμη τῆς σοφίας καί τῆς φιλανθρωπίας του. Καί γενικότερα σέ ὅλες τίς ἡλικίες συσσώρευε τρόπαια ἀρετῆς. Λοιπόν, κανείς ἀπό ὅσους δέρνονται ἀπό τίς συμφορές νά μήν ὑποκύψει, ἀλλά νά καλλιεργήσει μέσα του τά σπέρματα τῆς ἀρετῆς· καί κάποτε, εἴτε σ᾿ αὐτή τή γῆ εἴτε στόν οὐρανό, θά λάμψει.

Ἰσισώρου Πηλουσιώτη, Ἐπ. 49η, ΡG 78,492.
Ἀπόδοση Β.Σ.
 
 

Πέμπτη, 25 Απρίλιος 2024 03:00

Θυσία αἰνέσεως

  nimfios«Δεῦτε οὖν καί ἡμεῖς, κεκαθαρμέναις διανοίαις, συμπορευθῶμεν Αὐτῷ καί συσταυρωθῶμεν καί νεκρωθῶμεν δι᾿ Αὐτόν ταῖς τοῦ βίου ἡδοναῖς...»... Ἔαρ καί ἑσπέρας καί ἀντίλαλοι καμπάνας στίς ἐκκλησιές καί καλέσματα Κυριακά γιά τίς ψυχές. Βηματισμοί ἐλπίδας, προσδοκίας «πρός ὑπάντησιν Αὐτῷ». Βαϊοφέρουν τά χέρια κι οἱ καρδιές συντονίζονται: «δεῦτε πάντες ὑμνήσωμεν» τόν Κύριον ἐρχόμενον «πρός τό ἑκούσιον πάθος».
  Στήν ἀπνευμάτιστη ἐποχή μας ὁ ἐρχομός, πού ἀπέριττα καί ἁπλά γιορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας, φτάνει θαμπός καί μακρινός ἀπόηχος στά πνεύματα τά συνεπαρμένα ἀπό τούς κρότους καί τά «ἐφέ» τῶν ἠλεκτρονικῶν. Ὡστόσο ὁ Ἐρχόμενος «ἐπείγεται τοῦ παθεῖν ἀγαθότητι»· ἔρχεται γιά νά θυσιασθεῖ, «τοῦ δοῦναι τήν ψυχήν Αὐτοῦ λύτρον ἀντί πολλῶν»· κι ἴσως οἱ πολλοί δέν θά τό μάθουν.
 Κάποιοι θ᾿ ἀνταποκριθοῦν στήν προϋπάντηση μαζικά, τυπικά, κι ἄλλοι -λίγοι κι ἄγνωστοι- θά ζητήσουν νά συμπορευθοῦν στό Γολγοθᾶ μέ ἀγάπη, μέ λατρεία. Πλάι τους θέλω νά σταθῶ. Ἀπό τούς πολλούς, αὐτούς ζηλεύω, τούς θαυμάζω. Νά τούς ἀκολουθήσω θέλω σ’ αὐτή τή λατρευτική πορεία τους στά πορφυρωμένα ἴχνη τοῦ Θεανθρώπου.
 «Θυσάτωσαν Αὐτῷ θυσίαν αἰνέσεως»· κάπου ἐκεῖ στό θυσιαστήριο τῆς καρδιᾶς τους ἀνάβουν μ’ εὐλάβεια τό θυμίαμα τῆς ἀφοσίωσής τους στόν «ἐν κενώσει» πορευόμενο Κύριό τους. Τό ἀφήνουν νά πυρώνεται στά κάρβουνα τῆς ἀγάπης τους στόν ταπεινό Ἐρχόμενο καί θριαμβευτικά Εἰσερχόμενο στή ζωή τους. Στή θυσία του ἀνταποδίδουν «πνεῦμα συντετριμμένον», ἀνακαινιστική ἀπόφαση, καρπό βαθειᾶς μετάνοιας, καινή ζωή.
 Τά «ὁλοκαυτώματα» τῆς... Παλαιᾶς (ζωῆς τους) δέν ἐπαρκοῦν νά ἀνταποδώσουν στήν προσφορά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. «Αὐτός μίαν ὑπέρ ἁμαρτιῶν προσενέγκας θυσίαν εἰς τό διηνεκές». Κι ὅσο ψηλαφοῦν τό μέγεθος αὐτῆς τῆς συγκατάβασης, τόσο μετατρέπουν τή μυστική «θυσίαν αἰνέσεως» σέ δοξολογικό παιάνα στόν Λυτρωτή· «καρπόν χειλέων ὁμολογούντων τῷ ὀνόματι Αὐτοῦ».
  Εὐλογημένοι εἶναι στ᾿ ἀλήθεια, καθώς δέν σταματοῦν νά ἐξαγγέλλουν «τά ἔργα Αὐτοῦ ἐν ἀγαλλιάσει»· εἶναι φωτιά πού καίει μέσα τους καί ζεσταίνει γύρω τους.
  Εἶναι αὐτοί πού μπροστά στούς οἰκτιρμούς τοῦ Θεοῦ ἐλεύθερα τολμοῦν «παραστῆσαι τά σώματα» αὐτῶν «θυσίαν ζῶσαν, ἁγίαν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ» μέ τήν ἀδιάκοπη διακονία τους, μέ τήν ἀνυποχώρητη ἐγκράτειά τους, μέ τήν ἀνερώτητη ὑπακοή τους στό θέλημα τοῦ Δεσπότη καί Κυρίου τους. Ἐκεῖνος «εὑρών ὀνάριον ἐκάθισεν ἐπ᾿ αὐτό» κι ἐκεῖνοι στρώνουν στό πέρασμά Του τό θέλημά τους νά τό ἁγιάσει, νά τό μεταμορφώσει. Ἐπιλέγουν φανερά στή ζωή τους τόν Χριστό, πού «ἠγάπησεν ἡμᾶς» καί «παρέδωκεν ἑαυτόν ὑπέρ ἡμῶν... θυσίαν τῷ Θεῷ». Στέκονται προσηλωμένοι ἐνώπιόν Του· ἡ καρδιά τους καταθέτει: «Σοί θύσω θυσίαν αἰνέσεως», τήν ἀντίστασή μου στόν κόσμο, πού μέ καλεῖ σέ συσχηματισμό «τῷ αἰώνι τούτῳ». Εἶναι οἱ «φίλοι Αὐτοῦ»· Τόν περιμένουν ἄγρυπνα ὡς Νυμφίο.
  Προσδοκώντας τόν Ἐρχόμενο, πού «ὑπέρ ἡμῶν ἐτύθη», ἀναζητῶ νά συνταχθῶ μέ τούς οἰκείους Του. Πλάι τους νηφάλια ποθῶ νά Τόν περιμένω μέ τή λαμπάδα ἀναμμένη μέ «ἔλαιον» ἁγνότητας καί ἀγάπης. «Τοιαύταις θυσίαις εὐαρεστεῖται ὁ Θεός», καί θέλω ἡ ζωή μου νά Τόν εὐαρεστεῖ «νῦν καί ἀεί».
Οὐρανοδρόμος