Ξεκίνησε καί ἔρχεται! Ἔρχεται νά μᾶς συναντήσει καί νά μᾶς πάρει κοντά Του. Ἀπό τήν ἡμέρα πού ἀναλήφθηκε στούς οὐρανούς ὁ Κύριος, ἡ Ἐκκλησία Τόν περιμένει. Τό εἶπαν οἱ ἄγγελοι στούς μαθητές του· «οὗτος ὁ Ἰησοῦς ὁ ἀναληφθείς ἀφ᾿ ὑμῶν εἰς τόν οὐρανόν, οὕτως ἐλεύσεται, ὅν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτόν πορευόμενον εἰς τόν οὐρανόν» (Πρξ 1,11).
Καί ἦλθε ὁ Κύριος μέ τήν ἐπιφοίτηση τοῦ ἁγίου Πνεύματος, πού εἶναι ὁ ἄλλος ἑαυτός του· μέ τήν ἵδρυση τῆς Ἐκκλησίας, πού κατά τόν ἱερό Αὐγουστίνο εἶναι «ὁ Χριστός παρατεινόμενος εἰς τούς αἰῶνας», ὁ Ἀναστημένος ἀνάμεσά μας «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ» (Μρ 16,12). Εἶναι μαζί μας ὁ Κύριος, ὅπως μᾶς τό ὑποσχέθηκε· «καί ἰδού ἐγώ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Μθ 28,20). Πνευματικά, μυστηριακά τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας βιώνουν τήν πραγμάτωση τῆς θείας ὑποσχέσεως.
Εἶναι, ὡστόσο, ἀλήθεια, ὅτι στούς χριστιανούς τοῦ σήμερα ἀτόνησε τό βίωμα ἐκεῖνο πού συγκινοῦσε βαθιά τούς πιστούς τῶν πρώτων αἰώνων: ἡ λαχτάρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου. Τόν περίμεναν, κι ἦταν αὐτό ἡ πιό μεγάλη τους χαρά. Τό ἀποδεικνύει ὁ προσφιλέστερος χαιρετισμός τους· «μαράν ἀθᾶ» (Α΄ Κο 16,22), ὁ Κύριος ἔρχεται! Τό ἐπιβεβαιώνει ὁ ὕμνος τῆς πρώτης Ἐκκλησίας: «Ἁγνεύω σοι καί λαμπάδας φαεσφόρους κρατοῦσα, Νυμφίε, ὑπαντάνω σοι».
Ἡ θεία προσμονή ἔτρεφε τά ὄνειρά τους, ἐνέπνεε τόν πνευματικό τους ἀγώνα καί καλλιεργοῦσε τόν πόθο τῆς συναντήσεως μέ τόν Κύριο. Τούς ἐμψύχωνε, ὥστε νά μή δειλιάζουν μπροστά στά φρικτά βασανιστήρια. Προτιμοῦσαν ἀτρόμητοι τό θάνατο παρά τήν ἐπίγεια δόξα καί τά πλούτη, πού τούς ὑπόσχονταν οἱ διῶκτες τῆς πίστεως. Λαχταροῦσαν νά συναντήσουν τόν Νυμφίο τῆς ψυχῆς τους, ἀκόμη καί μέ τό μαρτύριο!
Αὐτά γιά τούς πρώτους χριστιανούς, πού ἔγραψαν τή λαμπρή ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῶν διωγμῶν καί τῶν μαρτυρίων. Τί γίνεται ὅμως μέ μᾶς, τούς σημερινούς συνεχιστές αὐτῆς τῆς ἱστορίας;
Μᾶς ἑλκύουν συνήθως καί μᾶς θαμπώνουν ἄλλα πράγματα, ἐνδοκοσμικά, σαφῶς αἰσθητά καί ὑλικά. Πιεσμένοι ἀπό τά καθημερινά προβλήματα καί τίς ὑλικές ἀνάγκες, πού ὅλο καί αὐξάνουν, δέν βρίσκουμε χρόνο -καί μήπως ἔχουμε διάθεση;- γιά τόν πλατυσμό καί τήν ἄνεση τοῦ οὐρανοῦ. Κι ὅμως, ἡ προοπτική τῆς αἰωνιότητος δίνει ἄλλη διάσταση στήν καθημερινότητα. Ἡ προσμονή τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου δίνει χρῶμα καί ὑπόσταση στήν πνευματική μας ζωή.
Πόσο θερμότερη πρός τόν Ἰησοῦ θά ἦταν ἡ ἀγάπη μας, πόσο πιό ζωντανή ἡ ἐλπίδα μας κι ἀμέτρητη ἡ χαρά μας, ἄν δυνατότερα πιστεύαμε ὅτι ὁ Κύριος ξεκίνησε καί ἔρχεται...
Ἐπέστρεψαν χαρούμενοι οἱ μαθητές ἀπό τή Βηθανία (Λκ 24,52). Εἶδαν τή νεφέλη, τό ἅρμα τοῦ Θεοῦ, νά παραλαμβάνει τόν Διδάσκαλό τους στή θεία δόξα! Προσκύνησαν τόν ἀγαπημένο τους Ἰησοῦ, ὁμολογώντας γιά μιά ἀκόμη φορά ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Κύριός τους καί ὁ Θεός τους, «ὁ τιθείς νέφη τήν ἐπίβασιν αὐτοῦ» (Ψα 103,3). Κι ἔφυγαν μέ τή γλυκειά πεποίθηση ὅτι θά ξαναέλθει μέ τόν διο τρόπο, γιά νά τούς παραλάβει κοντά του!
Τή χαρά αὐτή διατηρεῖ ἀμείωτη ἡ Ἐκκλησία, παρ᾿ ὅλες τίς θλίψεις καί τούς διωγμούς, πού ὑπομένει σέ κάθε ἐποχή. Στήν πρώτη του Ἐπιστολή πρός τούς Θεσσαλονικεῖς ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει· «ἁρπαγησόμεθα ἐν νεφέλαις εἰς ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου εἰς ἀέρα, καί οὕτω πάντοτε σύν Κυρίῳ ἐσόμεθα» (Α΄ Θε 4,17). Μιά τέτοια προσδοκία πῶς νά μήν κάνει ἀνεκλάλητη τήν εὐτυχία τῶν πιστῶν; «Οὔτε γάρ ὁ πλούσιος μακάριος, οὔτε ὁ πένης ἐλεεινός· ἀλλ᾿ ὅς ἐάν τῆς ἁρπαγῆς ἐκείνης καταξιωθῇ τῆς ἐν νεφέλαις, μακάριος καί τρισμακάριος», διακηρύττει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος.
Πότε ἐπιτέλους θά συντονίσουμε τίς λαχτάρες καί τούς πόθους μας μέ τή γλυκειά προσμονή τῆς Ἐκκλησίας μας; Πότε θά ξεκολλήσουμε ἀπό τή λάσπη καί τή σαπίλα αὐτῆς τῆς γῆς, γιά νά ᾿χει ἡ καρδιά μας ἄλλα σκιρτήματα κι ἀλλιώτικες ἀναζητήσεις; Τότε θά μποροῦμε νά ἐπαναλαμβάνουμε, μέ τά λόγια καί τή ζωή μας, τήν προσευχή τῆς προσμονῆς πού κλείνει τό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως· «ναί ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ!» (Ἀπ 22,20).
Τήν Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ ψάλλοντας ἡ Ἐκκλησία μας ἀποτυπώνει στούς ὕμνους της τήν ὑψίστη σημασία αὐτοῦ τοῦ γεγονότος στήν ἱστορία τῆς σωτηρίας μας καί ἐκφράζει μέ τήν μεγαλειώδη σεμνότητά τους τήν εὐφροσύνη καί τή δοξολογία τῶν πιστῶν γι’ αὐτό. Δίπλα στή Γέννηση, στό Πάθος καί στήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας, ἡ Ἀνάληψη ἀποτελεῖ ἐπίσης ἕναν ἀπό τούς σημαντικούς σταθμούς τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, πού ὁλοκληρώνει τό ἐπί γῆς ἔργο του καί τό μήνυμα τῆς ἀποκαλύψεώς του στόν ἄνθρωπο. Αὐτή τήν ὁλοκλήρωση ἐννοεῖ στό ἑπόμενο τροπάριο καί ὁ ὑμνωδός, ὅταν μέσα ἀπό τό γεγονός τῆς Ἀναλήψεως βλέπει ὅλα τά σπουδαῖα γεγονότα τῆς θείας Οἰκονομίας, καί ἀνάγεται μέχρι αὐτό τό τελικό γεγονός τῆς Κρίσεως.
«Τήν καταβᾶσαν φύσιν τοῦ Ἀδάμ, εἰς τά κατώτερα μέρη τῆς γῆς, ὁ Θεός, καινοποιήσας σεαυτῷ ὑπεράνω πάσης ἀρχῆς καί ἐξουσίας ἀνήγαγες σήμερον· ὡς ἀγαπήσας γάρ, συνεκάθισας· ὡς συμπαθήσας δέ, ἥνωσας σαυτῷ· ὡς ἑνώσας συνέπαθες· ὡς ἀπαθής, παθών δέ, συνεδόξασας. Ἀλλ’ οὐκ ἄνθρωπος μόνον, Θεός δέ καί ἄνθρωπος, τό συναμφότερον τό φαινόμενον. Ὅθεν ἔξαλλοι Ἄγγελοι ἐν στολαῖς περιιπτάμενοι, τούς Μαθητάς, Ἄνδρες ἐβόων, Γαλιλαῖοι, ὅς ἀφ’ ὑμῶν πεπόρευται, οὗτος Ἰησοῦς ἄνθρωπος Θεός, Θεάνθρωπος πάλιν ἐλεύσεται, κριτής ζώντων καί νεκρῶν· πιστοῖς δέ δωρούμενος ἁμαρτιῶν συγχώρησιν, καί τό μέγα ἔλεος».
Σήμερα, Θεέ, ἀνέβασες πάνω ἀπό κάθε ἀγγελική ἀρχή καί ἐξουσία τή φύση τοῦ Ἀδάμ, πού κατέβηκε στά κατώτερα μέρη τῆς γῆς, ἀφοῦ τήν ἀνακαίνισες στόν ἑαυτό σου· ἐπειδή τήν ἀγάπησες, τήν συναναστράφηκες· ἐπειδή τήν συμπάθησες, τήν ἕνωσες μέ τόν ἑαυτό σου· ἀφοῦ τήν ἕνωσες, ἔπαθες μαζί της· ἐπειδή εἶσαι ἀπαθής, ἀλλά ἔπαθες, τήν συνδόξασες. Ἐν τούτοις οἱ ἀσώματοι ἄγγελοι ἐπίσημα ντυμένοι πετοῦσαν γύρω-γύρω καί φώναζαν στούς μαθητές· Ἄνδρες Γαλιλαῖοι, αὐτός πού ἀπομακρύνεται ἀπό σᾶς, αὐτός ὁ Ἰησοῦς, ὁ ἄνθρωπος καί Θεός, θά ἔλθει πάλι Θεάνθρωπος, κριτής ζώντων καί νεκρῶν· καί στούς πιστούς δωρίζει συγχώρεση τῶν ἁμαρτιῶν καί τό μεγάλο ἔλεος.
Στά τελευταῖα λόγια τοῦ Χριστοῦ πρίν τήν Ἀνάληψη, οἱ πιστοί ὅλων τῶν αἰώνων βρίσκουν τήν παρήγορη ὑπόσχεση ὅτι δέν μένουν ὀρφανοί στόν κόσμο, ἀλλά ἔχουν τήν ἐπίσκεψη καί τή συντροφιά τοῦ Τρίτου τῆς Τριάδος, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
«Ἀνελθών εἰς οὐρανούς, ὅθεν καί κατῆλθες, μή ἐάσῃς ἡμᾶς ὀρφανούς, Κύριε· ἐλθέτω σου τό Πνεῦμα, φέρον εἰρήνην τῷ κόσμῳ· δεῖξον τοῖς υἱοῖς τῶν ἀνθρώπων, ἔργα δυνάμεώς σου, Κύριε φιλάνθρωπε».
Ἀνεβαίνοντας στούς οὐρανούς, ἀπ’ ὅπου καί κατέβηκες, μή μᾶς ἀφήσεις ὀρφανούς, Κύριε. Ἄς ἔλθει τό Πνεῦμα σου φέρνοντας εἰρήνη στόν κόσμο. Δεῖξε στούς υἱούς τῶν ἀνθρώπων τά δυνατά σου ἔργα, Κύριε, φιλάνθρωπε.
Ἄν πεῖς στόν ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς μας ὅτι ἡ Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ ἔχει ἕνα πολύ προσωπικό μήνυμα γι’ αὐτόν, τό λιγότερο, θά σέ κοιτάξει μέ δυσπιστία. Στέκεται τόσο ἀπρόσιτη ἡ Ἀνάληψη πάνω στό θεολογικό της βάθρο, καί πῶς μπορεῖ νά ἀνταποκριθεῖ στίς ἀνησυχίες τῶν καιρῶν μας; Κι ὅμως, πέρα ἀπό τό θεολογικό της νόημα ἤ μᾶλλον μέσα ἀπ’ αὐτό, ἐκπέμπει ἕνα πολύ ἐπίκαιρο κοινωνικό καί ἀνθρώπινο μήνυμα. Μόνο πού γιά νά τό πιάσουμε, δέν θά ξεκινήσουμε ἀπό τήν κορυφή της πρός τήν ἐποχή μας, διότι οἱ περισσότεροι δέν θά μπορέσουν οὔτε τήν ἀφετηρία νά βροῦν οὔτε στήν πορεία νά ἐνταχθοῦν. Θά ξεκινήσουμε ἀπό τήν ἐποχή μας, πού εἶναι εὔκολο νά τήν παρακολουθήσουμε ὅλοι, ἀφοῦ εἶναι ἡ ἴδια ἡ ζωή μας, ὁ ἑαυτός μας, γιά νά φθάσουμε στήν κορυφή. Μ’ αὐτόν τόν τρόπο δέν ὑπάρχει κίνδυνος νά λαθέψουμε, φθάνει νά εἴμαστε τίμιοι καί εἰλικρινεῖς στίς ἀναζητήσεις μας, ἀπροκατάληπτοι στίς ἐκτιμήσεις μας.
Καθώς καταντήσαμε τήν ζωή μας πολύ πεζή, πολύ στενή, πολύ πληκτική γιά τούς πόθους τῆς ψυχῆς μας, ὀρθώνεται τραγική ἡ ὁρμή καί ἡ λαχτάρα μας νά ξεφύγουμε ἀπό τά ὅρια πού μᾶς συγκλείνουν καί μᾶς συνθλίβουν. Παγκόσμια καί καθολική ἐκδηλώνεται σέ ὅλους τούς καιρούς, καί ἰδιαίτερα στόν δικό μας, μία τάση φυγῆς, θά ἔλεγα. Δέν ἐννοῶ τήν τραγική ἀλλά, δυστυχῶς, ὄχι σπάνια φυγή πού παρέχουν οἱ παραισθησιογόνες οὐσίες· ὑπόσχονται τήν ἐλευθερία τοῦ παραδείσου, ἀλλά παγιδεύουν τούς χρῆστες στά ὀλέθρια δεσμά τῆς κόλασης. Μιλῶ γιά τήν τόσο γνωστή σέ ὅλους μας ἀνάγκη νά βγοῦμε ἔξω ἀπό τό σπίτι μας, τό κατάστημά μας, τήν πόλη μας, πρός τό βουνό, τήν θάλασσα, τόν καθαρό ἀέρα. Ἀπό τότε πού ὁ μῦθος τοῦ Δαιδάλου καί τοῦ Ἰκάρου ἔγινε πραγματικότητα, ὁ ἄνθρωπος ρίχθηκε στό μεθύσι τῶν αἰθέρων, πού τοῦ δίνει τήν ψευδαίσθηση τῆς ἀποδέσμευσης ἀπό ὅ,τι βαρύ τοῦ πλακώνει τό στῆθος. Μέ τό ἀερόστατο, τό ἑλικόπτερο, τό ἀεροπλάνο, τό διαστημόπλοιο, κερδίζει τήν ἐντύπωση ὅτι ξεφεύγει ἀπό τά χαμηλά καί χαμαίζηλα καί πετᾶ ἐλεύθερα στά ψηλά καί οὐράνια. Σήμερα μάλιστα γίνεται ἀκόμη πιό ἔντονη ἡ ψευδαίσθηση τῆς ἐλευθερίας, χάρη στίς δυνατότητες πού ἐξασφαλίζει ὁ ἠλεκτρονικός ὑπολογιστής, μέ τήν περιήγηση στό διαδίκτυο ἤ ἀκόμη μέ τήν «ἐμπειρία» τῆς εἰκονικῆς πραγματικότητος. Πόσο ὅμως ἀπατᾶται ὁ σημερινός ἄνθρωπος!
Ὄχι ὅτι δέν εἶναι ἀληθινό ἐπίτευγμα νά νικᾶς τούς νόμους τῆς βαρύτητος καί νά ἐξερευνᾶς τούς γαλαξίες. Ὄχι ὅτι δέν εἶναι θαυμαστό καί ὑπέροχο νά σπαθίζεις σάν πουλί τούς οὐρανούς ἤ νά κατακτᾶς τόν κυβερνοχῶρο μέ ἕνα κλίκ στό «ποντίκι» τοῦ ὑπολογιστῆ σου. Σπουδαῖο καί μεγάλο προνόμιο μᾶς χάρισε ἡ ἐπιστήμη καί ἡ τεχνολογία. Ἀλλά τόσο φτωχό καί μικρό μπρός στήν ἐσωτερική ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου νά ξεκολλήσει ἀπό τά γήινα καί νά εἰσδύσει στό ἄπειρο καί στό αἰώνιο ἑνός ἄλλου κόσμου! Ὅσο ψηλά κι ἄν πετάει, στήν οὐσία τίποτε τό ἀλλιώτικο δέν ἀπολαμβάνει, ἐφόσον κουβαλάει μέσα του τόν ἴδιο ἀνικανοποίητο ἑαυτό του. Ἐφόσον ἐδῶ κάτω στήν γῆ δέν ἀποσπᾶται ἀπό τήν φθορά, καί πάνω στήν σελήνη ἀκόμη θά μεταφέρει τόν φόβο καί τόν θάνατο. Ἔτσι, ὁ ἀστροναύτης τῶν ἡμερῶν μας, ἐνῶ διατρέχει τό ἀπέραντο σύμπαν, νιώθει νά ἀσφυκτιᾶ ἐσωτερικά, σάν νά εἶναι κλεισμένος στόν μπαλαοῦρο, στό πιό βαθύ καί ἀποπνικτικό μέρος τοῦ πλοίου. Ἀπό αὐτήν τήν ἄποψη μποροῦμε νά ποῦμε, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, ὅτι ἡ ἀνάβαση τοῦ ἀνθρώπου στούς αἰθέρες δέν διαφέρει ἀπό τήν ἀνάβασή του πάνω στήν στέγη μιᾶς καλύβας ἤ στήν κορυφή ἑνός δένδρου ἤ ἀκόμη πάνω στό βουνό.
Ἀπογοητευμένος καί τσακισμένος μένει ὁ ἐξερευνητής ἄνθρωπος τοῦ αἰώνα μας, πού δέν βρίσκει διέξοδο στήν ψυχική του ἀνάγκη κι ἐπιθυμία. Ἀναλαμβάνουν ὅμως οἱ ἀπατεῶνες τῆς ἐπιστήμης καί οἱ σαλτιμπάγκοι τῆς κουλτούρας νά ἱκανοποιήσουν τήν μάζα, νά θρέψουν τήν φαντασία της καί νά χορτάσουν τήν ἀνησυχία της μέ σκύβαλα καί νοσηρότητες. Ἔτσι ἐπινόησαν τά U.F.O. καί ζήτησαν νά ἀπομυθοποιήσουν τήν ἱστορία μέ μύθους! Πλούτισαν οἱ ἐπιτήδειοι κατεβάζοντας ἐξωγήινους στήν γῆ, ἐξευτελίζοντας τήν ἀνθρώπινη λογική, ἀλλά καί ἱεροσυλώντας τούς εὐγενεῖς ἀνθρώπινους πόθους.
Κι ὅμως! Ἀνάμεσα στήν ἐπιστήμη, πού δεσμεύεται ἀπό τήν φυσική διάσταση καί συχνότητα, καί στό γελοῖο παραμύθι τῶν U.F.O., πού στηρίζεται στό ψέμα καί τήν ἀπάτη, ἀνάμεσα στόν θανατηφόρο «παράδεισο» τῶν ναρκωτικῶν καί στήν κατευθυνόμενη πληροφόρηση τῶν ἠλεκτρονικῶν, στέκεται ἕνα γεγονός ἱστορικό, ἀληθινό, γεμάτο νόημα, χάρη καί ζωή· ἡ Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ! Τό ἀπορρίπτουν οἱ ἄθεοι, τό χλευάζουν οἱ ἄπιστοι, λυσσομανᾶ κυριολεκτικά ἐναντίον του ὁ ἀφηνιασμένος ἀπό τά πάθη κόσμος. Ἐντούτοις, τόσοι αἰῶνες, τόσοι ἐχθροί, τόσες προσβολές οὔτε τό μείωσαν οὔτε τό ἀντικατέστησαν μέ σαχλά ὑποκατάστατα. Μένει λαμπρό καί ζωντανό, τόσο ἀληθινό ὅσο ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ, ὅσο ἡ Σταύρωση καί ἡ Ἀνάσταση, ὅσο ἡ Πεντηκοστή καί ἡ Ἐκκλησία πού ζῆ καί ἀναπνέει μέχρι σήμερα. Εἶναι ἕνα γεγονός πού δέν μπορεῖ νά τό γκρεμίσει ἡ ἄρνηση, διότι τό κτίζει ἡ ἱστορία, τό κατοχυρώνει ἡ προφητεία, τό στηρίζει ἡ ἐμπειρία τῶν πιστῶν. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός μέ τό ἀναστημένο του σῶμα, νικώντας τόν θάνατο, τόν χῶρο καί τόν χρόνο, δοξασμένος καί ἔνδοξος ἀναλήφθηκε, εἰσῆλθε στήν διάσταση τοῦ πνεύματος καί θρόνιασε τήν ἀνθρώπινη φύση στά δεξιά τοῦ Πατέρα! Τί περισσότερο νά ζητήσει ἡ καρδιά μας ἡ διψασμένη γιά Θεό;
![]() Μελετώντας τήν ἀσύλληπτη θεϊκή τιμή ὁ ἅγιος Χρυσόστομος παρατηρεῖ: Τά Χερουβίμ, πού κάποτε φύλαγαν τόν παράδεισο ἀπό τόν ἄνθρωπο, μέ χαρά καί κατάπληξη τώρα τόν βλέπουν νά ἀνεβαίνει στόν οὐρανό, στό θρόνο τοῦ Θεοῦ, καί μεριάζουν νά διαβεῖ ψάλλοντας· «Ἄρατε πύλας... καί ἐπάρθητε πύλαι αἰώνιοι, καί εἰσελεύσεται ὁ βασιλεύς τῆς δόξης» (Ψα 23,7). Ἐνθουσιασμένος ὁ χρυσορρήμων διδάσκαλος ἀναφωνεῖ: Ἔχουμε ἤδη ἀρραβώνα τῆς ζωῆς μας στόν οὐρανό, ἀφοῦ ἀναληφθήκαμε μαζί μέ τόν Χριστό. Κατά τήν ἀρχαιότητα, ὅταν δύο λαοί σύναπταν μεταξύ τους συνθήκη, ὡς ἐγγύηση γιά τήν τήρησή της συνήθιζαν νά ἀνταλλάσσουν ὁμήρους. Παρόμοια κι ἐμεῖς, κρατοῦμε τόν Ἰησοῦ Χριστό ὅμηρο, δεμένο μέ τήν ἀνθρώπινη φύση μας, τήν ὁποία ἔχει προσλάβει καί ἔχει ἀνεβάσει στό θρόνο τοῦ Πατέρα. Κύριε, δέν μπορεῖς νά ἀκυρώσεις τή διαθήκη τῆς σωτηρίας μας. Σέ ἔχουμε στό χέρι μας. Κρατοῦμε ὅμηρο τόν Υἱό σου. Θά μᾶς σώσεις, Κύριε! Ἰω Χρυσοστόμου, Εἰς τήν Ἀνάληψιν, 16· ΡG 52,789· Εἰς Ἐφεσίους 2,2· ΡG 62,19
|
Στέκεται γεμάτη ἀπορία καί πόνο. Δυσκολεύεται νά συνέλθει ἀπό τήν ὀδυνηρή ἔκπληξη. Τό μνημεῖο εἶναι κενό. Τό νεκρό σῶμα τοῦ διδασκάλου δέν βρίσκεται πλέον ἐκεῖ. Τί μπορεῖ νά συνέβη; Ποιός θά ἔπαιρνε ἕναν νεκρό καί γιά ποιό λόγο; Καί ποῦ εἶναι πιθανόν νά τόν τοποθέτησε; Ὁ νοῦς της εἶναι πλημμυρισμένος ἀπό σύγχυση καί σκοτεινές σκέψεις.
Ἦταν πρίν ἀπό καιρό πού γνώρισε τόν Ἰησοῦ ἡ Μαρία. Αὐτή ἡλικιωμένη, δεμένη ἑφτάδιπλα ἀπό τόν διάβολο, δαιμονισμένη. Μαύρη ἡ ζωή της. Κινούμενη στά ὅρια τῆς ἔσχατης ἀπελπισίας καί τῆς ἔσχατης ταπείνωσης. Ἕνα πρόσωπο χωρίς προσωπικότητα, μιά διαλυμένη ὕπαρξη. Ἐκεῖνος ἐπιβλητικός, ἀπόλυτα κυρίαρχος τῆς δύναμης καί προπάντων σπλαχνικός. Δέν τραβήχτηκε μακριά της μόλις τήν εἶδε, ὅπως ἔκαναν οἱ ἄλλοι φοβισμένοι. Ἀντίθετα τήν πλησίασε. Τή συμπάθησε μέ πατρική στοργή καί τήν ἐλευθέρωσε ἀπό τόν σατανᾶ μέ ὅ,τι μπορεῖ νά σημαίνει αὐτό τό ρῆμα γιά ἕνα τόσο καταρρακωμένο πλάσμα τοῦ Θεοῦ.
Ἀπό τότε τόν ἀκολούθησε πιστά. Ἔφτασε μέχρι τό σταυρό μαζί του. Στάθηκε κοντά στήν ἀβάσταχτα πονεμένη μητέρα του, μητέρα του κι αὐτή, ἀπό ἐκεῖνες πού ἀπέκτησαν τό δικαίωμα νά ὀνομάζονται ἔτσι, διότι «ἐποίησαν τό θέλημα τοῦ πατρός αὐτοῦ» (Μθ 12,50). Καί τώρα, τρεῖς ἡμέρες ἀφότου τόν κήδεψε μαζί μέ τούς λίγους δικούς του πού τοῦ ἀπέμειναν, ἀντικρύζει τοῦτο τό φοβερό θέαμα: Χάθηκε ὁ νεκρός. Ὁ Κύριός της «ᾔρθη» (Ἰω 20,2.13).
«Δέν γνώριζε ἐντελῶς τίποτε γιά τήν Ἀνάσταση κι οὔτε ἔβαζε κάτι τέτοιο ὁ νοῦς της», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος. Ἦταν μιά ἁπλή γυναίκα·ἁπλή καί βασανισμένη. Ἀδυνατοῦσε νά σκεφτεῖ ὅτι ὁ Ἰησοῦς -ἔστω αὐτός ὁ ἅγιος ἄνθρωπος, ὁ μοναδικός προφήτης, ὅπως τόν πίστευε- θά μποροῦσε νά ἐπιστρέψει ἀπό τό θάνατο. Ἡ ὑπόθεση αὐτή ἦταν πάνω ἀπό τίς δυνατότητές της. Γι᾿ αὐτό καί ἀναζητᾶ νεκρό τόν ἀναστημένο. Κι οὔτε τά ἀφημένα καί τακτοποιημένα σάβανα τήν προβληματίζουν καθόλου. Ἀκόμη καί οἱ δύο ἄγγελοι, πού τόσο ξαφνικά ἐμφανίζονται, δέν ἀφαιροῦν τό παραμικρό ἀπό τήν ἀγωνία της. Αὐτή ψάχνει τόν ἀγαπημένο της εὐεργέτη. Τήν κατατρώει ἡ ἀπουσία του. Μακάρι νά τόν ἔβρισκε κάπου καί θά τόν σήκωνε μονάχη, μέ τά χέρια της! «Πολλή ἡ εὔνοια καί φιλοστοργία τῆς γυναικός!», ἀναφωνεῖ ὁ ἴδιος ἱερός πατήρ.
Ὁ Χριστός εἶναι ἡ ζωή τοῦ κόσμου. Χωρίς τήν παρουσία του ὅλα σκοτεινιάζουν, χάνουν τό νόημά τους, δέν ἔχουν πιά καμιά σημασία. Καί εἶναι τόσο τραγική ἡ αὐταπάτη μας νά νομίζουμε ὅτι ζοῦμε, ἐνῶ βρισκόμαστε μέσα στό ἴδιο τό κράτος τοῦ θανάτου.Χωρίς τόν Ἰησοῦ τό πιό γλυκό πράγμα πού μᾶς εὐφραίνει γίνεται πικρό, κατάπικρο, ἀλλοιωμένο ἀπό τό δηλητήριο τῆς ἔλλειψής του. «Κύριε», ἱκετεύει ὁ ἱερός Αὐγουστίνος, «θρηνοῦμε καί ζητᾶμε ἐσένα, διότι χωρίς ἐσένα δέν εἴμαστε τίποτε... Ἐσένα ποθοῦμε. Γιατί οἱ ζωντανοί νά φεύγουν μακριά ἀπό σένα πού ἀνέστησες τούς νεκρούς; Μέ τήν Ἀνάστασή σου ἄνθισε ἀπό τόν τρόμο της ἡ γέεννα, ἀλλά μαράθηκε στείρα ἡ γῆ. Οἱ πέτρες ἀπό τά μνήματα τῶν νεκρῶν σχίστηκαν, μά τά χωράφια μας δέν γνώρισαν καρπό, διότι τά σπλάχνα τους εἶναι σκληρά. Ἐσένα, Κύριε, ζητᾶμε, ἐσένα πού μᾶς ἀναζητᾶς. Οἱ γιορτές μας μεταστράφηκαν σέ πένθος καί τά τραγούδια μας σέ θρῆνο. Ἡ κιθάρα μας παίζει τραγούδι λυπητερό... Κηδεία πιό μαύρη ἀπό τό σκοτάδι...».
Καί καταλήγει ἀναστάσιμα ὁ ἱερός πατήρ: «Ὅμως θάρρος! Ἐκεῖνος πού εἶπε στίς μυροφόρες "ὑπάγετε ἀπαγγείλατε τοῖς ἀδελφοῖς μου ἵνα ἀπέλθωσιν εἰς τήν Γαλιλαίαν, κἀκεῖ μέ ὄψονται" (Μθ 28,10), ὁ ἴδιος λέει καί σέ μᾶς: "πηγαίνετε καί πεῖτε στό λαό μου ὅτι θά μέ συναντήσουν στήν Ἐκκλησία... καί ἐκεῖ θά λάβουν τήν ἄφεση"»!
Γεγονός ἀναντίρρητο καί θεμελιακό γιά τήν πίστη μας ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀκτινοβολεῖ τήν ἐλπίδα, θεμελιώνει στήν ἀνθρωπότητα τήν πραγματική ἀλλαγή. Εἶναι ἡ συντριβή καί ἐξουθένωση τοῦ πιό φοβεροῦ κινδύνου, τοῦ πιό ἀδυσώπητου ἐχθροῦ ἀπ᾿ ὅσους λυμαίνονται τόν ἄνθρωπο, τοῦ θανάτου. Ἀνασταίνει τούς πόθους καί τίς προσδοκίες κάθε ψυχῆς, ὑπόσχεται καί ἐγγυᾶται τήν «ἄλλη βιοτή», τήν ἀπαλλαγμένη ἀπό τό φόβο τοῦ θανάτου, τή ζυμωμένη μέ τή χαρά καί μυρωμένη μέ τήν ἀγάπη. Καί εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀγάπη τό δῶρο τῆς Ἀνάστασης πού χαρακτηρίζει τήν ποιότητα τοῦ ἀναστημένου ἀνθρώπου.
Τήν ἀγάπη τήν πρωτοφανέρωσε στόν κόσμο ὡς «καινή ἐντολή» ὁ Χριστός. Ἐκεῖνος καθόρισε τίς διαστάσεις της μέ τή σταυρική του θυσία καί ἀναστημένος τήν προσέφερε ὡς χάρισμα στή διχασμένη ἀνθρωπότητα, ἡμερώνοντας τήν ἀγριεμένη ἀπό τό μίσος καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Μέσα στήν Ἐκκλησία, στό χῶρο ὅπου ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός, χαιρόμαστε τό σπάνιο ἀγαθό τῆς ἀγάπης, διότι «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστίν» (Α΄ Ἰω 4,8). Ἡ ἀγάπη συνιστᾶ τήν διά τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Εὔλογα, λοιπόν, ἀποτελεῖ μυστήριο γιά τό ἀνθρώπινο μυαλό.
Ἐντούτοις, αὐτό πού δέν μποροῦν νά προσεγγίσουν οἱ διανοητικές μας δυνάμεις, τό βιώνει ἡ καρδιά μας στήν καθημερινή πράξη. Ἀρκεῖ νά ἀποδεχθεῖ τήν καθοδήγηση τοῦ θείου λόγου. Τό διατυπώνει ἁπλά, πλήν σαφέστατα, ὁ «μαθητής τῆς ἀγάπης» Ἰωάννης· «ἐάν τις εἶπῃ ὅτι ἀγαπῶ τόν Θεόν, καί τόν ἀδελφόν αὐτοῦ μισῇ, ψεύστης ἐστίν· ὁ γάρ μή ἀγαπῶν τόν ἀδελφόν ὅν ἑώρακε, τόν Θεόν ὅν οὐχ ἑώρακε πῶς δύναται ἀγαπᾶν;» (Α΄ Ἰω 4,20). Ἔτσι ἡ πρός τόν ἀδελφό ἀγάπη γίνεται ἡ συγκεκριμένη πράξη, γιά νά εὐαρεστήσουμε τόν ἐπουράνιο Θεό· τό σκαλοπάτι, γιά νά ἀνεβοῦμε στόν οὐρανό. Ὁπωσδήποτε πάντως, δέν μποροῦμε νά διαδηλώνουμε αἰσθήματα λατρείας καί ἀφοσίωσης πρός τόν ἀόρατο Θεό, ὅταν ἡ ζωή μας ἀποκαλύπτει αἰσθήματα ἀποστροφῆς γιά τόν ὁρατό ἀδελφό, τόν ὁποιονδήποτε.
Πολλές οἱ παράμετροι πού κρίνουν καί διακρίνουν τή γνησιότητα τῆς ἀγάπης μας πρός τόν Θεό, ἐνῶ παράλληλα ρυθμίζουν τή σχέση μας μέ τόν ἀδελφό. Δύο ἀπ᾿ αὐτές εἶναι ἡ συγχώρηση ὡς ἐσωτερική κίνηση καί ἡ φιλανθρωπία ὡς ἐξωτερική ἔκφραση. Δέν εἶναι εὔκολα αὐτά τά δυό, οὔτε κατορθώνονται μέ ἀνθρώπινες δυνάμεις. Προϋποθέτουν τήν ὑπέρβαση τοῦ «ἐγώ», δηλαδή τήν ὑπέρβαση τοῦ θανάτου, καί τήν πρόσβαση στό χῶρο τῆς ἀνάστασης, στό χῶρο τοῦ Θεοῦ.
Τόν ἄρρηκτο σύνδεσμο συγχώρησης, φιλανθρωπίας καί ἀγάπης διαδηλώνει ἔμπρακτα ἡ Ἐκκλησία μας μέ δύο ἀκολουθίες, τόν Ἑσπερινό τῆς συγχωρήσεως καί τόν Ἑσπερινό τῆς ἀγάπης. Ὁ πρῶτος ἀποτελεῖ τήν ἀφετηρία γιά τή συμπόρευση τῶν πιστῶν πρός τό Πάθος καί τήν Ἀνάσταση. Ὁ δεύτερος σηματοδοτεῖ τό ἀποκορύφωμα αὐτῆς τῆς πορείας. Ἡ συγχωρητικότητα ἀποτελεῖ τό κατεξοχήν ἀγώνισμα τῆς ἁγίας καί μεγάλης Τεσσαρακοστῆς· «λῦε πάντα σύνδεσμον ἀδικίας» (Ἠσ 58,6), παραγγέλλει ὁ προφήτης. Ἡ φιλανθρωπία ἐντάσσεται στούς σκοπούς τῆς τεσσαρακονθήμερης νηστείας· «νηστεύσωμεν, ἵνα ἐλεήσωμεν», συνιστᾶ ἡ Ἐκκλησία.
Ἀλλά ἡ φιλανθρωπία ἐκφράζεται σέ δύο ἐπίπεδα, στό ὑλικό καί στό πνευματικό. Εἶναι ὁπωσδήποτε ἔκφραση ἀγάπης ἡ μετοχή στίς ὑλικές ἀνάγκες τοῦ ἄλλου. Καί εἶναι τόσο πολλές αὐτές οἱ ἀνάγκες μάλιστα σήμερα, πού ὅλο καί περισσότεροι ἄνθρωποι κατατρύχονται ἀπό τή φτώχεια. Ἀποτελεῖ ὅμως ὕψιστο ἔργο ἀγάπης καί ἡ προσφορά τῶν πνευματικῶν ἀγαθῶν, τό νά μοιρασθεῖς τήν ἀλήθεια τῆς πίστεως μέ τόσες ψυχές πού κυριολεκτικά λιμοκτονοῦν πνευματικά. Αὐτό ἀκριβῶς δηλώνει τό γεγονός ὅτι στόν Ἑσπερινό τῆς ἀγάπης, τήν ἡμέρα τοῦ Πάσχα, διαβάζεται τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα σέ διάφορες γλῶσσες. Εἶναι θέμα ἀγάπης ἡ διάδοση τοῦ εὐαγγελικοῦ μηνύματος στούς λαούς. «Τίποτε ἄλλο δέν ἀποτελεῖ τόσο σπουδαῖο γνώρισμα καί χαρακτηριστικό γιά τόν πιστό πού ἀγαπᾶ τόν Χριστό, ὅσο τό νά φροντίζει γιά τούς ἀδελφούς του καί νά καταβάλλει κάθε προσπάθεια γιά τή σωτηρία τους», ἀποφαίνεται ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ ὁποῖος μαζί μέ ὅλα τά ἄλλα ἔργα του εἶχε ὀργανώσει καί θαυμάσιες ἱεραποστολές.
Ἀπό τά χρόνια τοῦ Χριστοῦ ἀκόμη, οἱ ἀπόστολοι καί στή συνέχεια οἱ ἱεραπόστολοι ἀνά τούς αἰῶνες ὑποβάλλονται σέ κόπους καί θυσίες, γιά νά φέρουν τό μήνυμα τοῦ Χριστοῦ, τό ἄγγελμα τῆς Ἀνάστασης καί τό παράγγελμα τῆς μετάνοιας σέ κάθε ψυχή. Καί μετέχουν στό ἔργο αὐτό ὅλοι οἱ πιστοί, ὅσο καί ὅπως ὁ καθένας δύναται· πάντως ὅλοι μέ τήν προσευχή καί τό ἐνδιαφέρον τους γιά τή διάδοση τῆς εὐαγγελικῆς ἀλήθειας.
Συγχωρητικότητα καί ἀγάπη ἔμπρακτη πρός τόν ἀδελφό ἐγγυῶνται τήν εἰλικρίνεια τῶν πρός τόν Θεό αἰσθημάτων μας. Καί εἶναι αὐτά τά δια πού καλλιεργοῦν, ἀνυψώνουν, πυροδοτοῦν, τρέφουν καί δυναμώνουν τήν ἀγάπη μας στόν Θεό καί ἐγκαθιστοῦν στή γῆ τή βασιλεία του.
Ὁ σημερινός ἄνθρωπος, ἀποκαμωμένος μέσα στή σκληρή ζωή πού τοῦ ἔμαθε τήν ἀπογοήτευση καί τοῦ δίδαξε τήν ἐπιφυλακτικότητα καί τήν ἐχθρότητα, τίποτε δέν λαχταρᾶ τόσο ὅσο τήν ἀγάπη. Ἀκόμη καί ὅταν παριστάνει τόν «σκληρό» ἤ τόν ἀδιάφορο, καί ὅταν ἐπαναστατεῖ, καί ὅταν καμώνεται τόν ἱκανοποιημένο μέσα στήν ἐγωιστική του ἀπομόνωση, διψᾶ γιά ἀγάπη. Ὅσοι εἴδαμε νά φωτίζει τόν ὁρίζοντα τῆς ζωῆς μας τό «Χριστός ἀνέστη» δέν ἔχουμε δικαίωμα νά θάψουμε αὐτό τό φῶς μές στόν ἐγωισμό καί τή μικροψυχία. Χρέος μας εἶναι νά τό μεταλαμπαδεύσουμε καί σέ ἄλλες ψυχές, ὄχι τόσο ὡς λεκτικό μήνυμα ὅσο ὡς ἔμπρακτη ἀγάπη. Μέ τήν μεγαλόψυχη προσφορά συγγνώμης πρός ἐκείνους πού μᾶς ἔχουν πικράνει καί μέ τή μετοχή στίς ὑλικές καί πνευματικές ἀνάγκες τοῦ ἀδελφοῦ, νά ἀφήσουμε νά ξεχυθεῖ ἀπό τήν καρδιά μας ἡ ἀγάπη, τό μύρο πού ἀναβλύζει ἀπό τόν ἄδειο τάφο τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ. Εἶναι τό σίγουρο θεμέλιο γιά μία πιό θεάρεστη ἀλλά καί πιό ἀνθρώπινη ζωή· ἡ ἀδιαμφισβήτητη μαρτυρία ὅτι «ἀληθῶς ἀνέστη» ὁ Κύριος!
![]() Τό «θαυμαστόν καί μέγα» τοῦτο γεγονός σηματοδοτεῖ τό τέλος τῆς ἐπίγειας δράσεως τοῦ Ἰησοῦ καί συγχρόνως συνοψίζει τή θεολογία ὅλων τῶν γεγονότων τῆς θείας οἰκονομίας. Ἐπιβεβαιώνει τόν Εὐαγγελισμό καί τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου: Τό ἀνθρώπινο σῶμα, τό ὁποῖο τότε ἑνωμένο μέ τή θεία φύση συνελήφθη ἐν Πνεύματι ἁγίῳ στή μήτρα τῆς Παναγίας μας καί γεννήθηκε στή φάτνη τῆς Βηθλεέμ, αὐτό τό διο ἀναλαμβάνεται τώρα στούς οὐρανούς. Διευρύνει τή Μεταμόρφωση: Τή θεϊκή δόξα τοῦ Θεανθρώπου, πού ἀξιώθηκαν νά δοῦν οἱ τρεῖς μαθητές στό ὄρος τῆς Μεταμορφώσεως, τήν ἀτενίζουν στό ὄρος τῶν Ἐλαιῶν ὅλοι οἱ μαθητές. Μπαίνουν στή διάσταση τῆς πνευματικῆς συχνότητας καί βλέπουν τόν Θεό μέ τά μάτια τους! Ἐπιμαρτυρεῖ τήν Ἀνάσταση: Εἶναι μιά ἐπίσημη -ἡ τελευταία στή διάρκεια τῶν σαράντα ἡμερῶν- ἐμφάνιση τοῦ ἀναστημένου Ἰησοῦ. Προετοιμάζει τήν Πεντηκοστή: Ἀνεβαίνοντας στά οὐράνια, τό σῶμα τοῦ Κυρίου ἐγκαινιάζει τή γέφυρα μεταξύ γῆς καί οὐρανοῦ, ὥστε νά κατεβεῖ στή γῆ ὁ Παράκλητος κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Προαναγγέλλει τή Δευτέρα Παρουσία: Οἱ ἄγγελοι διαμηνύουν στούς μαθητές τήν παρήγορη ὑπόσχεση: «οὗτος ὁ Ἰησοῦς ὁ ἀναληφθείς ἀφ᾿ ὑμῶν εἰς τόν οὐρανόν, οὕτως ἐλεύσεται, ὅν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτόν πορευόμενον εἰς τόν οὐρανόν» (Πρξ 1,11). Ὁ Θεός δέν περιορίζεται ἀπό τόν δικό μας χωροχρόνο. Ἔτσι, τήν ὥρα πού ἀπομακρύνεται ἀπό τά μάτια τῶν μαθητῶν του ὁ Κύριος εἶναι ἐπίσης «ὁ ἐρχόμενος» (Β΄ Ἰω 7). Κι αὐτή ἡ προσμονή του γλυκαίνει τήν ἔμπονη πορεία τῶν δικῶν του σ᾿ αὐτή τή γῆ. Δίνει ἄλλη διάσταση στή ζωή τους. Ἡ θεολογία τῆς Ἀναλήψεως, ὅπως διδάσκεται στά κείμενα τῆς ἁγίας Γραφῆς, ὑπερβαίνει τήν ἐμπειρία τῶν αἰσθήσεων καί εἰσάγει στόν ἀπρόσιτο χῶρο τοῦ μυστηρίου. Γι᾿ αὐτό καί τόν σίγουρο τρόπο προσεγγίσεως τῆς Ἀναλήψεως προσφέρουν τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, πού ἐπενδύονται καί νοηματοδοτοῦνται ἀπ᾿ αὐτό τό γεγονός. Ἐνδεικτικά θά ἀναφερθῶ σέ δύο μυστήρια. Τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος, ἡ ἀφετηρία τῆς πνευματικῆς μας ἀναγεννήσεως, ἀντλεῖ τήν ἀναγεννητική του δύναμη ἀπό τή λυτρωτική θυσία τοῦ Κυρίου, τῆς ὁποίας ἡ ἔκπαγλη δόξα καταδεικνύεται στό γεγονός τῆς θείας Ἀναλήψεως. Μέ τίς πληγές τοῦ μαρτυρίου του στό ἀνθρώπινο σῶμα ἀλλά καί μέ τή θεϊκή του λαμπρότητα ὁ Κύριος ἀνελήφθη, ἀνοίγοντας γιά μᾶς τό δρόμο πού ἡ πτώση εἶχε καταστήσει ἀπροσπέλαστο. Κανείς ἄλλος δέν εἶχε αὐτή τή δύναμη, διότι «οὐδείς ἀναβέβηκεν εἰς τόν οὐρανόν εἰ μή ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου» (Ἰω 3,13). Ἡ σταθερότητα καί ἡ αὔξηση τῶν πιστῶν στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐξασφαλίζεται μέ τή μετοχή τους στό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου στό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Τό σῶμα Χριστοῦ πού κοινωνοῦμε μᾶς προετοιμάζει γιά τή δική μας ἄνοδο στόν οὐρανό. Μ’ αὐτή τή βεβαιότητα δέεται ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Μεταφραστής: «Ὁ τῇ ἐνδόξῳ σου Ἀναλήψει τῆς σαρκός θεώσας τό πρόσλημμα καί τοῦτο τῇ δεξιᾷ καθέδρᾳ τιμήσας τοῦ Πατρός, ἀξίωσόν με, διά τῆς τῶν ἁγίων σου μυστηρίων μεταλήψεως τῆς δεξιᾶς μερίδος τῶν σῳζομένων τυχεῖν». Τό ἀναλημμένο σῶμα τοῦ Ἰησοῦ κατατέθηκε στόν οὐρανό ὡς ἀδαπάνητο συνάλλαγμα, ἐγγύηση καί θησαυρός τῆς Ἐκκλησίας, πού περπατᾶ ἀκόμα στή γῆ, ἀλλά φέρεται μέ μία δυναμική φορά πρός τά ἄνω, στό θρίαμβο τοῦ οὐρανοῦ. Ἀναγεννημένο καί ἑνωμένο μέ τόν Κύριο τό ἀνθρώπινο γένος «συνεκάθισεν ἐν τοῖς ἐπουρανίοις» (Ἐφ 2,6) μαζί μέ τόν Χριστό, γράφει στούς χριστιανούς τῆς Ἐφέσου ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Θεωρεῖ ὡς γεγονός συντελεσμένο τήν ἐγκατάσταση τῶν πιστῶν στόν οὐρανό καί τό συνδοξασμό τους μέ τόν Ἰησοῦ. Καί εἶναι! Ὅταν ἀπό ἕνα χαρμάνι παίρνουμε ἕνα δεῖγμα, ἐνυπάρχουν σ᾿ αὐτό τά στοιχεῖα ὅλου τοῦ ὑλικοῦ ἀπό τό ὁποῖο προέρχεται τό δεῖγμα. Ἔτσι, στό ἔνδοξο σῶμα τοῦ θεανθρώπου Κυρίου, πού ἤδη βρίσκεται στή δόξα τοῦ οὐρανοῦ, ἐνυπάρχει ὅλο τό ἀνθρώπινο φύραμα, ἡ ἀνθρώπινη φύση. Οἱ ἰδιότητες τοῦ ἀναληφθέντος Χριστοῦ κι ἡ θεϊκή του δόξα ἀντανακλοῦν σ᾿ ὅλους τούς ἀνθρώπους, τώρα σκιωδῶς καί διά τῆς πίστεως, κατά τή Δευτέρα Παρουσία του ὁλοκληρωτικά καί «δι᾿ εδους», πραγματικά. «Σήμερον (δηλ. κατά τήν Ἀνάληψη) καταλλαγαί (=συμφιλίωση) τῷ Θεῷ πρός τό τῶν ἀνθρώπων γεγόνασι γένος... Οἱ τῆς γῆς ἀνάξιοι φανέντες (δηλ. οἱ ἄνθρωποι) εἰς τόν οὐρανόν ἀνήχθημεν (=ἀνυψωθήκαμε)». Μ᾿ αὐτές τίς σύντομες ἀλλά τόσο μεστές φράσεις προσδιορίζει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος τήν πρακτική διάσταση τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου, τήν προσφορά της στό ἀνθρώπινο γένος. Σέ μιά ἐποχή ὑλοκρατίας καί ὑλοφροσύνης, σέ ἕναν κόσμο πού ἀσφυκτιᾶ αὐτοπεριοριζόμενος στόν στενό ὁρίζοντα τῶν ἐνδογήινων ἐπιδιώξεών του, ὁ σημερινός ἄνθρωπος αἰσθάνεται τραγικός δεσμώτης, ἀνασφαλής καί ἀβέβαιος ἀκόμη καί μές στόν χρυσό πύργο τοῦ εὐδαιμονισμοῦ του. Πνίγεται μέσα στά δια τά ἀγαθά, τά ὁποῖα ζητᾶ νά κατακτήσει. Ἀναγκαιότητα ἀνυπέρθετη γιά τή συνέχεια τῆς ζωῆς του ἡ ἐπιστροφή «εἰς τό ὄρος τῶν Ἐλαιῶν». Ἐκεῖ ἁπλώνεται φωτεινός ὁρίζοντας καί παρακλητική βεβαιότητα ἐγγίζει τήν κουρασμένη ψυχή. Ἐκεῖ διανοίγεται τό ἀδιέξοδο, προσφέρεται ἡ κατακόρυφη διέξοδος, ἡ ἄλλη διάσταση, πού τείνει πρός τήν πραγματική πατρίδα μας, τόν οὐρανό. Τό πανάγιο χέρι τοῦ ἀναστημένου Ἰησοῦ, καθώς ἀναλαμβάνεται στούς οὐρανούς, εὐλογεῖ αὐτούς πού ἀφήνει στή γῆ, ὑπογράφει τό συμβόλαιο τῆς εἰρήνης πρός τόν Πατέρα, τή διαθήκη τῆς αἰώνιας ἀγάπης πρός τούς ἀδελφούς του. Κι εἶναι σάν νά τούς γνέφει ὅτι ἐκεῖ, στούς οὐρανούς, τούς περιμένει κι αὐτούς. Στέργιος Ν. Σάκκος
|
![]() Κατέβηκαν στήν Ἰερουσαλήμ ἀπό τό ὄρος οἱ μαθητές «μετά χαρᾶς μεγάλης». Δέν ἔβλεπαν πιά τό δάσκαλό τους μέ τά σαρκικά τους μάτια, ἀλλά τόν ψηλαφοῦσαν μέ τίς πνευματικές αἰσθήσεις τους κι αὐτό τούς γέμιζε «χαρά μεγάλη». Ἄς συγκεντρωθοῦμε κι ἐμεῖς στό ὑπερῶο μας, δηλαδή στό νοῦ μας, κι ἐπιμένοντας ἐκεῖ στήν προσευχή, ἄς καθαρίσουμε τούς ἑαυτούς μας ἀπό τούς ἐμπαθεῖς καί γήινους λογισμούς. Ἔτσι θά ὑποδεχθοῦμε καί τήν ἐπιδημία τοῦ Παρακλήτου καί θά προσκυνήσουμε «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ» τόν Πατέρα καί τόν Υἱό καί τό ἅγιο Πνεῦμα καί τώρα καί πάντοτε καί εἰς τόν αἰώνα τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Γρ. Παλαμᾶ, «Ὁμιλία 22α, εἰς τήν Ἀνάληψιν τοῦ Κυρίου ἐν ᾗ καί περί παθῶν καί ἀρετῶν» ΕΠΕ 10,66-68 Ἐλεύθερη ἀπόδοση Β. Σ.
|
᾿Αλλά, γιά νά κατακτήσουμε αὐτήν τήν οὐράνια καί θεϊκή τιμή, ἀπαιτεῖται νά εἴμαστε μέλη τοῦ ἀνειλημμένου σώματος τοῦ Χριστοῦ, χριστιανοί γνήσιοι. Δέν εἶναι ἀλλιῶς εὔκολο νά πιστέψεις στήν ᾿Ανάληψη. Χρειάζεται πρῶτα νά μαθητεύσεις στόν ᾿Ιησοῦ καί στό Εὐαγγέλιό του, νά ξεπεράσεις τήν ἀντίρρηση καί τήν ἀποδοκιμασία τοῦ κόσμου, νά σταθεῖς στό πραιτώριο, νά ἀνεβεῖς στόν σταυρό, γιά νά φθάσεις στήν ἀνάσταση κι ἀπό ἐκεῖ νά πορευθεῖς στήν δόξα τῆς ἀναλήψεως. Μέ ἄλλα λόγια, γιά νά γίνει ἡ ᾿Ανάληψη τοῦ Χριστοῦ προσωπικά δική μας, πρέπει ἐμεῖς οἱ ἴδιοι πρῶτα νά ἀναληφθοῦμε ἀπό τά φθαρτά καί γήινα. Νά ἀποδεσμευθοῦμε ἀπό τόν «ὄγκον» (῾Εβ 12,1) τοῦ ἐγωισμοῦ καί τῆς αὐταρέσκειας· νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τά πάθη καί τίς ἁμαρτίες μας· νά ἀφήσουμε τόν κόσμο καί τήν νοοτροπία του καί νά στραφοῦμε στόν Σωτήρα Κύριό μας ᾿Ιησοῦ Χριστό, πού τόν ξεπροβοδίσαμε στούς οὐρανούς, ἀπ’ ὅπου καί τόν περιμένουμε νά ξανάρθει.
Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ἀπορρίπτουμε τήν παροῦσα ζωή· ἀντίθετα, τήν κερδίζουμε γιά τήν αἰωνιότητα, τήν ἀξιοποιοῦμε καί τήν χαιρόμαστε χωρίς τήν πίκρα τῆς ἁμαρτίας, χωρίς τόν φόβο τοῦ θανάτου. Καί πρό πάντων δέν σημαίνει ὅτι πιστεύουμε σέ μία οὐτοπία· οἱ οὐρανοί γιά μᾶς δέν εἶναι χῶρος παραμυθένιος. Εἶναι ἡ διάσταση τοῦ πνεύματος, μέσα στήν ὁποία ζοῦμε ἀπό τώρα, ἀπό τήν στιγμή πού τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ πέφτει πάνω μας καί μᾶς καθαρίζει μυστηριακά μέ τήν μετάνοια καί τήν θεία Κοινωνία. Οἱ οὐρανοί εἶναι ἕνας τρόπος ζωῆς, ἡ ζωή τῶν λυτρωμένων.
᾿Αποφεύγοντας τήν περιπλάνηση στά ἀβέβαια μονοπάτια τῆς ἀνθρώπινης φιλοσοφίας καί διανόησης, μελετῶ τή θεώρηση τῆς πίστεως καί ἐπιχειρῶ μία σταχυολόγηση τῶν σχετικῶν θέσεων τῆς ἁγίας Γραφῆς. ᾿Εκεῖ ἀποκαλύπτεται ὅτι ὁ πόνος εἶναι ἕνα κακό πού δέν θά ἔπρεπε νά ὑπάρχει. Τόν ἔφερε στή ζωή μας ἡ ἁμαρτία (Γέ 3,14-19) καί, παρ᾿ ὅλο πού ὅλοι ἀναγνωρίζουν τήν παγκόσμια ἰσχύ του, κανείς δέν ὑποτάσσεται ἀδιαμαρτύρητα σ᾿ αὐτόν. Μόνο μέ τήν πίστη, τήν ὁλοκληρωτική παράδοση στήν πανσοφία τοῦ πανάγαθου Θεοῦ κατορθώνουν οἱ προφῆτες νά ἀνακαλύψουν τήν ἐξαγνιστική ἀξία τοῦ πόνου. Διαπιστώνουν ὅτι ὁ πόνος εἶναι ἡ φωτιά πού καθαρίζει τό μέταλλο τῆς ψυχῆς ἀπό τή σκουριά τῆς ἁμαρτίας. Παραδέχονται τήν παιδαγωγική του ἀξία καί καταλήγουν νά τόν δοῦν ὡς ἔκφραση τῆς θείας εὔνοιας. ῎Ετσι μαθαίνουν νά ἀποδέχονται τόν πόνο σάν τήν ἀποκάλυψη ἑνός θεϊκοῦ σχεδίου. Τό καταρτίζει καί τό θέτει σέ ἐνέργεια ἡ ἀνεξιχνίαστη βουλή τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ γιά τόν ἄνθρωπο παραμένει ἀνεξήγητο, ἕνα μυστήριο.
῾Ωστόσο, γιά τόν πιστό τά παθήματα αὐτῆς τῆς ζωῆς γίνονται ἀθλήματα, ἀφορμή γιά τήν πνευματική ὁλοκλήρωση καί τόν ἐξαγιασμό του. Μ᾿ αὐτή τήν προοπτική ἡ κλασική παλαιοδιαθηκική μορφή πονεμένου δικαίου, ὁ πολύπαθος ᾿Ιώβ, χαρακτηρίζεται καί πολύαθλος. Αἰῶνες ἀργότερα μελετώντας τά παθήματα ἐκείνου τοῦ δικαίου ἕνας ἅγιος διδάσκαλος χτυπημένος σκληρά ἀπό τόν πόνο, ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, συνοψίζει· «Δέν ὑπάρχει συμφορά ἀνθρώπινη πού δέν ὑπέμεινε αὐτός ὁ στερεότερος κι ἀπό κάθε διαμάντι· σήκωσε συγχρόνως τήν πείνα, τή φτώχεια, τήν ἀρρώστια, τήν ἀπώλεια τῶν παιδιῶν του καί τήν καταστροφή τόσων πραγμάτων. Μετά ἀπ᾿ αὐτά τόν ἐπιβουλεύτηκε ἡ γυναίκα του, τόν πρόσβαλαν οἱ φίλοι του, τόν πολέμησαν οἱ εὐεργετημένοι του· καί μέ ὅλα αὐτά ἀποδείχθηκε πιό στέρεος ἀπό κάθε βράχο». Καί νά σκεφθεῖ κανείς ὅτι ὁ ᾿Ιώβ ζῆ πρίν ἔλθει ἡ θεία χάρη, πρίν ἀκόμη δοθεῖ ὁ Νόμος.
᾿Αλλά ὁ ᾿Ιώβ, ὅπως καί ὁ ᾿Ιωσήφ, ὁ Μωυσῆς, ὁ ᾿Ιερεμίας καί τόσοι ἄλλοι δίκαιοι τῆς παλαιᾶς διαθήκης παράλληλα πρός τήν ἱστορική τους ὑπόσταση ἔχουν καί προφητική. Προτυπώνουν τόν Δοῦλο τοῦ Θεοῦ, γιά τόν ὁποῖο ὁ πόνος ἀποτελεῖ τό διακριτικό του γνώρισμα. ᾿Εκεῖνος εἶναι ὁ «ἄνθρωπος ἐν πληγῇ ὤν» (᾿Ησ 53,3). Δέν πάσχει γιά λογαριασμό του -εἶναι ὁ ᾿Αναμάρτητος- ἀλλά ἑκούσια ἐκπληρώνει τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ· «τάς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καί περί ἡμῶν ὀδυνᾶται» (᾿Ησ 53,4) καί τελικά φέρνει σέ ὅλους τήν ἴαση καί τήν εἰρήνη.
Στήν ἐπίγεια πορεία του ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός στάθηκε μέ εὐαισθησία μπρός στόν ἀνθρώπινο πόνο. «Διῆλθεν εὐεργετῶν καί ἰώμενος» (Πρξ 10,38) τούς ἀσθενεῖς καί πονεμένους. Κι ἦταν ἐκεῖνες οἱ θεραπεῖες καί οἱ νεκραναστάσεις πού ἐπιτέλεσε προανακρούσματα τῆς ὁριστικῆς νίκης καί κυριαρχίας του ἔναντι τοῦ πόνου. ῾Η σταυρική του θυσία, ἡ ὑπέρτατη μορφή πόνου, ἔφερε τήν ᾿Ανάσταση καί τήν ἀτέλειωτη χαρά στό γένος τῶν ἀνθρώπων.
᾿Αλλά ἡ ᾿Ανάσταση δέν καταργεῖ τή διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου, τήν ἐπικυρώνει. Μέσα στό δικό της φῶς προβάλλει ἐπιτακτική ἡ ἀπαίτηση τοῦ Κυρίου γιά τήν ἄρση τοῦ καθημερινοῦ σταυροῦ (Λκ 9,23). Γιά νά εἰσέλθει «εἰς τήν δόξαν αὐτοῦ» (Λκ 24,26) ὁ Διδάσκαλος γνώρισε θλίψεις καί διωγμούς. Τόν ἴδιο δρόμο ὀφείλουν νά βαδίσουν καί οἱ μαθητές του (Μθ 10,24· ᾿Ιω 15,20). Τό προλέγει ὁ ἴδιος ἀπερίφραστα· «ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλά θαρσεῖτε, ἐγώ νενίκηκα τόν κόσμον» (᾿Ιω 16,33). Μ᾿ αὐτή τήν πεποίθηση οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι μετά τούς ραβδισμούς πορεύονται «χαίροντες... ὅτι ὑπέρ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ κατηξιώθησαν ἀτιμασθῆναι» (Πρξ 5, 41). Μ᾿ αὐτή τή βεβαιότητα ὁ ἀπόστολος Πέτρος διδάσκει τούς πιστούς νά χαίρονται μέσα στίς θλίψεις, διότι ἔτσι γίνονται κοινωνοί στά παθήματα τοῦ Χριστοῦ (Α´ Πέ 4,13). ᾿Αντίστοιχα ὁ ἀπόστολος Παῦλος βεβαιώνει τούς ἐξ ῾Εβραίων χριστιανούς ὅτι διά τῶν θλίψεων ἀξιώνονται «μεταλαβεῖν τῆς ἁγιότητος αὐτοῦ (τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ)» (῾Εβ 12,10), ἐνῶ μακαρίζει τούς Φιλιππησίους διότι «ὑμῖν ἐχαρίσθη τό ὑπέρ Χριστοῦ, οὐ μόνον τό εἰς αὐτόν πιστεύειν, ἀλλά καί τό ὑπέρ αὐτοῦ πάσχειν» (Φι 1,29).
Συνηθισμένοι στήν παντελῆ ἀπουσία ἄσκησης καί στήν ἀλόγιστη ἄνεση πού μᾶς ἐξασφαλίζει ἡ εὐδαιμονιστική ἐποχή μας, νιώθουμε ἐντελῶς ἀσύμβατο μέ τή ζωή μας τόν πόνο. Δέν εἶναι μάλιστα ἀσυνήθιστη καί ἡ νοοτροπία ὅτι «ἐφόσον εἶμαι τοῦ Χριστοῦ καί τῆς ᾿Εκκλησίας, πρέπει νά μοῦ ἔρχονται ὅλα καλά καί ρόδινα». Πόσο ἀπέχουμε ἀπό τή λογική τῶν ἁγίων, πού θεωροῦσαν τίς θλίψεις ἐπίσκεψη Κυρίου, ἀπό τή θέση τοῦ ἴδιου τοῦ ᾿Αρχηγοῦ μας! ᾿Εκεῖνος διά τῆς θλίψεως καί τοῦ πόνου ὁδήγησε στήν ἀνάσταση τήν ἀνθρώπινη φύση. «᾿Ιδού γάρ ἦλθε διά τοῦ σταυροῦ χαρά ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ», παιανίζει ἡ ᾿Εκκλησία του. Πότε, ἄραγε, θά υἱοθετήσουμε τή δική της λογική; Πότε θά γίνουμε ἀληθινοί χριστιανοί;
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 63 (2008) 132-134