Ξετρελαθῆκαν σήμαντρα, καμπάνες
νά διαλαλοῦν στά πέρατα τῆς οἰκουμένης
Χριστός Ἀνέστη!
Ὦ Πάσχα τῶν προγόνων μου τερπνόν
ἑλληνικό ὥς τίς ρίζες πανηγύρι
καί πάντα ὀρθόδοξο
στίς λαμπροφόρες ἐκκλησιές μας τίς βυζαντινές.
Καί γύρω ἄλλος τρισμέγιστος ναός
μέ θόλο τόν βαθύ οὐρανό.
Στή ρεματιά ξεχάστηκε τ’ ἀηδόνι
τή νέα ζωή στίς τρίλιες του νά ψέλνει,
μαγευτικά ἠχοχρώματα δοξαστικά.
Ἡ γῆ στόν καταπληχτικό ἀργαλειό της,
μιά μυροφόρα ἀλλιώτικη κι αὐτή,
ἐργάζεται τό ἐργόχειρό της νύχτα-μέρα
θαμπωτικά κεντίδια, καί σαστίζουνε τά μάτια.
Στοῦ ἥλιου τήν ὥρα μές στό φῶς
κατρακυλᾶνε τά νερά ἀρωματισμένα
καθώς ν’ ἀντισταθοῦνε δέν μποροῦν
στή γοητεία τῆς θάλασσας, πολύβουης καί μεγάλης.
Ὦ Πάσχα, τῶν παιδιῶν χαρά καί τῶν γερόντων,
γλυκό σάν τῆς Ἀγάπης τό φιλί,
μιλᾶς μές στήν καρδιά μου καί τήν ἀνασταίνεις.
Ἰ. Ἀ. Νικαλαΐδης
Στούς δρόμους σου, πού διάβηκες, διαβαίνω.
Ἀλλάξανε ὅμως τόσα πολλά...
Δέν ἔχουμε ρωμαίους στρατιῶτες,
θηρία, μονομάχους καί φωτιά.
Δέν ἔχουμε ἀγάλματα καί τύμβους,
δρόμωνες στόν Θερμαϊκό.
Δέν χτίζουμε πιά ἄλλο κατακόμβες·
λεύτερα προσκυνοῦμε τόν Θεό.
Κι ὅμως, θαρρῶ, χτές ἦταν πού περνοῦσες
κάπου ἐκεῖ στήν Κόκκινη Ἐκκλησιά.
Περπάταγες κοντά στά μαθητούδια,
σαΐτευες μέ λόγια τήν καρδιά.
Σέ εἶδα νά εὐλογᾶς μέ τά δυό χέρια
κάθε κατηχητόπουλο μικρό.
Νά ἀγρυπνᾶς γιά τή Θεσσαλονίκη,
νά μεσιτεύεις γιά ἕνα λαό.
Ἅγιε Δημήτρη μου, Σαλονικιέ προστάτη,
πότε βιγλάτορα στά τείχη σέ θωρῶ
κι ἄλλοτε νά περνᾶς ἀνάμεσά μας
καβάλα στ᾿ ἄλογο τό φτερωτό.
Ἄγγελο παραστάτη καί προμάχο
στήν πόλη τούτη σ᾿ ἔβαλε ὁ Θεός.
Ἀρίφνητες οἱ χάρες σου, ἅγιέ μου!
Ἀπό τά πλούτη σου ἄς γεύομαι κι ἐγώ.
Δέσποινα Δαμιανίδου
Δασκάλα
Τοῦ Ὄρθρου τά τροπάρια
μηνᾶνε τῆς γέννησής Σου τόν ἐρχομό.
Ξεσήκωμα τοῦ νοῦ
καί τῆς καρδιᾶς μου γλυκειά νοσταλγία
νά ζήσω τό μυστήριο τό ξένον.
Σάν τή λαχτάρα τῶν παιδικῶν χρόνων
νά εἶμαι ἕνα ἀγγελούδι ἀνάμεσα στά ἄλλα,
νά στέκομαι νά Σέ βλέπω ὧρες ἀτέλειωτες
στήν ἀγκαλιά τῆς γλυκειᾶς Μητέρας
κάτω ἀπό τό βλέμμα τοῦ Ἰωσήφ.
Σάν τῆς ἐφηβικῆς ἡλικίας
τά γλυκά σκιρτήματα,
νά φτάσω στό ναό Σου μέ τό χάραμα,
νά προλάβω νά συναντήσω
τῆς γέννησής Σου τό θαῦμα.
Καί τώρα, στή βίωση τοῦ πεσμένου μου ἑαυτοῦ,
φίλημα ζωῆς, μήνυμα οὐράνιο
καί μυστικό ξεσήκωμα τοῦ νοῦ μου
τό «Χριστός γεννᾶται, δοξάσατε»,
μέ βιάζει νά ἑτοιμαστῶ καί νά πορευθῶ.
Γ.Δ.
Κυκλοφοροῦμε μέ μεταλλικά ὀχήματα
καί προσπερνοῦμε γρήγορα
τούς ἀπέραντους δρόμους μας.
Ποῦ νά βρεῖ χρόνο νά σκαλώσει ἡ ματιά μας
στόν φτωχό, πού μές στό κρύο
ἔχει γιά κρεβάτι ἕνα χαρτόνι
καί τόν ἀέρα γιά κουβέρτα καί σεντόνι!
Παγωνιά! Ὑπό τό μηδέν ἡ ἀγάπη μας, Κύριε,
κι ἡ ταχύτητα στή δράση μας
ὑπερβαίνει τά ἐπιτρεπόμενα ὅρια.
Ἡ καρδιά μας συντονισμένη
στούς κραδασμούς τῶν τροχοφόρων
δέν ἔχει πιά μάτια νά ἀναγνωρίσει στόν συνάνθρωπο
τόν Χριστό, πού ἀπόψε γεννιέται.
Φτωχολάζαροι, μικροί Χριστοί, δεξιά κι ἀριστερά,
περιμένουν ν᾿ ἀφουγκραστοῦν κάποιο ἀνθρώπινο βῆμα.
Κι οἱ μέρες μας κυλοῦν τόσο γρήγορα!
Δέν κοντοστέκονται μιά σταλιά,
γιά νά ξεχωρίσουμε τή μιά ἀπό τήν ἄλλη.
Φωτεινά γεφύρια μέ ὑπέροχα λαμπιόνια
στολίζουν τούς δρόμους μας.
Ἡ μνήμη σκαλίζει τό χρόνο.
«Ἄ, ναί! Ἦρθαν Χριστούγεννα».
Μά δέν ἔχουμε μάτια νά δοῦμε
πώς δίπλα μας,
στό πλάι τοῦ δρόμου,
ὁ μικρός Χριστός ἀργοπεθαίνει.
Δέσποινα Δαμιανίδου
Δασκάλα
Ἔφτασα στό ναό μέ χέρια γεμάτα
ἀπό ἐνάρετα ἐπιτεύγματα.
Μέ βαρύγδουπους τίτλους διαλαλῶ
αὐτοδικαίωσης πραμάτειες
σε τιμή ἀξιομισθίας
πρός πώληση στόν Θεό.
Στῆς αὐτάρκειας τή στέρνα βουτηγμένη
μές στ' ἀντάριασμα τοῦ νοῦ,
κωφεύουν οἱ αἰσθήσεις ἀλαζονικά
στήν ἐκ βαθέων κραυγή τοῦ ἀδελφοῦ.
Δίπλα μου λειώνει σάν κερί
σέρνοντας τῆς ἀγωνίας τό χορό
μ' αὐτοκατάκρισης τραγούδι πονεμένο.
Ἐξαγοράζει τή συνδιαλλαγή
γιά συμπάθεια καί λυτρωμό
μέ χέρια γεμάτα ἀνοικτές πληγές,
μέ δάκρυα ποτάμι.
Γιά τό σπίτι τοῦ Πατέρα
ἀρτηρίες ἀνοίγεις ἀδελφέ,
τήν ἔσχατη εὐκαιρία ἐπιστροφῆς
ἀπό τή χώρα τῆς αὐτάρεσκης
ἀποδημικῆς μου διαστροφῆς...
Γ.Δ.
Χριστούγεννα 2013 κι ἡ γῆ μας ἑτοιμάζεται ξανά νά τά γιορτάσει!
Μέ σκοτεινά τά πρόσωπα, μέ κρύες τίς καρδιές!
Μέσα στήν ἀνασφάλεια καί τήν παγκόσμια κρίση,
τάχα τί ρόλο παίζουνε τά φῶτα, τά στολίδια κι ὅλες οἱ μουσικές;
Χριστούγεννα καί ἔγινε ἡ καρδιά μας ὅλη Φῶς!
Ἕνα ἀστέρι πού ἔλαμψε 2000 χρόνια πρίν,
τά φετινά Χριστούγεννα θά ᾿ναι πιό φωτεινό.
Ἕνας Θεός πού ἔγειρε νά κοιμηθεῖ σέ φάτνη, δικός σου εἶναι Θεός!
Ἕνα βρέφος πού τό προσκύνησαν βοσκοί καί βασιλιάδες
σέ καρτερεῖ προσκυνητή νά σοῦ χαρίσει δῶρα:
Εἰρήνη! Πού τήν πόθησε ὅσο ποτέ ἡ ψυχή σου!
Ἀγάπη! Γιά νά ζεσταθεῖ ὅλη ἡ ὕπαρξή σου!
Χαρά! Πού σάν αὐτήν ποτέ δέν πῆρες στή ζωή σου!
Τόν λυτρωμό! Ἀπό ὅσα βάρη ἀσήκωτα, ἄσπλαχνα σέ πλακώνουν!
Τή συντροφιά! Ἀφοῦ ὁ Θεός θά εἶναι πιά μαζί σου!
Ἐλπίδα! Τό τοῦνελ τῆς ἀγάπης Του φτάνει ὥς τόν οὐρανό!
Γεννιέται πάλι ἐδῶ στή γῆ γιά ὅλους μας ὁ Ἰησοῦς μοναδικός Σωτήρας!
Γεννιέται ὁ Ἐμμανουήλ καί θά ᾿ναι πιά μαζί μας ὅλα τά χρόνια τῆς ζωῆς!
Σέ καρτερεῖ!
Μιά τέτοια Ἀγάπη ἡ διψασμένη σου ψυχή δέν πρέπει νά τήν ἀρνηθεῖ!
Πῶς Τόν βαστᾶ στά χέρια της
καί Τοῦ γλυκομιλάει!
Ὅλος ὁ κόσμος γύρω της
ἀνθίζει καί σκιρτάει,
σάν μπαίνει μέσα στό Ναό
παρθένα καί κυρά!
Σήκω, ψυχή μου, νά Τόν δεῖς
στή μητρική ἀγκάλη,
κι ἄν κοίταξες καί θάμαξες
φθαρτά καί μάταια κάλλη,
ἄκου γλυκό δοξαστικό πού ψάλλουν ἅγια χείλη·
«Εἶδα, Πατέρα μου, ό Φῶς!
Νῦν ἀπολύεις...».
Εὑ Δάκας
Στοῦ νέου χρόνου τήν ἀνατολή
ἀδάπανο τό Φῶς Σου ν᾿ ἁπλώνεται
στά μονοπάτια πού καθόρισες
νά περπατήσω·
καί τά ἐνδότερα τοῦ εἶναι μου
νά τά φωτίζεις γιά νά κατανοῶ
τά ἅγια μυστήρια τοῦ μεγαλείου Σου.
Στοῦ νέου χρόνου τήν ἀνατολή
ἡ πατρική ἀγάπη Σου
λάβα νά καίει στήν καρδιά μου·
νά τήν ἀναμοχλεύει·
νά λειώνει κάθε ἄχρηστο καί περιττό.
Νά πλάθομαι μέρα μέ τή μέρα
τῆς χάρης Σου δοχεῖο θεϊκό.
Στοῦ νέου χρόνου τήν ἀνατολή
νά μοῦ ἀποκαλύπτεις
τήν Πολιτεία τοῦ ουρανοῦ·
νά μ᾿ ἀνεβάζεις ἀπό τή γῆ
ὅπου καθηλωμένη μέ κρατοῦν
τά σιδηρά δεσμά τῆς ματαιότητας
καί τοῦ ἐγωισμοῦ.
Στοῦ νέου χρόνου τήν ἀνατολή
στή στοργική ἀγκάλη σου
ἀφήνω τό σῶμα μου καί τήν ψυχή.
Ἀσφάλισέ τα καί ἁγίασέ τα,
Πατέρα μου καί Λυτρωτή.
Γ.Δ.
«Πάλι στήν ἐκκλησία; Μά τί θά γίνει ἄν δέν πᾶς μιά Κυριακή; Αὔριο θά πᾶμε θάλασσα», μοῦ εἶπε ἡ νεαρή ξαδέλφη μου μέ ἕναν τόνο εἰρωνείας στή φωνή. Τήν κοίταξα μέ συγκατάβαση. Πῶς νά τῆς ἐξηγοῦσα ἄλλωστε...
Τ᾿ ἄλλο πρωί βρέθηκα στό ναό. Μπροστά μου μιά μικρούλα ἴσαμε τέσσερα χρονῶν σταύρωνε τά χεράκια της σέ στάση προσευχῆς. Πίσω μου μιά γερόντισσα ἔσυρε τό στασίδι της. Τά χρόνια κύρτωναν τούς ὤμους της μά εἶχε στά μάτια της τήν ἡμεράδα τοῦ ταξιδευτῆ, ὅταν ἀράζει στό λιμάνι του.
-Ἦρθες, Σοφία -ἀκούστηκε ἡ διπλανή φωνή-, πάλι στήν ἐκκλησία σου...
-Ἦρθα, Ἑλένη· δόξα νά ᾿χει ὁ Θεός· ποῦ ἀλλοῦ νά πᾶμε; Ἐδῶ εἶναι ἡ χαρά καί ἡ γαλήνη μας. Μιά ζωή ἐδῶ...
Ἀγγίζαν τοῦτα τά λόγια τῆς ἀγάπης τήν καρδιά μου τήν πρωτόπειρη. Τήν κάνανε νά γονατίζει εὐλαβικά μέσα στό σπίτι τοῦ Θεοῦ.
Κεντοῦσε ἡ αὐγή μικρούς σταυρούς ἀπό λευκόχρυσο στίς λάμπουσες ψηφίδες πού ζωγράφιζαν τή Μάνα τοῦ Θεοῦ. Τό φῶς ἱερουργοῦσε τή λατρεία του στήν ἄσπιλη μορφή ἐκείνης πού προσφέρθηκε ζῶσα λατρεία στόν Θεό, πανάγιο πρόσφορο, αἰρόμενο ἐπάνω στά φτερά τῶν Χερουβείμ, νά μοῦ θυμίζει, καθώς μπαίνω στό ναό, πώς πρέπει ἡ πήλινή μου ὕπαρξη νά σηκωθεῖ στόν οὐρανό, γιά νά μετέχω στή θυσία τοῦ Ἀμνοῦ.
Ἀπ᾿ τίς μισανοιγμένες πύλες τοῦ Ἱεροῦ κοιτάζω τήν Ἁγία Τράπεζα. Λαμποκοπᾶ στό βύσσινο τοῦ αἵματος καί στό χρυσάφι τοῦ φωτός· αἷμα καί φῶς τό νάμα πού ἀνάβλυσε ἀπό τά τρυπημένα χέρια τοῦ Ἀρνίου πού ἀνοίγουν πάνω της. Σέ λίγο ἐκεῖ, στό βυσσινόχρυσό της κάλυμμα, θά τελεσθεῖ καί πάλι ἡ θυσία τοῦ Σταυροῦ. Θά θυσιάζεται ὁ Ἀμνός πάνω σ᾿ ἐκεῖνο τό Τραπέζι πού φυλάγει μές στά σπλάχνα του λείψανα τῶν θυσιασμένων στήν ἀγάπη του· καί ἡ Ἁγία Τράπεζα θά γίνει Γολγοθᾶς, πού γύρω του θά συναχθεῖ ἀκέραιος ὁ Παράδεισος: οἱ ἅγιοι, πού ἀκολουθῆσαν τόν Νυμφίο ἀπό τά λίκνα τῆς Βηθλεέμ τά διωκόμενα μέχρι τήν ἀγωνία τῆς Γεσθημανῆ, κι οἱ ἄγγελοι, τά Χερουβείμ καί Σεραφείμ, πού τώρα ἀνάγλυφα στούς δίσκους τούς χρυσούς περιχορεύουν στό Σταυρό.
Ἰλιγγιῶ μπροστά στήν ἄκρα συγκατάβαση· πίσω ἀπ᾿ τά τέμπλα τοῦ Ἱεροῦ θά χαμηλώσει ὁ οὐρανός· τό ἄυλο καί ἄκτιστο· καί τό κτιστό, πού ὅμως κοινώνησε στήν ἀφθαρσία τοῦ Ἀναστημένου κι ἀφθαρτίστηκε· κι ἀνάμεσα σ᾿ ἁγίους καί ἀγγέλους χέρια ἀνθρώπινα θά λογχίζουνε τό Σῶμα τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἐκεῖνα πού τόν κάρφωσαν ἐπάνω στό σταυρό τοῦ Γολγοθᾶ· τότε, ἀσέβεια καί ἔγκλημα· τώρα, λατρεία καί εὐχαριστία, ἡ πιό ὑπέρτατη...
Ἰλιγγιῶ μπροστά στήν ἄπειρη συγχώρεση· κι ἀναλογίζομαι μέ δέος τή χαρά καί τόν τρομακτικό σταυρό τοῦ λειτουργοῦ. Δέν θά μποροῦσα -λέω- δέν θά ἄντεχα...
Ἔτσι, μέ τήν καρδιά μαλακωμένη μπρός στό θαῦμα πού θά τελεσθεῖ, εἰσέρχομαι στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ὄρθρος τέλειωσε. Ἡ θεία Λειτουργία ἄρχισε. Τώρα ὑπάρχω ἀνάμεσα οὐρανοῦ καί γῆς. Μοῦ τό θυμίζουνε αὐτό τά δύο χρώματα πού ἀνταμώνουνε στό φόντο πίσω ἀπό τῶν ἁγίων τίς μορφές. Κάτω τό πράσινο τῆς γῆς, ἐπάνω περισσότερο, ἄμετρα περισσότερο τό μπλέ τοῦ οὐρανοῦ. Στούς τοίχους τοῦ ναοῦ ζωγραφισμένος ὁ Παράδεισος, αὐτός πού δέν μπορῶ ἤ δέν θά ἄντεχα νά δῶ μπρός στήν Ἁγία Τράπεζα: ἡ ἐστεμμένη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ· ἀπ᾿ τή μεριά μου οἱ ὁμόφυλες, ὁσίες μέ λευκά μαλλιά, μητέρες καί παρθένες, τρυφερά παιδόπουλα... Εἴμαστε ὅλες μας ἐκεῖ· κι ἀπέναντι οἱ ἅγιοι· στεφανηφόροι βασιλεῖς καί ἱερεῖς, ἄσημοι καί ἁπλοϊκοί κι ἐγγράμματοι...
Μέσα στό σπίτι τοῦ Θεοῦ σβήνει εἰρηνικά κάθε διαχωριστική γραμμή πού χαράξανε ἀνάμεσά μας ἡ ἀνθρώπινη ἁμαρτία καί μικρότητα κι οἱ τοῖχοι ζωγραφίζουν σιωπηλά: «οὐκ ἔνι ἄρσεν καί θῆλυ· βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος· πάντες ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ».
Ὅλοι μας ἕν· συνοδοιπόροι στούς δρόμους πού περπάτησε ὁ ἐσταυρωμένος μας Θεός πάνω στή γῆ· τώρα στίς ἀμμουδιές τῆς Γαλιλαίας, στίς πλαγιές τοῦ ὄρους τῶν Ἐλαιῶν, καθώς ὁ λειτουργός διαβάζει τό Εὐαγγέλιο· ὕστερα Κυρηναῖοι στήν ἀνηφοριά τοῦ Γολγοθᾶ, ὅταν μέσα σέ σιωπή καί σέ κατάνυξη θά λιτανεύονται τά ἅγια· κι ὕστερα μαθητές καί μυροφόρες του, πού θ᾿ ἀντικρύζουμε τόν ὄλβιο τάφο του κενό, ὅταν θά κοινωνοῦμε στό Ποτήριο τῆς Ζωῆς.
Ὅλοι μας ἕν· στά ψίχουλα τῆς λειτουργιᾶς πού θρυμματίζει ὁ ἱερουργός φέρνοντας τά ὀνόματά μας στόν Θεό· στ᾿ Ἀμπέλι τό πολύκλωνο πού βλάστησε ἀπ᾿ τό Αἷμα τοῦ σταυροῦ στό δισκοπότηρο. Μέσα στό σπίτι τοῦ Θεοῦ ἔχουμε κοινωνήσει στήν ἀγάπη, δίχως ἐπαγγελίες, δίχως φῶτα, δίχως σύμβολα κενά.
Ὁ λειτουργός διαβάζει τήν ἀπόλυση. Τρέχει ἡ μικρούλα, γιά νά πάρει τό ἀντίδωρο. Φεύγει σκυφτή καί ἡ γερόντισσα... Θά ἔρθουν καί τήν ἄλλη Κυριακή καί τήν ἑπόμενη.
Στρέφω τό βλέμμα μου ψηλά καί ἀτενίζω τόν μεγάλο πολυέλαιο. Ἐτοῦτα τ᾿ ἄπειρα, μικρά κεριά, πού ἡ φλόγα τους κοιτᾶ τόν Παντοκράτορα, λειώνουν τά «Κύριε ἐλέησον» στό θρόνο του· τήν προσευχή γιά ὅλη τή χρεία τήν ἀνθρώπινη κι ἐκείνην πού ἀναπέμψαν μυστικά καρδιές μέ πόνο καί μέ πόθο τῆς μετάνοιας.
Κρατᾶ τό σπίτι τοῦ Θεοῦ τά «Κύριε ἐλέησον» καί ἡσυχάζει στή σιωπή. Κάνω ἐπάνω στό κορμί μου τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ καί ἑτοιμάζομαι νά βγῶ. Μέσα στή σκέψη μου γυρίζει ἡ φωνή τῆς νεαρῆς ξαδέλφης μου: «Πάλι στήν ἐκκλησία; Αὔριο πᾶμε θάλασσα»... Αὐθόρμητα, σάν ἄνθρωπος πού τοῦ ζητοῦν νά στερηθεῖ ὅ,τι πολύτιμο κι ἀγαπημένο γνώρισε, τά χείλη μου ψελλίζουνε τήν ἄρνηση μέ τή φωνή τοῦ ψαλμωδοῦ: «Ἐξελεξάμην παραρριπτεῖσθαι ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Θεοῦ μου μᾶλλον»· καί σμίγει ἐτούτη ἡ φωνή ἐκείνην τῆς γερόντισσας, πού κελαρύζει μέσα μου ψαλμός, εὐχαριστία μιᾶς ζωῆς πού προσκομίστηκε λατρεία στόν Θεό: «Ποῦ ἀλλοῦ νά πᾶμε;... Μιά ζωή ἐδῶ...».
Ἐδῶ, Κύριε· τίς Κυριακές, τά δειλινά, τούς ὄρθρους τῆς Μ. Πέμπτης, τίς νύχτες τῆς Ἀνάστασης· ἐδῶ· μπροστά στό τέμπλο τοῦ Ἱεροῦ σου, μέ τήν καρδιά μου ταπεινό κερί νά λιγοστεύει στήν εἰκόνα σου· κάτω ἀπ᾿ τίς στέγες τοῦ ναοῦ σου, μέ τήν ἄστεγη ψυχή μου Χερουβείμ, κάποτε ματωμένο ἀπ᾿ τίς ἁμαρτίας τήν πληγή, μά πάντοτε φωνάζοντας τό κεκραγάρι τῆς ἀγάπης του: «Σοί μόνῳ ἁμαρτάνομεν ἀλλά καί σοί μόνῳ λατρεύομεν». Ἐδῶ μέσα στή γλύκα τοῦ σπιτιοῦ σου, ὅπου μέ περιμένει ἡ εὐτυχία τῆς στοργῆς σου καί ἡ θωπεία τῆς συγχώρεσης· ἐδῶ πού ἔρχομαι δίχως ποτέ νά μέ πληγώνει ἡ ἀπόρριψη· ἐδῶ πού ἡ μοναξιά μου λιγοστεύει στήν ἀγάπη σου· ἐδῶ πού ὁ ἄλλος ἄνθρωπος μοῦ γίνεται ἀδελφός· μιά ζωή ἐδῶ· ἀπό τίς πρῶτες λέξεις μου μέχρι τό λυκοφῶς· μέχρι νά ξημερώσει ἡ ἄλλη Κυριακή, ἡ ἀτέλειωτη, πού θά μέ πάρεις ἀπό δῶ, ἀπό τόν κτιστό ναό σου -ὅπου μετέχω στή χαρά σου ἐν ἐσόπτρῳ καί αἰνίγματι- στόν ἄκτιστο, νά σέ λατρεύω ἐκτυπώτερον, ἔτσι ὅπως τώρα δέν μπορῶ νά φανταστῶ, μαζί μέ τούς ἁγίους, τούς ἀγγέλους, τή Μητέρα σου· ἀπό τό Πάσχα κάθε Κυριακῆς στό Πάσχα τό ἀνέσπερο τῆς βασιλείας σου. Ἀμήν.
Μ. Σωτηρίου
«Ἀπολύτρωσις»
Ὅ,τι κοινώνησαν οἱ μαθηταί τοῦ Χριστοῦ στό Μυστικό Δεῖπνο, τό ἴδιο κοινωνοῦμε κι ἐμεῖς. Σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ κοινωνοῦμε κι ἐμεῖς. Μιά ἀνεξάντλητη πηγή, ἀπ' ὅπου ὅλοι οἱ πιστοί πίνουν καί τροφοδοτοῦνται, εἶναι ὁ Χριστός. Ἕνας ἥλιος, πού ἐνῶ κάθε μέρα στέλνει ἀναρίθμητα ἑκατομμύρια ἀκτῖνες κάτω στή γῆ καί κατά κάποιο τρόπο γίνεται ἀναρίθμητα ἑκατομμύρια κομματάκια, κι ὅμως ὁ ἥλιος παραμένει ὁ ἴδιος, ἀνεξάντλητος. Μυστήριο! Ὁ Χριστός μέ ἕνα ἄλλο θαῦμα μᾶς ἔδωσε τήν εἰκόνα τοῦ μεγαλυτέρου τούτου θαύματος, πού εἶναι ἠ θεία Εὐχαριστία. Ποιό εἶναι τό μικρότερο θαῦμα; Μᾶς τό διηγεῖται τό Εὐαγγέλιο. Μιά μέρα στήν ἔρημο μαζεύτηκε κόσμος πολύς γιά ν' ἀκούση τό Χριστό. Πέρασε ἡ ὥρα, καί ἡ μέρα ἔκλινε πρός τή δύσι. Ἦταν ἕνα βραδινό σάν τό βραδινό αὐτό πού ὁ Χριστός κάθησε μαζί μέ τούς μαθητάς του νά φάη στό Μυστικό Δεῖπνο. Ὁ κόσμος πού εἶχε μαζευτῆ στήν ἔρημο ἔπρεπε νά φάη. Ἀλλά ποῦ τροφή γιά τόσο λαό! Χρειάζονταν χιλιάδες ψωμιά. Καί οἱ μαθηταί δέν εἶχαν παρά μονάχα πέντε ψωμιά καί δυό ψάρια. Ἦταν ἀδύνατο μ' αὐτά νά φᾶνε καί νά χορτάσουν. Κι ὅμως ὁ Χριστός ἔκανε τό θαῦμα του. Πῆρε τά πέντε ψωμιά καί τά δυό ψάρια, τά εὐλόγησε καί μετά ἄρχισε νά μοιράζη. Μοίραζε, ἀλλά τό ψωμί δέν τέλειωνε. Πολλαπλασιαζόταν συνεχῶς.
Αὐτό ἦταν τό θαῦμα πού ἔκανε στήν ἔρημο. Ἀπ' αὐτό μποροῦμε νά πάρουμε μιά ἰδέα τοῦ τί γίνεται στή θεία Κοινωνία. Τό ψωμί καί τό κρασί, πού εὐλόγησε ὁ Χριστός στό Μυστικό Δεῖπνο καί ἐξακολουθεῖ νά εὐλογῆ καί νά ἁγιάζη διά μέσου τοῦ ἱερέως, κατά θαυμαστό τρόπο αὐξάνεται καί πολλαπλασιάζεται πάνω στίς ἅγιες τράπεζες καί ἀπ' αὐτό παίρνουν καί κοινωνοῦν ὅλες οἱ γενιές τῶν χριστιανῶν μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων. Κοινωνοῦν ὅλοι σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί ζωήν τήν αἰώνιον». Καί αὐτό εἶναι τό χριστιανικό πάσχα ἐδῶ στή γῆ. Ἀλλ' ὑπάρχει καί ἄλλο πάσχα ἀπείρως ἀνώτερο, τό πάσχα τῆς ἄλλης ζωῆς, πού θ' ἀξιωθοῦν ὅσοι κοινωνοῦν ἐδῶ ἀξίως τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
Μέγας εἶ, Κύριε, καί θαυμαστά τά ἔργα σου καί οὐδείς λόγος ἐξαρκέσει πρός ὕμνον τῶν θαυμασίων σου!
Ἀπό τό βιβλίο τοῦ ἐπισκόπου π. Αὐγουστίνου Καντιώτου «Εἰς τήν θείαν Λειτουργίαν», τεῦχος Α΄, Ἀθῆναι 1977, σελ. 21-22.