Ἡ ἀπελευθέρωση τῆς Θεσσαλονίκης στά 1912 σέ πολλούς φαίνεται κάτι τό αὐτονόητο σήμερα. Στά τέλη τοῦ 19ου αἰ. ὅμως, μετά τήν ντροπιαστική ἥττα τοῦ 1897 ἀπό τούς Τούρκους, ὅποιος ἔλεγε ὅτι θά ἦταν ἐφικτό αὐτό τό πράγμα θά θεωροῦνταν τουλάχιστον τρελός.
Ἡ Θεσσαλονίκη ἐκείνη τήν ἐποχή ἦταν ἕνα πολύ σημαντικό λιμάνι σέ στρατηγική θέση, πού ἡ προϊοῦσα παρακμή τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας τήν ἔκανε ἑλκυστική τόσο στούς γείτονες, ἰδιαίτερα τούς Βουλγάρους, ὅσο καί στίς εὐρωπαϊκές δυνάμεις τῆς ἐποχῆς (Ἀγγλία, Γαλλία, Ρωσία, Αὐστροουγγαρία, Ἰταλία, Γερμανία). Ὅλα τά ἰσχυρά τότε κράτη εἶχαν προξένους στήν πόλη καί προσπαθοῦσαν μέ κάθε τρόπο νά αὐξήσουν τήν ἐπιρροή τους. Ὁ πολυεθνικός χαρακτήρας πού εἶχε ἄλλωστε τότε, διευκόλυνε αὐτήν τήν κατάσταση καθώς ἕλληνες, ἑβραῖοι κι ἀρμένιοι ἔμποροι ἐπιζητοῦσαν τήν προστασία, πού μέ προθυμία πρόσφεραν αὐτά τά κράτη. Τό 1903, μάλιστα, εἶχαν στείλει στή Μακεδονία τμήματα χωροφυλακῆς γιά βοήθεια στήν ἐπιβολή τῆς τάξης, πού φυσικά προσπαθοῦσαν νά προωθήσουν τά συμφέροντα τῆς ἑκάστοτε εὐρωπαϊκῆς δύναμης.
Συγχρόνως ἡ ὑπόγεια σύγκρουση ἀνάμεσα σέ Ἕλληνες καί Βουλγάρους ὁδήγησε στόν Μακεδονικό Ἀγώνα, πού ἀνύψωσε τό ἠθικό τῶν Ἑλλήνων τῆς Μακεδονίας καί τερματίστηκε μέ τήν ἐπανάσταση τῶν Νεοτούρκων τό 1908. Τότε οἱ βαλκάνιοι γείτονες κατάλαβαν ὅτι οἱ μεγάλες δυνάμεις ἐκμεταλλεύονταν τίς μεταξύ τους συγκρούσεις γιά νά διατηρεῖται ἡ ὀθωμανική κυριαρχία στή Μακεδονία. Ἔτσι ἀποφάσισαν νά συμμαχήσουν γιά νά ἀνατρέψουν αὐτήν τήν κατάσταση.
Ἡ συμμαχία αὐτή καί ἡ ραγδαία προέλαση τῶν στρατευμάτων τους τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1912 ἔπιασε ἀπροετοίμαστες τίς εὐρωπαϊκές δυνάμεις, πού δέν πρόλαβαν νά ἀντιδράσουν γιά νά διασφαλίσουν τά συμφέροντά τους. Τό γεγονός πού προκάλεσε τήν πιό μεγάλη ἔκπληξη, ὅμως, ἦταν ἡ κατάληψη τῆς Θεσσαλονίκης ἀπό τούς Ἕλληνες, τούς ὁποίους εἶχαν ὑποτιμήσει ὅλοι. Ἰδιαίτερα οἱ Βούλγαροι εἶχαν δεχτεῖ τή συμμετοχή τῆς Ἑλλάδας στή βαλκανική συμμαχία, μόνο καί μόνο γιατί χρειάζον ταν τή βοήθεια τοῦ ἑλληνικοῦ ναυτικοῦ. Ἐπειδή, μάλιστα, θεωροῦσαν τόν ἑλληνικό στρατό περιορισμένων δυνατοτήτων, ἔρριξαν τό μεγαλύτερο βάρος τῆς στρατιωτικῆς τους προσπάθειας στή Θράκη, θεωρώντας ὅτι θά εἶχαν χρόνο νά ἀσχοληθοῦν ἀργότερα μέ τή Μακεδονία. Ὅταν, ὅμως, διαπίστωσαν ὅτι οἱ Ἕλληνες μετά τή νίκη τους στό Σαραντάπορο πραγματοποιοῦσαν ταχεία προέλαση πρός τή Θεσσαλονίκη, τό κλειδί τῆς Μακεδονίας, θορυβήθηκαν. Κατέλαβαν τίς Σέρρες καί προσπάθησαν μέ μεγάλη βιασύνη νά καταλάβουν τή Θεσσαλονίκη πρίν τούς Ἕλληνες. Τήν ἀνησυχία τους ἐπέτεινε καί τό γεγονός ὅτι, σέ ἀντίθεση μέ τούς Σέρβους, ἡ συμμαχία μέ τήν Ἑλλάδα ἦταν ἀόριστη καί δέν προέβλεπε τό διαμοιρασμό τῶν ἐδαφῶν.
Δέν πρόλαβαν ὅμως! Ὅταν ἔφτασαν στήν πόλη εἶχε ὑπογραφεῖ, λίγες ὧρες πρίν, ἡ παράδοσή της ἀπό τόν Ταχσίν Πασά στόν ἀρχιστράτηγο τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ, τόν διάδοχο Κωνσταντῖνο. Ζήτησαν τότε ἀπό τόν Κωνσταντῖνο νά δεχτεῖ νά φιλοξενήσει μία μεραρχία στήν πόλη ὡς συμμαχικό στρατό γιά ἀνάπαυση. Δόθηκε τελικά ἄδεια γιά δυό τάγματα. Οἱ Βούλγαροι ὅμως, θέλοντας νά δημιουργήσουν συνθῆκες συγκυριαρχίας, ἔβαλαν περισσότερους στρατιῶτες ἀπ᾽ ὅ,τι προέβλεπε ἡ συμφωνία. Συνέχισαν, μάλιστα, στούς ἑπόμενους μῆνες νά βάζουν μέσα στήν πόλη στρατιῶτες καί κομιτατζῆδες πού δημιουργοῦσαν ἐπεισόδια, ἀμφισβητώντας τήν ἑλληνική κυριαρχία. Τελικά τό καλοκαίρι τοῦ 1913 ἡ Βουλγαρία ἐπιτέθηκε στήν ῾Ελλάδα μέ κύριο στόχο τή Θεσσαλονίκη. Οἱ βουλγαρικές δυνάμεις πού βρίσκονταν στήν πόλη, ὅμως, γρήγορα ἐξουδετερώθηκαν καί συνελήφθησαν αἰχμάλωτες. Μέ τήν ὁριστική ἥττα τῆς Βουλγαρίας κατά τόν Β΄ Βαλκανικό πόλεμο τελείωσε ἄδοξα αὐτή ἡ προσπάθεια καί ἐπικυρώθηκε ἡ ἑλληνική κυριαρχία στήν πόλη.
Οἱ Σέρβοι, ἀπό τήν ἄλλη μεριά, εἶχαν κι αὐτοί διακαῆ πόθο τήν κατάκτηση τῆς πόλης. Βλέποντας, ὅμως, τό πόσο ἀνέφικτο ἦταν αὐτό, ἔτσι ὅπως εἶχαν ἐξελιχθεῖ τά πράγματα, προτίμησαν στόν Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο νά συμμαχήσουν μέ τούς Ἕλληνες γιά νά προστατεύσουν τίς κτήσεις τους ἀπό τούς Βουλγάρους.
Ὁ ἔλεγχος τῆς Θεσσαλονίκης ἀπό τήν Ἑλλάδα δέν ἄρεσε ἐπίσης καί στίς εὐρωπαϊκές δυνάμεις, ἰδίως στήν Αὐστροουγγαρία, πού ἤθελε γιά λογαριασμό της τήν πόλη. Οἱ ἄλλες δυνάμεις ἀνησυχοῦσαν γιά τά προνόμια πού εἶχαν μέσῳ διομολογήσεων μέ τήν Ὀθωμανική αὐτοκρατορία. Οἱ διομολογήσεις ἔδιναν ἐκτεταμένες ἐξουσίες στούς προξένους τῶν εὐρωπαϊκῶν δυνάμεων πού ἔφταναν μέχρι καί δικαστικές ἁρμοδιότητες. Ἔτσι προσπάθησαν νά ἀμφισβητήσουν τήν ἑλληνική κυριαρχία δίνοντας δικά τους διαβατήρια στούς Ἑβραίους καί στούς μουσουλμάνους τῆς πόλης. Ὅλα αὐτά δέν μποροῦσαν ὡστόσο νά ἀλλάξουν τό status quo, ὅπως εἶχε διαμορφωθεῖ μετά τούς Βαλκανικούς πολέμους. Ἡ κατάργηση τῶν διομολογήσεων, ἄλλωστε, ἔκανε ὅλες αὐτές τίς προσπάθειες μάταιες.
Προσπάθεια γιά νά ἀλλάξουν τά δεδομένα ἔκαναν καί οἱ πολυπληθεῖς Ἑβραῖοι τῆς πόλης, οἱ ὁποῖοι ἀνέκαθεν εἶχαν καλές σχέσεις μέ τούς Τούρκους. Κάποιοι ἡγέτες τους, σέ συνεργασία μέ κάποιους Ντονμέδες (ἐξισ λαμισμένους Ἑβραίους) καί Νεότουρκους, ζήτησαν ἀπό τίς εὐρωπαϊκές δυνάμεις νά γίνει ἡ Θεσσαλονίκη καί τά περίχωρά της ἀνεξάρτητο κράτος ὑπό τήν προστασία τους. Τόν ἔλεγχο φυσικά σ᾽ αὐτό τό κρατίδιο θά εἶχαν οἱ ἴδιοι οἱ Ἑβραῖοι.
Τίποτα, ὅμως, δέν μποροῦσε νά ἀλλάξει. Ἡ ἀπελευθέρωση τῆς Θεσσαλονίκης στίς 26 Ὀκτωβρίου 1912 ἦταν γεγονόςκλειδί γιά τόν ἔλεγχο τοῦ μεγαλύτερου μέρους τῆς Μακεδονίας, ὅπως αὐτή ὁριζόταν στά χρόνια της Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας. Ἦταν, ἐπίσης, καθοριστικό, καθώς δημιούργησε μία ντέ φάκτο κατάσταση, πού μέ τήν ἀποφασιστικότητα τῶν ἑλλήνων ἡγετῶν ἐκείνης τῆς ἐποχῆς ἦταν πολύ δύσκολο νά ἀνατραπεῖ. Ἔτσι ἡ Θεσσαλονίκη κλείνει πλέον 100 χρόνια ἐλεύθερη καί ἡ ἱστορία της μᾶς τονίζει τήν ἀνάγκη ἐπαγρύπνησης σέ ὅλες τίς ἐπιβουλές πού κατά καιρούς ἀνακύπτουν.
1453. Κωνσταντινούπολις.
Ἀναπαμό δέν ἔχουν μῆνες τώρα
τοῦ ἀλλόθρησκου οἱ βομβάρδες.
Φωτιές καί μπαλοθιές ἀπανωτές
σπαράζουνε τά σωθικά της.
Ἠχοῦν ὅλα τά σήμαντρα
κι ἡ καθεμιά καμπάνα.
- Ποῦ εἶσαι, Παναγιά τῶν Βλαχερνῶν
καί τοῦ Θεοῦ μας μάνα;
Ποιές ἁμαρτίες μας γέμισαν
τά μάτια σου μέ δάκρυ
κι ἀνημποριά τῆς δέησης τά χέρια;
Τρίτη, 29 Μαΐου 1453.
Ἀλλίμονο! Τό οὐράνιο φῶς πού ἔκαιε
ἐπάνω ἀπό τήν Πόλη
ἀπόψε ἐσβήστη κι εἶπαν ὅλοι:
- Σημάδι εἶναι τοῦ Θεοῦ
πῶς ξεψυχᾶ ἡ Ἑπτάλοφη,
τοῦ Κωνσταντίνου ἡ Πόλη.
Δακρύβρεχτος ὁ αὐτοκράτωρ
τῶν Ρωμαίων ἀναφωνεῖ:
- Ἐπουράνιε Θεέ! Ἔλεος!
Χάνεται τό ρόδο τοῦ ἀγροῦ,
ἡ βασιλεύουσά μου!
Καί σάν ἀετός ὁρμᾶ μέ τό σπαθί,
ὅπου ἀφουγκραζόταν
τήν τελευταία της πνοή...
Κι ἐκεῖ στήν Πύλη τοῦ ἁγίου Ρωμανοῦ
ἐγκαινιάστηκαν οἱ ἁλυσίδες τῆς σκλαβιᾶς,
τῆς θλίψης καί τοῦ πόνου.
Ἐκεῖ στήν Πύλη τοῦ ἁγίου Ρωμανοῦ
ἐντιαφιάστηκε ἡ χιλιόχρονη ἡ ρήγισσα,
ἡ κόρη τοῦ Βοσπόρου.
Δέσποινα Δαμιανίδου
1453. Κωνσταντινούπολις.
Ἀναπαμό δέν ἔχουν μῆνες τώρα
τοῦ ἀλλόθρησκου οἱ βομβάρδες.
Φωτιές καί μπαλοθιές ἀπανωτές
σπαράζουνε τά σωθικά της.
Ἠχοῦν ὅλα τά σήμαντρα
κι ἡ καθεμιά καμπάνα.
- Ποῦ εἶσαι, Παναγιά τῶν Βλαχερνῶν
καί τοῦ Θεοῦ μας μάνα;
Ποιές ἁμαρτίες μας γέμισαν
τά μάτια σου μέ δάκρυ
κι ἀνημποριά τῆς δέησης τά χέρια;
Τρίτη, 29 Μαΐου 1453.
Ἀλλίμονο! Τό οὐράνιο φῶς πού ἔκαιε
ἐπάνω ἀπό τήν Πόλη
ἀπόψε ἐσβήστη κι εἶπαν ὅλοι:
- Σημάδι εἶναι τοῦ Θεοῦ
πῶς ξεψυχᾶ ἡ Ἑπτάλοφη,
τοῦ Κωνσταντίνου ἡ Πόλη.
Δακρύβρεχτος ὁ αὐτοκράτωρ
τῶν Ρωμαίων ἀναφωνεῖ:
- Ἐπουράνιε Θεέ! Ἔλεος!
Χάνεται τό ρόδο τοῦ ἀγροῦ,
ἡ βασιλεύουσά μου!
Καί σάν ἀετός ὁρμᾶ μέ τό σπαθί,
ὅπου ἀφουγκραζόταν
τήν τελευταία της πνοή...
Κι ἐκεῖ στήν Πύλη τοῦ ἁγίου Ρωμανοῦ
ἐγκαινιάστηκαν οἱ ἁλυσίδες τῆς σκλαβιᾶς,
τῆς θλίψης καί τοῦ πόνου.
Ἐκεῖ στήν Πύλη τοῦ ἁγίου Ρωμανοῦ
ἐντιαφιάστηκε ἡ χιλιόχρονη ἡ ρήγισσα,
ἡ κόρη τοῦ Βοσπόρου.
Δέσποινα Δαμιανίδου
Συμπληρώθηκαν 800 καί πλέον χρόνια ἀπό τήν πρώτη ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπό τούς Λατινοφράγκους (1204). Στή μνήμη μας ἀμυδρά μόλις ἔχουμε συγκρατήσει τό σημαντικό αὐτό γιά τή μετέπειτα πορεία τοῦ Ἑλληνισμοῦ συμβάν. Ἄλλωστε καί ἡ μνήμη τῆς δεύτερης ἅλωσης τῆς βασιλεύουσας, ἀπό τούς Ὀθωμανούς Τούρκους αὐτή τή φορά (1453), ἔχει ἀρκετά ξεθωριάσει, ἐνῶ πανηγυρίζεται ἔντονα στή γείτονα χώρα.
Οἱ δυτικοί ἱστορικοί στά συγγράμματά τους, ἐνῶ δίνουν ἔμφαση στά γεγονότα τῆς δεύτερης πολιορκίας καί ἅλωσης, ἀποφεύγουν τήν ἐκτενῆ ἀναφορά στά γεγονότα τῆς πρώτης. Ἀσφαλῶς καί δέν ἔχουν διάθεση νά ἐπωμισθοῦν τίς εὐθύνες γιά τό ἔγκλημα πού διέπραξαν οἱ πρόγονοί τους. Μάλιστα πολλοί ἀπό αὐτούς ἀποδίδουν τά γεγονότα σέ τυχαία τροπή τῶν κινήτρων καί σκοπῶν τῶν ὀργανωτῶν τῶν σταυροφοριῶν, οἱ ὁποῖες, καθώς ὑποστηρίζουν ἀκόμη ἀρκετοί ἀπό αὐτούς, ἔγιναν μέ μοναδικό σκοπό νά ἀπελευθερώσουν τούς Ἁγίους Τόπους ἀπό τούς μουσουλμάνους κατακτητές. Καί ἀρκετοί δικοί μας, ἐπειδή δέν θέλουν νά δυσαρεστήσουν μέ τά γραφόμενά τους τούς σύγχρονους «ἱππότες» τῆς Δύσης, ἀναμασοῦν τίς δυτικές ἀναλύσεις στά συγγράμματά τους. Εὐτυχῶς πού κάποιοι, ἔστω ἐλάχιστοι, δυτικοί τολμοῦν καί «θέτουν τόν δάκτυλόν τους ἐπί τόν τύπον τῶν ἥλων» καί συντελοῦν στό νά διασωθεῖ ἡ ἱστορική ἀλήθεια.
Ἄς δεχθοῦμε, λοιπόν, ὅτι τυχαῖα συμβάντα ἔφεραν τούς σταυροφόρους πρό τῶν πυλῶν τῆς Κωνσταντινούπολης. Ἀλλά ἡ ἱστορία δέν σταματᾶ στήν εἴσοδο τῶν σταυροφόρων στήν Πόλη. Μᾶς διασώζει ὅτι οἱ εἰσβολεῖς προκάλεσαν τήν ὁλοσχερῆ σχεδόν καταστροφή της. Φόνευσαν, ἰδίως κληρικούς, βίασαν, ἅρπαξαν καί πούλησαν σκλάβους, λεηλάτησαν καί μάλιστα ἐπί σειράν ἐτῶν δημόσιους καί ἰδιωτικούς χώρους, πυρπόλησαν σημαντικό μέρος της. Σέ ἀντίθεση μέ τή συμπεριφορά αὐτή τῶν «χριστιανῶν» τῆς Δύσης, ἡ ἱστορία διασώζει πώς οἱ Ἄραβες, ὅταν κατέλαβαν τά Ἰεροσόλυμα, δέν προκάλεσαν καταστροφές, ἀλλά περιορίστηκαν σέ ἐπιβολή φόρου ἐπί τῶν κατοίκων. Ἀλλά καί ὁ Μωάμεθ ὁ πορθητής δέν προκάλεσε τόσης ἔκτασης λεηλασία κατά τή δεύτερη ἅλωση. Ἴσως γιατί δέν βρῆκε σημαντικά πράγματα νά λεηλατήσει, καθώς τόν εἶχαν προλάβει οἱ σταυροφόροι.
Ἡ συμφορά προῆλθε ἀπό ἀπύθμενα πάθη μίσους καί μοχθηρίας ἑνός κόσμου πού διψοῦσε γιά δύναμη. Ὁ ἄρχων τοῦ Βατικανοῦ ἤθελε νά ἀναγνωρίζεται ἀπό ὅλους τούς χριστιανούς ὡς ὁ ἀντιπρόσωπος τοῦ Θεοῦ ἐπί τῆς γῆς. Οἱ Γερμανοί, διάδοχοι τοῦ Καρλομάγνου, διψοῦσαν γιά τήν ἀνασύσταση τῆς ἀχανοῦς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας ὑπό τήν κυριαρχία τους. Οἱ Βενετοί ἤθελαν νά πλέουν μέ ἀσφάλεια σέ ὅλη τή Μεσόγειο. Ἔτσι, τίποτε δέν ὑπῆρξε τυχαῖο. Τά γεγονότα τῶν Σταυροφοριῶν καί ἡ καταστροφή τῆς Κωνσταντινούπολης εἰδικότερα ὑπῆρξαν τά πρῶτα δείγματα τοῦ ἀκόρεστου πάθους τῆς Δύσης γιά κυριαρχία.
Ἐντυπωσιακό εἶναι ὅτι οἱ «κυρίαρχοι» εἶχαν ἐξασφαλίσει τήν «εὐλογία» τοῦ Θεοῦ μέσῳ τοῦ «ἀντιπροσώπου» του. Ὁ πάπας συγχωροῦσε τίς ἁμαρτίες τοῦ παρελθόντος ἀλλά καί προκαταβολικά τοῦ μέλλοντος στόν καθένα πού θά δήλωνε συμμετοχή σέ μία ἀπό τίς ἐξορμήσεις τυχοδιωκτικῆς ἐκτόνωσης τῆς «ἱπποτικῆς» Εὐρώπης κατά τῶν ἀπίστων ἀλλά καί κατά τῶν «σχισματικῶν», ἐναντίον τῶν ὁποίων τό πάθος ἦταν ἀφάνταστα βαθύτερο.
Θέλοντας νά ἀγνοοῦν οἱ δυτικοί καί δυτικόπληκτοι τή συμφορά πού προκάλεσε στόν Ἑλληνισμό ἡ μάστιγα τῶν βαρβάρων λατινοφράγκων εἰσβολέων καί ἐπί σειράν ἐτῶν κατακτητῶν, ἀδυνατοῦν στή συνέχεια νά κατανοήσουν γιατί ὁ λαός (ναί, ὁ λαός στή συντριπτική του πλειοψηφία) κατά τίς παραμονές τῆς ἀναμενόμενης, αὐτή τή φορά, δεύτερης ἅλωσης ἐκδήλωνε μένος, ὅπως χαρακτηρίζεται, κατά τῶν δυτικῶν καί προτιμοῦσε τουρκικό φακιόλι παρά παπική τιάρα.
Λίγοι πιά εἶχαν ἀπομείνει μέσα στήν Πόλη. Οἱ φιλενωτικοί λόγιοι εἶχαν πάρει προδοτικά τό δρόμο γιά τή Δύση. Οἱ οἰκονομικά ἰσχυροί τῆς Μικρασίας δέν εἶχαν λόγο νά ἐπιθυμοῦν τή Βασιλεύουσα. Εἶχαν προσχωρήσει στό στρατόπεδο τοῦ ἐπιδρομέα, γιά νά διατηρήσουν τά προνόμιά τους καί νά παραμείνουν καταπιεστές καί στή νέα κατάσταση, ὅπως καί πρίν. Καί κάλεσε τό Γένος τήν ὕστατη στιγμή τόν Κωνσταντίνο Παλαιολόγο νά σώσει τήν τιμή του. Καί ἐκεῖνος ἀνέλαβε νά «ἄρῃ τόν σταυρόν του». Παρά τό ὅτι ἐνέδωσε στόν τελευταῖο πειρασμό (ἐκκλησιαστική ὑποταγή στή Δύση), πάλεψε ἡρωικά καί ἔπεσε στίς ἐπάλξεις τῆς Βασιλεύουσας ὅπως ταιριάζει σέ Ἕλληνα.
Ἡ σκλαβιά μετά τήν ἅλωση τῆς Πόλης κράτησε ὥς καί πεντακόσια χρόνια. Τό Γένος ἄντεξε, διότι, ὅταν ἔχασε ὅλα τά ὑλικά ἀγαθά πού εἶχαν σωρεύσει ἀνάξιοι ἄρχοντες, τοῦ ἀπόμεινε ἡ πίστη. Ὄχι πώς δέν πλήρωσε βαρύ τό τίμημα σέ αἷμα νεομαρτύρων, ἐπαναστατῶν καί κλεφτῶν. Ὄχι πώς δέν πλήρωσε βαρύ τό τίμημα σέ ἐξανδραποδισμούς (γενίτσαροι καί ὀδαλίσκες). Ὅμως ἐπιβίωσε. «Ἄθλιο, ἐκφυλισμένο, ἀνάξιο τῶν προγόνων του», κατά δυτικούς ἀναλυτές. Αὐτοί δέν πρόκειται ποτέ νά ξεπεράσουν τίς ἐνοχές καί τά συμπλέγματά τους, γι’ αὐτό καί δέν παύουν νά ἐπιχειροῦν νά μᾶς ἀφομοιώσουν.
Ὅσοι τάχθηκαν μέ τό μέρος τῶν κατακτητῶν χάθηκαν γιά τό Γένος μας. Ἐκεῖνοι πού ἐξισλαμίστηκαν ἔλαβαν τό μέρος τῶν κατακτητῶν σέ κάθε ἔνοπλη ἀντιπαράθεση. Ὅσοι φράγκεψαν στά νησιά, κατά τόν ξεσηκωμό τοῦ Γένους τήρησαν οὐδετερότητα. Καί ὑπάρχουν ἀκόμη Ἕλληνες πού θέτουν τό ἐρώτημα: Τί ἔκανε ἡ Ἐκκλησία κατά τήν τουρκοκρατία; Μά εἶναι τόσο ἁπλή ἡ ἀπάντηση: Κράτησε στήν πίστη τά παιδιά της, γιά νά ἔχει τό νέο ἑλληνικό κράτος πολίτες! Γιατί ἀπό ποιούς θά ἔλειπε ἡ ἐλευθερία, ἄν εἶχαν ὅλοι ἀλλαξοπιστήσει;
Δέν τά γράφουμε αὐτά μέ πρόθεση νά ὡραιοποιήσουμε τήν εἰκόνα τῆς Ρωμανίας. ῎Αν τελικά ἔπεσε, πρῶτα ἔπεσε κάτω ἀπό τό βάρος τῶν κριμάτων της, ὕστερα διότι κουράστηκε νά ἀποκρούει τά βάρβαρα στίφη, πού ἀλλεπάλληλα εἰσέβαλλαν στήν εὐρωπαϊκή ἤπειρο, καί παράλληλα νά δέχεται πισώπλατα τό φθονερό μαχαίρι τῆς Δύσεως εὐλογημένο ἀπό τόν πάπα, τόν ὁρκισμένο ἐχθρό τῆς πίστεως τοῦ λαοῦ μας! Ἡ αὐτοκρατορία ἔπεσε, διότι τή χρηστή διοίκηση ὑποκατέστησε ἡ διαφθορά τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐλῆς, ὅταν σέ αὐτή πλεόναζαν ἄχρηστα καί ἀνίκανα πρόσωπα· ἡ ἀπληστία τῶν οἰκονομικά ἰσχυρῶν, πού πίστευαν ὅτι θά μποροῦσαν αἰώνια νά ζοῦν μέσα στήν καλοπέραση καί τή χλιδή σέ βάρος τοῦ τυραννισμένου λαοῦ· ἡ κατάντια τοῦ κλήρου νά τεθεῖ στήν ὑπηρεσία τῶν ἐπίγειων ἀρχόντων· ἡ ἐξαθλίωση τοῦ λαοῦ κατά τό παράδειγμα τῆς ἡγεσίας του, πνευματικῆς καί πολιτικῆς. Πολλές εἶναι οἱ πτυχές τοῦ δημόσιου βίου τῶν Ρωμιῶν πού θά μποροῦσε κανείς νά ἀναλύσει κάνοντας μιά ἱστορική ἀναδρομή στά χρόνια πρίν ἀπό τήν ἅλωση. Θά σταθοῦμε σέ μιά, ἴσως τήν πιό σημαντική κατά τήν ἄποψή μας. Στό διχασμό ἀνάμεσα σέ ἑνωτικούς καί ἀνθενωτικούς. Πόσα καί πόσα δέν ἔχουν γραφεῖ ὑβριστικά γιά τή δεύτερη παράταξη ἀπό νεότερους ἱστορικούς καί ἱστοριολογοῦντες, ὄχι μονάχα ξένους μά καί δικούς μας! Οὔτε λίγο οὔτε πολύ ἐπιρρίπτουν ἐπάνω της ἀκέραια τήν εὐθύνη γιά τήν ἅλωση τῆς Πόλης, ἐξαιτίας τοῦ φανατισμοῦ καί τῆς μισαλλοδοξίας της. «῎Αν ἔδειχναν», τονίζουν, «πνεῦμα ἀγάπης καί χριστιανικῆς ἀδελφοσύνης πρός τούς ἀδελφούς τῆς Δύσεως, αὐτοί θά ἔσπευδαν πρός βοήθειά μας καί ἡ Πόλη δέν θά χανόταν». ῎Εγραψαν καί τό ἄλλο· «Τί μᾶς πείραζε νά δεχθοῦμε τήν ἕνωση στά χαρτιά, ὥσπου νά περάσει ὁ κίνδυνος; καί ὕστερα βλέπαμε». Ἀπό ὅλους αὐτούς διαφεύγει ἡ πικρή ἀλήθεια· ῾Η Πόλη εἶχε ἁλωθεῖ πολύ πρίν μπεῖ σ᾿ αὐτήν ὁ πορθητής. ῏Ηταν τότε πού τά βάρβαρα στίφη τῶν πλιατσικολόγων τοῦ πάπα πραγματοποίησαν τό προαιώνιο ὄνειρό τους, νά μποῦν στή βασιλεύουσα. ῏Ηταν τόσο φοβερές οἱ λεηλασίες πού ἀκολούθησαν, ὥστε ἡ αὐτοκρατορία δέν μπόρεσε νά ξαναπάρει ἐπάνω της, ἔστω κι ἄν κατάφερε νά διώξει σύντομα τούς φραγκολατίνους. Τούς εἶχε ζήσει, λοιπόν, ὁ λαός μας αὐτούς πού οἱ ἄρχοντες -μέ πρῶτο καί καλύτερο τόν αὐτοκράτορα ᾿Ιωάννη Παλαιολόγο, πού δέν νοιαζόταν πέρα ἀπό τίς τιμές καί τίς ἐξουσίες γιά τίποτε ἄλλο- ἐκλιπαροῦσαν γιά βοήθεια. Τούς τρόμαζε καί ὁ βάρβαρος ᾿Ασιάτης, μά πίστευαν πώς μέ αὐτόν θά τά κατάφερναν καλύτερα. Καί ὅταν βαρειά σκλαβιά πλάκωσε τό βασανισμένο γένος, ὁ ἐθναπόστολος ἅγιος Κοσμᾶς, βλέποντας τό ὑπόδουλο γένος τόσο νά ὑποφέρει, δέν καταράστηκε ἐκείνους τούς «φανατικούς» πού εἶχαν στρέψει τήν πλάτη στή δυτική βοήθεια. Τόν πάπα ζήτησε ἀπό τούς ρωμιούς νά καταριοῦνται. Γιατί τάχα; ᾿Εμεῖς, μέ τήν πλατειά ἀντίληψη καί τό εὐρύ πνεῦμα πού σήμερα μᾶς διακρίνει, ξεμπερδεύουμε κρίνοντας ὅλα αὐτά ὡς ἀποτελέσματα φανατισμοῦ καί μισαλλοδοξίας. ᾿Από τότε πού ξεσκλαβώθηκε τό γένος μας δέν κάνουμε τίποτε ἄλλο παρά νά προσβάλλουμε μέ κάθε τρόπο τήν παράδοσή μας· νά ἀτενίζουμε πρός τή Δύση ἐκλιπαρώντας την νά μᾶς προσφέρει τά φῶτα της, γιά νά καταφέρουμε νά ἐνταχθοῦμε κάποτε καί μεῖς μέ ἰσοτιμία στή χορεία τῶν ἀναπτυγμένων χωρῶν. Καί τονίζουμε κατά κόρο πώς «ἀνήκουμε εἰς τήν Δύσιν»! Μά τώρα πού τό «ἀντίπαλον δέος» τῆς πολιτικῆς ᾿Ανατολῆς ἐξέλιπε, εἶναι καιρός νά βροντοφωνάξουμε· «᾿Εμεῖς ποτέ δέν ἀνήκαμε στή Δύση πολιτισμικά. ᾿Εμεῖς ἤμασταν φορεῖς τῆς ὀρθόδοξης παράδοσης, τήν ὁποία οἱ δυτικοί πολέμησαν ἀνά τούς αἰῶνες καί ἐξακολουθοῦν νά πολεμοῦν μέ λύσσα». Καί ἄν οἱ πολιτικοί μας δέν μποροῦν νά τά ποῦν αὐτά, διότι χρησιμοποιοῦν τή χαριτοβριθῆ γλώσσα τῆς διπλωματίας, εἶναι καιρός νά τά πεῖ ὁ λαός μας. Τό πρόσφατο ἀνθελληνικό μένος δέν ὑπαγορεύεται μόνο ἀπό οἰκονομικά συμφέροντα. Εἶναι ἀναζωπύρωση τοῦ παλαιοῦ πάθους κατά τῆς πίστεως τοῦ λαοῦ μας. Καί ἄν φθάσουμε νά δεχθοῦμε πώς ἡ πίστη αὐτή πού κληρονομήσαμε ἀπό τούς προγόνους μας στέκεται σήμερα ἐμπόδιο στήν πρόοδο καί τήν ἀνάπτυξή μας, ἄς σκεφθοῦμε καλά τοῦτο· ῾Η πίστη θά κρατηθεῖ καί χωρίς τούς ῞Ελληνες. Οἱ ῞Ελληνες θά κρατηθοῦν χωρίς τήν πίστη τους μέσα σ᾿ αὐτήν τήν πολιτισμική εἰσβολή καί κοινωνική ἀναστάτωση; Ἀπόστολος Παπαδημητρίου |
Ὁ κύριος συντελεστής τῆς ἀνάκτησης τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τούς Φράγκους (1261) καί τῆς ἐπανασύστασης τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας εἶναι ὁ Ἰωάννης Βατάτζης. Ὁμόφωνα οἱ ἱστορικοί ὑπογραμμίζουν πώς μέ τήν ἐσωτερική κι ἐξωτερική του πολιτική δημιουργοῦσε τίς προϋποθέσεις καί προετοίμαζε τό ἔδαφος γιά τήν παλινόρθωση τοῦ Βυζαντίου.
Γιά τή γενναιότητα καί τό ἦθος τοῦ ἀνδρός ἀξίζει νά μνημονεύσουμε τήν ἐξαιρετική ἐπιστολή του πρός τόν Πάπα Γρηγόριο Θ΄, τήν ὁποία διασώζει ὁ καθηγητής τῆς Ἱστορίας Ἀπ. Βακαλόπουλος στό βιβλίο του «Πηγές Ἱστορίας τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ». Ὁ Πάπας ἀπαιτεῖ ἀπό τόν αὐτοκράτορα τῆς Νικαίας νά μή διεκδικεῖ τήν Κωνσταντινούπολη ἀπό τόν Φράγκο ἡγεμόνα, πού τήν κατέχει ἀπό τό 1204 Ἐκπλήττεται ὁ Ἰ. Βατάτζης καί μέ φρόνημα ἀδούλωτο τοῦ ἐπισημαίνει: «... Ἀπαιτεῖς νά μήν ἀγνοοῦμε τά προνόμιά σου. Κι ἐμεῖς ἔχουμε τήν ἀντίστοιχη ἀπαίτηση νά δεῖς καί νά ἀναγνωρίσεις τό δίκαιό μας ὅσον ἀφορᾶ τήν ἐξουσία μας στό κράτος τῆς Κωνσταντινουπόλεως, πού ἀρχίζει ἀπό τά χρόνια τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ἔζησε ἐπί χίλια χρόνια κι ἔφθασε μέχρι καί τή δική μας βασιλεία... Οὐδέποτε θά παύσουμε νά ἀγωνιζόμαστε καί νά πολεμοῦμε κατά τῶν κατακτητῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Θά ἀσεβούσαμε καί πρός τούς νόμους τῆς φύσεως καί πρός τούς θεσμούς τῆς πατρίδος καί πρός τούς τάφους τῶν πατέρων μας καί πρός τούς ἱερούς ναούς τοῦ Θεοῦ, ἄν δέν ἀγωνιζόμασταν γι᾽ αὐτά μέ ὅλη μας τή δύναμη... Ἔχουμε μαζί μας τόν δίκαιο Θεό, πού βοηθεῖ τούς ἀδικουμένους καί ἀντιτάσσεται στούς ἀδικοῦντας...». Καί νά σκεφθεῖ κανείς πώς αὐτά τά λόγια τά ἀπευθύνει ἕνας βασιλιάς -πού βρίσκεται σέ μειονεκτική, ταπεινωτική θέση- πρός τόν «πλανητάρχη» τῆς ἐποχῆς ἐκείνης! Δέν μπορεῖς νά μή θαυμάσεις τό πνευματικό ἀνάστημα αὐτοῦ τοῦ Κυβερνήτη, τήν ἐθνική του περηφάνια κι ἀξιοπρέπεια.
Στό σημεῖο αὐτό ὁ πολιτικός ἐπιστήμονας Κωνσταντῖνος Χολέβας κάνει ἕνα ἐνδιαφέρον σχόλιο: «Ἄν ἀντικαταστήσουμε τή λέξη "Πάπας" μέ τή λέξη "τρόικα" καί τή λέξη "Κωνσταντινούπολη" μέ τή λέξη "ἐθνική κυριαρχία", κατανοοῦμε ποιά ἀπάντηση ἐπιβάλλεται νά δίνουν οἱ ἑκάστοτε κυβερνῆτες μας σέ προκλητικές ἀπαιτήσεις τῶν διαφόρων δανειστῶν μας. Τό ὅτι δανειζόμαστε δέν σημαίνει ὅτι πρέπει νά δώσουμε "γῆν καί ὕδωρ" ἐξευτελιζόμενοι ἐθνικά. Ὁ Ἰωάννης Βατάτζης διοικοῦσε ἕνα καθημαγμένο τμῆμα τοῦ ἡττημένου τότες Ἑλληνισμοῦ, ἀλλά ἀπήντησε μέ θαυμαστή παρρησία στόν πανίσχυρο Πάπα. Τιμώντας τή μνήμη του στίς 4 Νοεμβρίου, ἄς διδαχθοῦμε ἀπό τό ἦθος του».
Τό τίμιο σῶμα τοῦ εὐσεβῆ αὐτοκράτορα ἐνταφιάστηκε στό μοναστήρι τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, πού εἶχε κτίσει ὁ ἴδιος καί τό ὀνόμασε Σώσανδρα. Ὕστερα μέ ἀποκάλυψη ὁ ἴδιος ὁ Ἰωάννης ζήτησε νά μετακομισθεῖ τό λείψανό του στή Μαγνησία τῆς Μ. Ἀσίας. Ὅταν ὅμως ἄνοιξαν τόν τάφο, μιά γλυκειά εὐωδιά ξεχύθηκε παντοῦ, σάν νά εἶχε ἀνθίσει κῆπος ἀρωματικός καί εὐωδιαστός. Ὁ νεκρός φαινόταν νά κάθεται ἐπάνω σέ βασιλικό θρόνο, δίχως νά ἔχει καμιά ἀλλοίωση, καμιά δυσωδία ἤ κάποιο ἄλλο σημεῖο πού νά δείχνει πώς εἶναι νεκρός. Ἑπτά χρόνια ἦταν μέσα στόν τάφο, κι ἔμοιαζε σάν ζωντανός· τό χρῶμα τοῦ σώματός του ἦταν ὅπως κάθε φυσιολογικοῦ ζωντανοῦ ἀνθρώπου. Κι αὐτά ἀκόμη τά ροῦχα του φυλάχτηκαν ἀδιάφθορα κι ἔμοιαζαν σάν νά εἶχαν πρόσφατα ραφτεῖ, σημειώνει στόν Συναξαριστή του ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης. Ἀπό τότε τό τίμιο λείψανό του ἔκανε πολλά θαύματα, γιατρεύοντας ἀρρώστιες, διώχνοντας δαίμονες καί θεραπεύοντας διάφορα παθήματα. Λίγα χρόνια μετά τό θάνατό του ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας τόν κατέταξε στό ἁγιολόγιό της καί τόν γιορτάζει στίς 4 Νοεμβρίου, τή μέρα τῆς κοίμησής του. Στή Μαγνησία, ὅπου καί τό ἄφθαρτο λείψανό του, χτίστηκε ναός στό ὄνομά του καί ἕνας ναΐσκος στό Νυμφαῖο. Ἰδιαίτερα τιμᾶται καί σήμερα μέ κάθε λαμπρότητα ὡς τοπικός ἅγιος στήν πατρίδα του, στό Διδυμότειχο.
Μετά τή μικρασιατική καταστροφή (1922) κανείς δέν γνωρίζει τί ἀπέγινε ἡ ἐκκλησία στή Μαγνησία καί κατά συνέπεια καί τό ἄφθαρτο λείψανο τοῦ ἁγίου βασιλιᾶ. Διάφοροι θρύλοι τόν θέλουν νά βρίσκεται κάπου μαρμαρωμένος, ὥσπου μιά μέρα θά ξαναζωντανέψει καί θά λευτερώσει τήν Πόλη ἀπό τόν τουρκικό ζυγό.
Ὁ καθηγητής τῆς βυζαντινῆς ἱστορίας τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Κωνσταντῖνος Ἄμαντος (1874-1960) σημειώνει γιά τόν Ἰ. Βατάτζη ὅτι «ὑμνήθη καί ζῶν καί μετά θάνατον ὡς οὐδείς ἴσως ἄλλος αὐτοκράτωρ τοῦ Βυζαντίου». Κι ἀκόμη, ὅταν ἡ Βουλή τῶν Ἑλλήνων ζήτησε ἀπό τόν μεγάλο αὐτόν βυζαντινολόγο νά προτείνει ἕναν βυζαντινό αὐτοκράτορα γιά ν᾽ ἀναρτηθεῖ στή Βουλή τό πορτραῖτο του, ἐκεῖνος πρότεινε τόν ἅγιο Ἰωάννη Δούκα Βατάτζη τόν Ἐλεήμονα (βλ. φυλλ. 796), γιά νά ᾽ναι πρότυπό τους καί νά τούς φωτίζει.
Αἰωνία ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου αὐτοκράτορα τοῦ Βυζαντίου, Ἰωάννου Γ΄ Δούκα Βατάτζη. Στούς χαλεπούς καιρούς πού ζοῦμε καθώς ἡ πατρίδα μας διέρχεται πνευματική, ἠθική καί οἰκονομική κρίση, ἄς ἐπικαλούμαστε τίς θερμές πρεσβεῖες του.
Γνωστή σέ ὅλους μας καί νοσταλγικά ἀγαπητή, ἡ ἡρωική Κορυτσά, τό «Παρίσι τῶν Βαλκανίων», ὅπως ὀνομάστηκε. Ἡ πόλη μέ τήν πολυπληθῆ ἑλληνική χριστιανική κοινότητα ἀπό τά χρόνια τῆς ὀθωμανικῆς κυριαρχίας, μέ ἑλληνικό σχολεῖο ἀπό τό 1724, μέ χαρακτηριστικά ἠπειρωτικά ἤθη κι ἔθιμα, μέ τή Μητρόπολη τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, τό Παρθεναγωγεῖο, μέ πολλές ἄλλες ἐκκλησιές καί μοναστήρια στήν εὐρύτερη περιοχή. Μέ δυό λόγια, μία πόλη ὅπου ἀνθοῦσε ὁ Ἑλληνισμός καί ἡ Ὀρθοδοξία.
Κατά τή διάρκεια τῶν Βαλκανικῶν πολέμων ὁ ἑλληνικός στρατός ἀπέκρουσε τίς τουρκικές δυνάμεις καί εἰσῆλθε νικητής στήν Κορυτσά (7 Δεκεμβρίου). Ἡ ἑλληνική σημαία ὑψώθηκε στό Διοικητήριο μέσα σέ συγκινητικές ἐκδηλώσεις τῶν κατοίκων. Δυστυχῶς, ὅμως, παρά τούς ἐνθουσιώδεις πανηγυρισμούς τῶν Κορυτσαίων, παρά τούς κόπους καί τούς ἀγῶνες, οἱ Μεγάλες Δυνάμεις παραβλέποντας τίς νίκες τῶν Ἑλλήνων στά πεδία τῶν μαχῶν -κατά πώς τό εἶχαν συνήθειο ἄλλωστε ἐπιδίκασαν τήν Κορυτσά καί τά ἄλλα βορειοηπειρωτικά ἐδάφη στό νεοσύστατο ἀλβανικό κράτος. Τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1914, ὕστερα ἀπό σύσταση τῶν Μεγάλων Δυνάμεων, ἡ Ἑλλάδα ἀνακατέλαβε ὁλόκληρη τή Βόρειο Ἤπειρο, ὅπου ἤδη εἶχε συγκροτηθεῖ τό αὐτόνομο Βορειοηπειρωτικό κράτος. Μέσα στίς πόλεις πού πανηγυρίζουν τήν ἀπελευθέρωσή τους... εἶναι καί ἡ Κορυτσά γιά δεύτερη φορά.
14 Νοεμβρίου 1940: Στήν πόλη τῆς Κορυτσᾶς βρίσκονται ἰσχυρές ἰταλικές δυνάμεις. Τό ἑλληνικό πυροβολικό χτυπᾶ ἀπό τίς κορυφές τοῦ Μοράβα καί σκορπᾶ τόν πανικό στούς Ἰταλούς, πού τρέπονται σέ φυγή κι ἀναζητοῦν σωτηρία στό ἐσωτερικό της Ἀλβανίας. Οἱ Ἕλληνες, καθώς πλησιάζουν σ᾽ ἕνα προάστιο, ἀντικρύζουν τή μορφή τοῦ Μουσολίνι ζωγραφισμένη στόν τοῖχο σέ πελώριες διαστάσεις καί συνοδευμένη ἀπό τήν ἐπιγραφή: «Credere, obedire, combattere». Προστάζει τούς μελανοχίτωνες: «Νά πιστεύετε, νά ὑπακοῦτε, νά πολεμᾶτε»! Ὡστόσο, ἡ ἄτακτη φυγή τῶν πανικοβλημένων Ἰταλῶν ἐρχόταν σέ πλήρη ἀντίθεση μέ τοῦτα τά μεγάλα λόγια καί οἱ φαντάροι μας ξέσπασαν σέ γέλια μπροστά στήν κούφια μεγαλομανία τοῦ Ντοῦτσε.
Ὁ ἀγώνας ὀκτώ ἡμερῶν σκληρός καί πολυαίμακτος. Τήν πρώτη μέρα συλλαμβάνονται 40 Ἰταλοί, στή συνέχεια ὁλόκληρο τάγμα. Καταλαμβάνεται ἕνα ὀρεινό χειρουργεῖο καί ἄφθονο πολεμικό ὑλικό. Ἡ ἀεροπορία μέ μία βόμβα στοχεύει ἐπιτυχῶς τό ἀεροδρόμιο Κορυτσᾶς (ἀπέναντι ἀπό τήν τοποθεσία ὅπου σήμερα βρίσκονται τά Ἐκπαιδευτήρια «ΟΜΗΡΟΣ»). Τό κτήριο διοίκησης καταστρέφεται, τά ἰταλικά ἀεροπλάνα τυλίγονται στίς φλόγες.
22 Νοεμβρίου, ὥρα 7.45. Μία ἰταλική μηχανοκίνητη φάλαγγα μάταια δοκιμάζει νά σταματήσει τίς ἑλληνικές προφυλακές. Φωνάζοντας «ΑΕΡΑ» οἱ Ἕλληνες ὁρμοῦν ἀσυγκράτητοι κι οἱ καραμπινιέροι ἐξαφανίζονται πρός τό Πόγραδετς. Τό τάγμα τοῦ Ἀθανασίου Παλαιοδημοπούλου μπαίνει στήν Κορυτσά. Στούς δρόμους κανόνια, πεταμένοι ὅλμοι, πυρομαχικά, ἄλογα, κουβέρτες λασπωμένες, τουφέκια, καπέλα Βερσαλιέρων, βαλίτσες, ὅλα πεταμένα τριγύρω, ἀφημένα στή διάθεση τῶν πλιατσικολόγων. Ὁ ἑλληνικός στρατός παρελαύνει μέσα σέ μία θάλασσα ἀπό γαλανόλευκες σημαῖες, χειροκροτήματα, ζητωκραυγές, ἐπευφημίες τῶν κατοίκων πού ἔσπευσαν νά ὑποδεχτοῦν τούς ἐλευθερωτές προσφέροντας ρακί καί γλυκίσματα.
Ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ «Ἐλεύθερου βήματος» στό μέτωπο, Π. Παλαιολόγος, στέλνει ἐνθουσιώδη ἀνταπόκριση ἀπό τήν Κορυτσά καί καταλήγει: «Χρειάζεται νέος Ὅμηρος διά τήν περιγραφήν τῆς σημερινῆς ἐποποιΐας. Ζῶμεν εἰς μίαν ἀτμόσφαιραν μέθης καί παραληρήματος». Οἱ ἴδιοι οἱ στρατιῶτες κατενθουσιασμένοι ἀπό τή νίκη στέλνουν γράμματα στούς δικούς τους: «Ἀγάπη μου, νικοῦμε. Περνῶ τίς εὐτυχέστερες μέρες τῆς ζωῆς μου, ὥστε νά μήν πρέπει νά μέ κλάψεις ἄν σκοτωθῶ, παρά νά χαρεῖς μαζί μέ τούς ἄλλους γιά τή νίκη τῆς Ἑλλάδας μας….».
Ὁ ἀρχιστράτηγος Παπάγος συγχαίρει τούς γενναίους ἕλληνες στρατιῶτες. Τούς ἐμψυχώνει ἐνημερώνοντάς τους πώς ὄχι μόνο στήν Ἑλλάδα, ἀλλά σέ ὅλο τόν κόσμο οἱ ἐφημερίδες πλέκουν μέ θαυμασμό τούς ὡραιότερους ὕμνους γιά τήν ἀκατάβλητη ἀνδρεία τοῦ ἕλληνα στρατιώτη. Καί θυμίζει τό κυριότερο: «Ὁ Θεός εἶναι μαζί μας. Ἡ πληγωμένη Παναγιά εὐλογεῖ τόν ἀγώνα μας!»
Τήν ἴδια ἡμέρα, στίς 22 Νοεμβρίου τοῦ 1940, ὑπογράφεται καί τό Πρωτόκολλο παράδοσης τῆς πόλης. Ἡ κυανόλευκη γιά ἄλλη μιά φορά θά κυματίσει στό Διοικητήριο τῆς Κορυτσᾶς προκαλώντας δάκρυα συγκίνησης κι ἐθνικῆς ὑπερηφάνειας. Ἡ πρώτη νίκη κατά τῶν δυνάμεων τοῦ Ἄξονα σέ παγκόσμια κλίμακα εἶναι γεγονός. Ὅμως κι αὐτή ἡ νίκη ἀλλά κι ὁλόκληρη ἡ ἔνδοξη ἐποποιΐα τῶν Ἑλλήνων στόν ἑλληνοϊταλικό πόλεμο εἶχε τήν ἴδια μοίρα μέ τόσες ἄλλες νίκες τῆς φυλῆς μας...
Μπορεῖ τό ὄνειρο νά ναυάγησε, ἀλλά ἡ μνήμη εἶναι πάντα ζωντανή. Πῶς μπορῶ νά ξεχάσω ὅτι στά βουνά γύρω ἀπό τήν Κορυτσά, ἐκεῖ στό Μοράβα καί στό Ἰβάν, ἔδωσαν τή ζωή τους οἱ παπποῦδες μας, οἱ πρόγονοί μας; Καί τώρα τά ὀστᾶ τους κατάσπαρτα σέ τοῦτες τίς βουνοκορφές μᾶς περιμένουν... Ἐλάχιστο χρέος μου νά τούς τιμῶ... μ᾽ ἕνα στεφάνι πού θά καταθέσω ὅλο τιμή καί περηφάνεια, ὅλο δάκρυ καί πόνο, ἐκεῖ στήν ἡρωική Μπομποστίτσα, μ᾽ ἕνα τραγούδι ὅλο ἀγάπη γι᾽ αὐτή τήν πόλη, πού ἡ καρδιά της χτυπᾶ μέ παλμούς «ἡρωικούς καί πένθιμους γιά κάθε χαμένο ἀνθυπολοχαγό» ἐκεῖ στά χώματά της τά αἱματοβαμμένα, τά ἱερά.
Πηγές:
Ἰσμυρλιάδου Ἀδέλας, Κορυτσά: Ἐκπαίδευση-Εὐεργέτες-Οἰκονομία, 1850-1908, Ἵδρυμα Μελετῶν Χερσονήσου Αἵμου, ἔκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1997.
Χρήστου Ζαλοκώστα, ΠΙΝΔΟΣ, ἡ ἐποποιΐα στήν Ἀλβανία, Ἑστία, Ἀθήνα 1993.
Ὁ σουλτάνος στίς 31 Μαρτίου 1821 πληροφορεῖται γιά τό ξέσπασμα τῆς Ἐπανάστασης τῶν Ἑλλήνων στήν Πελοπόννησο. Ἡ ζωή τοῦ γενναίου πατριάρχη ἀπό τή Δημητσάνα Ἀρκαδίας, τοῦ Γρηγορίου Ε΄, κινδυνεύει. Ξένες πρεσβεῖες τόν προτρέπουν νά φύγει. Ἀποστομωτική ἡ ἀπάντησή του: «Μή μέ παρακινεῖτε εἰς φυγήν... Μεταμορφωμένος μέ καμιά προβιά εἰς τήν πλάτην, νά φεύγω εἰς τά καράβια, ἤ σφαλισμένος εἰς πρεσβείαν φιλικήν νά ἀκούω εἰς τούς δρόμους τά ὀρφανά τοῦ ἔθνους μου νά σπαράττουν εἰς τά χέρια τοῦ δημίου... Εἶμαι Πατριάρχης διά νά σώσω τόν λαόν μου, ὄχι νά τόν ρίψω εἰς τά μαχαίρια τῆς γενιτσαριᾶς... Σήμερον τῶν Βαΐων, ἄς φάγωμεν εἰς τό τραπέζι τά ψάρια τοῦ γιαλοῦ, καί παρεμπρός, ἐντός ἴσως τῆς ἑβδομάδος, ἄς φάγουν κι αὐτά ἀπό ἡμᾶς...».
Κυριακή τοῦ Πάσχα, 10 Ἀπριλίου 1821. Στή μεσαία πύλη τοῦ Πατριαρχείου κρεμοῦν οἱ Τοῦρκοι τόν οἰκουμενικό πατριάρχη. Ὁδηγοῦν στό ἰκρίωμα αὐτόν πού ἡ βιοτή του ὅλη μόνο ἔργα ἀγάπης ἔχει νά ἐπιδείξει. Μέρα Πασχαλιᾶς, διαλέγει ὁ σουλτάνος νά πλήξει βαθιά τούς χριστιανούς, ἀπαγχονίζοντας τήν κεφαλή τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἕνας Αἰθίοπας κι ἕνας ἐξωμότης χριστιανός στήνουν τήν κρεμάλα. Πρίν τοῦ περάσουν τόν βρόχο, γονατίζει ὁ λευκασμένος πατέρας τοῦ γένους, τούς εὐλογεῖ ὅλους, τονίζοντας δυνατά τίς στερνές του εὐχές: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, δέξου τό πνεῦμα μου καί σῶσε τόν περιούσιον λαόν σου!». Γαλήνιος φτερουγίζει στά οὐράνια. Ὁ ἐθνικός μας ποιητής, Διονύσιος Σολωμός, στήν παρακάτω στροφή ἀπό τόν «Ὕμνο εἰς τήν Ἐλευθερίαν» ξεχύνει τόν βαθύ του πόνο γιά τόν ἄδικο χαμό τοῦ πατριάρχη:
«Ὅλοι κλαῦστε! ἀποθαμένος
ὁ ἀρχηγός τῆς Ἐκκλησιᾶς
κλαῦστε, κλαῦστε, κρεμασμένος,
ὡσάν νἄτανε φονιάς».
Τρεῖς μέρες τό σεπτό του σῶμα αἰωρεῖται. Τήν Τετάρτη τό πρωί τό ἀγοράζουν οἱ Ἑβραῖοι. Τό δένουν μέ σχοινιά ἀπό τά πόδια καί χλευάζοντας τό σέρνουν στούς δρόμους τῆς Βασιλεύουσας. Κι ὕστερα τό βυθίζουν στόν Κεράτιο κόλπο. Μά τό σχέδιο τῆς θείας πρόνοιας εἶναι θαυμαστό. Ἄς παρακολουθήσουμε πῶς ξετυλίγεται ἀργά-ἀργά, σέ βάθος χρόνου.
Τό δειλινό τοῦ Σαββάτου τό λείψανο ἐπιπλέει ἐλεύθερα κοντά στόν Γαλατᾶ καί πλευρίζει ἕνα ἑλληνικό πλοῖο μέ ρωσική σημαία, πού σήκωνε ἄγκυρα γιά τήν Ὀδησσό. Τό πρωτοαντικρύζει ὁ πλοίαρχος Ν. Σκλάβος καί καλεῖ ἀμέσως τόν πρωτοσύγκελλο τοῦ πατριάρχη, τόν Σωφρόνιο, πού βρισκόταν ἐκεῖ. Ἀπερίγραπτες οἱ συγκινητικές στιγμές, ὅταν περισυλλέγουν καί ἀναγνωρίζουν τό κακοποιημένο σκήνωμα τοῦ ἱερομάρτυρα Γρηγορίου. Ὁ Σωφρόνιος δακρύβρεχτος φωνάζει: «Θαῦμα, θαῦμα, εἶναι ὁ πατήρ μου, ὁ πατριάρχης!».
Μετά ἀπό 24 μέρες ταξίδι τό πλοῖο «Ἅγιος Νικόλαος» ἀγκυροβολεῖ μέ μεσίστια τή σημαία του στό λιμάνι τῆς Ὀδησσοῦ. Συντριμμένοι οἱ Ἕλληνες τῆς Ὀδησσοῦ ὑποδέχονται τό πολυβασανισμένο σῶμα. Μέ διαταγή τοῦ τσάρου γίνεται μεγαλοπρεπής κηδεία. Στόν ναό τῆς Μεταμορφώσεως, μπροστά στή σορό τοῦ ἐθνομάρτυρα ἐκφωνεῖ τόν ἐπικήδειο ὁ δεινός ρήτορας Κωνσταντῖνος Οἰκονόμος ὁ ἐξ Οἰκονόμων. Ἡ μνημειώδης ὁμιλία του ἀντανακλᾶ τόν σπαραγμό τοῦ Ἕλληνα, καθώς στέκεται μπροστά στό λείψανο τοῦ πατέρα του, τοῦ Ἐθνάρχη του. Ἐνταφιάζεται στόν ἑλληνικό ναό τῆς Ὀδησσοῦ, στήν Ἁγία Τριάδα καί παραμένει στά ξένα χώματα πενήντα χρόνια.
Στίς 14 Ἀπριλίου 1871, μία ἀντιπροσωπεία Ἑλλήνων μεταφέρει μέ τό ἑλληνικό πλοῖο «Βυζάντιον» τό λείψανο τοῦ πατριάρχη στήν ἐλεύθερη Ἑλλάδα. Ἔφτασε ἐπιτέλους ἡ ὥρα τοῦ χρέους, νά τοῦ ἀποτίσουν ἐπάξια οἱ Ἕλληνες φόρο τιμῆς. Μέ κανονιοβολισμούς, μέ σημαῖες προϋπαντοῦν τόν ἐθνομάρτυρα πλήθη λαοῦ στό λιμάνι τοῦ Πειραιᾶ. Στό πολεμικό «Βασιλεύς Γεώργιος» τό ὁποῖο καλωσορίζει τό «Βυζάντιον», ἐπιβαίνουν ἡ Ἱερά Σύνοδος καί ὁ ὑπουργός τῶν Ἐκκλησιαστικῶν. Μέ δάκρυα ἀσπάζεται τή λάρνακα πρῶτα ὁ ὑπουργός Ἀθ. Πετμεζᾶς. Ὕστερα ἡ Ἱερά Σύνοδος παραλαμβάνει τό λείψανο καί τό ἀποθέτει μέσα σ’ ἕνα κουβούκλιο. Θά παραμείνει στό πλοῖο μέχρι τήν 25η Ἀπριλίου.
Ξημερώνει ἡ ξεχωριστή αὐτή μέρα γιά τόν ἐλεύθερο Ἑλληνισμό. Πανηγυρικά γιορτάζονται τά 50χρονα τῆς Ἐθνεγερσίας τοῦ 1821, "πρωτόλειο" σφάγιο τῆς ὁποίας, πρῶτος καρπός, εἶναι ὁ πατριάρχης τῆς Ὀρθοδοξίας. Καί γίνεται λαμπρότερος ὁ ἑορτασμός της μέ τήν ἀνακομιδή τῶν ὀστῶν του. Στήν Ἀθήνα ὑποδέχονται τό λείψανο ὁ πρωθυπουργός Ἀλ. Κουμουνδοῦρος, ἡ Ἱερά Σύνοδος, οἱ ἀρχιερεῖς, τό ὑπουργικό συμβούλιο καί οἱ βουλευτές. Μεταφέρεται στόν μητροπολιτικό ναό καί φυλάσσεται μέχρι σήμερα σέ λευκό μαρμάρινο τάφο.
Ἕνα χρόνο ἀργότερα, τήν 25η Μαρτίου 1872, γίνονται τ’ ἀποκαλυπτήρια τοῦ ἀγάλματος τοῦ Γρηγορίου στά προπύλαια τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Ὁ ποιητής Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης ἀπαγγέλλει μέ τή βροντερή φωνή του τό ἀριστουργηματικό ἐκπόνημά του ἀφιερωμένο στόν μαρτυρικό Πατριάρχη. Ἀπό τήν πετυχημένη ἀπαγγελία τόσο πυροδοτεῖται τό ἀκροατήριο, πού συγκλονισμένο δέν χορταίνει νά ἐπαναλαμβάνει τήν ἐπωδό: «Ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη χαλασμός / κρεμοῦν τόν Πατριάρχη! / Χτυπᾶτε πολεμάρχοι! / Μή λησμονεῖτε τό σχοινί, / παιδιά, τοῦ πατριάρχη!».
Ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας τό 1921 ἀνακηρύσσει ἅγιο τόν ἱερομάρτυρα ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως καί οἰκουμενικό πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ καί ὁρίζει νά γιορτάζεται ἡ μνήμη του στίς 10 Ἀπριλίου. Ὁ τόπος τῆς ἀγχόνης του, ἡ μεσαία πύλη τοῦ Πατριαρχείου, παραμένει ἀπό τότε γιά πάντα κλειστή, γιά νά θυμίζει τή μεγάλη θυσία καί νά διασαλπίζει στούς Ἕλληνες κάθε γενιᾶς πώς τό ἄλικο αἷμα τοῦ πατριάρχη πότισε, ζωογόνησε τό δένδρο τῆς λευτεριᾶς. Κι ὕστερα γίνηκε τό θαῦμα. Ξεπετάχτηκε μέσα ἀπό τή στάχτη ἡ νεκραναστημένη Ἑλλάδα!