Περασμένα μεσάνυχτα. Μιά Ἑλληνίδα τρέχει ἐναγώνια στό Κυβερνεῖο. Συναντᾶ τόν Κυβερνήτη ξάγρυπνο, σκυμμένο πάνω σέ κάποια ἔγγραφα. Ταραγμένη τοῦ μεταφέρει μιά τρομερή εἴδηση, πού τήν ἄκουσε ἀπό ἕναν γάλλο ἀξιωματικό. «Δέν θά τολμήσουν νά τό κάνουν αὐτό τό ἔγκλημα οἱ Μαυρομιχάλες...», τῆς τονίζει ἀποφασιστικά καί προσπαθεῖ νά τή γαληνεύσει.
Χάραμα τῆς μοιραίας ἐκείνης Κυριακῆς. 27η Σεπτεμβρίου 1831. Φεύγει ὁ Καποδίστριας ἀπό τό «ταπεινόν Κυβερνεῖον ὄρθρου βαθέος», στίς 6.00 τό πρωί, καί κατευθύνεται στό ναό τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος στό Ναύπλιο, γιά νά παρακολουθήσει τή θεία Λειτουργία. Ἀπό τότε πού ἀνέλαβε τό τιμόνι τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους, ἐκτελεῖ πάντα τήν ἴδια εὐλογημένη συνήθεια. Δέν προλαβαίνει ὅμως νά μπεῖ στήν ἐκκλησία, κι οἱ σφαῖρες καί τό μαχαίρι τοῦ Γεωργίου καί τοῦ Κωνσταντίνου Μαυρομιχάλη τόν ρίχνουν κάτω νεκρό. «Τά τελευταῖα βλέμματα τῆς ζωῆς του δέν ἔσβησαν εἰρηνικά ἐπάνω στίς πράσινες φυλλωσιές τῆς πατρίδας του, τῆς Κέρκυρας. Ἔσβησαν ματωμένα ἐπάνω στή σπασμένη παραστάδα τῆς πύλης τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος, στό Ναύπλιο...», σημειώνει γλαφυρά ἡ ἱστορικός Ἑλένη Κούκκου.
Σύσσωμος ὁ λαός θρηνεῖ γοερά τόν στυλοβάτη καί ἀναμορφωτή τῆς νέας Ἑλλάδας, τόν πατέρα καί προστάτη τῶν ὀρφανῶν καί κατατρεγμένων. Δέν μπορεῖ νά πιστέψει στό ἐθνικό ἔγκλημα πού διαπράχθηκε. Δέν μπορεῖ νά διανοηθεῖ τήν ἀπρόσμενη ἀπουσία τοῦ μεγάλου ἄνδρα. Δέν εἶναι δυνατόν αὐτός πού «ἔβαλε τά θεμέλια καί ἔχτισε ἐπάνω στά χαλάσματα, πέτρα-πέτρα, ὅλες τίς μορφές τῆς ὀργανώσεως καί διοικήσεως ἑνός κράτους πού ἀναγεννήθηκε ἀπό τή στάχτη του» νά κείτεται ξαφνικά νεκρός.
Τό πρῶτο φύλλο τῆς Γενικῆς Ἐφημερίδας τῆς Κυβερνήσεως κυκλοφορεῖ μέ μεγάλο μαῦρο περιθώριο κι ἐκφράζει τόν πόνο τῶν Ἑλλήνων γιά τόν ἄδικο χαμό τοῦ Κυβερνήτη τους: «Τρομερόν καί φρικτόν ἄκουσμα! Μέγα καί ἀνήκουστον δυστύχημα κατέλαβε τήν Ἑλλάδα! Ἄνδρες αἱμάτων κατέβαψαν τάς ἀνοσίους χεῖρας των εἰς τό αἷμα τοῦ Πατρός τῆς Πατρίδος!... Ὁποία ἐκπληκτική λύπη καί ἀδημονία κατεκυρίευσεν εὐθύς ὅλους!...».
Μικροί, μεγάλοι ντύνονται πένθιμα. Βάφουν τά σεντόνια τους μαῦρα καί σκεπάζουν τίς προσόψεις τῶν σπιτιῶν τους ἀπό τή σκεπή μέχρι τό ἔδαφος. Ὅλα τά σπίτια τοῦ Ναυπλίου, ἀπ’ ὅπου θά περνοῦσε ἡ νεκρώσιμη πομπή, παρόμοια εἰκόνα παρουσιάζουν. Τί νά τό κάνουν τό φῶς, ἀφοῦ ὅλα σκοτείνιασαν γύρω τους σάν ἔχασαν ἀπό ἀνάμεσά τους τή γλυκειά, τήν ἱλαρή αὐτή μορφή;
Τό σῶμα τοῦ φιλόστοργου Κυβερνήτη ταριχευμένο προσμένει νά ὁδηγηθεῖ στήν τελευταία του κατοικία μετά τό τέλος τῶν ἀνακρίσεων. Κυλοῦν 22 μέρες, καί τότε τελεῖται ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία. Ἀπό τό παλάτι τῆς Κυβέρνησης ξεκινᾶ ἡ ἐπικήδεια πομπή μέ κατεύθυνση τό ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Σαλπιγκτές, ἱππικό, πυροβολικό, πεζικό, ἐκκλησιαστικά πρόσωπα, τό σῶμα τῆς Γερουσίας, μαθητές μέ τούς δασκάλους τους κι ἕνα ἀμέτρητο πλῆθος λαοῦ περιστοιχίζουν τήν ὑψηλή Ἐξοχότητα. Κλαυθμοί, ὀδυρμοί, στεναγμοί ἠχοῦν ἀσταμάτητα. Ἀπ’ ὅπου κι ἄν περνᾶ ἡ σορός οἱ εὐεργετημένες καρδιές σπαράζουν κι οἱ φωνές συνταιριασμένες ὅλες μαζί φωνάζουν εὐγνώμονα «πατέρα»! Μπροστά σ’ ἕνα τέτοιο θλιβερό σκηνικό κι ὁ πιό ἄτεγκτος λυγίζει. Καί τά πιό σκληρά αἰσθήματα μαλακώνουν.
Μά, πῶς νά μή θρυμματίζεται ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξή τους, ὅταν συλλογίζονται σέ πόσες θυσίες ἀναλώθηκε, πόσες κακουχίες ὑπέμεινε, τί ὄνειρα ἔπλαθε γιά τήν ἀναστήλωση τῆς πατρίδας! Αὐτός εἶναι πού ἀρνήθηκε νά δεχθεῖ τό μισθό πού τοῦ ὅρισε ἡ Βουλή κι ἡ Γερουσία. Μποροῦσε ὁ ἴδιος νά κολυμπᾶ στό χρῆμα, τή στιγμή πού τό ἐθνικό ταμεῖο κατέρρεε; Αὐτός εἶναι πού ὑποθήκευσε τή μεγάλη ἀκίνητη πατρική περιουσία του στήν Κέρκυρα, μέ σκοπό ν’ ἀγοράσει τροφές ἀπό τήν Ἰταλία καί νά σώσει ἀπό τή μάστιγα τῆς πείνας τούς κατοίκους τοῦ Ναυπλίου καί πιότερο τά φίλτατά του παιδιά, «τό ροδόχρουν τοῦτο ὄνειρον τῆς Ἑλλάδος», ὅπως τρυφερά τ’ ἀποκαλοῦσε. Αὐτός εἶναι πού ἀδιαφοροῦσε γιά τήν ὑγεία του, ἐργαζόταν σκληρά, διαρκῶς ξαγρυπνοῦσε, γιά νά δρομολογήσει τήν ἁλυσίδα ποικίλων ἔργων, πού θά κοσμοῦσαν τή νέα Ἑλλάδα.
Πῶς, λοιπόν, νά μή χύνουν ποτάμι τά δάκρυα, σάν συνέχονται ἀπό τή στυγερή δολοφονία του; Ἀντί νά γευθεῖ ὁ μεγάλος εὐεργέτης τους, ὁ χαρισματοῦχος, ὁ ἀνύσταχτος Κυβερνήτης τους τό γλυκό ποτό τῆς εὐγνωμοσύνης, δοκιμάζει τό φαρμάκι τοῦ μίσους καί τῆς ἐμπάθειας στίς σφαῖρες πού τοῦ φύτεψαν. Δακρύβρεχτα τά πολυπληθῆ γράμματα, πού καταφθάνουν ἀπό πόλεις καί χωριά στή Διοικητική Ἐπιτροπή τῆς Ἑλλάδας. Ὅλα ἀντανακλοῦν τό σπαραγμό ψυχῆς τοῦ λαοῦ γιά τήν ἀναπάντεχη ὀρφάνια του. Ἐκεῖνα ὅμως πού πιότερο ματώνουν τήν καρδιά καί τή συγκλονίζουν εἶναι τά γράμματα τόσων παιδιῶν, μαθητῶν, πού ζεστάθηκαν ἀπό τό χάδι καί τή στοργή τοῦ Κυβερνήτη. Νά πῶς ἐκφράζονται αὐτά τά χαριτωμένα πλάσματα:
«Ἀγαπημένε μας, τρυφερέ Πατέρα! Μέ τό θάνατό σου σκοτείνιασαν ὅλα γύρω μας. Τά λουλούδια μαράθηκαν. Τά πουλιά σώπασαν. Ὅλα βουβάθηκαν ἀπό τίς δικές μας παιδικές καί νεανικές κραυγές, πού τίς στέλνουμε στόν οὐρανό μαζί μέ τούς λυγμούς μας... Ἐκεῖνοι πού σέ σκότωσαν θά εἶναι γιά πάντα καταραμένοι. Γιατί σκότωσαν τήν ἐλπίδα μας. Σκότωσαν τήν παρηγοριά μας. Τή δύναμη. Τό φῶς γιά ἕνα καλύτερο αὔριο. Γιατί σκότωσαν ἐσένα, ἀγαπημένε μας Κυβερνήτη-Πατέρα!...».