Πέρα στή μακρινή Κολχίδα τοῦ Ἰάσονα, τά ἀνυπόταχτα, ἄγρια βουνά τοῦ Πόντου, ἀγέραστα καί πάντα θαλερά, ρίχνουν βαρύ τόν ἴσκιο τους στό διάβα τῆς ἱστορίας.
Πάνω τους σημάδεψε ἀνεξίτηλο τό πέρασμά του ὁ Ἑλληνισμός ἀντάμα μέ τήν Ὀρθοδοξία. Αἰώνιοι, πέτρινοι ὄγκοι στέκουν ἐκεῖ κι ὁριοθετοῦν τήν πολυτάραχη, πολύχρονη ἱστορία τοῦ Πόντου. 1453! Ὁ θρῆνος γιά τήν ἅλωση τῆς Πόλης ἔφτασε ὥς τά μαυροθαλασσίτικα ἀκρογιάλια: Νά ἠλί ἐμᾶς, νά βάϊ ἐμᾶς πάρθεν ἡ Ρωμανία, μοιρολογοῦν τά ἐγκλησίας κλαῖγνε τά μοναστήρια. Θρήνησε, ἔσκυψε τό κεφάλι ὁ λαός, μά δέν ὑποτάχθηκε. Κράτησε τήν ψυχή του ἀδούλωτη. Κι ἦταν αὐτή ἡ καρτερία τῆς ψυχῆς του ἡ πρώτη οὐσιαστική ἀντίσταση στόν τοῦρκο δυνάστη. Κορυφαία ἐκδήλωση αὐτῆς τῆς ἀντίστασης στάθηκε τό θρυλικό ἀντάρτικο. Θρησκεία, οἰκογένεια, τιμή καί πατρίδα, ἀξίες αἰώνιες, ἀνεκτίμητες ἔκαναν ὥστε νά προβάλει στό διάσελο τῆς ἱστορίας μιά νέα, ἄγρια καί τραχειά κλεφτουριά ὡς συνέχεια ἐκείνης τῆς ἐπανάστασης τοῦ 1821. Ὁ συγγραφέας Δημ. Ψαθᾶς στό ἔργο του «Γῆ τοῦ Πόντου» χαρακτηρίζει τόν ἔνοπλο αὐτό ἀγώνα ὡς «ἕνα ἔπος γραμμένο ἀπό μεγάλο ποιητή πού χάθηκε τό μεγαλύτερό του μέρος» (σελ. 365). Ὅ,τι περισώθηκε, ὡστόσο, σκιαγραφεῖ τό σύνολο. Σέ πολλά σημεῖα τῆς ἱστορικῆς αὐτῆς σελίδας θά μποροῦσε κανείς νά σταθεῖ. Θά προτιμήσουμε ὅμως νά ρίξουμε μιά ματιά στά κεμαλικά χρόνια, τότε πού ἡ ἐπανάληψη τῶν διωγμῶν ἔγινε ἀγριότερη ἀπό πρῶτα καί τά βουνά γέμισαν ἀπό τούς πόντιους ἀντάρτες καί τίς μαῦρες ζίπκες τους. Γύρω τους μαζεύονται τά ἄοπλα γυναικόπαιδα. Φοβοῦνται, κι ὄχι ἄδικα, πώς ἡ παραμονή τους στά χωριά ἤ στίς πόλεις τους εἶναι ἐκ τῶν προτέρων καταδικασμένη. Ἡ σκιά τῶν ὁπλισμένων αὐτῶν πατριωτῶν τούς ἀναπτερώνει τήν «ἀποσταμένη ἐλπίδα». Εἶναι ἄνισος ὁ ἀγώνας, μά δέν εἶναι οὔτε ἡ πρώτη οὔτε κι ἡ τελευταία φορά πού ἡ φυλή μας ἀναμετριέται μέ κολοσσούς. Ὁ Δημ. Ψαθᾶς στό προαναφερθέν ἔργο του παρατηρεῖ: «Ἐξ αἰτίας τοῦ πλήθους τοῦ τούρκικου στρατοῦ πολλές φορές οἱ ἀντάρτες βρισκόντουσαν κυκλωμένοι, κι ὅμως δέν εἶχαν μόνο τήν ἔγνοια πῶς νά ξεφύγουν, ἀλλά νά βγάλουν πρῶτα ἔξω ἀπό τόν κλοιό τά γυναικόπαιδα. Δέν ἔχει νά ἀναφέρει πολλά τέτοια παρόμοια ἡ ἱστορία μας. Μόνο τό Μεσολόγγι καί τό Σούλι» (σελ. 364-365). Ὁ Παῦλος Τσαουσίδης, παλιός ὁπλαρχηγός στόν Πόντο, πού ἔφτασε στήν ἐλεύθερη Ἑλλάδα μέ τήν ἀνταλλαγή κι ἔζησε στήν Ἔδεσσα, δίνει τίς ἑξῆς ἐνδιαφέρουσες πληροφορίες στίς ἀνέκδοτες διηγήσεις του: «Ἡ περιοχή ὅπου ἤμουν ἀρχηγός τομέως ἦταν τό πέμπτο τμῆμα Τόπ-Τσάμ μέ ἀρχηγό τόν Ἀναστάσιο Παπαδόπουλο. Ἤμασταν περίπου χίλιοι ὁπλίτες καί πολλές χιλιάδες ἄμαχος πληθυσμός. Κρατούσαμε μιά ἔκταση περίπου 25 χιλιόμετρα. Κάθε τμῆμα ἄνοιγε χαρακώματα, ὅπου φύλαγαν οἱ ὁπλίτες, καί στά βάθη τῶν βουνῶν χτίζαμε καλύβες ὅπου σιγουρεύαμε τά γυναικόπαιδα... Ὁ ὁπλισμός μας ἦταν λειανοντούφεκα... Δέν εἴχαμε ἀπό πουθενά καμιά βοήθεια, ἐκτός ἀπό τά λίγα τρόφιμα καί σκεπάσματα πού ᾿παίρναν φεύγοντας οἱ οἰκογένειες μαζί τους. Ἀπίστευτες ἦσαν οἱ διαφορές τῶν ἀντίμαχων δυνάμεων. Τύχαινε, δηλαδή, ὄχι σπάνια, δέκα καί μόνο ἀντάρτες νά πολεμοῦν μ᾿ ἑκατοντάδες Τούρκους κι ὡστόσο νά τά βγάζουν πέρα, κρατώντας μακριά ἀπ᾿ τά χαρακώματά τους τά λεφούσια. Ἴσως γιατί ξέραν ὅτι τό λύγισμά τους θά σήμαινε ὄχι μονάχα τόν δικό τους ἀφανισμό, ἀλλά καί τή σφαγή τῶν γυναικῶν καί τῶν παιδιῶν τους». Κι ὁ Δημ. Ψαθᾶς στή «Γῆ τοῦ Πόντου» καί πάλι συνοψίζει: «Ἄγριες, πεισματικές, παράξενες οἱ μάχες πού δινόντουσαν, γιατί ἐνῶ κροτάλιζαν τά πολυβόλα καί βροντοῦσαν τά κανόνια, κι ἐνῶ οἱ μαυροφορεμένοι ἐκεῖνοι ἄντρες, κολλημένοι ἐπάνω στά βράχια τους -ἕνα μέ τίς πέτρες-, σημάδευαν καί ρίχναν, λίγο παρά πίσω χιλιάδες γυναικόπαιδα προσεύχονταν μέ ἀγωνία ἤ ψέλνανε ἤ ἔκλαιγαν, σάν ἕνας συγκλονιστικός χορός ἀρχαίας τραγωδίας πού ἔγραψε ὁ πιό τραγικός ἀπ᾿ ὅλους τούς ἀρχαίους ποιητές» (σελ. 370). Κι ὁ προαναφερθείς ὁπλαρχηγός Π. Τσαουσίδης συμπληρώνει: «Εἴχαμε καί ὁρισμένα μέρη προσευχῆς σέ κάθε τμῆμα. Ἐνῶ ἡ μάχη συνεχιζόταν, ὁ ἄμαχος πληθυσμός μέ τούς παπάδες προσευχότανε κάνοντας παρακλήσεις στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο». Τό ἀντάρτικο τοῦ Πόντου, ἔκφραση τῆς ἀδούλωτης ἑλληνικῆς ψυχῆς πού «ζυγόν δέν ὑπομένει», «προσέφερε πολλά καί ἀπό γενικότερη ἄποψη, ἀφοῦ ὁ Κεμάλ ἀναγκαζόταν νά στέλνει καί νά ἀπασχολεῖ πολύ στρατό στά βουνά, τήν ὥρα πού εἶχε ἀνάγκη στό μέτωπο κι ἀπό τόν τελευταῖο στρατιώτη», ὑπογραμμίζει ὁ Δημ. Ψαθᾶς (σελ. 370). Ἀλλά καί σέ μᾶς τούς Νεοέλληνες τοῦ 21ου αἰώνα ἔχει σπουδαῖα μηνύματα νά στείλει. Σιωπηλοί κάποτε καί ξεχασμένοι ἥρωες καί μάρτυρες, πού βάδισαν «ὁδούς σκληράς», «θλιβόμενοι, στενοχωρούμενοι, ἀπορούμενοι, διωκόμενοι, καταβαλλόμενοι» (πρβλ. Β΄ Κο 4,8), «ἐν φυλακαῖς, ἐν αἰχμαλωσίαις, ἐν πικραῖς δουλείαις» μά ἀλύγιστοι, στέκουν ὡς νεότεροι ὁδοδεῖκτες στήν ἐθνική καί τήν προσωπική μας πορεία. Πέρα στή μακρινή Ἀνατολή τ᾿ ἀγέραστα καί πάντα θαλερά βουνά τῆς πατρώας γῆς στέλνουν τά δικά τους μηνύματα στό διάβα τῆς ἱστορίας. Μουρατίδου Ἐλισάβετ
Θεολόγος |