Super User

Super User

Κυριακή, 21 Αύγουστος 2016 03:00

"Δίδαξον ἡμᾶς προσεύχεσθαι"

  Ἄργησε! Ἔρριξε τό ἱμάτιο στούς ὤμους του καί βγῆκε στό λιθόστρωτο. Μήτε πού τό κατάλαβε πῶς σκόνταψε στόν τρίβωνα πού ἔπεφτε ἀσουλούπωτα ἀπό τούς ὤμους τοῦ κοντοῦ διαβάτη, πού σουλάτσαρε ἀμέριμνα.
 - Σωκράτη! ἀναφώνησε ὁ Ἀλκιβιάδης, συμπάθα με! Μά ποῦ ἀλήθεια τριγυρνᾶς πρωί-πρωί;
 Τοῦ γέροντα τά μάτια φωτιστῆκαν καλοκάγαθα.
 - Ἐγώ, μακάριε; Ἐσύ ποῦ τό ᾿βαλες μέ τόση βιάση ἀπ᾿ τά χαράματα;
 - Πηγαίνω νά προσευχηθῶ στήν πολιάδα Ἀθηνᾶ, ἀπάντησε σχεδόν λαχανιασμένα τό παιδί.
 Ὅμως τά χείλη τοῦ ἄλλου εἴχανε μισανοίξει μ᾿ ἀπορία κι ἔκπληξη.
 - Ὦ θεσπέσιε! Ξέρεις ἀλήθεια νά προσεύχεσαι; Μά πές μου, ποιός σοῦ τό ᾿μαθε αὐτό;
 Ὁ νέος ἐκνευρίστηκε. Μέσα στά μάτια πού ἀνοίγανε μέ τόση συλλογή εἶδε σπιθίζουσα τή γνώριμη εἰρωνεία π᾿ ἀναστάνωνε τήν πόλη του.
 - Ὦ Σωκράτη, τραύλισε ἀνυπόμονα, δέν ἔχω χρόνο σήμερα γι᾿ αὐτά.
 - Στάσου, στάσου, ἀγαθέ, τόν ἔκοψε ὁ γέροντας. Πῶς θά προσευχηθεῖς; Πῶς ἡ ἀνθρώπινή σου ἄγνοια θά ἐγγίσει τό θεό;... Πρέπει νά περιμένουμε, μακάριε.
 - Νά περιμένουμε... πότε, Σωκράτη; Ποιός ἄνθρωπος θά μᾶς διδάξει προσευχή;
 - Αὐτός πού νοιάζεται γιά σένα, φίλε μου. Αὐτός πού θ᾿ ἀφαιρέσει τά σκοτάδια ἀπ’ τήν ψυχή.
 - Ἀλήθεια; -μουρμούρισε σχεδόν συνεπαρμένα τό παιδί- κι ὕστερα, σάν νά ξυπνοῦσε ἀπότομα ἀπό τή μαγγανεία τοῦ δασκάλου του:
 - Ὦ Σωκράτη, ἔκαμε χάνοντας τή γνώριμη συγκράτηση μπρός στά λευκά μαλλιά. Καλά τό λέν πώς εἶσαι σοφιστής. Κι ἀνασηκώνοντας τόν ὄμορφο χιτώνα του χάθηκε βιαστικά στοῦ δρόμου τή στροφή.
  Μές στή γαλήνη τοῦ ναοῦ, μπρός στό πανέμορφο ἄγαλμα τῆς Πολιάδας πού ἔλαμπε, ὁ Ἀλκιβιάδης ψέλλιζε, μέ τήν ψυχή του μαζεμένη στή φωνή, τόν ὕμνο πού ἔμαθε παιδί. Μά οἱ ἐξαίσιοι στίχοι του σκοντάψανε ἀπρόσμενα σέ ᾿κείνη τήν εἰρωνική φωνή πού ξεπετάχθηκε στή μνήμη του: «Πῶς ἡ ἀνθρώπινή σου ἄγνοια θά ἐγγίσει τό θεό;».
 Κόμπιασε τό παιδί· φουρκίστηκε. Αὐτός ὁ σοφιστής... Στά μάτια του κοντεύαν ν᾿ ἀνεβοῦνε θυμωμένα δάκρυα. Τό ᾿νιωθε ἡ ἐφηβική ψυχή τό ἀναπάντητο ἐρώτημα πού ᾿χε ἐκτοξεύσει ὁ παράξενός του δάσκαλος. Κι ὅμως ζητοῦσε νά προσευχηθεῖ ὁ Ἀλκιβιάδης, νά συναντήσει τόν ἀθάνατο, τόν ἄπειρο θεό...
  Ἤθελε νά προσευχηθεῖ. Ἦταν ἀνάγκη τῆς ψυχῆς του, πεῖσμα της· ἀνάμνηση θαμπή -κατά πῶς θά ᾿λεγε ὁ Πλάτωνας· μιά νοσταλγία δειλινοῦ στόν κῆπο τῆς Ἐδέμ. Ἐκεῖ, σάν τά βουνά ντυνόντανε τά ἑσπερινά τους φωτοστέφανα καί ἡ ἀνθρώπινη ψυχή, ἁγνή καί παρθενεύουσα, ἀφουγκραζότανε τ᾿ ἀγαπημένα χνάρια τοῦ Θεοῦ καί τοῦ κουβέντιαζε ἔτσι ὅπως φίλος μέ τόν φίλο πού πεθύμησε, ὅπως παιδί μέ τόν γονιό του πού ἀγάπησε. Προσευχή· ἀκούμπημα τῆς ἀθωότητας ἀπάνω στήν καρδιά τοῦ πλαστουργοῦ Θεοῦ στόν κῆπο τοῦ Παράδεισου...
  Ἔμεινε τούτη ἡ νοσταλγία ζωντανή, κραυγάζουσα, στό θρῆνο τοῦ ἐξόριστου Ἀδάμ· γενιές γενιῶν ζητοῦσε νά προσευχηθεῖ, νά μπολιαστεῖ στήν κοινωνία τῆς ψυχῆς του μέ τόν ἄπειρο Θεό του, τόν ποθούμενο. Μόνο πού λάσπωσε ἡ φθορά τήν ἅγια μνήμη τῆς εἰκόνας Του κι ἀνήμπορος σήκωνε προσευχόμενος τά χέρια του στό τίποτα· σέ ὡραῖα καμωμένα εἴδωλα πού τόν κοιτούσανε βουβά. Κι ὅμως, ἐπίμονα, παρακαλεστικά σήκωνε ὁ ἄνθρωπος τά χέρια του πασχίζοντας κι ἀπό τίς τέσσερις γωνιές τῆς γῆς ν᾿ ἀγγίξει πάλι λίγο οὐρανό. Καί πιό πολύ ἐκεῖ, στήν πόλη τήν κλεινή, τήν ἰοστέφανη, π᾿ ἀχτιδοβόλησε σοφία καί πολιτισμό· ναοί, ναΐσκοι, οἶκοι, ἀναθήματα, ἀπ᾿ τήν ἀστράπτουσα ζωφόρο τῆς παρθένας Ἀθηνᾶς μέχρι τίς στῆλες τῶν Ἑρμῶν καί τ᾿ ἀετώματα τοῦ Ποσειδώνα, προσευχή. Μά μές στούς δρόμους τῆς Ἀθήνας τῆς κατείδωλης ἕνα κοντόσωμο ἀνθρωπάκι, πού τό ὄνομά του ἔμελλε νά σημαδέψει ἐποχές, πλανιότανε ρωτώντας ἐναγώνια: «Πῶς ἡ ἀνθρώπινή σου ἄγνοια θά ἐγγίσει τό θεό;».

  proseuxomena xeriaΤαξίδεψε τό ἐρώτημα, ἡ ἀναπάντητη κραυγή τοῦ νοσταλγοῦ Ἀδάμ ἀπό τήν ἀπορία τοῦ ἕλληνα σοφοῦ στά χείλη τῶν ἁπλοϊκῶν ψαράδων πού ἱκετεύουνε τόν Ἁλιέα τῶν ψυχῶν: «Κύριε, δίδαξον ἡμᾶς προσεύχεσθαι».
  Κι Αὐτός, ἡ Προσευχή, ἡ Κοινωνία ἡ νοσταλγούμενη κάθε ἀνθρώπινης καρδιᾶς, τούς δίνει λέξεις καί καρδιά, γιά νά προσεύχονται· καρδιά λουσμένη μέ τή χάρη τοῦ Παράκλητου, γιά νά μπορέσει ἡ χωμάτινή μας ὕπαρξη νά ἀγγίξει τή διάσταση τοῦ αἰώνιου· νά πεῖ τόν πλαστουργό Θεό πατέρα της· κι ἔτσι ὑψωμένη ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό ἀγγελικά νά τόν δοξολογεῖ, ἀγγελικά νά λαχταρᾶ τόν ἐρχομό τῆς βασιλείας του μές στῶν ἀνθρώπων τίς καρδιές, ἀγγελικά νά παραδίνεται στό ζωηφόρο θέλημα, καί μέ τήν ἀμεριμνησία τοῦ παιδιοῦ ν᾿ ἀφήνει τή φροντίδα της στά πατρικά, ἀγαπημένα χέρια του, αὐτά πού τρέφουνε καί συντηροῦν τά σύμπαντα· αὐτά πού ἀνοῖξαν στό σταυρό, γιά νά τή δέσουν μέ τή διπλανή ἀνθρώπινη καρδιά στήν κοινωνία τοῦ «ἡμῶν». Κι ἔτσι ἀγαπώντας, συγχωρητικά νά ἱκετεύει αὐτό πού περισσότερο ποθεῖ: συγχώρεση, λύτρωμα ἀπ᾿ τήν κηλίδα πού ματώνει τήν εἰρήνη της, γιά ν᾿ ἀναφέρεται ἀνάλαφρη, ἁγνή στό πρῶτο κάλλος τῆς εἰκόνας της κράζουσα μυστικά καί ἀδιάλειπτα «ἀββᾶ, ὁ Πατήρ». Πάτερ ἡμῶν· μιά προσευχή γιά νά ἐγγίσουμε Θεό· νά ἀγαπήσουμε ξανά Θεό καί ἄνθρωπο, χαράσσοντας λυτρωτικά στόν μέσα κόσμο μας τό σχῆμα τοῦ σταυροῦ ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό· ἀπό τήν κλειδωμένη μας καρδιά στόν ἀδελφό· μιά προσευχή πού μᾶς τή δίδαξαν τά χείλη τοῦ Θεοῦ, τύπος τῆς κάθε προσευχῆς πού θ᾿ ἀναπέμπουμε.
  Ταξίδεψαν οἱ εὐλογημένες λέξεις της ἀπό τή θεοβάδιστη Ἀνατολή μέχρι τήν περιμένουσα πατρίδα μου, νά μάθει ἐπιτέλους νά προσεύχεται· νά τίς προφέρουν ἀδιάκριτα γέροντες καί παιδιά, σοφοί κι ἀγράμματοι· τά νήπιά της νά ἀρχίζουνε μ᾿ αὐτές τή μέρα στό σχολειό· κι ἀπ᾿ ἄκρη σ᾿ ἄκρη, στό γαλάζιο καί στό πράσινο ν᾿ ἀνθίσει προσευχή· ναοί, ναΐσκοι, λευκοί σταυροί στῶν γλάρων τούς ἀναβαθμούς, καί στ᾿ ἀετώματα τῶν κορυφῶν ξωκκλήσια τοῦ Ἁι-Λιᾶ· τροῦλοι χρυσοί νά εὐλογοῦνε σιωπηλά τίς πόλεις μας, καί τάλαντα στίς ἐξοχές μας νά μηνοῦν Ἑσπερινό. Καιόμενο λιβανωτό ἡ πατρίδα μου! Στόν Ἄθωνα χέρια π᾿ ἀναμετροῦν τά «Κύριε, ἐλέησον» τήν ἀκουμποῦνε στήν ποδιά τῆς Παναγιᾶς.
   Κι ἀπ᾿ τά καμπαναριά μας κι ἀπ᾿ τά σήμαντρα φθάνει ζεστή στούς οὐρανούς ἡ προσευχή: «Κύριε, δίδαξον ἡμᾶς προσεύχεσθαι». Ἡ ἱκετεύουσα ἀγωνία τῆς μητέρας Ἐκκλησίας γιά τήν πατρίδα μας, τώρα πού κάποιοι μάχονται νά ξεγυμνώσουν τό γαλάζιο ἀπ᾿ τό στολίδι τοῦ σταυροῦ, καί νά ξεμάθουνε τήν προσευχή ἀπό τά χείλη τῶν νηπίων μας· ἡ ἱκετεύουσα ἀγωνία τῆς μητέρας Ἐκκλησίας γιά μᾶς, τούς κουρασμένους νοσταλγούς τοῦ σήμερα...
  Γιατί ἐμεῖς, οἱ θεοδίδακτοι τῆς προσευχῆς, ἐρχόμαστε καί πάλι νοσταλγοί, σηκώνοντας ξανά τά χέρια μας στό τίποτα· σ᾿ ὡραῖα καμωμένα εἴδωλα, ὅλα ἐκεῖνα τά φθαρτά πού ἀγαπήσαμε καί τά ᾿παμε ἐπιπόλαια στηρίγματα τῆς ζήσης μας· κι ἔτσι ἀπομένουμε μονάχοι μας, δίχως μιά προσευχή νά φέρει τόν Θεό Πατέρα μας συνοδοιπόρο στήν ὀδύνη μας. Μά ὁ Θεός μας εἶναι ἐκεῖ, γλυκύς καί πρᾶος, καρφωμένος στό σταυρό. Μᾶς περιμένει νά Τόν συναντήσουμε στήν ὀμορφιά τῆς προσευχῆς. Ἀρκεῖ νά Τόν ἀφήσουμε -ὅπως δίχως νά ξέρει τό ζητοῦσε ὁ Σωκράτης μας- νά ἀφαιρέσει τά σκοτάδια μας, τή λίθινη καρδιά μας, γιά νά μᾶς δώσει μιά καρδιά σάρκινη, μαλακωμένη μέ τό δάκρυ τῆς μετάνοιας, γιά νά χωρέσει τόν Παράκλητο· ἐν ἀληθείᾳ καί ἐν Πνεύματι νά ποῦμε προσευχή, νά λαχταροῦμε προσευχή, νά ἀπολαύσουμε, κρυφή χαρά μας, προσευχή· μέσα στήν προσευχή μας ν᾿ ἀνεβαίνουμε ἀπ᾿ τήν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος στή γλυκύτητα κάποιου χαμένου δειλινοῦ στόν κῆπο τῆς Ἐδέμ· νά ζοῦμε προσευχή, γιά νά μπορέσουμε νά ξαναζήσουμε Παράδεισο... Ἀμήν.

Μ. Παστουρματζῆ
Κυριακή, 13 Ιούλιος 2014 03:00

Μήπως πάει χαμένη γιά σένα;

5  Τή μεγάλη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἀπέναντί μας, μιά ἀγάπη πού δέν τήν ἀξίζουμε, ἐκφράζει ἡ Καινή Διαθήκη μέ τή λέξη χάρη. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ δίνεται ἁπλόχερα καί σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀλλά δέν τήν ἀξιοποιοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, καί ὑπάρχει πάντοτε κίνδυνος νά πάει χαμένη. Αὐτή εἶναι ἡ τραγικότερη συμφορά πού μπορεῖ νά συμβεῖ στόν ἄνθρωπο.

  Ἄν χαθεῖ ὁ ἥλιος ἤ τά ἄστρα, μικρό τό κακό. Ἄν λείψει ἡ χλωρίδα καί ἡ πανίδα, λίγη ἡ ζημία. Ἄν στερέψουν οἱ πηγές κι ἀδειάσουν οἱ ὠκεανοί, δέν εἶναι τόσο φοβερό. Ὅλα αὐτά μποροῦν νά προκαλέσουν μόνον ἐπίγεια κακά καί σωματικό θάνατο. Ἄν ὅμως πάει χαμένη ἡ χάρη, σαλεύεται τό σύμπαν. Γιατί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅ,τι ἡ ἕλξη γιά τόν πνευματικό κόσμο τοῦ ἀνθρώπου, ὅ,τι τό ὀξυγόνο γιά τήν ἀτμόσφαιρα τῆς ψυχῆς του, ἡ ἐγγύηση τῆς ἐσωτερικῆς ἁρμονίας καί ἰσορροπίας του, ἡ πηγή τῆς χαρᾶς καί τῆς εὐφροσύνης του. Στή χάρη τοῦ Θεοῦ περικλείεται ὅλο τό ἀπολυτρωτικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ.

  Ἀλλά πῶς χάνουμε τή χάρη τοῦ Θεοῦ; Τή χάνουμε, πρῶτον, ὅταν ἐπαναπαυόμαστε σέ κάποια ξερή γνώση γιά τή λύτρωση, ἀλλά δέν ἀνοίγουμε τίς καρδιές μας στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Τό γράμμα παίρνει τότε τή θέση τοῦ πνεύματος μέσα μας. Εἶναι σάν νά κατέχουμε μιά θαυμάσια βιβλιοθήκη χωρίς νά ξέρουμε τήν ἀλήθεια ἤ τή σοφία πού περιέχει. «Ἐσεῖς κατέχετε τή γῆ», εἶπε ἕνας ἄνθρωπος μέ αἴσθηση τῆς ὀμορφιᾶς στόν ἰδιοκτήτη ἑνός κτήματος. «Ἐγώ κατέχω τό τοπίο». Ἔτσι καί ἡ θεολογική γνώση μπορεῖ νά μήν ἐξελιχθεῖ ποτέ σέ ἀποδοχή τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Δεύτερον, μποροῦμε νά χάσουμε τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἄν συγκινηθοῦμε βέβαια ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά δέν ζήσουμε τή δύναμή της. Γιά αἰῶνες ὁ Νιαγάρας ἦταν μόνον ἕνα θαυμάσιο θέαμα, γιά νά τόν θαυμάζουν οἱ ἄνθρωποι, μέχρις ὅτου οἱ μηχανικοί βρῆκαν τόν τρόπο νά συλλάβουν τή δύναμη τοῦ νεροῦ του καί νά μετασχηματίσουν τή δύναμή του σέ φῶς καί ἐνέργεια. Ὁ σταυρός τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ νά γίνει ἁπλῶς ἕνα καταπληκτικό θέαμα, πού θά ἱκανοποιεῖ τό συναίσθημα χωρίς νά ὑποτάσσει τό θέλημα σέ ὑπακοή, χωρίς νά μετασχηματίζεται σέ διακονία ἤ θυσία, πού κάνει τήν ἀγάπη πραγματική. Ἄν ὁ σταυρός δέν γεννᾶ μέσα μας καί τά δύο, καί τήν ἐπιθυμία καί τή δύναμη νά κάνουμε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, δεχόμαστε τή χάρη τοῦ Θεοῦ στά χαμένα.

  Τέλος, μποροῦμε νά χάσουμε τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἄν ἐπαναπαυθοῦμε σέ μιά πραγματική ἐμπειρία μεταστροφῆς καί μετανοίας, ἀλλά δέν προχωρήσουμε νά ἐξερευνήσουμε τό πλῆρες νόημά της γιά τή ζωή μας, δέν ἐπιτρέψουμε στό Πνεῦμα τό Ἅγιο νά κυβερνήσει κάθε πτυχή μας -τή δουλειά μας, τή διασκέδασή μας, τίς σχέσεις μας μέ τούς ἄλλους κ.ἄ. Πολλοί χριστιανοί δέν ἔχουν προχωρήσει ποτέ σ' ἐκείνη τή βαθύτερη ἐμπειρία τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀνάπτυξή τους διακόπτεται, ὅπως ἕνα φυτό πού δέν ἀνθίζει ἤ δέν πολλαπλασιάζεται. «Αὐτός πού παύει νά γίνεται καλύτερος, παύει νά εἶναι καλός», εἶπε κάποιος (ὁ Ὄλιβερ Κρόμβελ). Ἡ μετάνοια δέν εἶναι μιά ἀποφασιστική στιγμή, ἀλλά εἶναι μιά ἀποφασιστική ζωή. Καί κάποιος πού βρῆκε τή χάρη, μπορεῖ νά τήν χάσει, ἄν δέν τήν καλλιεργήσει.

  Πρέπει ὅμως νά γνωρίζουμε καί κάτι ἄλλο, γιά νά μή χάσουμε τή χάρη τοῦ Θεοῦ· ὅτι αὐτήν δέν μποροῦμε νά εἴμαστε σίγουροι πώς θά τήν ἔχουμε πάντοτε στή διάθεσή μας. Τώρα πού βρίσκεται στό παρόν πρέπει νά τήν ἀποκτήσουμε. Τό τώρα, πού ἔχουμε στά χέρια μας, χρειάζεται νά ἀξιοποιήσουμε. Ὅπως ἀξιοποιοῦμε τό νερό ὅταν τρέχει, τόν ἥλιο ὅταν βγαίνει, ἔτσι πρέπει νά ἐκμεταλλευθοῦμε τόν καιρό καί τό χρόνο πού ζοῦμε αὐτή τή στιγμή, τίς συνθῆκες καί τή μέρα πού διαβαίνουμε στό παρόν. Αὐτός εἶναι ὁ εὐπρόσδεκτος καιρός καί ἡ ἡμέρα τῆς σωτηρίας.

  Πρόσεξε, ἀδελφέ μου: Ἐκεῖ στή χαράδρα τῆς ἁμαρτίας πού βρίσκεσαι καί κανείς δέν μπορεῖ νά σέ βοηθήσει, περνᾶ ἀπό μπροστά σου ἕνα σκοινί. Δέν εἶναι μπροστά σου πάντοτε· στήν κατάλληλη ὥρα ἅπλωσε τό χέρι σου καί ἅρπαξέ το. Ἀμέσως θά σέ τραβήξει στή σωτηρία καί στήν αἰώνια ζωή. «Ἐπιλαβοῦ τῆς αἰωνίου ζωῆς», λέει πάλι ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Τώρα, σήμερα, ἀδελφέ μου, πού κάποιος σέ πλησιάζει καί σοῦ δείχνει τόν τρόπο νά σωθεῖς, μήν ἀδιαφορήσεις. Κίνησε μέσα σου τήν πίστη καί πιάσε ἐπαφή μέ τό Θεό καί δέξου τή χάρη του.

Στέργιος Ν. Σάκκος

Παρασκευή, 05 Ιανουάριος 2024 02:00

Σέ τί διαφέρουν

agiasmos2  «Ποῦ ἔγκειται ἡ διαφορά τῶν δύο ῾Αγιασμῶν, τῆς πρώτης ἁγιάσεως κατά τήν παραμονή καί τῆς δεύτερης κατά τήν ἡμέρα τῶν Φώτων, ἐφ’ ὅσον οἱ ἀκολουθίες εἶναι οἱ ἴδιες, καί σέ τί εἰδικότερο χρησιμοποιεῖται ὁ καθένας;»
   Καί στίς δύο περιπτώσεις τελεῖται ἡ ἴδια ἀκριβῶς ἀκολουθία, μέ μόνη τή διαφορά ὅτι ὁ «πρόλογος» τῆς μεγάλης καθαγιαστικῆς εὐχῆς, δηλαδή ἀπό τό «Τριάς ὑπερούσιε...» μέχρι τό «συνεχόμενος φόβῳ ἐν κατανύξει βοῶ σοι», διαβάζεται μόνο κατά τήν ἡμέρα τῶν Θεοφανίων, ἐνῶ κατά τήν παραμονή ἡ εὐχή ἀρχίζει ἀπό τό «Μέγας εἶ, Κύριε...».
  Ὁ «πρόλογος» αὐτός δέν εἶναι κἄν εὐχή ἀλλά πανηγυρικό ἐγκώμιο τῆς ἑορτῆς, πού βέβαια δέν ἀλλοιώνει καθόλου τήν οὐσία τῆς ἀκολουθίας στήν ὁποία ἀποτελεῖ μεταγενέστερο καί ἐμβόλιμο στοιχεῖο.
 ῾Επομένως καί τῆς παραμονῆς καί τῆς ἑορτῆς ὁ ῾Αγιασμός εἶναι ἀκριβῶς ὁ ἴδιος, «μέγας   ῾Αγιασμός» καί στίς δύο περιπτώσεις. ῾Η νηστεία τῆς 5ης ᾿Ιανουαρίου δέν γίνεται γιά τόν ῾Αγιασμό, πού θά λάβουμε τήν ἑπομένη, ἀλλά γιά τήν ἴδια τή γιορτή τῶν Θεοφανείων. ῾Ιστορικά καί λειτουργικά πρόκειται γιά μία ἀκολουθία πού ἐπινοήθηκε ἤδη ἀπό τόν Ε´ αἰώνα νά τελεῖται καί κατά τήν παραμονή, γιά νά ἐξυπηρετοῦνται οἱ πιστοί. ᾿Αρχικῶς ὁ μέγας ῾Αγιασμός ἐτελεῖτο εἰς ἀνάμνησιν τοῦ βαπτίσματος τοῦ Κυρίου κατά τήν Παννυχίδα (ἀκολουθία ἐν εἴδει μικρῆς ἀγρυπνίας) τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανίων ἀμέσως μετά τήν ἀκολουθία τοῦ ῎Ορθρου. Στό ἁγιασμένο νερό, ἀπό τό ὁποῖο ἔπιναν καί ραντίζονταν οἱ πιστοί, γινόταν ἡ Βάπτιση τῶν κατηχουμένων. Οὐσιαστικά ὁ μέγας ῾Αγιασμός εἶναι εὐλογία τοῦ ὕδατος τοῦ βαπτίσματος, μέ τήν ὁποία μέχρι σήμερα παρουσιάζει τόσα κοινά.
῾Ο πατριάρχης ᾿Αντιοχείας Πέτρος ὁ Γναφεύς (465-475) πρῶτος σκέφθηκε νά διευκολύνει τούς χριστιανούς καί ὅρισε νά τελεῖται ὁ ῾Αγιασμός καί κατά τήν παραμονή «ἐν τῇ ἑσπέρᾳ». Πόσο ἦταν ἀναγκαία καί ἐπιβεβλημένη ἡ εἰσαγωγή αὐτοῦ τοῦ νεωτερισμοῦ φάνηκε ἀπό τήν ταχύτατη ἐπικράτηση αὐτῆς τῆς πράξεως.
Γιά νά χρησιμοποιήσουμε μία σύγχρονη παρομοίωση, συνέβη μέ τόν μέγα ῾Αγιασμό ὅ,τι ἀκριβῶς γίνεται στήν ἐποχή μας μέ τίς δύο θ. Λειτουργίες, πού τελοῦνται στούς μεγάλους ναούς τῶν πόλεων τήν ἴδια μέρα γιά τήν ἐξυπηρέτηση τῶν ἀναγκῶν τῶν πιστῶν.
 ῾Η διάκριση, πού θέλουν νά πιστεύουν μερικοί ὅτι ὑπάρχει ὡς πρός τή δύναμη καί τή χρήση τῶν δύο, ἤ μᾶλλον τοῦ ἑνός ῾Αγιασμοῦ, δέν εἶναι δικαιολογημένη.

Ἰ. Φουντούλης, καθηγητής τῆς Λειτουργικῆς

Πέμπτη, 04 Ιούλιος 2024 03:00

Τό μικρό... καί μεγάλο ἔλεος

symban  Ὁ πανάγαθος Θεός, πού δημιούργησε τά πάντα, ἀόρατα καί ὁρατά, «καλά λίαν» (Γε 1,31), τόν ἄνθρωπο τόν τοποθέτησε μέσα στήν τρυφή τοῦ παραδείσου· «Καί ἐφύτευσεν ὁ Θεός παράδεισον ἐν Ἐδέμ κατά ἀνατολάς καί ἔθετο ἐκεῖ τόν ἄνθρωπον, ὅν ἔπλασε» (Γε 2,8). Τό κατοικητήριο τοῦ ἀνθρώπου, ἡ γῆ μέ ὅλα τά εὐεργετήματά της, τά ἄπειρα ἐπίγεια ἀγαθά, περιλαμβάνεται στό «μικρό ἔλεος» τοῦ Θεοῦ. Σ᾿ αὐτό τό ἔλεος ἀνήκει ὅλος ὁ ὑλικός κόσμος. Ἐκδηλώνεται ἰδιαίτερα τό «μικρό ἔλεος» τοῦ Δημιουργοῦ μας μέ τή ζωή πού μᾶς χάρισε, μέ τά πλούσια προϊόντα τῆς γῆς, τούς καρπούς, τά ζωογόνα δάση, τόν ἀέρα, τό ὀξυγόνο, τά δροσερά νερά, τά ποτάμια, τίς λίμνες, πού ἀποτελοῦν τό αἷμα τῆς στεριᾶς.
  Ὁποιοδήποτε δημιούργημα καί ἄν ἐρευνήσουμε, στεκόμαστε μέ θαυμασμό μπροστά του, ὅσο μικρό καί ἄν εἶναι αὐτό. Εἶναι ὅμως μεγάλο, ἀφοῦ ἀποτελεῖ ἔργο ἄπειρου καί παντεχνίτη Νοῦ. Ἕνα μικρό ἔντομο κρύβει τή μεγαλωσύνη τοῦ Θεοῦ. Ἕνα πολύχρωμο λουλουδάκι ὁμιλεῖ γιά τήν ἀσύλληπτη θαυματουργία του. Τί ὑπάρχει στή φύση πού δέν φανερώνει τήν παντοδυναμία τοῦ Δημιουργοῦ; Πανσοφία καί πανσθενουργία διακρίνει κανείς, ὅπου καί ἄν στρέψει τό βλέμμα καί τή σκέψη του! Προπάντων τή δύναμη καί τή σοφία τοῦ Θεοῦ θαυμάζουμε στό ἀνθρώπινο σῶμα, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ ἕνα σύνολο ἔμψυχων ἐργοστασίων. Οἱ ἀνθρωπολόγοι πού τό ἐξετάζουν μένουν ἔκπληκτοι μπροστά του. Ἀποκαλύπτονται θαυμαστικά παρατηρώντας τά ἀνεξήγητα μυστικά τοῦ ἀνθρώπινου σώματος. Ἀπό τήν ἀρχή τῆς δημιουργίας ὁ ἄνθρωπος ἐρευνᾶ αὐτό τό «σκεῦος» καί ὁλοένα ἀνακαλύπτει ἀνεξιχνίαστα φαινόμενα. Κάθε φορά πού ἡ ἰατρική ἐπιστήμη βρίσκει κάποια ἄγνωστη ὥς τότε λειτουργικότητα, στέκεται ἔκθαμβη καί τό ἀνακοινώνει ὡς σπουδαία ἀνακάλυψη. Καί ὅμως ὅλα αὐτά τά ἀνυπέρβλητα δημιουργήματα διαλαλοῦν τό «μικρό ἔλεος» τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο ἐν πολλοῖς, ὡς ἀνεξερεύνητο, ἀκόμα ἐρευνᾶται καί συνεχῶς μᾶς καταπλήσσει.
  Πέρα ὅμως ἀπό τό «μικρό ἔλεος» τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει τό «μέγα ἔλεος», τό ὁποῖο εἶναι ἀσύγκριτα ὑπεροχότερο καί πάνω ἀπό ὅλα θαυμαστότερο! Τά περισσότερα τροπάρια καί οἱ ὕμνοι τῆς Ἐκκλησίας μας ἔχουν ὡς καταληκτικό ἐφύμνιο τό «δωρήσασθαι ἡμῖν τό μέγα ἔλεος» ἤ κάποια παρόμοια φράση πού ἐμπεριέχει τό «μέγα ἔλεος».
  Τί νά εἶναι, ἄραγε, αὐτό τό «μέγα ἔλεος»; Εἶναι τό «καθ᾿ ὁμοίωσιν», εἶναι τά χαρίσματα τῆς ψυχῆς, ἡ σωτηρία καί ἡ ἀθανασία της, ἡ εἴσοδός μας στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἐδῶ συγκεφαλαιώνονται ὅλα τά ἀνέκφραστα ἀγαθά τοῦ παραδείσου, τά ὁποῖα χαρίζει ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός στούς ἐκλεκτούς του καί σέ ὅσους ἀξιωθοῦν νά πάρουν μιά θέση στόν αἰώνιο αὐτό πνευματικό χῶρο. Τά μεγαλεῖα αὐτά οὔτε τά φαντάστηκε ποτέ ἀνθρώπινη σκέψη οὔτε ἄκουσε ἀνθρώπινο αὐτί οὔτε ἐπιθύμησε ποτέ καμιά ἀνθρώπινη καρδιά. Αὐτές τίς ἄφθαρτες καί ἄληκτες ἐκπλήξεις «ἡτοίμασεν ὁ Θεός τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν» (Α΄ Κο 2,9· πρβλ. Ἠσ 52,15). Μιά ἀνθρώπινη ψυχή ἀξίζει περισσότερο ἀπό τόν σύμπαντα κόσμο, κατά πώς λέγει τό ἀδιάψευστο στόμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ· «Τί γάρ ὠφελεῖται ἄνθρωπος ἐάν τόν κόσμον ὅλον κερδήσῃ, τήν δέ ψυχήν αὐτοῦ ζημιωθῇ;» (Μθ 16, 26).
  Γι᾿ αὐτό τό «μέγα ἔλεος» χύθηκε ποτάμι τό αἷμα τῶν χριστιανῶν. Οἱ γνωστοί μάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι 13 ἑκατομμύρια. Φανταστεῖτε πόσοι εἶναι οἱ ἄγνωστοι! Ὅλοι τοῦτοι μαζί μέ τίς ἐκλεκτές ψυχές, τούς ἀναχωρητές, τούς ὁσίους, τούς πατέρες καί διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας μας καί ὅλους τούς «σεσωσμένους» ἀποτελοῦν τή θεάρεστη χορεία τοῦ μικροῦ ποιμνίου τοῦ Ἰησοῦ, πού κέρδισε τό «μέγα ἔλεος», τήν πρώτη Ἐδέμ, τήν εὐδαίμονα ἀθανασία. Οἱ «κεκαθαρμένες» αὐτές ψυχές τώρα εἶναι «συμπολῖται τῶν ἁγίων καί οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ» (Ἐφ 2,19), κάτοικοι μιᾶς θεούπολης ἀσάλευτης, ὅπου «οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός ἀλλά ζωή ἀτελεύτητος».
  Μεγάλος, λοιπόν, ὁ Θεός καί στό «μικρό ἔλεος» ἀλλά ἀσύγκριτα ἀπερινόητος στό «μέγα ἔλεός» του. Αὐτό τό «μέγα ἔλεος» τό διαθέτει ὁ Μεγαλοδύναμος ἀδιάκριτα γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ἀρκεῖ νά μετανοήσουμε, νά ζητήσουμε τή χάρη του, νά βαπτισθοῦμε, νά κοινωνοῦμε τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ, νά ζοῦμε μυστηριακή ζωή, νά ποθοῦμε τήν αἰωνιότητα καί νά πορευόμαστε γενικά σύμφωνα μέ τά θεῖα προστάγματά Του, προσδεχόμενοι «τήν μακαρίαν ἐλπίδα» τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν (Ττ 2, 13). Ἀγοραστήκαμε μέ ἀκριβή θεϊκή «τιμή», τή σταυρική θυσία τοῦ Χριστοῦ (Α΄ Κο 6,20), καί δέν πρέπει νά πάει χαμένη ἡ ἐξαγορά αὐτή. Ζοῦμε στή ζωή ἐδῶ, ἔχοντας τά μάτια μας στραμμένα πρός τόν οὐρανό, ὅπου ὁ αἰώνιος προορισμός μας.
  Τό «μικρό ἔλεος», δηλαδή τά ἐπίγεια ἀγαθά, τά ἀπολαμβάνει ὅλος ὁ κόσμος, πιστοί καί ἄπιστοι. Ἀλλά εἶναι τρισμακάριοι ὅσοι βάλουν ὡς στόχο τῆς ζωῆς τους νά κατακτήσουν «τό μέγα ἔλεος», νά σώσουν τήν ψυχή τους καί νά πολιτογραφηθοῦν στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν μαζί μέ τούς ἀγγέλους, τούς ἁγίους, ἀνάμεσα στή χορεία τῶν «σεσωσμένων», δοξολογοῦντες καί αἰνοῦντες τήν ἁγία Τριάδα «εἰς αἰῶνας αἰώνων». Ἀμήν.

Δημ. Σ. Καλτσούλας
Θεολόγος-Φιλόλογος
Δευτέρα, 05 Ιανουάριος 2015 02:00

Τά «σημεῖα» τοῦ Βαπτίσματος

 baptisi  Τήν κεφαλαιώδη σημασία τοῦ Βαπτίσματος γιά τήν χριστιανική ζωή τήν ὅρισε πρῶτα ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ὅταν τό ἔθεσε ὡς ἀπαρχή καί θεμέλιο τοῦ εὐαγγελίου του. Παρήγγειλε στούς μαθητάς του, πρίν φύγει ἀπό κοντά τους σωματικά· «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν» (Μθ 28,19-20). Γιά νά γίνουμε μαθητές τοῦ Χριστοῦ, ἐκτός ἀπό τήν ἐφαρμογή τῶν ἐντολῶν του καί πρίν ἀπό αὐτήν, χρειάζεται τό Βάπτισμα καί κυρίως αὐτό. ᾿Εφόσον βαπτιστοῦμε στό ὄνομα τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ, ἰσχύει ἡ μαθητεία μας καί λογιζόμαστε χριστιανοί. Διαφορετικά, μένουμε ἁπλῶς ἀκροατές μιᾶς διδασκαλίας, ὀπαδοί μιᾶς θρησκείας ἀλλά ὄχι πιστά μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας. Τέτοια εἶναι ἡ σημασία τοῦ Βαπτίσματος.

   Μᾶς πληροφορεῖ δέ ὁ ἱστορικός τῆς ᾿Εκκλησίας Λουκᾶς ὅτι στήν ἀρχή οἱ βαπτίσεις ἀκολουθοῦνταν ἀπό «σημεῖα», ἀπό θαύματα, ὅπως γλωσσολαλίες (Πρξ 10,44-48) καί ὑπογραμμιζόταν ἔτσι ἐμφατικά ἡ μεγάλη τους σημασία. Μ᾿ αὐτόν τόν ἐντυπωσιακό τρόπο βεβαιώνονταν οἱ καινούργιοι πιστοί, πού εἶχαν ἀκόμη ἀνάγκη ἀπό προφανεῖς βεβαιώσεις, γιά τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Βοηθοῦνταν νά ἀξιολογήσουν εὐκολότερα τά ὄντως σπουδαῖα «σημεῖα», πού ἀκολουθοῦσαν τό Βάπτισμα τότε καί πάντοτε, τά πνευματικά χαρίσματα, δηλαδή τήν πίστη, τήν ἐλπίδα, τήν ἀγάπη, τήν χαρά, τήν εἰρήνη, τήν μακροθυμία, τήν χρηστότητα, τήν ἀγαθωσύνη, τήν πραότητα καί τούς ἄλλους καρπούς τοῦ Πνεύματος (Γα 5,22-23). Σήμερα τά πρῶτα ἐκεῖνα ἔκτακτα «σημεῖα» δέν δίνονται, διότι ἡ χάρη εἶναι δεδομένη. Τά μόνιμα ὅμως χαρίσματα εἶναι τακτικά σέ κάθε βαπτιζόμενο κι αὐτά εἶναι τά ζητούμενα. «Ταῦτα ζήτει», προτρέπει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, διότι «ταῦτα σημείων μείζονα».

Πέμπτη, 03 Ιούλιος 2014 03:00

Χτυπᾶτε, εἶμαι Ἕλληνας παπάς

 iereus Στόν τόπο μας ἡ ἱστορία τῆς κατοχῆς ἔχει συνδεθεῖ μέ ἀξιόλογες ἐκκλησιαστικές προσωπικότητες. Μία ἀπ᾿ αὐτές, πού κατατάχθηκε ἤδη στή χορεία τῶν ἐθνομαρτύρων, εἶναι ὁ βαθιά πιστός ἀλλά καί ἑλληνόψυχος ἀρχιμανδρίτης ἀπό τόν Κρόκο Κοζάνης, Ἰωακείμ Λιούλιας. Τόν θυμηθήκαμε πάλι, καθώς ξεφυλλίζαμε τό βιβλίο τοῦ Διονυσίου Χαραλάμπους «Μάρτυρες».
  Ὁ Διονύσιος Χαραλάμπους, ὀρθόδοξος κληρικός, συμφοιτητής τοῦ π. Ἰωακείμ, πέρασε τρία ὁλόκληρα χρόνια σέ στρατόπεδα συγκεντρώσεως τῶν Γερμανῶν. Οἱ δύο συμμαθητές συναντήθηκαν στό στρατόπεδο Παύλου Μελᾶ Θεσσαλονίκης. Ἀξίζει ἐδῶ νά μεταφέρουμε κάποιες ἀπό τίς σελίδες τοῦ προσωπικοῦ ἡμερολογίου τοῦ π. Διονυσίου:
  «6 Μαΐου 1943. Μεσημέρι. Κάποιος φωνάζει ἀπό τό παράθυρο: "Δέν βγαίνεις, πάτερ; Ἔφεραν κι ἄλλους παπάδες". Βγαίνω γρήγορα. Μέ πλησιάζουν. Νιώθω μιά ξαφνική συγκίνηση. Ὁ ἕνας συμμαθητής μου, ὁ πατήρ Ἰωακείμ. Χρόνια εἴχαμε ν᾿ ἀνταμώσουμε καί νά τώρα, πῶς ἦρθαν τά πράγματα, νά συναντηθοῦμε ἐδῶ μέσα!
  Μέ τραβᾶ μέ τρόπο παράμερα.
  - Δουλεύω καλά, μοῦ λέει, γιά τή λευτεριά τῆς σκλαβωμένης πατρίδας. Θά σοῦ πῶ ὕστερα λεπτομέρειες. Δέν ξέρω ὅμως πῶς μᾶς πρόδωσαν καί χθές τά μεσάνυχτα ἦρθαν οἱ Γερμανοί καί μέ σήκωσαν μέ τίς κλωτσιές ἀπό τό κρεβάτι. Οὔτε τά ροῦχα μου δέν ἐπέτρεψαν νά φορέσω. Τά ᾿φερε ὕστερα ἡ μάνα μου στό κρατητήριο. Καί σήμερα μέ τόν παπά τόν ἄλλο καί τούς ὑπόλοιπους, πού εἶναι οἱ περισσότεροι ὑπάλληλοι καί ἔμποροι τῆς Κοζάνης, μᾶς κουβάλησαν ἐδῶ.
  Τόν κατατοπίζω κι ἐγώ καί τοῦ συνιστῶ προσοχή στήν ἀνάκριση».
  Τό πῶς δούλευε γιά τή σκλαβωμένη πατρίδα τό γνωρίζουμε ἀπό τίς μαρτυρίες πολλῶν Κοζανιτῶν. Τό Πάσχα τοῦ ᾿43 ἐκφωνεῖ στήν κεντρική πλατεία τῆς Κοζάνης ἱστορικό καί μνημειώδη λόγο γιά τήν «αἰωνία Ἑλλάδα» καί τελειώνει μέ τούτη τή φράση: «Χριστός Ἀνέστη! Θ᾿ ἀναστηθοῦμε, ἀδελφοί μου». Λίγες μέρες ἀργότερα, στίς 2 Μαΐου, γιορτή τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου, ὁμιλεῖ σέ πλῆθος κόσμου, πού ἐκκλησιάστηκε στό ἐξωκλήσι τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου μέ θέμα: «Ἄνοιξη, Ἀνάσταση, Ἐλευθερία». Τίμημα τῆς παρρησίας του εἶναι ἡ αἰφνιδιαστική σύλληψή του στίς 5 Μαΐου 1943 καί ἡ μεταφορά του στό στρατόπεδο Παύλου Μελᾶ. Τά ὑπόλοιπα ἄς τά παρακολουθήσουμε ἀπό τό ἡμερολόγιο τοῦ συγκρατούμενου π. Διονυσίου:
  «3 Ἰουνίου. Ἕνα αὐτοκίνητο τῆς Γκεστάπο, μαῦρο σάν τίς μαῦρες ψυχές τῶν ἀφεντικῶν του, ἦλθε καί μᾶς πῆρε τόν Ἰωακείμ. Ποῦ τόν πάει; Οἱ ἄνθρωποι τοῦ γραφείου, πού ξέρουν, λένε πώς τόν πηγαίνουν στό 501. Ἐκεῖ πού δοκιμάζει κανείς σ᾿ ὅλη της τήν ἔκταση τή σκληρότητα καί τήν κτηνωδία τῶν χωρίς Χριστόν ἀνθρώπων τοῦ Χίτλερ.
  Ὁ Θεός, ὁ μόνος πού μπορεῖ νά βοηθήσει σέ τέτοιες περιστάσεις τόν ἄνθρωπο, ἄς τόν βοηθήσει».
  Δύο μέρες ἀργότερα, συναισθανόμενος πώς ἔρχεται τό τέλος, γράφει στόν μητροπολίτη Κοζάνης τό παρακάτω γράμμα, στό ὁποῖο δείχνει τό ἀδούλωτο φρόνημα, πού τοῦ ἐνέπνευσε ἡ πίστη στόν Θεό καί ἡ προσήλωση στίς παραδόσεις τῆς φυλῆς.
 «5 Ἰουνίου 1943
 Πρός τόν Μητροπολίτην
 Κοζάνης Ἰωακείμ
 Σεβασμιώτατε,
  Φαίνεται ὅτι ἤγγικεν ἡ ὥρα ἀποδημίας μου εἰς Κύριον. Οἱ βάρβαροι εἰσβολεῖς θά μᾶς ὁδηγήσουν σήμερα ἤ αὔριο στόν τόπο τῆς ἐκτελέσεως. Αἰσθάνομαι ὑπερήφανος, Ἀρχιεπίσκοπέ μου, πού πεθαίνω γιά τήν ἀπελευθέρωση τοῦ λαοῦ, ὅπως μᾶς δίδαξε ὁ Χριστός, καί πού ἀντιπροσωπεύω μέσα στή θυσία τοῦ Ἔθνους τόν ἑλληνικό κλῆρο μέ τήν ἔνδοξη παράδοση, πού μᾶς ἄφησε ὁ Παπαφλέσσας, ὁ Σαμουήλ, ὁ Ἠσαΐας ἀπ᾿ τά Σάλωνα καί σεῖς ὁ ἴδιος συνεχίζετε ἀκόμη καί σήμερα τόν ἀγώνα γιά τήν ἐλευθερία τοῦ Ἔθνους.
 Σᾶς φιλῶ τό χέρι ὁ ἐν Χριστῷ καί ἀγῶνι ἀδελφός Ἰωακείμ».
 Ὕστερα ἀπό ἕνα σχεδόν μῆνα, στίς 2 Ἰουλίου, ὁδηγεῖται στό ἐκτελεστικό ἀπόσπασμα. Ἀλλ᾿ ἄς ἀφήσουμε καί πάλι τόν π. Διονύσιο Χαραλάμπους νά μᾶς μεταφέρει στό στρατόπεδο Παύλου Μελᾶ:
 «2 Ιουλίου. Μιά κλούβα περνᾶ μέ βία τή μεγάλη πορτάρα καί τραβᾶ κατά πάνω μας. Ξεχωρίζουμε μέσα "πεταλάδες"... Τά μάθαμε... Πῆραν τριανταδυό ἀπό δῶ καί δεκαοκτώ ἀπό τίς ἄλλες φυλακές...
 4 Ιουλίου. Θετικές πιά καί ἐξακριβωμένες πληροφορίες βεβαιοῦν τήν ἐκτέλεση τοῦ πατρός Ἰωακείμ. Ἕνας, μάλιστα, πού παρακολουθοῦσε ἀπ᾿ τόν κῆπο του ἐκεῖ κοντά τό δράμα, λέει πώς ἄνοιξε τήν τελευταία στιγμή τά στήθια του καί φώναξε δυνατά:
 - Χτυπᾶτε! Εἶμαι Ἕλληνας παπάς. Πεθαίνω γιά τόν Χριστό καί γιά τήν Πατρίδα. Ὁ ἴδιος λέει ἐπίσης πώς μετά τήν ἐκτέλεση οἱ στρατιῶτες τοῦ ἐκτελεστικοῦ ἀποσπάσματος παίζαν φούτμπώλ μέ τό καλυμμαύχι του.
 Τόν κλαίω καί τόν μακαρίζω συγχρόνως. Ἡ Ἐκκλησία μας ἔχασε ἕναν καλό στρατιώτη καί τό Ἔθνος ἕναν πατριώτη μέ ἀλύγιστο ἐθνικό φρόνημα.
 Μοῦ ᾿λεγε προχθές, πού γινόταν λόγος γι᾿ αὐτόν, κάποιος πού τούς πῆγαν μαζί στό 501:
 "Ὅταν φθάσαμε ἐκεῖ, μᾶς πῆραν στήν ἀνάκριση χωριστά. Μετά δυόμισυ ὧρες περίπου μᾶς κατέβασαν. Ἀντίκρυσα τότε ἕναν πατέρα Ἰωακείμ ὁλότελα παραμορφωμένο ἀπ᾿ τό ξύλο. Χωρίς ράσο κι ἀντερί. Τά κρατοῦσε τσαλακωμένα στ᾿ ἀριστερό του χέρι. Μᾶς τράβηξαν καί μᾶς πέταξαν, ἐμένα στό 9 κι ἐκεῖνον στό 6. Το παραθυράκι τοῦ κελλιοῦ μου ἔβλεπε στήν αὐλή. Ἔτσι, κάθε πρωί παρακολουθοῦσα ὅλους ὅσους βγάζαν γιά ἔργα. Ἦταν ἀρκετοί. Ἐκεῖνος πού περισσότερο τραβοῦσε τήν προσοχή μου ἦταν ὁ πατήρ Ἰωακείμ. Περπατοῦσε καμαρωτός, πάντα μέ ψηλά τό κεφάλι. Στήν ὄψη του ἦταν ἁπλωμένη ἡ χριστιανική ἠρεμία καί γαλήνη. Κι ὅλο σιγόψαλλε ὄμορφα καί κατανυκτικά".
 Κάποιος ἄλλος πάλι, πού κι αὐτός ἔμενε μαζί του, μοῦ εἶπε σήμερα:
 "Ἄ, ὁ πατήρ Ἰωακείμ ἦταν κληρικός ἀπ᾿ τούς σπάνιους. Ὅλες τίς μέρες, πού ἔμενε ἐκεῖ, ἔψαλλε καί προσευχόταν μέ εὐλάβεια. Εἶχε βαθειά πίστη κι αὐτό τόν ἔκανε νά μή χάσει τό θάρρος του ὥς τήν τελευταία στιγμή. Ὅλοι μας τόν θαυμάζαμε. Ὅταν μιά μέρα ὁ γερμανός φρουρός πειράζοντάς τον τοῦ εἶπε κάτι περιφρονητικό γιά τόν κλῆρο, αὐτός μ᾿ ἕνα ἀξιοθαύμαστο θάρρος ἀπάντησε:
 - Εἶμαι Ἕλληνας κληρικός"».
  Πόση εὐγνωμοσύνη ὀφείλουμε στό τιμημένο ράσο! Μόνον ἐχθροί τοῦ Γένους μποροῦν νά τό περιφρονοῦν.

Ἀπ. Παπαδημητρίου
   

Πέμπτη, 03 Ιούλιος 2014 03:00

Ἐμεῖς οἱ ῞Ελληνες

  «... Θά ἤθελα νά ἤμουν Ἑλληνίδα, νά εἶχα γεννηθεῖ ὀρθόδοξη, νά μεταλάμβανα τή θεία Κοινωνία καί νά φιλοῦσα τίς ἅγιες Εἰκόνες ἀπό τά βρεφικά μου χρόνια μέχρι τόν θάνατό μου. Κλαίω γιά μένα καί τούς συμπατριῶτες μου, πού τά χέρια μας ἀγγίζουν εἴδωλα, εἰδωλόθυτα καί ἀγκαλιάζουν τό τίποτα.

  …Ἔψαχνα τήν ἀλήθεια, χρησιμοποιώντας περισσότερες ἀπό 30 διαφορετικές ἐκδόσεις τῆς ἁγίας Γραφῆς, οἱ ὁποῖες δυστυχῶς, ὅλες τους εἶναι γεμάτες λάθη (μεταφρασμένες ἀπό ἑτεροδόξους).

  Θά ἤθελα νά ἤμουν Ἑλληνίδα, ὥστε νά μπορῶ νά διαβάζω τήν Καινή Διαθήκη στό πρωτότυπο…

  …Ἕλληνες, νομίζετε ὅτι εἶστε φτωχοί μέ τήν κρίση πού διέρχεστε, ἀλλά δέν ξέρετε πόσο πλούσιοι εἶστε.

  Ἡ Ταϊβάν εἶναι χώρα μέ μεγάλη ἀνάπτυξη, ἀλλά βρίσκεται στό σκοτάδι τοῦ σατανᾶ καί ἡ πνευματική μας ζωή εἶναι κενή.

  ... Θά παρακαλέσω νά μέ θεωρήσετε σάν τόν φτωχό Λάζαρο, νά μᾶς θρέψετε μέ τά ἀπομεινάρια τοῦ πνευματικοῦ πλούτου πού ἔχετε, νά μᾶς ρίξετε μερικά ψίχουλα ἀπό τά ἀποφάγια σας, ἀπό τά ἀφιερώματα πού χαρίζετε στίς ἐκκλησίες σας, ἀπό τά πολλά ἐκκλησάκια πού ἔχετε σέ κάθε γωνιά τῆς πατρίδας σας…»

(Ἀπόσπασμα ἀπό τήν ἐπιστολή τῆς πρώτης ταϊβανέζας ἱεραποστόλου Πελαγίας Yu, πού δημοσιεύτηκε στό περιοδικό ὀρθοδόξου ἱεραποστολῆς ΑΓΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ, τεῦχ. 84, μέ τίτλο «ΘΑ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΗΜΟΥΝ ΕΛΛΗΝΙΔΑ»).

  Πολλές φορές ἀναρωτήθηκα γιατί ὁ Θεός ὑπῆρξε τόσο γενναιόδωρος μέ μᾶς τούς Ἕλληνες. Γιατί διάλεξε τόν δικό μας τόπο γιά ν’ ἁπλώσει τίς ρίζες τῆς Ἐκκλησίας Του, τή δική μας γλῶσσα γιά νά ἀφήσει τήν Ἀποκάλυψή Του στήν ἀνθρωπότητα, καί τό δικό μας ἔθνος γιά νά ταυτίσει τήν πίστη του μέ τήν παράδοσή μας. Γιατί σέ μᾶς, εἰδικά σέ μᾶς τούς Ἕλληνες, ἐμπιστεύθηκε τήν κληρονομιά τοῦ λατρευτικοῦ καί ἑρμηνευτικοῦ πλούτου.

  Αἰῶνες τώρα γεννιόμαστε πατώντας χώματα ποτισμένα μέ αἷμα μαρτυρικό καί ἀναπνέουμε ἀέρα ὅπου ἀκόμα πλανῶνται προσευχές. Ἀπό τά βρεφικά μας χρόνια ζοῦμε κάτω ἀπό τήν ἀσπίδα τῆς θείας προστασίας πού παίρνουμε μέ τό Βάπτισμά μας. Κι αὐτή τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ τήν ὑποβαθμίσαμε σέ ἔθιμο καί τή γεμίσαμε πολύχρωμα μπαλόνια. Ἡ ἀσφυκτική κυριαρχία τοῦ σατανᾶ, ὅπως αὐτή πού περιγράφει ἡ Πελαγία Yu ὡς φρικτή καθημερινότητα, γιά μᾶς εἶναι ἄγνωστη καί γι’ αὐτό ἀμφισβητήσιμη. Κι ἐνῶ ἀπολαμβάνουμε συνθῆκες ἀστείρευτης χάριτος μέσα ἀπό τά Μυστήρια, ἀπεγνωσμένα προσπαθοῦμε νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τό βάρος πού ἔχουν οἱ φτεροῦγες μας.

  Σκεφτήκαμε ἄραγε, κάθε φορά πού προσπερνᾶμε ἀδιάφορα ἕναν Χρυσόστομο ἤ ἕναν Μάξιμο Ὁμολογητή ἀπό τούς τόμους πού κοσμοῦν τίς βιβλιοθῆκες μας, πόσα ἑκατομμύρια χριστιανοί διψοῦν γιά ἕνα ὀλιγοσέλιδο φυλλάδιο στή δική τους γλῶσσα πού νά στηρίξει τήν πίστη τους; Σκεφτήκαμε πώς ἡ γλῶσσα καί ἡ παράδοση, πού γιά μᾶς εἶναι τό κλειδί πού ξεκλειδώνει τούς θησαυρούς τῆς αἰωνιότητας, γιά κείνους εἶναι τό ἐμπόδιο; Ἀναρωτηθήκαμε πόσοι λαχταροῦν γι’ αὐτή τή γλῶσσα, πού ἐμεῖς, μ’ ἐπίσημα χείλη, βαφτίσαμε νεκρή καί ἄχρηστη, καί γι’ αὐτή τήν παράδοση, πού ἐμεῖς τήν εἴπαμε παλιακή, καί ἀγωνιζόμαστε νά τήν πετάξουμε;

   Λαός πλούσιος, πού ἀλόγιστα σπαταλᾶ τήν κληρονομιά τοῦ Πατέρα στήν ἀνακύκλωση τῆς καθημερινῆς μιζέριας. Λαός εὐλογημένος, πού ἀνταλλάσσει τά δικά του πρωτοτόκια ἀντί τοῦ πενιχροῦ πινακίου φακῆς μίας σύγχρονης διανόησης, πού μᾶς θέλει ἐπίπεδους, ἐπιφανειακούς, ἀδιάφορους, προσκυνημένους ἐγωιστές μίας παγκόσμιας ὁμογενοποιημένης κουλτούρας καί ὄχι ταπεινούς «τά ἄνω θρώσκοντας», διεκδικητές αἰωνίου ἀκτίστου φωτός.

  Ἡ Πελαγία Υu, σάν σύγχρονη Χαναναία, κραυγάζει πρός τόν Κύριο: «Ἐλέησόν με, ζητῶ τά ψίχουλα πού τρῶνε τά σκυλιά». Ἐκείνην ὅμως τίμησε ὁ Κύριος μέ τό «μεγάλη σου ἡ πίστις». Ἡ Πελαγία Υu αὐτοονομάζεται «φτωχός Λάζαρος» καί ἐκλιπαρεῖ γιά ὅσα οἱ σύγχρονοι Ἕλληνες ξεφορτώνονται ὡς φορτίο περιττό. Μόνο πού ἐκεῖνος, ὁ Λάζαρος, κατέληξε στήν ἀγκαλιά τοῦ Ἀβραάμ. Μήπως ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες, οἱ τόσο ἐλεημένοι, μένει ν’ ἀκούσουμε τήν ὑπενθύμισή του «παιδί μου, θυμήσου ὅτι ἐσύ ἀπόλαυσες τά ἀγαθά σου…»;

  Ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες… Οἱ ζυμωμένοι μέ τό ὀρθόδοξο μεγαλεῖο θά καταλήξουμε ἐπαῖτες πού λαχταροῦν τά ξυλοκέρατα;

  Ἰδού νῦν καιρός. Καιρός ἐπιστροφῆς στό σπίτι τοῦ Πατέρα, γιά νά μή γίνουμε «οὐ λαός».

  Ἰδού νῦν καιρός. Γιά ν’ ἀποδείξει ἡ Ἑλλάδα τῆς Χάριτος ὅτι σάν πιστός θεματοφύλακας ἀντιστέκεται, καί ὅτι σάν καλός οἰκονόμος ἔχει ἀκόμη τό μεγαλεῖο, ὄχι νά διανέμει τ’ ἀποφάγια της, ἀλλά νά μοιράζεται ἀδελφικά τόσο τόν πνευματικό της πλοῦτο, ὅσο καί τό φτωχικό της γεῦμα.

Μαρτινιανή

Ἀπολύτρωσις 68 (2013) 183-184

belissariouἙκατό ὁλόκληρα χρόνια κύλησαν ἀπό τόν ἡρωικό θάνατο τοῦ ταγματάρχη Ἰ. Βελισσαρίου, πού στίς 12 Ἰουλίου 1913 ἔπεσε γενναῖα στό ὕψωμα 1.378. Ἡ μορφή του σημαδεύει τούς δύο νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-1913. Στήν Ἐλασσόνα, στό Σαραντάπορο, στή Θεσσαλονίκη, στά Γιάννενα, στόν Λαχανᾶ, στό Μπέλες, στά στενά τῆς Κρέσνας στήνει παντοῦ τρόπαια ἑλληνικῆς δόξας.

Ἀπό τήν Κύμη τῆς Εὐβοίας ἡ καταγωγή του. Τελειώνει τή Στρατιωτική Σχολή Ὑπαξιωματικῶν μέ τόν βαθμό τοῦ ἀνθυπολοχαγοῦ πεζικοῦ. Θαυμαστή ἡ φιλομάθεια καί γλωσσομάθειά του. Κατέχει τή γαλλική, ἀγγλική, γερμανική, ρωσική γλῶσσα καί ὅλες τίς βαλκανικές. Μάλιστα, ὅταν ἐπισκέπτονται τήν Ἀθήνα γερμανοί ἀξιωματικοί, ὁ Βελισσαρίου εἶναι ὁ μόνος νεαρός ἀξιωματικός πού ξέρει γερμανικά καί ἀναλαμβάνει νά τούς ξεναγήσει στούς ἀρχαιολογικούς χώρους. Οἱ Γερμανοί μένουν κατάπληκτοι ἀπό τήν πολυμάθειά του, νομίζοντας ὅτι εἶναι καθηγητής τῆς Ἀρχαιολογίας.

Στούς Βαλκανικούς Πολέμους κινεῖται μεγαλόπρεπα πάνω σ’ ἕνα μαῦρο ἄλογο, ἐντελῶς ἐκτεθειμένος στά πυρά τοῦ ἐχθροῦ, καί γι’ αὐτό τόν ἀποκαλοῦν «μαῦρο καβαλάρη». Στό ἀριστερό του χέρι φορᾶ πένθος, γιατί ἔχασε τό μονάκριβο ἀγοράκι του σέ ἡλικία μόλις δύο ἐτῶν.

Τήν αὐλαία τοῦ Α΄ Βαλκανικοῦ Πολέμου ἀνοί- γει ἡ μάχη τῆς Ἐλασσόνας καί τά στενά τοῦ Σαρανταπόρου. Ὁ Βελισσαρίου ὡς ταγματάρχης συμμετέχει ἐνεργά. Τό τάγμα του εἶναι σέ ἐφεδρεία, ἀλλά τήν ὥρα τῆς ἐπίθεσης ὁρμᾶ καί βρίσκεται στήν πρώτη γραμμή. Πετυχαίνει νά προκαλέσει σύγχυση καί ὑποχώρηση τοῦ ἐχθροῦ. Ἔτσι τά στενά τοῦ Σαρανταπόρου δέν ἔγιναν «ὁ τάφος τῆς Ἑλλάδος», ὅπως εἰρωνικά διακήρυτταν οἱ ἀντίπαλοι, ἀλλά ἡ δόξα της. Δάφνες ἀμάραντες στεφανώνουν ὅλους ἐκείνους τούς προγόνους μας, πού παρελαύνουν νικηφόρα σ’ ὅλες τίς πόλεις καί τά χωριά τῆς πολύπαθης Μακεδονίας καί χαρίζουν, ὕστερα ἀπό πέντε αἰῶνες, τό ἀνεκτίμητο δῶρο τῆς λευτεριᾶς στά σκλαβωμένα ἀδέλφια μας.

Μά καί τ’ ἀθάνατα ἠπειρωτικά βουνά, τό ἔνδοξο Σούλι, καρτεροῦν τό γλυκοχάραμα τῆς λευτεριᾶς. Συγκινητικό τό γράμμα πού στέλνει ὁ Βελισσαρίου στούς δικούς του στήν Κύμη, διαποτισμένο μ’ ἕνα πνεῦμα αὐτοθυσίας καί αὐταπάρνησης. «Πόσον εὐτυχής εἶμαι πού πηγαίνω πρός τήν Ἤπειρον, πρός τήν ἁγνοτέραν περιοχήν τῆς Πατρίδος μας καί πόσον εὐτυχέστερος θά ἤμουν, ἄν αὐτό τό εὐτελές σαρκίον μου τό θυσιάσω ἐκεῖ. Ὅσην ἀξίαν ὅμως καί ἄν ἔχει ἡ θυσία αὐτή, ἄν εὐδοκήσῃ ὁ Θεός καί τήν δεχθῇ, εἶναι πολύ ταπεινοτέρα ἐκείνης πού ἀναδίδεται ἀπό τό τραγικόν μεγαλεῖον μιᾶς ἁπλῆς καί ἀγραμμάτου γυναίκας τοῦ Ζαλόγγου πού εἰς οὐδεμίαν σχολήν στρατιωτικῆς τακτικῆς τοῦ πολέμου εἶχεν φοι- τήσει, ἔμαθε ὅμως νά ἄγεται πρός τήν αὐτοθυσίαν ἐν ᾄσματι καί ἐν χορῷ».

Ὁ ρόλος του γιά τήν ἀπελευθέρωση τῶν Ἰωαννίνων εἶναι καθοριστικός. Πάσῃ θυσίᾳ πρέπει νά πέσουν πρῶτα τά ξακουστά ὀχυρά τοῦ Μπιζανίου, γιά νά πατήσουν τήν πόλη. 20 Φεβρουαρίου 1913. Μέρα γενικῆς ἐπίθεσης μέ παγωνιά φοβερή καί χιονοθύελλα ἀσταμάτητη. Ὁ Βελισσαρίου, ἀξιωματικός πάντα τῆς πρώτης γραμμῆς, ξεδιπλώνει στίς ἐπιχειρήσεις τίς πολεμικές του ἀρετές. Στίς πιό ἀντίξοες συνθῆκες ἐμπνέει τεράστιο κουράγιο στούς ἄνδρες του, στό 1ο Σύνταγμα Εὐζώνων. Ἕνα-ἕνα τά εὐζωνάκια του πατοῦν τά ὀχυρά τῆς Τσούκας, τῆς Μα-νωλιάσας, τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Διασχί- ζουν τέλματα καί τάφρους καί τό σῶμα τους βυθίζεται στή λάσπη. Σκιαγμένοι οἱ Τοῦρκοι ἀπό τά σφυροκοπήματα τῶν Ἑλλήνων τρέχουν πρός τήν πεδιάδα τῆς Ραψίστας νά σωθοῦν. Ἀπό πίσω τους σκορ- ποῦν πανικό τά δύο γενναῖα εὐζωνικά τάγματα μέ τούς θρυλικούς ταγματάρχες Ἰ. Βελισσαρίου καί Γ. Ἰατρίδη. Στέλνεται διαταγή στόν Βελισσαρίου νά καθηλωθοῦν στή Ραψίστα. Εὐτυχῶς ὅμως δέν ἔφθασε ποτέ αὐτή ἡ διαταγή, διότι ἡ διοίκηση ἀδυνατεῖ νά παρακολουθήσει τήν ἀστραπιαία ταχύτητα τοῦ ριψοκίνδυνου Βελισσαρίου. Ἀπ᾽ ὁλόκληρη τή φάλαγγα μόνον τά δύο εὐζωνικά τάγματα καταδιώκουν σάν ἀετοί τόν ἐχθρό, πού τρέχει πανικόβλητος στά Γιάννενα. Μές στό ἀλάφιασμά του νομίζει πώς κατέφθασαν ἔξω ἀπό τά Γιάννενα ὅλα τά στρατεύματά μας. Ποῦ νά ’ξερε σέ τί ἐπικίνδυνη θέση βρίσκονται τά εὐζωνάκια, κάτω ἀπό τό «στόμα τοῦ λύκου», ἔχοντας παρεισφρύσει στίς γραμμές τοῦ ἐχθροῦ!

Στό στρατηγεῖο τοῦ διαδόχου Κωνσταντίνου ἐμφανίζεται μές στή νύχτα ὁ ἐπίσκοπος Δωδώνης καί δύο τοῦρκοι ἀξιωματικοί, πού τούς συνοδεύει ὁ Βελισσαρίου. Φέρνουν ἐπιστολή τοῦ Ἐσσάτ πασᾶ γιά τήν παράδοση τῆς πόλης στόν ἑλληνικό στρατό. Κι εἶναι καταπληκτικό, νά ὑπογράφεται τό πρωτόκολλο παράδοσης τή στιγμή πού τό Μπιζάνι δέν εἶχε πέσει ἀκόμη! Γλυκοχαράζει ἡ 21η Φεβρουαρίου καί τά Γιάννενα ἀνασαίνουν ἐλεύθερα. Στήν ἐπιστροφή ρωτοῦν οἱ τοῦρκοι ἀξιωματικοί τόν Βελισσαρίου ποῦ βρί- σκονται τά ἑλληνικά στρατεύματα. Κι αὐτός τούς ἀπαντᾶ: «ἐπί ὑψωμάτων». «Μά δέν μᾶς ἐλέγατε τήν νύκτα ὅτι εἶχον κατέλθει εἰς τήν πεδιάδα;». «Ὄχι», τούς λέει, «εἰς τήν πεδιάδα μόνον ἡμεῖς εἴχομεν κατέλθει». Τότε οἱ ἀξιωματικοί δαγκώνουν τά χείλη τους, συνειδητοποιών- τας τό πάθημά τους, καί τοῦ λένε:«Κύριε Ταγματάρχα, πρέπει νά γνωρίζετε ὅτι ἡ τιμή τῆς παραδόσεως τῶν Ἰωαννίνων ὀφείλεται εἰς ὑμᾶς». Κι ὁ διάδοχος Κωνσταντῖνος, ὅταν συναντιέται μέ τόν τολ- μηρό ταγματάρχη κι ἐνημερώνεται γιά τίς παράτολμες ἐνέργειές του, συγκινημένος τοῦ λέει:«Βελισσαρίου, εἶσαι ἄξιος ραπίσματος ἀλλά καί φιλήματος. Ἐγώ ἀρκοῦμαι εἰς τό φίλημα». Σκύβει τότε ὁ ἀρχι- στράτηγος καί ἀσπάζεται τόν ἥρωα. Ἀπό τότε τ’ ὄνομά του γίνεται θρύλος.

Στόν Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο ἑτοιμάζεται ν’ ἀντιμετωπίσει τούς Βουλγάρους μέ τούς ἀγαπημένους του εὐζώνους. Ἔρχεται τότε στό Ἀσβεστοχώρι νά τόν ἀποχαιρετήσει ἡ σύζυγός του Χαρίκλεια. Μόλις ἀνταμώνουν, ἐκεῖνος τῆς φωνάζει: «Δέν ἔχομε καιρό γιά ἀσπασμούς». Ἡ δύσμοιρη ἀποχωρεῖ καί δέν τόν ξαναβλέπει πιά. Στή μάχη τοῦ Λαχανᾶ, 19 Ἰουνίου 1913, κινεῖται ἔφιππος, ἀκάλυπτος κι ἐμψυχώνει τά παλληκάρια του. Σέ δύο μέρες ὁ ταγματάρχης Βελισσαρίου μπαίνει μέ τό τάγμα του θριαμβευτής στόν Λαχανᾶ, προκαλώντας πανικό στίς τάξεις τῶν Βουλγάρων. Τό τάγμα τοῦ Βελισσαρίου ἀποκτᾶ αἴγλη, γίνεται ἀήττητο, πρωτοπόρο καί διατάσσεται συνεχῶς νά ἀναλάβει δυσκολότερες ἀποστολές. Μάχεται ἀδιάκοπα ἀπό τίς 19 Ἰουνίου μέχρι τίς 7 Ἰουλίου, καταλαμβάνοντας ὑψώματα καί τρέποντας σέ φυγή τόν βουλγαρικό στρατό. Μία ἀπό τίς πιό δύσκολες μάχες εἶναι ἡ μάχη τῆς Κρέσνας κι ἡ κατάληψη τοῦ ὑψώματος 1.378 στήν Ἄνω Τζουμαγιά. Τά εὐζωνάκια λένε στόν ταγματάρχη τους: «Δέν ἔχομεν πυρομαχικά». Κι αὐτός τούς δίνει τή λύση. «Δέν ὑπάρχουν πέτρες;». Μέ πέτρες, ὀγκόλιθους, βράχους χτυποῦν τούς Βουλγάρους. Στήν πιό κρίσιμη στιγμή τῆς μάχης φωνάζει: «Ὅποιος θέλει τή νίκη ἤ ἀλλιῶς τόν θάνατο, ἄς μέ ἀκολουθήσει». Ἀναθαρροῦν οἱ εὔζωνοι. Ὁρμοῦν ἀκάθεκτοι. Τά ἐχθρικά πολυβόλα θερίζουν καί ρίχνουν κάτω στό ἔδαφος τόν ἀρχηγό βαριά τραυματισμένο. Εἶναι 12 Ἰουλίου 1913. Στό ὀρεινό χειρουργεῖο ἀφήνει τήν τελευταία του πνοή ὁ λαμπρός ταγματάρχης. Τρεῖς μέρες ἀργότερα ἡ ἑλληνική σημαία ἀνεμίζει στό ὕψωμα 1.378. Ἡ νικημένη Βουλγαρία ὑπογράφει ἀνακωχή μέ τήν Ἑλλάδα. Οἱ ἀπαράμιλλοι ἀγῶνες του δικαιώνονται.

Ὅταν ὁ βασιλιάς Κωνσταντῖνος πληροφορεῖται τόν θάνατό του, λέει: «Τοιοῦτοι ἥρωες δέν ζοῦν πολύ, δέν εἶναι δυνατόν νά ζήσουν πολύ. Αὐτός εἶναι ὁ ζηλευτός, ὁ πλέον ζηλευτός θάνατος. Δέν χρειάζονται συλλυπητήρια. Φέρτε μου χαρτί νά συγχαρῶ τή γυναίκα του». Τῆς στέλνει τηλεγράφημα μέ τίς χαρακτηριστικές λέξεις: «Χαιρετίζω τόν Ἥρωα τῶν Ἡρώων».

Ἑλληνίς

Ἀπολύτρωσις 68 (2013) 185-187

dimitrios ypsil  Στίς 9 Νοεμβρίου τοῦ 1828 ὁ Δημήτριος Ὑψηλάντης, διορισμένος ἀπό τόν Κυβερνήτη ἀρχηγός τοῦ στρατοῦ τῆς Ἀνατολικῆς Ἑλλάδας, νικᾶ τούς Τούρκους στή Βοιωτία καί ἀπομακρύνει ἀπό τήν περιοχή καί τά τελευταῖα ὑπολείμματα τοῦ τουρκικοῦ στρατοῦ.
   Εἶναι γνωστός ὁ ἡρωισμός τοῦ ἕλληνα στρατάρχη τήν ὥρα τῆς μάχης, ὅπου ὁ ἐνθουσιασμός του ξεσήκωνε τούς στρατιῶτες. Πηγή τοῦ ἡρωισμοῦ του αὐτοῦ, ἀλλά καί ἔμπνευση γιά ὅσους βρίσκονταν κοντά του, ἀποτελοῦσε ἡ αὐταπάρνηση καί ἡ ὑπομονή του στίς τόσες κακουχίες. Ἕνα μικρό παράδειγμα διασώζει ὁ Τάκης Λάππας στό βιβλίο του «Ἑλληνικά ἱστορικά ἀνέκδοτα». Τό περιστατικό διαδραματίστηκε κατά τή διάρκεια τῆς στρατιωτικῆς ἐπιχείρησης γιά τήν ἀπελευθέρωση τῆς Βοιωτίας.
   «Στά τελευταῖα χρόνια τοῦ ἀγώνα, στό χωριό Χρισό τοῦ Παρνασσοῦ, ὑπῆρχε ἕνα “πολεμικό νοσοκομεῖο”, ὅπως λέγαν τότε τά στρατιωτικά. Τό εἶχαν στήν ἐπίβλεψή τους οἱ χειροῦργοι γιατροί Νικ. Χορτάκης κι Ὀλύμπιος. Τό νοσοκομεῖο εἶχε πολλές ἐλλείψεις. Αὐτό δέν ἔκανε ἐντύπωση στούς δυό γιατρούς, γιατ᾿ εἶχαν συνηθίσει πιά στήν κακοπέραση καί τίς στερήσεις τοῦ πολέμου. Κεῖνο πού τούς πείραζε, καί περσότερο τό Χορτάκη γιατί ὑπόφερε ἀπό ἆσθμα, ἦταν πού ἀναγκάζονταν νά κοιμῶνται χωρίς κρεββάτια καί στρώματα κάτω στό χῶμα. Τούς ἀρρώστους κάπως τούς εἶχαν βολέψει. Κάποια μέρα ἔφτασε καί στρατοπέδευσε στό Χρισό ὁ στρατάρχης Δημήτρης Ὑψηλάντης. Ἦταν μιά βροχερή χινοπωριάτικη ἡμέρα. Οἱ δυό γιατροί, σάν μάθανε τό φτάσιμο τοῦ στρατάρχη, πῆγαν στή σκηνή του νά τόν χαιρετήσουν καί νά παραπονεθοῦν γιά τήν κακοπέρασή τους. Μπαίνοντας μέσα, βλέπουν τόν Ὑψηλάντη βρεγμένο, νά κάθεται σταυροπόδι πάνω σέ μιά ψάθα μπροστά στή φωτιά, καί μέσα νά τινάζη τίς ψεῖρες ἀπ᾿ τά ροῦχα του. Ὕστερα ἀπ᾿ αὐτό πού εἶδαν ποῦ νά ποῦν τίποτα οἱ γιατροί στόν Ὑψηλάντη. Τόν χαιρέτησαν κι ἔφυγαν ἀδιαμαρτύρητοι».
Κυριακή, 05 Απρίλιος 2015 03:00

Ἀνήκουστη δοσοληψία

parginoiἩ γραφική Πάργα, μέ τά φυσικά της κάλλη, τούς μικρούς κολπίσκους καί τίς βραχονησίδες· μέ τό ἐπιβλητικό κάστρο, τά ἑλικοειδῆ δρομάκια καί τή χαρακτηριστική ἀρχιτεκτονική· μέ τό καταπράσινο νησάκι τῆς Παναγίας, τίς ἐντυπωσιακές παραλίες καί τά θαλάσσια σπήλαια, μαγνητίζει τούς ἐπισκέπτες κι αὐξάνει τό θαυμασμό τους. Στ’ ἀλήθεια, τούτη ἡ πανέμορφη γωνιά τῆς πατρίδας μας τί ἱστορία κρύβει!
 Μακραίωνη ἡ νύχτα τῆς τουρκικῆς σκλαβιᾶς πού σκεπάζει τήν Ἑλλάδα. Μά ὄχι καί τήν Πάργα. Μές στό δοῦλο Γένος τοῦτο τό εὔφορο μέρος παραμένει λεύτερο. Παλεύουν μέ νύχια καί μέ δόντια οἱ Παργινοί νά μήν προσκυνήσουν τόν ξένο ἀφέντη. Μά ὁ Ἀλῆ πασᾶς τῶν Ἰωαννίνων τό 1799 ἔχει καρφώσει τό βλέμμα του πάνω τους. Οἱ προσπάθειές του ὅμως δέν τελεσφοροῦν. Ἀνυπόταχτοι οἱ κάτοικοι ἀποφασίζουν ν’ ἀντισταθοῦν πεισματικά μέχρι θανάτου.
 Οἱ Σουλιῶτες, στούς σκληρούς ἀγῶνες τους ἐνάντια στόν Ἀλῆ, τήν Πάργα ἔχουν ἀποκούμπι. Γιά ποιό πρῶτο, γιά ποιό δεύτερο νά τήν εὐχαριστήσουν; Αὐτή εἶναι τό κέντρο ἀνεφοδιασμοῦ καί τό σίγουρο καταφύγιό τους. Πόσα ἀγαθά ἀπό τήν πλούσια παραγωγή της δέν στέλνει συνεχῶς στά ἀπόκρημνα βράχια τοῦ Σουλίου!
Τά χρόνια κυλοῦν. Ἀλλ’ ὁ ἐχθρός δέν λησμονεῖ τό ἀπραγματοποίητο ὄνειρό του. Παρακολουθεῖ τά ἱστορικά δρώμενα καί στήν κατάλληλη στιγμή ἐκμεταλλεύεται τήν εὐκαιρία. Μετά τήν ταπείνωση τοῦ Ναπολέοντα, παραχωροῦνται τά Ἑπτάνησα τό 1815 στήν Ἀγγλία. Στούς ὅρους τῆς συνθήκης δέν ἀναφέρεται ἡ Πάργα. Σπεύδει τότε ἡ Τουρκία νά ζητήσει τήν προσάρτησή της. Καί ἡ Ἀγγλία δέν διστάζει νά ἐκτελέσει τήν καυτή της ἐπιθυμία, παίζοντας δυστυχῶς ἕνα ἄσχημο παιχνίδι. Παραστατικά τό ἐκφράζει ἡ λαϊκή μούσα:
 «Πάργα, Τουρκιά σέ πλάκωσε, Τουρκιά σέ τριγυρίζει.
 Δέν ἔρχεται γιά πόλεμο, μέ προδοσιά σέ παίρνει...
 Τ’ ἄσπρα πουλῆσαν τό Χριστό, τ’ ἄσπρα πουλοῦν καί σένα».
 Τί κρίμα! Τά χρήματα εἶναι τό τίμημα τῆς προδοσίας. Ἔτρεμε ὁ Τοῦρκος τήν ἀνδρεία καί τήν πολεμική ἀρετή τῶν Παργινῶν. Ὅ,τι, λοιπόν, δέν πέτυχε μέ τή δύναμη τῶν ὅπλων του, τό καταφέρνει τώρα ἄνετα μέ τή δύναμη τοῦ χρήματος. Γιά ἄλλη μιά φορά οἱ ἰσχυροί τῆς γῆς περιφρονοῦν τούς μικρούς λαούς. Διόλου δέν ἀφουγκράζονται τούς πόθους τους. Στήν ἀξιολογική τους κλίμακα πρώτη θέση κατέχει τό συμφέρον, τό κέρδος. Στό βωμό του ὅλα τά θυσιάζουν. Ἔτσι οἱ Ἄγγλοι παζαρεύουν τήν Πάργα καί τήν πουλοῦν στόν Ἀλῆ πασᾶ γιά 156.000 λίρες. Ποιό λογικό χωράει τούτη τήν ἐνέργεια, νά πουλιέται ἡ πατρίδα, ἡ φύτρα, τό πατρογονικό χῶμα; Ἡ εὐρωπαϊκή κοινή γνώμη ἀλλά καί προσωπικότητες τῆς διεθνοῦς πολιτικῆς ἀντιδροῦν. Χαρακτηρίζουν τήν πρόκληση αὐτή ἔγκλημα πρωτοφανές στά διεθνῆ χρονικά.
 Ἀπτόητοι οἱ Παργινοί ἀποφασίζουν ἀντρίκεια ἀναμέτρηση μέ τ’ ἀσκέρια τοῦ Ἀλῆ. Μά ἡ διπλωματία τῶν μεγάλων ἀνακόπτει κάθε γενναία ἀντίσταση. Βρετανική στρατιωτική δύναμη τούς ἐμποδίζει νά ξεσηκωθοῦν. Καί μές στό σπαραγμό καί τήν ὀδύνη τους βρίσκουν ἄλλο τρόπο νά δείξουν τόν ἡρωισμό τους, τό ἀδούλωτο φρόνημά τους.
 Εἶναι σφιχτοδεμένοι μέ τόν τόπο τους. Παρ’ ὅλα αὐτά σφίγγουν τήν καρδιά τους κι ἐπιλέγουν τό σταυρό τῆς προσφυγιᾶς. Καλύτερα ὁ ἐκπατρισμός, ὁ ξερριζωμός, τό φαρμάκι τῆς ἐξορίας παρά ἡ πίκρα τῆς σκλαβιᾶς. Ἄς πάρουν τουλάχιστον μαζί τους κάτι ἀπό τό βιός τους, ἀπό τά κειμήλιά τους, νά τά ᾿χουν παρηγοριά κεῖ στήν ξενιτειά. Ἀλλά, σάν ἔκαναν νά σηκώσουν τό χέρι τους νά πάρουν κάτι ἀπό τή δική τους περιουσία, ὁ ἄγγλος σκοπός τούς δίνει νά καταλάβουν πώς δέν τούς ἀνήκει τίποτε πιά. Εἶναι ὅλα πουλημένα στόν Ἀλῆ. Ἀκόμη κι οἱ εἰκόνες τῶν ἐκκλησιῶν περιλαμβάνονταν στούς ὅρους τῆς πώλησης!
 «Ἄστε, λεβέντες, τ’ ἄρματα κι ἀφῆστε τό τουφέκι,
σκάψτε πλατιά, σκάψτε βαθιά, ὅλα σας τά κιβούρια,
καί τ’ ἀντρειωμένα κόκκαλα ξεθάψτε τοῦ γονιοῦ σας.
Τούρκους δέν ἐπροσκύνησαν, Τοῦρκοι μήν τά πατήσουν».
 Τρέχουν τότε στούς τάφους τῶν προγόνων τους. Μονάχα τοῦτοι ἀπέμειναν ἀπούλητοι! Εἶναι δυνατόν τά κόκκαλα τῶν προγόνων τους, πού θυσιάστηκαν νά τούς χαρίσουν μιά Πάργα ἐλεύθερη, νά μολυνθοῦν ἀπό τούς ἀπίστους; Πραγματικά, «ὥρμησαν πρός τό κοιμητήριον καί ἐξέθαψαν τά ὀστᾶ καί τά ἀρτιταφῆ πτώματα τῶν συγγενῶν· ἀνάψαντες δέ πῦρ ἐν τῇ πλατείᾳ τῆς ἀγορᾶς, τά ἔκαυσαν ἐπί παρουσίᾳ τῶν Ἄγγλων».
 Ξημερώνει ἡ πιό πονεμένη μέρα τῆς χριστιανοσύνης. Μεγάλη Παρασκευή 15 Ἀπριλίου 1819. Ὥρα μηδέν γιά τήν Πάργα. Μπροστά ὁ Ἐσταυρωμένος καί πίσω του μιά τραγική πομπή στοιχίζεται. Θλιβερή φιγούρα οἱ μανάδες μέ τά παιδιά στήν ἀγκαλιά νά κλαῖνε. Ἄλλοι κρατοῦν, θησαυρό πολύτιμο, τήν ἱερή τέφρα ἀπό τά ὀστᾶ τῶν πατεράδων τους. Κι ἄλλοι λίγο χῶμα ἀπό τήν πατρική γῆ. Προχωροῦν πρός τήν προκυμαία. Σκύβουν δακρύβρεχτοι νά φιλήσουν γιά τελευταία φορά τά φίλτατα πάτρια ἐδάφη. Ἡ Κέρκυρα καί ἄλλα νησιά ὑποδέχονται τούς 5.000 ταλαιπωρημένους, πεινασμένους πρόσφυγες, τούς πικραμένους προπάντων ἀπό τήν ἀδικία, τή μαχαιριά πού δέχτηκαν ἀπό τούς δῆθεν προστάτες τους.

Ἑλληνίς