Μέ κάθε θυσία τό Βαλτέτσι πρέπει νά πέσει στά χέρια τῶν Ἑλλήνων, ν᾿ ἀνοιχθεῖ ὁ δρόμος γιά τήν κατάληψη τῆς Τριπολιτσᾶς. Οἱ δυσκολίες ἀνυπέρβλητες, οἱ ἐλλείψεις τεράστιες. Μόνο 2.300 Ἕλληνες μέ λιγοστά πολεμοφόδια ἀντιπαλαίουν μέ τόν πανίσχυρο Ὀθωμανό, πού διαθέτει ἄφθονα ὅπλα καί 12.000 τακτικό στρατό.
Ὀχυρωμένοι στά τέσσερα λιθόκτιστα ταμπούρια τους καί στήν ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ ὁ Κυριακούλης Μαυρομιχάλης μέ χίλιους ἄνδρες καρτερεῖ τόν ἐχθρό. Καί νά, τά ξημερώματα τῆς 12ης Μαΐου 1821, κατευθύνεται ὁρμητικά πρός τό Βαλτέτσι τό τουρκικό πεζικό, ἱππικό καί πυροβολικό. Χωρισμένοι σέ πέντε φάλαγγες, κυκλώνουν τήν περιοχή. Βάλλονται οἱ ἑλληνικοί προμαχῶνες ἀπό τά ἐχθρικά πυρά. Πῶς οἱ χθεσινοί ραγιάδες, πού «Τοῦρκον ἤκουαν καί ἔτρεμαν», κατά τόν ἱστορικό Σπ. Τρικούπη, μεταβλήθηκαν μέ μιᾶς σέ ἀτρόμητα λιοντάρια; Πῶς παλεύουν ἐπιδέξια μέ τά στίφη τοῦ Κεχαγιάμπεη;
Μά κάτι ἀξιοπρόσεκτο τραβᾶ τό ἐνδιαφέρον καί συναρπάζει τή γραφίδα τοῦ ἱστορικοῦ. Μέσα σ᾿ ἐκεῖνο τό χαλασμό τῶν ἐκπυρσοκροτήσεων, στήν ἀντάρα τῆς μάχης ὅπου τά βόλια θερίζουν, μιά γυναικεία μορφή προβάλλει. Σάν ἐλάφι τρέχει ἀπό τό ἕνα ὀχυρό στό ἄλλο κι ἐνισχύει τούς Ἕλληνες μέ φυσίγγια καί πυρίτιδα. Ἔκθαμβοι μένουν οἱ πολεμιστές ἀπό τό παράτολμο τῆς ἡρωίδας. «Μόνη ἐτόλμα συνεχῶς ἐξέρχεσθαι ἀπό τοῦ ἑνός εἰς τόν ἄλλον προμαχῶνα καί διανέμειν πυριτοβολάς, ὅπου ἡ ἀνάγκη ἐκάλει. Ἦν δέ αὕτη ἀναστήματος ὑψηλοῦ, ἐξαισίας γενναιοψυχίας...», ὑπογραμμίζει ὁ Ἰ. Φιλήμων. Τί κι ἄν καταφθάνουν ὡς ἀετοί ὁ «Γέρος τοῦ Μωριᾶ», ὁ Πλαπούτας, ὁ Κανέλλος μέ τά στρατεύματά τους; Ὅλη τή νύχτα, κάτω ἀπό τό φεγγαρόφωτο, ἡ ριψοκίνδυνη γυναίκα τά δίνει ὅλα γιά τήν πατρίδα, γιά ἕνα λεύτερο Βαλτέτσι.
23 ὁλόκληρες ὧρες κράτησε ὁ ἐπίμονος ἀγώνας. Ντροπιασμένος ὁ Κεχαγιάμπεης ἀποχωρεῖ μέ τά λείψανα τοῦ στρατοῦ του. Ἠχοῦν θριαμβευτικά τά νικητήρια σαλπίσματα τῆς μάχης μέ τά βροντώδη λόγια τοῦ Θ. Κολοκοτρώνη: «Ἕως ὅτου τό γένος μας στέκει, αἱ ἡμέραι τῆς νίκης τοῦ Βαλτετσίου θά δοξάζωνται, διότι ἦτο ἡ ἐλευθερία τῆς πατρίδος». Καί παραγγέλλει νά νηστεύσουν ὅλοι τή νικηφόρα ἐκείνη μέρα -τήν Παρασκευή-, ἀναπέμποντας δοξολογίες κι εὐχαριστίες στόν Θεό, πού σπλαχνίσθηκε τό πολύπαθο γένος καί τοῦ χάρισε θρίαμβο λαμπρό.
Στ᾿ ἀλήθεια, ποιά νά ᾿ναι αὐτή ἡ λεβεντογυναίκα, πού προκάλεσε μέ τήν ἀξιοσύνη της κατάπληξη στούς μαχητές; Μιά χήρα Σπαρτιάτισσα εἶναι, ἡ Σταυριάνα Σάββαινα. Εἶχε παντρευτεῖ ἕνα ἐξαιρετικό παλληκάρι ἀπό τή Σπάρτη, πρόκριτο καί μέλος τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας, τόν Σάββα. Δυστυχῶς τόν ἔχασε πρόωρα. Μόλις ἄναψε ἡ Ἐπανάσταση κι ἔμελλε νά ὑλοποιήσει τά ὄνειρά του γιά τή λευτεριά τοῦ Ἔθνους, οἱ Ἀγαρηνοί τόν ἀπαγχόνισαν στό Μυστρᾶ. Μά τό φαρμάκι τῆς χηρείας δέν καταβάλλει τίς δυνάμεις τῆς συντρόφου του. Ἡ Πατρίδα κινδυνεύει, ἔχει τήν ἀνάγκη της. Μιά τολμηρή ἰδέα στριφογυρίζει στό ἀνήσυχο μυαλό της: Θά πάρει στόν πόλεμο τή θέση τοῦ ἄνδρα της.
Δίχως ἄλλη καθυστέρηση ρίχνεται στήν ἐκτέλεση τοῦ σχεδίου της. Πνίγει τό μητρικό της φίλτρο, ἀναθέτοντας στήν ἀδελφή της τή φροντίδα τῶν ἀνήλικων παιδιῶν της. Δέν κατατρύχεται μέ ἄλλες ἐκκρεμότητες. Προέχει τό χάραμα τῆς λευτεριᾶς. Μαζί μέ ἄλλες πατριώτισσες κατατάσσεται στό Σῶμα τοῦ φίλου τοῦ ἄνδρα της, τοῦ Κυριακούλη Μαυρομιχάλη. Ἀπό τότε, «ἄλλοτε στό βοηθητικό τμῆμα κι ἄλλοτε στό μάχιμο», δίνει δυναμικό τό «παρών» της σέ πολλές καί σκληρές μάχες. Σάν Ἀμαζόνα ρίχνεται στή φωτιά τοῦ πολέμου. Καί γράφει χρυσή ἱστορία στό Βαλτέτσι, στά Τρίκορφα, στήν Εὔβοια, στόν Πέτα, στή Βέργα τοῦ Ἁλμυροῦ. Σάν ἄρχισε νά γλυκοχαράζει ἡ λευτεριά, κι ὁ Ἀγώνας κόπασε, ἡ Σταυριάνα ἀποστρατεύεται μέ τό βαθμό τοῦ ταγματάρχη.
Κι αὐτή τή μεγαλόψυχη γυναίκα, πού ἡ Ἐπανάσταση τῆς στοίχισε ἀκριβά, τό χαμό τοῦ συζύγου της, τή μακροχρόνια ἀπουσία ἀπό τά τρυφερά της βλαστάρια· αὐτή πού ἀψήφησε περιπέτειες καί κονταροχτυπήθηκε μέ τό θάνατο· αὐτή πού γιά χάρη τῆς Πατρίδας ἀπό ἀρχόντισσα ἔγινε φτωχή, τή συναντοῦμε στό Ναύπλιο σ᾿ ἕνα λιτό σπιτάκι ξεχασμένη, περιθωριοποιημένη. Τώρα πού ἡ Ἕλλάδα ἀρχίζει νά ὀρθοποδεῖ καί νά βρίσκει τό ρυθμό της, ἡ πρόμαχος τῆς ἐλευθερίας δέν τιμᾶται ὅπως τῆς ἀξίζει. Κανένας δέν νοιάζεται νά τῆς χορηγηθεῖ μιά σύνταξη γιά τίς ὑπηρεσίες πού προσέφερε. Καί τήν ἔχει τόσο ἀνάγκη! Παρ᾿ ὅλο πού νιώθει κατάκοπη ἀπό τίς πολεμικές ἐπιχειρήσεις, ἀναγκάζεται νά σφίξει τίς δυνάμεις της καί νά ριχτεῖ στή δουλειά, γιά νά ἐξασφαλίσει λίγους πόρους.
Δίπλα στό σπίτι της λειτουργεῖ τό Γυμνάσιο τοῦ Ναυπλίου. Πολλές φορές στά διαλείμματα ζωηροί μαθητές συνηθίζουν νά καταφεύγουν στή δική της αὐλή -πού τήν ἀποκαλοῦν συνθηματικά «Φωμεῖον»-, γιά νά καπνίσουν κρυφά. Λέγεται πώς, ὅταν ἡ Σταυριάνα συνελάμβανε κάποιον καπνιστή, «δέν ἐδίσταζε νά καταφέρῃ ἐπί τῆς ράχεώς του τήν ὀζώδη βακτηρίαν της», τό γεμάτο ρόζους μπαστούνι της.
Μέ νωπές ἀκόμη πάνω της τίς πληγές τοῦ πολέμου, ὅταν συνέρχεται στό Ἄργος τόν Αὔγουστο τοῦ 1829 ἡ Δ΄ Ἐθνοσυνέλευση, ζητᾶ μέ μία ἀναφορά της νά τῆς δοθεῖ κάποια σύνταξη. Πραγματικά, ὁ κυβερνήτης Ἰ. Καποδίστριας ἀνταποκρίνεται στό δίκαιο αἴτημά της. Δυστυχῶς, ἡ κυβέρνηση τοῦ Ὄθωνα διακόπτει τήν ἐνίσχυση. Μές στήν πίκρα της, βάλσαμο τῆς εἶναι ἡ χρηματική βοήθεια πού μέ τή θέλησή τους τῆς προσφέρουν παλιοί συναγωνιστές. Χάρη στίς δικές της ἀκάματες προσπάθειες τά παιδιά της κατατάσσονται στό «Ὁπλοστάσιον», στό ἐργοστάσιο κατασκευῆς ὅπλων. Μπορεῖ φτωχά κι εὐτελῆ νά εἶναι τά ἔπιπλα τοῦ σπιτιοῦ της, ἀλλά στούς τοίχους λάμπουν κρεμασμένα τ᾿ ἀκριβά της στολίδια. Εἶναι τ᾿ ἀχώριστα ὅπλα της. Καί τί δέν ἀνασταίνουν στή μνήμη της ἀπό τό ἔνδοξο παρελθόν!
Πονοῦμε, ἀγαπημένη μας ἡρωίδα, διότι δέν σέ τιμήσαμε ὅπως σοῦ ταίριαζε. Σφίγγεται ἡ καρδιά μας, διότι δέν σοῦ χαρίσαμε ἀνέμελα γεράματα, ἀφοῦ ἀναγκαζόσουν ν᾿ ἀποκτᾶς τό ψωμί σου μέ τά ἔργα τῶν χειρῶν σου. Φαινόσουν ἐξωτερικά μιά σκελετωμένη γριούλα πού ἀργόσβηνε. Ἀκτινοβολοῦσες ὅμως ὁλόκληρη, διότι ἤσουν στολισμένη μέ τό ἀμάραντο στεφάνι τῆς δόξας. Στό διάβα σου μηνοῦσες τ᾿ ἀστραφτερά σου παράσημα, τή λεβεντιά κι ἀνιδιοτέλειά σου, τή φιλοπατρία κι αὐταπάρνησή σου, τή φιλοπονία καί καρτερία σου.
Ἑλληνίς
Ἀπολύτρωσις 60 (2005) 148-149
Ἐπιθύμησα, παραμονές τῆς 25ης Μαρτίου, νά ταξιδέψω γιά λίγο στά 1821 καί νά δῶ καί νά ἀκούσω τά ψυχωμένα παλληκάρια τοῦ ἔθνους μας. Ἐλᾶτε, λοιπόν, νά μποῦμε γιά λίγο στή μηχανή τοῦ χρόνου καί νά γυρίσουμε πίσω, ἀφήνοντας τήν καρδιά μας νά χτυπᾶ στό ρυθμό τῆς δικῆς τους ἀνδρείας καρδιᾶς, στό δικό τους μεγαλεῖο.
Μαζί μέ τόν Ἀλέξανδρο Ὑψηλάντη ἄς μελετήσουμε τήν προκήρυξη πού ξεσήκωσε καί φλόγισε μία γενιά φλογερή, τόν μεγαλειώδη Ἱερό του Λόχο: «Μάχου ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος…Εἶναι καιρός νά ἀποτινάξωμεν τόν ἀφόρητον ζυγόν, νά ἐλευθερώσωμεν τήν Πατρίδα, νά κρημνίσωμεν ἀπό τά νέφη τήν ἡμισέληνον, διά νά ὑψώσωμεν τό σημεῖον, δι’ οὗ πάντοτε νικῶμεν, λέγω τόν Σταυρόν…».
Ὁ Μακρυγιάννης, πού ἔμαθε γράμματα σέ μεγάλη ἡλικία, μᾶς τά ἔγραψε τόσο ὑπέροχα! Ἄς τόν ἀκούσουμε: «Ὅταν σηκώσαμεν τήν σημαίαν ἐναντίον τῆς τυραγνίας, ξέραμεν ὅτι εἶναι πολλοί αὐτεῖνοι καί μαχητικοί κι’ ἔχουν καί κανόνια κι’ ὅλα τά μέσα. Ἐμεῖς σέ οὕλα εἴμαστε ἀδύνατοι. Ὅμως ὁ Θεός φυλάγει καί τούς ἀδύνατους, κι’ ἄν πεθάνωμεν πεθαίνομεν διά τήν Πατρίδα μας, διά τήν Θρησκείαν μας καί πολεμοῦμεν ὅσο μποροῦμε ἐναντίον τῆς τυραγνίας κι ὁ Θεός βοηθός… Χωρίς ἀρετή καί πόνο εἰς τήν πατρίδα καί πίστη εἰς τήν θρησκεία τους ἔθνη δέν ὑπάρχουν».
Ἄς γονατίσουμε σιμά στόν Ἀθανάσιο Διάκο τή στιγμή πού ἀπαντᾶ στόν Ὀμέρ Βρυώνη « Ἐγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θέ νά πεθάνω» καί ἄς ἀναλογιστοῦμε τή θυσία του γιά τήν πατρίδα· ἕνα σφαχτάρι ἅγιο καί θύμα ἱερό στόν βωμό τῆς πατρίδας…
Ἄς ἀκουμπήσουμε εὐλαβικά λουλούδια στόν τόπο πού ἔπεσε παλληκαρίσια ὁ Παπαφλέσσας, στό ἡρωικό Μανιάκι, κι ἄς ἀγναντέψουμε ἀπό ἐκεῖ τόν Ἰμπραήμ νά σκύβει καί νά φιλᾶ στό μέτωπο τόν ἥρωα γεμάτος θαυμασμό...
Ἦταν ἡ φλογερή καρδιά τοῦ Κανάρη πού ξεσήκωνε τά παλληκάρια καί ἡ ἀγάπη στήν πατρίδα καί στόν Θεό, πού ὅπλιζε τό ἡρωικό του χέρι… «Μία δύναμις μέ ἅρπαξε... Μία δύναμις θεϊκή μέ γιγάντωσε. Αὐτή μοῦ ἔδωσε θάρρος διά νά φθάσω μέ τό πυρπολικό μου στήν τουρκική ναυαρχίδα. Οἱ Τοῦρκοι ἦταν τόσοι ὥστε ἐάν ἔπτυον ἐπάνω μας θά μᾶς ἔπνιγαν ἀναμφιβόλως… Εἰς τό ὄνομα τοῦ Κυρίου! φώναξα ἐκείνη τή στιγμή. Ἔκανα τόν Σταυρό μου καί πήδηξα στή βάρκα. Οἱ φλόγες τοῦ πυρπολικοῦ μεταδόθηκαν στήν ναυαρχίδα πού τινάχθηκε στόν ἀέρα καί παρέσυρε στόν θάνατο χιλιάδες Τούρκους…».
Ξεφυλλίζω τά συγγράμματα τοῦ Ἀδαμάντιου Κοραῆ καί βρίσκω διαμάντια συμβουλῶν καί παραινέσεων, διαμάντια γιά τό τότε ἀλλά καί τό σήμερα: «Μόνον τοῦ Εὐαγγελίου ἡ διδαχή ἐμπορεῖ νά σώσῃ τήν αὐτονομίαν τοῦ Γένους, ὅταν μάλιστα κηρύττεται ἀπό ποιμένας φίλους τῆς ἀληθείας καί τῆς δικαιοσύνης… Τοῦτο παρακαλῶ νά τούς παραγγείλετε νά πράττωσιν εἰς τό ἑξῆς, παριστάνοντες εἰς αὐτούς, ὅτι πολεμοῦν ὄχι μόνον ὑπέρ πατρίδος, ἀλλά καί ὑπέρ πίστεως». Καί ἀλλοῦ σημειώνει: «Μόνη ἡ δικαιοσύνη φέρει τήν ἐλευθερίαν, τήν δύναμιν καί τήν ἀσφάλειαν. Ἡ ἀνδρεία χωρίς τήν δικαιοσύνην εἶναι εὐτελές προτέρημα. Καί αὐτή τοῦ Θεοῦ ἡ παντοδυναμία ἤθελ’ εἶσθε χωρίς ὄφελος διά τούς ἀνθρώπους, ἄν δέν ἦτον ἑνωμένη μέ τήν ἄπειρον δικαιοσύνην του…».
Σέ ἀκούω καί πάλι, Σπυρίδων Τρικούπη, νά μᾶς ἐνθουσιάζεις, καθώς φωνάζεις μέ πόνο: «Ἄχ, διά τούς οἰκτιρμούς τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ὅλος ἀγάπη, διά τό ὄνομα τῆς Πατρίδος, ἡ ὁποία εἶναι ὅλη ἀρετή, ἄς καθαρίσωμεν τήν ψυχήν μας ἀπό τόν ρύπον τῆς διχονοίας, ἄς θάψωμεν εἰς τόν τάφον τῆς λησμονησίας τά ἄγρια καί ἀνόητα πάθη μας, ἄς πλύνωμεν τάς μεμολυσμένας καρδίας εἰς τό ἱερόν λουτρόν τῆς ἀγάπης, ὁ πατριωτισμός ἄς λαμπρύνῃ εἰς τό ἑξῆς τόν θολωμένον νοῦν μας, ἡ εἰλικρίνεια ἄς βασιλεύσῃ εἰς τήν καρδίαν μας, ἡ ἀγάπη καί ἡ σύμπνοια ἄς προ- πορεύωνται, ὡς νεφέλη πυρός, ὅλων τῶν βουλῶν μας καί ὅλων τῶν ἔργων μας».
Κι ὁ φωτισμένος Καποδίστριας, πού ἀναίτια δολοφονήσαμε, ὑψώνει τό ἴδιο λάβαρο τῆς πίστης καί μηνᾶ στούς ἀντίθεους καιρούς μας: «Ὁ Θεός εἶναι μετά τῆς Ἑλλάδος καί ὑπέρ τῆς Ἑλλάδος καί αὕτη σωθήσεται. Ἐκ ταύτης τῆς πεποιθήσεως ἀντλῶ πάσας μου τάς δυνάμεις καί πάντας τούς πόρους».
Τό ταξίδι τελειώνει… ἀντάμωμα συγκλονιστικό μέ ὅλους ὅσοι πότισαν τούτη τή γῆ μέ τό αἷμα τους καί τή ζύμωσαν μέ τά λόγια καί τά θαυμαστά ἔργα τους. Δέν θέλω νά φύγω… ζητῶ καταφύγιο ἀνάμεσα σέ τούτους τούς νεκρούς, πού εἶναι τόσο ζωντανοί στήν καρδιά μου. Ἡ ψυχή τοῦ Θεόδωρου Κολοκοτρώνη πλανιέται ἀνάμεσά μας ψιθυρίζοντας: «…καί μήν ξεχνᾶς, γιέ μου, πώς ἐμεῖς ξοφλήσαμε πιά. Ὥς ἐδῶ ἦταν. Τώρα ἡ πολύπαθη Ρωμιοσύνη στηρίζει τήν ὕπαρξή της στή λεβεντιά σας». Ναί, ἥρωες τῆς πατρίδας μου, τολμῶ νά καυχηθῶ ὅτι εἶμαι κι ἐγώ, παιδί τοῦ 21ου αἰώνα, δικός σας ἀπόγονος. Μέσα στίς φλέβες μου τρέχει τό δικό σας ἡρωικό αἷμα, ἡ δική σας παλλόμενη ἀπό ἀγάπη στόν Θεό καί στήν πατρίδα καρδιά μεταγγίζει παλμό καί ἐνθουσιασμό στή νιότη μου! Εὐλαβικά σᾶς προσφέρω φόρο τιμῆς καί εὐγνωμοσύνης καί ὑπόσχομαι -μέ τή δική σας ἀκράδαντη πίστη- νά «στήσουμε καί πάλι μές στό οὐράνιο θεῖο φῶς μία Ἑλλάδα τρισμεγάλη». Γιατί τό «χρωστᾶμε σέ ὅσους πέρασαν, θά ρθοῦνε, θά περάσουν, κριτές θά μᾶς δικάσουν, οἱ ἀγέννητοι, οἱ νεκροί».
Μ. Δανιήλ
Ἀπολύτρωσις 71 (2016) 78-79