Μ᾿ εὐγνωμοσύνη ἀπέραντη ὑποκλίνεται ἰδιαίτερα τοῦτο τό μήνα ἡ καρδιά μας στούς ἥρωες καί ἡρωίδες προγόνους μας, πού «σάν ἴσκιοι μεγαλόκορμοι κι ἀπείραχτοι ἀπ᾿ τά χρόνια, φέρνουνε μᾶς τ᾿ ἀγγόνια στό δρόμο τῆς τιμῆς». Τήν 25η Μαρτίου 1821 ξεπήδησε ἡ ἑλληνική φυλή μέσα ἀπό τή στάχτη καί μέ ἀγῶνες ἀνυπέρβλητους καί θυσίες λαμπρές γίνηκε τό μεγάλο θαῦμα τῆς ἐθνικῆς μας παλιγγενεσίας.
Σάν βροντοῦν οἱ κλαγγές τῶν ὅπλων στό Μωριά, δέν ἀργεῖ νά φουντώσει στό βορρᾶ ἡ ἐπανάσταση τῆς Χαλκιδικῆς. Τήν ἑτοίμαζε μ᾿ ὅλο τό πύρωμα τῆς ψυχῆς του ὁ μεγαλέμπορος καί τραπεζίτης ᾿Εμμανουήλ Παπᾶς ἀπό τή Δοβίστα Σερρῶν, πού σήμερα «τιμῆς ἕνεκεν» φέρνει τό ὄνομά του. Δίπλα στόν πλούσιο Μακεδόνα, πού μέ τό ἐπιχειρησιακό του πνεῦμα εἶχε τράπεζες στή Βιέννη, Κων/πολη καί Σέρρες, στέκεται ἀρχόντισσα ἐκλεκτή, ἡ ἄξια σύζυγός του Φαίδρα. Στολίδι καί χαρά τῆς φαμελιᾶς τά δώδεκα παιδιά τους, ἐννιά ἀγόρια καί τρία κορίτσια. Θά μποροῦσε ἡ ζωή τῆς οἰκογένειας Παπᾶ, πού κολυμποῦσε μές στό ἄφθονο χρῆμα, νά κυλήσει ἀκόμη καί στά πικρά αὐτά χρόνια τῆς σκλαβιᾶς γαλήνια καί εὐτυχισμένα. Κι ὅμως τό ὅραμα τῆς λευτεριᾶς καί ἡ ἀνάσταση τοῦ Γένους δέν δίνουν περιθώρια γιά τέτοιες ἄκαιρες ἀπολαύσεις.
Θυσιάζει ὁ ἰσχυρός ἄρχοντας τήν οἰκογενειακή θαλπωρή καί ρίχνεται στήν περιπέτεια τῆς πατρίδος. ᾿Από τά ταμεῖα τῶν τραπεζῶν του ρέει ὁ πακτωλός γιά τίς ἀνάγκες τοῦ ᾿Αγώνα. Στ᾿ ἀλήθεια, πῶς τολμοῦν μερικοί νά χαρακτηρίζουν τήν ῾Ελληνική ᾿Επανάσταση πάλη ταξική, ὅταν μόνον ὁ ᾿Εμμανουήλ Παπᾶς προσφέρει στό βωμό τῆς πατρίδας περιουσία ἀμύθητη, 300.000 τάλληρα δίστηλα; Καί μαζί μέ τά χρηματικά ποσά δίδει καί ὑλικό ἔμψυχο, αἷμα ἀκριβό, τά τέσσερα μεγαλύτερα παλληκάρια του. Στήν ἐξέγερση τῆς Χαλκιδικῆς δίνουν τό παρόν.
῞Οταν ὅμως τό κίνημα τελικά βάφεται στό αἷμα, ἐπειδή ὁ Γιουσούφ μπέης δέχεται σημαντικές ἐνισχύσεις, στέλνει γιά στερνή φορά τίς ὑποθῆκες του στήν ἀγαπημένη του Φαίδρα, πού φορτώθηκε εὐθῦνες βαριές· "Κράτα γερά, καλή μου. ῾Ο ᾿Αγώνας δέν χάθηκε. Θά συνεχισθεῖ. ᾿Αναχωροῦμε μέ τό καράβι τοῦ Βισβίζη γιά τήν ῞Υδρα. Μᾶς περιμένουν τά ἀδέλφια ἐκεῖ, νά ἀγωνιστοῦμε μαζί τους. ῎Εχω μαζί μου τά τέσσερα μεγαλύτερα βλαστάρια μας. Νά εἶσαι περήφανη γιά τούς γυιούς μας. Νά προσεύχεσαι καί νά μᾶς περιμένεις...".
Εἶναι τό κύκνειο ἆσμα του. Μές στό καράβι ἐκπνέει ὁ ἀρχηγός τῆς Μακεδονικῆς ᾿Επαναστάσεως τοῦ 1821, πού ἐπί ἑπτά μῆνες ἔδωσε μάχες σκληρές μέ τόν κατακτητή. Κλαίει ἡ ῞Υδρα τόν ἥρωα, τόν τιμᾶ ὅπως τοῦ πρέπει καί τόν δέχεται στά σπλάγχνα της.
῎Εφυγε τό ἀντιστύλι τοῦ σπιτιοῦ καί ἄφησε πίσω του τήν "Κυρά καί ᾿Αφέντρα", τή σύζυγό του, νά σηκώνει τό σταυρό τῆς χηρείας, νά λειώνει ἀπό ἀγωνία γιά τήν τύχη τῶν παιδιῶν της καί νά ὑπομένει ἀτέλειωτους ἐξευτελισμούς καί μαρτύρια. Πάνω της ὁ ᾿Αγαρηνός θά ξεβράσει ὅλη τή μανία καί τό μῖσος πού ἔτρεφε γιά τόν ἄνδρα της.
Τί κι ἄν τῆς καῖνε τό ἀρχοντικό της καί τῆς ἁρπάζουν τά φλουριά της, τί κι ἄν τήν ρίχνουν στή φυλακή καί τήν τυραννοῦν, ἡ Φαίδρα στέκεται ἀγέρωχη στό ὕψος τῶν περιστάσεων καί τῶν στιγμῶν. Πῶς ὅμως νά πνίξει μέσα της τό μητρικό φίλτρο, πῶς νά συμβιβαστεῖ τό λογικό της μέ τή σκληρή καθημερινή εἰκόνα, νά βλέπει μές στίς ὑγρές φυλακές καί τά σκοτεινά μπουντρούμια τά τρία κοριτσάκια της, τήν ῾Ελένη, τή Νεράντζω, τή Θεονύμφη, καί τό τρυφερό βλαστάρι της, τόν Κωνσταντῖνο, νά φυτοζωοῦν, νά μαστιγώνονται, νά ζεματίζονται μέ λάδι ἤ πυρακτωμένα σίδερα; Κι ἀκόμη, ποιός θ᾿ ἀνταποκριθεῖ στίς καυτές ἀνησυχίες της καί θά τήν πληροφορήσει ἄν ζοῦν ἤ ἄν σκοτώθηκαν τά μεγαλύτερα παλληκάρια της πού μάχονται στή νότια ῾Ελλάδα; ᾿Ανάσα καί "φίλημα ζωῆς" εἶναι στήν ἡρωΐδα μάνα οἱ ἐπισκέψεις καί τό ἀμείωτο ἐνδιαφέρον τοῦ μητροπολίτη Χρύσανθου. Πόσα τοῦ χρωστᾶ! ῾Η εὐγνώμονη καρδιά της πῶς ν᾿ ἀνταποδώσει τίς εὐεργεσίες πού δέχεται; Χάρις στή δική του μεσολάβησι ἀποσοβεῖται τό ἀποτρόπαιο ἔγκλημα καί μετατρέπεται ἡ θανατική ποινή σέ δεσμά ἰσόβια. Κι ὅταν τό 1826 γίνεται Πατριάρχης, δέν λησμονεῖ τή μαρτυρική οἰκογένεια πού πέντε χρόνια τώρα σαπίζει στίς φυλακές. ῾Η ποινή μειώνεται σέ κατ᾿ οἶκον περιορισμό, ὥσπου τό 1833 ἡ Φαίδρα καί τά τέσσερα παιδιά της ἀναπνέουν τόν μυριοπόθητο ἀγέρα τῆς λευτεριᾶς.
Μέ τίς ἁλυσίδες τῆς σκλαβιᾶς σπασμένες, βγαίνει ἡ μάνα νά ψάξει τούς λεβέντες της καί νά συναρμολογήσει τή σκορπισμένη φαμελιά της. Καί τούς βρίσκει, μέ δάφνης κλωνάρια στεφανωμένους, νά πατοῦν τ᾿ ἀχνάρια τοῦ πατέρα τους. ᾿Αντικρύζει τόν ᾿Αλέξανδρό της σκοτωμένο στό Μεσολόγγι, τόν ᾿Αθανάσιό της ἀποκεφαλισμένο στή Χαλκίδα, τόν ᾿Ιωάννη της ξεψυχισμένο στό Μανιάκι, τόν Δημήτρη της ἀπαγχονισμένο στό Νεόκαστρο, τόν Γιῶργο της ἐπίσης κρεμασμένο, τόν Νικόλα της σκοτωμένο στό Καματερό. Μόνο τόν ᾿Αναστάσιό της, πού πολέμησε στή Μολδαβία, τόν βρίσκει ζωντανό στήν Πάτρα. ῞Οσο γιά τόν ᾿Αριστείδη της κανείς δέν τῆς εἶπε ποῦ βρίσκεται.
Στό ἐθνικό προσκλητήριο τόσα παλληκάρια ξεπήδησαν ἀπό μιά μόνο ρίζα. Ποιά ὅμως μάνα τά γαλούχησε καί τί παράδειγμα ζωντανό ἄφησε πίσω ὁ πατέρας, γιά ν᾿ ἀναδειχτοῦν αὐτοί οἱ πολεμιστές σέ ἥρωες;
Μαρία Ἀλ. Γούδα
Φιλόλογος - Θεολόγος
Τούτη τή φορά δέν θ' ἀνατρέξω σέ πηγές κι ἱστορικά ἀρχεῖα. Δέν θά ξεφυλλίσω ἀπομνημονεύματα κι οὔτε θά ἀναζητήσω πορίσματα ἱστορικῶν. Ἀλλά θά βυθίσω τή σκέψη μου ἐπίμονα στό παρελθόν, θά ἀφήσω τήν καρδιά μου ἐλεύθερα νά ἐκφράσει τά δικά της βιώματα καί τόν ἑαυτό μου ὅλο νά καταθέσει τή δική του μαρτυρία γιά κεῖνο τό τραγικό ξημέρωμα τῆς 20ῆς Ἰουλίου 1974 στή μακρινή μεγαλόνησο, τήν Κύπρο μας.
Δέν μέ ξυπνοῦν οἱ ὀρθρινές καμπάνες γιά τοῦ προφήτη Ἠλία τή γιορτή. Στό χάραμα τῆς νέας μέρας καί μές στήν καρδιά τοῦ καλοκαιριοῦ ἀπρόσμενοι ἦχοι φθάνουν στ' αὐτιά μου. Ὅλη ἡ Λεμεσός ἐκπέμπει στήν ἴδια συχνότητα· ἐμβατήρια, πολεμικά ἀνακοινωθέντα, ὁ ἐθνικός ὕμνος... Ὄχι, δέν ξημερώνει καμιά ἐθνική γιορτή. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πικρή. «Εἰρηνικοί ἐπισκέπτες» εἰσβάλλουν στό νησί μας καί μέλλει κι ἡ δική μου γενιά νά «γνωρίσει» ἀπό κοντά τούς «εὐγενεῖς» γειτόνους της, τούς Τούρκους. Πῶς νά συμβιβαστεῖ μέ τούτη τήν ἄδικη καταπάτηση τό λογικό μου; Πῶς νά συνταιριαστεῖ μέ τήν τρομερή παραφωνία τοῦ πολέμου ἡ ἐφηβική μου καρδιά; Μά, προπάντων, πῶς νά ἀντέξω σέ τέτοιες σκληρές ὧρες, πού οἱ ὀρδές τοῦ Ἀττίλα μανιακά λεηλατοῦν, τήν ἀπουσία τοῦ πατέρα; Ἄλλοτε τέτοια μέρα κινοῦσε γιά τήν ἐκκλησία. Καί τώρα; Ἀπό τ' ἀκουστικό τοῦ τηλεφώνου ψυχρή καί κατηγορηματική ἀκούγεται ἡ φωνή τοῦ ἀξιωματικοῦ ὑπηρεσίας πρός τή δόλια μάνα μου· «Κυρία μου, βρίσκεται ἐκτός στρατοπέδου. Εἶναι σέ ἀποστολή». Περνοῦν μέρες... Ἡ ἀπάντηση ἔρχεται πάντα ἴδια. Καί λίγο πιό πέρα ὁ Ἀσιάτης βάρβαρος μέ τίς ληστρικές ἐπιδρομές καί τ' ἅρματα μάχης, μέ τίς ὀβίδες καί τίς ἐμπρηστικές του βόμβες ναπάλμ, ἐξακολουθεῖ ν' ἀλλάζει ριζικά τή ζηλευτή ὄψη τοῦ νησιοῦ. Πέρασαν ἀπό τότε πολλά χρόνια. Λησμόνησα πολλά. Μά ὅ,τι λίγο ἔζησα ἀπό τήν κυπριακή τραγωδία χαράχτηκε μέσα μου. Μπορῶ νά ξεχάσω τή γειτονιά μου πού μέ μιᾶς βουβάθηκε σάν ἦρθαν τά λεωφορεῖα νά παραλάβουν τίς οἰκογένειες τῶν Ἄγγλων γιά νά τίς ἀσφαλίσουν στίς ἀγγλικές βάσεις, ἐκεῖ πού ὁ ἐχθρός δέν θά βομβάρδιζε; Μπορῶ νά ξεχάσω τό θαυμασμό πού ἔνιωσα γιά τόν διπλανό μας Ἕλληνα Κύπριο, ἥρωα τῆς ἐποποιΐας τοῦ 1940, πού καθηλωμένος στήν ἀναπηρική του καρέκλα ἀρνήθηκε μαζί μέ τήν ἀγγλίδα γυναίκα του τήν ἀσφάλεια πού τοῦ προσφερόταν στό ἀγγλικό ἀκρωτήρι, διότι ἤθελε νά ἔχει τήν ἴδια τύχη μέ τούς Ἕλληνες συμπατριῶτες του; Νά ξεχάσω τή γραφική ἔπαυλη πού ὀμόρφαινε τή συνοικία μας καί τ' ἀφεντικό της, τόν πρόξενο τῆς Μάλτας, πού θρηνοῦσε γοερά τό χαμό τοῦ παλληκαριοῦ του στήν Ἀμμόχωστο; Τή θλιβερή φιγούρα τῆς μάνας μου, πού ἔλειωνε μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Παναγιᾶς κι ἄφηνε γιά ὧρες τή σιωπηλή κραυγή καί ἱκεσία της; Κάθε 20 Ἰουλίου ἡ μάνα μας ξεδιπλώνει ἕνα χακί πουκάμισο. Κι ἔτσι λερωμένο, μέ τά σημάδια τοῦ ἱδρώτα φανερά καί μέ τ' ἀριστερό πέτο τοῦ γιακᾶ ξεσχισμένο ἀπό τή σφαίρα τοῦ ἐχθροῦ πού τό διαπέρασε, μᾶς ὑπενθυμίζει τό χρέος μας ἀπέναντι στόν Θεό καί στόν προφήτη του Ἠλία γιά τή σωτηρία τοῦ πατέρα μας. Κι ἐκεῖνος ἀπ' τό χάραμα, μπροστά στό τέμπλο τοῦ Ἱεροῦ, στητός, ὁλόρθος ἀναπολεῖ... Μέ μάτια ὑγρά καί μ' ἕνα δίπτυχο στό χέρι μνημονεύει τούς ἀξιωματικούς κι ὁπλῖτες του πού ἄφησαν τήν τελευταία τους πνοή σέ κείνη τήν ἐπιχείρηση καί δέεται τό αἷμα τους κι ἡ θυσία τους σέ τοῦτο τό μαρτυρικό νησί νά βροῦν κάποτε τό δίκιο τους. Ἑλληνίς,
Μαρία Γούδα, φιλόλογος-θεολόγος
|
«Τήν εἰκοστή τοῦ Νοεμβριοῦ
χίλια ᾿νιακόσια τρία
τά μαγαζιά τῆς Καστοριᾶς
ἀρχίσαν νά δουλεύουν
κι ἐκεῖ πού ἐδουλεύανε
ἀκοῦνε τίς καμπάνες.
-Μά τί γιορτή ᾿ναι σήμερα,
ρωτοῦνε οἱ παπάδες.
-Οὔτε γιορτή ᾿ναι σήμερα
οὔτε καί πανηγύρι,
ὁ Βοϊβόντας ἔρχεται
μέ Βούλγαρο δεσπότη,
τι πέρασαν οἱ ἄθλιοι
πώς δῶ εἶναι Βουλγαρία.
Οὔτε Βουλγαρία εἶν᾿ ἐδῶ
οὔτε καί ἡ Σλαβία,
ἐδῶ τό λένε
Καστοριά - Ἑλλάς - Μακεδονία».
Ἀπολύτρωσις 63 (2008) 302-303
Ὁ Μακεδονικός ἀγώνας ὑπῆρξε ἀγώνας αἱμάτων καί θυσιῶν. Ὅμως κανενός ἥρωα τό αἷμα δέν συνετέλεσε τόσο στήν ἐλευθερία τῆς Μακεδονίας, ὅσο τό αἷμα τοῦ Παύλου Μελᾶ.
Ὁ Παῦλος Μελᾶς καταγόταν ἀπό ἐκεῖνες τίς οἰκογένειες πού ἀναδεικνύουν ἥρωες. Καί τό ἐπιτυγχάνουν αὐτό, διότι μεταδίδουν ὡς εἶδος κληρονομιᾶς ἀπό γενιά σέ γενιά τά ὑψηλά ἰδανικά τῆς φυλῆς. Καί ἔχοντας προσήλωση στήν ὑπεράσπιση τῶν ἰδανικῶν αὐτῶν, καταφέρνουν νά ὑπερβαίνουν τίς μικρότητες τῶν πολλῶν πού σύρονται στήν κολακεία τῶν ἰσχυρῶν, στήν ἐπιδίωξη ἀναρρίχησης μέ κάθε τρόπο, στόν εὔκολο πλουτισμό καί τήν καλοπέραση.
Ὁ Παῦλος Μελᾶς ἐπέλεξε νά εἰσέλθει στή σχολή Εὐελπίδων ἔχοντας ἀποκρυσταλλωμένη ἄποψη περί τοῦ σκοποῦ τῆς ζωῆς του. Τήν καταθέτει σέ ἐπιστολή πρός τόν πατέρα του μετά τήν ὁρκωμοσία του (4-10-1886):
«Σεβαστέ πατέρα,
...Προχθές τό πρωί ἔδωκα τόν νενομισμένον ὅρκον. Δέν δύνασθε νά φαντασθεῖτε ὁποίαν βαθείαν ἐντύπωσιν μοῦ ἐνεποίησε ἡ τελετή αὕτη. Δέν ἦτο ἐπιβλητική, οὔτε μᾶς ἐξήγησαν προηγουμένως ποίαν βαρύτητα καί σπουδαιότητα ἔχουν οἱ λόγοι τούς ὁποίους ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί τῆς σημαίας προφέρομεν. Ἀλλά σᾶς βεβαιῶ ὅτι ὡρκίσθην ἔχων πλήρη συναίσθησιν τῶν ὑπό τοῦ ὅρκου ἐπιβαλλομένων καθηκόντων, σταθεράν δέ ἀπόφασιν νά τά ἐκτελέσω. Διά τοῦτο καί ἐκ βάθους τῆς καρδίας μου ὡρκίσθην ὑπακοήν εἰς τούς νόμους τῆς Πατρίδος, σέβας, πίστιν καί ἀφοσίωσιν εἰς τόν Βασιλέα μου, καί ὅτι θέλω ὑπερασπισθῇ μέχρι τελευταίας πνοῆς μου τήν Σημαίαν καί τήν Πατρίδα.
Πάντα ταῦτα πρό πολλοῦ εἶχα ὁρκισθῆ καθ᾿ ἑαυτόν νά τηρήσω, ὥστε ὁ ἐπίσημος ὅρκος οὐδέν νέον καθῆκον μέ μανθάνει, ἀλλά συνέσφιγξεν ἔτι περισσότερον, ἄν τοῦτο εἶναι δυνατόν, τούς δεσμούς, οἵτινες μέ συνδέουν πρός τήν Πατρίδα μου καί τόν Βασιλέα μου. Ἐπίσης, ἀναμιμνησκόμενος αὐτοῦ καθ᾿ ἑκάστην, αἰσθάνομαι προθυμότερος νά ἐκτελῶ τά καθήκοντά μου καί νά ὑπομένω τάς μικράς ἐνοχλήσεις, τάς ὁποίας ἔχομεν εἰς τήν σχολήν.
Κατ᾿ αὐτόν τόν τρόπον εἶμαι εὐτυχέστερος τώρα ἐδῶ. Πρίν τελειώσω τήν ἐπιστολήν μου, σᾶς παρακαλῶ, σεβαστέ μου πατέρα, νά μ᾿ εὐχηθῆτε ὅπως ὁ Θεός μέ βοηθήσῃ νά τηρήσω ἐντίμως τόν ὅρκον μου μέχρι τελευταίας στιγμῆς τῆς ζωῆς μου.
Μετά σεβασμοῦ ἀσπάζομαι τήν δεξιάν σας καί μένω εὐπειθέστατος υἱός σας
Παῦλος Μελᾶς»
Ὁ Παῦλος ἀποφοίτησε ἀπό τή σχολή τό 1891 καί κατατάχθηκε στό πυροβολικό μέ τό βαθμό τοῦ ἀνθυπιλάρχου. Πέρασαν ἕξι χρόνια ὥς τόν πόλεμο τοῦ 1897, στόν ὁποῖο ἔλαβε μέρος μέ τόν διο βαθμό. Πιστός στόν ὅρκο πού ἔδωσε, ὑπέφερε ὅσο ἐλάχιστοι γιά τή μεγάλη ἐκείνη ἐθνική ταπείνωση. Οἱ πολλοί ξεχάστηκαν στά κοσμικά σαλόνια καί τίς διασκεδάσεις μέ τούς ξένους πρεσβευτές, τούς διανοουμένους, τούς καλλιτέχνες καί τούς ἀνθρώπους τοῦ χρήματος. Συμμαθητές τοῦ Παύλου πῆραν προαγωγές. Ἐκεῖνον μιά ἔγνοια τόν ἔτρωγε: Νά μήν παρασυρθεῖ ἀπό τήν καλοπέραση καί φανεῖ ἐπίορκος, ἐνῶ τόσοι ἀκόμη ἀδελφοί στέναζαν κάτω ἀπό ζυγό δουλείας. Γι᾿ αὐτό καί ἔντονη ἡ κριτική πρός τούς ὑπευθύνους τῆς συντριβῆς. Γι᾿ αὐτό καί νέα παράταση τῆς στασιμότητας.
Ἡ ἀνήσυχη φύση του βρῆκε ὡς διέξοδο πρός πραγμάτωση τῶν ὁραμάτων του τή συμμετοχή του στήν πρώτη διερευνητική ἀποστολή στή Μακεδονία. Ἡ ἔκθεσή του διέφερε σημαντικά ἀπό τίς ἐκθέσεις τῶν ἄλλων. Οἱ ἄλλοι ἔγραψαν κατά τίς ἐπιθυμίες τῶν ἐπιτελῶν· ὁ Παῦλος κατά τόν καημό τῶν ὑποδούλων. Οἱ ἄλλοι προήχθησαν· ὁ Παῦλος παρέμεινε καί πάλι στάσιμος. Καί σάν διαπίστωσε πώς ἐκεῖ στήν Ἀθήνα δέν εἶχαν καμιά διάθεση νά σπεύσουν σέ βοήθεια τῶν κατατρεγμένων ἀπό τούς κομιτατζῆδες Μακεδόνων, τά «βρόντησε» ὅλα τοῦ στρατοῦ, ἀπό τόν ὁποῖο δέν περίμενε πιά τίποτε. Δέν ὑπῆρξε αὐτό θυσία γιά τόν Παῦλο. Θυσία ὑπῆρξε τό ὅτι ἄφησε πίσω του τήν πολυαγαπημένη Ναταλία τῶν Δραγούμηδων καί τά λατρευτά του παιδιά Μιχάλη (Μίκη) καί Ζωή (Ζέζα), καί εἰσῆλθε στήν ὑπόδουλη Μακεδονία ὡς Μίκης Ζέζας.
Σαράντα μέρες κύλισαν, ὥσπου νά τόν βρεῖ τό φονικό βόλι (13-10-1904). Ἀρκετές γιά νά λάβει νέα τροπή ὁ ἀγώνας. Ὅ,τι δέν κατάφερε ζωντανός, τό πέτυχε νεκρός: «Ἔφερε τή Μακεδονία πιό κοντά μας», ἔγραψε σέ ποίημά του ὁ Παλαμᾶς. Τάραξε τήν κοιμισμένη ἐθνική συνείδηση τῶν ἐλευθέρων Ἑλλήνων καί ἔσπευσαν πρός βοήθεια τῶν ὑποδούλων.
Τά χρόνια κύλισαν. Ποιός γνωρίζει τούς συμμαθητές τοῦ Παύλου στή σχολή Εὐελπίδων; Ποιός ξέρει ποιός ἀπ᾿ αὐτούς ἔφθασε στό βαθμό τοῦ στρατηγοῦ; Τί ἀπόμεινε ἀπό τίς κοσμικές ἐκδηλώσεις στά σαλόνια, ὅπου οἱ «μεγάλοι» περνοῦσαν τήν ὥρα εὐτελίζοντας τήν ὕπαρξή τους καί προσπαθώντας νά πνίξουν στή λησμονιά τόν ὅποιο ὅρκο εἶχαν δώσει μέ σαμπάνια καί φερσίματα «κατά πώς πρέπει» ἀπό τήν Ἑσπερία φερμένα; Ἡ πατρίδα ποτέ δέν στηρίχθηκε στούς πολλούς, πού ὄνειρο ἔχουν τήν προσωπική τους ἀνέλιξη. Κάπου κάπου γεννᾶ ἕναν Παῦλο Μελᾶ καί αὐτός εἶναι ἀρκετός. Παρακάμπτοντας στρατηγούς, ὑπουργούς καί ἄλλους τρανούς, πότε ἕνας ἀνθυπίλαρχος, πότε καί κάποιος κατώτερος ἀκόμη, ἀναλαμβάνει νά σηκώσει στούς ὤμους του τήν πατρίδα καί τά καταφέρνει. Γιατί, μόλις δοῦνε αὐτόν οἱ πολλοί ἐγκαρδιώνονται καί σπεύδουν νά τόν βοηθήσουν. Ὄχι! Ὁ ἕνας ποτέ δέν εἶναι μόνος. Εἶναι ὅμως ἀπαραίτητο νά προηγηθεῖ, νά προηγηθεῖ κυρίως στήν προσφορά τοῦ αἵματός του.
Tόν Ζέζα τόν γνωρίσατε, τόν ἴδατε τόν Μίκη,
πού σήμερα λαχτάρησε βουνό κι ἀρματολίκι;
Κοντά σέ κάποιαν ἐκκλησιά, χωριοῦ προσκυνητάρι,
πού παλληκάρια θάψανε πανώριο παλληκάρι,
χλωρή δαφνούλα φύτρωσε νά στεφανώσει τώρα
μιά σκλάβα μαυροφόρα.
Στά ματωμένα σπλάχνα της τήν ὀμορφιά της θάβει,
κι ἀπ᾿ τήν σβησμένη του ματιά
πῆραν ψυχή, πῆραν φωτιά
ξεψυχισμένοι σκλάβοι.
Τί στρατιώτης ἔπεσε στή γῆ της ζηλευτός!...
Λυπᾶται, μά καί χαίρεται κανείς μέ τόν χαμό του...
Τιμῆς καί δόξης θάνατος ὁ θάνατος αὐτός,
μπροστά στήν τόση δόξα του ξεχάνεις τόν καημό του.
Κι ἀντήχησαν ἀντίλαλοι: στόν Βούλγαρο πελέκι,
τιμή στοῦ Ζέζα τό σπαθί, τοῦ Μίκη τό τουφέκι.
Κι ὁ Λεπενιώτης ἄστραψε κοντά του κι ὁ Βλαχάβας
κι ἐκλείσανε τά χείλη του μ᾿ ἕνα φιλί τῆς σκλάβας.
Καυτές ἱστορικές μνῆμες κουβαλᾶ τοῦτος ὁ μήνας. Ζωντανεύει μπροστά μας καί τούς νικηφόρους βαλκανικούς πολέμους τοῦ 1912-13. Πολλές πόλεις τῆς Μακεδονίας γιορτάζουν τοῦτες τίς μέρες τά ἐλευθέριά τους ἀπό τή μακρόχρονη τουρκική σκλαβιά καί παιανίζουν τή νίκη τους κατά τῶν βουλγάρων κομιτατζήδων. ᾿Αλλά, μέχρι νά φουντώσει καί νά θεριέψει ὁ Μακεδονικός ᾿Αγώνας, πόσοι καί πόσες δέν ἐργάστηκαν ἀνύσταχτα πολλές δεκαετίες πρίν, δέν ριψοκινδύνευσαν καί δέν ἔγιναν ὁλοκαυτώματα, σπέρνοντας ἀπό τό δικό του μετερίζι ὁ καθένας τό σπόρο τῆς λευτεριᾶς!
Νεαρή δασκάλα Μακεδονομάχος εἶναι ἡ Βελίκα Τράικου ἀπό τό Γραδεμπόρι, σημερινό Πεντάλοφο Θεσσαλονίκης. Δέν εἶναι τυχαία ἐκπαιδευτικός. ῎Εχει ἀποφοιτήσει ἀπό τό ξακουστό ἐκπαιδευτήριο, τό ᾿Ανώτερο Παρθεναγωγεῖο Θεσσαλονίκης. Σ᾿ ἐκεῖνο τό πνευματικό φυτώριο πυροδοτήθηκε ἡ καρδιά της κι ἄναψαν οἱ μεγάλοι πόθοι νά ὑπηρετήσει τή χειμαζόμενη μακεδονική γῆ, ὅπου καί νά τή στείλουν. Καί νά την, ἕτοιμη δασκαλίτσα, διορίζεται, στά 1900, σ᾿ ἕνα χωριό κυκλωμένο ἀπό κομιτατζῆδες, στήν Καρατζόβα, στά βόρεια τῆς ῎Εδεσσας. ῎Εχει ὑπεράνθρωπο ἔργο νά ἐπιτελέσει. Πόσο στενοχωριέται πού βλέπει τά μικρά ῾Ελληνόπουλα, τά μαθητούδια της, νά μή γνωρίζουν τήν ἑλληνική γλώσσα, τήν ἱστορία τῶν προγόνων τους! Συνειδητοποιεῖ γιά ἄλλη μιά φορά πώς ἡ ἀγαπημένη της Μακεδονία ψυχορραγεῖ, πώς ἡ βουλγαρική ἐξαρχία ἔχει βάλει στόχο νά τήν ἀποκόψει ἀπό τίς θαλερές της ρίζες, τόν ῾Ελληνισμό καί τήν ᾿Ορθοδοξία. ῾Η Βελίκα ἀνασκουμπώνεται. Τό σκοτάδι τῆς ἀμάθειας πρέπει νά διαλυθεῖ. Στίς παιδικές ὑπάρξεις μέ τά σπινθηροβόλα ματάκια ἐμφυσᾶ τά ἰδανικά τῆς φυλῆς μας.
Σέ ἀπόσταση ἀναπνοῆς ἀπό τή φωλιά τῶν κομιτατζήδων ἡ ἀτρόμητη δασκάλα ἐπιτελεῖ ἄλλου εἴδους μάχες, ἀφυπνίζοντας πνευματικά τά Μακεδονόπουλα. Χαρακτηριστικά εἶναι τά λόγια πού εἶχε ξεστομίσει σ᾿ ἐκεῖνο τό συνέδριο τῶν Μακεδονομάχων, πού ἔγινε στή Μητρόπολη Θεσσαλονίκης τόν Αὔγουστο τοῦ 1901·
«῾Οπλίστε τούς χωρικούς!.. Κι ὅταν ἐμεῖς προετοιμάσουμε τό ἔδαφος, ἀπό παντοῦ θ᾿ ἀνάψει ὁ ἀγώνας!...».
᾿Αλλ᾿ ὁ ἡρωισμός μιᾶς τέτοιας ψυχωμένης δασκάλας παίρνει καταπληκτικές διαστάσεις, πού μᾶς ἀφήνει ἔκθαμβους.
Εἶναι φθινόπωρο τοῦ 1901. ῾Ο διπλωμάτης στό ἑλληνικό Προξενεῖο τοῦ Μοναστηρίου, ὁ ῎Ιων Δραγούμης, ἔχει κάνει ἔκκληση στό «Κέντρο» τῆς Θεσσαλονίκης νά τοῦ στείλουν ἕνα ταλαντοῦχο πρόσωπο γιά μιά πολύ σοβαρή, ἐχέμυθη καί ἐπικίνδυνη ἀποστολή. Θά ἀποτελοῦσε τό σύνδεσμο τοῦ ἑλληνικοῦ κομιτάτου ἀνάμεσα στό Μοναστήρι - Καστοριά - Θεσσαλονίκη. ᾿Αναρωτιέται ποιόν ἄραγε θά τοῦ στείλουν. Μένει βουβός, σάν ἀντικρύζει μπροστά του τή δεκαοκτάχρονη Βελίκα ἕτοιμη ν᾿ ἀναλάβει καθήκοντα. Κι ὅμως, ἡ γυναικεία καρδιά της κρύβει σπάνιους θησαυρούς.
Ποιά εἶναι ἐκείνη ἡ ἀξιολύπητη μές στά κουρέλια, δίχως παπούτσια, πού μιλᾶ τούρκικα κι ἀφήνει τό Μοναστήρι, διασχίζει δυσκολοδιάβατα μέρη, βουνά, ρεματιές, φαράγγια, λαγκάδια μέ προορισμό τήν ῎Εδεσσα ἤ τήν Καστοριά, τά Γιαννιτσά ἤ τή Θεσσαλονίκη; Κανείς δέν τῆς δίνει σημασία. ῞Ολοι τήν ἀποστρέφονται καί τήν οἰκτείρουν. Μέ μιά τρελή Τουρκάλα θά ἀσχοληθοῦν;
῾Ο φακός τῆς ἱστορίας φωτογραφίζει καί μία ἄλλη.
Εἶναι μιά φτωχή Βουλγάρα, πού ρίχνεται καθημερινά στόν ἀγώνα τῆς βιοπάλης. Τριγυρνάει στή φύση καί συνεχῶς σκυμμένη μαζεύει ραδίκια. ῎Επειτα πάει στά παζάρια τῶν Τούρκων ἤ τῶν Βουλγάρων νά πουλήσει τίς λιγοστές της πραμάτειες, χόρτα ἤ γάλα, γιά νά βγάλει «τόν ἐπιούσιον».
Στ᾿ ἀλήθεια, τί παράξενο! Εἶναι πολλές φορές πού ὁ φακός συλλαμβάνει τήν τρελή Τουρκάλα ἤ τή βουλγάρα ραδικοῦ ἤ γαλατοῦ ἔξω ἀπό Προξενεῖα, Μητροπόλεις, Διοικητήρια, ᾿Αστυνομίες, στρατόπεδα. Τί γυρεύει ἐκεῖ; Κι ὅμως, ποιός θά τό ὑποπτευόταν; ῾Η τραγική αὐτή φιγούρα γίνεται ὁ σύνδεσμος ἀνάμεσα στόν ῎Ιωνα Δραγούμη, στόν Δεσπότη Καστοριᾶς Γερμανό Καραβαγγέλη καί στόν Πρόξενο τῆς Θεσσαλονίκης. Τί κι ἄν οἱ περαστικοί κουνοῦν τό κεφάλι τους καί τήν ἐλεεινολογοῦν; ῾Η Βελίκα ἔχει πλήρη συναίσθηση τῶν πράξεών της. ῾Υπηρετεῖ τό χειμαζόμενο ἔθνος της. Χαλάλι γιά τήν πατρίδα της νά κάνει τρομερές ὑπερβάσεις, νά χάσει καί τήν ὑπόληψή της. Παριστάνοντας τήν Τουρκάλα ἤ τή Βουλγάρα, μέσα στίς πυκνές πλεξοῦδες της ἤ κάτω ἀπό τόν ξεφτισμένο ποδόγυρό της κρύβει καλοβαλμένα πολύτιμα ἔγγραφα τοῦ ᾿Αγώνα. Σκιαγμένη συνεχῶς μήπως τ᾿ ἁρπάξει ὁ ἐχθρός, τά μεταφέρει στούς κατά τόπους ὑπευθύνους τοῦ ἑλληνικοῦ κομιτάτου. Τούς ἐνημερώνει γιά ὅ,τι ἅρπαξε τό αὐτί της ἀπό τούς Βουλγάρους καί τούς Τούρκους, ἀφοῦ γνωρίζει καλά καί τίς δύο γλῶσσες. Κι ὅταν καταφθάνει στή μακεδονική γῆ ὁ σταυραετός τοῦ ᾿Αγώνα, ὁ Παῦλος Μελᾶς, κι οἱ μάχες πιότερο ἀνάβουν, ἡ λεπτεπίλεπτη δασκάλα συνεχίζει, παρ᾿ ὅλους τούς κινδύνους, νά «μεταμορφώνεται» καί νά ἀποτελεῖ «τό μάτι καί τό αὐτί τοῦ ᾿Αγώνα».
Ξαφνικά, στίς 28 Αὐγούστου τοῦ 1904, τό ἐθνικό ἔργο τῆς ἡρωίδας ἀνακόπτεται. ῞Ενας βούλγαρος κομιτατζής τήν ἀνταμώνει στά Γιαννιτσά καί μπήγει τό μαχαίρι του στό στῆθος της. Τή βασανίζει ἄγρια. Θέλει ν᾿ ἁρπάξει τά μυστικά της. Μά ἡ τρελή Τουρκάλα τά παίρνει μαζί της στήν αἰωνιότητα. Θρηνεῖ γοερά στήν κηδεία της ἡ Θεσσαλονίκη τό ἄξιο βλαστάρι της καί καταγράφει τό ὄνομά της στό πάνθεο τῶν ἡρώων.
Στή μνήμη σου, μαρτυρική ἡρωίδα δασκάλα, καταθέτουμε εὐγνωμοσύνης στεφάνι καί ὑποκλινόμαστε μπρός στό μεγαλεῖο σου. ῾Υπερέβης τά ὅρια τῆς γυναικείας ἀντοχῆς. Παραμέρισες ἀξιοπρέπειες καί κοσμιότητες. Προτίμησες νά ξευτελιστεῖ ἡ ἴδια σου ἡ προσωπικότητα γιά χάρη μιᾶς ἐλεύθερης ἑλληνικῆς Μακεδονίας.
Δευτέρα, 8 Μαρτίου 1904. Ὥρα 10 π.μ.
Ζήτω ἡ Μακεδονία!
Ἐτελείωσαν, Νάτα μου, τά βάσανά μας· ἀπό τάς 4 τό πρωί εὑρισκόμεθα μεταξύ τοῦ ἐγκαταλελειμμένου χωρίου Ρομπάτι καί τῆς Φυλῆς τοῦ Ἁλιάκμονος...
Οὐδέποτε, σέ βεβαιῶ, ἐπίστευσα τόσον εἰς τήν θείαν Πρόνοιαν ὅσον χθές τήν νύκτα. Ὅταν ἐξεκινήσαμεν ἦτο σκότος βαθύ· οἱ ὁδηγοί ἀμφέβαλλαν καί πάλιν περί τοῦ δυνατοῦ τῆς πορείας· ἀλλ᾿ ἐπειδή ἐπεμένομεν, ὑπήκουσαν. Μόλις ὅμως διήλθομεν εἰς τό σκότος τήν ἐπικίνδυνον τουρκικήν ζώνην ἀμέσως, ὡς διά μαγείας, τά πυκνά νέφη διελύθησαν καί ἡ σελήνη καί τά ἄστρα μᾶς ἐφώτισαν τόν φοβερώτατον δρόμον, τόν ὁποῖον ἐπί τρεῖς ὥρας ἠκολουθήσαμεν διά μέσου παρθένων δασῶν, κρημνῶν, ἀνωφερειῶν καί λοιπῶν. Ναί, Νάτα μου, ἐπιστεύσαμεν ὅλοι, μέ ὅλην τήν ψυχήν μας, ὅτι ὁ Θεός ἐκείνην τήν στιγμήν εὐλόγει τό ἔργον μας καί διά τῶν ἀστέρων του ἐφώτιζε τόν δρόμον μας. Ἡ πεποίθησις αὕτη μᾶς ἔδωκε δυνάμεις ὑπερανθρώπους καί, χωρίς νά τό ἐννοήσωμεν σχεδόν, ἐβαδίσαμεν ἐπί ἐννέα ὥρας, ἕκαστος φέρων βάρος 15-20 ὀκάδων. Τάς δυσκολίας τάς ὁποίας ὑπερνικήσαμεν, δέν ἠμπορῶ νά σοῦ τάς περιγράψω... Ἐν τούτοις εἶναι περίεργον ὅτι τά βασανιστήριά μας τώρα μόνον τά ἐνθυμούμεθα. Ὅταν τά ὑφιστάμεθα, ὁ νοῦς μας ὅλων ἦτο εἰς τήν Μακεδονίαν· ἠσθανόμεθα ὅτι αἱ πρός αὐτήν ὑπηρεσίαι μας ἀπό τῆς στιγμῆς ἐκείνης ἤρχισαν...
Εἰς τήν ὑγείαν μου εἶμαι κάλλιστα, ἀλλ᾿ ἰδίως εἰς τό ἠθικόν. Δέν φαντάζεσαι πόσον ἀνυπομονῶ νά φθάσω ἐκεῖ. Ἔχω τήν πεποίθησιν ὅτι εἰς μερικά μέρη ἡ παρουσία μου μέ ὀλίγα χρήματα καί ὀλίγους ἄνδρας, μέ ὀλίγην γενναιότητα καί μέ πολλήν καλωσύνην καί φιλανθρωπίαν, θ᾿ ἀλλάξουν τά πράγματα. Συγχώρησε, γλυκειά μου, αὐτόν τόν ἐγωισμόν· εἶναι ὁ μόνος πού αἰσθάνομαι, ἀλλά νομίζω ὅτι εἶναι βάσιμος. Ὅταν συλλογίζωμαι ὅτι ἴσως μέ βοηθήση ὁ Χριστός νά ἐπιτύχω, νομίζω ὅτι μοῦ ἔρχεται τρέλα. Τί χαρά δι᾿ ὅλους μας ἄν γίνη τοῦτο, καί πρό πάντων τί εὐτύχημα διά τήν Πατρίδα, ἡ ὁποία θ᾿ ἀναθαρρήση καί θά ἰδῆ ὅτι ἄν κινηθῆ ὀλίγον, ναί μέν δέν ἠμπορεῖ νά κάμη μεγάλα πράγματα, ἀλλ᾿ ἠμπορεῖ νά κάμη ὥστε νά παύση αὐτός ὁ παμβουλγαρισμός εἰς τά μέρη ἐκεῖνα...
Σοῦ στέλλω δύο φύλλα κυκλαμίνων τῆς Μακεδονίας. Εἴθε μίαν ἡμέραν νά ἔλθετε αἱ ἴδιαι νά τά κόψετε. Ἡ ὡραιότης τῶν μερῶν τούτων εἶναι ἀπερίγραπτος. Τί λυπηρόν νά εὑρίσκωνται εἰς τέτοια χέρια.
Τώρα θά ξυπνήσω τόν Παπούλαν καί θά κοιμηθῶ. Οἱ ἄνδρες μας, ἐκτός τῶν σκοπῶν, κοιμοῦνται ὅλοι. Ἡ ὥρα εἶναι 12 ἀκριβῶς (ἐκράτησα τήν ὥραν τῆς Κηφισιᾶς, διά νά σᾶς παρακολουθῶ), θά εἶσθε ἀκόμη εἰς περίπατον. Χίλια φιλιά μακεδονικά εἰς σέ καί εἰς τούς ἄλλους. Μή λησμονήσης τόν Λέοντα Καλλέργην. Φίλησε τήν μαμά καί λοιπούς.
Σέ φιλῶ καί σέ λατρεύω
Παῦλος