Τήν 27η Ἰανουαρίου τιμοῦμε τή μνήμη τῶν θυμάτων τῆς ναζιστικῆς θηριωδίας. Τό ὁλοκαύτωμα, ὅπως ἐπικράτησε νά λέγεται, εἶχε ὡς θύματα κυρίως Ἑβραίους στήν καταγωγή πολίτες ἀπό διάφορες εὐρωπαϊκές χῶρες, ὄχι ὅμως ἀποκλειστικά καί μόνο Ἑβραίους. Ἀρκετοί ἦσαν καί οἱ τσιγγάνοι πού ἔπεσαν θύματα τῆς ἀρρωστημένης ἰδεολογίας, ἡ ὁποία πρέσβευε τήν πάσῃ θυσίᾳ διατήρηση τῆς καθαρότητας τῆς ἀρείας φυλῆς.
Βέβαια, εἶναι ἀρκετοί ἐκεῖνοι πού ἀμφισβητοῦν ὅτι οἱ λόγοι τῆς γενοκτονίας ἦσαν φυλετικοί καί ἐπιχειροῦν μιά βαθύτερη ἀνάλυση. Ἔτσι, ὑποστηρίζουν ὅτι οἱ γερμανοί ἐθνικιστές θεωροῦσαν ἐν πολλοῖς ὑπεύθυνους γιά τήν οἰκονομική δυσπραγία τῆς χώρας τους τούς ἄπληστους Ἑβραίους, διότι κυριαρχοῦσαν στήν οἰκονομική ἀγορά στηρίζοντας τούς ἀγγλογάλλους ἐχθρούς τους. Ἴσως, λοιπόν, τά κίνητρά τους νά ἦσαν πιό πεζά, καί συγκεκριμένα ἡ κάρπωση τῶν περιουσιῶν τῶν πολλῶν πλούσιων Ἑβραίων.
Καθ᾿ ὅλη τή διάρκεια τῆς τραγωδίας ἡ χριστιανική Δύση, μέ κορυφαῖο τόν πάπα, τήρησε ἔνοχη σιωπή. Μόλις μετά τόν πόλεμο τόλμησαν μέ δυσκολία νά ψελλίσουν κάποια συγγνώμη. Ἄλλωστε δέν ἦσαν ἄγνωστες οἱ ἐθνοκαθάρσεις στούς Εὐρωπαίους. Εἶχαν προηγηθεῖ ἡ ἐξόντωση τῶν Ἐρυθρόδερμων τῆς Ἀμερικῆς καί μεγάλου ἀριθμοῦ Ἀφρικανῶν μέσῳ τοῦ δουλεμπορίου. Ἀντίθετα, στήν πατρίδα μας, μέ τήν τόσο διαφορετική παράδοση, ὁ λαός ἔσπευσε νά προστατεύσει τούς διωκόμενους καί κάποιους κατάφερε νά σώσει. Ἄλλοτε μέ πλαστές ταυτότητες -ἰδίως στήν Ἀθήνα μέ πρωτοβουλία τοῦ ἀρχιεπισκόπου Δαμασκηνοῦ καί τοῦ διοικητοῦ τῆς ἀστυνομίας Ἔβερτ-, ἄλλοτε μέ τήν ἀπόκρυψη μέσα στά σπίτια τους -ἰδίως στή Θεσσαλονίκη ἀλλά καί ἀλλοῦ. Ἐμεῖς δέν εἴμαστε σήμερα σέ θέση νά νιώσουμε τί κίνδυνο διέτρεξαν ὅσοι ἀνέλαβαν τήν ἀπόκρυψη ἑνός διωκόμενου Ἑβραίου. Αὐτό εἶναι τό μεγαλεῖο τῆς ἑλληνορθόδοξης παράδοσης, τήν ὁποία σήμερα οὐκ ὀλίγοι περιφρονοῦν. Ἀξίζει ὅμως νά τονίσουμε ὅτι κάποιοι Ἑβραῖοι πέθαναν στά στρατόπεδα συγκεντρώσεως τραγουδώντας τόν ἑλληνικό ἐθνικό ὕμνο. Οἱ λαοί δέν ἔχουν τίποτε νά χωρίσουν μεταξύ τους· ἄλλοι στήνουν τείχη καί ἐξάπτουν τίς ἀντιθέσεις καί τό μίσος.
Τό ζητούμενο μέχρι σήμερα εἶναι ὁ πραγματικός ἀριθμός τῶν θυμάτων τῆς θηριωδίας. Οἱ Ἑβραῖοι ἔχουν ἐπιβάλει διεθνῶς τόν ἀριθμό τῶν ἕξι ἑκατομμυρίων. Εὐρωπαῖοι ἱστορικοί ὅμως, πού δέν εἶναι εὔκολο νά κατηγορηθοῦν γιά φιλοναζιστικά αἰσθήματα, περιορίζουν τόν ἀριθμό τῶν θυμάτων στά δύο ἑκατομμύρια. Μέ τήν ἐκτίμηση αὐτή, βέβαια, δέν μετριάζεται τό ἀποτρόπαιο ἔγκλημα πού ἐπιτέλεσε ἕνας ὁλόκληρος λαός, καί ὄχι μόνο κάποια πρόσωπα πού χώρεσαν στά ἑδώλια τοῦ δικαστηρίου τῆς Νυρεμβέργης. Ἀποκαθίσταται ὅμως ἡ ἱστορική ἀλήθεια. Διότι ὁ διεθνής Σιωνισμός ἐκμεταλλεύτηκε στό ἔπακρο καί ἐξακολουθεῖ νά ἐκμεταλλεύεται τό ὁλοκαύτωμα γιά τή στήριξη τῆς πολιτικῆς του. Κάθε ἀντίθεση πρός τήν πολιτική αὐτή ἐπισύρει τή συκοφαντία τοῦ ἀντισημιτισμοῦ, ὥστε νά φιμώνονται οἱ τολμητίες μέ τήν κατηγορία ὅτι ὑπερασπίζονται ὁλοκληρωτικές ἰδεολογίες. Ἄν ὁ ἀριθμός τῶν θυμάτων τοῦ ὁλοκαυτώματος εἶναι πράγματι δύο ἑκατομμύρια, τότε ὁ ἀριθμός τῶν θυμάτων (Ἀρμενίων καί Ἑλλήνων) τῆς γενοκτονίας τῶν Νεοτούρκων εἶναι μεγαλύτερος. Καί ὅμως ἐλάχιστοι διεθνῶς γνωρίζουν γιά τή γενοκτονία αὐτή, ἀφοῦ ὥς πρόσφατα δέν ὑπῆρχε ἀρμενικό κράτος, ἐνῶ ἡ ἑλληνική βουλή ἀναγνώρισε τή γενοκτονία μέ ἀπαράδεκτη καθυστέρηση καί εἶναι ὑπόλογη ἔναντι τῶν θυμάτων.
Ὁ διεθνής Σιωνισμός εἶχε τήν οἰκονομική δύναμη νά ἐπιβάλει διεθνῶς τήν ἀνάμνηση τῆς γενοκτονίας. Καί ἡ δύναμη αὐτή ἐνισχύθηκε κατά πολύ μετά τήν ἐπίτευξη τοῦ κυριότερου στόχου του, τήν ἵδρυση τοῦ κράτους τοῦ Ἰσραήλ. Ἔτσι καταφέρνει νά βραβεύονται ἐκεῖνοι πού προβάλλουν τό ὁλοκαύτωμα στή μεγάλη ἤ στή μικρή ὀθόνη, σέ γραπτά κείμενα ἤ σέ διεθνεῖς ἐκδηλώσεις. Γι᾿ αὐτό, βέβαια, δέν θά μποροῦσε νά τούς κατηγορήσει κανείς. Τήν πολιτική τους προωθοῦν. Ὅμως ὅλοι οἱ δημιουργοί τέχνης καί οἱ δῆθεν ἀμερόληπτοι κριτές, πού συγκινοῦνται ἀκόμη ἀπό τό ὁλοκαύτωμα, δέν δείχνουν τήν δια εὐαισθησία καί γιά τή σύγχρονη ἀνθρώπινη τραγωδία. Αὐτή κατά κανόνα συγκαλύπτεται, γιά νά μή γνωρίζουν οἱ πολίτες τῶν οἰκονομικά ἀνεπτυγμένων χωρῶν τά δράματα πού ἐκτυλίσσονται διεθνῶς λόγῳ τῆς ἀπληστίας τῶν ἰσχυρῶν, μεταξύ τῶν ὁποίων κυριαρχοῦν ἑβραϊκά οἰκονομικά συμφέροντα. Μιά τέτοια στάση μαρτυρεῖ τήν ὑποδούλωση ὅλων τῶν θεσμῶν στή δύναμη τοῦ χρήματος.
Ἀκόμη, ὅλοι αὐτοί οἱ πολυπραγμονοῦντες ἐπιλεκτικοί συντηρητές τῆς ἱστορικῆς μνήμης ἀρνοῦνται νά δοῦν ὅτι τό Ἰσραήλ μιμεῖται σέ ἀρκετά σημεῖα τήν πολιτική τῶν σφαγιαστῶν του. Εἶναι ἀπόδειξη οἱ σφαγές στό Λίβανο καί οἱ καθημερινοί φόνοι Παλαιστινίων, μέ μοναδικό σκοπό νά διαθέτει τό Ἰσραήλ σέ λίγες δεκαετίες μόνο Ἑβραίους. Καί ὅταν οἱ λαοί-θύματα ἀντιδροῦν ἀπεγνωσμένα μέ ἐπιθέσεις αὐτοκτονίας, χαρακτηρίζονται ἀπό ὅλους ἐνορχηστρωμένα ὡς τρομοκράτες. Τό νέο τεῖχος τοῦ αἴσχους ὀρθώνεται, καί καμιά διαμαρτυρία διεθνῶς. Ὁ διαπρεπής ἑβραῖος πυρηνικός ἐπιστήμων Μαρντοχάι Βανούνου εἶναι φυλακισμένος ἀπό τό 1986, ἐπειδή ἔφερε στή δημοσιότητα στοιχεῖα γιά τό πυρηνικό ὁπλοστάσιο τοῦ Ἰσραήλ· ὅμως οἱ «γενναῖοι» Ἀγγλοαμερικανοί ψάχνουν ἀκόμη στό Ἰράκ γιά καταστροφικά ὅπλα, ἀφοῦ διέλυσαν τή χώρα...
Τό Γενάρη τοῦ 1828 ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης, ἄρρωστος ἀπό βαρειά καρδιακή πάθηση, κληρονομιά τῆς φυλακῆς του, κείτεται σέ κάποιο κρεβάτι τοῦ ξενοδοχείου τοῦ «Χρυσοῦ Ἀχλαδιοῦ» στή Βιέννη. Ὅσο πάει, μέρα μέ τή μέρα, ὅλο καί βαραίνει. Τό καταλαβαίνει, καί τή στερνή του παραγγελιά δίνει στόν ὑπασπιστή του Λασάνη πού τόν παραστέκει:
«Νά στείλετε, τουλάχιστο, τήν καρδιά μου στήν Ἑλλάδα. Ἀνῆκε πάντοτε εἰς τήν πατρίδα μου καί ἐπιθυμῶ ν᾿ ἀποδοθεῖ εἰς τό ἐλεύθερον χῶμα της».
Εἶναι ἕνα χειμωνιάτικο δειλινό, στίς 19 τοῦ Γενάρη. Τώρα πιά ὁ Ὑψηλάντης μέ κόπο μπορεῖ νά μιλάει. Σέ κάποια στιγμή ὁ Λασάνης μπαίνει στό δωμάτιο κρατώντας τήν ἐφημερίδα «Αὐστριακός Παρατηρητής» κι ὁλόχαρος τοῦ διαβάζει τήν εἴδηση, πώς ὁ Καποδίστριας ἔφτασε στή Μάλτα καί μ᾿ ἐγγλέζικη φρεγάτα ἔφυγε γιά τήν Ἑλλάδα.
«Δόξα σοι ὁ Θεός!...» κατορθώνει, μέ σβησμένη φωνή, νά πεῖ ὁ ἀρχηγός.
Κι ὕστερα προσπάθησε ν᾿ ἀνασηκωθεῖ λίγο. Δέν τό καταφέρνει. Νιώθει μεγάλη ἐξάντληση καί γι᾿ αὐτό ζητάει ἀπ᾿ τόν ὑπασπιστή του νά τοῦ τρίψει λίγο τό χέρι του. Κι ἀρχίζει νά σιγοψιθυρίζει: «Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς...».
Δέν πρόκανε ὅμως ν᾿ ἀποτελειώσει τήν προσευχή του. Θόλωσε ὁ νοῦς του, ἡ γλώσσα του μπλέχτηκε, κι ὁ ἄτυχος μονόχειρας ἀρχηγός τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης ἔγειρε νεκρός τό κεφάλι του.
ἐκδ. Μ. Πεχλιβανίδης, Ἀθήνα)
![]() ῾Ο ἱστορικός μας Κ. Παπαρρηγόπουλος ἐκτιμᾶ ὅτι «διά τῆς ἁλώσεως ταύτης δέν ἔπεσε μόνη ἡ κυριευθεῖσα πόλις, δέν ἔπεσε μόνη ἡ καταλυθεῖσα βασιλεία, ἀλλ᾿ ἐπί χρόνον μακρόν ἐπεσκιάσθη κόσμος ὁλόκληρος πραγμάτων, καί δογμάτων, ὁ κόσμος ὁ ἑλληνικός». Καί ὁ κορυφαῖος βυζαντινολόγος τῶν ἡμερῶν μας Στῆβεν Ράνσιμαν συμφωνεῖ ὅτι «ἡ ἡμερομηνία τῆς 29ης Μαΐου 1453 ἀποτελεῖ ἕνα σημεῖο στροφῆς στήν ἱστορία», μία ριζική ἀλλαγή. Δυσάρεστη μνήμη, θλιβερή. ῞Ομως καί τά πιό θλιβερά ἔχουν τή θετική προσφορά τους, ὅταν τά μελετοῦμε καί εἴμαστε πρόθυμοι νά ἀποδεχθοῦμε τά μηνύματά τους. ῾Η πιό μεγάλη συμφορά μπορεῖ νά γίνει ὁ πιό μεγάλος δάσκαλος, νά μᾶς προσφέρει ἐποπτικά τό πιό σωτήριο μήνυμα. ᾿Αναζητώντας αὐτό τό μήνυμα ἀνασύρουμε ἀπό τίς ἱστορικές πηγές πολύτιμα μαθήματα πού ἀποκαλύπτουν τά βαθύτερα αἴτια τῆς πτώσεως. Μνημονεύω μόνο τρεῖς μαρτυρίες· ῾Ο ᾿Ιωσήφ Βρυέννιος, σοφός δάσκαλος, λίγο πρίν ἀπό τήν ἅλωση διεκτραγωδεῖ τήν ἀσέβεια καί ἀνομία πού εἶχαν ἐνσκύψει στό λαό καί τόν εἶχαν διαφθείρει ὥς τό μεδούλι τῶν κοκκάλων. Τή μεγάλη διαφθορά ἐπιβεβαιώνει καί ἡ συγκλονιστική ἐξομολόγηση τοῦ Γενναδίου Σχολαρίου, πρώτου πατριάρχη μετά τήν ἅλωση· «Διεφθάρημεν καί ἐβδελύχθημεν ἐν τοῖς ἡμῶν ἐπιτηδεύμασιν (=γίναμε σιχαμεροί γιά τά ἔργα μας). Πάντες ἐξεκλίναμεν, ἅμα ἠχρειώθημεν... οἱ ποιμένες ἠπατῶμεν τόν λαόν τοῦ Θεοῦ... οἱ ἄρχοντες ἠπειθῶμεν τοῖς νόμοις σου...». Καί ὁ διδάσκαλος τοῦ Γένους ᾿Ηλίας Μηνιάτης στηλιτεύει τήν τριπλή σκλαβιά τῶν ῾Ελλήνων, ἠθική, πνευματική καί -τή συνέπεια τῶν προηγουμένων- ἐθνική. Μ᾿ ἕνα λόγο, ἡ ἁμαρτία καί ἡ ἀπομάκρυνση τῶν χριστιανῶν ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ βασική ρίζα τῆς συμφορᾶς. Τό διακηρύττει ὁ ἀδιάψευστος λόγος τοῦ Ψαλμωδοῦ· «ἐάν μή Κύριος οἰκοδομήσῃ οἶκον, εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες· ἐάν μή Κύριος φυλάξῃ πόλιν, εἰς μάτην ἠγρύπνησεν ὁ φυλάσσων» (Ψα 126,1) καί «ἰδού, οἱ μακρύνοντες ἑαυτούς ἀπό Σοῦ ἀπολοῦνται» (Ψα 72,27). ῎Αν ἡ μνήμη τῆς ἐθνικῆς συμφορᾶς φέρνει στά μάτια μας δάκρυα πόνου, ἡ γνώση καί ἀναγνώριση τῶν αἰτίων ἐκείνης τῆς συμφορᾶς μπορεῖ νά μᾶς ὁδηγήσει στά σωτήρια δάκρυα τῆς μετανοίας. Τό μήνυμα, γιά τούς ἄρχοντες καί τό λαό, ἁπλό, σαφές, σωτήριο· Νά μετανοοῦμε γιά τά δικά μας λάθη, γιά τά σφάλματα τῶν πατέρων μας, γιά τῶν παιδιῶν μας τίς ἀστοχίες. Νά μετανοοῦμε, γιά νά διορθωθοῦμε, νά ἀνορθωθοῦμε! Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 62 (2007) 131
|
Τά μάτια του βυθομετροῦνε τό σκοτάδι ἀνήσυχα. Μέ τσιτωμένες τίς αἰσθήσεις ἀφουγκράζεται. Δίπλα ὁ Μαρδόνιος βηματίζει νευρικά. Αὔριο... μέ τό χάραμα, μέσα στόν ὕπνο θά τούς πιάσει, ἀνέτοιμους. Θά πάρει γδικιωμό γιά τόν ξευτελισμό πού τοῦ ᾿καμαν μιά χούφτα ῞Ελληνες, ξυπόλυτοι ζητιάνοι πάνω σ᾿ ἕνα φλούδι γῆ.
Φρουμάζει πέρα-δῶθε ὁ στρατηγός. Στή διπλανή σκηνή τρέμουν τά δάχτυλα τοῦ αἰχμάλωτου. Σέ λίγο σφίγγουνε μ᾿ ἀπόφαση τά γκέμια τοῦ ἀλόγου του. Καλπάζει μές στή νύχτα τήν ἀμίλητη στῶν ᾿Αθηναίων τίς προφυλακές· ζητᾶ νά δεῖ τούς στρατηγούς. Οἱ λέξεις τρέχουνε λαχανιασμένες καί κοφτές. Κόμποι ἱδρώτα βρέχουνε τό μέτωπο·
«῎Ανδρες ἀπ᾿ τήν ᾿Αθήνα, ἀκοῦστε με... ῎Εκαμα τούτη τήν ἀποκοτιά κι ἔφτασα ὥς ἐδῶ· ἡ ἔγνοια τῆς ῾Ελλάδας μέ βασάνιζε... Γιατί κι ἐγώ εἶμαι ῞Ελληνας ἀπό γενιά ἑλληνική... Δέν τό βαστῶ νά βλέπω σκλάβα τήν πατρίδα μου. Γι᾿ αὐτό ἀκοῦστε με... Ξυπνῆστε τό στρατόπεδο, ἀρματωθεῖτε, περιμένετε. Αὔριο, μόλις ὁ ἥλιος πάρει ν᾿ ἀνεβαίνει, θά σᾶς χτυπήσει ὁ Μαρδόνιος ξαφνικά. Μ᾿ ὅλα του τά λεφούσια ἑτοιμάζεται... Γρήγορα, ᾿Αθηναῖοι, ἡ νύχτα σώνεται...».
Σαστίζουν οἱ ᾿Αθηναῖοι στρατηγοί. Κοιτοῦν ὕποπτα τόν καβαλάρη ἀπ᾿ τῶν Μήδων τό στρατόπεδο. Μά πρίν προφθάσουν νά ρωτήσουν ὄνομα, γενιά, στρέφει ἐκεῖνος τ᾿ ἄτι του· κι ἡ νύχτα ἁρπάζει τή μεταλλική φωνή, τή χύνει ἀνατρίχιασμα στά μαργωμένα τους κορμιά.
«Εἶμαι ὁ ᾿Αλέξανδρος, τῶν Μακεδόνων βασιλιάς καί στρατηγός. Καί σάν μέ τό καλό λευτερωθεῖς, θυμήσου, ᾿Αθηναῖε κι ὅσοι μαζί σου πολεμοῦν, τήν πατρίδα μου... νά ᾿ρθεις νά τῆς χαρίσεις λευτεριά...» (῾Ηροδότου ῾Ιστοριῶν ΙΧ, 44-45).
Λύνονται οἱ ἁρμοί, τό δάκρυ τρέμει στά ματόφυλλα. Γιά μιά στιγμή, γιά μιά μόνο στιγμή. ῞Υστερα ἡ νύχτα ἀνάβει στούς πυρσούς, βροντᾶ στίς πανοπλίες πού ἑτοιμάζονται. Στολίζουν οἱ Σπαρτιάτες τά μαλλιά, καθώς τό ᾿χουν συνήθειο τους, οἱ ᾿Αθηναῖοι τραγουδοῦνε προσευχές. Αὔριο...! Γιά τήν τιμή καί τήν ἀξιοπρέπεια! Γιά τά πυρπολημένα τῆς Παλλάδας ἱερά! Γιά τό τεμαχισμένο σῶμα τοῦ Σπαρτιάτη, πού ὁ Ξέρξης τό μαγάρισε! Γιά τά λευκά μαργαριτάρια τῶν νησιῶν π᾿ ἁρπάξανε! Αὔριο... Καῖνε τά μάτια μέ θυμό... Γιά τήν ὡραία γῆ, τή χώρα τή μακεδονίτισσα, τή γῆ πού κατοικοῦνε οἱ θεοί, τή γῆ τῶν βασιλιάδων καί τῆς σάρισας. Γιά τήν αἰχμάλωτη Μακεδονία τους, γιά τήν ῾Ελλάδα τους. Σπαρτιάτες κι ᾿Αθηναῖοι, Κεῖοι καί Νάξιοι, Λευκάδιοι καί ᾿Αμβρακιῶτες πολεμοῦν.
Τήν ἄλλη μέρα ἡ ῾Ελλάδα μιά γιορτή πυρσῶν. Τινάζουν οἱ ἀθηναῖες κοπελιές τά πέπλα τῆς Παλλάδας τους στό φῶς· χορεύουνε οἱ Σπαρτιάτισσες. Στήνουνε στούς Δελφούς τόν τρίποδα Κεῖοι καί Νάξιοι καί Φλειάσιοι, Κορίνθιοι κι Αἰγινῆτες καί Τροιζήνιοι... Κι ὅλοι μαζί σκύβουνε στό βορρᾶ· καί φιλοῦν τά χέρια τ᾿ ἁλυσόδετα π᾿ ἁπλώθηκαν λυτρωτικά στή χρεία τους, τή χώρα τήν πλατειά, πού ξαγρυπνοῦσε ἀγγελικά πάνω ἀπό τήν κινδυνεύουσα πατρίδα της, ὅπως ἡ μάνα πάνω ἀπό τό μωρό της τό κοιμώμενο...
Αἰῶνες ἡ Μακεδονία ξαγρυπνᾶ πάνω ἀπό τήν κινδυνεύουσα πατρίδα της.
Σέ λίγα χρόνια ἡ ῾Ελλάδα, πού ἑνωμένη νίκησε τόν Πέρση, κομματιάζεται, ματόβρεχτο κουρέλι στόν ἐμφύλιο σπαραγμό. Σπάρτη κι ᾿Αθήνα, οἱ πόλεις οἱ ἀδελφές, ἀντίμαχες... ᾿Αποκαΐδια καί ἐρείπια.
Κι ἡ μάνα γῆ ὑφαίνει σιωπηλά σπόρο τό φῶς στά σπλάχνα της· πάνω ἀπ᾿ τούς Παρθενῶνες καρτερᾶ. Σηκώνει οὐρανός τό δεκαεξάκτινο ἀστέρι της, δένει στίς ἄκρες του τή σπαραγμένη ἑλληνίδα γῆ καί τή λιχνίζει ἑνωμένο φῶς στοῦ κόσμου τίς γωνιές πάνω στό ἄλογο τοῦ στρατηλάτη βασιλιᾶ, τοῦ ὁμώνυμου μ᾿ ἐκεῖνον πού τήν ἔσωσε ἀπό τοῦ Πέρση τό χαμό· Δύση κι ᾿Ανατολή νά τραγουδοῦν ᾿Αλέξανδρο, θρύλο καί ξόρκι τῆς γοργόνας μές στίς θάλασσες, παιάνα στίς στεριές...
Ξεθάβει ἡ Βεργίνα τά χρυσάφια της· λάρνακες καί στεφάνια, κιούπια βαρύτιμα νά πίνουν τό κρασί, βραχιόλια τῆς μητέρας τοῦ ᾿Αλέξανδρου, τάφοι πού σκέπασαν τό σῶμα τῶν πατέρων του· μιά γῆ κραυγάζουσα τήν ἑλληνίδα φύτρα της χωμένη σάν τό ἔμβρυο στά μυστικά της ἔγκατα.
Κι ἀπάνω στό φλοιό της ἐκκλησιές, ἀμέτρητα καμπαναριά νά τραγουδοῦν στό θαλασσί τῶν οὐρανῶν, ὄρθρο κι ἑσπερινό, τήν ἄμαχη ἀλήθεια τους, πώς ὅταν κομματιάζεται τό κράτος τοῦ ᾿Αλέξανδρου κι ἡ ῾Ελλάδα σέρνεται στ᾿ ἅρμα τῆς Ρώμης τῆς κοσμοκρατόρισσας, κουρελιασμένη ζητιανεύει οὐρανό, τότε παρά ποτέ. Σηκώνει ἡ ᾿Αθήνα τό βωμό στόν ἄγνωστο Θεό, δυό χέρια τεντωμένα π᾿ ἀνιχνεύουνε. Τή βλέπει ἡ μάνα ἡ Μακεδόνισσα. Βιγλίζει ἀπ᾿ τό βορρᾶ τά τεντωμένα δάχτυλα· καί γίνεται ὅραμα στόν ἀσιάτη ᾿Απόστολο -«ἀνήρ τίς Μακεδών ἑστώς»- μέσα στή νύχτα τήν ἀνάστερη νά ἱκετεύει τοῦ Ταρσέα τήν καρδιά· «Διαβάς εἰς Μακεδονίαν βοήθησον ἡμῖν...».
...Νά τή διαβεῖ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, νά τήν ὀργώσει ποταμός ἀπ᾿ τούς Φιλίππους ὥς τήν Κόρινθο τήν ἑλληνίδα γῆ, γιά νά ᾿βρει μές στό χῶμα της τούς θύλακες τῆς περιμένουσας ζωῆς -κοιτάσματα πολιτισμῶν πού θά τινάξουν, μπολιασμένα στήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, εἰρηνοφόρα τόν καινούργιο τους καρπό· Βυζάντιο, λάμψη πορφύρας κι ἐκκλησιᾶς· κόσμος ἑλληνορθόδοξος... Μιά πόλη στό Θερμαϊκό, σμαράγδι τῆς πατρίδας μου, πρώτη μετά τή Βασιλεύουσα, λαμποκοπούσα μές στούς τρούλλους της, στή σκέπη τοῦ ῾Αγίου μυροβλύζουσα, ἁγιοτόκος κι ἁγιάζουσα, στέλνει τ᾿ αὐτάδελφα παιδιά της νά φωτίσουνε τῶν Σλάβων τούς λαούς. ῾Η ὀρθόδοξη Εὐρώπη προσκυνᾶ τό χῶμα τό μακεδονίτικο, πού πρῶτο δέχτηκε τά βήματα τοῦ ἀποστόλου.
Καί ἡ Μακεδονία ταξιδεύει σιωπηλά, λάμπουσα στό ἀστέρι τῆς Βεργίνας της, στή δόξα τῶν ναῶν της ἰριδίζουσα, πάντοτε βίγλα στό καράβι τῆς ῾Ελλάδας της. Μαζί της σέρνεται στή μακριά σκλαβιά, ὅταν ἀκούγεται θρῆνος μέσα στό Μάη ἡ κραυγή· «῾Εάλω ἡ Πόλις!...» ῎Επεσε ἡ Πόλη, ἡ πόλη ἡ Βασιλεύουσα...
Στέλνει ἡ Μακεδονία τά παιδιά της στό Μοριά νά πολεμοῦν· κι ἡ ἴδια της προσεύχεται σκαρφαλωμένη στίς ἀκτές τῆς Παναγιᾶς· στά μοναστήρια πού βιγλίζουνε τά πέλαγα ἀνδρειώνει τόν πατρο-Κοσμᾶ.
Μά ὅταν γιορτάζει ἡ ᾿Αθήνα κι ὁ Μοριάς, προσμένει ἀκόμα σκλάβα ἡ μάνα γῆ. Τοῦρκοι καί Βούλγαροι λογχίζουνε τά στήθια της, σπαράζουν τή βασιλική πορφύρα της, μοιράζουνε στά ζάρια τά κομμάτια της. Κι ἡ μάνα γῆ σηκώνει τά βασανισμένα χέρια της, αὐτά πού ἱκέτεψαν τόν ἀσιάτη ᾿Απόστολο, αὐτά πού σώσαν ἁλυσόδετα τήν ὄμορφη ᾿Αθήνα ἀπ᾿ τό χαμό... Κι οἱ πέτρες ξεπετάγουν οἰμωγή.
Κάτω στή χώρα τήν ἐλεύθερη, πάνω στό χῶμα τό ἀθηναϊκό, ἕνα παιδί ντυμένο τή στολή τ᾿ ἀνθυπολοχαγοῦ τήν ἀφουγκράζεται. Μέσα της ψηλαφίζει ἡ ἑλληνίδα του καρδιά -μνήμη τῆς γῆς π᾿ ἀντιχτυπάει στό κορμί- τήν ὕστερη φωνή τοῦ μακεδόνα βασιλιᾶ· «Καί σάν μέ τό καλό λευτερωθεῖς, θυμήσου, ᾿Αθηναῖε κι ὅσοι μαζί σου πολεμοῦνε, τήν πατρίδα μου».
Κι ὁ Παῦλος ξεκινᾶ. Καίει στό αἷμα του ἡ φωνή, ἔνστιχτο ἀμάχητο πού δένει ἄνθρωπο μέ γῆ, ὅπως τό βρέφος μέ τῆς μάνας τό μαστό. Φιλᾶ τή Ναταλία του, τά νήπια πού κρέμονται στήν πατρική ἀγκαλιά, καί ξεκινᾶ...
Πάνω στό χῶμα τό μακεδονίτικο στάζει τό αἷμα του ὁ Μελᾶς. Σφραγίζει τίς στερνές γραμμές ἀπάνω στό χαρτί· «Μήν κλαῖς γιά μένα, Ναταλία μου. ῞Ο,τι κι ἄν γίνει, ἔκαμα τό χρέος μου».
Στάζει τό αἷμα του ὁ Μελᾶς, κόμπο τόν κόμπο, ἁγιασμό στή γῆ... νά πιοῦμε ἐμεῖς νά κοινωνήσουμε, νά μεταλάβουμε θυσία κι ἀγρυπνία πάνω ἀπ᾿ τήν πατρίδα μας· νά τή βαστάξουμε στούς ὤμους μας βαρειά καί ἱερή· βαρειά καί ἱερή νά τήν ἀφήσουμε στά χέρια τῶν παιδιῶν μας, πού προσμένουνε...
...................................................................
Τέλειωνε ἡ ὥρα στό ἀκριτικό σχολεῖο μου μέ τά παιδιά σκυμμένα πάνω ἀπό τό κομμάτι τοῦ ῾Ηρόδοτου· «᾿Ετοῦτο θέλω νά τό ξέρετε» -τούς ἔλεγα- «νά τό διαβάζετε καλά σάν προσευχή»...
Κι ἀπ᾿ τ᾿ ἀνοιχτό παράθυρο ἔβλεπα τίς γαλάζιες κορυφογραμμές, φρύδια τῆς ὄμορφης Ροδόπης νά κυρτώνουν τούς ὁρίζοντες· κι ἄκουγα τό μουρμουρητό τοῦ ποταμοῦ· αἰῶνες τῶν αἰώνων πού κατέβαιναν... μνῆμες, εἰκόνες καί φωνές· τοῦ ᾿Αλέξανδρου τό λαχανιασμένο μήνυμα κι ἡ τελευταία ἀνάσα τοῦ Μελᾶ, τοῦ Μακεδόνα ἡ ἱκεσία στόν ᾿Απόστολο, βυζαντινά δοξαστικά στίς ἐκκλησιές, τῆς μάρτυρας δασκάλας, τῆς Βελίκας, λόγια πύρινα, τῆς Ναταλίας προσευχές ἀτέλειωτες...
Στή ρυθμική κατεβασιά τοῦ ποταμοῦ, μέσα στήν ἡσυχία τῆς σιωπῆς, ἄκουγα τήν καρδιά μου πού κτυποῦσε μυστικά πάνω ἀπό τό κομμάτι τοῦ ῾Ηρόδοτου· Γῆ τῆς Μακεδονίας, γῆ τῶν γονιῶν μου καί δική μου γῆ, κομμάτι ἀπό τήν ἑλληνίδα μου ψυχή· ἄσε νά γείρω εὐλαβικά στό χῶμα σου· ἐδῶ στό χῶμα σου τό μουσκεμένο αἷμα νά σοῦ τάξω τήν ὑπόσχεση· ἑλληνική νά σέ φυλάξω μέσα στά λίκνα τῆς ψυχῆς μου τ᾿ ἄδυτα, ἑλληνική νά σέ διδάξω στά παιδιά, καί στῶν παιδιῶν μου τά παιδιά ἑλληνική...
Γῆ τῆς Μακεδονίας, ἀκριβή μου γῆ, πάνω στό χῶμα σου ἀνάβω προσευχή· ῎Αν χρειαστεῖ, νά τό χαράξω μέ τό αἷμα μου, σύνορο κι ἀπαγόρευση, ἐκεῖνο πού ἔμαθα νά τραγουδῶ παιδί·
«᾿Εδῶ Μακεδονία! ῾Ελλάδα ἐδῶ!... ...῾Ελλάδα ἐδῶ!»
Μαρία Παστουρματζῆ
Φιλόλογος
Φραγκοδίαιτος τολμηρός σκηνοθέτης παρουσίασε σέ «ἐνημερωτικό» βίντεο στό νέο Μουσεῖο τῆς ᾿Ακρόπολης μαυροντυμένους νά γκρεμίζουν τό ἄγαλμα τῆς ᾿Αθηνᾶς ἀπό τό δυτικό ἀέτωμα τῆς εἰσόδου τοῦ Παρθενώνα κατά τό 500 μ.Χ. ῾Ο ἴδιος διευκρίνισε ὅτι μέ τίς φιγοῦρες αὐτές ἀπέδιδε «ρασοφόρους ζηλωτές». Ράσα βεβαίως δέν χρησιμοποιοῦνταν τότε ἀπό τούς ἱερεῖς. Γιά τό φίλμ διάρκειας 6,30 λεπτῶν - σύμφωνα μέ τούς τεχνοκριτικούς ὁ πραγματικός χρόνος προβολῆς καταλαμβάνει 3 λεπτά - ὁ κατασκευαστής του ἀμείφθηκε ἀπό τό ΥΠ.ΠΟ., βάσει σύμβασης τοῦ 2003, 310.544 εὐρώ, δηλαδή 100.000 εὐρώ γιά κάθε λεπτό, γιά νά ἱστορικοποιήσει τήν ἰδεολογία του καί «ἵνα μή ἐξίτηλος γένηται» ἡ ἰδεοληψία του.
῎Αλλο ὅμως ἱστορία καί ἄλλο τέχνη ἤ ἀκριβέστερα στρατευμένη τέχνη. Θά περιμέναμε τό φάσμα τῆς σκηνοθεσίας νά ἁπλωθεῖ καί νά ἀναδείξει ἱστορικά μαρτυρημένες βαρβαρότητες. Κατά τόν Φωκικό πόλεμο π.χ. οἱ Βοιωτοί πυρπόλησαν τό ἱερό τῶν ᾿Αβῶν (352 π.Χ.) γιά δεύτερη φορά μετά τούς Μήδους. ῾Ο Δωρίμαχος, στρατηγός τῶν Αἰτωλῶν, ὅταν ἔφτασε στό ἱερό τῆς Δωδώνης (219 π.Χ.), ἔκαψε τίς στοές, κατέστρεψε πολλά ἀφιερώματα καί κατεδάφισε τό ἱερό οἴκημα. ᾿Επίσης καί οἱ Μακεδόνες τοῦ Φιλίππου Ε´ στό Θέρμο (207 π.Χ.), ἀφοῦ ἔμαθαν ὅσα ἔκαναν οἱ Αἰτωλοί στό Δῖο καί στή Δωδώνη, ἔκαψαν στοές καί κατέστρεψαν ἀφιερώματα. Γιατί δέν ἐπαναστατοῦν καί δέν ἐξοργίζονται οἱ σύγχρονοί μας σκηνοθέτες μέ τόν τεκμηριωμένο ἀφανισμό τῶν ἀνεκτίμητων μνημείων μας, καυτηριάζοντας μάλιστα μίση καί πάθη τῶν δικῶν μας προγόνων;
Γενικά εἶναι γνωστό ὅτι ἡ ἀρχαία ἑλληνική κληρονομιά ἐπέζησε χάρη στό Βυζάντιο. Μέ σεβασμό οἱ χριστιανοί διέσωσαν πολλούς ναούς μετατρέποντάς τους σέ χριστιανικούς, ἀφοῦ μετά τήν ἐπικράτηση τοῦ χριστιανισμοῦ εἶχαν περιπέσει σέ ἀχρησ(τ)ία. ῾Η προσαρμογή τῶν εἰδωλολατρικῶν ναῶν σέ χριστιανικούς ἐπιβαλλόταν γιά τή διάσωση καί ἐπιβίωσή τους. Καί βέβαια ὁ ἴδιος λαός, πού μέχρι τότε πύργωνε Παρθενῶνες, συνέχισε τήν ἱστορική του πορεία διασώζοντας τά παλαιά καί ξεπερασμένα κλέη του καί ὑψώνοντας παράλληλα ῾Αγίες Σοφίες. ᾿Εμεῖς, ὅμως, οἱ Νεοέλληνες, πιστοί στήν Εὐρώπη τοῦ Καρλομάγνου, ἀντί νά αἰσθανόμαστε εὐγνωμοσύνη γιά τήν προσφορά τῆς Ρωμανίας, πού στάθηκε κειμηλιοθήκη καί κιβωτός τῆς ἀρχαιότητας, τήν ἀπαξιώνουμε, τήν περιφρονοῦμε καί -ἀκόμη χειρότερο- διαστρεβλώνουμε τήν ἱστορική ἀλήθεια.
᾿Εξάλλου μέ ποιά κριτήρια προσεγγίζουμε τά γεγονότα τοῦ 4ου καί 5ου αἰώνα; Μέ τίς παραστάσεις καί τίς ἀντιλήψεις τῆς μετανεωτερικῆς ἐποχῆς, πού κατεδαφίζει τά ὑψηλά καί προβάλλει ἐκθαμβωτικά τά εὐτελῆ καί χθαμαλά; ᾿Εκεῖνοι, ἐλλείψει ἴσως «ἀνακύκλωσης», ἀξιοποιοῦσαν τά πεπαλαιωμένα ὑλικά στίς νέες κατασκευές τους. ῎Ετσι στά πρώιμα αὐτοκρατορικά χρόνια στήν ᾿Αθήνα, χρησιμοποίησαν ἕτοιμο ἀρχιτεκτονικό ὑλικό ἀπό τό ναό τῆς ᾿Αθηνᾶς Σουνιάδος, καθώς καί ἀπό ἄλλους ἐρειπωμένους ναούς τῆς ᾿Αττικῆς, γιά τήν ἀνέγερση ναῶν πρός τιμήν τῶν ρωμαίων αὐτοκρατόρων. Οἱ Ρωμαῖοι ἀξιοποιοῦσαν τό ὑλικό τῶν κατεστραμμένων ναῶν σέ ὀχυρωματικά ἤ κοινωφελῆ ἔργα. Κατά τήν Τουρκοκρατία τό οἰκοδομικό ὑλικό τό προσπορίζονταν ἐν πολλοῖς ἀπό ἀρχαῖα μνημεῖα ἤ ἀπό χριστιανικές ἐκκλησίες καί κατά τή Βαβαροκρατία ἀπό βυζαντινά μνημεῖα.
Πῶς ὅμως ἔχουν τά ἱστορικά γεγονότα σχετικά μέ τόν Παρθενώνα; ῎Οντως χριστιανοί καί μάλιστα ἱερεῖς ἀπολάξευσαν τά γλυπτά του;
Καταρχήν παραθέτουμε ἕνα συνοπτικό χρονολόγιο τῶν περιπετειῶν, τίς ὁποῖες δοκίμασε τό μνημεῖο. Τό 480 π.Χ. οἱ Πέρσες κατέστρεψαν τό ἱερό του, καθώς πυρπόλησαν τήν ᾿Ακρόπολη. Φυσικά τό καταστρεπτικό τους πέρασμα ἀποτύπωσαν οἱ ῎Ερουλοι (267), οἱ Βησιγότθοι ὑπό τόν ἀρειανόφρονα ᾿Αλάριχο (395), οἱ Γότθοι (582), οἱ Σλάβοι τόν 6ο αἰώνα. ᾿Ακολούθησε ἡ εἰκονομαχία, οἱ ἐπιδρομές τῶν Βουλγάρων, ἡ Λατινοκρατία ἀπό τό 1205 καί μετά ἡ Τουρκοκρατία μέ τίς ἀνεικονικές ἀντιλήψεις τῶν μουσουλμάνων, καθώς τό 1460 μετατράπηκε σέ τζαμί.
Δέν γνωρίζουμε πότε ἀκριβῶς ὁ ναός λειτούργησε ὡς χριστιανικός καί ἀφιερώθηκε στήν Παναγία τήν ᾿Αθηνιώτισσα, τόν 5ο, 6ο ἤ τόν 7ο αἰώνα. Τό γεγονός παραμένει ἀμάρτυρο. Πάντως δέν ἦταν λίγοι ἐκεῖνοι πού κατά τούς μέσους βυζαντινούς χρόνους ἔρχονταν νά προσευχηθοῦν στήν Παναγιά τήν ᾿Αθηνιώτισσα, ἡ ὁποία μποροῦσε νά ἐπιλύει «τῶν ᾿Αθηναίων τάς πλοκάς». Μεταξύ τῶν προσκυνητῶν μνημονεύονται ὁ Νίκων ὁ Μετανοεῖτε, ὁ ὅσιος Λουκᾶς, ὁ Μελέτιος ὁ Νεώτερος κ.ἄ. Τό 1018 ὁ Βασίλειος ὁ Β´ ὁ Βουλγαροκτόνος κατεβαίνει πανηγυρικά ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη, γιά νά εὐχαριστήσει τήν Παναγία, μετά τήν τελική του νίκη κατά τῶν Βουλγάρων, σκηνή πού περιγράφει μέ δύναμη ὁ Κωστῆς Παλαμᾶς στή «Φλογέρα τοῦ Βασιλιᾶ». Πράγματι, «ὁ Παρθενών εἶχε διατηρηθῆ ἄθικτος κατά τή βυζαντινή περίοδο. ᾿Ακέραια τά ἀετώματα, οἱ μετόπες, οἱ ζωφόροι», κατά τήν μαρτυρία τοῦ ὄχι καί τόσο φιλικοῦ πρός τήν πίστη Κυριάκου Σιμόπουλου. Καί ἀλλοῦ σημειώνει· «῾Ο συστηματικός θρυμματισμός τῶν ἀνθρωπόμορφων καλλιτεχνημάτων ἔγινε ἀμέσως μετά τήν πτώση τοῦ Βυζαντίου καί τήν κατάκτηση τοῦ ἑλληνικοῦ χώρου. ῏Ηταν ἐκδήλωση θρησκευτικοῦ φανατισμοῦ».
Τό 1621 φθάνει στήν ᾿Αθήνα ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ Λουδοβίκου ΙΓ´Louis Deshayes βαρόνος De Courmesnin. «῾Ο χρόνος», γράφει ὁ βαρόνος, «ἔχει προξενήσει λιγότερο κακό ἀπό ὅσο οἱ βαρβαρότητες τῶν ἐθνῶν πού τόσες φορές λεηλάτησαν τήν πόλη. ῾Ο Παρθενών εἶναι ἀκόμη ὄρθιος καί ἄθικτος, ἔτσι πού νομίζει κανείς πώς χτίστηκε τώρα τελευταῖα». ᾿Ιταλός περιηγητής τό 1674 ἐπισημαίνει ὅτι ἡ ἀρχαιοκαπηλία ἐπιβάρυνε τήν ἀλλοίωση στίς μετόπες τοῦ Παρθενώνα. Παρ᾿ ὅλα αὐτά τό δυτικό ἀέτωμα σωζόταν σχεδόν ἀκέραιο μέχρι τό 1674, ὁπότε καί τό σχεδίασε ὁ J. Carrey. Τά σχέδιά του σύμφωνα μέ τήν ἐκτίμηση διαπρεπῶν ἀρχαιολόγων ἔχουν μεγάλη ἀξία γιά τήν ἀποκατάσταση τῶν γλυπτῶν τοῦ Παρθενώνα. ῞Ομως «ἡ κορώνα τῆς κορώνας», ὅπως ἀποκαλεῖ τόν Παρθενώνα ὁ ποιητής, τό μοναδικό παγκόσμιας ἀκτινοβολίας ἀριστουργηματικό μνημεῖο, πού γιά 21 αἰῶνες ἀναμετριόταν μέ τόν πανδαμάτορα χρόνο καί τόν νικοῦσε, νικήθηκε βαριά τραυματισμένο κατά τήν πολιορκία τῶν ὀχυρωμένων στήν ᾿Ακρόπολη Τούρκων στίς 26 Σεπτεμβρίου 1687 ἀπό βλῆμα Βενετῶν ὑπό τόν Μοροζίνι· νωρίτερα εἶχαν πληροφορηθεῖ ὅτι μεγάλες ποσότητες πυρομαχικῶν εἶχαν ἀποθηκευθεῖ ἐκεῖ. Οἱ ἀξιωματικοί τοῦ Μοροζίνι, Βενετοί καί ἄλλοι ξένοι, μετέφεραν στίς πατρίδες τους ὅσα κομμάτια μποροῦσαν. ᾿Ανάμεσά τους ὁ γραμματέας του Σάν Γκάλλο πῆρε μαζί του τό κεφάλι γυναικείας μορφῆς πού προερχόταν ἀπό τό δυτικό ἀέτωμα.
Τό 1785 ὁ γάλλος ἀριστοκράτης καί διπλωμάτης -εὐστοχότερα ἀρχαικάπηλος ὁλκῆς- Choiseul-Gouffier πρῶτος ἀπέσπασε τμῆμα τῆς ζωφόρου τοῦ Παρθενώνα· ἀναχώρησε γιά τή Γαλλία φορτώνοντας ὁλόκληρα καράβια ἀπό τούς ἀρχαιολογικούς χώρους τῆς ᾿Αττικῆς. Τό 1802 ὁ λόρδος Τόμας ῎Ελγιν, πρέσβης στήν Κωνσταντινούπολη, κάνοντας κατάχρηση φιρμανιοῦ, κατά τό πρότυπο τοῦ Choiseul-Gouffier, προχώρησε στή στυγνή λεηλασία τῶν γλυπτῶν τοῦ ναοῦ καί ἄλλων ἀρχαιοτήτων, προκειμένου μέ αὐτά νά διακοσμήσει τήν ἔπαυλή του, πού ἔχτιζε τότε στή Σκωτία. Παράξενα πού διδάσκει ἡ ἱστορία! Γιά τήν ὕβρη του πλήρωσε ἀκριβά. ῾Η οἰκογενειακή του εὐτυχία ἀνατινάχθηκε στόν ἀέρα, καθόσον ἀκολούθησαν χρεωκοπίες, ἀρρώστιες, πολύκροτες δίκες, σκανδαλώδη γιά ἐκείνη τήν ἐποχή διαζύγια.
᾿Αλλά δέν ἦταν μικρές καί οἱ συμφορές πού ὑπέστη ὁ ναός κατά τή διάρκεια τῆς ᾿Επανάστασης τόσο τό 1822 ὅσο καί τό 1826. Καί ἐπειδή οἱ γραπτοί καί ἄγραφοι «νόμοι σιωποῦν σέ ὥρα πολέμου», ὅπως ὑποστήριζε ὁ Κικέρων, ἀπό τή μιά οἱ πολιορκημένοι Τοῦρκοι γκρέμιζαν τούς κίονές του, ἀφαιροῦσαν τό συνδετικό μόλυβδο καί τόν ἔλειωναν γιά τήν κατασκευή βλημάτων· ἀπό τήν ἄλλη οἱ ῞Ελληνες ἔσκαβαν τάφρους, τίς γέμιζαν μέ μπαρούτι καί προκαλοῦσαν σεισμικές ἐκρήξεις. Φοβερό ὑπῆρξε καί τό σχέδιο τοῦ γάλλου τυχοδιώκτη Φαβιέρου, πού θεωροῦνταν μεγάλος φιλέλληνας, νά κατασκευάσει «εἶδος βόμβας ἕν ὁλόκληρον κομμάτι στήλης τοῦ Παρθενῶνος τρυπώντας το ἀρκετά εἰς τήν μέσην καί γεμίζοντάς το ἀπό βαρούτην». ᾿Ασύλληπτο τό μέγεθος τῆς καταστροφῆς, ἄν σκεφθοῦμε ὅτι μόνον σέ μία μέρα ἔπεσαν στό κάστρο 530 τέτοιες βόμβες!
Νά, λοιπόν, πολύ σχηματικά μέσα στή διαδρομή τῶν αἰώνων ποιοί ἅπλωσαν βέβηλα χέρια στό ναό καί ποιοί διαγούμισαν τούς θησαυρούς του. ῾Η ἱστορία τούς στιγματίζει· ἡ «τέχνη» ὥς πότε θά τούς τό χαρίζει;
Μ᾿ εὐγνωμοσύνη ἀπέραντη ὑποκλίνεται ἰδιαίτερα τοῦτο τό μήνα ἡ καρδιά μας στούς ἥρωες καί ἡρωίδες προγόνους μας, πού «σάν ἴσκιοι μεγαλόκορμοι κι ἀπείραχτοι ἀπ᾿ τά χρόνια, φέρνουνε μᾶς τ᾿ ἀγγόνια στό δρόμο τῆς τιμῆς». Τήν 25η Μαρτίου 1821 ξεπήδησε ἡ ἑλληνική φυλή μέσα ἀπό τή στάχτη καί μέ ἀγῶνες ἀνυπέρβλητους καί θυσίες λαμπρές γίνηκε τό μεγάλο θαῦμα τῆς ἐθνικῆς μας παλιγγενεσίας.
Σάν βροντοῦν οἱ κλαγγές τῶν ὅπλων στό Μωριά, δέν ἀργεῖ νά φουντώσει στό βορρᾶ ἡ ἐπανάσταση τῆς Χαλκιδικῆς. Τήν ἑτοίμαζε μ᾿ ὅλο τό πύρωμα τῆς ψυχῆς του ὁ μεγαλέμπορος καί τραπεζίτης ᾿Εμμανουήλ Παπᾶς ἀπό τή Δοβίστα Σερρῶν, πού σήμερα «τιμῆς ἕνεκεν» φέρνει τό ὄνομά του. Δίπλα στόν πλούσιο Μακεδόνα, πού μέ τό ἐπιχειρησιακό του πνεῦμα εἶχε τράπεζες στή Βιέννη, Κων/πολη καί Σέρρες, στέκεται ἀρχόντισσα ἐκλεκτή, ἡ ἄξια σύζυγός του Φαίδρα. Στολίδι καί χαρά τῆς φαμελιᾶς τά δώδεκα παιδιά τους, ἐννιά ἀγόρια καί τρία κορίτσια. Θά μποροῦσε ἡ ζωή τῆς οἰκογένειας Παπᾶ, πού κολυμποῦσε μές στό ἄφθονο χρῆμα, νά κυλήσει ἀκόμη καί στά πικρά αὐτά χρόνια τῆς σκλαβιᾶς γαλήνια καί εὐτυχισμένα. Κι ὅμως τό ὅραμα τῆς λευτεριᾶς καί ἡ ἀνάσταση τοῦ Γένους δέν δίνουν περιθώρια γιά τέτοιες ἄκαιρες ἀπολαύσεις.
Θυσιάζει ὁ ἰσχυρός ἄρχοντας τήν οἰκογενειακή θαλπωρή καί ρίχνεται στήν περιπέτεια τῆς πατρίδος. ᾿Από τά ταμεῖα τῶν τραπεζῶν του ρέει ὁ πακτωλός γιά τίς ἀνάγκες τοῦ ᾿Αγώνα. Στ᾿ ἀλήθεια, πῶς τολμοῦν μερικοί νά χαρακτηρίζουν τήν ῾Ελληνική ᾿Επανάσταση πάλη ταξική, ὅταν μόνον ὁ ᾿Εμμανουήλ Παπᾶς προσφέρει στό βωμό τῆς πατρίδας περιουσία ἀμύθητη, 300.000 τάλληρα δίστηλα; Καί μαζί μέ τά χρηματικά ποσά δίδει καί ὑλικό ἔμψυχο, αἷμα ἀκριβό, τά τέσσερα μεγαλύτερα παλληκάρια του. Στήν ἐξέγερση τῆς Χαλκιδικῆς δίνουν τό παρόν.
῞Οταν ὅμως τό κίνημα τελικά βάφεται στό αἷμα, ἐπειδή ὁ Γιουσούφ μπέης δέχεται σημαντικές ἐνισχύσεις, στέλνει γιά στερνή φορά τίς ὑποθῆκες του στήν ἀγαπημένη του Φαίδρα, πού φορτώθηκε εὐθῦνες βαριές· "Κράτα γερά, καλή μου. ῾Ο ᾿Αγώνας δέν χάθηκε. Θά συνεχισθεῖ. ᾿Αναχωροῦμε μέ τό καράβι τοῦ Βισβίζη γιά τήν ῞Υδρα. Μᾶς περιμένουν τά ἀδέλφια ἐκεῖ, νά ἀγωνιστοῦμε μαζί τους. ῎Εχω μαζί μου τά τέσσερα μεγαλύτερα βλαστάρια μας. Νά εἶσαι περήφανη γιά τούς γυιούς μας. Νά προσεύχεσαι καί νά μᾶς περιμένεις...".
Εἶναι τό κύκνειο ἆσμα του. Μές στό καράβι ἐκπνέει ὁ ἀρχηγός τῆς Μακεδονικῆς ᾿Επαναστάσεως τοῦ 1821, πού ἐπί ἑπτά μῆνες ἔδωσε μάχες σκληρές μέ τόν κατακτητή. Κλαίει ἡ ῞Υδρα τόν ἥρωα, τόν τιμᾶ ὅπως τοῦ πρέπει καί τόν δέχεται στά σπλάγχνα της.
῎Εφυγε τό ἀντιστύλι τοῦ σπιτιοῦ καί ἄφησε πίσω του τήν "Κυρά καί ᾿Αφέντρα", τή σύζυγό του, νά σηκώνει τό σταυρό τῆς χηρείας, νά λειώνει ἀπό ἀγωνία γιά τήν τύχη τῶν παιδιῶν της καί νά ὑπομένει ἀτέλειωτους ἐξευτελισμούς καί μαρτύρια. Πάνω της ὁ ᾿Αγαρηνός θά ξεβράσει ὅλη τή μανία καί τό μῖσος πού ἔτρεφε γιά τόν ἄνδρα της.
Τί κι ἄν τῆς καῖνε τό ἀρχοντικό της καί τῆς ἁρπάζουν τά φλουριά της, τί κι ἄν τήν ρίχνουν στή φυλακή καί τήν τυραννοῦν, ἡ Φαίδρα στέκεται ἀγέρωχη στό ὕψος τῶν περιστάσεων καί τῶν στιγμῶν. Πῶς ὅμως νά πνίξει μέσα της τό μητρικό φίλτρο, πῶς νά συμβιβαστεῖ τό λογικό της μέ τή σκληρή καθημερινή εἰκόνα, νά βλέπει μές στίς ὑγρές φυλακές καί τά σκοτεινά μπουντρούμια τά τρία κοριτσάκια της, τήν ῾Ελένη, τή Νεράντζω, τή Θεονύμφη, καί τό τρυφερό βλαστάρι της, τόν Κωνσταντῖνο, νά φυτοζωοῦν, νά μαστιγώνονται, νά ζεματίζονται μέ λάδι ἤ πυρακτωμένα σίδερα; Κι ἀκόμη, ποιός θ᾿ ἀνταποκριθεῖ στίς καυτές ἀνησυχίες της καί θά τήν πληροφορήσει ἄν ζοῦν ἤ ἄν σκοτώθηκαν τά μεγαλύτερα παλληκάρια της πού μάχονται στή νότια ῾Ελλάδα; ᾿Ανάσα καί "φίλημα ζωῆς" εἶναι στήν ἡρωΐδα μάνα οἱ ἐπισκέψεις καί τό ἀμείωτο ἐνδιαφέρον τοῦ μητροπολίτη Χρύσανθου. Πόσα τοῦ χρωστᾶ! ῾Η εὐγνώμονη καρδιά της πῶς ν᾿ ἀνταποδώσει τίς εὐεργεσίες πού δέχεται; Χάρις στή δική του μεσολάβησι ἀποσοβεῖται τό ἀποτρόπαιο ἔγκλημα καί μετατρέπεται ἡ θανατική ποινή σέ δεσμά ἰσόβια. Κι ὅταν τό 1826 γίνεται Πατριάρχης, δέν λησμονεῖ τή μαρτυρική οἰκογένεια πού πέντε χρόνια τώρα σαπίζει στίς φυλακές. ῾Η ποινή μειώνεται σέ κατ᾿ οἶκον περιορισμό, ὥσπου τό 1833 ἡ Φαίδρα καί τά τέσσερα παιδιά της ἀναπνέουν τόν μυριοπόθητο ἀγέρα τῆς λευτεριᾶς.
Μέ τίς ἁλυσίδες τῆς σκλαβιᾶς σπασμένες, βγαίνει ἡ μάνα νά ψάξει τούς λεβέντες της καί νά συναρμολογήσει τή σκορπισμένη φαμελιά της. Καί τούς βρίσκει, μέ δάφνης κλωνάρια στεφανωμένους, νά πατοῦν τ᾿ ἀχνάρια τοῦ πατέρα τους. ᾿Αντικρύζει τόν ᾿Αλέξανδρό της σκοτωμένο στό Μεσολόγγι, τόν ᾿Αθανάσιό της ἀποκεφαλισμένο στή Χαλκίδα, τόν ᾿Ιωάννη της ξεψυχισμένο στό Μανιάκι, τόν Δημήτρη της ἀπαγχονισμένο στό Νεόκαστρο, τόν Γιῶργο της ἐπίσης κρεμασμένο, τόν Νικόλα της σκοτωμένο στό Καματερό. Μόνο τόν ᾿Αναστάσιό της, πού πολέμησε στή Μολδαβία, τόν βρίσκει ζωντανό στήν Πάτρα. ῞Οσο γιά τόν ᾿Αριστείδη της κανείς δέν τῆς εἶπε ποῦ βρίσκεται.
Στό ἐθνικό προσκλητήριο τόσα παλληκάρια ξεπήδησαν ἀπό μιά μόνο ρίζα. Ποιά ὅμως μάνα τά γαλούχησε καί τί παράδειγμα ζωντανό ἄφησε πίσω ὁ πατέρας, γιά ν᾿ ἀναδειχτοῦν αὐτοί οἱ πολεμιστές σέ ἥρωες;
Μαρία Ἀλ. Γούδα
Φιλόλογος - Θεολόγος
![]() Δέν μέ ξυπνοῦν οἱ ὀρθρινές καμπάνες γιά τοῦ προφήτη Ἠλία τή γιορτή. Στό χάραμα τῆς νέας μέρας καί μές στήν καρδιά τοῦ καλοκαιριοῦ ἀπρόσμενοι ἦχοι φθάνουν στ' αὐτιά μου. Ὅλη ἡ Λεμεσός ἐκπέμπει στήν ἴδια συχνότητα· ἐμβατήρια, πολεμικά ἀνακοινωθέντα, ὁ ἐθνικός ὕμνος... Ὄχι, δέν ξημερώνει καμιά ἐθνική γιορτή. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πικρή. «Εἰρηνικοί ἐπισκέπτες» εἰσβάλλουν στό νησί μας καί μέλλει κι ἡ δική μου γενιά νά «γνωρίσει» ἀπό κοντά τούς «εὐγενεῖς» γειτόνους της, τούς Τούρκους. Πῶς νά συμβιβαστεῖ μέ τούτη τήν ἄδικη καταπάτηση τό λογικό μου; Πῶς νά συνταιριαστεῖ μέ τήν τρομερή παραφωνία τοῦ πολέμου ἡ ἐφηβική μου καρδιά; Μά, προπάντων, πῶς νά ἀντέξω σέ τέτοιες σκληρές ὧρες, πού οἱ ὀρδές τοῦ Ἀττίλα μανιακά λεηλατοῦν, τήν ἀπουσία τοῦ πατέρα; Ἄλλοτε τέτοια μέρα κινοῦσε γιά τήν ἐκκλησία. Καί τώρα; Ἀπό τ' ἀκουστικό τοῦ τηλεφώνου ψυχρή καί κατηγορηματική ἀκούγεται ἡ φωνή τοῦ ἀξιωματικοῦ ὑπηρεσίας πρός τή δόλια μάνα μου· «Κυρία μου, βρίσκεται ἐκτός στρατοπέδου. Εἶναι σέ ἀποστολή». Περνοῦν μέρες... Ἡ ἀπάντηση ἔρχεται πάντα ἴδια. Καί λίγο πιό πέρα ὁ Ἀσιάτης βάρβαρος μέ τίς ληστρικές ἐπιδρομές καί τ' ἅρματα μάχης, μέ τίς ὀβίδες καί τίς ἐμπρηστικές του βόμβες ναπάλμ, ἐξακολουθεῖ ν' ἀλλάζει ριζικά τή ζηλευτή ὄψη τοῦ νησιοῦ. Πέρασαν ἀπό τότε πολλά χρόνια. Λησμόνησα πολλά. Μά ὅ,τι λίγο ἔζησα ἀπό τήν κυπριακή τραγωδία χαράχτηκε μέσα μου. Μπορῶ νά ξεχάσω τή γειτονιά μου πού μέ μιᾶς βουβάθηκε σάν ἦρθαν τά λεωφορεῖα νά παραλάβουν τίς οἰκογένειες τῶν Ἄγγλων γιά νά τίς ἀσφαλίσουν στίς ἀγγλικές βάσεις, ἐκεῖ πού ὁ ἐχθρός δέν θά βομβάρδιζε; Μπορῶ νά ξεχάσω τό θαυμασμό πού ἔνιωσα γιά τόν διπλανό μας Ἕλληνα Κύπριο, ἥρωα τῆς ἐποποιΐας τοῦ 1940, πού καθηλωμένος στήν ἀναπηρική του καρέκλα ἀρνήθηκε μαζί μέ τήν ἀγγλίδα γυναίκα του τήν ἀσφάλεια πού τοῦ προσφερόταν στό ἀγγλικό ἀκρωτήρι, διότι ἤθελε νά ἔχει τήν ἴδια τύχη μέ τούς Ἕλληνες συμπατριῶτες του; Νά ξεχάσω τή γραφική ἔπαυλη πού ὀμόρφαινε τή συνοικία μας καί τ' ἀφεντικό της, τόν πρόξενο τῆς Μάλτας, πού θρηνοῦσε γοερά τό χαμό τοῦ παλληκαριοῦ του στήν Ἀμμόχωστο; Τή θλιβερή φιγούρα τῆς μάνας μου, πού ἔλειωνε μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Παναγιᾶς κι ἄφηνε γιά ὧρες τή σιωπηλή κραυγή καί ἱκεσία της; Κάθε 20 Ἰουλίου ἡ μάνα μας ξεδιπλώνει ἕνα χακί πουκάμισο. Κι ἔτσι λερωμένο, μέ τά σημάδια τοῦ ἱδρώτα φανερά καί μέ τ' ἀριστερό πέτο τοῦ γιακᾶ ξεσχισμένο ἀπό τή σφαίρα τοῦ ἐχθροῦ πού τό διαπέρασε, μᾶς ὑπενθυμίζει τό χρέος μας ἀπέναντι στόν Θεό καί στόν προφήτη του Ἠλία γιά τή σωτηρία τοῦ πατέρα μας. Κι ἐκεῖνος ἀπ' τό χάραμα, μπροστά στό τέμπλο τοῦ Ἱεροῦ, στητός, ὁλόρθος ἀναπολεῖ... Μέ μάτια ὑγρά καί μ' ἕνα δίπτυχο στό χέρι μνημονεύει τούς ἀξιωματικούς κι ὁπλῖτες του πού ἄφησαν τήν τελευταία τους πνοή σέ κείνη τήν ἐπιχείρηση καί δέεται τό αἷμα τους κι ἡ θυσία τους σέ τοῦτο τό μαρτυρικό νησί νά βροῦν κάποτε τό δίκιο τους. Ἑλληνίς,
Μαρία Γούδα, φιλόλογος-θεολόγος
|
«Τήν εἰκοστή τοῦ Νοεμβριοῦ
χίλια ᾿νιακόσια τρία
τά μαγαζιά τῆς Καστοριᾶς
ἀρχίσαν νά δουλεύουν
κι ἐκεῖ πού ἐδουλεύανε
ἀκοῦνε τίς καμπάνες.
-Μά τί γιορτή ᾿ναι σήμερα,
ρωτοῦνε οἱ παπάδες.
-Οὔτε γιορτή ᾿ναι σήμερα
οὔτε καί πανηγύρι,
ὁ Βοϊβόντας ἔρχεται
μέ Βούλγαρο δεσπότη,
τι πέρασαν οἱ ἄθλιοι
πώς δῶ εἶναι Βουλγαρία.
Οὔτε Βουλγαρία εἶν᾿ ἐδῶ
οὔτε καί ἡ Σλαβία,
ἐδῶ τό λένε
Καστοριά - Ἑλλάς - Μακεδονία».
Ἀπολύτρωσις 63 (2008) 302-303