῾Η ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ εἶναι μία ἱστορική ἀγγελία, τό σπουδαιότερο ἄγγελμα πού ἀκούστηκε στήν ἱστορία. ᾿Αναγγέλλει τό μεγαλύτερο γεγονός πού συνέβη στήν ἀνθρωπότητα καί συνδέεται μέ τό πιό καίριο παράγγελμα πού ἄκουσε ποτέ ὁ ἄνθρωπος, τή μετάνοια.
᾿Εδῶ ἀκριβῶς, στή μετάνοια, ἔγκειται ἡ βίωση τοῦ μηνύματος τῆς ᾿Ανάστασης ἀπό τόν ἄνθρωπο σέ προσωπικό ἐπίπεδο. Διότι ἡ μετάνοια, γεγονός ἀποκλειστικά καί ἀπόλυτα προσωπικό τοῦ πιστοῦ, ἀποδεικνύει ὅτι αὐτός ἀποδέχεται καί προσυπογράφει τό ἄγγελμα τῆς ᾿Ανάστασης. ῾Η πρακτική εἶναι μεγαλειώδης, καθότι μυστηριακή, ἀλλά καί ἁπλή, προσεγγίσιμη ἀπό τόν καθένα· Μετανοώντας ὁ χριστιανός ἀφήνεται στή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία τόν ἀνασταίνει ἀπό τά μνήματα τῶν παθῶν καί τῶν κακῶν ἐπιθυμιῶν. Καί γίνεται αὐτή ἡ πνευματική ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου μία ἀσάλευτη καί ἀξιόπιστη μαρτυρία τῆς ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ.
Τόν θεῖο καί σωτήριο συνδυασμό τῶν δύο γεγονότων, τῆς ἀνάστασης τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καί τῆς προσωπικῆς ἀνάστασης τοῦ ἀνθρώπου πού μετανοεῖ, ἐκφράζει καί ἐπαγγέλλεται στόν κόσμο ἡ ᾿Εκκλησία καί συγκεκριμένα ἡ ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία. Καί ἡ μέν πραγμάτωση τῆς μετάνοιας ἐπαφίεται στόν ἄνθρωπο, ἐνῶ ἡ ἀγγελία τῆς ἀνάστασης εἶναι τό ἴδιο τό περιεχόμενο τῆς ᾿Ορθοδοξίας θεολογικά, ἱστορικά ἀλλά καί πρακτικά.
Τό περιεχόμενο τῆς ᾿Ορθοδοξίας
Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι τό χρυσόδετο ἅγιο Εὐαγγέλιο, πού βρίσκεται πάνω στήν ἁγία Τράπεζα κάθε ὀρθοδόξου ναοῦ, εἰκονίζει στή μία ὄψη του τήν σταύρωση τοῦ ᾿Ιησοῦ καί στήν ἄλλη τήν ἀνάστασή του. Συμβολίζεται ἔτσι πολύ παραστατικά ἡ θεμελιακή θεολογική ἀλήθεια τῆς πίστης μας ὅτι ὁ σταυρός καί ἡ ᾿Ανάσταση ἀποτελοῦν ἕνα καί τό αὐτό γεγονός.
῾Η δισχιλιετής πορεία τῆς ᾿Ορθοδοξίας στήν ἱστορία εἶναι τό πιό εὔγλωττο ὑπόμνημα στήν ᾿Ανάσταση, ἡ συγκλονιστική λιτάνευση τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ ἀνά τούς αἰῶνες. Καί μόνον ἡ διατήρηση τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος ἐν μέσῳ τῶν παντοδαπῶν ἐπιθέσεων πού δέχθηκε αὐτό ἀπό τήν ποικιλώνυμη αἵρεση καί τήν πολύμορφη πλάνη, ἀπ᾿ ἀρχῆς μέχρι σήμερα, ἐπιβεβαιώνει περίτρανα τήν ᾿Ανάσταση.
᾿Αλλά καί ἡ πράξη τῆς ᾿Ορθοδοξίας συμπλέκεται μέ τήν ᾿Ανάσταση, καθώς ἡ ᾿Ορθοδοξία γίνεται τό «φίλημα τῆς ζωῆς» γιά τόν πεπτωκότα ἄνθρωπο, γιά τή γηράσκουσα καί φθίνουσα ἀνθρωπότητα. ῎Ηδη μνημόνευσα τή μετάνοια, τήν ὁποία ἡ ᾿Ορθοδοξία διασώζει στήν ἀρχική μυστηριακή της βάση. Κρατώντας τήν ἀρχική παράδοση ἡ ᾿Ορθοδοξία ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν ὑπέρβαση. Κι εἶναι ἀσφαλῶς μία ὑπέρβαση ἡ μετάνοια· ὁ πιστός ἀποδέχεται καί ὁμολογεῖ τήν ἁμαρτία καί τήν ἀθλιότητά του, ἀλλά καί τή δύναμη τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ, πού τόν λυτρώνει, αὐτόν τόν ἁμαρτωλό, τόν ἀνακαινίζει, τόν ἀνασταίνει καί τόν καθιστᾶ παιδί ἀγαπημένο τοῦ Θεοῦ, μέτοχο τῆς ἐπουράνιας βασιλείας.
Διά τοῦ σταυροῦ ἡ χαρά
Εἶναι βέβαια ὀδυνηρό ν᾿ ἀντικρύσεις κατάματα τόν ἁμαρτωλό ἑαυτό σου, νά ὁμολογήσεις τήν ἐνοχή σου. Εἶναι ἕνας σταυρός. ᾿Αλλά ἡ ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία συμφιλιώνει τόν ἄνθρωπο μέ τόν σταυρό, τόν κάθε εἴδους σταυρό, δηλαδή μέ τόν πόνο, τήν ταπείνωση, τήν ἑκούσια στέρηση, τήν ἄσκηση. Φωτίζει τό σταυρό μέ τό φῶς τῆς ᾿Ανάστασης. Τό βίωμα καί τό μήνυμά της εἶναι· «ἰδού γάρ ἦλθε διά τοῦ σταυροῦ χαρά ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ».
῾Ο σταυροαναστάσιμος χαρακτήρας προσιδιάζει στήν ᾿Ορθοδοξία. ᾿Αγνοεῖται ἀπό τίς λεγόμενες χριστιανικές ὁμολογίες· τόσο ἀπό τίς προτεσταντικές, πού ἐν ὀνόματι τῆς ἐλευθερίας ἔχουν καταλύσει τά μυστήρια καί καταργήσει τήν ἱερά παράδοση, ὅσο καί ἀπό τόν ὁμόλογό τους Παπισμό, πού ἀπό τήν καθέδρα τῆς αὐθεντίας ἀλλοίωσε τήν ἱερά παράδοση καί νόθευσε τά μυστήρια. Καί οἱ δύο παρατάξεις τῆς Δύσης συμπλέοντας μέ τό πνεῦμα τῆς ἄνεσης καί τοῦ εὐδαιμονισμοῦ πού χαρακτηρίζει τήν ἐποχή μας ἔχουν ἐξορίσει τήν ἄσκηση καί τό σταυρό ἀπό τή ζωή. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν νά ἀλλοτριωθοῦν καί ἀπό τήν ᾿Ανάσταση.
῾Η ἀλλοτρίωση αὐτή εἶναι ἔκδηλη στή λατρεία καί στίς γιορτές τους. ῾Η φαντασμαγορία καί ὁ θόρυβος πού χαρακτηρίζει τή γιορτή τῶν Χριστουγέννων στή Δύση, μέ τό παραδοσιακό χριστουγεννιάτικο δένδρο καί τά χρυσοστόλιστα λαμπιόνια, ὑποβοηθεῖται ἀπό τό ἀνθρώπινο στοιχεῖο καί αὐτό ὑπερτονίζει ἀγνοώντας παντελῶς τό μυστήριο τῆς κενώσεως τοῦ Θεοῦ. Τό Πάσχα, ὅπου κυριαρχεῖ τό ἑκούσιο Πάθος καί ἡ σταυροαναστάσιμη δόξα τοῦ Θεανθρώπου, στοιχεῖα καθαρά ὑπερβατικά, ἐλάχιστα ὑπολογίζονται ἀπό τούς δυτικούς. Παρατηρεῖται βέβαια κάποια συναισθηματική κυρίως συγκίνηση τή Μεγάλη Παρασκευή ἀλλά μόνο αὐτό, τίποτε περισσότερο. Παραμένει ἄγνωστο τό μυστήριο, ἀνύπαρκτη ἡ μέθεξη τοῦ πιστοῦ σ᾿ αὐτό, ἀπρόσιτη ἡ χαρά καί ἡ δόξα τῆς ᾿Ανάστασης.
Κέντρο ἡ ᾿Ανάσταση
῾Υστερεῖ σαφῶς ἡ λατρεία τῆς Δύσης, καθώς οἱ προτεστάντες τήν ἀπογυμνώνουν ἀπό τόν μυστηριακό της χαρακτήρα καί οἱ παπικοί τήν κατεβάζουν στό ἐπίπεδο τοῦ φεστιβάλ. ᾿Αντίθετα ἡ ᾿Ορθοδοξία, στή σωστή της -ἐννοεῖται- ἔκφραση, βιώνει τή λατρεία ἐν μυστηρίῳ, μέ κατάνυξη, δάκρυα, ἀλλά καί ἀγαλλίαση. ῎Εχει τή λογική, ἀέναη λατρεία, πού σημαδεύεται ἀπό τή χαρμολύπη τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, κορυφώνεται στήν ἀκολουθία τῶν Σεπτῶν Παθῶν κατά τή Μεγάλη ῾Εβδομάδα, γιά νά ὁλοκληρωθεῖ στό θρίαμβο τῆς ᾿Ανάστασης.
Καί δέν σταματᾶ ἐκεῖ. ῾Η ᾿Ανάσταση ἁπλώνεται σ᾿ ὅλη τή Διακαινίσιμη ῾Εβδομάδα, καταυγάζει τό χαρμόσυνο Πεντηκοστάριο, συνέχει καί διαποτίζει ὅλο τόν ἡμερολογιακό κύκλο. Μέ τή νηστεία τῆς Τετάρτης, ἡμέρας τῆς προδοσίας καί παράδοσης τοῦ Κυρίου, καί τῆς Παρασκευῆς, ἡμέρας τῆς σταύρωσής του, κοινωνοῦμε στόν σταυρό καί στά τίμια πάθη του, ἐνῶ μέ τήν ἀναστάσιμη χαρά τῆς Κυριακῆς μετέχουμε στήν ἁγία του ἀνάσταση καί τήν καταγγέλλουμε στόν κόσμο. Καί μόνο τό ὄνομα τῆς μέρας αὐτῆς μέ τή μυστική ἔννοιά της ὡς ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου, πού θά μποροῦσε νά ὀνομάζεται καί ᾿Αναστάσιμη, ἡμέρα τοῦ ἀναστημένου Κυρίου, εἶναι μία κραυγαλέα μαρτυρία τῆς ᾿Ανάστασης.
῾Η ᾿Ορθοδοξία δέν εἶναι ἕνας κλάδος τοῦ χριστιανισμοῦ. Εἶναι ὅλος ὁ Χριστιανισμός, διότι εἶναι ὅλη ἡ ᾿Εκκλησία, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ἀναστημένος καί ζῶν ἐν μέσῳ ἡμῶν «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ» (Μρ 16,12). Εἶναι κυρίως ὁ ἐπιζῶν μάρτυρας τῆς ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἡ ἀγρυπνοῦσα καί ἀναμένουσα νύμφη, ἡ ἐπισπεύδουσα τόν ἐρχομό τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ, πού νικητής τοῦ θανάτου βγῆκε ἀπό τόν τάφο καί χάρισε στήν ᾿Εκκλησία καί δι᾿ αὐτῆς στόν κόσμο ὅλο τή βεβαιότητα τῆς ᾿Ανάστασης.
᾿Ορθοδοξία = ᾿Ανάσταση
῾Η ὀρθόδοξη θεία Λειτουργία κέντρο της ἔχει τήν ἀναίμακτη θυσία τοῦ Κυρίου, ὅπως ἐκεῖνος τήν παρέδωσε κατά τό Μυστικό Δεῖπνο. Αὐθεντικά τό διατυπώνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν Α´ πρός Κορινθίους ᾿Επιστολή (11,23-26). Εἶναι δέ χαρακτηριστικό ὅτι ὁ ἀπόστολος, λίγο παρακάτω στήν ἴδια ᾿Επιστολή (15,3), καταθέτοντας τή μαρτυρία τῆς ἀνάστασης τοῦ Κυρίου χρησιμοποιεῖ καί ἐκεῖ τά ἴδια ρήματα «παρέλαβον καί παρέδωκα», μέ τά ὁποῖα ἀναφέρθηκε στό Μυστήριο. ῾Υπογραμμίζει ἔτσι τόν ἄρρηκτο δεσμό θείας λατρείας καί ᾿Ανάστασης. ῾Ο ἴδιος δεσμός εἶναι ἐμφανής καί στήν ἀρχέγονη θεία λειτουργία πού ἀποδίδεται στόν ἀδελφόθεο ᾿Ιάκωβο καί στήν ὁποία ψάλλεται· «τόν θάνατόν σου καταγγέλλομεν, Κύριε, καί τήν ἀνάστασίν σου ὁμολογοῦμεν».
᾿Αλλά καί τά συγγράμματα καί οἱ λόγοι τῶν πατέρων καί ὁ ὑμνολογικός μας πλοῦτος, ὅλα πηγάζουν, ἐμπνέονται καί τροφοδοτοῦνται ἀπό τήν ᾿Ανάσταση. Εἶναι δέ χαρακτηριστικό ὅτι στούς ἐκκλησιαστικούς ὕμνους μας κυριαρχεῖ ὁ λόγος γιά τό φῶς. Καί φῶς εἶναι ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός, ὁ σταυρωθείς καί ἀναστάς. Αὐτός πού σπάζοντας τά κλεῖθρα τοῦ ἅδη φώτισε τό σκοτεινό μνῆμα «θανάτῳ θάνατον πατήσας» καί διά τοῦ ἁγίου Πνεύματος παραμένει ζωντανός καί κυρίαρχος στήν ᾿Εκκλησία.
Μεταξύ ᾿Ορθοδοξίας καί ᾿Ανάστασης ὑπάρχει ὄχι ἁπλῶς στενή καί ἀδιάρρηκτη σχέση, ἀλλά οὐσιαστική καί ἀπόλυτη ταύτιση. ᾿Ορθοδοξία εἶναι ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. Νά γιατί εἶναι μοναδική, ἀνεπανάληπτη καί ἀνυπέρβλητη στόν κόσμο ἡ ᾿Ορθοδοξία. Νά γιατί μόνο αὐτή μπορεῖ νά ἀνασταίνει ψυχές ἀπό τά μνήματα τῶν παθῶν καί νά τίς ὁδηγεῖ στή λύτρωση. Διότι εἶναι ὁ αὐθεντικός καί ἀδιάψευστος μάρτυρας τῆς ᾿Ανάστασης τοῦ Κυρίου της ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Λυτρωτοῦ μας.
α) Τή θεραπεία τῆς ψυχικῆς του παραλυσίας, τήν ὁποία τοῦ δημιουργεῖ ἡ ἁμαρτία.
Τήν ψυχήν μου, Κύριε,
ἐν ἁμαρτίαις παντοίαις
καί ἀτόποις πράξεσι
δεινῶς παραλελυμένην,
ἔγειρε τῇ θεϊκῇ σου ἐπιστασία,
ὥσπερ καί τόν παράλυτον
ἤγειρας πάλαι
ἵνα κράζω σεσωσμένος·
Οἰκτίρμον, δόξα, Χριστέ,
τῷ κράτει σου.
β) Τό ἔλεος τοῦ Κυρίου·
...Πάντα σοι δυνατά, πάντα ὑπακούει
πάντα ὑποτέτακται
πάντων ἡμῶν μνήσθητι
καί ἐλέησον, Ἅγιε, ὡς φιλάνθρωπος.
«Κι αὐτόν τόν θέλω, τόν περιμένω. Νά πεῖτε καί στόν Πέτρο. Σᾶς περιμένω ὅλους στή Γαλιλαία». Ὁ Διδάσκαλος! Ἦταν ὡραῖα τότε μαζί του. Οἱ μαθητές κοντά του σέ ὁδούς ζωῆς. Δέν θά τέλειωνε ποτέ αὐτή ἡ χαρά. Πορεῖες, περιοδεῖες, διδαχές, συνομιλίες, θαύματα. Καί πάνω ἀπ᾿ ὅλα ἡ μορφή του, ἡ φωνή του, τό βλέμμα του, ἡ παρουσία του. Ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἀναζητώντας τόν ἄνθρωπο. Κι αὐτοί κοντά του νά βλέπουν τούς οὐρανούς ἀνοιγμένους κι ἀγγέλους ν᾿ ἀνεβαίνουν καί νά κατεβαίνουν. Προφῆτες καί βασιλεῖς τοῦ Ἰσραήλ εἶχαν πεθυμήσει βαθιά νά δοῦν ἀλλά δέν εἶδαν, ν᾿ ἀκούσουν ἀλλά δέν ἄκουσαν ὅσα ἔβλεπαν κι ἄκουγαν αὐτοί. Μυστήρια πού κι οἱ ἄγγελοι λαχταροῦσαν νά σκύψουν νά δοῦν. Κι ὁ Πέτρος ἔζησε πολλές φορές τό θάμβος, τό δέος, τήν ἔκσταση. Ὅπως τότε στή Γεννησαρέτ μετά ἀπό ᾿κείνη τήν ἄγονη νύχτα πού κόντεψαν νά σκιστοῦν τά δίχτυα στό λόγο τοῦ Ἰησοῦ. Ἤ τότε πού περπατοῦσε πάνω στά κύματα κοιτώντας τά μάτια Του. Ἤ στό Θαβώρ πού ἔπεσε κάτω στή γῆ μέσα στήν τόση λάμψη. Μπροστά του ὁ Ἰησοῦς στή θεϊκή του δόξα.
«Δέν ξέρω τί λές. Δέν ξέρω αὐτόν τόν ἄνθρωπο. Ὁρκίζομαι δέν τόν ξέρω. Δέν εἶμαι ἀπό τούς δικούς του». Ὁ Σταυρός ἦταν σκληρός κι ἀσήκωτος. Κι ὁ Πέτρος σκιάχτηκε, κρύφτηκε, ἀρνήθηκε.
«... Καί στόν Πέτρο». Μέσα στό φῶς τῆς Ἀναστάσεως σβήνουν ὅλα. Ὁ Ἀναστάς τά ᾿χει ξεχάσει ὅλα. Τούς ψάχνει, τούς θυμᾶται, τούς θέλει ὅλους, ἕναν-ἕναν μέ τ᾿ ὄνομά τους. Νά ξαναζήσουν μέσα σ᾿ αὐτό τό φῶς.
Ποῦ εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ἀδελφοί; Φυσιογνωμίες, κινήσεις, ἀγῶνες, ὑποσχέσεις, ἕνας δρόμος, ἕνα ὄνειρο. Ξεθώριασαν μέσα μου. Ἀρχίσαμε μαζί. Ἤπιαμε τό ἴδιο εὐφρόσυνο ποτήρι. Τραγουδήσαμε τήν ἴδια χαρά. Μεθύσαμε ἀπ᾿ τό ἴδιο Πνεῦμα. Μαζί του λέγαμε θά περπατήσουμε πιασμένοι ἀπ᾿ τό χέρι γιά πάντα. Ποῦ εἶναι; Ποῦ συναντηθήκαμε; Πῶς τούς ἔλεγαν; Πῶς χάθηκαν; Ἦταν ἐκείνη τήν ὥρα τῆς ἄρνησης. Ὅταν ὁ Σταυρός ἄρχισε νά μᾶς τρυπάει κι ὁ πειρασμός νά μᾶς γλείφει. Δέν ἄντεξαν. Χάθηκαν μέσα στή νύχτα.
Τό μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως τό χρωστοῦμε σέ ὅλους, νά τό στείλουμε σέ ὅλους. Ἡ γῆ περιμένει. Μά πρῶτα-πρῶτα οἱ πρώην μαθητές. Αὐτοί πού ἔζησαν κάποτε τή μεγάλη ἀγάπη καί τώρα τή μεγάλη πτώση. Πού ἄρχισαν, ἀλλά δέν ἔφτασαν στήν Ἀνάσταση. Πού κάποτε ἐγκατέλειψαν γιά τόν Ἰησοῦ τά πάντα, ἀλλά ὕστερα ἐγκατέλειψαν αὐτόν. Τούς ξέχασα, ὅμως Αὐτός τούς θυμᾶται καί τούς θέλει. Μέ στέλνει νά πῶ καί σ᾿ αὐτόν καί σ᾿ ἐκεῖνον καί στόν ἄλλον ὅτι περιμένει. Ἔτσι ὅπως κάποτε εἶχαν ἔρθει σέ μένα κάποιοι ἄλλοι μαθητές καί μοῦ εἶπαν: ἔλα! Μᾶς εἶπε νά σοῦ ποῦμε καί σένα. Σέ θέλει καί σένα. Μή λυπᾶσαι. Πέρασαν ὅλα. Μέ τή δικαίωση, μέ τήν Ἀνάσταση!
Εἶναι τό μήνυμα τοῦ μήνα καί ὅλου τοῦ χρόνου καί τῆς ζωῆς μας ὅλης, ἀφοῦ σέ ὅλη μας τή ζωή εἶναι μαζί μας ὁ ἀναστημένος Κύριος. Τό ὑποσχέθηκε τό ἀψευδές στόμα του·«Καί ἰδού ἐγώ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Μθ 28,20). Ἡ ὑπόσχεση ἀπευθύνεται στούς τότε μαθητές του, τούς συγκεντρωμένους στό ὄρος τῆς Γαλιλαίας, ἀλλά καί στούς πιστούς του ἀνά τούς αἰῶνες. Εἴμαστε κι ἐμεῖς, οἱ χριστιανοί τοῦ σήμερα, ἀποδέκτες τῆς ὑπόσχεσης τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ. Πῶς, λοιπόν, τήν εἰσπράττουμε; Τί νόημα ἔχει γιά μᾶς;
Κάθε ἀνθρώπινη ὑπόσχεση, καί τοῦ πιό σπουδαίου καί εὐυπόληπτου ἀνθρώπου, ἔχει ἀμφίβολη τήν ἐκπλήρωσή της. Συχνά οἱ ἄνθρωποι δέν θέλουν ἤ δέν μποροῦν νά ἐκπληρώσουν ὅ,τι ὑποσχέθηκαν. Δέν συμβαίνει ὅμως τό ἴδιο μέ τίς ὑποσχέσεις, τίς «ἐπαγγελίες», τοῦ πανάγαθου καί παντοδύναμου Θεοῦ. Αὐτές ἔχουν βέβαιη τήν ἐκπλήρωση, ὅπως μαρτυρεῖ ἡ ἱστορία. Εἶναι μεγάλο τό κόστος ἀλλά καί τό κέρδος τῶν ὑποσχέσεων τοῦ Θεοῦ. Παράδειγμα ἡ ὑπόσχεση γιά τή λύτρωση τοῦ πεσμένου ἀνθρώπου: Κόστισε τήν ἐνανθρώπηση καί τή θυσία τοῦ Θεανθρώπου. Ἀλλά πόσο τό κέρδος γιά μᾶς!Ὁ Θεός ἔγινε ὁ Ἰησοῦς, ὁ προσωπικός μας λυτρωτής, πού διαλύει τῆς καρδιᾶς μας τή μεγάλη θλίψη· ἔγινε ἐπίσης ὁ Ἐμμανουήλ, ὁ μεθ᾿ ἡμῶν Θεός, ὁ παντοτινός μας σύντροφος, πού καταλύει τῆς ζωῆς μας τήν ἀφόρητη πλήξη. Αὐτό ἀκριβῶς ἐπικυρώνει ἡ ὑπόσχεσή του «μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι».
Εὐεργετημένη ἡ Ἐκκλησία ἀπό τό κέρδος τῆς θεϊκῆς ὑπόσχεσης ἀναφωνεῖ μέ τό στόμα τοῦ ὑμνωδοῦ της: «Ὤ θείας, ὤ φίλης, ὤ γλυκυτάτης σου φωνῆς! Μεθ᾿ ἡμῶν ἀψευδῶς γάρ ἐπηγγείλω ἔσεσθαι μέχρι τερμάτων αἰῶνος, Χριστέ». Καί κατέχει αὐτή τήν ὑπόσχεση ὡς «ἄγκυραν ἐλπίδος», κτῆμα πολύτιμο, πηγή ἀστείρευτης εὐφροσύνης. Μακάριοι ὅσοι μέ ἐμπιστοσύνη ἀποδέχονται τήν ἐπαγγελία τοῦ ἀναστημένου Κυρίου. Ὅταν γύρω τους σφυρίζουν οἱ ἄνεμοι τῶν πειρασμῶν, ὅταν ὑψώνονται ἀπειλητικά τά κύματα τῆς θάλασσας τοῦ βίου, αὐτοί ρίχνουν τήν ἄγκυρα τῆς ἐλπίδος κι εὐθύς γίνεται γαλήνη μεγάλη. Ἡ ὑπόσχεση τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ καταπραΰνει τά δεινά καί γιατρεύει τά βάσανα, ἐνδυναμώνει στίς ἀσθένειες καί ἀνακουφίζει στίς στενοχώριες.
Ἀλλά πῶς θά κάνουμε κτῆμα μας ὅλα αὐτά τά θαυμάσια καί ποθητά; Ἡ βίωσή τους στήν προσωπική μας ζωή προϋποθέτει τή συγκατάθεσή μας στήν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ μέ τή δική μας ὑπόσχεση. Συγκατατεθήκαμε ὅλοι κατά τή βάπτισή μας, ὅταν διά τοῦ ἀναδόχου μας ἤ προσωπικά ὑποσχεθήκαμε: «Συντάσσομαι τῷ Χριστῷ». Ἐκείνη ἡ ὑπόσχεση πρέπει νά ἐνεργοποιεῖται καί νά ἀνανεώνεται καθημερινά. Αὐτό σημαίνει, διδάσκει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὅτι θά βλέπουμε τόν ἀναστημένο Χριστό παρόντα σέ κάθε στιγμή τῆς ζωῆς μας. Πῶς; Μέ τά μάτια τῆς πίστεως. Αὐτή ἡ θέα μᾶς προσπορίζει τά μεγάλα ἀγαθά: ἐξουδετερώνει κάθε ἁμαρτία, γκρεμίζει κάθε πονηρό πάθος, διώχνει κάθε κακό. Εἶναι ἀκόμη «πάσης ἀρετῆς ποιητική, καθαρότητος καί ἀπαθείας γεννητική, ζωῆς αἰωνίου καί βασιλείας ἀπεράντου παρεκτική». Ἀναστημένε μας Κύριε, χάρισε καί σέ μᾶς τή βεβαιότητα τῆς ἀδιάκοπης παρουσίας σου, αὐτῆς τῆς ὑπέροχης ἐπαγγελίας σου! Ἀμήν.
ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ
Γιά ποιό λόγο ἐμφανίσθηκε ὁ Παράκλητος μέ τό σχῆμα τῶν γλωσσῶν;
Γιά νά φανερώσει τήν ὑποστατική του ἕνωση μέ τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ· δέν ὑπάρχει στενότερη συγγένεια ἀπ᾿ αὐτή πού συνδέει τή γλώσσα μέ τό λόγο.
Ἐπίσης, γιά νά προβάλει τή χάρη τοῦ κηρύγματος· ὁ κατά Χριστόν διδάσκαλος εἶναι ἀνάγκη νά ἔχει γλώσσα ἁγιασμένη ἀπό τή θεία χάρη.
Γιατί ὅμως μέ πύρινες γλῶσσες;
Διότι τό ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ὁμοούσιο μέ τόν Πατέρα καί τόν Υἱό. Κι εἶναι πραγματικά ὁ Θεός μας φωτιά, «πῦρ καταναλίσκον» (Δε 4,24).
Ἀλλά καί ἐξαιτίας τῆς διπλῆς ἐνέργειας τοῦ ἀποστολικοῦ κηρύγματος· μπορεῖ νά εὐεργετεῖ καί συνάμα νά τιμωρεῖ. Ὅπως ἡ φωτιά ἔχει τήν ἰδιότητα καί νά φωτίζει καί νά καταφλέγει, ἔτσι καί ὁ λόγος τῆς κατά Χριστόν διδασκαλίας φωτίζει αὐτούς πού ὑπακοῦν, ἐνῶ παραδίδει σέ φωτιά καί αἰώνια κόλαση ὅσους ἀπειθοῦν.
Δέν εἶπε βέβαια «γλῶσσαι πυρός» ἀλλ᾿ «ὡσεί πυρός».
Δέν πρέπει νά θεωρηθεῖ ἡ φωτιά ἐκείνη αἰσθητή καί ὑλική, ἀλλά ὡς ἔνδειξη τῆς φανέρωσης τοῦ ἁγίου Πνεύματος.
Γιά ποιό λόγο, τέλος, φάνηκαν οἱ γλῶσσες νά μοιράζονται σ᾿ αὐτούς;
Ἐπειδή μόνο στόν Χριστό, πού ἦλθε κι αὐτός ἀπό τόν οὐρανό, δόθηκε δίχως μέτρο τό Πνεῦμα ἀπό τόν Πατέρα. Πραγματικά, Ἐκεῖνος καί μετά τήν ἐνανθρώπηση εἶχε ὁλόκληρη τή θεία δύναμη καί ἐνέργεια. Σέ κανέναν ἄλλο δέν μπορεῖ νά χωρέσει ὅλη ἡ χάρη τοῦ Πνεύματος. Διαφορετικά χαρίσματα μοιράζονται στόν καθένα, γιά νά μή θεωρήσει κανείς ὡς φύση τή χάρη πού δίνεται ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα στούς ἁγίους.
Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Εἰς τό ἅγιον Πνεῦμα 24· ΕΠΕ 10,106-108.
Μετάφραση Βασ. Τάτση
![]() …Θέλετε νά μάθετε ὅτι καί αὐτή ἡ σημερινή γιορτή μπορεῖ νά γίνεται κάθε μέρα ἤ μᾶλλον γιορτάζεται κάθε μέρα; Ἄς δοῦμε ποιά εἶναι ἡ αἰτία αὐτῆς τῆς γιορτῆς καί γιατί τή γιορτάζουμε. Γιατί ἦρθε σέ μᾶς τό Πνεῦμα. Ὅπως δηλαδή ὁ μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ εἶναι μαζί μέ τούς ἀνθρώπους, τούς πιστούς, ἔτσι καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ἀπό ποῦ τό καταλαβαίνουμε; «Ὅποιος μέ ἀγαπᾶ», λέει, «θά τηρήσει τίς ἐντολές μου κι ἐγώ θά παρακαλέσω τόν Πατέρα μου καί θά σᾶς δώσει ἄλλον Παράκλητο, γιά νά μείνει μαζί σας αἰώνια, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας». Ὅπως, λοιπόν, εἶπε γιά τόν ἑαυτό του ὅτι «Νά, ἐγώ εἶμαι μαζί σας ὅλες τίς μέρες μέχρι τή συντέλεια τοῦ αἰῶνος, καί μποροῦμε πάντοτε νά γιορτάζουμε τά Ἐπιφάνεια, ἔτσι καί γιά τό ἅγιο Πνεῦμα εἶπε ὅτι "αἰώνια εἶναι μαζί σας" καί μποροῦμε πάντοτε νά γιορτάζουμε Πεντηκοστή»… Γιορτή δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά εὐφροσύνη. Καί εὐφροσύνη πνευματική καί τοῦ νοῦ δέν προκαλεῖ τίποτε ἄλλο παρά ἡ συνείδηση πράξεων ἀγαθῶν. Κι ὅποιος ἔχει ἀγαθή συνείδηση καί τέτοιες πράξεις μπορεῖ πάντοτε νά γιορτάζει. Παλιές καί νέες εὐλογίες Θἄθελα νά ἀφιερώσω σ’ αὐτό ὅλη τήν ὁμιλία. Γιατί ἐκεῖνοι πού μετά ἀπό καιρό βάζουν κάποιους στό χέρι, δέν τούς ἀφήνουν εὔκολα. Ἐπειδή, λοιπόν, κι ἐμεῖς σᾶς πιάσαμε στά δίκτυα μας, ἐσᾶς πού ἤρθατε μετά ἀπό καιρό, δέν θέλουμε νά σᾶς ἀφήσουμε σήμερα. Ἀλλά γιά νά μή φύγετε χωρίς ν’ ἀκούσετε τίποτε γιά τή γιορτή, πρέπει μετά τήν παραίνεση αὐτή νά στρέψω τό λόγο στήν αἰτία τῆς γιορτῆς. Πολλές φορές βέβαια κατέβηκαν ἀπό τόν οὐρανό στή γῆ πολλά ἀγαθά γιά τούς ἀνθρώπους, ἀλλά σάν τά σημερινά ποτέ προηγουμένως δέν κατέβηκαν. Ἀκοῦστε, λοιπόν, ποιά ἦταν τά προηγούμενα καί ποιά τά σημερινά, γιά νά δεῖτε καί τή διαφορά τῶν δύο. Ἔβρεξε ὁ Θεός μάννα στή γῆ καί ψωμί τοῦ οὐρανοῦ τούς ἔδωσε. Ψωμί τῶν ἀγγέλων, λοιπόν, ἔφαγε ὁ ἄνθρωπος. Μεγάλο ἔργο πράγματι κι ἀντάξιο τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ. Μετά ἀπό ἐκεῖνο, κατέβηκε φωτιά καί διόρθωσε τόν ἰουδαϊκό λαό, πού ἦταν στήν πλάνη, κι ἅρπαξε τή θυσία ἀπό τό βωμό. Κατέβηκε πάλι βροχή, ὅταν ἔλειωναν ὅλοι ἀπό τήν πεῖνα καί προκάλεσε πολύ καλή σοδειά. Μεγάλα τοῦτα καί θαυμαστά. Ἀλλά τά σημερινά εἶναι πολύ μεγαλύτερα. Γιατί σήμερα δέν κατέβηκε μάννα καί φωτιά καί βροχή, ἀλλά βροχή χαρισμάτων πνευματικῶν. Κατέβηκαν ἀπό τόν οὐρανό νιφάδες οἱ ὁποῖες δέν διεγείρουν τή γῆ σέ καρποφορία, ἀλλά πείθουν τή φύση τῶν ἀνθρώπων νά ἀποδώσει τόν καρπό τῆς ἀρετῆς στόν Γεωργό τῶν ἀνθρώπων. Κι ὅσοι δέχθηκαν μιά σταγόνα ἀπό ἐκεῖ, ἀμέσως ξέχασαν τή φύση τους· καί ξαφνικά γέμισε ἀγγέλους ὅλη ἡ γῆ· ἀγγέλους, ὄχι ἐπουράνιους, ἀλλά πού ἔδειχναν τήν ἀρετή τῶν ἀσωμάτων δυνάμεων στό ἀνθρώπινο σῶμα. Δέν κατέβηκαν βέβαια ἐκεῖνοι κάτω, ἀλλά αὐτό πού ἦταν πιό θαυμαστό, οἱ κάτω ἀνέβηκαν πρός τήν ἀρετή ἐκείνων. Δέν πέταξαν τή σάρκα οὔτε περιφέρονταν μέ γυμνές τίς ψυχές, ἀλλά παραμένοντας στή φύση τους ἔγιναν ἄγγελοι κατά τήν προαίρεση. Βροχή χαρισμάτων
Καί γιά νά μάθεις ὅτι οὔτε ἡ προηγούμενη τιμωρία ἦταν τιμωρία, ὅταν εἶπε ὅτι «γῆ εἶσαι καί στή γῆ θά ἀπέλθεις», γι’ αὐτό σ’ ἄφησε νά μένεις στή γῆ, γιά νά δειχθεῖ περισσότερο ἡ δύναμη τοῦ Πνεύματος, πού μέ χωματένιο σῶμα κάνει τόσο μεγάλα ἔργα. Μποροῦσες νά δεῖς γλῶσσα πήλινη νά προστάζει τούς δαίμονες· μποροῦσες νά δεῖς χέρι πήλινο νά θεραπεύει νοσήματα. Μᾶλλον, ὄχι μόνο πήλινο χέρι μποροῦσες νά δεῖς ἀλλά κάτι πολύ πιό θαυμαστό, σκιές πηλίνων σωμάτων νά νικοῦν καί τόν θάνατο καί τίς ἀσώματες δυνάμεις, ἐννοῶ τούς δαίμονες. Κι ὅπως, μόλις φανεῖ ὁ ἥλιος κατατροπώνεται τό σκοτάδι, χώνονται στίς φωλιές τους τά θηρία, φονιάδες καί ληστές καί τυμβωρύχοι τρέχουν στίς κορυφές τῶν βουνῶν, ἔτσι μόλις ἐμφανίστηκε ὁ Πέτρος καί μίλησε, κατατροπώθηκε τό σκότος τῆς πλάνης, ἀνεχώρησε ὁ διάβολος, δραπέτευσαν οἱ δαίμονες, ἐξαφανίστηκαν οἱ σωματικές ἀρρώστιες, θεραπεύτηκαν νοσήματα ψυχῶν, καταδιώχθηκε κάθε κακία, ἡ ἀρετή ἐπέστρεψε πάλι στή γῆ. Κι ὅπως ἀπό βασιλικό θησαυροφυλάκιο, πού ἔχει χρυσάφι καί πολύτιμους λίθους, κι ἄν ἕνα μικρό θησαυρό μπορέσει νά βγάλει κάποιος, κι ἕνα μόνο λίθο, κάνει πολύ πλούσιο τόν κάτοχό του, ἔτσι ἔγινε καί μ’ ὅσα ἔβγαιναν ἀπό τά στόματα τῶν ἀποστόλων. Γιατί ἦταν βασιλικά θησαυροφυλάκια τά στόματά τους, πού εἶχαν μέσα ἀποθηκευμένη θεραπευτική δύναμη. Ὅ,τι δέν μποροῦσε νά κάνει χρυσός, οὔτε πολύτιμος λίθος, αὐτό ἔκαναν τά λόγια τοῦ Πέτρου. Πόσα τάλαντα χρυσάφι θά μποροῦσαν νά ἀνορθώσουν τόν ἐκ γενετῆς χωλό; Ἀλλά ὁ λόγος τοῦ Πέτρου εἶχε τή δύναμη νά ἐξαφανίσει αὐτή τή φυσική ἀναπηρία. Πράγματι, ἦταν ἐκεῖνοι γιατροί τῆς οἰκουμένης καί γεωργοί καί κυβερνῆται. Γιατροί μέν, γιατί θεράπευαν ἀσθένειες· γεωργοί, γιατί ἔσπερναν τό λόγο τῆς εὐσέβειας· κυβερνῆται, γιατί ἔπαυσαν τήν ταραχή τῆς πλάνης… Δῶρο τῆς καταλλαγῆς μέ τόν Πατέρα Πράγματι ἡ φύση μας πρίν ἀπό δέκα ἡμέρες ἀνέβηκε στό βασιλικό θρόνο καί τό Πνεῦμα τό ἅγιο κατέβηκε σήμερα στή φύση μας. Ἀνέβασε ὁ Κύριος τή δική μας ἀπαρχή καί κατέβασε τό Πνεῦμα τό ἅγιο... Καί γιά νά μήν ἀμφιβάλλει κανείς καί ἀπορεῖ τί ἔκανε ἄραγε ὁ Χριστός ὅταν ἀνέβηκε· ἄραγε συμφιλίωσε τόν Πατέρα; Ἄραγε τόν ἔκανε εὐμενῆ; Θέλοντας νά μᾶς δείξει ὅτι τόν συμφιλίωσε μέ ἐμᾶς, μᾶς ἔστειλε ἀμέσως τά δῶρα τῆς συμφιλιώσεως. Διότι, ὅταν οἱ ἐχθροί ἑνώνονται καί συμφιλιώνονται μεταξύ τους, μετά τή συμφιλίωση ἀμέσως ἀκολουθοῦν εὐχές, δεξιώσεις καί δῶρα. Στείλαμε, λοιπόν, ἐμεῖς πίστη καί πήραμε ἀπό ἐκεῖ χαρίσματα. Στείλαμε ὑπακοή καί πήραμε δικαίωση. Ἰω. Χρυσοστόμου
Εἰς τήν Πεντηκοστήν, Λόγος Α’ PG 50, 454-456 |
|
Μέ τήν ἰδιαίτερη μέριμνά της γιά τούς κεκοιμημένους ἡ ἁγία Ἐκκλησία μας ἔχει καθορίσει ξεχωριστή ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος γι' αὐτούς, τό Σάββατο. Εἶναι ἡ ἡμέρα τῶν κεκοιμημένων, γιά νά τούς μνημονεύουμε καί νά ἔχουμε κοινωνία μαζί τους. Σέ ἐτήσια βάση ἡ Ἐκκλησία ἔχει καθορίσει δύο Σάββατα, τά ὁποῖα ἀφιερώνει στούς κεκοιμημένους της. Εἶναι τά μεγάλα Ψυχοσάββατα: τό ἕνα πρίν ἀπό τήν Κυριακή τῆς Ἀπόκρεω καί τό ἄλλο πρίν ἀπό τήν Κυριακή τῆς Πεντηκοστῆς. Μέ τό δεύτερο διατρανώνεται ἡ πίστη μας γιά τήν καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας τήν ἵδρυση καί τά γενέθλια γιορτάζουμε κατά τήν Πεντηκοστή. Μέσα στή μία Ἐκκλησία περιλαμβάνεται ἡ στρατευομένη ἐδῶ στή γῆ καί ἡ θριαμβεύουσα στούς οὐρανούς.
Κατά τά δύο μεγάλα Ψυχοσάββατα ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ σέ μία παγκόσμια ἀνάμνηση «πάντων τῶν ἀπ' αἰῶνος κοιμηθέντων εὐσεβῶς ἐπ' ἐλπίδι ἀναστάσεως ζωῆς αἰωνίου». Μνημονεύει:
* Ὅλους ἐκείνους πού ὑπέστησαν «ἄωρον θάνατον», σέ ξένη γῆ καί χώρα, σέ στεριά καί σέ θάλασσα.
* Ἐκείνους πού πέθαναν ἀπό λοιμική ἀσθένεια, σέ πολέμους, σέ παγετούς, σέ σεισμούς καί θεομηνίες.
* Ὅσους κάηκαν ἤ χάθηκαν.
* Ἐκείνους πού ἦταν φτωχοί καί ἄποροι, καί δέν φρόντισε κανείς νά τούς τιμήσει μέ τίς ἀνάλογες Ἀκολουθίες καί τά Μνημόσυνα.
Ὁ Θεός δέν περιορίζεται ἀπό τόπο καί χρόνο. Γι' Αὐτόν εἶναι γνωστά καί συνεχῶς παρόντα ὄχι μόνον ὅσα ἐμεῖς ἀντιλαμβανόμαστε στό παρόν, ἀλλά καί τά παρελθόντα καί τά μέλλοντα. Τό διατυπώνει λυρικότατα μία προσευχή τῆς Ἀκολουθίας τῆς θείας Μεταλήψεως, πού ἀποδίδεται στόν ἅγιο Ἰωάννη Δαμασκηνό ἤ στόν ἅγιο Συμεών τόν νέο θεολόγο: «Ἐπί τό βιβλίον δέ σου καί τά μήπω πεπραγμένα γεγραμμένα σοι τυγχάνει».
Ὁ Θεός ἔχει γραμμένες στό βιβλίο τῆς ἀγάπης του καί τίς πράξεις πού θά γίνουν στό μέλλον, ἄρα καί τίς προσευχές πού ἀναπέμπουμε τώρα γιά πρόσωπα πού ἔζησαν στό παρελθόν. Ὡς αἰώνιος κάι πανταχοῦ παρών ὁ πανάγαθος Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός ἀγκαλιάζει μέ τή θεία του πρόνοια τό ἄπειρο σύμπαν καί τούς ἀτέρμονες αἰῶνες. Ὅλους τούς ἀνθρώπους πού ἔζησαν, ζοῦν καί θά ζήσουν τούς νοιάζεται ἡ ἀγάπη του· «ἡ γάρ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ συνέχει ἡμᾶς» (Β΄ Κο 5,14).
Μέ αὐτήν τήν πίστη ἀναθέτουμε στήν ἀγάπη καί στήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ «ἑαυτούς καί ἀλλήλους», τούς ζωντανούς ἀλλά καί τούς κεκοιμημένους μας.
Στεργίου Σάκκου, Οἱ νεκροί μας δέν χάθηκαν, 149-152