ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ
Γιά ποιό λόγο ἐμφανίσθηκε ὁ Παράκλητος μέ τό σχῆμα τῶν γλωσσῶν;
Γιά νά φανερώσει τήν ὑποστατική του ἕνωση μέ τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ· δέν ὑπάρχει στενότερη συγγένεια ἀπ᾿ αὐτή πού συνδέει τή γλώσσα μέ τό λόγο.
Ἐπίσης, γιά νά προβάλει τή χάρη τοῦ κηρύγματος· ὁ κατά Χριστόν διδάσκαλος εἶναι ἀνάγκη νά ἔχει γλώσσα ἁγιασμένη ἀπό τή θεία χάρη.
Γιατί ὅμως μέ πύρινες γλῶσσες;
Διότι τό ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ὁμοούσιο μέ τόν Πατέρα καί τόν Υἱό. Κι εἶναι πραγματικά ὁ Θεός μας φωτιά, «πῦρ καταναλίσκον» (Δε 4,24).
Ἀλλά καί ἐξαιτίας τῆς διπλῆς ἐνέργειας τοῦ ἀποστολικοῦ κηρύγματος· μπορεῖ νά εὐεργετεῖ καί συνάμα νά τιμωρεῖ. Ὅπως ἡ φωτιά ἔχει τήν ἰδιότητα καί νά φωτίζει καί νά καταφλέγει, ἔτσι καί ὁ λόγος τῆς κατά Χριστόν διδασκαλίας φωτίζει αὐτούς πού ὑπακοῦν, ἐνῶ παραδίδει σέ φωτιά καί αἰώνια κόλαση ὅσους ἀπειθοῦν.
Δέν εἶπε βέβαια «γλῶσσαι πυρός» ἀλλ᾿ «ὡσεί πυρός».
Δέν πρέπει νά θεωρηθεῖ ἡ φωτιά ἐκείνη αἰσθητή καί ὑλική, ἀλλά ὡς ἔνδειξη τῆς φανέρωσης τοῦ ἁγίου Πνεύματος.
Γιά ποιό λόγο, τέλος, φάνηκαν οἱ γλῶσσες νά μοιράζονται σ᾿ αὐτούς;
Ἐπειδή μόνο στόν Χριστό, πού ἦλθε κι αὐτός ἀπό τόν οὐρανό, δόθηκε δίχως μέτρο τό Πνεῦμα ἀπό τόν Πατέρα. Πραγματικά, Ἐκεῖνος καί μετά τήν ἐνανθρώπηση εἶχε ὁλόκληρη τή θεία δύναμη καί ἐνέργεια. Σέ κανέναν ἄλλο δέν μπορεῖ νά χωρέσει ὅλη ἡ χάρη τοῦ Πνεύματος. Διαφορετικά χαρίσματα μοιράζονται στόν καθένα, γιά νά μή θεωρήσει κανείς ὡς φύση τή χάρη πού δίνεται ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα στούς ἁγίους.
Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Εἰς τό ἅγιον Πνεῦμα 24· ΕΠΕ 10,106-108.
Μετάφραση Βασ. Τάτση
Κάθε μέρα
…Θέλετε νά μάθετε ὅτι καί αὐτή ἡ σημερινή γιορτή μπορεῖ νά γίνεται κάθε μέρα ἤ μᾶλλον γιορτάζεται κάθε μέρα; Ἄς δοῦμε ποιά εἶναι ἡ αἰτία αὐτῆς τῆς γιορτῆς καί γιατί τή γιορτάζουμε. Γιατί ἦρθε σέ μᾶς τό Πνεῦμα. Ὅπως δηλαδή ὁ μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ εἶναι μαζί μέ τούς ἀνθρώπους, τούς πιστούς, ἔτσι καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ἀπό ποῦ τό καταλαβαίνουμε; «Ὅποιος μέ ἀγαπᾶ», λέει, «θά τηρήσει τίς ἐντολές μου κι ἐγώ θά παρακαλέσω τόν Πατέρα μου καί θά σᾶς δώσει ἄλλον Παράκλητο, γιά νά μείνει μαζί σας αἰώνια, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας». Ὅπως, λοιπόν, εἶπε γιά τόν ἑαυτό του ὅτι «Νά, ἐγώ εἶμαι μαζί σας ὅλες τίς μέρες μέχρι τή συντέλεια τοῦ αἰῶνος, καί μποροῦμε πάντοτε νά γιορτάζουμε τά Ἐπιφάνεια, ἔτσι καί γιά τό ἅγιο Πνεῦμα εἶπε ὅτι "αἰώνια εἶναι μαζί σας" καί μποροῦμε πάντοτε νά γιορτάζουμε Πεντηκοστή»… Γιορτή δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά εὐφροσύνη. Καί εὐφροσύνη πνευματική καί τοῦ νοῦ δέν προκαλεῖ τίποτε ἄλλο παρά ἡ συνείδηση πράξεων ἀγαθῶν. Κι ὅποιος ἔχει ἀγαθή συνείδηση καί τέτοιες πράξεις μπορεῖ πάντοτε νά γιορτάζει. Παλιές καί νέες εὐλογίες Θἄθελα νά ἀφιερώσω σ’ αὐτό ὅλη τήν ὁμιλία. Γιατί ἐκεῖνοι πού μετά ἀπό καιρό βάζουν κάποιους στό χέρι, δέν τούς ἀφήνουν εὔκολα. Ἐπειδή, λοιπόν, κι ἐμεῖς σᾶς πιάσαμε στά δίκτυα μας, ἐσᾶς πού ἤρθατε μετά ἀπό καιρό, δέν θέλουμε νά σᾶς ἀφήσουμε σήμερα. Ἀλλά γιά νά μή φύγετε χωρίς ν’ ἀκούσετε τίποτε γιά τή γιορτή, πρέπει μετά τήν παραίνεση αὐτή νά στρέψω τό λόγο στήν αἰτία τῆς γιορτῆς. Πολλές φορές βέβαια κατέβηκαν ἀπό τόν οὐρανό στή γῆ πολλά ἀγαθά γιά τούς ἀνθρώπους, ἀλλά σάν τά σημερινά ποτέ προηγουμένως δέν κατέβηκαν. Ἀκοῦστε, λοιπόν, ποιά ἦταν τά προηγούμενα καί ποιά τά σημερινά, γιά νά δεῖτε καί τή διαφορά τῶν δύο. Ἔβρεξε ὁ Θεός μάννα στή γῆ καί ψωμί τοῦ οὐρανοῦ τούς ἔδωσε. Ψωμί τῶν ἀγγέλων, λοιπόν, ἔφαγε ὁ ἄνθρωπος. Μεγάλο ἔργο πράγματι κι ἀντάξιο τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ. Μετά ἀπό ἐκεῖνο, κατέβηκε φωτιά καί διόρθωσε τόν ἰουδαϊκό λαό, πού ἦταν στήν πλάνη, κι ἅρπαξε τή θυσία ἀπό τό βωμό. Κατέβηκε πάλι βροχή, ὅταν ἔλειωναν ὅλοι ἀπό τήν πεῖνα καί προκάλεσε πολύ καλή σοδειά. Μεγάλα τοῦτα καί θαυμαστά. Ἀλλά τά σημερινά εἶναι πολύ μεγαλύτερα. Γιατί σήμερα δέν κατέβηκε μάννα καί φωτιά καί βροχή, ἀλλά βροχή χαρισμάτων πνευματικῶν. Κατέβηκαν ἀπό τόν οὐρανό νιφάδες οἱ ὁποῖες δέν διεγείρουν τή γῆ σέ καρποφορία, ἀλλά πείθουν τή φύση τῶν ἀνθρώπων νά ἀποδώσει τόν καρπό τῆς ἀρετῆς στόν Γεωργό τῶν ἀνθρώπων. Κι ὅσοι δέχθηκαν μιά σταγόνα ἀπό ἐκεῖ, ἀμέσως ξέχασαν τή φύση τους· καί ξαφνικά γέμισε ἀγγέλους ὅλη ἡ γῆ· ἀγγέλους, ὄχι ἐπουράνιους, ἀλλά πού ἔδειχναν τήν ἀρετή τῶν ἀσωμάτων δυνάμεων στό ἀνθρώπινο σῶμα. Δέν κατέβηκαν βέβαια ἐκεῖνοι κάτω, ἀλλά αὐτό πού ἦταν πιό θαυμαστό, οἱ κάτω ἀνέβηκαν πρός τήν ἀρετή ἐκείνων. Δέν πέταξαν τή σάρκα οὔτε περιφέρονταν μέ γυμνές τίς ψυχές, ἀλλά παραμένοντας στή φύση τους ἔγιναν ἄγγελοι κατά τήν προαίρεση. Βροχή χαρισμάτων
Καί γιά νά μάθεις ὅτι οὔτε ἡ προηγούμενη τιμωρία ἦταν τιμωρία, ὅταν εἶπε ὅτι «γῆ εἶσαι καί στή γῆ θά ἀπέλθεις», γι’ αὐτό σ’ ἄφησε νά μένεις στή γῆ, γιά νά δειχθεῖ περισσότερο ἡ δύναμη τοῦ Πνεύματος, πού μέ χωματένιο σῶμα κάνει τόσο μεγάλα ἔργα. Μποροῦσες νά δεῖς γλῶσσα πήλινη νά προστάζει τούς δαίμονες· μποροῦσες νά δεῖς χέρι πήλινο νά θεραπεύει νοσήματα. Μᾶλλον, ὄχι μόνο πήλινο χέρι μποροῦσες νά δεῖς ἀλλά κάτι πολύ πιό θαυμαστό, σκιές πηλίνων σωμάτων νά νικοῦν καί τόν θάνατο καί τίς ἀσώματες δυνάμεις, ἐννοῶ τούς δαίμονες. Κι ὅπως, μόλις φανεῖ ὁ ἥλιος κατατροπώνεται τό σκοτάδι, χώνονται στίς φωλιές τους τά θηρία, φονιάδες καί ληστές καί τυμβωρύχοι τρέχουν στίς κορυφές τῶν βουνῶν, ἔτσι μόλις ἐμφανίστηκε ὁ Πέτρος καί μίλησε, κατατροπώθηκε τό σκότος τῆς πλάνης, ἀνεχώρησε ὁ διάβολος, δραπέτευσαν οἱ δαίμονες, ἐξαφανίστηκαν οἱ σωματικές ἀρρώστιες, θεραπεύτηκαν νοσήματα ψυχῶν, καταδιώχθηκε κάθε κακία, ἡ ἀρετή ἐπέστρεψε πάλι στή γῆ. Κι ὅπως ἀπό βασιλικό θησαυροφυλάκιο, πού ἔχει χρυσάφι καί πολύτιμους λίθους, κι ἄν ἕνα μικρό θησαυρό μπορέσει νά βγάλει κάποιος, κι ἕνα μόνο λίθο, κάνει πολύ πλούσιο τόν κάτοχό του, ἔτσι ἔγινε καί μ’ ὅσα ἔβγαιναν ἀπό τά στόματα τῶν ἀποστόλων. Γιατί ἦταν βασιλικά θησαυροφυλάκια τά στόματά τους, πού εἶχαν μέσα ἀποθηκευμένη θεραπευτική δύναμη. Ὅ,τι δέν μποροῦσε νά κάνει χρυσός, οὔτε πολύτιμος λίθος, αὐτό ἔκαναν τά λόγια τοῦ Πέτρου. Πόσα τάλαντα χρυσάφι θά μποροῦσαν νά ἀνορθώσουν τόν ἐκ γενετῆς χωλό; Ἀλλά ὁ λόγος τοῦ Πέτρου εἶχε τή δύναμη νά ἐξαφανίσει αὐτή τή φυσική ἀναπηρία. Πράγματι, ἦταν ἐκεῖνοι γιατροί τῆς οἰκουμένης καί γεωργοί καί κυβερνῆται. Γιατροί μέν, γιατί θεράπευαν ἀσθένειες· γεωργοί, γιατί ἔσπερναν τό λόγο τῆς εὐσέβειας· κυβερνῆται, γιατί ἔπαυσαν τήν ταραχή τῆς πλάνης… Δῶρο τῆς καταλλαγῆς μέ τόν Πατέρα Πράγματι ἡ φύση μας πρίν ἀπό δέκα ἡμέρες ἀνέβηκε στό βασιλικό θρόνο καί τό Πνεῦμα τό ἅγιο κατέβηκε σήμερα στή φύση μας. Ἀνέβασε ὁ Κύριος τή δική μας ἀπαρχή καί κατέβασε τό Πνεῦμα τό ἅγιο... Καί γιά νά μήν ἀμφιβάλλει κανείς καί ἀπορεῖ τί ἔκανε ἄραγε ὁ Χριστός ὅταν ἀνέβηκε· ἄραγε συμφιλίωσε τόν Πατέρα; Ἄραγε τόν ἔκανε εὐμενῆ; Θέλοντας νά μᾶς δείξει ὅτι τόν συμφιλίωσε μέ ἐμᾶς, μᾶς ἔστειλε ἀμέσως τά δῶρα τῆς συμφιλιώσεως. Διότι, ὅταν οἱ ἐχθροί ἑνώνονται καί συμφιλιώνονται μεταξύ τους, μετά τή συμφιλίωση ἀμέσως ἀκολουθοῦν εὐχές, δεξιώσεις καί δῶρα. Στείλαμε, λοιπόν, ἐμεῖς πίστη καί πήραμε ἀπό ἐκεῖ χαρίσματα. Στείλαμε ὑπακοή καί πήραμε δικαίωση. Ἰω. Χρυσοστόμου
Εἰς τήν Πεντηκοστήν, Λόγος Α’ PG 50, 454-456 |
|
Μέ τήν ἰδιαίτερη μέριμνά της γιά τούς κεκοιμημένους ἡ ἁγία Ἐκκλησία μας ἔχει καθορίσει ξεχωριστή ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος γι' αὐτούς, τό Σάββατο. Εἶναι ἡ ἡμέρα τῶν κεκοιμημένων, γιά νά τούς μνημονεύουμε καί νά ἔχουμε κοινωνία μαζί τους. Σέ ἐτήσια βάση ἡ Ἐκκλησία ἔχει καθορίσει δύο Σάββατα, τά ὁποῖα ἀφιερώνει στούς κεκοιμημένους της. Εἶναι τά μεγάλα Ψυχοσάββατα: τό ἕνα πρίν ἀπό τήν Κυριακή τῆς Ἀπόκρεω καί τό ἄλλο πρίν ἀπό τήν Κυριακή τῆς Πεντηκοστῆς. Μέ τό δεύτερο διατρανώνεται ἡ πίστη μας γιά τήν καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας τήν ἵδρυση καί τά γενέθλια γιορτάζουμε κατά τήν Πεντηκοστή. Μέσα στή μία Ἐκκλησία περιλαμβάνεται ἡ στρατευομένη ἐδῶ στή γῆ καί ἡ θριαμβεύουσα στούς οὐρανούς.
Κατά τά δύο μεγάλα Ψυχοσάββατα ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ σέ μία παγκόσμια ἀνάμνηση «πάντων τῶν ἀπ' αἰῶνος κοιμηθέντων εὐσεβῶς ἐπ' ἐλπίδι ἀναστάσεως ζωῆς αἰωνίου». Μνημονεύει:
* Ὅλους ἐκείνους πού ὑπέστησαν «ἄωρον θάνατον», σέ ξένη γῆ καί χώρα, σέ στεριά καί σέ θάλασσα.
* Ἐκείνους πού πέθαναν ἀπό λοιμική ἀσθένεια, σέ πολέμους, σέ παγετούς, σέ σεισμούς καί θεομηνίες.
* Ὅσους κάηκαν ἤ χάθηκαν.
* Ἐκείνους πού ἦταν φτωχοί καί ἄποροι, καί δέν φρόντισε κανείς νά τούς τιμήσει μέ τίς ἀνάλογες Ἀκολουθίες καί τά Μνημόσυνα.
Ὁ Θεός δέν περιορίζεται ἀπό τόπο καί χρόνο. Γι' Αὐτόν εἶναι γνωστά καί συνεχῶς παρόντα ὄχι μόνον ὅσα ἐμεῖς ἀντιλαμβανόμαστε στό παρόν, ἀλλά καί τά παρελθόντα καί τά μέλλοντα. Τό διατυπώνει λυρικότατα μία προσευχή τῆς Ἀκολουθίας τῆς θείας Μεταλήψεως, πού ἀποδίδεται στόν ἅγιο Ἰωάννη Δαμασκηνό ἤ στόν ἅγιο Συμεών τόν νέο θεολόγο: «Ἐπί τό βιβλίον δέ σου καί τά μήπω πεπραγμένα γεγραμμένα σοι τυγχάνει».
Ὁ Θεός ἔχει γραμμένες στό βιβλίο τῆς ἀγάπης του καί τίς πράξεις πού θά γίνουν στό μέλλον, ἄρα καί τίς προσευχές πού ἀναπέμπουμε τώρα γιά πρόσωπα πού ἔζησαν στό παρελθόν. Ὡς αἰώνιος κάι πανταχοῦ παρών ὁ πανάγαθος Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός ἀγκαλιάζει μέ τή θεία του πρόνοια τό ἄπειρο σύμπαν καί τούς ἀτέρμονες αἰῶνες. Ὅλους τούς ἀνθρώπους πού ἔζησαν, ζοῦν καί θά ζήσουν τούς νοιάζεται ἡ ἀγάπη του· «ἡ γάρ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ συνέχει ἡμᾶς» (Β΄ Κο 5,14).
Μέ αὐτήν τήν πίστη ἀναθέτουμε στήν ἀγάπη καί στήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ «ἑαυτούς καί ἀλλήλους», τούς ζωντανούς ἀλλά καί τούς κεκοιμημένους μας.
Στεργίου Σάκκου, Οἱ νεκροί μας δέν χάθηκαν, 149-152
Στή μεγάλη αἴθουσα τῶν ἀνακτόρων μπῆκε ὁ Κωνσταντίνος μαζί μέ τή συνοδία του, πού δέν ἀποτελοῦνταν αὐτή τή φορά ἀπό τούς γνωστούς ὁπλίτες καί δορυφόρους, ἀλλά μόνο ἀπό πιστούς του φίλους. Ντυμένος τή λαμπρή χρυσοΰφαντη πορφύρα του, τή στολισμένη μέ τά πολύτιμα πετράδια, ἔμοιαζε, κατά τόν ἱστορικό Εὐσέβιο, μέ οὐράνιο ἄγγελο. Ὁ τρόπος πού βάδιζε, οἱ κινήσεις καί τό βλέμμα του φανέρωναν τήν εὐλάβεια τῆς ψυχῆς του καί τόν θεῖο φόβο πού εἶχε φυτεύσει βαθιά μέσα του ἡ ἁγία του μητέρα.
Κάθισε στόν μεγαλόπρεπο θρόνο του. Ὁ Εὐσέβιος Παμφίλου προσφώνησε τόν αὐτοκράτορα ἀναπέμποντας γι’ αὐτόν εὐχαριστήριο ὕμνο στόν Θεό. Ἀκολούθησε σιγή. Ὁ Κωνσταντίνος ἔπειτα πῆρε τό λόγο: «Εὐχαριστῶ τόν Θεό πού βλέπω τή σύναξή σας αὐτή, σεβάσμιοι ἀρχιερεῖς. Ξεπέρασε ὁ Κύριος κάθε προσδοκία μου, καθώς συγκέντρωσε στόν ἴδιο τόπο τόσους ἱερουργούς τῶν μυστηρίων του. Ἐπιθυμία μου εἶναι νά σᾶς δῶ ὁμόφρονες. Διότι θεωρῶ ὡς τό μεγαλύτερο κακό τίς διχοστασίες μέσα στήν Ἐκκλησία. Πολύ λυπήθηκε ἡ ψυχή μου, ὅταν πληροφορήθηκα ὅτι ὑπάρχει διαμάχη ἀνάμεσα στούς λειτουργούς τοῦ Θεοῦ, στούς ἀγγελιοφόρους τῆς εἰρήνης. Γι’ αὐτό, λοιπόν, σκέφτηκα νά συγκροτηθεῖ αὐτή ἡ ἱερή σύνοδος. Ὡς βασιλιάς καί σύνδουλός σας παρακαλῶ τόν Θεό νά μᾶς χαρίσει τή χάρη του, ὥστε τό τέλος νά εἶναι εἰρηνοφόρο. Ἄς μᾶς ἀξιώσει νά στήσουμε τό τρόπαιο αὐτό κατά τοῦ φθονεροῦ διαβόλου, ὁ ὁποῖος, μόλις καταλάγιασε ἡ θύελλα τῶν διωγμῶν, ξεσήκωσε ἐμφύλια ταραχή». Τέτοια περίπου εἶπε ὁ βασιλιάς στή λατινική γλώσσα, καί κάποιος δίπλα του διερμήνευε.
Κλήθηκε, στή συνέχεια, ὁ Ἄρειος -ὁ ἱερέας πού διάλεξε γιά τόν ἑαυτό του τό ρόλο τοῦ Ἰούδα- σέ ἀπολογία. Ψηλός καί σοβαρός, ἐπιβαλλόταν πάντοτε μέ τήν ἱεροπρεπῆ του παρουσία. Ὁ λόγος του, γεμάτος παλμό καί μουσικότητα, ἠλέκτριζε καί σαγήνευε τά πλήθη. Εἶχε ἤδη παρασύρει πολλούς ἀπό τούς κύκλους κυρίως τῶν ὑψηλῶν κοινωνικῶν στρωμάτων. Εἶχε κάνει ὀπαδούς του, ἐπίσης, πολλά ἀπό τά ταραχοποιά στοιχεῖα τοῦ λιμανιοῦ τῆς Ἀλεξάνδρειας. Κατόρθωσε ἀκόμη νά προσελκύσει καί ἑπτακόσιες παρθένες ἀφιερωμένες στό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας καί πολλούς ἀπό τούς ἐπισκόπους τῆς Ἀνατολῆς!
Δέν μπόρεσε, ὡστόσο, νά πλανέψει τήν ἱερή σύναξη τῶν Πατέρων. Αὐτοί ἔφεραν πάνω τους ὄχι μόνο τά σημάδια ἀπό τό πέρασμα τοῦ χρόνου, ἀλλά καί τά «στίγματα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ» (Γα 6, 17). Ἔφεραν στό ἴδιο τους τό σῶμα τά σημάδια ἀπό τά βασανιστήρια πού ὑπέμειναν κατά τόν τελευταῖο φοβερό διωγμό. Αὐτοί δέν ἄντεχαν ν’ ἀκοῦν τίς βλασφήμιες τοῦ Ἀρείου γιά τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου· ὅτι δέν εἶναι Θεός ἀληθινός ἀλλά κτίσμα, καί «ἦν ποτε ὅτε οὐκ ἦν»...
Ἡ ἀλήθεια, ἐξάλλου, καθαρή καί κρυστάλλινη ἔλαμψε κατά τή Σύνοδο. Διατυπώθηκε μέ ἀκρίβεια ἀπό τόν νεαρό διάκονο μέ τό μικρό ἀνάστημα καί τό μεγαλοφυές πνεῦμα, μέ τό ἀσκητικό σῶμα καί τήν πύρινη καρδιά. Ὁ Ἀθανάσιος μέ σοφία καί χάρη ἀντιπαρέθεσε στήν πομπώδη καί ἀόριστη φρασεολογία τοῦ Ἀρείου τόν θεόπνευστο λόγο τῆς ἁγίας Γραφῆς. Μίλησε μέ τόση σαφήνεια καί μέ τέτοια ψυχραιμία, ὥστε δέν ἔμεινε κανένα σημεῖο σκοτεινό. Μπροστά στά μάτια ὅλων ἡ αἵρεση τοῦ Ἀρειανισμοῦ σωριάστηκε.
«... ὁ δέ παράνομος Ἰούδας οὐκ ἠβουλήθη συνιέναι». Ὁ Ἄρειος ὅμως ἔμεινε ἀμετάπειστος. Ἡ Σύνοδος ἀναγκάστηκε νά τόν ἀναθεματίσει καί καταδίκασε ἐπίσημα τά συγγράμματά του. Προχώρησε, ἐπίσης, στή διατύπωση τοῦ «Συμβόλου τῆς Νικαίας».
Τό «Σύμβολο τῆς Νικαίας» ἔγινε στή συνέχεια τό λάβαρο στούς ἀγῶνες τοῦ Μ. Ἀθανασίου. Μά τοῦ στοίχισε πολύ ἀκριβά: συκοφαντίες, διώξεις, ἐξορίες... Γιά τήν ἑδραίωση τῆς ἀλήθειας ὑπέμεινε κινδύνους, ταλαιπωρίες, πίκρα καί πόνο. Ὑπερασπίστηκε, ὡστόσο, τίς ἀποφάσεις τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου μέ ἄκαμπτο σθένος καί ἀμείωτο ζῆλο, ἀσυμβίβαστος σέ ὅ,τι ἀφορᾶ στά δόγματα τῆς πίστεως! Καί κράτησε καί μᾶς παρέδωσε ἀλώβητη τήν Ὀρθοδοξία.
Συμπληρωμένο ἀπό τή Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τό «Σύμβολο τῆς Νικαίας» ἔμεινε στήν Ἐκκλησία ὡς τό «Σύμβολο τῆς πίστεως» ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων.
Πηγές
Εὐσεβίου Καισαρείας, Εἰς τόν βίον Κωνσταντίνου τοῦ βασιλέως 3,10-13· ΡG 20,1064-1069.
Σωκράτους, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 1,8-9· ΡG 67,60-100.
Σωζομενοῦ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 1,17-21· ΡG 67,912-924.
Ἡ ἀποστολική τακτική
Ἡ ἕκτη Κυριακή μετά τό Πάσχα, δηλαδή ἡ πρό τῆς Πεντηκοστῆς, εἶναι ἀφιερωμένη στούς 318 ἁγίους πατέρες τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πού ἔγινε στή Νίκαια τό 325 μ.Χ. Τό σκοπό καί τή θέση τῆς ἑορτῆς ἀμέσως μετά τήν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου ἐξηγεῖ ὁ συναξαριστής, ὡς ἑξῆς· Οἱ πατέρες ὁμολόγησαν τόν Κύριο, ὁ ὁποῖος ὡς «τέλειος Θεός καί ἄνθρωπος ἀνελήφθη», «ὁμοούσιον καί ὁμότιμον τῷ Πατρί». Γι’ αὐτό τό λόγο ἡ ἑορτή θεσπίστηκε νά ἑορτάζεται μετά τήν Ἀνάληψη «ὡσανεί τόν σύλλογον τῶν τοσούτων πατέρων προβιβάζοντες, τοῦτον, δή τόν ἐν σαρκί ἀναληφθέντα Θεόν ἀληθινόν καί ἐν σαρκί τέλειον ἄνθρωπον ἀνακηρυττόντων».
Ἡ ἑορτή τῶν Ἁγίων Πατέρων σκοπό ἔχει ὄχι μόνο νά τιμήσει καί νά δοξάσει τούς Πατέρες γιά τό ὄντως ὑψηλό καί μεγάλο ἔργο τους, ἀλλά νά περάσει τό μήνυμά τους στή δική μας ζωή. Ἡ μνήμη τους θά μᾶς βοηθήσει νά οἰκειωθοῦμε καί νά διατηρήσουμε τήν πίστη πού δογμάτισαν καί ὁμολόγησαν.
Πιό συγκεκριμένα, ἡ μνήμη τῶν πατέρων μᾶς καλεῖ νά μείνουμε ἀμίαντοι καί ἀμόλυντοι ἀπό τήν ἀκαθαρσία τῶν αἱρέσεων. Ἀκριβῶς γι’ αὐτό τό θέμα ὁ ὑμνογράφος βάζει μεσίτες πρός τόν Κύριο τούς ἴδιους τούς πατέρες καί παρακαλεῖ γιά λογαριασμό τοῦ πιστοῦ λαοῦ·
Ἀλλά δέν φθάνει μόνο νά κρατήσουμε τήν πίστη τῶν πατέρων. Εἶναι ἀνάγκη νά ἐκδηλώνεται ἡ ὀρθή πίστη μας στήν καθαρή ζωή μας· ἡ ὀρθοδοξία νά συνδυάζεται μέ τήν ὀρθοπραξία. Τό μήνυμα αὐτό διατυπώνεται σ’ ἕνα τροπάριο τῆς Λιτῆς, ὅπου ὁ ποιητής ἀπευθυνόμενος πρός τούς πατέρες παρακαλεῖ·
Οἱ πατέρες πού κήρυξαν τόν Κύριον «ἄναρχον, ἄκτιστον, κτίστην τε τῶν ὅλων καί Θεόν, Πατρί συνάναρχον» γίνονται οἱ μεσίτες πού θά τόν παρακαλέσουν νά διαλύσει τήν ἀχλύ τῶν παθῶν ἀπό τήν ψυχή τοῦ ποιητοῦ·
Ἔτσι δέν εἶναι ἀπόμακροι καί ξένοι γιά τόν πιστό, ἀλλά παρακολουθοῦν ἀπό κοντά τή ζωή του καί γίνονται κοινωνοί στά προβλήματά του.
Οἱ μυροφόρες στόν κενό τάφο
Τό γεγονός τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ἀναφέρεται ἀπό ὅλους τούς εὐαγγελιστές. Ἀποτελεῖ τόν πυρήνα τῶν Εὐαγγελίων, τό περιεχόμενο τοῦ ἀποστολικοῦ κηρύγματος, τήν βάση τῆς πίστεώς μας, τήν πηγή τῆς δικαιώσεως, τοῦ ἁγιασμοῦ καί τῆς δόξας μας, τό θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας. Δέν περιορίζεται μόνο στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἀνάσταση. Εἶναι γεγονός κοσμοϊστορικό, τό πιό σπουδαῖο καί λαμπρό γεγονός πού σημάδεψε τήν παγκόσμια ἱστορία. Τό φῶς της καταυγάζει ὅλη τήν οἰκουμένη καί ἡ προσφορά της δέν ἱκανοποιεῖ μόνο τίς προσδοκίες τοῦ πιστοῦ, ἀλλά στοχεύει στήν ψυχή τοῦ κάθε ἀνθρώπου, διότι κάθε ἄνθρωπος -πιστός ἤ ἄπιστος- δέν παύει νά πεινᾶ καί νά διψᾶ γιά τό αἰώνιο.
Βέβαια, σέ κανένα βιβλίο ἤ χωρίο τῆς Καινῆς Διαθήκης δέν περιγράφεται πῶς ἔγινε ἡ ἀνάσταση οὔτε παραδίδεται ἡ ἀκριβής ὥρα της, διότι κανείς δέν εἶδε τόν Κύριο τήν ὥρα πού ζωντανός ἔβγαινε ἀπό τόν τάφο. Μόνο τά ἀπόκρυφα προσφέρουν τέτοιες πληροφορίες, πού ἀποβλέπουν στήν ἱκανοποίηση τῆς νοσηρῆς ἀνθρώπινης περιέργειας. Οἱ εὐαγγελιστές μέ ἱστορική ἀκρίβεια, μέ ἀπόλυτη εἰλικρίνεια καί ἐκφραστική εὐκρίνεια διηγοῦνται μόνο ὅ,τι εἶδαν καί ἔζησαν (βλ. Α´ Ἰω 1,1). Τεκμηριώνουν τήν ἀνάσταση ἐξιστορώντας ἕνα πλῆθος ἐμφανίσεων, μέ τίς ὁποῖες ὁ ἀναστημένος Κύριος διέλυσε τίς ἀμφιβολίες τῶν ἀνθρώπων, τούς ἔπεισε ὅτι ἀναστήθηκε καί τούς κατέστησε μάρτυρες τῆς ἀναστάσεώς του. Εἶναι δέ ἀξιοσημείωτο ὅτι παρόλο πού πολλές φορές ὁ Κύριος εἶχε προαναγγείλει τήν ἀνάστασή του, κανείς ἀπό τούς μαθητές του δέν περίμενε ὅτι θά ἀναστηθεῖ.
Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς ὁλοκληρώνοντας τήν γραπτή κατήχησή του (βλ. Λκ 1,4), στό 24ο κεφάλαιο περιγράφει πῶς τό μνῆμα ὅπου εἶχε ταφεῖ ὁ Ἰησοῦς βρέθηκε κενό. Ἀναφέρει κάποιες ἀπό τίς ἐμφανίσεις τοῦ ἀναστημένου Κυρίου καί κλείνει μέ τήν ἐμφάνιση κατά τήν ὁποία ἀφοῦ εὐλόγησε τούς μαθητές, ἀνελήφθη ἔνδοξος στούς οὐρανούς μπροστά στά ἔκπληκτα μάτια τους.
24,1. Τῇ δὲ μιᾷ τῶν σαββάτων ὄρθρου βαθέος φέρουσαι ἃ ἡτοίμασαν ἀρώματα, καί τινες σὺν αὐταῖς.
Ἀπό τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, τήν ὁποία -σύμφωνα μέ τόν Νόμο (βλ. Ἔξ 20,10)- ἰδιαίτερα τιμοῦσαν οἱ Ἰουδαῖοι, ὀνόμασαν «Σάββατα» καί ὅλη τήν ἑβδομάδα (πρβλ. Μθ 28,1· Μρ 16,2.9· Λκ 18,12· Πρξ 20,7· Α´ Κο 16,2). «Μία τῶν σαββάτων» λεγόταν ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδας, αὐτή πού προηγεῖται τῆς Δευτέρας. Ἀργότερα οἱ χριστιανοί τήν ὀνόμασαν «Κυριακή», διότι κατά τήν ἡμέρα αὐτή πραγματοποιήθηκε ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Ὁ σύνδεσμος δὲ συνδέει ἄμεσα τόν στίχο μέ τόν προηγούμενο «τὸ μὲν σάββατον ἡσύχασαν» (23,56).
Τηρώντας τήν ἀργία τοῦ Σαββάτου οἱ «γυναῖκες» (23,55) δέν μπόρεσαν νά πᾶνε στόν τάφο τοῦ Ἰησοῦ τήν ἑπομένη τῆς ταφῆς του. Τῇ δὲ μιᾷ τῶν σαββάτων, τήν Κυριακή ὅμως, ὄρθρου βαθέος, νωρίς τά ξημερώματα, μόλις ἄρχισε νά χαράζει (βλ. Μθ 28,1), ἦλθον ἐπὶ τὸ μνῆμα,ἦρθαν στόν τάφο τοῦ Ἰησοῦ φέρνοντας μύρα, γιά νά ἐκτελέσουν τά νεκρικά ἔθιμα καί νά ἐκδηλώσουν ἔτσι στόν ἀγαπημένο νεκρό τόν βαθύτατο σεβασμό καί τήν ἀπέραντη ἀγάπη τους. Στίς 16 τοῦ ἑβραϊκοῦ μήνα Νισάν, δηλαδή ἀρχές Ἀπριλίου, ὁ ἥλιος στήν Παλαιστίνη ἀνατέλλει γύρω στίς 5.30´ τό πρωί. Οἱ μυροφόρες ξεκίνησαν πρίν ἀπό τήν ὥρα αὐτή, ὅταν τό σκοτάδι δέν εἶχε διαλυθεῖ ἐντελῶς ἀκόμη (βλ. Ἰω 20,1). Τό μνῆμα βρισκόταν ἔξω ἀπό τήν πόλη κοντά στό σημεῖο τῆς σταυρώσεως (βλ. Ἰω 19,41) καί χρειαζόταν κάποιος χρόνος γιά νά φθάσουν ὥς ἐκεῖ. Ἔφθασαν, λοιπόν, μετά τήν ἀνατολή· «ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου» (Μρ 16,2).
Μαζί μέ τίς γυναῖκες πού εἶχαν παρευρεθεῖ στήν ταφή τοῦ Κυρίου ἦλθαν στό μνῆμα ὡς μυροφόρες καί τινες σὺν αὐταῖς, καί κάποιες ἄλλες μαθήτριες.
24,2. Εὗρον δὲ τὸν λίθον ἀποκεκυλισμένον ἀπὸ τοῦ μνημείου.
Ἄν καί ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς δέν κατέγραψε ὅτι τό στόμιο τοῦ μνήματος τοῦ Ἰησοῦ εἶχε καλυφθεῖ μέ λίθο, θεωρεῖ δεδομένη τήν παρουσία του, ὅπως διηγοῦνται οἱ ἄλλοι εὐαγγελιστές (βλ. Μθ 27,60· Μρ 15,46). Ἦταν γνωστό, ἐξάλλου, ὅτι μέ λίθο ἔκλειναν ὅλους τούς λαξευτούς τάφους (πρβλ. Ἰω 11,38). Ὁ λίθος πού ἔκλεινε τόν τάφο τοῦ Ἰησοῦ ἦταν «μέγας σφόδρα» (βλ. Μρ 16,4) καί ἀσήκωτος. Μόνο κυλιόμενος θά μποροῦσε νά παραμερισθεῖ, ὅπως φανερώνει τό γεγονός ὅτι οἱ γυναῖκες εὗρον τὸν λίθον ἀποκεκυλισμένον, τόν βρῆκαν ἀποκυλισμένο (πρβλ. Μθ 28,2· Μρ 16,4), καθώς καί ὅτι κατά τήν διαδρομή οἱ μυροφόρες ἀναρωτιόνταν ποιός θά «ἀποκυλίσει τὸν λίθον» (Μρ 16,3), ὥστε νά μπορέσουν νά μποῦν μέσα στό μνῆμα γιά νά ἀλείψουν μέ τά μύρα τους τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Εἶναι ἀξιοπρόσεκτο ὅτι δέν προβληματίζονται γιά τήν φρουρά τῶν στρατιωτῶν, προφανῶς διότι δέν γνώριζαν τήν ὕπαρξή της, ἀφοῦ αὐτές εἶχαν παρακολουθήσει μόνο τήν ταφή καί τό κλείσιμο τοῦ τάφου μέ τόν λίθο (βλ. Μθ 27,60-61· Μρ 15,46-47· Λκ 23,56).
Σύμφωνα μέ τήν διήγηση τοῦ εὐαγγελιστῆ Ματθαίου μετά τήν ταφή τοῦ Κυρίου τά μέλη τοῦ Μεγάλου Συνεδρίου, ἀφοῦ συνεννοήθηκαν μέ τόν Πιλᾶτο, τοποθέτησαν στόν τάφο τοῦ Ἰησοῦ τήν κουστωδία τῶν στρατιωτῶν γιά νά φυλάγει τόν τάφο ἀπό τούς μαθητές τοῦ Κυρίου καί σφράγισαν τόν λίθο τοῦ τάφου μέ κέρινες σφραγίδες, ὥστε νά μή μποροῦν νά τόν ἀνοίξουν οὔτε οἱ στρατιῶτες (βλ. Μθ 27,66). Τό πότε ἀκριβῶς ἔγινε ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου δέν ἀναφέρεται ἀπό τούς εὐαγγελιστές. Ὁ Κύριος πέθανε ἐπάνω στόν σταυρό στίς 3.00 περίπου τό ἀπόγευμα τῆς Παρασκευῆς. Ἐκπληρώνοντας τίς προφητεῖες γιά τήν τριήμερη κάθοδό του στόν ἅδη (βλ. Ἰω 2,19-22) ἔμεινε στόν τάφο τρεῖς ἡμέρες, ὄχι τρία ὁλόκληρα εἰκοσιτετράωρα. Σύμφωνα μέ τά δεδομένα τῆς εὐαγγελικῆς ἱστορίας, παρέμεινε ἐνταφιασμένος μέρος τῆς Παρασκευῆς, τό Σάββατο καί μέρος τῆς Κυριακῆς. Ἡ ἀνάστασή του ὑποθέτουμε ὅτι ἔγινε τά χαράματα τῆς Κυριακῆς, κατά τήν 4η φυλακή τῆς νύχτας -μεταξύ 3.00-6.00 π.μ.-, λίγο πρίν τόν ἐρχομό τῶν πρώτων μυροφόρων στόν τάφο.
Ὁ Κύριος ἀναστήθηκε καί βγῆκε ἀπό τόν τάφο ἀόρατα, χωρίς νά ἀνοίξει τήν πλάκα ἤ νά καταστρέψει τά νήματα τῶν σφραγίδων τοῦ τάφου. Οἱ στρατιῶτες πού τόν φρουροῦσαν δέν ἀντιλήφθηκαν ποιά ὥρα ὁ Ἰησοῦς ἀναστήθηκε· γιά ἕνα διάστημα φύλαγαν ἄδειο τάφο! Αὐτό ἐννοεῖται σαφῶς στίς εὐαγγελικές διηγήσεις καί ἐκφράζεται ἑρμηνευτικά σέ λόγους καί ἐκκλησιαστικούς ὕμνους: «Φυλάξας τὰ σήμαντρα (=τίς σφραγίδες) σῷα, Χριστέ, ἐξηγέρθης τοῦ τάφου, ὁ τὰς κλεῖς τῆς παρθένου μὴ λυμηνάμενος ἐν τῷ τόκῳ σου». Ἡ εἰκόνα ἡ ὁποία παριστάνει τόν Χριστό νά ἐκτινάσσεται σάν πύραυλος ἀπό τόν τάφο μέ λάβαρα στά χέρια εἶναι δυτικῆς προελεύσεως καί ἔγινε γνωστή στόν ὀρθόδοξο χῶρο τά τελευταῖα χρόνια. Πρίν ἀπό τό ξημέρωμα τῆς Κυριακῆς ἔγινε σεισμός, ἄγγελος Κυρίου κύλησε τόν λίθο καί κάθισε ἐπάνω σ’ αὐτόν. Ὁ σεισμός καί ἡ θέα τοῦ ἀγγέλου φόβισαν τούς στρατιῶτες πού φρουροῦσαν τό μνῆμα. Καθώς εἶδαν καί τό ἐσωτερικό τοῦ τάφου ἄδειο, ἔτρεξαν νά ἀναφέρουν τό παράδοξο γεγονός στούς ἀρχιερεῖς. Ἔτσι ἐξασφαλίσθηκε καί ἡ μαρτυρία τῶν στρατιωτῶν τῆς φρουρᾶς, οἱ ὁποῖοι εἶχαν λάβει ἐντολή νά φυλάγουν τό μνῆμα μέχρι καί τήν τρίτη ἡμέρα ἀπό τόν θάνατο τοῦ Ἰησοῦ (βλ. Μθ 27,64). Ὅταν, λοιπόν, ἔφθασαν στό μνῆμα οἱ γυναῖκες τό βρῆκαν ἀφρούρητο καί τήν εἴσοδό του ἐλεύθερη (βλ. Μθ 28,2-6.11).
24,3. καὶ εἰσελθοῦσαι οὐχ εὗρον τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.
Ἀφοῦ ὁ τάφος εἶναι πλέον ἀνοιχτός οἱ μυροφόρες μπαίνουν μέσα -στούς θολωτούς τάφους αὐτό εἶναι δυνατόν- καί εἰσελθοῦσαι, ὅταν μπῆκαν ἔμειναν ἔκπληκτες, διότι οὐχ εὗρον τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, δέν βρῆκαν τό νεκρό σῶμα τοῦ Κυρίου. Γι’ αὐτό τόν σκοπό, γιά νά λάβουν προσωπική ἀπόδειξη οἱ γυναῖκες, κύλησε τόν λίθο ὁ ἄγγελος καί ἄφησε ἐλεύθερη τήν εἴσοδο.
Ἀξίζει νά σημειωθεῖ ὅτι μετά τήν ἀνάσταση ὁ εὐαγγελιστής ὀνομάζει τόν Ἰησοῦ Κύριο, διότι ἡ ἀνάσταση βεβαιώνει πλέον τήν θεότητά του. Στό βιβλίο τῶν Πράξεων καί στίς ἐπιστολές ἀπαντᾶ συχνά ἡ συνεκφορά «Κύριος Ἰησοῦς».
24,4. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ διαπορεῖσθαι αὐτὰς περὶ τούτου καὶ ἰδοὺ ἄνδρες δύο ἐπέστησαν αὐταῖς ἐν ἐσθήσεσιν ἀστραπτούσαις.
Οἱ μυροφόρες ἦταν παροῦσες στόν ἐνταφιασμό τοῦ Ἰησοῦ καί εἶδαν μέ τά μάτια τους ὅτι τοποθετήθηκε στό μνῆμα. Δέν μποροῦν νά ἐξηγήσουν πῶς τώρα ἀπουσιάζει τό νεκρό σῶμα. Δέν περίμεναν βέβαια ὅτι θά ἀναστηθεῖ ὁ Διδάσκαλός τους· γι’ αὐτό, ἄλλωστε, ἦλθαν νά ἀλείψουν μέ μύρα τό σῶμα του. Ὁ ἄδειος τάφος καί ἡ ἀπουσία τοῦ νεκροῦ θά ἔπρεπε νά τούς ὑπενθυμίσουν τήν πρόρρηση τοῦ Διδασκάλου τους γιά τήν ἀνάσταση (βλ. 18,33). Ἐντούτοις, αὐτές ἐντελῶς ἀνυποψίαστες καταλαμβάνονται ἀπό μεγάλη ἀπορία -ἡ πρόθεση «διά» στό διαπορεῖσθαι ἐπιτείνει τήν ἔννοια τοῦ ρήματος- καί δέν ξέρουν πῶς νά ἑρμηνεύσουν τό γεγονός. Μένουν ἐμβρόντητες, διότι οὔτε κἄν περνᾶ ἀπό τήν σκέψη τους τό ἐνδεχόμενο τῆς ἀναστάσεως.
Σ’ αὐτή τήν κατάσταση, λοιπόν, ἰδοὺ ἄνδρες δύο ἐπέστησαν αὐταῖς ἐν ἐσθήσεσιν ἀστραπτούσαις, βλέπουν νά παρουσιάζονται μπροστά τους δύο ἄνδρες μέ ἀπαστράπτουσα ἐνδυμασία. Τόσο ἡ ξαφνική ἐμφάνιση, τήν ὁποία δηλώνει τό ἰδού, ὅσο καί ἡ ἀστραφτερή ἐνδυμασία τῶν λαμπροφορεμένων ἀνδρῶν (πρβλ. Πρξ 1,10· 10,30) φανερώνουν τήν ταυτότητά τους. Εἶναι ἄγγελοι! Ἡ λαμπρότητα εἶναι σύμβολο τῆς καθαρότητος πού διακρίνει τήν ἀγγελική φύση καί τῆς ἱλαρότητος καί τῆς γιορτινῆς χαρᾶς πού ἀποπνέει ἡ ἀνάσταση. Ἡ παρουσία τῶν ἀγγέλων ἐπιβραβεύει τήν ἀγάπη τῶν μαθητριῶν πρός τόν Χριστό καί τόν ζῆλο τους νά τοῦ προσφέρουν τίς νεκρικές τιμές.
Δέν γνωρίζουμε τόν ἀκριβῆ ἀριθμό τῶν ἀγγέλων πού παρουσιάσθηκαν στό κενό μνῆμα. Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος διηγεῖται γιά ἕναν ἄγγελο πού κύλησε τόν λίθο καί κάθισε ἐπάνω σ’ αὐτόν, στήν εἴσοδο τοῦ τάφου (βλ. 28,2), ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος γιά ἕναν ἄγγελο τόν ὁποῖο συνάντησαν οἱ μυροφόρες μέσα στό μνῆμα, στά δεξιά τοῦ τάφου (βλ. 16,5-7), ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης ἀναφέρεται σέ δύο ἀγγέλους, τούς ὁποίους εἶδε ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή μέσα στόν τάφο, ἕναν πρός τήν θέση ὅπου εἶχαν τοποθετήσει τό κεφάλι τοῦ Κυρίου καί ἄλλον πρός τήν θέση τῶν ποδιῶν του (βλ. 20,12). Οἱ ἄγγελοι ἴσως ἦταν πολλοί ἤ μόνο δύο, πού μετακινοῦνταν, καί οἱ μυροφόρες τούς συνάντησαν σέ διάφορα σημεῖα.
24,5. Ἐμφόβων δὲ γενομένων αὐτῶν καὶ κλινουσῶν τὸ πρόσωπον εἰς τὴν γῆν εἶπον πρὸς αὐτάς· τί ζητεῖτε τὸν ζῶντα μετὰ τῶν νεκρῶν;
Ὅπως συμβαίνει σέ κάθε ἐνατένιση τοῦ ὑπερφυσικοῦ, οἱ ψυχές τῶν μαθητριῶν καταλαμβάνονται ἀπό φόβο στήν θέα τῶν ἀγγέλων (πρβλ. 1,12). Ἐμφόβων δὲ γενομένων αὐτῶν, κι ἐνῶ εἶναι γεμάτες φόβο, καὶ κλινουσῶν τὸ πρόσωπον εἰς τὴν γῆν καί σκύβουν τό πρόσωπό τους στό ἔδαφος μέ δέος καί σεβασμό, διότι δέν τολμοῦν ἀλλά οὔτε καί μποροῦν νά ἀντικρύσουν τά ἀπαστράπτοντα αὐτά ὄντα, ἀκοῦν τήν ἀγγελική φωνή νά τούς ρωτᾶ: τί ζητεῖτε τὸν ζῶντα μετὰ τῶν νεκρῶν; γιατί ζητᾶτε ἀνάμεσα στούς νεκρούς αὐτόν πού εἶναι ἤδη ζωντανός, ἀφοῦ ἀναστήθηκε;
Ἡ ἐρώτηση τοῦ ἀγγέλου ἐμπεριέχει καί κάποια ἐπίπληξη. Θά ἔπρεπε οἱ μαθήτριες τοῦ Ἰησοῦ νά ἔχουν ἀντιληφθεῖ τήν θεϊκή ὑπόστασή του, νά πιστεύουν στήν δύναμή του ἀλλά καί στήν ἐκπλήρωση τῆς προρρήσεως τῆς ἀναστάσεώς του. Αὐτές, ἀντίθετα, ἀναζητοῦν τόν Ἰησοῦ στόν τάφο, φρονώντας ὅτι βρίσκεται στήν κατάσταση τῶν νεκρῶν. Λησμόνησαν ὅτι Αὐτός διαβεβαίωσε ὅτι εἶναι ἡ ἴδια ἡ ζωή (βλ. Ἰω 11,25· 14,6). Γεύθηκε τόν θάνατο ἀλλά τόν θανάτωσε καί χάρισε στήν ἀνθρωπότητα τήν ἀθανασία.
24,6. Οὐκ ἔστιν ὧδε, ἀλλ’ ἠγέρθη· μνήσθητε ὡς ἐλάλησεν ὑμῖν ἔτι ὢν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ.
Οἱ ἄγγελοι λύνουν τήν ἀπορία τῶν μαθητριῶν: Ὁ Ἰησοῦς οὐκ ἔστιν ὧδε, δέν βρίσκεται στό μνῆμα, ἀλλ’ ἠγέρθη, ἀναστήθηκε! Καί γιά νά γίνουν πιστευτά τά λόγια τους, οἱ ἄγγελοι ὑπενθυμίζουν στίς μυροφόρες ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἐλάλησεν ὑμῖν τούς εἶχε μιλήσει γιά τήν Ἀνάστασή του, ἔτι ὢν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ, ὅταν ἦταν ἀκόμη στήν Γαλιλαία (βλ. Μθ 16,21· 17,23· Μρ 9,31· Λκ 9,22. 44).
Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς δέν καταγράφει τήν ἀγγελία τοῦ ἀγγέλου ὅτι ὁ Ἰησοῦς «προάγει» τούς μαθητές «εἰς τὴν Γαλιλαίαν» (Μθ 28,10· Μρ 16,7), ἐπειδή ἀκριβῶς στό Εὐαγγέλιό του δέν μνημονεύει καμία ἀπό τίς ἐμφανίσεις τοῦ Κυρίου στήν Γαλιλαία.
24,7. λέγων ὅτι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου παραδοθῆναι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων ἁμαρτωλῶν καὶ σταυρωθῆναι, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστῆναι.
Τά λόγια μέ τά ὁποῖα ὁ Κύριος προεῖπε τήν σύλληψη, τήν σταύρωση καί τήν ἀνάστασή του ἐπαναλαμβάνουν οἱ ἄγγελοι μέ μία προσθήκη. Προσθέτουν τόν χαρακτηρισμό ἁμαρτωλῶν γιά τούς σταυρωτές. Προφανῶς ὑπονοοῦν τόν Πιλᾶτο καί τούς ρωμαίους στρατιῶτες, διότι «ἁμαρτωλοί» στήν ἰουδαϊκή γλῶσσα χαρακτηρίζονταν οἱ ἐθνικοί.
24,8. Καὶ ἐμνήσθησαν τῶν ῥημάτων αὐτοῦ.
Ἡ σχεδόν κατά λέξη ἐπανάληψη τῆς προρρήσεως τοῦ Κυρίου ἀπό τούς ἀγγέλους τήν ἐπαναφέρει στήν μνήμη τῶν γυναικῶν, καὶ ἐμνήσθησαν τῶν ῥημάτων αὐτοῦ. Ἐντούτοις, τό γεγονός τῆς ἀναστάσεως εἶναι τόσο συγκλονιστικό, ὥστε ἀδυνατοῦν νά τό πιστέψουν. Ποτέ δέν κατανόησαν, ἐξάλλου, τίς προρρήσεις τοῦ Διδασκάλου τους γιά τόν θάνατο καί τήν ἀνάστασή του. Τίς ἐκλάμβαναν ὡς παραβολικές ἐκφράσεις τῆς ἀτίμωσης καί τῆς μελλοντικῆς δόξας τοῦ Ἰσραήλ. Οἱ ἐλπίδες πού ἔτρεφαν γιά τόν Μεσσία, οἱ προσδοκίες τους γιά τήν ἔνδοξη ἐπίγεια βασιλεία του καί τήν συντριπτική ἥττα τῶν ἐχθρῶν του, δέν τούς ἐπέτρεπαν οὔτε σωστά νά ἑρμηνεύσουν αὐτούς τούς λόγους οὔτε νά τούς διατηρήσουν στήν μνήμη τους. Ἀλλά καί τά τελευταῖα γεγονότα, ἡ σύλληψη καί σταύρωση τοῦ Διδασκάλου τους, πού διέψευσαν τόσο τραγικά τίς προσδοκίες τους, συσκότισαν τήν μνήμη τους ὥστε νά μή θυμοῦνται ὅσα εἶχαν ἀκούσει.
Βέβαια, τούς λόγους τοῦ Κυρίου γιά τό Πάθος του, τούς ὁποίους οἱ ἄγγελοι θυμίζουν στίς μυροφόρες, Ἐκεῖνος τούς εἶχε ἀπευθύνει «τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ» (Μθ 16,21· πρβλ. Μρ 9,31· Λκ 9,22.44· 18,32-33). Τό ὅτι οἱ γυναῖκες ἐμνήσθησαν δείχνει εἴτε ὅτι αὐτοί οἱ λόγοι τοῦ Ἰησοῦ συζητοῦνταν ἰδιαιτέρως ἀπό τούς μαθητές καί ἔτσι ἔγιναν γνωστοί καί στόν κύκλο τῶν μαθητριῶν, εἴτε -τό πιθανώτερο- ὅτι στόν ὅρο «μαθηταί» πού χρησιμοποιοῦν οἱ εὐαγγελιστές περιλαμβάνονται καί οἱ μαθήτριες.
24,9. καὶ ὑποστρέψασαι ἀπὸ τοῦ μνημείου ἀπήγγειλαν ταῦτα πάντα τοῖς ἕνδεκα καὶ πᾶσι τοῖς λοιποῖς.
Οἱ μυροφόρες φεύγοντας ἀπό τό κενό μνῆμα ἔχουν ἀνάμεικτα συναισθήματα «φόβου καὶ χαρᾶς μεγάλης» (Μθ 28,8). Δέν τολμοῦν νά ποῦν τίποτε σέ κανέναν (βλ. Μρ 16,8), παρά μόνο στούς μαθητές (βλ. Μθ 28,9). Τίς καθηλώνει ὁ φόβος τῶν ἰουδαίων ἀρχόντων, πού γιά νά ἐξαλείψουν τήν φήμη τῆς ἀνάστασης δέν θά δίσταζαν ἀκόμη καί στόν φόνο νά φθάσουν. Ἡ ἐπίσημη οὐράνια μαρτυρία τῶν ἀγγέλων ὅτι ἀναστήθηκε ὁ Χριστός δέν πείθει τίς γυναῖκες. Θά βεβαιωθοῦν μόνον ὅταν ἐμφανισθεῖ ἐνώπιόν τους ὁ ἴδιος ὁ Ἀναστημένος (βλ. Μθ 28,9-10).
Ὑποστρέψασαι ἀπὸ τοῦ μνημείου, ἐπιστρέφοντας μετά τήν συνάντησή τους μέ τόν Ἀναστημένο οἱ μαθήτριες, ἐνημερώνουν πλέον τούς συναθροισμένους μαθητές γιά ὅλα· γιά τό κενό μνῆμα, τά ὀθόνια, τό σουδάριον, τούς ἀγγέλους, γιά τό μήνυμα τοῦ Κυρίου πρός τούς μαθητές (βλ. Μθ 28,7.10· Μρ 16,7) καί κυρίως γιά τήν ἐμφάνιση τοῦ ἴδιου τοῦ Ἀναστημένου (Μθ 28,9). Ὅλα αὐτά τά θαυμαστά συμβάντα, τά καταθέτουν τοῖς ἕνδεκα ἀλλά καὶ πᾶσι τοῖς λοιποῖς· προφανῶς μαζί μέ τούς ἀποστόλους ἦταν ἴσως καί κάποιοι ἀπό τούς ἑβδομήκοντα ἤ ἀπό τόν εὐρύτερο κύκλο τῶν μαθητῶν, κάποιοι ἀπό ἐκείνους πού ἀποτέλεσαν τήν πρώτη χριστιανική κοινότητα (βλ. Πρξ 1,15).
Ἀπόστολοι τῶν ἀποστόλων καί εὐαγγελίστριες τῶν εὐαγγελιστῶν γίνονται οἱ γυναῖκες! Αὐτή τήν ἰδιαίτερη τιμή ἐπεφύλασσε ὁ Κύριος γιά τό γυναικεῖο γένος, τό ὁποῖο ἀτιμάσθηκε στόν παράδεισο μέ τήν ἀπάτη τοῦ ὄφεως (βλ. Γέ 3,1-7). Κι ἐνῶ τότε ἡ γυναίκα ἔγινε πρόξενος λύπης γιά τόν ἄνδρα, τώρα γίνεται γι’ αὐ- τόν ὁ ἀγγελιοφόρος τῆς χαρᾶς. «Ἔτσι ὅπως στήν ἀρχή ἡ γυναίκα ὑπῆρξε ὁ εἰσηγητής τῆς ἁμαρτίας καί ὁ ἄνδρας ὁ ἐκτελεστής τῆς πλάνης, τώρα αὐτή, πού πρίν ἀπό τόν ἄνδρα γεύθηκε τόν θάνατο, εἶδε πρώτη τήν ἀνάσταση. Πρώτη κατά σειρά στήν πτώση ἀλλά καί στήν λύτρωση. Αὐτή πού διοχέτευσε τήν πτώση στόν ἄνδρα, διοχέτευσε καί τήν χάρη. Ἐξισώνει τήν ταλαιπωρία τῆς παλιᾶς πτώσεως μέ τό κήρυγμα τῆς Ἀναστάσεως» .
24,10. Ἦσαν δὲ ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ Ἰωάννα καὶ Μαρία Ἰακώβου καὶ αἱ λοιπαὶ σὺν αὐταῖς, αἳ ἔλεγον πρὸς τοὺς ἀποστόλους ταῦτα.
Ἐπικυρώνοντας τήν μαρτυρία ὁ εὐαγγελιστής ἀναφέρει τρία ἀπό τά ὀνόματα τῶν μυροφόρων αἳ ἔλεγον πρὸς τοὺς ἀποστόλους ταῦτα, πού ἔφεραν τό μήνυμα τῆς ἀνάστασης στούς ἀποστόλους. Ἦταν ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία, πού εἶχε ἡγετική θέση στόν ὅμιλο τῶν μαθητριῶν τοῦ Κυρίου (βλ. 8,2-3) καί ἡ Ἰωάννα, ἡ «γυνή Χουζᾶ ἐπιτρόπου Ἡρῴδου» (Λκ 8,3), τήν ὁποία μόνον ὁ Λουκᾶς ἀναφέρει. Πιθανόν ὁ εὐαγγελιστής γνώριζε προσωπικά αὐτή τήν μαθήτρια τοῦ Ἰησοῦ καί ἀπό αὐτήν ἔμαθε κάποιες λεπτομέρειες, ὅπως π.χ. τό περιστατικό τῆς παραπομπῆς τοῦ Ἰησοῦ ἀπό τόν Πιλᾶτο στόν Ἡρώδη (βλ. Λκ 23,7-12). Ἡ τρίτη μυροφόρα, ἡ Μαρία Ἰακώβου ἦταν σύζυγος τοῦ Κλωπᾶ (Ἰω 19,25), ἀδελφοῦ τοῦ δικαίου Ἰωσήφ, δηλαδή «συνυφάδα» τῆς Παναγίας, καί μητέρα τοῦ Ἰωσῆ καί τοῦ Ἰακώβου τοῦ μικροῦ (βλ. Μθ 27,56. Πρβλ. Μρ 15,40.47).
Ἀπό τά ὀνόματα τῶν ἄλλων μυροφόρων, πού μνημονεύονται μέ τήν φράση καὶ αἱ λοιπαὶ σὺν αὐταῖς, καί οἱ ὑπόλοιπες τῆς συντροφιᾶς, ἡ διήγηση τοῦ εὐαγγελιστῆ Μάρκου ἀναφέρει τό ὄνομα τῆς Σαλώμης, τῆς μητέρας προφανῶς τοῦ Ἰακώβου καί τοῦ Ἰωάννη (βλ. Μρ 16,1).
24,11. Καὶ ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ λῆρος τὰ ῥήματα αὐτῶν, καὶ ἠπίστουν αὐταῖς.
Οἱ μαθητές ἀποδοκιμάζουν τήν εἴδηση τῆς ἀναστάσεως. Ἄν καί εἶχαν ἀπόλυτο σεβασμό καί ἐμπιστοσύνη στίς σεβάσμιες ἐκεῖνες γυναῖκες, δέν ἀποδέχονται αὐτά πού τούς εἶπαν, διότι τά λόγια τους ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ λῆρος, τούς φάνηκαν σάν ἀνόητη φλυαρία. Φαίνεται ὅτι οἱ μαθητές φοβήθηκαν μήπως οἱ γυναῖκες ἀπατήθηκαν ἀπό τήν ὑπερβολική ἀγάπη τους πρός τόν Χριστό καί ὅτι οἱ περιγραφές τους ἦταν ἀποκυήματα τῆς φαντασίας τους, γι’ αὐτό ἠπίστουν αὐταῖς, δέν τίς πίστευαν.
Ἀξιοπρόσεκτο εἶναι ὅτι κανείς ἀπό τούς μαθητές καί τίς μαθήτριες δέν πιστεύει στήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἄν δέν ἔχει προσωπική ἐμπειρία τοῦ γεγονότος, ἄν δέν δεῖ μέ τά μάτια του τόν ἀναστημένο. Κανείς δέν ἐμπιστεύεται τίς διαβεβαιώσεις τῶν ἄλλων ὅτι εἶδαν τόν ἀναστημένο Κύριο. Μετά ὅμως ἀπό τήν προσωπική συνάντηση μέ τόν Ἰησοῦ, ὄχι μόνο δέν ἀμφιβάλλει κανείς, ἀλλά οἱ περισσότεροι σφραγίζουν τήν κατάθεσή τους μέ τό ἴδιο τους τό αἷμα. Αὐτή ἡ ἐπιφυλακτικότητα τῶν μαθητῶν εἶναι ἰδιαίτερα εὐνοϊκή γιά τούς πιστούς τῶν μεταγενέστερων χρόνων. Ἀποτελεῖ ἀνά τούς αἰῶνες τήν πιό πειστική μαρτυρία ὅτι ἡ ἀνάσταση εἶναι ἱστορικό γεγονός, ἀληθινό καί ἀναμφισβήτητο.
Στά γεγονότα τῶν σεπτῶν παθῶν καί τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου συναντοῦμε συχνά τήν Μαρία Μαγδαληνή. Εἶναι μία ἀπό τίς μυροφόρες, ἡ πρώτη στήν ὁποία ἐμφανίσθηκε ὁ ἀναστημένος Κύριος. Ἀλλά ἡ γυναίκα αὐτή ἔχει πολύ παρεξηγηθεῖ ἀπό πολλούς, οἱ ὁποῖοι παραποίησαν καί κακοποίησαν φοβερά τήν προσωπικότητά της.
Γιά τό λόγο αὐτό δέν θά ’ταν, νομίζω, καθόλου ἄκαιρο καί ἀδιάφορο νά παρουσιάσω τό ἀληθινό πρόσωπο τῆς Μαρίας Μαγδαληνῆς, ἔτσι ὅπως αὐτό ἀναδύεται μέσα ἀπό τίς ἀναφορές τῆς Καινῆς Διαθήκης καί τήν παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας.
Κατ’ ἀρχήν ἡ παρανόηση τῆς Μαρίας Μαγδαληνῆς, ἀνάγεται σέ ἀρχαίους Λατίνους ἑρμηνευτές, οἱ ὁποῖοι ἔδωσαν τήν πρώτη ὕλη γιά εὐφάνταστα μυθολογήματα καί δημιουργήθηκε ἔτσι στή Δύση μία ἀπέραντη φιλολογία, πού ἀνθεῖ μέχρι σήμερα, ἡ λεγόμενη Μαγδαληνολογία. Σέ περιόδους παρακμῆς παρεισέφρησαν καί στό χῶρο τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς τά παραμύθια τῶν παπικῶν. Στήν ἐποχή μας δέ, ἔγιναν ὑποθέσεις μυθιστορημάτων καί κινηματογραφικῶν ἔργων καί διαδόθηκαν πλατιά στό λαό, μέ ἀποτέλεσμα σήμερα πολλοί ὀρθόδοξοι Χριστιανοί νά ἀγνοοῦν τήν ἀλήθεια γιά τό πρόσωπο τῆς σεμνῆς αὐτῆς μαθήτριας τοῦ Κυρίου καί νά συνδέουν τή Μαρία Μαγδαληνή μέ πράγματα ὄχι μόνο ἀνυπόστατα ἀλλά καί βλάσφημα.
Ποιά εἶναι, λοιπόν, πράγματι ἡ Μαρία Μαγδαληνή; Τό ὄνομα Μαγδαληνή δηλώνει ὅτι ἡ Μαρία καταγόταν ἀπό τά Μάγδαλα (Μθ 15,39), μία κωμόπολη τῆς Γαλιλαίας, τήν ὁποία οἱ ἑρμηνευτές τοποθετοῦν στά βόρεια τῆς λίμνης Τιβεριάδος, στήν περιοχή τῆς σημερινῆς Ἔλ Μεγντζίλ. Κακῶς οἱ Λατῖνοι,παρασυρμένοι προφανῶς ἀπό τό χαρακτηρισμό της ὡς μυροφόρου, τήν ταυτίζουν μέ τήν ἀνώνυμη πόρνη, πού μετανόησε καί μνημονεύεται ἀπό τόν εὐαγγελιστή Λουκᾶ (Λκ 7,37-50) ὅτι μύρωσε τόν Ἰησοῦ.
Μία ἄλλη γραφική πληροφορία γιά τή Μαρία Μαγδαληνή, πού διασώζεται ἀπό τούς εὐαγγελιστές Μᾶρκο καί Λουκᾶ, λέει ὅτι ἡ Μαρία ἦταν πρῶτα δαιμονιζόμενη καί εἶχε ἑπτά δαιμόνια, τήν θεράπευσε ὅμως ὁ Ἰησοῦς, καί μετά τή θεραπεία της ὑπονοεῖται ὅτι τόν ἀκολουθοῦσε καί τόν διακονοῦσε, μαζί μέ τίς ἄλλες μαθήτριές του. Καί αὐτή τήν εὐαγγελική πληροφορία τήν ἔχουν παραποιήσει οἱ Λατῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἑρμήνευσαν τά ἑπτά δαιμόνια ὡς ἑπτά θανάσιμα ἁμαρτήματα, ὅσα μετροῦν οἱ δυτικοί.
Συνολικά ἀναφέρεται στά εὐαγγέλια ἕνδεκα φορές, πάντοτε μέ τό ἐπίθετο Μαγδαληνή καί πάντοτε ἀπαριθμεῖται πρώτη, ὅπως ἀπό τούς μαθητές πρῶτος ἀριθμεῖται ὁ Πέτρος. Μόνο στό Ἰω 19,25 δέν ἔχει τήν πρώτη θέση ἡ Μαρία, διότι ἐκεῖ μνημονεύεται πρώτη ἡ Παναγία μητέρα τοῦ Κυρίου. Συγκεκριμένα ἀναφέρεται στή διακονία τοῦ κηρύγματος τοῦ Ἰησοῦ (Λκ 8,2), στό σταυρό (Μθ 27,56· Μρ 15,40· Ἰω 19,25), στήν ταφή (Μθ 27,61· Μρ 15,47), στήν ἀνάσταση (Μθ 28,1· Μρ 16,1.9· Λκ 24,10· Ἰω 20,1-18). Οἱ εὐαγγελιστές Ματθαῖος καί Λουκᾶς γράφουν ἁπλῶς ὅτι ἀπό τούς πρώτους εἶδε τόν ἀναστημένο Ἰησοῦ Χριστό, χωρίς νά διευκρινίζουν ἄν ἦταν μόνη ἤ μαζί μέ ἄλλους, ἐνῶ ὁ Μᾶρκος καί ὁ Ἰωάννης σημειώνουν ὅτι μόνη της ἡ Μαρία εἶδε πρώτη τήν ἀναστημένο Κύριο. Μάλιστα ὁ Ἰωάννης διηγεῖται λεπτομερῶς αὐτή τήν πρώτη ἐμφάνιση τοῦ Κυρίου.
Ἐκτός ἀπό τά στοιχεῖα αὐτά πού μᾶς παραδίδει ἡ Καινή Διαθήκη, γνωρίζουμε ἀπό τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως διασώζεται στήν ὕμνολογία της, ὅτι ἡ Μαρία Μαγδαληνή ἦταν παρθένος· «ὑπήντησας τῇ παρθένῳ δωρούμενος τήν ζωήν», ψάλλουμε στό ἀπολυτίκιο τοῦ πλάγιου β’ ἤχου. (Μόλις πού χρειάζεται νά ὑπενθυμίσω ὅτι παρθένος ἐδῶ δέν εἶναι ἡ Παναγία μας, ἀλλά ἡ Μαρία Μαγδαληνή). Ἡ πληροφορία αὐτή τῆς παραδόσεως συμβιβάζεται ἀκριβέστατα μέ τίς μαρτυρίες τῆς ἁγίας Γραφῆς, διότι ὅσο μέν ἦταν δαιμονιζόμενη δέν ἦταν ἔγγαμος οὔτε πόρνη (διαφορετικά θά τό σημείωνε ἡ Γραφή), ἀφ’ ὅτου δέ θεραπεύτηκε καί ἀκολούθησε πάραυτα τόν Ἰησοῦ, εἶναι φανερό καί φυσικό ὅτι δέν παντρεύτηκε. Ἐκτός αὐτοῦ ἡ παράδοση βασίζεται προφανῶς καί σέ μία ἀρχική καί ἀδιάκοπη ἱστορική πληροφορία ἐκτός Καινῆς Διαθήκης. Ὅτι ἦταν παρθένος ἡ Μαγδαληνή Μαρία ὑπάρχουν τόσα τεκμήρια ὅσα καί γιά τόν εὐαγγελιστή Ἰωάννη.
Ἕνα ἄλλο ἐπίσης παρεξηγημένο στοιχεῖο τῆς ταυτότητας τῆς Μαγδαληνῆς εἶναι ἡ ἡλικία της. Τά μυθιστορήματα καί οἱ κινηματογραφικές ταινίες τήν παρουσιάζουν σάν μία νεαρή, ὡραία καί προκλητική γυναίκα, περίπου 20-25 ἐτῶν καί πλάθουν ποικίλα ἀνόητα καί βρώμικα σενάρια, ὅπου ἡ ἀρρωστημένη φαντασία συναγωνίζεται τήν αἰσχρή καί λάγνα προαίρεση. Ἀλλά ὅλες αὐτές οἱ φαντασιώσεις καμία σχέση δέν ἔχουν μέ τήν ἀλήθεια. Βέβαια στά εὐαγγέλια δέν γίνεται λόγος γιά τήν ἡλικία τῆς Μαρίας Μαγδαληνῆς. Μπορεῖ ὅμως ὁ ἀναγνώστης μέ μία προσεκτική μελέτη νά συναγάγει ὅτι ἡ γυναίκα αὐτή ἦταν ἄνω τῶν 50-60 ἐτῶν. Τό συμπέρασμα αὐτό βγαίνει ἀβίαστα ἀπό τό γεγονός ὅτι πάντοτε ἡ Μαρία φαίνεται νά ἔχει τήν πρώτη θέση ἀνάμεσα στίς μαθήτριες τοῦ Κυρίου, οἱ ὁποῖες εἶχαν ἡλικία μητέρων σέ σχέση μέ τούς μαθητές, μία δέ ἀπό αὐτές, ἡ Σαλώμη, ἦταν μητέρα δύο μαθητῶν, τοῦ Ἰακώβου καί τοῦ Ἰωάννου. Ἄν, ὅπως εἶναι εὔλογο, ὑπολογίσουμε ὅτι οἱ μαθητές ἦταν περίπου 30-35 ἐτῶν, φυσικά ἡ ἡλικία τῆς Σαλώμης καί τῶν ἄλλων μαθητριῶν τοῦ Κυρίου θά ἦταν γύρω στά 50 μέ 60 χρόνια. Ἑπομένως ἡ Μαρία Μαγδαληνή, ἡ ὁποία άναφέρεται ὡς ἀρχηγός τοῦ ὁμίλου τῶν γυναικῶν πού ἀκολουθοῦσαν τόν Κύριο, δέν θά μποροῦσε νά εἶναι νεότερη· θά ἦταν καί αὐτή τουλάχιστον 50-60 ἐτῶν.
Μέ τά στοιχεῖα αὐτά, τεκμηριωμένα ἀπό τό λόγο τοῦ Θεοῦ καί βεβαιωμένα ἀπό τή μαρτυρία τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας του, μποροῦμε νά βλέπουμε στή Μαρία Μαγδαληνή τήν ὥριμη καί συνετή μαθήτρια τοῦ Κυρίου, πού εὐεργετημένη ἀπό τό Μεγάλο Διδάσκαλο ἀφοσιώθηκε στή διακονία τοῦ ἔργου του, μαζί μέ τίς ἄλλες εὐσεβεῖς γυναῖκες, ἀνάμεσα στίς ὁποῖες ἡ Μαρία κατέχει ἡγετική θέση. Ἀκολούθησε πιστά τόν Κύριο σέ ὅλες τίς φάσεις τῆς ζωῆς του καί ἀξιώθηκε πρώτη αὐτή νά τόν συναντήσει ἀναστημένο καί νά γίνει γιά τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὁ πρῶτος μάρτυρας τῆς Ἀναστάσεως.
Ἔνας σταθμός μέσα στό σχέδιο τῆς θείας Οἰκονομίας εἶναι ἡ εἰς ἅδου κάθοδος τοῦ Κυρίου. Τό γεγονός δέν ἀναφέρεται στίς εὐαγγελικές διηγήσεις, μνημονεύεται ὅμως ἀπό τόν ἀπόστολο Πέτρο· «Χριστός ἅπαξ περί ἁμαρτιῶν ἔπαθε, δίκαιος ὑπέρ ἀδίκων, ἵνα ἡμᾶς πρασαγάγῃ τῷ Θεῷ, θανατωθείς μέν σαρκί, ζωοποιηθείς δέ πνεύματι· ἐν ᾧ καί τοῖς ἐν φυλακῇ πνεύμασι πορευθείς ἐκήρυξεν…»(Α’ Πέ 3,18-19). Ὁ Ἰησοῦς ἦταν νεκρός ὡς πρός τό σῶμα του, τό πνεῦμα του ὅμως παρέμεινε ζωντανό, καί ὡς ζωντανό πνεῦμα πῆγε καί κήρυξε στά «ἐν φυλακῇ πνεύματα», δηλαδή στούς ἀπ’ αἰῶνος νεκρούς. Στό τροπάριο·
Μετά ψυχῆς ἐλθόντος σου ἐν τῇ κοιλίᾳ τῆς γῆς, ψυχάς ἅς περ ἐκέκτητο, ἐναπεδίδου ᾅδης σπουδῇ, βοώσας τῷ κράτει σου, ὠδήν χαριστήριον, μόνε Κύριε, εἶναι πολύ εὔστοχη ἡ ἑρμηνεία «μετά ψυχῆς», μέ τήν ὁποία ἀποδίδει ὁ ποιητής τό «πνεύματι» τοῦ ἀποστόλου. Κατά τήν ἀντίληψη τῆς Π. Διαθήκης ὁ ἅδης εἶναι ἡ χώρα τοῦ θανάτου. Ἡ πόρτα του, μέ τήν ὁποία ἐπικοινωνεῖ μέ τή γῆ, εἶναι ἀμπαρωμένη μέ «μοχλούς αἰωνίους». Αὐτοί εἶναι οἱ «αἰώνιοι κάτοχοι», πού κρατοῦν αἰώνια στόν ἅδη τούς ἀνθρώπους πού φτάνουν ἐκεῖ (Ἰν 2,7). Αὐτές τίς ἀντιλήψεις ἀπηχεῖ τό ἑπόμενο τροπάριο, τό ὁποῖο κατά λειτουργική ἀνάγκη, ὡς εἱρμός τῆς στ’ ὠδῆς, ἀναφέρεται στόν προφήτη Ἰωνᾶ. Κατῆλθες ἐν τοῖς κατωτάτοις τῆς γῆς καί συνέτριψας μοχλούς αἰωνίους, κατόχους πεπεδημένων, Χριστέ, καί τριήμερος, ὡς ἐκ κήτους Ἰωνᾶς, ἐξανέστης τοῦ τάφου. Παρουσιάζεται ἐπίσης ἐδῶ καί τό ἀποτέλεσμα τῆς καθόδου τοῦ Χριστοῦ στόν ἅδη, πού ἦταν ὅτι ἐξουθένωσε τόν ἅδη, διότι συνέτριψε τούς αἰωνίους μοχλούς του, οἱ ὁποῖοι κρατοῦσαν δεμένους τούς ἀπ’ αἰῶνος νεκρούς. Ὁ συναξαριστής τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα διευκρινίζει ὅτι δέν ἀπελευθέρωσε ὁ Κύριος ὅλους τούς νεκρούς, ἀλλά μόνο τούς ἁγίους, αὐτούς οἱ ὁποῖοι «πιστεῦσαι αὐτῷ ᾐρετίσαντο». Αὐτῶν τά αἰσθήματα ἀπεικονίζει πολύ παραστατικά τό τροπάριο· Τήν ἄμετρόν σου εὐσπλαγχνίαν οἱ ταῖς τοῦ ᾅδου σειραῖς συνεχόμενοι δεδορκότες πρός τό φῶς ἠπείγοντο, Χριστέ, ἀγαλλομένῳ ποδί, Πάσχα κροτοῦντες αἰώνιον. ************
Ἡ μύρωση τοῦ νεκροῦ ἦταν νεκρικό ἔθιμο, ἀντίστοιχο μέ τό σημερινό τρισάγιο. Τό ἔθιμο αὐτό ἐπέβαλλε ἡ κατασκευή τῶν τάφων καί ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἐνταφιάζονταν οἱ νεκροί. Συνήθιζαν δέ, κατά τόν συναξαριστή, νά πηγαίνουν οἱ ἄνθρωποι τόν ὄρθρο στά μνήματα τῶν προσφιλῶν νεκρῶν τους, γιά νά τούς κλάψουν καί νά τούς μυρώσουν. Ὁ ἐνταφιασμός καί ἡ μύρωση εἶχε γίνει βέβαια τήν Παρασκευή ἀπό τόν Νικόδημο καί τόν Ἰωσήφ. Οἱ γυναῖκες ἔρχονται γιά νά συμπληρώσουν καί νά προσφέρουν αὐτό πού δέν τούς ἐπέτρεψαν οἱ περιστάσεις νά κάνουν τήν ἡμέρα τῆς ταφῆς· «τό ἐλλεῖψαν διά τήν ἔπειξιν τοῦ καιροῦ τότε ἀναπληρῶσαι», ὅπως σημειώνει ὁ συναξαριστής. Στήν έθιμική αὐτή πράξη τῶν μυροφόρων ὁ ὑμνογράφος διακρίνει τήν ἀφοσίωσή τους στόν Χριστό. Ὅπως τόν ἀκολούθησαν στή ζωή, ἔτσι καί στό θάνατο δέν τόν ἐγκαταλείπουν, ἀλλά κινοῦνται μέ συμπάθεια· «Χριστοῦ φανέντος τοῖς ἴχνεσιν ἀκολουθοῦσαι σεμναί καί αὐτόν θεραπεύσουσαι γνώμης προθυμότατα, μυροφόροι, εὐθύτητι οὐδέ θανόντα τοῦτον ἐλίπετε· ἀλλ’ ἀπελθοῦσαι μύρα σύν δάκρυσιν ἀπεκομίσατε συμπαθῶς κινούμεναι…». Πρβλ. συναξάριο· «Ἀγάπην διαπύρως ἔχουσαι πρός Χριστόν, ὡς μαθήτριαι μύρα πολυτελῆ ὠνησάμεναι νυκτός παρεγένοντο». Ἡ ἀφοσίωση καί συμπάθειά τους ἐκφράζεται σέ ἀρκετά τροπάρια μέ τή σπουδή, ἡ ὁποία τίς χαρακτηρίζει στήν κίνησή τους πρός τόν τάφο. «Μετά φόβου ἦλθον αἱ γυναῖκες ἐπί τό μνῆμα ἀρώμασι τό σῶμά σου μυρίσαι σπουδάζουσαι». Στήν περιγραφή τῶν εὐαγγελιστῶν ἡ σπουδή αὐτή φαίνεται στό γεγονός ὅτι μετά τήν ὑποχρεωτική ἀργία τοῦ Σαββάτου ἔτρεξαν στό μνῆμα τά χαράματα τῆς ἑπομένης ἡμέρας, τῆς μιᾶς τῶν σαββάτων. Ὑπάρχει καί ἡ ἑρμηνεία ὅτι ἦλθαν ἀπό τόν ὄρθρο στόν τάφο «διά τόν τῶν Ἰουδαίων φόβον» (συναξάριο Κυριακῆς Μυροφόρων). Σέ πολλά τροπάρια γίνεται λόγος καί γιά δάκρυα τῶν μυροφόρων, ἐνῶ ἡ εὐαγγελική διήγηση δέν μνημονεύει κάτι τέτοιο. Μόνο ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης ἀναφέρει ὅτι «Μαρία δέ εἰστήκει πρός τῷ μνημείῳ κλαίουσα ἔξω» (Ἰω 20,11). Οἱ ὑμνογράφοι φαίνεται νά γενικεύουν τήν περίπτωση τῆς Μαρίας καί ἀποδίδουν τά δάκρυα καί τό θρῆνο σέ ὅλες τίς μυροφόρες. Δέν εἶναι ὅμως καθόλου αὐθαίρετη ἡ γενίκευση αὐτή. Πολύ φυσικό ἦταν ἡ ἐπίσκεψη στόν τάφο νά συνοδεύεται ἀπό μύρα καί δάκρυα, ἀφοῦ γι’ αὐτό πήγαιναν· «κλαῦσαι καί μυρῖσαι» (τό σῶμα τοῦ Κυρίου), διαβάζουμε στό συναξάριο τῆς Κυριακῆς τῶν Μυροφόρων. Τά δάκρυα καί ὁ θρῆνος τῶν γυναικῶν δίνουν ἀφορμή στόν ποιητή νά ὑπενθυμίσει ὅτι οἱ μυροφόρες ἔβλεπαν τόν Ἰησοῦ ὡς ἄνθρωπο. Ἔκλαιγαν τό νεκρό τους διδάσκαλο χωρίς κἄν νά περιμένουν τήν ἀνάστασή του. «Ὄρθρον προλαβοῦσαι τόν βαθύν φόβῳ μυροφόροι γυναῖκες τάφῳ παρέστησαν μύρα προσκομίζουσαι τῷ ζωοδότῃ Χριστῷ ἐν νεκροῖς λογιζόμεναι τόν ᾅδην νεκροῦντα…».
Παυσανία Κουτλεμάνη, «Ἡ ἁγία Γραφή στό Πεντηκοστάριο» (διδακτ. διατριβή) |