Ἀπό μικρό παιδί βγαίνει στά κακοτράχαλα βουνά. Πονᾶ πού τό χῶμα τῆς πατρίδας του ποδοπατεῖ ὁ Τοῦρκος κατακτητής. «Ἕνδεκα χρόνων μαζί μέ τόν πατέρα μου στό βουνό ἔσερνα ἄρματα», ἐξομολογεῖται ὁ ἴδιος στόν Γεώργιο Τερτσέτη. Διακρίνει τά ἐξαιρετικά χαρίσματα τοῦ ἀνεψιοῦ του ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης καί τόν ἔχει μαζί του πολύτιμο συμπολεμιστή σ᾿ ὅλες τίς ριψοκίνδυνες μάχες τῆς Ἐθνεγερσίας. Στό Βαλτέτσι, στά Δολιανά, στ᾿ Ἀνάπλι, στήν Τριπολιτσά, στά Δερβενάκια, ἀλλά καί στή Ρούμελη, στή Στυλίδα, στήν Ὑπάτη, στήν Ἀράχωβα, στό Μεσολόγγι, στό Δίστομο, στήν Ἀθήνα καί στό Φάληρο δίνει ὁ Νικηταράς τό παρόν. Τόν πυροδοτεῖ τό σύνθημά του· «Δέν θά βάλω τό γιαταγάνι μου εἰς τήν θήκην, ἐάν δέν ἀπελευθερώσω τήν πατρίδα μου». Οἱ Τοῦρκοι τόσο ἔτρεμαν τό σπαθί του, ὥστε πολλές φορές ὁρκίζονταν· «νά μέ φάει τό σπαθί τοῦ Νικηταρᾶ, ἐάν λέω ψέμματα».
Πόσες φορές μέ τίς παρακινδυνευμένες ἐνέργειές του δέν ἔβγαλε ἀπό τό ἀδιέξοδο τούς συμπατριῶτες του! Στήν ἀρχή τοῦ Ἀγώνα δέν ὑπῆρχε μολύβι γιά τά βόλια. Πῶς θά πολεμήσουν δίχως βόλια; Ὁ Νικηταράς συλλαμβάνει ἕνα παράτολμο σχέδιο. Μία λύση ὑπάρχει· ὁ μεντρεσές (= ἱερό σπουδαστήριο τῶν Τούρκων) στό Ἄργος. Ἡ στέγη του ἦταν γεμάτη μολύβι, ἀλλά καί ἡ πόλη γεμάτη τουρκικό στρατό. Μιά νύχτα ἐπιτίθεται αἰφνιδιαστικά, τρέπει τόν ἐχθρό σέ φυγή καί φορτώνει στά ζῶα ὅλο τό μολύβι. Πόσο ἀναπτέρωσε τότε μ᾿ αὐτήν τήν ἀπρόσμενη ἐνίσχυση τό ἠθικό τῶν ραγιάδων!
Ἀλλ᾿ ἐκεῖνο πού κάνει τή φυσιογνωμία αὐτή πραγματικά ὑπέροχη, εἶναι ἡ ἀπαράμιλλη μεγαλοψυχία καί ἀφιλοκέρδειά της. Ἡ ἄγρια, ἡ σκληρή πολεμική ζωή τοῦ Τουρκοφάγου δέν ξεθωριάζει στό ἐλάχιστο τήν αἴγλη τοῦ ἐσωτερικοῦ του κόσμου. Ἀπεναντίας, διάφορα περιστατικά ἀποκαλύπτουν τό ψυχικό του μεγαλεῖο. Οἱ Ἕλληνες, ὅταν πατοῦν τήν Τριπολιτσά, ρίχνονται μέ μανία νά σφάξουν ὅσους Ἀγαρηνούς ἀπέμειναν. Ὁ Νικηταράς παλεύει καί σώζει ἕνα μεγάλο μέρος αἰχμαλώτων.
Μετά τή μάχη στά Δερβενάκια πολλοί Ἕλληνες ἁρπάζουν τή λεία τοῦ ἐχθροῦ. Ὁ πολέμαρχος κατευθύνεται στό ταμπούρι του. Μά κάποια βογγητά τόν σταματοῦν. Βρίσκει μέσα στά χαμόκλαδα ἕναν πληγωμένο Ἀρβανίτη πού τόν ἱκέτευε· «Σκότωσέ με, Γκιαούρ...». Ἀλλ᾿ ἐκεῖνος τοῦ ἀποκρίνεται λεβέντικα· «Γιά τζελάτη (= δήμιο) μέ πέρασες, ἄπιστε;». Ἀμέσως τόν παίρνει στόν ὦμο του, γιά νά τόν πάει στό ταμπούρι του καί νά τόν δεῖ γιατρός. Στό δρόμο τά παλληκάρια ἔκπληκτα φωνάζουν· «Ὅλοι κουβαλᾶνε λάφυρα κι ὁ Νικηταράς πῆρε ἕναν λαβωμένο Ἀρβανίτη στήν πλάτη!». Ἐνῶ εἶχε προχωρήσει ἀρκετά, ὁ καπετάνιος ἀντιλαμβάνεται πώς ὁ Τουρκαρβανίτης τοῦ κόβει τά μαλλιά μ᾿ ἕνα μαχαίρι. «Ἄπιστε Ἀρβανίτη», τοῦ λέει, «ἐγώ πασχίζω πῶς νά σοῦ σώσω τή ζωή καί σύ μέ τό μαχαίρι σου θέλεις νά μέ σκοτώσεις;». Κι ὁ πληγωμένος διαμαρτύρεται· «Ὄχι, λίγα μαλλιά ἔκοψα, γιά νά τά ἔχω θυμητάρι ἀπ᾿ τήν ἀφεντιά σου. Ἄν ζήσω, γκόλφι μου (= φυλακτό) θά τά κάνω...». Σάν ἔφθασαν, φωνάζει τόν γιατρό Παναγιώτη Γιατράκο, γιά νά φροντίσει τόν ἀλλόθρησκο.
Εἶναι παραμονή Πρωτοχρονιᾶς. Ὁ Νικηταράς βρίσκεται στ᾿ Ἀνάπλι. Ἔρχονται τά παιδιά στό σπίτι του νά τοῦ ποῦν τά κάλαντα. Γιά καλή τους ὥρα ἀνταμώνουν ἐκεῖ καί τόν θεῖο τοῦ μεγάλου πολεμάρχου, τόν Γέρο τοῦ Μωριᾶ. Μά σάν τά παιδιά ἀποτελειώνουν τά κάλαντα μέ τή χαριτωμένη στροφή «Ἀνοῖξτε τό πουγγάκι σας τό μαργαριταρένιο κι ἁπλῶστε τό χεράκι σας τό μοσχοβολισμένο. Κι ἄν εἶναι γρόσια δῶστε μας κι ἄν εἶναι καί παράδες...», ὁ καπετάνιος μάταια ψάχνει τό σακκούλι του. Ἡ παρουσία τοῦ θείου του ἐκείνη τήν ὥρα ἦταν πολύτιμη. Δανείζεται ἀπ᾿ αὐτόν λίγους παράδες, γιά νά "φιλέψει" τούς μικρούς του ἐπισκέπτες. Ἀλλά καί ὁ Κολοκοτρώνης δέν τοῦ χαρίζεται καί τοῦ λέει σάν ἔφυγαν οἱ καλαντάρηδες· «Δέν ντρέπεσαι νά διακονεύεις, κοτζάμ καπετάνιος ἐκεῖ, μέ τόσες δόξες; Τί σόι στρατηγός εἶσαι ἐσύ;». Κι αὐτός τοῦ ἀπαντᾶ μέ εἰλικρίνεια· «Πραματευτής δέν εἶμαι, μπάρμπα. Τό ᾿χε ἡ μοίρα μου νά γίνω καπετάνιος, μά δέν θέλω νά κάνω πραμάτεια τό καπετανλίκι μου, καί νά πλουταίνω...». Πραγματικά, «ποτέ δέν στόλισαν τό σελάχι του μαλαματοκαπνισμένα ἄρματα κι ἀσημένια τσαπράζια (= κοσμήματα)... Περίσσια στολίδια δέν εἶχε πάνω του, ὅπως τόσο συνήθιζαν τότε οἱ Ἕλληνες καπεταναῖοι», σημειώνει ὁ Τάκης Λάππας στό βιβλίο του «Ἀθάνατο ᾿21».
Ὁ φτωχός, ὁ ἀνιδιοτελής, ὁ ἀφιλόδοξος, ὁ ἄδολος ἥρωας τοῦ 1821 ἀφήνει τήν τελευταία του πνοή στόν Πειραιά στίς 25 Σεπτεμβρίου 1849. Κατά τήν ἐπιθυμία του θάβεται κοντά στό μνῆμα τοῦ Γέρου τοῦ Μωριᾶ, στό Α' νεκροταφεῖο Ἀθηνῶν, γιά νά ᾿ναι πλάι σ᾿ αὐτόν πού πέρασαν μαζί ἀγωνίες, γεύτηκαν πίκρες, ἔζησαν νίκες καί χαρές καί προπάντων εἶδαν μαζί τό μεγαλούργημα-θαῦμα, τήν Ἑλλάδα ν᾿ ἀνασταίνεται καί πάλι μέσα ἀπό τήν τέφρα τῆς σκλαβιᾶς.
Καθώς σήμερα ἀντικρύζουμε τό ἄγαλμά του στό πεδίο τοῦ Ἄρεως, θαρρεῖς καί μᾶς συμβουλεύει· «Ἀγαπημένοι μου πατριῶτες, κρατῆστε τήν Ἑλλάδα μας ἐλεύθερη, ἀτόφια καί ἀκέραιη. Ἥρωες δέν εἶναι ἐκεῖνοι πού καταστρέφουν καί ρημάζουν, πού κλέβουν δίχως νά τούς πάρει κανείς εδηση, πού καταστρώνουν μετ᾿ ἐπιστήμης σχέδια κακόβουλα..., ἀλλ᾿ ἐκεῖνοι πού μέ θυσία, κόπο καί ἱδρώτα, δίχως σκοτεινά ἐλατήρια καί συμφέροντα, βάζουν τό δικό τους λιθαράκι γιά τήν ἀνόρθωση, πρόοδο καί ἐξέλιξη τῆς πολύπαθης τούτης γῆς».