Ἡ ἔκρηξη τῆς ἑλληνικῆς ἐπανάστασης βρῆκε πρόθυμους συμπαραστάτες στήν Εὐρώπη τόσο στίς τάξεις τῶν ἰδεολόγων καί ἀρχαιολατρῶν φοιτητῶν ὅσο καί σ᾿ ἕνα πλῆθος στρατιωτικῶν, πού μετά τούς ναπολεόντειους πολέμους ἦταν ἕτοιμοι νά ὑπηρετήσουν ἕνα σκοπό, γιά νά δώσουν νόημα στήν ἴδια τους τή ζωή.
Οἱ φιλέλληνες πρόσφεραν, ἀνάλογα μέ τήν τάξη στήν ὁποία ἀνῆκαν, πολλά στόν ἑλληνικό ἀγώνα: χρήματα, γνώσεις, ἐπιρροή, ἱκανότητες. Πολλοί ἀπ᾿ αὐτούς ἔνιωθαν τιμή τους, ἄν ἀξιώνονταν νά δώσουν καί τή ζωή τους. Γνωστή περίπτωση ὁ Ἄγγλος Lord Byron. Ὑπάρχουν ὅμως καί τόσοι ἄλλοι ἀνώνυμοι φιλέλληνες ἀπό διάφορες χῶρες.
Στήν Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους βρίσκεται ἕνας ἐνδιαφέρων στατιστικός πίνακας, πού παρουσιάζει ἀναλυτικά τό φιλελληνικό ρεῦμα κατά χῶρες καί περιόδους. Ἔτσι στό πλῆθος τῶν ἐθελοντῶν ξεχωρίζουν σέ ἀριθμό οἱ Γερμανοί. Ἀναφέρονται 265 πού ἔφτασαν στήν Ἑλλάδα τό 1821-1822. Κοντά στούς ἀξιωματικούς ἐπιστήμονες, ὑπάλληλοι, ἔμποροι, φοιτητές ἀκόμη καί μαθητές τρέχουν μέ αὐταπάρνηση νά ὑπηρετήσουν τήν ἑλληνική ὑπόθεση. Μέχρι τό τέλος τοῦ ἀγώνα συνολικά ἀναφέρονται 342 Γερμανοί. Οἱ 142 ἀπ᾿ αὐτούς ἄφησαν τήν τελευταία πνοή τους στά ἑλληνικά χώματα ὑπερασπιζόμενοι τό ἰδανικό τῆς ἐλευθερίας.
Στόν ἴδιο πίνακα ἄλλες ἕντεκα χῶρες σημειώνονται ἀπ᾿ τίς ὁποῖες ἄλλοτε λιγότεροι κι ἄλλοτε περισσότεροι φιλέλληνες ξεκίνησαν γιά τήν ἐπαναστατημένη Ἑλλάδα. Κατά τήν περίοδο 1825 ὥς τό τέλος τοῦ ἀγώνα πρῶτοι ἔρχονται οἱ Γάλλοι μέ 114 ἄτομα· ἑξήντα ἀπ᾿ αὐτά ἔμειναν στά πεδία τῶν μαχῶν.
Στή χορεία τῶν φιλελλήνων -μέ μικρά ποσοστά βέβαια ἀλλά ὡστόσο δίνοντας τό «παρών»- κατατάσσεται καί ἡ μακρινή σκανδιναβική Σουηδία μέ ἐννιά ἄτομα.
Συγκινεῖται κανείς βλέποντας πόσοι ἀπ᾿ ὅλους αὐτούς τούς φιλέλληνες πολέμησαν μέχρι τέλους θυσιάζοντας τά νιάτα τους, τό μέλλον τους, τή ζωή τους γιά ἕνα Ἔθνος χωρίς ἐδαφική ὑπόσταση ἀλλά μέ τεράστια πολιτιστική κληρονομιά καί ἀκτινοβολία! Ἡ ἱστορία κατέγραψε 313 νεκρούς φιλέλληνες σέ σύνολο 940 ἀτόμων. Γρήγορα ὅμως ἡ συγκίνηση μεταποιεῖται σέ πίκρα, ὅταν ἀπό τά πράγματα διαπιστώνουμε στό πέρασμα τῆς ἱστορίας πώς ναί μέν φιλέλληνες ὑπῆρχαν καί ὑπάρχουν πάντα, φιλέλληνα κράτη ὅμως ποτέ!
Ὅταν, λίγο πρίν τήν Γ΄ Ἐθνοσυνέλευση (Ἀπρίλιος 1826), ὁ ἄγγλος πλοίαρχος Χάμιλτον, ἁγνός καί εἰλικρινής φιλέλληνας, ρώτησε τόν Θεόδωρο Κολοκοτρώνη γιά τό ἐνδεχόμενο πρόσκλησης τοῦ Καποδίστρια ἀπό τήν Ἐθνοσυνέλευση, ἐκεῖνος ἀπάντησε κατηγορηματικά: «Ὅποιος σέ τό εἶπε σέ ἐγέλασε, διατί ὁ Καποδίστριας ἦτον μίνιστρος τῆς Ρωσίας... διατί κρεμώμαστε ἀπό τήν Ἀγγλίαν πού ὑπεσχέθη τήν διαφέντεψή μας». Βλέπουμε ἔτσι τόν Κολοκοτρώνη νά διακατέχεται ἀπό ρεαλισμό· ἀναγνωρίζει ὅτι ἡ τύχη τῆς Ἑλλάδος ἐξαρτᾶται κυρίως ἀπό τήν Ἀγγλία, ἄν καί ὁ ἴδιος συμπαθοῦσε περισσότερο τήν ὁμόδοξη Ρωσία. Ὡστόσο λίγο ἀργότερα, μετά τήν ἐκλογή τῶν Ἄγγλων Τσώρτς καί Κόχραν στήν ἡγεσία τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ καί στόλου ἀντίστοιχα, καί συνεπῶς τήν ἱκανοποίηση τῶν ἀγγλόφιλων, ὁ Κολοκοτρώνης ἀντιλήφθηκε ὅτι οἱ πολιτικοί ἔπρεπε νά συμφωνήσουν σέ ἕναν ἰσχυρό ἄνδρα, ὁ ὁποῖος θά κυβερνοῦσε· καί δέν ὑπῆρχε ἄλλος ἀπό τόν Καποδίστρια.
Ὅμως ὁ Κουντουριώτης καί οἱ ἄλλοι νησιῶτες δέν ἤθελαν τόν Καποδίστρια. Ἐπειδή μάλιστα ἤξεραν τήν προηγούμενη συζήτηση τοῦ Κολοκοτρώνη μέ τόν Χάμιλτον, τοῦ ὑπέδειξαν ὅτι, πρίν πάρουν ὁποιαδήποτε ἀπόφαση, θά ἦταν καλό νά ρωτήσουν τόν Χάμιλτον γιά νά ἀκούσουν καί τή γνώμη τῶν Ἄγγλων. Ὁ Κολοκοτρώνης, πονηρότερος ὅμως, τό ἀντιλήφθηκε κι ἔτσι ἀποδέχτηκε τήν ἀποστολή. Πῆγε στό πλοῖο τοῦ Χάμιλτον ἀποφασισμένος νά πάρει τή συγκατάθεσή του γιά τήν ἐκλογή τοῦ Καποδίστρια.
Ἀρχικά ρώτησε τόν Χάμιλτον πῶς βρίσκει τήν ἕνωση τῆς Συνέλευσης. Ὁ μετριοπαθής Ἄγγλος ἀπάντησε: «Χαίρομαι τήν ἕνωσίν σας, ἐκάματε πολλά καλά». Τότε ὁ Κολοκοτρώνης πλησίασε στό θέμα. «Καπετάν Ἅμιλτον, ἤλθομεν νά πάρωμεν τήν συμβουλήν σου, ὡς μᾶς συμβούλευες πάντοτε διά τήν ἐλευθερίαν μας, σε γνωρίζομεν ὡς τόν καλύτερον εὐεργέτην». Στή συνέχεια τοῦ ἀνέφερε ὅτι ἡ Συνέλευση ἔκανε ὅ,τι μποροῦσε. Διόρισε τόν Κόχραν «ἀρχιθαλάσσιον» καί τόν Τσώρτς ἀρχιστράτηγον. «Τώρα χρειαζόμεθα ἕναν πολιτικόν· τάχα δέν μᾶς δίδει ἡ Ἀγγλία ἕναν πρόεδρο, ἕναν βασιλέα;». Ὁ Χάμιλτον ἀπάντησε: «Ὄχι, ποτέ, δέν γίνεται». Ὁ Κολοκοτρώνης στή συνέχεια ρώτησε: «Δέν μᾶς δίδει ἡ Φράντζα· ἡ Ρωσία· ἡ Προυσία· ἡ Ἀνάπολι; (δηλ. ἡ Νεάπολη)· ἡ Ἰσπανία; Σάν δέν μᾶς δίδουν τούταις οἱ αὐλαῖς, τί θά γίνωμεν ἡμεῖς;». Καί ὁ Χάμιλτον ἀπάντησε ὅ,τι ἀκριβῶς ζητοῦσε ὁ Κολοκοτρώνης: «Τηρᾶτε νά εὑρῆτε κανέναν Ἕλληνα». Τότε ὁ Κολοκοτρώνης ἔφτασε στό σκοπό του: «Ἡμεῖς ἄλλον Ἕλληνα ἀξιώτερον δέν ἔχομεν, μόνον νά ἐκλέξωμεν τόν Καποδίστριαν». Ὁ Χάμιλτον ὑπενθύμισε τότε τί τοῦ εἶχε πεῖ παλαιότερα ὁ Κολοκοτρώνης. Αὐτός, προετοιμασμένος, ἀνταπάντησε: «...ἄλλοι καιροί ἦταν τότε καί ἄλλοι τώρα...», καί τοῦ ἐπανέλαβε τά προηγούμενα ἐπιχειρήματα καί ὅτι δέν ἔμενε ἄλλος ἀπό τόν Καποδίστρια. Ὁ Χάμιλτον τοῦ εἶπε τότε: «Πάρτε τόν Καποδίστρια ἤ ὅποιον διάβολο θέλετε, διατί χαθήκατε». Ὁ Κολοκοτρώνης, ἀφοῦ ἄκουσε αὐτό πού ἤθελε νά ἀκούσει, ἔφυγε. Μετά ἀπ᾿ αὐτή τή συζήτηση ἀναγκάστηκαν καί οἱ ὑπόλοιποι νά συμφωνήσουν κι ἔτσι ἡ ἀπόφαση τῆς Ἐθνοσυνέλευσης γιά τήν πρόσκληση τοῦ Καποδίστρια ἦταν ὁμόφωνη.
Ἁπλά μαθήματα διπλωματίας ἀπό τόν Γέρο τοῦ Μωριᾶ στούς σύγχρονους σπουδασμένους διπλωμάτες...
30 Μαρτίου 1822. Ὁ καπουδάν πασᾶς Καρά Ἀλῆς ζώνει μέ τήν ἀρμάδα του τή Χίο. Τά τούρκικα ἀσκέρια πατοῦν τό νησί καί σφάζουν ἀνελέητα τούς Χιῶτες. «Στή Χίο ὁ Χάρος δέν πέρασε διαβατάρικα, μά ἔμεινε καί θέρισε μέ τό δρεπάνι του κάθε χριστιανική ὕπαρξι», ὑπογραμμίζει ὁ Τάκης Λάππας. Ἀβάσταχτος ὁ πόνος τῶν Ψαριανῶν γιά τήν τραγωδία τῆς Χίου· «Ἡ Χίο, τ᾿ ὁλόμορφο νησί, μαύρη ἀπομένει ξέρα». Ποιός ὅμως θά τολμήσει ν᾿ ἀναμετρηθεῖ μέ τό θηρίο;
Ἕνας Ψαριανός μέ «μέτριο ἀνάστημα, μ᾿ ἀνοιχτές πλάτες καί μέ λιγνό πρόσωπο πού τό στόλιζε ἕνα μικρό μουστάκι... μέ παράξενα μάτια, ἔξυπνα, γεμάτα ἔκφραση, πού φανέρωναν ἄνθρωπο μέ θέληση κι ἀποφασιστικότητα», εἶναι βαθιά συλλογισμένος. Στούς δημογέροντες τοῦ νησιοῦ του ὁ Κωνσταντίνος Κανάριος ἤ Κανάρης ἀποκαλύπτει τό παράτολμο σχέδιό του. Καί νά, δύο πυρπολικά εἶναι ἕτοιμα ν᾿ ἀποπλεύσουν.
Ἡ Βουλή τῶν Ψαρῶν καλεῖ τούς δύο καπετάνιους τῆς ἐπικίνδυνης αὐτῆς ἀποστολῆς, τόν Κωνσταντίνο Κανάρη καί τόν Ἀνδρέα Πιπίνο ἀπό τήν Ὕδρα, γιά νά τούς δώσει μέ τόν ναύαρχο Μιαούλη τά ὄρντινα (διαταγές). Ὁ γραμματέας διαβάζει τό πόρισμα τῆς Βουλῆς: «... Εἰς τούς κυβερνήτας τῶν ἡφαιστείων, πυρπολιστάς καί τούς ναυκλήρους, οἵτινες διά τήν ἀγάπην καί ἐλευθερίαν τῆς φίλης ἡμῶν Πατρίδος ἀποφασίζουν νά θυσιάσουν τήν ἰδίαν ζωήν, παραβλέποντες γυναῖκας καί τέκνα, ἡ Βουλή τῶν Ψαρῶν ἀποφασίζει νά δώσει ὡς ἀμοιβήν τριάκοντα χιλιάδες γρόσια...». Ἀλλά ἡ ἀνιδιοτελής καρδιά τοῦ Κωσταντῆ ἐρεθίζεται ἀπό τέτοιες φιλοφρονήσεις, τή στιγμή πού οἱ ὧρες εἶναι κρίσιμες γιά τό Ἔθνος. Γι᾿ αὐτό ξεσπᾶ λέγοντας: «Ἐδῶ ἤρθαμε νά πάρουμε μέ σέβας τά ὄρντινα γιά τή δουλειά. Δέν ἤρθαμε νά μᾶς τάξετε χαρίσματα... Ἄν βάζουμε τά κεφάλια μας, δέν τό κάνουμε γιά γρόσια καί στρέμματα γῆς, μά γιά τή λευτεριά τοῦ Γένους μας. Χάρισμά σας τά ταξίματα! Ἐμεῖς τά ὄρντινα θέλουμε».
1 Ἰουνίου 1822. Ὁ Ἅγιος Νικόλαος, ὁ μητροπολιτικός ναός τῶν Ψαρῶν, εἶναι κατάμεστος. Τό ἐκκλησίασμα δακρύβρεχτο, καθώς ἀντικρύζει τήν ἀποστολή «θανάτου», τούς καπεταναίους καί τούς ναῦτες νά προσεύχονται γονατιστοί καί νά κοινωνοῦν ὕστερα τῶν ἀχράντων μυστηρίων. Τό ἡλιοβασίλεμα δύο πυρπολικά καί τέσσερα πλοῖα σαλπάρουν γιά τό λιμάνι τῆς Χίου. Μερικοί ναῦτες συνειδητοποιοῦν τή σοβαρότητα τῆς κατάστασης καί νοσταλγοῦν τά σπίτια τους. Φωτιά καί λάβα ξεχύνεται τότε ἀπό τά μάτια τοῦ Κωσταντῆ, καθώς στά ἴσια τούς ἐξηγιέται: «Τό καράβι θά τραβήξει μπροστά κι ὅποιος ἀπό σᾶς δέ θέλει ν᾿ ἀκολουθήσει, ἄς πέσει στό πέλαγος!». Μέ κατεβασμένο τό κεφάλι ἐπιστρέφουν στίς θέσεις τους.
Ἀσέληνη ἡ νύχτα τῆς 6ης Ἰουνίου. Φυσάει ἄνεμος εὐνοϊκός γιά τή μεγάλη ἐπιχείρηση. Φωταγωγημένο καί σημαιοστολισμένο τό λιμάνι τῆς Χίου. Ἔχει λαμπρό γιορτάσι. Οἱ μουσουλμάνοι γιορτάζουν τό μπαϊράμι τους. Γλεντοκοποῦν ὅλοι οἱ ἀξιωματοῦχοι τῆς ἀρμάδας στήν «καπιτάνα» (ναυαρχίδα) τοῦ Καρά Ἀλῆ. Δυό χιλιάδες τριακόσιοι Τοῦρκοι διασκεδάζουν πάνω στή ναυαρχίδα καί τό τσίπουρο δίνει καί παίρνει. Οἱ μεθυσμένοι πλαισιώνονται ἀπό τά κουφάρια τῶν Ἑλλήνων, πού ἀνεμίζουν στό κατάρτι τῆς πλώρης. Εἶναι Χιῶτες αἰχμάλωτοι πού τό χάραμα ὁ ἀρχιναύαρχος Καρά Ἀλῆς ἔσφαξε, γιά νά στολίσει τό πλοῖο του, προσδίδοντας ἔτσι πιότερη λάμψη στό χαροκόπι.
Ἀτρόμητος ὁ Κωσταντῆς κατευθύνει τό εὐτελές πυρπολικό του κατευθείαν πρός τήν ἐπιβλητική καί τεράστια ναυαρχίδα τοῦ πασᾶ. Ψιθυρίζοντας «Κωσταντῆ, ἦρθε ἡ ὥρα νά πεθάνεις!», κολλᾶ ἐπιδέξια τό μπουρλότο του. Τότε τό πολεμικό πλοῖο τοῦ Καρά Ἀλῆ «ἐβρυχᾶτο ὡς εἰς καιομένην κάμινον». Τήν ὥρα πού πετάγεται ὁ πασᾶς σέ μιά βάρκα νά σωθεῖ, πέφτει πάνω του τό φλεγόμενο κατάρτι -ἐκεῖνο μάλιστα πού εἶχε κρεμάσει τούς Χιῶτες- καί τόν τραυματίζει θανάσιμα.
Τά Ψαρά παιανίζουν τή νίκη. Δαφνοστεφανώνουν τόν ἥρωά τους. Ἐκεῖνος τραβᾶ κατά τήν ἐκκλησιά. Ἐναποθέτει εὐλαβικά τό στεφάνι στήν εἰκόνα τοῦ ἁγίου Νικολάου. Ὕστερα, κατά τόν ποιητή Γ. Δροσίνη, «τό χέρι πού ἄτρομο ἔσπειρε τό θάνατο μέ τό δαυλό, τό φοβερό τό χέρι, τώρα ταπεινωμένο καί τρεμάμενο στήν Παναγιά ἀνάφτει ἕνα ἁγιοκέρι». Ὁ ἀκατάβλητος μπουρλοτιέρης δέν ἐπαναπαύεται στίς δάφνες. Συνεχίζει τήν τιτάνια ἀναμέτρηση μέ τόν κατακτητή, ἀνατινάσσοντας πλοῖα του στά στενά Τενέδου καί Τρωάδας, στή Σάμο, στή Μυτιλήνη καί στήν Ἀλεξάνδρεια. Ἕλληνες καί ξένοι μέ θαυμασμό προφέρουν τό ὄνομά του.Ὅταν ὁ Ἄγγλος πλοίαρχος Κλότς τόν ρωτᾶ «Πῶς κατασκευάζετε σεῖς οἱ Ἕλληνες τά πυρπολικά σας;», ἐκεῖνος ἀποκαλύπτει τήν τέχνη: «Ὅπως καί σεῖς, ἀρχηγέ. Ἀλλά ἔχουμε ἕνα μυστικό πού τό κρατοῦμε κρυμμένο ἐδῶ -καί ἔφερε τό χέρι ἐπί τῆς καρδίας. Ἡ ἀγάπη πρός τήν πατρίδα εἶναι πού μᾶς ὁδηγεῖ στήν ἐπιτυχία».
Ὅταν οἱ ἁλυσίδες τῆς σκλαβιᾶς ἐπιτέλους σπάζουν κι ἡ Ἑλλάδα ἀποκτᾶ τήν πολιτική της ἀνεξαρτησία, ὁ Κανάρης ἀπολαμβάνει δόξες καί ἀξιώματα. Σέ διάφορες κυβερνήσεις ἀναδεικνύεται ὑπουργός, πρωθυπουργός, βάζοντας καί τό δικό του λιθαράκι γιά τήν ἀνόρθωση τῆς πατρίδας. Ὅσο ὅμως κι ἄν λαμπρύνεται, οἱ τιμές δέν μποροῦν ν᾿ ἁπαλύνουν τή ραγισμένη του καρδιά ἀπό τό θάνατο τῶν πέντε -ἀπό τά ἑπτά- παιδιῶν του κι ἀπό τό ἔγκλημα πού διαπράχθηκε κι ἀφάνισε τόν πρῶτο ἄξιο κυβερνήτη τῆς Ἑλλάδας, τόν Ἰωάννη Καποδίστρια. Μέσα στό ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, πού ἔχτισε δίπλα στό σπίτι του στήν Κυψέλη -στήν Ἀθήνα-, ὁ θεοσεβής πατέρας γαληνεύει τήν πονεμένη του ὕπαρξη.
Καθώς ἀντικρύζω σήμερα τό στασίδι τοῦ ἥρωα, δίπλα στόν δεσποτικό θρόνο καί τήν ἑλληνική σημαία πού τό στολίζει, μέ συγκίνηση καί εὐγνωμοσύνη σιγοψάλλω· «αἰωνία αὐτοῦ ἡ μνήμη».
Κάποιες χρονολογίες ἀποτελοῦν ὁρόσημα γιά τήν πορεία τοῦ ῎Εθνους μας καί γιά τό μέλλον τοῦ ῾Ελληνισμοῦ μας.
Θεοφάνεια τοῦ 1828. Τό Warspite, ἡ ἀγγλική πολεμική φρεγάδα, προσορμίζεται στό λιμάνι τοῦ Ναυπλίου. ῎Ερχεται ν᾿ ἀποβιβάσει στήν αἱματοβαμμένη ἑλληνική γῆ τόν πρῶτο της Κυβερνήτη, τόν ᾿Ιωάννη Καποδίστρια. Καυτά ποθοῦσε ὁ Κερκυραῖος Κόμης νά σταματοῦσε γιά λίγο τό πλοῖο στά γενέθλια χώματα. ᾿Επειγόταν νά προσκυνήσει τόν τάφο τοῦ πατέρα του καί νά πάρει τήν εὐχή του γιά τό δυσβάσταχτο ἔργο πού θά ἐπωμιζόταν. Μά, ἡ ἀγγλική κυβέρνηση, ψυχρή σέ τέτοιες εὐαισθησίες, ματαιώνει τήν ἐπιθυμία του. Γι᾿ αὐτό, ὅταν ἀπό τή φρεγάδα ἀντικρύζει ἀπό μακριά τή φίλτατη, ἀγγλοκρατούμενη πατρίδα του -πού ὅπου κι ἄν περιόδευσε, ὅσο ψηλά κι ἄν ἀνέβηκε, ποτέ δέν τήν λησμόνησε-, τρέχει στό κατάστρωμα, σηκώνει δακρυσμένος τό χέρι του καί ἀρκεῖται σ᾿ ἕναν ἐγκάρδιο χαιρετισμό.
῾Απλώνεται τώρα μπροστά του ἡ ἐρειπωμένη ἐλεύθερη ῾Ελλάδα, τήν ὁποία μέλλει ν᾿ ἀναστηλώσει. Τί κι ἄν πέφτει βαριά πάνω του ἡ εὐθύνη τῆς ἀποστολῆς; Παρόλο πού συναισθάνεται τίς συμπληγάδες στίς ὁποῖες θά προσκρούσει, γράφει· «Διψῶ νά εὑρεθῶ τό ταχύτερον ἀνάμεσα στό πλῆθος τῶν στερήσεων, τῆς τύρβης, τῆς ἀκαταστασίας, τῶν κάθε εἴδους μηχανορραφιῶν καί τόσων ἄλλων προβλημάτων, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν σήμερον τήν κατάσταση τῆς ῾Ελλάδος. ῾Ο Θεός ὅμως θά μοῦ στείλει τήν βοήθειά του, καθώς θά εἶμαι περικυκλωμένος ἀπό τόσες ἐπιτακτικές ἀνάγκες».
Καί νά, ἔφτασε ἡ μέρα πού, 375 χρόνια μετά ἀπό τήν ῞Αλωση, ὁ ῞Ελληνας χαιρετίζει θερμά τόν πρῶτο του Πρόεδρο. Τόν ὑποδέχεται μέ 15 κανονιοβολισμούς πού ἠχοῦν ἀπό τό φρούριο τοῦ Ναυπλίου, μέ μυρσίνες, μέ δάφνες καί μέ ὑψωμένες τίς γαλανόλευκες. Μέσα σέ ἐπευφημίες τοῦ προσφέρει στεφάνι ἐλιᾶς. ᾿Απέριττο τό καλωσόρισμα, μά ζεστό καί εἰλικρινές. Τέτοια ὑποδοχή ἱκανοποιεῖ τόν Κυβερνήτη. Κάθε ἄλλη, δαπανηρή καί πολυέξοδη, θά τόν στενοχωροῦσε. «Πομπή, πού θέλει χρήματα, εἶναι ἀσυμβίβαστη πρός τή δύσκολη κατάσταση τῆς πατρίδος. ῎Αν μποροῦμε», τόνιζε, «νά διαθέσωμε λίγα χρήματα, ἔχομε πληγές νά ἐπουλώσωμε».
Σαλπάρει τό Warspite στίς 9 ᾿Ιανουαρίου γιά τήν Αἴγινα. ᾿Εκεῖ ἔχει τήν ἕδρα της ἡ Προσωρινή Κυβέρνηση. ῾Ιστορική μέρα ἀποτελεῖ γιά τό νησί ὁ ἐλπιδοφόρος ἐρχομός τοῦ Καποδίστρια. Μέ συγκλονισμό περιγράφει ὁ ἴδιος τή συνάντησή του μέ τούς φτωχούς, βασανισμένους νησιῶτες, πού μόλις εἶχαν βγεῖ ζωντανοί μέσα ἀπό τή στάχτη τοῦ ἄνισου πολέμου· «Εἶδα πολλά στή ζωή μου, ἀλλά σάν τό θέαμα, ὅταν ἔφθασα ἐδῶ στήν Αἴγινα, δέν εἶδα ἄλλοτε ὅμοιο, κι ἄλλος νά μή τό ἰδῆ... Δέν ἦταν τό συναπάντημά μου φωνή χαρᾶς ἀλλά θρῆνος. ῾Η γῆ ἐβρέχετο ἀπό δάκρυα. ᾿Εβρέχετο ἡ μυρτιά καί ἡ δάφνη τοῦ στολισμένου δρόμου ἀπό τό γιαλό στήν ἐκκλησία. ᾿Ανατρίχιαζα, μοῦ ἔτρεμαν τά γόνατα, ἡ φωνή τοῦ λαοῦ ἔσχιζε τήν καρδιά μου».
Κι αὐτή ἡ εἰκόνα τοῦ ρακένδυτου καί ἀξιολύπητου λαοῦ μένει μόνιμα σφηνωμένη στή σκέψη του, σ᾿ ὅλο τό διάστημα τῆς πολύμοχθης ἐργασίας του. Πῶς μπορεῖ αὐτός νά καλοπερνᾶ, ἐνῶ διαρκῶς περιστοιχίζεται ἀπό τόσες τραγικές φιγοῦρες πού γυρεύουν βοήθεια; Γι᾿ αὐτό στό ἑξῆς δέν ἐπιτρέπει στόν ἑαυτό του νά ξαναφορέσει τίς ἐπίσημες, ἐπιβλητικές στολές του. Δαπανᾶται ὁλόκληρος στό τιτάνιο ἔργο του καί ἐπινοεῖ σχέδια καί τρόπους, γιά νά ἀνασάνει ὁ ἐξαθλιωμένος κόσμος. Πραγματικά, τό φῶς τοῦ δωματίου του μένει ἀναμμένο ὥς τίς 4 τά ξημερώματα. Κι ὅταν ὁ γιατρός του, διαπιστώνοντας πώς ἡ ὑγεία του εἶναι κλονισμένη, τοῦ συστήνει ν᾿ αὐξήσει τήν τροφή του, ἐκεῖνος τοῦ ἀπαντᾶ κατηγορηματικά· «Τότε μονάχα θά βελτιώσω τήν τροφή μου, ὅταν θά εἶμαι βέβαιος ὅτι δέν ὑπάρχει οὔτε ἕνα ῾Ελληνόπουλο πού νά πεινάει». Πόσο ὑποφέρει ὁ Κυβερνήτης, σάν βλέπει τά παιδιά, «τό ροδόχρουν ὄνειρον τῆς Πατρίδος μας, τῆς ῾Ελλάδος» ὅπως τά ἀποκαλοῦσε, νά περιφέρονται πεινασμένα καί ἀπροστάτευτα στά διάφορα στρατόπεδα ἀναζητώντας λίγη τροφή! ᾿Ανησυχεῖ γιά τούς κινδύνους πού διατρέχουν. Ψάχνει κατάλληλους παιδαγωγούς, γιά νά τά χειραγωγήσουν σωστά.
Καί αὐτόν, πού ἔσμιξε τό δάκρυ του μέ τά δάκρυα τῶν ἀδυνάτων, αὐτόν πού μέσα σέ τρία χρόνια καί ὀκτώ μῆνες ἔχτισε πάνω στά ἐρείπια τή νέα μας ῾Ελλάδα, γιά νά ἐξελιχθεῖ ὅπως οἱ ἄλλες κοινωνίες, αὐτόν πού μέ αὐταπάρνηση ἐργάστηκε, γιά νά θέσει σέ λειτουργία τήν πρώην ἀνύπαρκτη κρατική μας μηχανή, αὐτόν πού ὑπῆρξε πρότυπο ἡγέτου, αὐτόν ἕνα κυριακάτικο ὀρθρινό, στίς 27 Σεπτεμβρίου 1831, τόν ἀφανίσαμε μιά γιά πάντα. Συγχώρεσέ μας, μεγάλε Κυβερνήτη, γιατί οἱ μικρότητες καί οἱ μικροψυχίες μας δέν μᾶς ἐπέτρεψαν νά συλλάβουμε τό μεγαλεῖο τῆς μεγαλοψυχίας, πού ἔδειξες ἀπέναντί μας. Συγχώρεσέ μας γιά τίς σφαῖρες πού σοῦ φυτέψαμε· γιατί, ἐνῶ ἐσύ ἀνύσταχτος σχεδίαζες τήν ἀνόρθωσή μας, ἐμεῖς σχεδιάζαμε τό θάνατό σου. Κι αὐτό τό ἀνεπανόρθωτο λάθος μας ἀρχίσαμε νά τό πληρώνουμε μέ τόκο καί ἐπιτόκιο στήν ἑπόμενη παράγραφο τῆς ἱστορίας μας· τότε, πού μέ τήν εἴσοδο τῶν Βαυαρῶν στόν τόπο μας, ὅσο ποτέ νιώσαμε τήν ἀκριβή σου ἀπουσία καί τήν τραγική μας κατάντια.
῾Ελληνίς
Ὅπως κάθε χρόνο ἔτσι καί φέτος ὁ ἑορτασμός τῆς 25ης Μαρτίου 1821 θά συνοδευθεῖ ἀπό τή μονότονη προσπάθεια κάποιων «προοδευτικῶν» νά ξαναγράψουν τήν Ἱστορία. Μόνιμος στόχος τῶν συγκεκριμένων διανοουμένων καί ἀρθρογράφων εἶναι τό Κρυφό Σχολειό. Τό χαρακτηρίζουν μύθο καί τό χλευάζουν. Προφανῶς εἶναι ἀνιστόρητοι ἤ ἐμπαθεῖς ἤ καί τά δυό μαζί. Ἀντιλαμβάνομαι ὅτι οἱ στόχοι τους εἶναι δύο: Πρῶτον, νά ὑποβαθμίσουν τόν πατριωτικό ρόλο τῆς Ἐκκλησίας καί δεύτερον, νά ἐξωραΐσουν τήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία καί νά τήν παρουσιάσουν φιλελεύθερη καί ἀνεκτική.
Ἄς ἔλθουμε στόν πρῶτο στόχο τους. Τούς ἐνοχλεῖ ἡ ὑπενθύμιση ὅτι στά δύσκολα χρόνια τῆς δουλείας ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί οἱ κληρικοί ἀνέλαβαν τήν ἐκπαίδευση καί τήν ἐθνική ἀφύπνιση τῶν ὑποδούλων. Δέν θά καταφύγουμε σέ μαρτυρίες Ἑλλήνων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Θά θυμίσουμε τί ἔγραφε σέ ἐπιστολή του ὁ ρωμαιοκαθολικός Γκέρλαχ, πάστορας τῆς γερμανικῆς Πρεσβείας τῆς Κωνσταντινουπόλεως τό 1575. Ἀντιγράφουμε ἀπό τό σπουδαῖο σύγγραμμα τοῦ συγχρόνου μας γερμανοῦ ρωμαιοκαθολικοῦ κληρικοῦ καί νεοελληνιστῆ Γκέρχαρντ Ποντσκάλσκι «Ἡ Ἑλληνική Θεολογία ἐπί Τουρκοκρατίας» (ἑλληνική ἔκδοση Μορφωτικοῦ Ἱδρύματος Ἐθνικῆς Τραπέζης, 2005): «Πουθενά σέ ὁλόκληρη τήν Ἑλλάδα δέν εὐδοκιμεῖ ἡ μελέτη. Δέν ὑπάρχουν δημόσιες ἀκαδημίες ἤ καθηγητές, μέ ἐξαίρεση τά κοινά σχολεῖα, ὅπου διδάσκονται τά ἀγόρια ἀνάγνωση μέ τό Ὡρολόγιο, τήν Ὀκτώηχο, τό Ψαλτήριο καί ἄλλα βιβλία πού χρησιμοποιοῦνται στίς ἀκολουθίες. Ἐλάχιστοι ὅμως ἀπό τούς ἱερεῖς καί τούς μοναχούς κατανοοῦν πραγματικά αὐτά τά βιβλία» (σελ. 86). Νά, λοιπόν, πού ἕνας γερμανός κληρικός τοῦ 16ου αἰῶνος, ὁ ὁποῖος δέν εἶχε κανένα λόγο νά κατασκευάζει μύθους ὑπέρ τοῦ ὀρθοδόξου κλήρου, παραδέχεται σέ ἐπιστολή του πρός τόν γερμανό λόγιο Μαρτίνο Κρούσιο, ὅτι οἱ μοναχοί καί οἱ κληρικοί ἦταν οἱ μόνοι πού ἀγωνιζόντουσαν κατά τήν περίοδο ἐκείνη νά μορφώσουν τά Ἑλληνόπουλα, παρά τά δικά τους μορφωτικά κενά.
Ἐρχόμαστε τώρα στήν προσπάθεια τῶν κατασκευαστῶν τῆς «προοδευτικῆς Ἱστορίας» νά ἐξωραΐσουν τήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία. Ὑποστηρίζουν ὅτι δέν ὑπῆρχε καταπίεση εἰς βάρος τῆς παιδείας τῶν Ρωμιῶν. Ἄς δοῦμε ὅμως πῶς περιγράφει τό κλίμα τοῦ 17ου αἰῶνος ἕνας ἐπιφανής Ἕλληνας πού τελικά ἔχασε τή ζωή του λόγῳ τῆς ὑπερβολικῆς τόλμης του. Καταθέτουμε τή μαρτυρία τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Κυρίλλου Λουκάρεως, ὁ ὁποῖος στραγγαλίστηκε τό 1638 ἀπό τούς Τούρκους. Ἔγραφε τό 1616 σέ μία πραγματεία τουπροκήρυξη πρός τούς Ἕλληνες: «Ἠμποροῦσι νά εἴπουν οἱ Λατίνοι… μάθημα καί σοφίαν δέν ἔχετε, ἀμή εἶσθε δοῦλοι καί ἔχετε τούς Τούρκους πάνω ἀπό τά κεφάλια σας... Ὅσον πώς δέν ἔχομεν σοφίαν καί μαθήματα ἀλήθεια εἶναι... Ἡ πτωχεία καί ἡ ἀφαίρεσις τῆς βασιλείας μας τό ἔκαμαν καί ἄς ἔχωμεν ὑπομονήν». Ὁμολογεῖ ὁ Πατριάρχης μέ ἀρκετό θάρρος ὅτι οἱ Ἕλληνες δέν εἶχαν «μαθήματα», δηλαδή σχολεῖα, διότι ἦσαν ὑπόδουλοι. Ἔχασαν τό κράτος τους καί λόγῳ ἐχθρικῆς καταπίεσης δέν μποροῦν νά μορφωθοῦν, μέ ἀποτέλεσμα νά τούς εἰρωνεύονται οἱ δυτικοί χριστιανοί.
Ἐπισημαίνουν οἱ ἀμφισβητίες: Μά καλά τόν 18ο αἰώνα ἔχουμε πλέον ἀξιόλογα ἑλληνικά σχολεῖα στά Γιάννενα, στήν Κοζάνη, στή Σμύρνη, στό Ἅγιον Ὄρος κ.λπ. Καί ὁ Πατροκοσμᾶς σχολεῖα ἵδρυε. Ἀπαντοῦμε ὅτι τήν ἐποχή ἐκείνη εἶχε χαλαρώσει κάπως ἡ ὀθωμανική αὐθαιρεσία λόγῳ πιέσεων ἔξωθεν. Ὅμως καί τότε ἀκόμη ὑπῆρχε ἀνάγκη γιά κρυφά μαθήματα. Γιατί; Τήν ἀπάντηση δίνει ὁ γάλλος δημοσιογράφος Ρενέ Πυώ στό βιβλίο του «Δυστυχισμένη Βόρειος Ἤπειρος» (ἑλληνική ἔκδοση ΤΡΟΧΑΛΙΑ, Ἀθήνα χ.χρ.). Ὁ Πυώ ἀκολούθησε τό 1913 τόν ἑλληνικό στρατό πού ἀπελευθέρωσε τήν ἑνιαία Ἤπειρο καί διηγεῖται τί ἄκουσε σχετικά μέ τήν Τουρκοκρατία στό Ἀργυρόκαστρο: «Κανένα βιβλίο τυπωμένο στήν Ἀθήνα δέν γινόταν δεκτό στά σχολεῖα τῆς Ἠπείρου. Ἦταν ἐπιβεβλημένο νά τά προμηθεύονται ὅλα ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη. Ἡ Ἑλληνική Ἱστορία ἦταν ἀπαγορευμένη. Στήν περίπτωση αὐτή λειτουργοῦσαν πρόσθετα κρυφά μαθήματα, ὅπου ὁ νεαρός Ἠπειρώτης μάθαινε γιά τή μητέρα πατρίδα, διδασκόταν τόν ἐθνικό της ὕμνο, τά ποιήματά της καί τούς ἥρωές της» (σελ. 126). Ἕνας γάλλος πολεμικός ἀνταποκριτής καταγράφει χωρίς φόβο καί πάθος τήν τουρκική πολιτική στόν τομέα τῆς παιδείας στίς ἀρχές τοῦ προηγουμένου αἰῶνος. Κρυφά μαθήματα γιά τά Ἑλληνόπουλα. Αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια, τήν ὁποία οἱ δῆθεν προοδευτικοί θέλουν νά ἀγνοοῦν. Προτιμοῦν νά ἐμφανίζονται καί ἀνιστόρητοι καί ἐμπαθεῖς. Ἀδιάψευστοι μάρτυρες εἶναι τά τοπωνύμια. Στήν Πελοπόννησο, στήν Κρήτη, στή Βοιωτία, στίς Κυκλάδες, στήν Ἤπειρο, στή Μακεδονία, στή Μικρά Ἀσία, παντοῦ ὅπου ἔζησε ὁ Ἑλληνισμός διασώζεται ἀκόμη τό τοπωνύμιο Κρυφό Σχολειό. Δέν μπορεῖ σέ τόσα διαφορετικά μέρη νά ... ἔπαθαν οἱ κάτοικοι ὁμαδική παράκρουση! Ἡ προφορική παράδοση ἀπό γενιά σέ γενιά διέσωσε στήν ἱστορική μνήμη τήν ἀλήθεια γιά τό Κρυφό Σχολειό. Αὐτήν ἀκριβῶς πού περιγράφει ὁ ὑπασπιστής τοῦ Κολοκοτρώνη Φώτιος Χρυσανθόπουλος ἤ Φωτάκος, ὅταν γράφει στόν Α΄ τόμο τῶν Ἀπομνημονευμάτων του (σελ. 46) ὅτι τήν παιδεία ἐπί Τουρκοκρατίας τήν εἶχαν στά χέρια τους οἱ ἱερεῖς καί ὅλα αὐτά «ἐγίνοντο ἐν τῷ σκότει καί προφυλακτά ἀπό τούς Τούρκους»!
Κυριακή τοῦ 1792 στήν Τσαρίτσανη τῆς Θεσσαλίας. Γιατί τά βλέμματα ὅλων εἶναι στραμμένα πρός τόν ἄμβωνα; Τί κοιτάζει ἐπίμονα τό ἐκκλησίασμα; Ἕνα χαριτωμένο δωδεκάχρονο παιδί κάνει τό πρῶτο του κήρυγμα. Καταπλήσσει τούς συντοπίτες του. Ὁ παπα-Κυριακός καμαρώνει τό βλαστάρι του. Εἶναι ὁ νεαρός Κωνσταντίνος Οἰκονόμος, ὁ μετέπειτα ταλαντοῦχος δάσκαλος τοῦ Γένους καί μεγάλος ρήτορας.
Λέγεται πώς, ὅταν ἦταν βρέφος, ἕνα σμῆνος ἀπό μέλισσες ρίχτηκε στό λαιμό του. Σάν ἀποχώρησαν, δέν τοῦ ἄφησαν κανένα ἴχνος κακοποίησης. Τοῦτο τό γεγονός θεωρήθηκε σημάδι, πού προμήνυε τή μελιστάλαχτη φωνή του καί «τόν βόμβον» αὐτῶν πού θά τήν ἀπολάμβαναν.
Πραγματικά, ὡς μαθητής διαπρέπει. Ρουφᾶ τή γνώση στήν περίφημη σχολή τῶν Ἀμπελακίων, καθώς ρίχνεται στή μελέτη τῆς κλασικῆς ἑλληνικῆς γραμματείας, τῆς ἑλληνικῆς, τῆς λατινικῆς καί τῆς γαλλικῆς γλώσσας. Τί θαυμασμό προκαλεῖ μέ τήν εὐγλωττία του στούς συμμαθητές του, κάθε φορά πού ἐκφωνεῖ τούς πανηγυρικούς λόγους στίς σχολικές γιορτές! Δέν χορταίνουν νά τόν χειροκροτοῦν.
Ὅλοι εἶναι σίγουροι πώς θά σταδιοδρομήσει καί θά δοξασθεῖ ὡς φιλόλογος. Κάτι ἄλλο ὅμως, ἱερό, ζυμώνεται μέσα του. Καί νά! Σείονται οἱ θόλοι τῆς ἐκκλησιᾶς ἀπό τά «ἄξιος, ἄξιος»! Χειροτονεῖται διάκονος καί εἰσέρχεται στίς τάξεις τοῦ ἔγγαμου κλήρου. Πῶς νά μήν ἐπικροτήσουν τούτη τή μοναδική στιγμή γιά τόν τόπο τους οἱ συμπατριῶτες του, ὅταν θωροῦν τόν ἀγαπητό Κωνσταντίνο τους, πού λαχταρᾶ νά θέσει ὅλα του τά χαρίσματα στήν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ!
Ἀπό κείνη τή στιγμή δίδεται ὁλόψυχα στό ἔργο τῆς θείας σπορᾶς. Ἡ εὐρυμάθειά του ἀποτυπώνεται στήν πρώτη πραγματεία πού κυκλοφορεῖ γιά τή διαφώτιση τοῦ κλήρου· «Τόμος, τά καθήκοντα τοῖς ἱερεῦσι θεσπίζων». Ἱερό του ἄντλημα στή συγγραφή καί στό λόγο ἡ Βίβλος, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί ἰδιαίτερα οἱ προσφιλεῖς του Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Θεολόγος καί Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ὀργώνει ἀκάματος χωριά καί πόλεις τῆς Θεσσαλίας, τῆς Μακεδονίας. Πῶς τόν καρτεροῦν! Σάν τό χῶμα τή βροχή, σάν τό παιδί τόν πατέρα, γιά νά δροσίσει μέ τά νάματα τῆς πίστεως τήν ἀποκαμωμένη τους ὕπαρξη. Γρήγορα «ἡ θεία χάρις... προχειρίζεται Κωνσταντῖνον τόν εὐλαβέστατον διάκονον εἰς πρεσβύτερον...».
Κι ἐνῶ δέν ἀρέσκεται στό κυνήγι τῆς προβολῆς, ἡ φήμη του τρέχει παντοῦ. Ποιοί τώρα ἔχουν τό προνόμιο ν’ ἀπολαμβάνουν τόν χειμαρρώδη λόγο, τή σοφία του; Οἱ μαθητές τοῦ «Φιλολογικοῦ Γυμνασίου» τῆς Σμύρνης. Ἡ Ἰωνία καί τά νησιά τοῦ Αἰγαίου στέλνουν τά παιδιά τους νά μαθητεύσουν «παρά τούς πόδας» τοῦ ὑπέροχου αὐτοῦ Σχολάρχου. Δέκα ὁλόκληρα χρόνια διδάσκει σ’ αὐτό τό σχολεῖο θρησκευτικά καί ἑλληνική φιλολογία.
Στόν περίφημο «Παραινετικόν πρός τούς νέους» λόγο του ὁ χαρισματοῦχος ρήτορας σείει τήν καρδιά τῆς νεολαίας τῆς Σμύρνης· «...Κατηραμένη ἡδονή. Πόσους μετεμόρφωσας ἐλεεινῶς! Πόσους νέους ἔθαψας ἀώρους! Ὁποιονδήποτε ἐπάγγελμα καί ἄν μέλλετε, φίλοι νέοι, νά ἐπαγγελθῆτε, χωρίς τήν χαράν, τήν ταπείνωσιν, τήν ἀγάπην, τήν εἰλικρίνειαν, τήν ἁγνότητα εἶναι ἀδύνατον νά διαδράμητε τό στάδιον ἐντίμως καί εὐτυχῶς. Ὅλων δέ τούτων τῶν ἀρετῶν θεμέλιον ἔχετε τήν πρός τόν Θεόν εὐσέβειαν. Χωρίς τοῦ Θεοῦ τήν προστασίαν μ’ ὅλα τά προτερήματά σας ἠθέλετε εἶσθαι ὅμοιοι μέ ἄθλια ὀρφανά παιδία ἀφειμένα εἰς ἔρημον τόπον χωρίς ὁδηγόν νά τά κατευθύνῃ...».
Ἀξιοσημείωτη ἡ κηρυκτική του δραστηριότητα καί στήν εὐρύτερη περιοχή τῆς Σμύρνης. Μέ τίς πύρινες ὁμιλίες του δονεῖ τίς καρδιές τῶν πιστῶν. Κι εἶναι γιά τούς ραγιάδες πολύτιμος ἀστέρας ἡ παρουσία του, πού φωτίζει τό πηχτό σκοτάδι τῆς σκλαβιᾶς.
«Δέξαι τήν καλοῦσάν σε φωνήν, ὡς φωνήν ἀληθοῦς Κυρίου». Μ’ αὐτά τά λόγια τό 1819 ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος ὁ Ε΄ προσκαλεῖ τόν χαλκέντερο ρήτορα, γιά νά τόν διορίσει ἱεροκήρυκα τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας. Καί στή «βασιλίδα τῶν πόλεων» σπρώχνονται τά πλήθη, γιά ν’ ἀπολαύσουν τόν μελίρρυτο ἱεροκήρυκα. Μά ἡ ἔκρηξη τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821 ἀνακόπτει τήν πολυσχιδῆ δράση του. Ὁ Πατριάρχης τόν συμβουλεύει νά φύγει στήν Ὀδησσό τῆς Ρωσίας, γιατί τό Γένος τόν χρειάζεται. Μέ τή λύπη ζωγραφισμένη στά πρόσωπά τους ἀποχαιρετιοῦνται οἱ δύο μεγάλοι ἄνδρες.
Σέ λίγες μέρες μέ θρυμματισμένη τήν καρδιά του ὑποδέχεται στό λιμάνι τῆς Ὀδησσοῦ μέ πλῆθος λαοῦ τό σεπτό σκήνωμα τοῦ Πατριάρχη. Καί τότε, στό ναό τῆς Μεταμορφώσεως, μπροστά στή σορό τοῦ ἐθνομάρτυρα Γρηγορίου τοῦ Ε΄ ἐκφωνεῖ μέ τή μεταλλική φωνή του ἐπιτάφιο λόγο, πού ἀντηχεῖ ὡς ἐγερτήριο σάλπισμα στό πολύπαθο Γένος. Στ’ ἀλήθεια, ἡ ὁμιλία του αὐτή ἀπαθανατίζει τή ρητορική του δεινότητα καί θεωρεῖται ἕνα ἀπό τά διαμάντια τῆς νεότερης ἑλληνικῆς φιλολογίας. Εἶναι ἕνα λυρικό τραγούδι, πού ἀντανακλᾶ τόν πόνο τοῦ παιδιοῦ, τό σπαραγμό τοῦ Ἕλληνα, καθώς στέκεται δίπλα στό λείψανο τοῦ πατέρα του, τοῦ Ἐθνάρχη του:
«...Σεβασμιώτατε Πατριάρχα, ἄν καί δέν στολίζῃς πλέον τόν θρόνον τόν Οἰκουμενικόν, παρίστασαι μετά παρρησίας εἰς τόν θρόνον τῆς Μεγαλωσύνης τοῦ Ὑψίστου. Ἄν καί δέν ἄρχῃς πνευματικῶς εἰς τήν Μεγάλην τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν, διαπρέπεις μακαριστῶς εἰς τήν Οὐράνιον Ἐκκλησίαν τῶν Πρωτοτόκων. Ἄν καί δέν ἐνταφιάζεσαι εἰς τήν ἔνδοξον μέν, ἀλλά στενάζουσαν ἤδη γῆν τῆς Ἑλλάδος, ἐνταφιάζεσαι ἐνδόξως εἰς γῆν ἐλευθέραν καί τιμᾶσαι λαμπρῶς ὑπό τῶν παρόντων ὁμογενῶν σου... Ὦ Θεέ τοῦ ἐλέους! Ἐπίβλεψον ἐξ οὐρανοῦ καί δε τήν κάκωσιν τοῦ λαοῦ σου. Ἕως πότε, Κύριε, μέλλει νά ἐξυβρίζῃ τό Πανάγιόν Σου ὄνομα ὁ βάρβαρος ἐχθρός τοῦ Σταυροῦ;...».
Μέ τή συναρπαστικότητα τοῦ λόγου καί μέ τή δύναμη τῆς πένας του ἀγωνίζεται ὅπου γῆς γιά τήν ἀνάσταση τῆς πατρίδας του. Ἀξιώνεται νά πατήσει τά ἐλεύθερα πιά ἑλληνικά χώματα καί νά ὑπηρετήσει ἀνύσταχτος τήν Ἐκκλησία καί τό Ἔθνος. Καί ὁ μεγάλος ἀθλητής τῆς Ὀρθοδοξίας καί δεινός ρήτορας, πού «ἑνώνει τοῦ Χρυσοστόμου τήν εὐγλωττίαν μέ τοῦ Ἀθανασίου τό φλογερόν πνεῦμα», κλείνει στίς 8 Μαρτίου 1857 τά μάτια του, γιά νά τ’ ἀνοίξει στήν ἀτέρμονη αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ.
Πνευματοφόρε, πνευματοκίνητε, λευκασμένε δάσκαλε τοῦ Γένους μας, σ᾿ εὐχαριστοῦμε γιά τίς σοφές ὑποθῆκες πού μᾶς κληροδότησες κι ἡ μνήμη σου ἄς εἶναι αἰώνια.
![]() Μέ θυσίες πολλές καί μεγάλες οἱ πρόγονοί μας κράτησαν ζωντανή τήν ἐλευθερία μές στά σκελετωμένα κουφάρια τους κατά τούς αἰῶνες τῆς πικρῆς σκλαβιᾶς. Ἔμειναν ἀπροσκύνητοι στίς φοβέρες καί στά καλοπιάσματα τοῦ ἐχθροῦ, ἄσκιαχτοι ἀπ᾿ τό χειροπιαστό σκοτάδι, πού αἰῶνες τούς πλάκωνε. Μέσα στή μαυροφόρα ἀπελπισιά, στίς τυράννιες καί στά βάσανα, πού πάσχιζαν νά ἐξοντώσουν «τήν ἀποσταμένη ἐλπίδα», κράτησαν τό πνεῦμα ἄγρυπνο καί λεβέντικη τήν ψυχή. Καί τοῦτο, διότι φύλαξαν στήν καρδιά τους ἄσβηστη «τοῦ Χριστοῦ τήν πίστη τήν ἁγία». Ἡ πίστη ἦταν ἡ δύναμη πού, σάν ἦρθε ἡ ὥρα, ὅπλισε τούς ταπεινωμένους ἀλλά περήφανους ραγιάδες μέ ἡρωισμό· τούς ἔρριξε στήν περιπέτεια τῆς θυσίας, γιά νά κερδίσουν «τῆς πατρίδος τήν ἐλευθερία». Τό ὁμολογεῖ μέ τή σεμνή μεγαλοπρέπειά του ὁ πρωτομάστορας τῆς λευτεριᾶς, ὁ γέρος τοῦ Μωριᾶ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στό λόγοπαρακαταθήκη πού ἀπηύθυνε στά Ἑλληνόπουλα τῆς ἐλεύθερης πατρίδας: «Ὅταν ἐπήραμε τά ἄρματα, εἴπαμε πρῶτα ὑπέρ πίστεως κι ἔπειτα ὑπέρ πατρίδος». Τό ἐξομολογεῖται στήν προσευχή του ὁ Μακρυγιάννης, ὁ στρατηγός μέ τή σοφή ἁπλότητα: «... καί τότε μᾶς ἔσωσες, πανάγαθε Θεέ, μᾶς ἀνάστησες καί μᾶς σώνεις κάθε στιγμή...». Εἶναι ἰδιαίτερα ἐπίκαιρο τό μήνυμα πού φθάνει σέ μᾶς ἀπό τή μνήμη τῆς ἀνάστασης τοῦ ἑλληνικοῦ γένους. Σήμερα πού ὅλα μετριοῦνται μέ τήν ἀπολαβή κι ὅλα ὑπολογίζονται μέ κριτήρια ἰδιοτελῆ καί ἐγωκεντρικά, εἶναι ἀνάγκη νά θυμηθοῦμε ὅτι τίποτε τό μεγάλο κι ὄμορφο δέν γίνεται χωρίς θυσία. Πατρίδα, οἰκογένεια, σπουδές, ἐργασία, φιλία εἶναι ἀγαθά πού μέ θυσίες ἀποκτοῦνται καί μόνο μέ θυσίες διατηροῦνται. Δέν εἶναι θάνατος καί φθορά ἡ θυσία. Εἶναι σπορά ζωῆς. Ἄν δέν πεθάνει θαμμένος στή γῆ ὁ κόκκος τοῦ σιταριοῦ, μένει μόνος του· ἄν ὅμως πεθάνει, «πολύν καρπόν φέρει» (Ἰω 12,24). Τό ἐπισημαίνει τό ἀδιάψευστο στόμα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος προσέφερε στήν ἀνθρωπότητα τήν ὑπέρτατη καί σωτήρια θυσία τοῦ Γολγοθᾶ, πού ἔγινε ἡ πηγή τῆς χαρᾶς τοῦ κόσμου. Ἡ θυσία εἶναι ἡ ὕψιστη ἐπιλογή, στήν ὁποία ἑκούσια προβαίνει ὁ ἄνθρωπος. Καί δέν μπορεῖ νά τήν ἐμπνεύσει ἤ νά τή θρέψει τίποτε ἄλλο παρά μόνο ἡ πίστη στόν Ἰησοῦ Χριστό καί ἡ χάρη του πού χύνεται πλουσιοπάροχα μέσα στήν ἁγία του Ἐκκλησία. Νά μήν τό ξεχνοῦμε! Στέργιος Σάκκος
|