Super User

Super User

Σάββατο, 24 Μάρτιος 2018 00:03

Ταξίδι στήν Ἱστορία

taxidi Ἐπιθύμησα, παραμονές τῆς 25ης Μαρτίου, νά ταξιδέψω γιά λίγο στά 1821 καί νά δῶ καί νά ἀκούσω τά ψυχωμένα παλληκάρια τοῦ ἔθνους μας. Ἐ­λᾶτε, λοιπόν, νά μποῦμε γιά λίγο στή μηχανή τοῦ χρόνου καί νά γυρίσουμε πίσω, ἀφήνοντας τήν καρδιά μας νά χτυ­πᾶ στό ρυθμό τῆς δικῆς τους ἀν­δρεί­ας καρδιᾶς, στό δικό τους μεγαλεῖ­ο.

 Μαζί μέ τόν Ἀλέξανδρο Ὑψηλάντη ἄς μελετήσουμε τήν προκήρυξη πού ξεσήκωσε καί φλόγισε μία γενιά φλογε­ρή, τόν μεγαλειώδη Ἱερό του Λόχο: «Μά­­χου ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος…Εἶναι καιρός νά ἀποτινάξωμεν τόν ἀ­φό­ρη­τον ζυγόν, νά ἐλευθερώσωμεν τήν Πατρί­δα, νά κρημνίσωμεν ἀπό τά νέφη τήν ἡμισέληνον, διά νά ὑψώσωμεν τό σημεῖον, δι’ οὗ πάντοτε νι­κῶ­μεν, λέγω τόν Σταυρόν…».
 Ὁ Μακρυγιάννης, πού ἔμαθε γράμμα­τα σέ μεγάλη ἡλικία, μᾶς τά ἔγραψε τόσο ὑπέροχα! Ἄς τόν ἀκούσουμε: «Ὅ­ταν σηκώσαμεν τήν σημαίαν ἐναντίον τῆς τυραγνίας, ξέραμεν ὅτι εἶναι πολλοί αὐ­τεῖνοι καί μαχητικοί κι’ ἔχουν καί κανόνια κι’ ὅλα τά μέσα. Ἐμεῖς σέ οὕλα εἴ­μαστε ἀδύνατοι. Ὅμως ὁ Θεός φυλάγει καί τούς ἀδύνατους, κι’ ἄν πεθάνωμεν πεθαίνομεν διά τήν Πατρίδα μας, διά τήν Θρησκείαν μας καί πολεμοῦμεν ὅσο μποροῦμε ἐναντίον τῆς τυραγνίας κι ὁ Θεός βοηθός… Χωρίς ἀρετή καί πό­νο εἰς τήν πατρίδα καί πίστη εἰς τήν θρησκεία τους ἔθνη δέν ὑπάρχουν».
 Ἄς γονατίσουμε σιμά στόν Ἀθανάσιο Διάκο τή στιγμή πού ἀπαντᾶ στόν Ὀ­μέρ Βρυώνη « Ἐγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θέ νά πεθάνω» καί ἄς ἀναλογιστοῦμε τή θυσία του γιά τήν πατρίδα· ἕνα σφαχτάρι ἅγιο καί θύμα ἱερό στόν βωμό τῆς πατρίδας…
 Ἄς ἀκουμπήσουμε εὐλαβικά λουλούδια στόν τόπο πού ἔπεσε παλληκαρίσια ὁ Παπαφλέσσας, στό ἡρωικό Μανιάκι, κι ἄς ἀγναντέψουμε ἀπό ἐκεῖ τόν Ἰμ­πρα­ήμ νά σκύβει καί νά φιλᾶ στό μέτωπο τόν ἥρωα γεμάτος θαυμασμό...
 Ἦταν ἡ φλογερή καρδιά τοῦ Κανάρη πού ξεσήκωνε τά παλληκάρια καί ἡ ἀ­γά­πη στήν πατρίδα καί στόν Θεό, πού ὅ­πλιζε τό ἡρωικό του χέρι… «Μία δύ­να­­­μις μέ ἅρπαξε... Μία δύναμις θεϊκή μέ γιγάντωσε. Αὐτή μοῦ ἔδωσε θάρρος διά νά φθάσω μέ τό πυρπολικό μου στήν τουρκική ναυαρχίδα. Οἱ Τοῦρκοι ἦ­ταν τό­­σοι ὥστε ἐάν ἔπτυον ἐπάνω μας θά μᾶς ἔπνιγαν ἀναμφιβόλως… Εἰς τό ὄ­νο­μα τοῦ Κυρίου! φώναξα ἐκείνη τή στι­γμή. Ἔκανα τόν Σταυρό μου καί πή­δηξα στή βάρκα. Οἱ φλόγες τοῦ πυρπολικοῦ μεταδόθηκαν στήν ναυαρχίδα πού τινάχθηκε στόν ἀέρα καί παρέσυρε στόν θάνατο χιλιάδες Τούρκους…».
 Ξεφυλλίζω τά συγγράμματα τοῦ Ἀ­δαμάντιου Κοραῆ καί βρίσκω διαμάντια συμβουλῶν καί παραινέσεων, διαμάντια γιά τό τότε ἀλλά καί τό σήμερα: «Μό­νον τοῦ Εὐαγγελίου ἡ διδαχή ἐμπορεῖ νά σώσῃ τήν αὐτονομίαν τοῦ Γένους, ὅταν μάλιστα κηρύττεται ἀπό ποιμένας φίλους τῆς ἀληθείας καί τῆς δικαι­οσύνης… Τοῦτο παρακαλῶ νά τούς πα­ραγγείλετε νά πράττωσιν εἰς τό ἑ­ξῆς, παριστάνοντες εἰς αὐτούς, ὅτι πολεμοῦν ὄχι μόνον ὑπέρ πατρίδος, ἀλλά καί ὑπέρ πίστεως». Καί ἀλλοῦ σημει­ώ­νει: «Μόνη ἡ δικαιοσύνη φέρει τήν ἐ­λευ­θερίαν, τήν δύναμιν καί τήν ἀσφάλειαν. Ἡ ἀνδρεία χωρίς τήν δικαιοσύνην εἶναι εὐτελές προτέρημα. Καί αὐτή τοῦ Θεοῦ ἡ παντοδυναμία ἤθελ’ εἶσθε χωρίς ὄφελος διά τούς ἀνθρώπους, ἄν δέν ἦτον ἑνωμένη μέ τήν ἄπειρον δικαιοσύνην του…».
 Σέ ἀκούω καί πάλι, Σπυρίδων Τρικού­πη, νά μᾶς ἐνθουσιάζεις, καθώς φωνάζεις μέ πό­νο: «Ἄχ, διά τούς οἰκτιρμούς τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ὅλος ἀγάπη, διά τό ὄνομα τῆς Πατρίδος, ἡ ὁποία εἶ­ναι ὅλη ἀρετή, ἄς καθαρίσωμεν τήν ψυ­χήν μας ἀπό τόν ρύπον τῆς διχονοί­ας, ἄς θάψωμεν εἰς τόν τάφον τῆς λησμονησίας τά ἄγρια καί ἀνόητα πάθη μας, ἄς πλύνωμεν τάς μεμολυσμένας καρδίας εἰς τό ἱερόν λουτρόν τῆς ἀγάπης, ὁ πατριωτισμός ἄς λαμπρύνῃ εἰς τό ἑξῆς τόν θολωμένον νοῦν μας, ἡ εἰ­λικρίνεια ἄς βασιλεύσῃ εἰς τήν καρδί­αν μας, ἡ ἀγάπη καί ἡ σύμπνοια ἄς προ­- πορεύωνται, ὡς νεφέλη πυρός, ὅλων τῶν βουλῶν μας καί ὅλων τῶν ἔργων μας».
 Κι ὁ φωτισμένος Καποδίστριας, πού ἀναίτια δολοφονήσαμε, ὑψώνει τό ἴδιο λάβαρο τῆς πίστης καί μηνᾶ στούς ἀν­τίθεους καιρούς μας: «Ὁ Θεός εἶναι με­τά τῆς Ἑλλάδος καί ὑπέρ τῆς Ἑλλάδος καί αὕ­τη σωθήσεται. Ἐκ ταύτης τῆς πεποιθήσεως ἀντλῶ πά­σας μου τάς δυνάμεις καί πάντας τούς πόρους».
 Τό ταξίδι τελειώνει… ἀν­τάμωμα συγκλονιστικό μέ ὅλους ὅσοι πότισαν τούτη τή γῆ μέ τό αἷμα τους καί τή ζύμωσαν μέ τά λόγια καί τά θαυμαστά ἔργα τους. Δέν θέ­λω νά φύγω… ζητῶ καταφύγιο ἀνάμε­σα σέ τούτους τούς νεκρούς, πού εἶναι τόσο ζωντανοί στήν καρδιά μου. Ἡ ψυ­χή τοῦ Θεόδωρου Κολοκο­τρώ­νη πλα­νιέ­ται ἀνάμεσά μας ψιθυρίζοντας: «…καί μήν ξεχνᾶς, γιέ μου, πώς ἐμεῖς ξο­φλή­σαμε πιά. Ὥς ἐδῶ ἦταν. Τώρα ἡ πολύπαθη Ρωμιοσύνη στηρίζει τήν ὕπαρξή της στή λεβεντιά σας». Ναί, ἥρωες τῆς πατρίδας μου, τολμῶ νά καυχηθῶ ὅτι εἶμαι κι ἐγώ, παιδί τοῦ 21ου αἰώνα, δι­κός σας ἀπόγονος. Μέ­σα στίς φλέβες μου τρέχει τό δικό σας ἡρωικό αἷ­μα, ἡ δική σας παλλόμενη ἀπό ἀγάπη στόν Θεό καί στήν πατρίδα καρδιά μεταγγίζει παλμό καί ἐνθουσιασμό στή νιότη μου! Εὐλαβικά σᾶς προσ­φέρω φόρο τι­μῆς καί εὐ­γνωμοσύνης καί ὑ­πόσ­χομαι     -μέ τή δική σας ἀκρά­δαν­τη πίστη- νά «στήσουμε καί πάλι μές στό οὐράνιο θεῖο φῶς μία Ἑλλάδα τρισμεγάλη». Για­τί τό «χρω­στᾶ­με σέ ὅ­σους πέρασαν, θά ρθοῦ­νε, θά περάσουν, κριτές θά μᾶς δικάσουν, οἱ ἀγέννητοι, οἱ νεκροί».

Μ. Δανιήλ

Ἀπολύτρωσις 71 (2016) 78-79

Τετάρτη, 03 Φεβρουάριος 2016 20:56

Ἐλευθερία ἤ Θάνατος

papadimitriou c Ἡ Ἐπανάσταση τῶν Ἑλλήνων τό 1821 εἶναι ἕνα ἀπό τά πιό λαμπρά γεγονότα τῆς παγκόσμιας ἱστορίας κατά τήν ἀπόφαση καί ὄχι κατά τό ἀποτέλεσμα καί τίς συνέπειές του. Στό παρελθόν ἡ ἐπέτει­ος πανηγυριζόταν κατά τρόπο ὑ­πο­κρι­τι­κό χωρίς διάθεση προσέγγισης στό πνεῦ­­μα τῶν πρωτεργατῶν της. Κατά τά τελευταῖα ἔτη ἔχουμε ἐπίθεση ἐκ μέρους τῶν ἐθνομηδενιστῶν, προκειμένου νά ἀμαυρωθεῖ ἀκόμη καί ἡ μνήμη αὐτῶν καί νά σπιλωθεῖ ἡ Ἐκκλησία, τῆς ὁποίας ὁ ρό­λος προβάλλεται ἀπό τούς ἐχθρούς τοῦ ἔθνους ὡς ἐθνομειοδοτικός!

 Ἄς ἐξετάσουμε τά πράγματα μέ νηφαλιότητα, χωρίς φόβο δηλαδή, καί χωρίς πάθος.
 Τό Γένος μας, συνηθίζουμε νά λέμε, παρέμεινε ὑπόδουλο ἐπί 400 ἔτη. Παραβλέπουμε ὅτι περιοχές του εἶχαν ἤδη κατακτηθεῖ κατά τόν 11ο αἰώνα (Καπ­παδοκία) καί τά ἔτη δουλείας εἶ­χαν ξεπεράσει τά 800 κατά τήν ἀν­ταλλαγή τῶν πληθυσμῶν καί ὅτι ἡ Βόρεια Ἑλλάδα παρέ­μεινε κατακτημένη περί τά 530 ἔτη. Στίς κατακτηθεῖσες περιοχές ὑπῆρξε ἔντονος ἐξισλαμισμός καί στή συνέχεια ἐπιμειξία, μέ συνέπεια νά ἀλλοιωθοῦν τά χαρακτηριστικά τῶν κατακτητῶν, πού ἦταν μογγολικῆς καταγωγῆς. Ὁ ἐξισλαμισμός ἑρ­μηνεύεται κατά τρό­πο ἱκανοποιητικό ἀπό τίς ὑλιστικές σχολές ἱστορικῆς ἀ­νάλυσης: Τό κίνητρο ἦταν οἰκονομικό. Πρῶτοι ἐξισλαμίστηκαν οἱ οἰκονομικά ἰσχυροί, προκειμένου νά διατηρήσουν μεγάλο μέ­ρος τῆς περιουσίας τους.  Ἀκολούθησαν καί οἱ οἰκονομικά ἀνίσχυροι, προκειμένου νά ἀποφύγουν τόν κατατρεγμό τοῦ ὑποδούλου.
 Ἡ ἄποψη ὅτι οἱ ἐξισλαμισμοί κατά κανόνα ὑπῆρξαν βίαιοι δέν ἔχει ἰσχυρά ἱστορικά ἐρείσματα οὔτε κατά τήν πρώιμη οὔτε κατά τήν ὄψιμη τουρκοκρατία. Τό ἐρώτημα πού δέν τίθεται ὅμως καί δέν ἀ­παντᾶται εἶναι: Γιατί δέν ἐξισλαμίστηκαν ὅλοι; Γιατί παρέμειναν τόσοι χριστιανοί πρίν ἀπό τή γενοκτονία, πού ἐπιχείρησαν οἱ Νεότουρκοι στή Μικρά Ἀσία; Γιά νά ἀπαντήσουν πρέπει νά ἔλθουν σέ σύγ­κρου­ση μέ τήν ὑλιστική φιλοσοφία, στήν ὁποία ἑδράζεται ἡ κατ’ αὐτούς ἑρμηνεία τῆς ἱστορίας.
 Ἡ Ἐκκλησία, παρ’ ὅλες τίς ἀδυναμίες τοῦ σώματός της, κατάφερε καί συγκράτησε ἀρκετά παιδιά κοντά της. Ἀν­τί νά ἀναγνωρισθεῖ ἡ συμβολή της στή διατήρηση τοῦ Γένους, ἔχουμε κατά τίς   τελευταῖες δεκαετίες ἐνορχηστρωμένη τή συκο­φαντική σέ βάρος της ἐπίθεση μέ   τήν κατηγορία ὅτι ὑποτάχθηκε στόν κατακτητή, γιά νά διατηρήσει τά προνόμιά της! Δοκιμάζουν ἄγρια χαρά ὅλοι οἱ ἐχθροί τῆς Ἐκ­κλησίας ἱστορικοί προ­βάλλοντας σκάνδαλα μελῶν τῆς Ἐκ­κλησίας, ἐνῶ θάβουν κυριολεκτικά κά­-  θε προσφορά της.
 Κατ’ ἀρχήν ὑπενθυμίζου­με: Ὁ ὑ­πό­δου­λος πρόγονός μας ἀγνο­οῦσε παντε­λῶς τούς ὅρους «ἰσλάμ» καί «ἐξισλα­μισμός». Γιά κάθε ἐξισλαμισμένο ἔλεγε: «Αὐτός τούρκεψε». Τί σημαίνει αὐτό; Ὅτι ὁ ἀρνησίθρησκος χανόταν καί γιά τό Γέ­νος. Τί πρόσφερε λοιπόν ἡ Ἐκκλησία στό ἔθνος; Κράτησε κοντά της ὅσα παιδιά της ἄντεξαν τίς δοκιμασίες τῆς δουλείας, ὥσ­τε, ὅταν ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, αὐ­τά νά ἐπαναστατήσουν. Ἄν εἶχαν ἐξισλα­μιστεῖ ὅλοι, θά εἶχε ὑπάρξει ἐπανά­στα­ση; Ἄς ἐ­ρευνήσουν οἱ ἐμπαθεῖς ἐχθροί   τῆς Ἐκ­κλησίας τή στάση τῶν ἐξισλα­μι­σμέ­νων Βαλαάδων τῆς Δυτικῆς Μακε­δο­νί­­ας κατά τόν ἀγώνα. Στρατεύτηκαν στό πλευ­ρό τῶν κατακτητῶν! Ἀκόμη καί οἱ με­τα­στραφέντες στόν καθολικισμό στίς ἑνετικές κτήσεις ὁμογενεῖς μας ἀπεῖχαν ἀπό τόν ἀγώνα.
 Ὁ λαός ἐπαναστάτησε μέ τό σύνθημα «ἐλευθερία ἤ θάνατος»! Καί ἔφθασαν πολυμαθεῖς ἱστορικοί νά καταγγείλουν τούς ἀγωνιστές ὅτι δέν ἤξεραν γιατί ἀγωνίστηκαν. Τί κι ἄν ὅλοι τους βροντοφώναξαν «γιά τοῦ Χριστοῦ τήν πίστη τήν ἁγία καί τῆς πατρίδος τήν ἐλευθερία»; Τί κι ἄν δέν ὑπῆρξε σημαία ἐπαναστατικοῦ σώματος χωρίς τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ; Τί κι ἄν ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης τόνισε ὅτι ἡ δική μας ἐπανάσταση δέν μοιάζει μέ τίς ἄλλες (στήν οὐσία μέ τήν ἄλλη, τή γαλλική); Ἦλθαν αὐτοί οἱ γραμματιζούμενοι νά κάνουν γνωστό στούς πολίτες τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους αὐτό πού ἀγνοοῦσαν οἱ πρωταγωνιστές τῆς ἐποποιίας! Ὁ ἀγώνας ἦταν ταξικός, ὅπως καί κάθε ἀ­γώνας στήν ἱστορία! Τό κίνητρο ἦταν οἰ­κονομικό! «Ποιά πατρίδα καί ποιά πί­- στη;», ὠρύονται οἱ ἐθνομηδενιστές. «Ἐ­κεῖνοι οἱ ἀγράμματοι δέν γνώριζαν ποιοί ἦσαν». Οἱ ἐλευθερωτές τους, οἱ «μεγάλες δυνάμεις» δηλαδή, τούς ἔμαθαν ποιοί εἶ­ναι! Οἱ Ἀνατολίτες τούς ἀποκαλοῦσαν Ρούμ καί Γιουνάν, οἱ Δυτικοί Γραικούς, ἀλλά οἱ ἴδιοι δέν γνώριζαν ποιοί ἦσαν! Τί κι ἄν δηλώνει ὁ Μακρυγιάννης ὅτι πολέμησαν γιά τίς ἀρχαιότητες, πού ἦσαν διάσπαρτες στή γῆ μας καί τίς ὁποῖες ἐ­ποφθαλμιοῦσαν τότε, ὅπως καί τώρα, οἱ Εὐρωπαῖοι!
 Ἡ μόνη ἀλήθεια πάντως εἶναι ὅτι δέν μᾶς ἀπελευθέρωσαν τά αἵματα τῶν ἀ­γωνιστῶν, ἀλλά τά συμφέροντα τῶν «μεγάλων». Μᾶς ἀπελευθέρωσαν ἀπό τούς Τούρ­κους, γιά νά μᾶς ἔχουν σκλάβους τους οἰκονομικούς!
 Ἀπό τότε πού μᾶς ἔβαλαν καί δο­λο­φονήσαμε τόν πρῶτο κυβερνήτη μας, τόν λαμπρό Καποδίστρια, διαφέντεψαν τόν ἔρμο αὐτόν τόπο ὅλοι ἐκεῖνοι πού ἦ­σαν πρόθυμοι νά τεθοῦν, μέ τό ἀζημίωτο, στήν ὑπηρεσία τῶν δυνατῶν. Ὅλων αὐ­τῶν οἱ ἐνέργειες ἑρμηνεύονται κατά τρό­πο ἱκανοποιητικό ἀπό τήν ὑλιστική φιλοσοφία τῆς ἱστορίας: Τό κίνητρό τους εἶ­ναι οἰκονομικό.
 Ἀλλά γιατί νά δυσανασχετεῖ ἕνας λα­ός ἀπό τίς ἐξελίξεις πού τόν ὁδηγοῦν στήν ἔνδεια καί τόν καθιστοῦν ἀντικείμενο λοιδορίας τῶν «μεγάλων»; Ἄν πιστεύουμε  ὅτι μοναδικό κίνητρο τῶν ἀνθρωπίνων ἐνεργειῶν εἶναι τό οἰκονομικό, τότε δικαι­ώνουμε ὅλους ἐκείνους πού ξεπουλοῦν τήν πατρίδα στούς ξένους! Ἄν σή­μερα φαντάζει σέ μᾶς τούς Ἕλληνες ἀ­νόητο καί παρωχημένο τό σύνθημα «ἐ­λευθερία ἤ θά­νατος», κα­θώς οἱ κοινω­νικές συνθῆκες ἔ­χουν μεταβληθεῖ σαρωτικά σέ σχέση μ’ ἐκεῖνες τῆς Τουρκοκρατίας, τότε ἄς μή κλαιγόμαστε: Εἴμαστε ἄξιοι τῶν συνεπειῶν τῆς ἐπιλογῆς μας νά θεωροῦμε τή θρησκευτική πίστη ἀνώφελη καί τήν πατρίδα ἀπολίθωμα τοῦ παρελθόντος, σερνόμενοι πίσω ἀπό αὐτούς πού ἀπώλεσαν τήν πρώτη καί εἶναι πρόθυμοι νά ἐκποιήσουν τή δεύτερη.

Ἀπόστολος Παπαδημητρίου

Τετάρτη, 03 Φεβρουάριος 2016 20:48

Ἅγιοι τῶν Δωδεκανήσων

 Dodeka agioi cἩ λαμπρή μέρα τῆς λευτεριᾶς καί τῆς ἐνσωμάτωσης στή μητέρα Ἑλ­λάδα ἀνέτειλε γιά τά ἡρωικά Δωδεκάνησα στίς 7 Μαρτίου 1948. Μέ πατριωτικό παλμό γιορτάζεται ἡ τρα­νή ἐπέτει­ος κά­θε χρόνο σέ τοῦτες τίς ἐσχατιές τῆς ἑλληνι­κῆς γῆς, στό ἔν­δοξο προπύργιο τῶν ἀ­γώνων τῆς Φυ­λῆς. Συνάμα τήν ἴδια ἡ­μέρα τιμοῦνται πανηγυρικά ὅλοι οἱ δω­­δεκανήσιοι ἅ­γιοι, ἀπόστολοι, ὅ­σιοι, μάρτυρες καί νεομάρτυρες. Μία ἱερή ὁλόφωτη σύναξη, πού μαρτυρεῖ τήν πα­ρου­σία τῶν χριστιανῶν στήν εὐλο­γημένη γῆ τῶν Δωδεκανήσων στό διάβα τῶν αἰώνων καί ἐνισχύει τούς πνευματικούς ἀγωνιστές κάθε ἐ­ποχῆς. Ὁ σπόρος τῆς ἀλήθειας πού φύτευσε τό χέρι τῶν ἀποστόλων Παύλου καί Ἰωάννη ἔδω­σε καρποφορία μεστή καί εὔχυμη.

 Ὅσιοι καί ἀσκητές πού δέν συμβιβάζονται μέ τό πεπερα­σμένο, νοσταλγοί τοῦ οὐρανοῦ λατρεύ­ουν τόν Θεό μέσα στήν παν­ώρια φύση τῶν ἑλληνι­κῶν νησιῶν. Ὁ ὅσιος Χριστόδουλος (11ος αἰ.) πού ἔ­χτι­σε τή μονή τοῦ ἁγίου Ἰω­άννου τοῦ Θεολόγου, ὁ ὅσιος Λεόντιος ὁ θαυματουργός (12ος αἰ.), ὁ Γεράσιμος ὁ Βυζάντιος (18ος αἰ.), μέ τήν ὁσιακή ζωή τους ἁγίασαν στήν Πάτμο. Ὁ Ἰ­ω­άννης ὁ Καρπάθιος (7ος αἰ.), ὁ ὅ­σιος Σάββας ὁ ἐν Καλύμνῳ (20ός αἰ.) συνασκητής καί διακονητής τοῦ ἁγίου Νεκταρίου, τό ἱερό λείψανο τοῦ ὁποίου φυλάγεται στήν Κάλυμνο, ὁ ὅσιος Γρηγόριος Γραβανός ὁ Νισύριος (19ος αἰ.), μέλος τοῦ κινήματος τῶν Κολλυβάδων. Ξερι­ζωμένος ἀπό τό Ἅ­γιο Ὄ­ρος, ἀσκή­τευ­σε καί κήρυξε στήν Πάτ­μο καί στούς Λειψούς. Ἡ ἀρετή καί ἡ ἄ­σκη­σή του ἀκτινο­βο­λοῦ­σαν σ’  ὅ­λα τά νησιά καί ἀνέπαυε χιλιάδες ψυχές ὡς ἄριστος πνευματικός. Ὁ Πλάτων Ἀϊβαζίδης ὁ Πά­τμιος (20ός αἰ.). Μοναχός στή Μο­νή τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, κατά τή διάρκεια τῶν σπου­δῶν του στήν Κωνσταντι­νού­πολη γνώρισε τόν Γερμανό Καραβαγγέλη, Μη­τροπολίτη Καστοριᾶς καί μετέπειτα Ἀμασείας Πόντου, τόν ὁποῖο καί ἀκο­λού­­θησε. Ἐκεῖ κρεμάστηκε ἀπό τούς Τούρκους τό 1921.
 Ὁ ἅγιος Φανούριος ὁ νεοφανής (13ος αἰ.), πού τόν ἀποκάλυψε ὁ Θεός ὡς δῶρο οὐράνιο τόν 16ο αἰώνα, στή Ρόδο. Στήν εἰκόνα, πού θαυματουργικά βρέθηκε, ὁ Ἅγιος παρουσιαζόταν ὡς στρατιώτης, κρατώντας σταυρό καί λαμπάδα ἀναμμένη καί γύρω ἀπό τή μορφή του εἰκονίζονταν τά μαρτύριά του.
 Πλάι στούς ὁσίους, συντονίζουν τό βῆμα οἱ ἡρωικοί νεομάρτυρες, πού σάν ἄνθη ἐαρινά προβάλλουν μέσα στήν παγωνιά τῆς Τουρκοκρατίας καί ἀντιφεγγίζουν μέ τή γενναία ὁμολογία τους τή λάμψη τῶν πρώτων μαρτύρων.
 Ὁ Μακάριος ὁ Καλογερᾶς, ὁ ἐθνοδι­δάσκαλος (18ος αἰ.), ὁ ἱδρυτής τῆς Πατμι­άδας Σχολῆς, ἡ ὁποία διαδραμάτισε ση­μαντικό ρόλο στή διαπαιδαγώγηση τῶν ὑπόδουλων Ἑλλήνων. Ὁ ἱερομάρτυς Εὐ­θύμιος Μητροπολίτης Ρόδου (16ος αἰ.), εὐσεβής καί ἄγρυπνος ποιμένας, τόν ὁ­ποῖο συνέλαβαν οἱ Τοῦρκοι καί ἀνασκολόπισαν μαζί μέ ἄλλους κληρικούς καί κοινοτικούς παράγοντες τῆς Ρόδου. Οἱ προσκυνητές τοῦ τάφου του εὐεργετοῦν­ται μέ πλῆθος θαυμαστῶν σημείων. Οἱ πέντε ὁσιομάρτυρες στούς Λειψούς (16ος αἰ.), πού πότισαν τό χῶμα καί τά βράχια τῶν Δωδε­κανή­σων μέ τό αἷμα τους, βρίσκοντας μαρτυρικό τέλος ἀπό τούς τούρκους δυνάστες. Ὁ μεγαλομάρτυρας Κωνσταν­τῖνος ὁ Ὑδραῖος (†1800) πού ξέ­πλυ­νε τήν ἄρνη­ση ὑπομένοντας φρικτά βασανιστήρια στή Ρόδο, ὁ Ἰωάννης ὁ Ναύ­κληρος (†1732) πού κάηκε ζωντανός ἀπό τούς Τούρκους, ὁ Νικήτας ὁ Νισύριος (†1669) πού μαρτύρησε στά δεκάξι του χρόνια, ὁ Χρῆστος ὁ κηπουρός ὁ ἐκ Πρεβέζης (†1668), πού ὁμολόγησε τόν Χριστό καί ὑπέστη φοβερά βασανιστήρια στήν Κῶ.
 Ἀτέλειωτος τοῦτος ὁ χορός, στεφα­νω­μένος μέ τό φῶς τῆς αἰωνιότητας, μᾶς περιστοιχίζει στίς 7 Μαρτίου, καθώς ἡ καρ­- διά κάθε Ἕλληνα στρέφεται στά αἱ­μα­τοβαμμένα Δωδεκάνησα. Οἱ ἅγιοι καί οἱ μάρ­τυρες «φαιδρές λαμπάδες τοῦ Χριστοῦ», ἀκάματοι πρεσβευτές στόν  θρόνο τοῦ Θεοῦ ἀλλά καί ἐγγυητές τῆς αἰώνιας νίκης τῶν πιστῶν τῆς στρατευομένης ἐκ­κλησίας.

Ἰχνηλάτης

Παρασκευή, 24 Σεπτέμβριος 2021 11:54

Δοκάρια καί … ξυλάρια

«τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου,

τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς;» (Μθ 7,3)
the Mote and the Beam c Πάθος πολύμορφο καί πολύφθορο ἡ κα­τά­κριση καταδικάζεται ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύ­ριο καί τούς ἀπο­στόλους. Ἀλλά καί οἱ ἅγιοι πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας μιλοῦν μέ ἀπο­τροπιασμό γιά τό ψυ­χώ­λεθρο αὐτό πάθος. Ἕνας ἀπό αὐτούς, ὁ ἅγιος Νι­κό­δημος ὁ ἁ­γιορείτης, μέ νυ­στέρι τή θεό­πνευστη Γρα­φή, τήν τομω­τέραν «ὑ­πὲρ πᾶσαν μάχαιραν» (Ἑβ 4,12), εἰσχω­ρεῖ στά τρίσβαθα τῆς ἀν­θρώπινης ὕπαρξης καί ἐντοπίζει τά «δο­κά­ρια» καί τά «ξυλάρια» πού παρα­κωλύουν τήν οἰκοδομή τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου.
 Ὡς ἄριστος ἀναγνώστης τοῦ πνευμα­τι­κοῦ γονιδιώματος τοῦ ἀνθρώπου, ἐπι­σημαί­νει, στό βιβλίο του «Ἀόρατος Πό­λεμος», ὅτι ἡ φιλαυτία, ἡ ἀγάπη καί ἡ τι­μή πού τρέ­φου­με γιά τόν ἑαυτό μας, γεν­νᾶ τήν αὐθάδη κρί­ση καί κατάκριση τοῦ πλησίον μας. Τά δύο αὐ­τά πάθη μά­λιστα ἀλληλοστηρίζονται καί ἀλληλο­θάλπονται.
 Εἶναι γεγνονός ὅτι ὅσο μεγαλύτερη ἰδέα ἔχουμε γιά τόν ἑαυτό μας τόσο περισσότερο κατακρίνουμε τόν συνάν­θρωπό μας, θεω­ρώντας μάλιστα ὅτι ἐ­μεῖς δέν ἔχουμε σχέση μέ τέτοιου εἴδους ἐλαττώματα. Ὁ δέ διά­βολος, βλέποντας αὐτήν τήν ὀλέθρια διά­θεση τῆς αὐτο­δι­καίωσης μέσα μας, ξα­γρυ­πνᾶ καί φρον­τίζει ὥστε νά μή μᾶς δια­φύγει τό παρα­μικρό ξυλάρι-ἐλάττωμα τοῦ ἀδελ­φοῦ.
 Ἀλλά προτρέπει ὁ ἅγιος Νικόδημος:  «Ἄν ἀγρυπνεῖ ὁ σατανᾶς γιά νά σέ ζη­μιώ­σει, ἀγρύπνησε καί σύ γιά νά ἀπο­φύγεις τίς ὀλέθριες παγίδες του∙ κι ἄν σοῦ γεν­νηθεῖ ἡ ἐπιθυμία νά κρίνεις τόν ἀδελφό σου, σκέ­ψου τά λόγια τοῦ προ­φήτη• “καὶ ἕκαστος τὴν κακίαν τοῦ πλη­σίον αὐτοῦ μὴ λογίζεσθε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν” (Ζα 8,17). Ἐξάλλου, ἡ ἐξουσία αὐτή δέν δό­θηκε σέ σένα. Πῶς νά κρί­νεις σωστά καί δίκαια ἐσύ πού εἶσαι περικυκλωμένος ἀπό πάθη;».
 Τό δραστικότερο φάρμακο γιά τήν ἀντι­μετώπιση τῆς ὀλέθριας αὐτῆς ἀσθέ­νειας, ἐπισημαίνει ὁ Ἅγιος, εἶναι τό νά ἀσχολεῖσαι μέ τίς δικές σου κακίες καί τά δικά σου πά­θη καί μάλιστα μέ κεῖνα τά ἀπόκρυφα, πού σέ κυβερνοῦν ἀθέα­τα. Ἄν ἀσχοληθεῖς μέ αὐτά, δέν θά σοῦ μένει χρόνος νά ἐξε­τάζεις τίς πράξεις τοῦ ἄλλου. Ἄν ἐρευ­νᾶς καί φροντίζεις νά καθαρίζεις τούς ὀφθαλμούς σου ἀπό τά μεγάλα δοκάρια, τά ὁποῖα σέ παρα­κινοῦν νά βλέπεις τά μικρά ξυλάρια στούς ὀφθαλμούς τοῦ ἀ­δελφοῦ σου, δέν θά σοῦ φθάσουν οἱ ἡ­μέρες τῆς ζωῆς σου νά τά θεραπεύσεις.
 Γνώριζε ἀκόμη, ὑπογραμμίζει ὁ θεο­φώ­τιστος χειρουργός τῆς ἀνθρώπινης ψυ­χῆς, ὅτι ἄν ἐξετάζεις μέ κατακριτική διά­θεση ἕνα πάθος τοῦ ἀδελφοῦ σου, κάποια ρίζα αὐτοῦ τοῦ ἴδιου πάθους κρύ­βεται καί στή δική σου καρδιά. Διό­τι, ὅ­πως λέγει ἡ Γρα­φή, ὁ πονηρός ὀ­φθαλμός βλέπει τά πονηρά (Μθ 12,35), ἐνῶ ὁ κα­θαρός δέν βλέ­πει τά πονηρά (Ἀβ 1,13). Γι’ αὐτό λοιπόν, ἀντί νά στρέ­φεσαι κατά τοῦ ἀδελ­φοῦ σου, μετα­χει­ρίσου τά ὅπλα πού θά ἔστρεφες ἐνα­ν­τίον του, γιά τή θε­ραπεία τοῦ ἑαυτοῦ σου.
 Καί ἄν ἀκόμη τό ἁμάρτημα τοῦ ἀ­δελ­φοῦ σου εἶναι δημόσιο καί φανερό, αἰτιο­λόγησέ το μέ ἀγάπη καί φιλαδελ­φία, διό­τι δέν μπορεῖς νά ξέρεις γιατί τό ἐπέ­τρε­ψε ὁ Θεός. Ἴσως ὁ ἁμαρτάνων ὠ­φε­ληθεῖ ἀπό τήν πτώση του, ἐνῶ ἐσύ, κρί­νοντας ἐπιφα­νειακά, θά κατακριθεῖς.
 Γι’ αὐτό λοιπόν, συμπεραίνει ὁ Ἅγιος τοῦ Θεοῦ, νά στέκεις μέ φόβο καί τρόμο περισ­σότερο γιά τόν ἑαυτό σου παρά γιά ὁ­ποιονδήποτε ἄλλον. Καί νά εἶσαι βέ­βαι­ος ὅτι τά καλά λόγια πού θά πεῖς γιά τόν ἀ­δελφό σου γεννοῦν μέσα σου τή χα­ρά, πού εἶναι καρπός τοῦ ἁγίου Πνεύ­ματος. Ἀντίθετα, μέ κάθε καταφρόνηση καί αὐ­θάδη κρίση πού θά ξεστομίσεις γιά τόν ἀδελφό σου, θρονιάζεις μέσα σου τό δια­βολικό θέ­λημα.

Νικοδήμου Ἁγιορείτου,
Ἀόρατος πόλεμος, Κεφ. ΜΔ΄.
Ἀπόδοση: Δ. Καλογεράκη

Πέμπτη, 16 Μάρτιος 2017 17:48

Ἡ προσωπικότητα τῆς Θεοτόκου

 pan cΜέσα στήν πένθιμη ἀτμόσφαιρα τῆς Με­γάλης Τεσσαρακοστῆς ἡ Ἐκκλησία «ἐν πανη­γύρεσι χαρᾶς» προβάλλει καί τιμᾶ ἰδιαίτερα τήν σεπτή μορφή τῆς Θεοτόκου, τῆς μητέρας τοῦ Κυρίου.
 Δέν γνωρίζουμε πολλά γιά τήν παρ­θένο Μαρία. Οἱ πληροφορίες πού μᾶς παρέχει ἡ Καινή Διαθήκη γιά τό πρόσωπό της εἶναι λί­γες. Εἶ­ναι ὡστόσο ἀρκετά χαρακτηριστικές καί μᾶς βοηθοῦν νά σκιαγραφήσουμε μέ ἁ­δρές πινε­λιές τήν προσωπικότητά της.
 Φαίνεται ὅτι γεννήθηκε καί μεγάλωσε στήν Ναζαρέτ τῆς Γαλιλαίας, ὅπου συνέβη καί ὁ εὐαγγελισμός της. Καταγόταν ἀπό τήν βασι­λική γενιά τοῦ Δαυΐδ, ὅπως καί ὁ ἀρ­ρα­βω­νια­στικός της Ἰωσήφ. Τό ὄνομά της «Μα­ριάμ», πού στά ἑλληνικά σημαίνει «κυρία», «δυναμι­κή», ἦταν σύνηθες καί δινόταν στά κορίτσια τῶν Ἑβραίων πρός τιμήν τῆς ὁμώ­νυ­μης ἀ­δελ­φῆς τοῦ Μωϋσῆ.
 Ἕνα ἀπό τά πρῶτα χαρακτηριστικά τῆς Παρθένου ἦταν ἡ σύνεσή της. Στήν ἐπίσκεψη τοῦ ἀγγέλου Γαβριήλ καί στό μήνυμά του ὅτι θά κυοφορήσει καί θά γεννήσει τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, ἀντιδρᾶ μέ περίσκεψη καί προσοχή. Δέν ἀποδέχεται ἄκριτα τήν θεία ἀγγελία, ὅπως ἴσως θά ἀνέμενε κανείς. «Ποταπὸς εἴη ὁ ἀσπασμὸς οὗτος» (Λκ 1,29), τί νά σημαίνει ἄραγε αὐτός ὁ χαιρετισμός τοῦ ἀγγέλου, ἀναλογίζεται. Καί ὅταν ὁ Γαβριήλ τῆς ἐξηγεῖ, τόν ρωτᾶ• «πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώ­σκω;» (Λκ 1,35). Δέν δείχνει ἀπιστία αὐτή ἡ ἀντίδρασή της; Δέν μοιάζει μέ τήν ἀπιστία τοῦ Ζαχαρία, γιά τήν ὁποία ὁ ἱερέας τιμωρήθηκε; Ὄχι, ἀπαντᾶ ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος Μεδιολάνων. Ὁ Ζα­χα­ρίας εἶχε ὑπ’ ὄψιν του πα­ρα­δεί­γματα ζευγαριῶν ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη πού ἄν καί ἡλικιω­μένοι ἤ στεῖ­ροι ἀπέ­κτησαν παιδί μέ τρόπο θαυ­μαστό. Γι’ αὐτό καί δέν ἔπρεπε νά ἀπιστή­σει. Ἡ πε­ρίπτωση ὅμως τῆς Θεοτόκου εἶναι διαφορετική· πρό­κει­ται γιά παρθενική γέννηση, μοναδική στήν ἱστορία. Ὁ Γα­βριήλ ἀπαντᾶ στήν φυσιολογική ἀ­πο­ρία της καί τό­τε ἡ Μαρία ὑποτάσ­σεται ἀνεπιφύλακτα στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ.
 Διέθετε ἐπίσης ἡ Παρθένος ταπεί­νωση καί εὐσέβεια ἀληθινή. Ὑπακούει στό θεῖο θέλημα μέ ἁπλότητα· «ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆ­μά σου» (Λκ 1,38). Δέν ξυπάζεται. Δέν θεωρεῖ τόν ἑαυτό της ἄξιο μιᾶς τέ­τοιας τιμῆς. Δοξάζει τόν Θεό «ὅτι ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ» (Λκ 1,48). Καί ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ἐμ­πιστεύεται τόν ἑαυτό της ὁ­λόψυχα στά χέρια του. Γνωρίζει ὅτι ὁ ρόλος τόν ὁ­ποῖο ἀποδέχεται σημαίνει περιπέτεια καί δοκιμασία. Ἡ γυναίκα πού ἔμενε ἔγκυος ὄχι ἀπό τόν σύζυγό της καταδικαζόταν ἀπό τόν Νόμο σέ θάνατο. Ὅ­μως ἡ Θεο­τό­κος, προκειμένου νά ἀντα­ποκριθεῖ στήν θεία ἐπι­ταγή, εἶναι ἕτοιμη γιά ὅλα.
 Ἡ ταπείνωσή της διακρίνεται ἀ­κό­μη στό περιστατικό τοῦ γάμου στήν Κα­νά. Ὅταν τελειώνει τό κρασί, ἀ­πευ­θύ- νεται συνεσταλμένα στόν Υἱό της καί τοῦ λέει· «οἶνον οὐκ ἔχουσι» (Ἰω 2,3). Γνωρίζει ποιός εἶναι. Ξέρει πολύ καλά ὅτι ἔχει τήν δυνατότητα νά κάνει τό σημεῖο καί νά δείξει ἔτσι τήν πραγ­ματική του ταυτότητα. Πιστεύει ὅτι εἶναι πλέον καιρός. Ὅμως ὁ Κύ­ρι­ος τήν ἀποθαρ­ρύνει· τῆς λέει «τί ἐμοὶ καὶ σοί, γύναι; οὔπω ἥκει ἡ ὥρα μου» (Ἰω 2,4), πού ση­μαίνει: «Ποιά σχέση ἔχω ἐγώ μέ σέ­να, γυναίκα; Δέν ἔχει ἔρθει ἀκόμη ἡ ὥρα μου». Ἀλλά αὐτή ἡ αὐστηρή ἀποστρο­φή του δέν τήν ἀ­πελπίζει. Φεύγει συνε­σταλμένα, ὅπως ἦρθε. Δέν λέει τίποτε. Καμιά ἀντιλο­γία. Μόνον ἀπευθύνεται στούς ὑπη­ρέτες καί τούς τονί­ζει· «ὅ,τι ἂν λέγῃ ὑμῖν, ποιήσατε» (Ἰω 2,5).
 Ἦταν ἐπίσης ἡ Μαρία ἄνθρωπος τῆς Γραφῆς. Αὐτό φαίνεται ἰδιαίτερα στήν ὠδή της κατά τήν συνάντησή της μέ τήν Ἐλισάβετ, τήν μητέρα τοῦ Ἰω­άννη τοῦ βαπτιστῆ. Ἡ δοξολογική αὐτή προσευχή ἀπηχεῖ σέ πολλά ση­μεῖα της ἰδίως τούς ψαλμούς καθώς καί τήν ὠδή τῆς Ἄννας, τῆς μητέρας τοῦ Σαμουήλ.
 Αὐτό εἶναι σέ γενικές γραμμές τό πορτραῖτο τῆς Παρθένου. Ἡ Θεοτό­κος ἔζησε ἀφανῶς καί πάντοτε στήν σκιά τοῦ Υἱοῦ της. Ὑπηρέτησε τό σχέ­διο τοῦ Θεοῦ μέ αὐτοθυσία. Ἔγινε ἑ­κούσια «τό ἐργαστήριον τῆς ἑνώ­σε­ως τῶν δύο φύ­σεων» τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐ­τό καί μακα­ρίζεται ἀπό ὅλες τίς γενιές τῶν ἀν­θρώπων, ὅπως προφή­τευσε ἡ ἴδια (βλ. Λκ 1,48). Καί κάτι ἀ­κόμη· ἀ­πό τήν στιγμή πού βαπτι­σθήκαμε καί γίναμε ἀδελφοί τοῦ Κυρίου, ἔγινε καί ἡ Παρθένος μη­τέρα μας, ἡ μεγάλη μά­να ὅλων τῶν πι­στῶν. Ἄς ἔχουμε τήν εὐχή καί τίς πρεσβεῖες της.

Εὐάγγελος Ἀλ. Δάκας

Ἀπολύτρωσις 71 (2016) 68-69

 sxolio mar 16 c Μέ ὑπουργικές ὑπογραφές καί ἀπο­φάσεις δημοτικῶν συμβουλίων ἀνοίγει πλέον ὁ δρόμος γιά τήν ἀποτέφρωση τῶν νεκρῶν. Βεβαίως ὁ ἀνθρώπινος πολιτι­σμός ἀπό τά πανάρχαια χρόνια ἔχει στη­ριχθεῖ στήν ἱερότητα τῆς ταφῆς τους.
  Οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας εἶναι γνω­στό ὅτι πίστευαν στή μεταθανάτια ζωή. Γιά τόν λόγο αὐτό ὁ τρόπος θανάτου ἀλ­λά καί οἱ ἐπικήδειες τελετουργίες ἦταν πολύ σημαντικές. Ἡ ἀμέλεια τῶν νεκρῶν θεωροῦνταν βαρύ ἔγκλημα μέ ἐπιπτώσεις τόσο γιά τούς οἰκείους ὅσο καί γιά τόν νεκρό. Πεποίθησή τους ἦταν ὅτι ἡ ψυχή ἔβρισκε ἀνάπαυση στόν Ἅδη, μόνο ὅταν οἱ ζωντανοί ἔθαβαν τό νεκρό σῶμα. Ἑ­πο­μένως ἦταν ἀτιμωτικό νά μείνει ἄταφο τό σῶμα καί νά γίνει βορά ὀρνέων. Συνή­θως ἄταφοι ἔμεναν οἱ προδότες τῆς πα­τρίδας, οἱ λιποτάκτες, οἱ ἱερόσυλοι καί οἱ αὐτόχειρες.
  Ἀπό τή μαθητεία μας στήν ὑποχρε­ωτική ἐκπαίδευση ὡστόσο ὅλοι γνωρί­ζου­με τήν καύση τοῦ Πατρόκλου καί τοῦ Ἕκτορα ἀπό τήν Ἰλιάδα ἤ τοῦ Ἐλπήνορα ἀπό τήν Ὀδύσσεια. Εἶναι ὅμως διαπι­στωμένο ὅτι στά χρόνια τοῦ Τρωικοῦ Πο­λέμου (12ος αἰ. π.Χ.) συνήθι­ζαν νά θά­­βουν τούς νεκρούς σέ σκαπτούς (τά «ὑπο­γαῖα») ἤ θολωτούς τάφους, ὅπως ἄλλωστε ἐπιβεβαιώνεται κι ἀπό τά εὑρή­ματα τό­σων ἀνασκαφῶν. Τό κάψιμο τῶν νεκρῶν καί ὁ ἐνταφιασμός τῆς στάχτης τους μέσα σέ δοχεῖο ἐπικράτησε -λόγῳ ἐπιρροῶν ἀ­πό τούς Χετταίους- κατά τόν 9ο καί 8ο αἰ­ώνα π.Χ. Ὁ Ὅμηρος, δη­λα­δή, ἐπιχει­­­ρών­­­τας ἕναν ἀναχρονισμό, μετα­φέ­ρει μιά συνήθεια τῆς ἐποχῆς του στά χρόνια πού διαδραματίζεται ἡ Ἰλιάδα.
  Ἐπίσης στήν τραγωδία τοῦ Σοφοκλῆ «Ἀντιγόνη» καταδεικνύεται ἡ σπουδαιό­τητα τῆς ταφῆς στόν ἀρχαῖο κόσμο. Ἡ Ἀντιγόνη προτιμοῦσε νά πεθάνει, παρά νά μήν ἀποδώσει τίς πρέ­πουσες ταφικές τιμές στόν ἀδελφό της. Ὁ Πολυνείκης βέβαια θεωροῦνταν προ­δό­της τῆς πα­τρί­δας του. Γιά τόν λόγο αὐ­τό ὁ Κρέοντας ἔδωσε διαταγή νά τόν ἀφή­σουν ἄταφο ἔξω ἀπό τά ὅρια τῆς πόλης. Ἡ στάση ὅ­μως τῆς Ἀντιγόνης ἀποκα­λύ­πτει τήν ἀν­τί­ληψη τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων γιά τήν τα­φή. Ἦταν χρέος της, κατά τά «ἄγραπτα κ' ἀσφαλῆ θεῶν νό­μι­μα», νά θάψει μέ κάθε κόστος τόν ἀ­δελ­φό της· μόνον ἔτσι θά τόν τιμοῦσε καί θά ἐπέτρεπε στήν ψυχή του νά ἀναπαυθεῖ.
  Τό ἔτος 406 π.Χ., κατά τή διάρκεια τοῦ Πελοποννησιακοῦ Πολέμου, στίς Ἀρ­γινοῦσες οἱ Ἀθηναῖοι πέτυχαν περι­φανῆ νίκη κατά τῶν Πελοποννησίων. Ἦ­ταν ἡ μεγαλύτερη νίκη ἀπ᾽ ὅσες εἶχαν πε­­τύχει μέχρι τότε, μέ τήν ὁποία ἐξα­σφά­λι­ζαν τήν πλήρη κυριαρχία στό Αἰγαῖο. Οἱ δέκα στρατηγοί, ὅμως, παρά τόν ναυτικό θρί­αμ­βο, παραπέμφθηκαν σέ δίκη καί κατα­δι­κά­σθηκαν σέ θάνατο, ἐπειδή, λό­γῳ τῆς θα­λασσοταραχῆς, δέν μπό­ρεσαν νά περι­συλλέξουν τούς ναυαγούς.
  Μάθημα, λοιπόν, τιμῆς καί σεβασμοῦ πρός τούς νεκρούς μᾶς παραδίδουν οἱ πρό­γονοί μας, φροντίζοντας γιά τόν ἐντα­φιασμό τους! Καί ἡ παράδοση αὐτή ἰ­σχυ­ροποιεῖται στά χρόνια τῆς Καινῆς Δια­θή­κης! «Ὄλβιος τάφος» καί «ἡ Ζωὴ ἐν τά­φῳ», ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας γιά τόν πανάγιο τάφο τοῦ Κυρίου μας. Στούς τά­φους τῶν μαρτύρων τῆς πίστεως, ἀλλά καί ὅλων τῶν πιστῶν, ἡ Ἐκκλησία εἶδε τήν προέκταση τοῦ τάφου τοῦ Κυρίου μας μέ­σα στόν χῶρο καί στόν χρόνο. Γι’ αὐ­τό οἱ τά­φοι ἀποτέλεσαν καί τήν πρώτη ἁγία Τράπεζα, ἐπάνω στήν ὁποία ἡ Ἐκ­κλησία ἐπιτελοῦσε τό μυστήριο τῆς θείας Εὐ­χα­ριστίας. Κατά τόν ἐγκαινισμό μά­λιστα τῶν ἱερῶν ναῶν χρησιμοποιοῦνται ὥς σήμε­ρα λείψανα ἁγίων, τά ὁποῖα ἀποθησαυ­ρίζονται μέσα στήν ἁγία Τρά­πε­ζα.
  Ἀσφαλῶς, τό γεγονός τῆς ταφῆς ἐν­αρμονίζεται ἀπόλυτα μέ τούς φυσικούς νόμους, καθώς τό σῶμα παραδίδεται μέ τήν ἐλπίδα καί τήν πίστη στήν αἰώνια ζωή στήν ἀγκαλιά τῆς «παμμήτορος» γῆς, ἡ ὁποία κατά τόν ἅγιο Χρυσόστομο εἶναι «καὶ πατρὶς καὶ τάφος». Δημιουργώντας ἕναν οἰκολογικό χῶρο, παρόμοιο μέ αὐ­τόν τῆς ἐμβρυϊκῆς ζωῆς, διαφυλάσ­σουμε τή σωματική ἀκεραιότητα τοῦ νε­κροῦ ὡς ἱερή καί ἀπαραβίαστη καί ἐνα­ποθέτουμε τό σῶμα στή «μήτρα» τῆς γῆς, ὅπου θά συνεχισθεῖ χωρίς κανέναν ἐξα­ναγκασμό ἡ ἀποσύνθεσή του. Ἡ τα­φή, δηλαδή, ἀ­ποτελεῖ ὄχι ἁπλῶς ἔθιμο ἀλλά φυσική κατάληξη τοῦ σώματος σύμ­φωνα μέ τήν ἐπιταγή τοῦ Θεοῦ «γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπε­λεύσῃ»! (Γέ 3,19).
  Ἀντίθετα, ἡ βίαιη παρέμβαση στό νε­κρό σῶμα συνιστᾶ ἀσέβεια καί βιασμό τοῦ βιολογικοῦ κύκλου τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ καύση τῶν νεκρῶν ἐπινοήθηκε καί ἐ­φαρμόσθηκε λόγῳ ἄγνοιας, φόβου καί δεισιδαιμονίας σέ περιόδους μετανά­στευσης τῶν λαῶν καί πολεμικῶν συρρά­ξεων. Μέ τήν καύση τό σῶμα παραδίδεται στή βιαιότητα καί στήν ἀδηφαγία τῶν κλι­βάνων, στά ἀποτεφρωτήρια (=crematoria ἀπό τό ρῆμα τῆς λατ. cremo=καίω). Ἐκεῖ κατακαίεται στή θερμοκρασία τῶν 1400 -2100οC. Οἱ καιόμενες οὐσίες κα­ταλή­γουν κυρίως σέ ἀέρια, ἐνῶ τά ὀστᾶ μέ εἰ­δικό μηχάνημα κονιορτοποιοῦνται, κυ­ριολεκτικά ἀλέθονται. Τό ὑπόλειμμα τῆς καύσεως, ἕνα εἶδος ἄμμου γκρί χρώμα­τος καί βάρους 2-3 κιλῶν, ἐναποτίθεται σέ λήκυθο-τεφροδόχο καί παραδίδεται στούς οἰκείους γιά τά περαιτέρω.
  Ἀναμφισβήτητα ἡ καύση δέν θεωρεῖ­ται ἀτομικό δικαίωμα γιά τά πιστά μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι μία καθαρά μηδε­νιστική πράξη, πού ἐπισφραγίζει τό τέλος τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ κοινωνία μέ τήν ἀπο­τέφρωση τῶν νεκρῶν, πράξη καθαρά εἰ­κονοκλαστική, προσυπογράφει ὅτι προσ­δένεται στό ἅρμα τοῦ μηδενισμοῦ· ὁμο­λογεῖ τή ρήξη της μέ τήν παράδοση τό­σων αἰώνων· τήν ἀπιστία της ἐπιβεβαιώνει στή δογματική ἀλήθεια τῆς Ἐκκλη­σί­ας· ἀπορρίπτει τήν πίστη στήν Ἀνάστα­ση. Ἀντιθέτως ἡ ταφή, ὁ μόνος χριστια­νο­πρε­πής, «ἱερός καί αἰδέσιμος» τρό­πος φροντίδας τῶν νεκρῶν σωμάτων, εὐθυ­γραμ­­μί­ζεται πρός τή διαιώνια παρά­δοση καί σηματοδοτεῖ τήν ἐλπίδα καί τήν προσδο­κία τῆς ἀναστά­σεως τῶν νεκρῶν.

Εὐδοξία Αὐγουστίνου

Φιλόλογος - Θεολόγος

"Ἀπολύτρωσις", Μάρτ. 2016

Παρασκευή, 19 Φεβρουάριος 2016 12:08

Γυναῖκες τῆς Νάουσας

gynaikes Naousa  Στέκεται ὁρόσημο στήν ἱστορία τῆς Νάουσας ἐκείνη ἡ Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς 19ης Φεβρουαρίου τοῦ 1822. Ὅλο τό δυναμικό τῆς πόλεως, 18.000 ἄνθρωποι, στό μητροπολιτικό ναό τοῦ ἁγίου Δημητρίου μέ τόν ἐπίσκοπο Ζαχαρία, δονοῦν τόν τόπο μέ τό κραυγαλέο σύνθημα «Ἐλευθερία ἤ θάνατος», ὅταν μετά τή θεία Λειτουργία ὁ πρόκριτος Ζαφειράκης Λογοθέτης ὑψώνη τή σημαία τῆς Ἐπαναστάσεως. Κι ἀρχίζει τότε ἡ ἀναμέτρησι μέ τόν Ἀγαρηνό, ἕνα κονταροχτύπημα ὅπου ὁ καθένας δίνει τίς ἐξετάσεις του.

  Ξεσηκώνεται ἡ Νάουσα μέ πρωτοπαλλήκαρα τό Γερο-Καρατάσο, τό Ζαφειράκη καί τόν Ἀγγελῆ Γάτσο. Καιροφυλακτεῖ ὁ ἀντίπαλος, ὁ αἱμοδιψής Ἐμπού Λουμπούτ μέ τό ἰσχυρό ἀσκέρι του, 17.000 Τουρκαλβανούς. Ἕνας ἄγριος πόλεμος διεξάγεται ἐπί δύο μῆνες. Ἀξιέπαινες καί λαμπρές οἱ ἐπιτυχίες τῶν Ναουσαίων. Μά, δέν προτάσσουν τά στήθη τους στόν Τοῦρκο δυνάστη μόνον οἱ ἄνδρες. Πλάι τους στέκονται πιστές κι ἀφοσιωμένες οἱ Ναουσαῖες γυναῖκες. Ἔχει καιρό πού ἄφησαν τίς ἑστίες τους, παραμέρισαν τρυφερότητες κι εὐαισθησίες καί ξεπερνώντας τή φύσι τους ἔτρεξαν στό κάλεσμα τῆς πατρίδος.

  Νά ᾿τες ταμπουρωμένες μαζί μέ τά παιδιά τους στόν πύργο τοῦ Ζαφειράκη. Ἄϋπνα τά παλληκάρια, δίχως ψωμί καί νερό γιά τρία μερόνυχτα, βαστοῦν γερά τήν ἄμυνα τοῦ πύργου. Στή σκληρότητα καί τήν ἀπελπισία τῶν στιγμῶν, ἡ παρουσία τῆς Ναουσαίας μία δροσερή, ἁπαλή αὔρα γιά τούς πολεμιστές. Ψυχή τῆς ἄμυνας, κινητήριος μοχλός ἡ θαυμαστή Ζαφειράκαινα, πού δέν κουράζεται μαζί μέ τίς ἄλλες γυναῖκες νά ἐφοδιάζη διαρκῶς τούς ἄνδρες μέ βόλια. Κι ὅταν αὐτοί ἀφήνουν τόν πύργο, γιά νά δώσουν ἀλλοῦ τή μάχη, αὐτές γίνονται οἱ φρουροί τῆς ἔπαλξης.

  Ἀλλά τά βόλια τέλειωσαν κι οἱ κλαγγές τῶν ὅπλων ἔπαψαν κι ἀρχίζει γιά τήν καπετάνισσα Ζαφειράκαινα, τήν κόρη της Εὐθυμία, τήν Καρατάσαινα, τή Γάτσαινα καί γιά πολλές ἄλλες ἀρχόντισσες θρυλική Ὀδύσσεια. Ἁλυσοδεμένες ἀποχαιρετοῦν τά φίλτατα πατρικά τους χώματα, πού γεύονται τή θηριωδία καί τίς ὠμότητες τοῦ κατακτητῆ, γιά νά δοκιμάσουν μέ τή σειρά τους στή Θεσσαλονίκη, σέ προσωπικό πλέον ἐπίπεδο, ὅλη τή βαναυσότητα καί τό σαδισμό τοῦ Λουμπούτ. Τό δαιμονικό του πνεῦμα ἔχει καταστρώσει τό εἶδος τοῦ μαρτυρίου τους.

  Στ᾿ ἀλήθεια, τόσο μελανό τό σκηνικό πού ξετυλίγεται σ᾿ ἕναν τοῖχο τῆς Ἁγια-Σοφιᾶς, ὥστε ὁ Γάλλος Πουκεβίλ ἐξιστορώντας το ὁμολογεῖ «φρικιῶ ἀναγράφων». Σ᾿ ἐκείνη τήν ἱστορική ἐκκλησία δύο γυναῖκες κτίζονται ζωντανές. Μόνο τά κεφάλια τους ξεχωρίζουν. Εἶνε ἡ Ζαφειράκαινα καί ἡ Γάτσαινα μέ ὄψι ἀγνώριστη. Ἀλειμμένα τά πρόσωπά τους μέ μέλι ἄφθονο συνέχεια πολιορκοῦνται ἀπό ἕνα σμῆνος σφῆκες, ἐνῶ συγχρόνως τό καταπονημένο σῶμα τους θερίζεται ἀπό τά σκουλήκια. Ἡ ἀνθρώπινη προσωπικότητα στόν ἔσχατο ἐξευτελισμό της! Κι ὁ Ἀγαρηνός τάζει λύτρωσι στίς μελλοθάνατες μ᾿ ἕναν ὅρο· νά προσκυνήσουν τόν Ἀλλάχ. Οἱ μέρες διαβαίνουν, μά αὐτές δέν προσκυνοῦν. Ἀλλά, τί κρίμα, τήν τρίτη μέρα ἡ λιποψυχία τῆς Γάτσαινας ἀμαυρώνει πιότερο τό σκηνικό μας. Δίκαια ὁ ποιητής λαός μας θά τῆς ἀπευθύνη σκληρά τά λόγια· «Ἡ Γάτσαινα ἐτούρκεψε καί σέ χαρέμι μπῆκε. Κρίμα στόν ἄντρα σ᾿ Γάτσαινα, προδότρα, ἀλλαξοπίστρα».

  Ἀλύγιστη ὅμως ἡ καρδιά κι ἄκαμπτο τό φρόνημα τῆς Ζαφειράκαινας ἕως τήν πέμπτη μέρα, πού ὁλοκληρώθηκε τό μαρτύριό της. Ἀπάνθρωπος κι ὁ θάνατος τῆς Καρατάσαινας πού ἐξέπνευσε μέσα σ᾿ ἕνα σάκκο γεμᾶτο ἀπό φίδια. Ἀλλά καί σ᾿ αὐτή τήν ὀδυνηρή κατάστασι πού βρισκόταν, ἡ σύζυγος τοῦ ὁπλαρχηγοῦ Καρατάσου «δέν ἔπαυσε», ὑπογραμμίζει ὁ Πουκεβίλ, «νά προσεύχεται θερμῶς ὑπέρ τῶν δημίων της, ἐπικαλουμένη τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ καί τῆς Παναγίας μέχρι τῆς τελευταίας ὥρας».

  Καί καταλήγει· «Οὕτως ἀπέθνησκον αἱ χριστιαναί γυναῖκες». Πόσο ἔχει ἀνάγκη ἡ γυναίκα τοῦ σήμερα νά ἐπιστρέψη στίς ρίζες τῆς Φυλῆς μας καί νά εὐθυγραμμισθῆ στά βήματα τῶν προγόνων μας, γιά νά κρατήση ἀλώβητα, ἄπαρτα τά δύο μεγάλα μεγέθη· τήν πίστι στόν Θεό καί τήν ἀγάπη στήν πατρίδα!

Ἑλληνίς

Ἀπολύτρωσις 51 (1996) 46-47

Παρασκευή, 19 Φεβρουάριος 2016 12:02

Ἔτσι πήραμε τά Γιάννενα 21 Φεβρουαρίου 1913

 giannena Στή μνήμη τοῦ πολιούχου της ἡ Θεσσαλονίκη ἀνασαίνει ἐλεύθερα. Μέ ὑψωμένες τίς γαλανόλευκες, μέσα σ᾿ ἕνα παραλήρημα χαρᾶς καί ἐνθουσιασμοῦ, γιορτάζει τήν ἀπελευθέρωσί της. Πόσο «ζήλεψαν» τότε τοῦτο τό πανηγύρι της τά Γιάννενα καί ὠνειρεύτηκαν τή δική τους λευτεριά! Πῶς ὅμως νά κάνουν τό μεγάλο τόλμημα, ὅταν τούς δρόμους ὅλους φράζη ἀπό παντοῦ τό φρουριακό ἐκεῖνο συγκρότημα, τά ξακουστά ὀχυρά τοῦ Μπιζανίου;

 Ἔβαλε τήν τέχνη του ὅλη καί τά θωράκισε γερά ὁ φιλότουρκος γερμανός στρατηγός φόν Γκόλτς. Ἔσκαψε βουνά καί ράχες, γιά νά μετατρέψη τά ἔγκατά τους σέ πυροβολεῖα. Λέγεται πώς σέ ἀπόστασι ἀναπνοῆς ἀπό τά Γιάννενα ἡ γῆ «φιλοξενοῦσε» ἑκατόν δώδεκα πυροβόλα. Τήν ὥρα μάλιστα πού ὁ μισέλληνας Γερμανός παρέδιδε στούς Τούρκους τό καταπληκτικό ὀχυρωματικό του ἔργο, περήφανα ἀναφώνησε· «Σᾶς παραδίδω τόν τάφο τῆς Ἑλλάδος».

 Πάνω στή δύναμι τοῦ λογικοῦ του στήριξε ὁ στρατηγός τά προγνωστικά του, χωρίς νά ὑπολογίση τήν τόλμη τοῦ Ἕλληνα, πού ξέρει νά προτάσση στό σιδερόφρακτο ἀντίπαλο τίς δικές του «σφενδόνες». Μέ ἐξαιρετική εὐφυΐα σχεδίασε ὁ Γερμανός τήν ὀχύρωσι τῆς περιοχῆς. Ποιός νά τοῦ τό ᾿λεγε ὅμως πώς ὁ ἀρχιστράτηγος τῶν ἑλληνικῶν δυνάμεων, ὁ διάδοχος Κωνσταντῖνος, θά διέθετε μαζί μέ τό ἐκλεκτό του ἐπιτελεῖο πολύ περισσότερη, γιά νά πατήση τό Μπιζάνι;

  Ὁ Ἀγαρηνός ἔχει τήν ἰδέα πώς ἀπό τήν ἀριστερή πτέρυγα τῶν ὀχυρῶν, ἀπό τό βουνό Δρίσκος, θά δεχθῆ τό ἀποφασιστικό χτύπημα. Γι᾿ αὐτό πρός ἐκείνη τή μεριά στέλνει διαρκῶς ἐνισχύσεις καί καρτερεῖ τήν ἀναμέτρησι. Μάταια, ὅμως, γιατί στό παρά πέντε ὁ ἀρχιστράτηγος ἀντιστρέφει τό σχέδιο δράσης τοῦ στρατοῦ μας.

  20 Φεβρουαρίου 1913. Μέρα γενικῆς ἐπίθεσης μέ παγωνιά φοβερή καί χιονοθύελλα ἀσταμάτητη. Μόνο τά στήθη τοῦ ἕλληνα στρατιώτη εἶνε πυρακτωμένα ἀπό τήν ἀγάπη στά πατρογονικά χώματα. Αὐτή εἶνε ὁ κινητήριος μοχλός πού τόν βοηθᾶ ν᾿ ἀψηφήση τίς ἀντίξοες συνθῆκες τοῦ καιροῦ καί νά ὁρμήση ἐναντίον τῆς δεξιᾶς πτέρυγας τοῦ ἐχθροῦ. Αἰφνιδιάζεται ὁ δυστυχής Τοῦρκος. Ἀπό ἀλλοῦ περίμενε τό ραγιά καί αὐτός τόν ξεγέλασε. Τοῦ ἐμφανίστηκε ἀπό τήν περιοχή τῆς Ὀλύτσικας, ἐκεῖ πού οἱ δικές του δυνάμεις ἦταν ἰσχνές καί ἀφύλακτες. Ἕνα-ἕνα τά εὐζωνάκια μας πατοῦν τά ὀχυρά τῆς Τσούκας, τῆς Μανωλιάσας, τοῦ ἁγίου Νικολάου. Κι ἀρχίζει τότε νά συντρίβεται ὁ θρῦλος πώς τό Μπιζάνι εἶνε ἀπόρθητο.

  Πολυάριθμοι Ἀγαρηνοί σκιαγμένοι ἀπό τά σφυροκοπήματα καί τίς ἐπιτυχίες τῶν Ἑλλήνων, τρέχουν πρός τήν πεδιάδα τῆς Ραψίστας νά σωθοῦν. Σκορποῦν πανικό ἀπό πίσω τους τά δύο γενναῖα εὐζωνικά τάγματα μέ τούς θρυλικούς ταγματάρχες Ἰωάννη Βελισσαρίου καί Γεώργιο Ἰατρίδη. Πόσο ἀκριβά στοίχισε στούς δικούς μας ἡ καταδίωξι τῶν ἐχθρικῶν τμημάτων καί ἡ κατάληψι τῆς Ραψίστας; Μέχρι τή μέση βυθιζόταν τό σῶμα τους, καθώς διέσχιζαν τέλματα καί τάφρους.

  Τώρα πού ἀπέχουν μόλις λίγα μέτρα ἀπό τά Γιάννενα καί ὁ πόθος γιά λευτεριά ἔχει φουντώσει, ποιός μπορεῖ ν᾿ ἀνακόψη τόν καλπασμό τῶν εὐζώνων; Εὐτυχῶς, δέν ἔφτασε ἡ διαταγή τοῦ διοικητοῦ πού τούς καθήλωνε στή Ραψίστα. Ἡ νύχτα τούς βρίσκει στήν ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου. Ἡ θέσι τους εἶνε κρίσιμη καί ἐπικίνδυνη, γιατί βρίσκονται στό «στόμα τοῦ λύκου». Ὤ καί νά ᾿ξερε ὁ Ὀθωμανός τό πολύτιμο μυστικό, πώς μόνο δύο εὐζωνικά τάγματα ἔχουν παρεισφρύσει στίς δικές του γραμμές! Μές στό ἀλάφιασμά του νόμισε πώς κατέφθασε ἔξω ἀπό τά Γιάννενα ὅλος ὁ στρατός μας. Ἔχασε, τί κρῖμα, μοναδική εὐκαιρία μέσα ἀπό τά χέρια του. Τό σπουδαῖο εἶνε, ὅπως ὑπογραμμίζει στήν ἔκθεσί του ὁ ριψοκίνδυνος Βελισσαρίου, ὅτι καί σ᾿ αὐτή τή δύσκολη φάσι τοῦ ἀγώνα «οἱ ἄνδρες, διάβροχοι ἐκ τῆς διαβάσεως τῶν τελμάτων, ἔμειναν ἀγρυπνοῦντες μέ τό ὅπλον ἀνά χεῖρας... καί κατά τήν νύκτα ἐκείνην, 37 ἀξιωματικοί καί 935 ὁπλῖται ἐφυλάσσοντο αἰχμάλωτοι εἰς τόν περίβολον τῆς ἐκκλησίας»!

  Ἀναπάντεχα καί ἀστάθμητα γεγονότα σημειώνονται τό διο βράδυ. Στό στρατηγεῖο τοῦ διαδόχου Κωνσταντίνου, στό χάνι τοῦ Ἐμίν Ἀγᾶ, καταφθάνει ἀποστολή ἀκριβή, πού τήν συνοδεύει ὁ ταγματάρχης Βελισσαρίου. Εἶνε ὁ ἐπίσκοπος Δωδώνης καί δύο Τοῦρκοι ἀξιωματικοί, ὁ ὑπολοχαγός Ρεούφ καί ὁ ἀνθυπολοχαγός Ταλαάτ -ἀπεσταλμένοι τοῦ Ἐσσάτ Πασᾶ- πού μεταφέρουν τήν ἐπιστολή γιά τήν παράδοσι τῆς πόλης. Κι εἶνε ἀπό τά πρωτάκουστα, νά ὑπογράφεται τό πρωτόκολλο παράδοσης τή στιγμή πού τό Μπιζάνι δέν εἶχε πέσει ἀκόμη! Ροδίζει ἡ νέα μέρα, ἡ 21 Φεβρουαρίου, καί μαζί της γλυκοχαράζει στά Γιάννενα ἡ λευτεριά.

  Καθώς ἐπέστρεφαν τήν ἄλλη μέρα, οἱ Τοῦρκοι ἀξιωματικοί ρωτοῦν γιά τά στρατεύματά μας τόν Βελισσαρίου· «Μά δέν μᾶς ἐλέγετε τήν νύκτα ὅτι εἶχον κατέλθει εἰς τήν πεδιάδα;». «Ὄχι», τούς λέει, «εἰς τήν πεδιάδα μόνον ἡμεῖς εχομεν κατέλθει». «Τότε οἱ ἀξιωματικοί», διηγεῖται ὁ διος ὁ ταγματάρχης, «προσβλέψαντες ἀλλήλους καί κατανοήσαντες τό πάθημά των, ἔδηξαν τά χείλη καί μοι λέγουν εἶτα· κ. Ταγματάρχα, πρέπει νά γνωρίζετε ὅτι ἡ τιμή τῆς παραδόσεως τῶν Ἰωαννίνων ὀφείλεται εἰς ὑμᾶς». Πραγματικά, αὐτή εἶνε ἡ ἀλήθεια. Τήν ἐπιβεβαίωσε κι ὁ διάδοχος Κωνσταντῖνος. Ὅταν συναντήθηκε μέ τόν τολμηρό ταγματάρχη τό προηγούμενο βράδυ καί ἐνημερώθηκε γιά τίς παράτολμες ἐνέργειές του, συγκινημένος τοῦ εἶπε· «Βελισσαρίου, εἶσαι ἄξιος ραπίσματος ἀλλά καί φιλήματος». Κι ἔσκυψε τότε ὁ ἀρχιστράτηγος καί ἀσπάστηκε τόν ἥρωα.

  Μέ τέτοιους προγόνους, πού μέ τούς ἀγῶνες τους σοῦ φωνάζουν «τήν ἱστορία δέν τήν γράφουν τά νούμερα, ἀλλά οἱ φλογερές καρδιές», πῶς νά μήν αἰσθάνεσαι περήφανος καί συνάμα χρεωμένος;

Ἑλληνίς

Ἀπολύτρωσις 52 (1997) 33-34

Τρίτη, 23 Φεβρουάριος 2016 05:56

Ἐρυθρά Θάλασσα

red sea c  Σ᾽ αὐτό τό ἄρθρο θά ἐπισκεφθοῦ­με τήν ὀνομαστή Ἐρυθρά Θάλασσα, πού εἶναι σέ ὅλους μας γνωστή κατά κύριο λόγο ἀπό τό περιστατικό τῆς διάβασης τῶν Ἰσραηλιτῶν. Ἡ θάλασσα ὀφείλει τό ὄνομά της «Ἐρυθρά» σέ πλῆθος μικρῶν ζωοφύτων πού ἐπιπλέουν σέ μεγάλη ἔκ­ταση τῆς ἐπιφάνειάς της ἀπό ἀρχαιοτάτων χρόνων, δίνοντάς της χρῶμα ἐρυ­θρωπό. Πάντως, τήν ἐποχή τῆς «Ἐξ­ό­δου» ἀπό τήν Αἴγυπτο ἡ Ἐρυθρά ὀνο­μα­ζόταν καί Θάλασσα τῶν Καλαμιῶν. Ἦταν πολύ ρηχή τότε, ἦταν λίμνη.
  Ἄν παρατηρήσουμε τόν χάρτη, διαπιστώνουμε πώς ἡ Ἐρυθρά Θάλασσα εἶ­ναι ἕνας στενός θαλάσσιος βραχίονας τοῦ Ἰνδικοῦ ὠκεανοῦ μεταξύ βορειοανατολικῆς Ἀφρικῆς καί νοτιοδυτικῆς Ἀ­σίας. Ὁ κόλπος τοῦ Ἄντεν τή συνδέει   μέ τόν Ἰνδικό ὠκεανό, ἐνῶ ἡ διώρυγα τοῦ Σουέζ τήν ἑνώνει μέ τή Μεσόγειο. Ὁ μικρός βραχίονας στό βόρειο ἄκρο τῆς θάλασσας δημιουργεῖ τόν κόλπο τῆς Ἄ­καμπα, ὁ ὁποῖος ἀγκαλιάζει μαζί μέ τόν κόλπο τοῦ Σουέζ τή χερσόνησο τοῦ θεοβάδιστου ὄρους Σινᾶ. Ἡ Ἐρυθρά Θάλασσα ἔχει μῆκος 1.900 χιλιόμετρα, μέγι­στο πλάτος 300 χιλιόμετρα καί ἔκ­ταση 450.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Κατά κύριο λόγο οἱ ἀκτές της εἶναι χαμηλές καί ἀμμώδεις. Ὁ βυθός της κοντά στίς ἀκτές εἶναι ἀπότομος καί ἀκανόνιστος.
   Ἄς ἔρθουμε τώρα στό βιβλικό κείμενο τῆς Ἐξόδου καί συγκεκριμένα στά κεφάλαια 13-14. Μετά τίς δέκα πληγές τοῦ Φαραώ, οἱ Ἑβραῖοι ξεκινοῦν τήν πορεία τους γιά τή γῆ τῆς Ἐπαγγελίας. Ξαφνικά βρίσκονται μπροστά σέ ἕνα φοβερό ἀδιέξοδο. Διαπιστώνουν ὅτι οἱ Αἰγύπτιοι τούς καταδιώκουν, ἐνῶ μπροστά τους ἁπλώνεται ἡ Ἐρυθρά Θάλασ­σα. Ὁ λαός παραλύει. Ἀρχίζουν νά πα­ραπονιοῦνται στόν Μωυσῆ. Μεγάλος φό­βος τούς κυριεύει καθώς αἰσθάνονται τήν ἀπειλή τοῦ αἰγυπτιακοῦ στρατοῦ νά πλησιάζει. Σ’ αὐτή τήν κρίσιμη στιγμή ὁ Θεός περνάει τόν λαό Του μέ θαυματουργικό τρόπο μέσα ἀπό τήν Ἐ­ρυθρά Θάλασσα. Ὁ Μωυσῆς ἁπλώνει τό χέρι του πάνω στή θάλασσα, καί ὁ Κύριος, μ’ ἕναν ἰσχυρότατο ἄνεμο, κά­νει τά νερά νά χωριστοῦν στά δύο• ἔτσι οἱ Ἰσραη­λίτες περνοῦν στήν ἀπέναντι ἀκτή. Οἱ Αἰγύπτιοι, πού τούς καταδιώκουν μέ ἅ­μαξες, προχωροῦν μέ δυσκολία, ἀφοῦ οἱ τροχοί τους κολλοῦν. Ὁ Μωυσῆς ἁπλώνει καί πάλι τό χέρι του πάνω ἀπό τή θάλασσα καί αὐτή ξαναγυρίζει στή θέση της, μέ ἐντολή τοῦ Θε­οῦ. Τά νερά σκεπάζουν ὅλο τόν στρα­τό τοῦ Φαραώ, χωρίς νά γλυτώσει κανείς. Με­τά τό πέρασμά τους οἱ Ἰσρα­ηλίτες κατασκήνωσαν ἀνατολικά τῆς θάλασσας, στήν ἔρημο τοῦ Σινᾶ.
   Ἡ διάνοιξη τῆς Ἐρυθρᾶς Θάλασσας, γιά νά περάσει ἕνας ὁλόκληρος λα­ός, ἀλλά καί ὁ καταποντισμός τῶν αἰ­γυπτίων ἱππέων πού ἐπιχείρησαν νά περάσουν ἀπό πίσω τους ἀκούγεται ὄν­τως ὡς κάτι τό ἀπίστευτο, σχεδόν μυ­θῶδες. Ἡ ἀνθρώπινη λογική δυσκολεύ­εται νά ἀποδεχθεῖ συμβάντα πού ὑπερβαίνουν τούς νόμους τῆς φύσης. Κι ὅμως, ἀνασκαφές πού ἔγιναν στόν βυθό τῆς θάλασσας ἀνέσυραν εὑρήματα καταπληκτικά.
   Τόν Ἰούνιο τοῦ 2003, μετά ἀπό δύο ταξίδια κατάδυσης, ὁ μηχανικός ἀνυψωτικῶν ὀχημάτων Peter Elmer ἐντοπίζει ὑπολείμματα τροχῶν καί ἐνθουσια- σμένος δηλώνει πώς ἀνήκουν στά αἰ­γυ­πτι­ακά ἅρματα. Ἀνάλογες ἔρευνες εἶ­χαν γίνει καί παλαιότερα ἀπό τόν ἐρασιτέχνη ἀρχαιολόγο Ron Wyatt σέ συνεργασία μέ τόν ἐξερευνητή Jonathan Gray. Ὁ διευθυντής ἀρχαιοτήτων στό Κάιρο, Nassif Mohammed Hassan, ἐξέτα­σε ἕνα ἀπό τά εὑρήματα, τόν ὀκτάκτινο τροχό, καί δήλωσε ὅτι ἀνήκει στή 18η δυναστεία τῆς Αἰγύπτου, ἡ ὁποία βασίλευσε γύρω στά 1400 π.Χ. Οἱ συγκεκριμένοι τροχοί χρησιμοποιήθηκαν μόνο ἀπό αὐ­τή τή δυναστεία. Τό εὕ­ρη­μα, ἑπομένως, συμπίπτει χρονικά μέ τή διάβαση τῆς βιβλικῆς δι­ήγη­σης. Τουλάχιστον τό ἕνα ἀπό τά εὐ­ρήματα εἶναι ἐπιβεβαιωμένο ἀπό τίς ἀρ­­- χαιολογικές ἀρχές ὅτι χρονολογεῖται στόν και­ρό τῆς Ἐξόδου, ἐνῶ γιά τά ὑπόλοιπα ὑπάρχει ἀκόμη ἀρκετή πολεμική ἀπό ὅσους ἀμφισβητοῦν τήν ἱστορικότητα τῆς Βίβλου. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἀνά τούς αἰ­ῶνες προκαλεῖ δράση καί ἀντίδραση. Πάντα θά ὑπάρχουν οἱ λογικοκρατούμενοι ὀρθολογιστές πού θά ἀ­- πορ­ρίπτουν τά ἀδύνατα, ἀλλά ποτέ δέν θά ἐκλείψει καί τό ἐκλεκτό λεῖμμα τῶν πι­στῶν πού χρησιμοποιεῖ καί τή λογική ἀξιοποιώντας δίπλα στή θεία ἀποκάλυ­ψη καί τά ἐπιστημονικά τεκμήρια. «Ὁ ἔ­χων ὀφθαλμοὺς τοῦ βλέπειν βλεπέτω...».

Ἀνανίας Τσιραμπίδης,
ὁμ. Καθηγητής Γεωλογίας Α.Π.Θ.

Ἀπολύτρωσις 71 (2016) 54-55

Κυριακή, 17 Ιανουάριος 2016 05:53

Ἡδυνθείη Αὐτῷ ἡ διαλογή μου

                                                (Ψα 103,34)

 Χτυπᾶ ἡ   καμπάνα ἀ­γνάντια στό ξω­κκλήσι καί μηνᾶ Ἑ­σπερινό. Καλεῖ ὁ ἦχος της τήν κτίση ὅλη νά πλέξει μία «διαλο­γή» στόν Πλάστη καί Πατέρα. Πιάνει ἡ ψυχή, ἡ λογική, τό θυμιατό τῆς προσ­ευχῆς καί ἀφήνει σάν θυμίαμα σέ Σένα ν’ ἀνεβεῖ ἡ εὐγνωμοσύνη, ἡ εὐχαριστία, ὁ πό­νος, ἡ ἀγωνία, ἡ ἀπαντοχή…
 «Εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύ­­ρι­ον...».
 Κεῖ κάπου στά αἰθέρια ἀπαντᾶ ἡ κραυγή τῆς προσευχῆς τόν ἦχο τῆς καμπάνας καί παίρνει χρῶμα ὁ ἦχος της κι ἀντιλαλεῖ εὐωδιά ἡ λαλιά της…
 Καί καθώς ἀγκαλιάζει ἡ ματιά τήν πλάση τριγύρω, ἀνοίγει μπρός μου ἕνα ζωντανό ψαλτήρι. Κι ἐγώ τότε σιωπῶ γιά νά ἀφουγκραστῶ μία ψαλμωδία ἀλλιώτικη, ἄλογη μά τόσο θεϊκή.
 Τήν ὥρα τού­τη, Πλάστη μου, πού ἀπέθεσες τό φῶς, τό ἄυλο ἱ­μά­τιό σου, καί ντύθηκες τά χρώ­μα­τα τοῦ ἀποσπερνοῦ, μέσα στό ἀ­­νά­κτο­ρό σου, τήν ὥρα αὐτή συνάζονται οἱ ἄγγελοι, οἱ λειτουργοί σου, σάν ἅγιες φωτιές τριγύρω, κι ὁ κόσμος ὁ­λάκερος γίνεται κήρυκας τῆς μεγαλοσύνης σου.    Κι ἐγώ στέκομαι σέ μία πλαγιά, σάν σέ φυσικό στασίδι, καί βλέπω μπρός μου ἀνοιχτό, σάν ζωντανό ψαλτήρι, τήν ἄλο­γη τήν κτίση καί ἀκούω ψαλμούς, ἀντίφωνα καί ἄφθογγα ἰδιόμελα.
 Ἀνάκτορό σου ὅλη ἡ γῆ, Πατέρα δο­ξα­σμέ­νε. Γῆ καί οὐρανός, ὕδατα καί στεριές στά θεῖα δώματά σου, ὑμνοῦν τό μεγαλεῖο σου, σοφέ Δη­μι­ουργέ, τήν ὥρα αὐτή πού ὁ ἄνθρωπος τελείω­σε τή δουλειά του καί τά ζῶα ψάχνουν γιά κα­­τα­φύγιο...
 Καί γίνεται ὕμνος καί τρισάγιο τό θρόισμα τῶν φύλλων καί τό κελάρυσμα τῶν ρυακιῶν εὔ­λαλο δοξαστικό.
 Κι ἀγνάντια στίς κορφές, πού στόλισες μ’ αὐ­τές τή γῆ σου, ὁ ἥλιος ἀποτρα­βιέ­ται γνωρί­ζον­τας τήν πορεία του κι ἀ­χνή ἡ σελήνη παίρνει δειλά τή θέση της, ὅπως ἐσύ τήν ἔταξες νά κά­νει, χρωματίζοντας τά αἰθέρια μέ χίλια χρώματα καί βάφοντας τή θάλασσα μέ χρυσαφένιες καί ἀσημί νότες δοξολογίας. Σκαλοπάτια σου τά σύν­­νεφα καί οἱ ἀνέμοι τ’ ἀέρινο ὄχημά σου.    Λαλιά σου οἱ φοβερές βρον­τές, τό θαῦμα ὁλόγυρα ἀντιλαλοῦν δάση καί θάμνοι καί πλαγιές...
 Καί ἡ δική μου ἡ κραυγή ἕνας ψίθυρος μέ­σα σ’ αὐ­τή τή μεγαλειώδη συμφωνία τοῦ σύμπαντος κόσμου.
Μένω ἄναυδη μπρός σέ αὐτή τή μυσταγωγία καί ἀφουγκράζομαι τήν ἅγια τούτη ψαλμωδία, σάν βλέπω μπρός μου νά βάφει ὁ ἀγέρας τά λιόφυλλα ἀσημί μέ τή δοξολογική πνοή του, κι ἡ θά­λασσα ν’ ἀναρριγεῖ -τόν ψίθυρό του νιώθοντας- καί μηνᾶ κι αὐτή μέ τή σειρά της σέ ὅλη τή γῆ πού ’χει στήν ἀγκαλιά της, τή δόξα σου...
 Τήν ὥρα αὐτή τοῦ Ἑσπερινοῦ, τήν ὥρα τῆς συγγνώμης γιά τό χθές καί τῆς ὑπόσχεσης γιά τό αὔριο, ὁ λογισμός μου κι ἡ κτίση γύρω μου, ἄλογη κτίση καί κτί­ση λογική, ψάλλουν μπρός στό νοητό ψαλτήρι, ἀκολουθώντας τόν ψαλμωδό, δοξολογίας ἀντίφωνα καί ὕμνους εὐχαριστίας...
 «Ἡδυνθείη Αὐτῷ ἡ διαλογὴ ἡ­μῶν... ἀμήν»!

Δ. Καλογεράκη