Ἐπιθύμησα, παραμονές τῆς 25ης Μαρτίου, νά ταξιδέψω γιά λίγο στά 1821 καί νά δῶ καί νά ἀκούσω τά ψυχωμένα παλληκάρια τοῦ ἔθνους μας. Ἐλᾶτε, λοιπόν, νά μποῦμε γιά λίγο στή μηχανή τοῦ χρόνου καί νά γυρίσουμε πίσω, ἀφήνοντας τήν καρδιά μας νά χτυπᾶ στό ρυθμό τῆς δικῆς τους ἀνδρείας καρδιᾶς, στό δικό τους μεγαλεῖο.
Μαζί μέ τόν Ἀλέξανδρο Ὑψηλάντη ἄς μελετήσουμε τήν προκήρυξη πού ξεσήκωσε καί φλόγισε μία γενιά φλογερή, τόν μεγαλειώδη Ἱερό του Λόχο: «Μάχου ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος…Εἶναι καιρός νά ἀποτινάξωμεν τόν ἀφόρητον ζυγόν, νά ἐλευθερώσωμεν τήν Πατρίδα, νά κρημνίσωμεν ἀπό τά νέφη τήν ἡμισέληνον, διά νά ὑψώσωμεν τό σημεῖον, δι’ οὗ πάντοτε νικῶμεν, λέγω τόν Σταυρόν…».
Ὁ Μακρυγιάννης, πού ἔμαθε γράμματα σέ μεγάλη ἡλικία, μᾶς τά ἔγραψε τόσο ὑπέροχα! Ἄς τόν ἀκούσουμε: «Ὅταν σηκώσαμεν τήν σημαίαν ἐναντίον τῆς τυραγνίας, ξέραμεν ὅτι εἶναι πολλοί αὐτεῖνοι καί μαχητικοί κι’ ἔχουν καί κανόνια κι’ ὅλα τά μέσα. Ἐμεῖς σέ οὕλα εἴμαστε ἀδύνατοι. Ὅμως ὁ Θεός φυλάγει καί τούς ἀδύνατους, κι’ ἄν πεθάνωμεν πεθαίνομεν διά τήν Πατρίδα μας, διά τήν Θρησκείαν μας καί πολεμοῦμεν ὅσο μποροῦμε ἐναντίον τῆς τυραγνίας κι ὁ Θεός βοηθός… Χωρίς ἀρετή καί πόνο εἰς τήν πατρίδα καί πίστη εἰς τήν θρησκεία τους ἔθνη δέν ὑπάρχουν».
Ἄς γονατίσουμε σιμά στόν Ἀθανάσιο Διάκο τή στιγμή πού ἀπαντᾶ στόν Ὀμέρ Βρυώνη « Ἐγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θέ νά πεθάνω» καί ἄς ἀναλογιστοῦμε τή θυσία του γιά τήν πατρίδα· ἕνα σφαχτάρι ἅγιο καί θύμα ἱερό στόν βωμό τῆς πατρίδας…
Ἄς ἀκουμπήσουμε εὐλαβικά λουλούδια στόν τόπο πού ἔπεσε παλληκαρίσια ὁ Παπαφλέσσας, στό ἡρωικό Μανιάκι, κι ἄς ἀγναντέψουμε ἀπό ἐκεῖ τόν Ἰμπραήμ νά σκύβει καί νά φιλᾶ στό μέτωπο τόν ἥρωα γεμάτος θαυμασμό...
Ἦταν ἡ φλογερή καρδιά τοῦ Κανάρη πού ξεσήκωνε τά παλληκάρια καί ἡ ἀγάπη στήν πατρίδα καί στόν Θεό, πού ὅπλιζε τό ἡρωικό του χέρι… «Μία δύναμις μέ ἅρπαξε... Μία δύναμις θεϊκή μέ γιγάντωσε. Αὐτή μοῦ ἔδωσε θάρρος διά νά φθάσω μέ τό πυρπολικό μου στήν τουρκική ναυαρχίδα. Οἱ Τοῦρκοι ἦταν τόσοι ὥστε ἐάν ἔπτυον ἐπάνω μας θά μᾶς ἔπνιγαν ἀναμφιβόλως… Εἰς τό ὄνομα τοῦ Κυρίου! φώναξα ἐκείνη τή στιγμή. Ἔκανα τόν Σταυρό μου καί πήδηξα στή βάρκα. Οἱ φλόγες τοῦ πυρπολικοῦ μεταδόθηκαν στήν ναυαρχίδα πού τινάχθηκε στόν ἀέρα καί παρέσυρε στόν θάνατο χιλιάδες Τούρκους…».
Ξεφυλλίζω τά συγγράμματα τοῦ Ἀδαμάντιου Κοραῆ καί βρίσκω διαμάντια συμβουλῶν καί παραινέσεων, διαμάντια γιά τό τότε ἀλλά καί τό σήμερα: «Μόνον τοῦ Εὐαγγελίου ἡ διδαχή ἐμπορεῖ νά σώσῃ τήν αὐτονομίαν τοῦ Γένους, ὅταν μάλιστα κηρύττεται ἀπό ποιμένας φίλους τῆς ἀληθείας καί τῆς δικαιοσύνης… Τοῦτο παρακαλῶ νά τούς παραγγείλετε νά πράττωσιν εἰς τό ἑξῆς, παριστάνοντες εἰς αὐτούς, ὅτι πολεμοῦν ὄχι μόνον ὑπέρ πατρίδος, ἀλλά καί ὑπέρ πίστεως». Καί ἀλλοῦ σημειώνει: «Μόνη ἡ δικαιοσύνη φέρει τήν ἐλευθερίαν, τήν δύναμιν καί τήν ἀσφάλειαν. Ἡ ἀνδρεία χωρίς τήν δικαιοσύνην εἶναι εὐτελές προτέρημα. Καί αὐτή τοῦ Θεοῦ ἡ παντοδυναμία ἤθελ’ εἶσθε χωρίς ὄφελος διά τούς ἀνθρώπους, ἄν δέν ἦτον ἑνωμένη μέ τήν ἄπειρον δικαιοσύνην του…».
Σέ ἀκούω καί πάλι, Σπυρίδων Τρικούπη, νά μᾶς ἐνθουσιάζεις, καθώς φωνάζεις μέ πόνο: «Ἄχ, διά τούς οἰκτιρμούς τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ὅλος ἀγάπη, διά τό ὄνομα τῆς Πατρίδος, ἡ ὁποία εἶναι ὅλη ἀρετή, ἄς καθαρίσωμεν τήν ψυχήν μας ἀπό τόν ρύπον τῆς διχονοίας, ἄς θάψωμεν εἰς τόν τάφον τῆς λησμονησίας τά ἄγρια καί ἀνόητα πάθη μας, ἄς πλύνωμεν τάς μεμολυσμένας καρδίας εἰς τό ἱερόν λουτρόν τῆς ἀγάπης, ὁ πατριωτισμός ἄς λαμπρύνῃ εἰς τό ἑξῆς τόν θολωμένον νοῦν μας, ἡ εἰλικρίνεια ἄς βασιλεύσῃ εἰς τήν καρδίαν μας, ἡ ἀγάπη καί ἡ σύμπνοια ἄς προ- πορεύωνται, ὡς νεφέλη πυρός, ὅλων τῶν βουλῶν μας καί ὅλων τῶν ἔργων μας».
Κι ὁ φωτισμένος Καποδίστριας, πού ἀναίτια δολοφονήσαμε, ὑψώνει τό ἴδιο λάβαρο τῆς πίστης καί μηνᾶ στούς ἀντίθεους καιρούς μας: «Ὁ Θεός εἶναι μετά τῆς Ἑλλάδος καί ὑπέρ τῆς Ἑλλάδος καί αὕτη σωθήσεται. Ἐκ ταύτης τῆς πεποιθήσεως ἀντλῶ πάσας μου τάς δυνάμεις καί πάντας τούς πόρους».
Τό ταξίδι τελειώνει… ἀντάμωμα συγκλονιστικό μέ ὅλους ὅσοι πότισαν τούτη τή γῆ μέ τό αἷμα τους καί τή ζύμωσαν μέ τά λόγια καί τά θαυμαστά ἔργα τους. Δέν θέλω νά φύγω… ζητῶ καταφύγιο ἀνάμεσα σέ τούτους τούς νεκρούς, πού εἶναι τόσο ζωντανοί στήν καρδιά μου. Ἡ ψυχή τοῦ Θεόδωρου Κολοκοτρώνη πλανιέται ἀνάμεσά μας ψιθυρίζοντας: «…καί μήν ξεχνᾶς, γιέ μου, πώς ἐμεῖς ξοφλήσαμε πιά. Ὥς ἐδῶ ἦταν. Τώρα ἡ πολύπαθη Ρωμιοσύνη στηρίζει τήν ὕπαρξή της στή λεβεντιά σας». Ναί, ἥρωες τῆς πατρίδας μου, τολμῶ νά καυχηθῶ ὅτι εἶμαι κι ἐγώ, παιδί τοῦ 21ου αἰώνα, δικός σας ἀπόγονος. Μέσα στίς φλέβες μου τρέχει τό δικό σας ἡρωικό αἷμα, ἡ δική σας παλλόμενη ἀπό ἀγάπη στόν Θεό καί στήν πατρίδα καρδιά μεταγγίζει παλμό καί ἐνθουσιασμό στή νιότη μου! Εὐλαβικά σᾶς προσφέρω φόρο τιμῆς καί εὐγνωμοσύνης καί ὑπόσχομαι -μέ τή δική σας ἀκράδαντη πίστη- νά «στήσουμε καί πάλι μές στό οὐράνιο θεῖο φῶς μία Ἑλλάδα τρισμεγάλη». Γιατί τό «χρωστᾶμε σέ ὅσους πέρασαν, θά ρθοῦνε, θά περάσουν, κριτές θά μᾶς δικάσουν, οἱ ἀγέννητοι, οἱ νεκροί».
Μ. Δανιήλ
Ἀπολύτρωσις 71 (2016) 78-79
Ἡ Ἐπανάσταση τῶν Ἑλλήνων τό 1821 εἶναι ἕνα ἀπό τά πιό λαμπρά γεγονότα τῆς παγκόσμιας ἱστορίας κατά τήν ἀπόφαση καί ὄχι κατά τό ἀποτέλεσμα καί τίς συνέπειές του. Στό παρελθόν ἡ ἐπέτειος πανηγυριζόταν κατά τρόπο ὑποκριτικό χωρίς διάθεση προσέγγισης στό πνεῦμα τῶν πρωτεργατῶν της. Κατά τά τελευταῖα ἔτη ἔχουμε ἐπίθεση ἐκ μέρους τῶν ἐθνομηδενιστῶν, προκειμένου νά ἀμαυρωθεῖ ἀκόμη καί ἡ μνήμη αὐτῶν καί νά σπιλωθεῖ ἡ Ἐκκλησία, τῆς ὁποίας ὁ ρόλος προβάλλεται ἀπό τούς ἐχθρούς τοῦ ἔθνους ὡς ἐθνομειοδοτικός!
Ἄς ἐξετάσουμε τά πράγματα μέ νηφαλιότητα, χωρίς φόβο δηλαδή, καί χωρίς πάθος.
Τό Γένος μας, συνηθίζουμε νά λέμε, παρέμεινε ὑπόδουλο ἐπί 400 ἔτη. Παραβλέπουμε ὅτι περιοχές του εἶχαν ἤδη κατακτηθεῖ κατά τόν 11ο αἰώνα (Καππαδοκία) καί τά ἔτη δουλείας εἶχαν ξεπεράσει τά 800 κατά τήν ἀνταλλαγή τῶν πληθυσμῶν καί ὅτι ἡ Βόρεια Ἑλλάδα παρέμεινε κατακτημένη περί τά 530 ἔτη. Στίς κατακτηθεῖσες περιοχές ὑπῆρξε ἔντονος ἐξισλαμισμός καί στή συνέχεια ἐπιμειξία, μέ συνέπεια νά ἀλλοιωθοῦν τά χαρακτηριστικά τῶν κατακτητῶν, πού ἦταν μογγολικῆς καταγωγῆς. Ὁ ἐξισλαμισμός ἑρμηνεύεται κατά τρόπο ἱκανοποιητικό ἀπό τίς ὑλιστικές σχολές ἱστορικῆς ἀνάλυσης: Τό κίνητρο ἦταν οἰκονομικό. Πρῶτοι ἐξισλαμίστηκαν οἱ οἰκονομικά ἰσχυροί, προκειμένου νά διατηρήσουν μεγάλο μέρος τῆς περιουσίας τους. Ἀκολούθησαν καί οἱ οἰκονομικά ἀνίσχυροι, προκειμένου νά ἀποφύγουν τόν κατατρεγμό τοῦ ὑποδούλου.
Ἡ ἄποψη ὅτι οἱ ἐξισλαμισμοί κατά κανόνα ὑπῆρξαν βίαιοι δέν ἔχει ἰσχυρά ἱστορικά ἐρείσματα οὔτε κατά τήν πρώιμη οὔτε κατά τήν ὄψιμη τουρκοκρατία. Τό ἐρώτημα πού δέν τίθεται ὅμως καί δέν ἀπαντᾶται εἶναι: Γιατί δέν ἐξισλαμίστηκαν ὅλοι; Γιατί παρέμειναν τόσοι χριστιανοί πρίν ἀπό τή γενοκτονία, πού ἐπιχείρησαν οἱ Νεότουρκοι στή Μικρά Ἀσία; Γιά νά ἀπαντήσουν πρέπει νά ἔλθουν σέ σύγκρουση μέ τήν ὑλιστική φιλοσοφία, στήν ὁποία ἑδράζεται ἡ κατ’ αὐτούς ἑρμηνεία τῆς ἱστορίας.
Ἡ Ἐκκλησία, παρ’ ὅλες τίς ἀδυναμίες τοῦ σώματός της, κατάφερε καί συγκράτησε ἀρκετά παιδιά κοντά της. Ἀντί νά ἀναγνωρισθεῖ ἡ συμβολή της στή διατήρηση τοῦ Γένους, ἔχουμε κατά τίς τελευταῖες δεκαετίες ἐνορχηστρωμένη τή συκοφαντική σέ βάρος της ἐπίθεση μέ τήν κατηγορία ὅτι ὑποτάχθηκε στόν κατακτητή, γιά νά διατηρήσει τά προνόμιά της! Δοκιμάζουν ἄγρια χαρά ὅλοι οἱ ἐχθροί τῆς Ἐκκλησίας ἱστορικοί προβάλλοντας σκάνδαλα μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ θάβουν κυριολεκτικά κά- θε προσφορά της.
Κατ’ ἀρχήν ὑπενθυμίζουμε: Ὁ ὑπόδουλος πρόγονός μας ἀγνοοῦσε παντελῶς τούς ὅρους «ἰσλάμ» καί «ἐξισλαμισμός». Γιά κάθε ἐξισλαμισμένο ἔλεγε: «Αὐτός τούρκεψε». Τί σημαίνει αὐτό; Ὅτι ὁ ἀρνησίθρησκος χανόταν καί γιά τό Γένος. Τί πρόσφερε λοιπόν ἡ Ἐκκλησία στό ἔθνος; Κράτησε κοντά της ὅσα παιδιά της ἄντεξαν τίς δοκιμασίες τῆς δουλείας, ὥστε, ὅταν ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, αὐτά νά ἐπαναστατήσουν. Ἄν εἶχαν ἐξισλαμιστεῖ ὅλοι, θά εἶχε ὑπάρξει ἐπανάσταση; Ἄς ἐρευνήσουν οἱ ἐμπαθεῖς ἐχθροί τῆς Ἐκκλησίας τή στάση τῶν ἐξισλαμισμένων Βαλαάδων τῆς Δυτικῆς Μακεδονίας κατά τόν ἀγώνα. Στρατεύτηκαν στό πλευρό τῶν κατακτητῶν! Ἀκόμη καί οἱ μεταστραφέντες στόν καθολικισμό στίς ἑνετικές κτήσεις ὁμογενεῖς μας ἀπεῖχαν ἀπό τόν ἀγώνα.
Ὁ λαός ἐπαναστάτησε μέ τό σύνθημα «ἐλευθερία ἤ θάνατος»! Καί ἔφθασαν πολυμαθεῖς ἱστορικοί νά καταγγείλουν τούς ἀγωνιστές ὅτι δέν ἤξεραν γιατί ἀγωνίστηκαν. Τί κι ἄν ὅλοι τους βροντοφώναξαν «γιά τοῦ Χριστοῦ τήν πίστη τήν ἁγία καί τῆς πατρίδος τήν ἐλευθερία»; Τί κι ἄν δέν ὑπῆρξε σημαία ἐπαναστατικοῦ σώματος χωρίς τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ; Τί κι ἄν ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης τόνισε ὅτι ἡ δική μας ἐπανάσταση δέν μοιάζει μέ τίς ἄλλες (στήν οὐσία μέ τήν ἄλλη, τή γαλλική); Ἦλθαν αὐτοί οἱ γραμματιζούμενοι νά κάνουν γνωστό στούς πολίτες τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους αὐτό πού ἀγνοοῦσαν οἱ πρωταγωνιστές τῆς ἐποποιίας! Ὁ ἀγώνας ἦταν ταξικός, ὅπως καί κάθε ἀγώνας στήν ἱστορία! Τό κίνητρο ἦταν οἰκονομικό! «Ποιά πατρίδα καί ποιά πί- στη;», ὠρύονται οἱ ἐθνομηδενιστές. «Ἐκεῖνοι οἱ ἀγράμματοι δέν γνώριζαν ποιοί ἦσαν». Οἱ ἐλευθερωτές τους, οἱ «μεγάλες δυνάμεις» δηλαδή, τούς ἔμαθαν ποιοί εἶναι! Οἱ Ἀνατολίτες τούς ἀποκαλοῦσαν Ρούμ καί Γιουνάν, οἱ Δυτικοί Γραικούς, ἀλλά οἱ ἴδιοι δέν γνώριζαν ποιοί ἦσαν! Τί κι ἄν δηλώνει ὁ Μακρυγιάννης ὅτι πολέμησαν γιά τίς ἀρχαιότητες, πού ἦσαν διάσπαρτες στή γῆ μας καί τίς ὁποῖες ἐποφθαλμιοῦσαν τότε, ὅπως καί τώρα, οἱ Εὐρωπαῖοι!
Ἡ μόνη ἀλήθεια πάντως εἶναι ὅτι δέν μᾶς ἀπελευθέρωσαν τά αἵματα τῶν ἀγωνιστῶν, ἀλλά τά συμφέροντα τῶν «μεγάλων». Μᾶς ἀπελευθέρωσαν ἀπό τούς Τούρκους, γιά νά μᾶς ἔχουν σκλάβους τους οἰκονομικούς!
Ἀπό τότε πού μᾶς ἔβαλαν καί δολοφονήσαμε τόν πρῶτο κυβερνήτη μας, τόν λαμπρό Καποδίστρια, διαφέντεψαν τόν ἔρμο αὐτόν τόπο ὅλοι ἐκεῖνοι πού ἦσαν πρόθυμοι νά τεθοῦν, μέ τό ἀζημίωτο, στήν ὑπηρεσία τῶν δυνατῶν. Ὅλων αὐτῶν οἱ ἐνέργειες ἑρμηνεύονται κατά τρόπο ἱκανοποιητικό ἀπό τήν ὑλιστική φιλοσοφία τῆς ἱστορίας: Τό κίνητρό τους εἶναι οἰκονομικό.
Ἀλλά γιατί νά δυσανασχετεῖ ἕνας λαός ἀπό τίς ἐξελίξεις πού τόν ὁδηγοῦν στήν ἔνδεια καί τόν καθιστοῦν ἀντικείμενο λοιδορίας τῶν «μεγάλων»; Ἄν πιστεύουμε ὅτι μοναδικό κίνητρο τῶν ἀνθρωπίνων ἐνεργειῶν εἶναι τό οἰκονομικό, τότε δικαιώνουμε ὅλους ἐκείνους πού ξεπουλοῦν τήν πατρίδα στούς ξένους! Ἄν σήμερα φαντάζει σέ μᾶς τούς Ἕλληνες ἀνόητο καί παρωχημένο τό σύνθημα «ἐλευθερία ἤ θάνατος», καθώς οἱ κοινωνικές συνθῆκες ἔχουν μεταβληθεῖ σαρωτικά σέ σχέση μ’ ἐκεῖνες τῆς Τουρκοκρατίας, τότε ἄς μή κλαιγόμαστε: Εἴμαστε ἄξιοι τῶν συνεπειῶν τῆς ἐπιλογῆς μας νά θεωροῦμε τή θρησκευτική πίστη ἀνώφελη καί τήν πατρίδα ἀπολίθωμα τοῦ παρελθόντος, σερνόμενοι πίσω ἀπό αὐτούς πού ἀπώλεσαν τήν πρώτη καί εἶναι πρόθυμοι νά ἐκποιήσουν τή δεύτερη.
Ἀπόστολος Παπαδημητρίου
Ἡ λαμπρή μέρα τῆς λευτεριᾶς καί τῆς ἐνσωμάτωσης στή μητέρα Ἑλλάδα ἀνέτειλε γιά τά ἡρωικά Δωδεκάνησα στίς 7 Μαρτίου 1948. Μέ πατριωτικό παλμό γιορτάζεται ἡ τρανή ἐπέτειος κάθε χρόνο σέ τοῦτες τίς ἐσχατιές τῆς ἑλληνικῆς γῆς, στό ἔνδοξο προπύργιο τῶν ἀγώνων τῆς Φυλῆς. Συνάμα τήν ἴδια ἡμέρα τιμοῦνται πανηγυρικά ὅλοι οἱ δωδεκανήσιοι ἅγιοι, ἀπόστολοι, ὅσιοι, μάρτυρες καί νεομάρτυρες. Μία ἱερή ὁλόφωτη σύναξη, πού μαρτυρεῖ τήν παρουσία τῶν χριστιανῶν στήν εὐλογημένη γῆ τῶν Δωδεκανήσων στό διάβα τῶν αἰώνων καί ἐνισχύει τούς πνευματικούς ἀγωνιστές κάθε ἐποχῆς. Ὁ σπόρος τῆς ἀλήθειας πού φύτευσε τό χέρι τῶν ἀποστόλων Παύλου καί Ἰωάννη ἔδωσε καρποφορία μεστή καί εὔχυμη.
Ὅσιοι καί ἀσκητές πού δέν συμβιβάζονται μέ τό πεπερασμένο, νοσταλγοί τοῦ οὐρανοῦ λατρεύουν τόν Θεό μέσα στήν πανώρια φύση τῶν ἑλληνικῶν νησιῶν. Ὁ ὅσιος Χριστόδουλος (11ος αἰ.) πού ἔχτισε τή μονή τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ὁ ὅσιος Λεόντιος ὁ θαυματουργός (12ος αἰ.), ὁ Γεράσιμος ὁ Βυζάντιος (18ος αἰ.), μέ τήν ὁσιακή ζωή τους ἁγίασαν στήν Πάτμο. Ὁ Ἰωάννης ὁ Καρπάθιος (7ος αἰ.), ὁ ὅσιος Σάββας ὁ ἐν Καλύμνῳ (20ός αἰ.) συνασκητής καί διακονητής τοῦ ἁγίου Νεκταρίου, τό ἱερό λείψανο τοῦ ὁποίου φυλάγεται στήν Κάλυμνο, ὁ ὅσιος Γρηγόριος Γραβανός ὁ Νισύριος (19ος αἰ.), μέλος τοῦ κινήματος τῶν Κολλυβάδων. Ξεριζωμένος ἀπό τό Ἅγιο Ὄρος, ἀσκήτευσε καί κήρυξε στήν Πάτμο καί στούς Λειψούς. Ἡ ἀρετή καί ἡ ἄσκησή του ἀκτινοβολοῦσαν σ’ ὅλα τά νησιά καί ἀνέπαυε χιλιάδες ψυχές ὡς ἄριστος πνευματικός. Ὁ Πλάτων Ἀϊβαζίδης ὁ Πάτμιος (20ός αἰ.). Μοναχός στή Μονή τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, κατά τή διάρκεια τῶν σπουδῶν του στήν Κωνσταντινούπολη γνώρισε τόν Γερμανό Καραβαγγέλη, Μητροπολίτη Καστοριᾶς καί μετέπειτα Ἀμασείας Πόντου, τόν ὁποῖο καί ἀκολούθησε. Ἐκεῖ κρεμάστηκε ἀπό τούς Τούρκους τό 1921.
Ὁ ἅγιος Φανούριος ὁ νεοφανής (13ος αἰ.), πού τόν ἀποκάλυψε ὁ Θεός ὡς δῶρο οὐράνιο τόν 16ο αἰώνα, στή Ρόδο. Στήν εἰκόνα, πού θαυματουργικά βρέθηκε, ὁ Ἅγιος παρουσιαζόταν ὡς στρατιώτης, κρατώντας σταυρό καί λαμπάδα ἀναμμένη καί γύρω ἀπό τή μορφή του εἰκονίζονταν τά μαρτύριά του.
Πλάι στούς ὁσίους, συντονίζουν τό βῆμα οἱ ἡρωικοί νεομάρτυρες, πού σάν ἄνθη ἐαρινά προβάλλουν μέσα στήν παγωνιά τῆς Τουρκοκρατίας καί ἀντιφεγγίζουν μέ τή γενναία ὁμολογία τους τή λάμψη τῶν πρώτων μαρτύρων.
Ὁ Μακάριος ὁ Καλογερᾶς, ὁ ἐθνοδιδάσκαλος (18ος αἰ.), ὁ ἱδρυτής τῆς Πατμιάδας Σχολῆς, ἡ ὁποία διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στή διαπαιδαγώγηση τῶν ὑπόδουλων Ἑλλήνων. Ὁ ἱερομάρτυς Εὐθύμιος Μητροπολίτης Ρόδου (16ος αἰ.), εὐσεβής καί ἄγρυπνος ποιμένας, τόν ὁποῖο συνέλαβαν οἱ Τοῦρκοι καί ἀνασκολόπισαν μαζί μέ ἄλλους κληρικούς καί κοινοτικούς παράγοντες τῆς Ρόδου. Οἱ προσκυνητές τοῦ τάφου του εὐεργετοῦνται μέ πλῆθος θαυμαστῶν σημείων. Οἱ πέντε ὁσιομάρτυρες στούς Λειψούς (16ος αἰ.), πού πότισαν τό χῶμα καί τά βράχια τῶν Δωδεκανήσων μέ τό αἷμα τους, βρίσκοντας μαρτυρικό τέλος ἀπό τούς τούρκους δυνάστες. Ὁ μεγαλομάρτυρας Κωνσταντῖνος ὁ Ὑδραῖος (†1800) πού ξέπλυνε τήν ἄρνηση ὑπομένοντας φρικτά βασανιστήρια στή Ρόδο, ὁ Ἰωάννης ὁ Ναύκληρος (†1732) πού κάηκε ζωντανός ἀπό τούς Τούρκους, ὁ Νικήτας ὁ Νισύριος (†1669) πού μαρτύρησε στά δεκάξι του χρόνια, ὁ Χρῆστος ὁ κηπουρός ὁ ἐκ Πρεβέζης (†1668), πού ὁμολόγησε τόν Χριστό καί ὑπέστη φοβερά βασανιστήρια στήν Κῶ.
Ἀτέλειωτος τοῦτος ὁ χορός, στεφανωμένος μέ τό φῶς τῆς αἰωνιότητας, μᾶς περιστοιχίζει στίς 7 Μαρτίου, καθώς ἡ καρ- διά κάθε Ἕλληνα στρέφεται στά αἱματοβαμμένα Δωδεκάνησα. Οἱ ἅγιοι καί οἱ μάρτυρες «φαιδρές λαμπάδες τοῦ Χριστοῦ», ἀκάματοι πρεσβευτές στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ ἀλλά καί ἐγγυητές τῆς αἰώνιας νίκης τῶν πιστῶν τῆς στρατευομένης ἐκκλησίας.
Ἰχνηλάτης
«τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου,
τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς;» (Μθ 7,3) Πάθος πολύμορφο καί πολύφθορο ἡ κατάκριση καταδικάζεται ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο καί τούς ἀποστόλους. Ἀλλά καί οἱ ἅγιοι πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας μιλοῦν μέ ἀποτροπιασμό γιά τό ψυχώλεθρο αὐτό πάθος. Ἕνας ἀπό αὐτούς, ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης, μέ νυστέρι τή θεόπνευστη Γραφή, τήν τομωτέραν «ὑπὲρ πᾶσαν μάχαιραν» (Ἑβ 4,12), εἰσχωρεῖ στά τρίσβαθα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης καί ἐντοπίζει τά «δοκάρια» καί τά «ξυλάρια» πού παρακωλύουν τήν οἰκοδομή τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου.
Ὡς ἄριστος ἀναγνώστης τοῦ πνευματικοῦ γονιδιώματος τοῦ ἀνθρώπου, ἐπισημαίνει, στό βιβλίο του «Ἀόρατος Πόλεμος», ὅτι ἡ φιλαυτία, ἡ ἀγάπη καί ἡ τιμή πού τρέφουμε γιά τόν ἑαυτό μας, γεννᾶ τήν αὐθάδη κρίση καί κατάκριση τοῦ πλησίον μας. Τά δύο αὐτά πάθη μάλιστα ἀλληλοστηρίζονται καί ἀλληλοθάλπονται.
Εἶναι γεγνονός ὅτι ὅσο μεγαλύτερη ἰδέα ἔχουμε γιά τόν ἑαυτό μας τόσο περισσότερο κατακρίνουμε τόν συνάνθρωπό μας, θεωρώντας μάλιστα ὅτι ἐμεῖς δέν ἔχουμε σχέση μέ τέτοιου εἴδους ἐλαττώματα. Ὁ δέ διάβολος, βλέποντας αὐτήν τήν ὀλέθρια διάθεση τῆς αὐτοδικαίωσης μέσα μας, ξαγρυπνᾶ καί φροντίζει ὥστε νά μή μᾶς διαφύγει τό παραμικρό ξυλάρι-ἐλάττωμα τοῦ ἀδελφοῦ.
Ἀλλά προτρέπει ὁ ἅγιος Νικόδημος: «Ἄν ἀγρυπνεῖ ὁ σατανᾶς γιά νά σέ ζημιώσει, ἀγρύπνησε καί σύ γιά νά ἀποφύγεις τίς ὀλέθριες παγίδες του∙ κι ἄν σοῦ γεννηθεῖ ἡ ἐπιθυμία νά κρίνεις τόν ἀδελφό σου, σκέψου τά λόγια τοῦ προφήτη• “καὶ ἕκαστος τὴν κακίαν τοῦ πλησίον αὐτοῦ μὴ λογίζεσθε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν” (Ζα 8,17). Ἐξάλλου, ἡ ἐξουσία αὐτή δέν δόθηκε σέ σένα. Πῶς νά κρίνεις σωστά καί δίκαια ἐσύ πού εἶσαι περικυκλωμένος ἀπό πάθη;».
Τό δραστικότερο φάρμακο γιά τήν ἀντιμετώπιση τῆς ὀλέθριας αὐτῆς ἀσθένειας, ἐπισημαίνει ὁ Ἅγιος, εἶναι τό νά ἀσχολεῖσαι μέ τίς δικές σου κακίες καί τά δικά σου πάθη καί μάλιστα μέ κεῖνα τά ἀπόκρυφα, πού σέ κυβερνοῦν ἀθέατα. Ἄν ἀσχοληθεῖς μέ αὐτά, δέν θά σοῦ μένει χρόνος νά ἐξετάζεις τίς πράξεις τοῦ ἄλλου. Ἄν ἐρευνᾶς καί φροντίζεις νά καθαρίζεις τούς ὀφθαλμούς σου ἀπό τά μεγάλα δοκάρια, τά ὁποῖα σέ παρακινοῦν νά βλέπεις τά μικρά ξυλάρια στούς ὀφθαλμούς τοῦ ἀδελφοῦ σου, δέν θά σοῦ φθάσουν οἱ ἡμέρες τῆς ζωῆς σου νά τά θεραπεύσεις.
Γνώριζε ἀκόμη, ὑπογραμμίζει ὁ θεοφώτιστος χειρουργός τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, ὅτι ἄν ἐξετάζεις μέ κατακριτική διάθεση ἕνα πάθος τοῦ ἀδελφοῦ σου, κάποια ρίζα αὐτοῦ τοῦ ἴδιου πάθους κρύβεται καί στή δική σου καρδιά. Διότι, ὅπως λέγει ἡ Γραφή, ὁ πονηρός ὀφθαλμός βλέπει τά πονηρά (Μθ 12,35), ἐνῶ ὁ καθαρός δέν βλέπει τά πονηρά (Ἀβ 1,13). Γι’ αὐτό λοιπόν, ἀντί νά στρέφεσαι κατά τοῦ ἀδελφοῦ σου, μεταχειρίσου τά ὅπλα πού θά ἔστρεφες ἐναντίον του, γιά τή θεραπεία τοῦ ἑαυτοῦ σου.
Καί ἄν ἀκόμη τό ἁμάρτημα τοῦ ἀδελφοῦ σου εἶναι δημόσιο καί φανερό, αἰτιολόγησέ το μέ ἀγάπη καί φιλαδελφία, διότι δέν μπορεῖς νά ξέρεις γιατί τό ἐπέτρεψε ὁ Θεός. Ἴσως ὁ ἁμαρτάνων ὠφεληθεῖ ἀπό τήν πτώση του, ἐνῶ ἐσύ, κρίνοντας ἐπιφανειακά, θά κατακριθεῖς.
Γι’ αὐτό λοιπόν, συμπεραίνει ὁ Ἅγιος τοῦ Θεοῦ, νά στέκεις μέ φόβο καί τρόμο περισσότερο γιά τόν ἑαυτό σου παρά γιά ὁποιονδήποτε ἄλλον. Καί νά εἶσαι βέβαιος ὅτι τά καλά λόγια πού θά πεῖς γιά τόν ἀδελφό σου γεννοῦν μέσα σου τή χαρά, πού εἶναι καρπός τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἀντίθετα, μέ κάθε καταφρόνηση καί αὐθάδη κρίση πού θά ξεστομίσεις γιά τόν ἀδελφό σου, θρονιάζεις μέσα σου τό διαβολικό θέλημα.
Νικοδήμου Ἁγιορείτου,
Ἀόρατος πόλεμος, Κεφ. ΜΔ΄.
Ἀπόδοση: Δ. Καλογεράκη
Μέσα στήν πένθιμη ἀτμόσφαιρα τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἡ Ἐκκλησία «ἐν πανηγύρεσι χαρᾶς» προβάλλει καί τιμᾶ ἰδιαίτερα τήν σεπτή μορφή τῆς Θεοτόκου, τῆς μητέρας τοῦ Κυρίου.
Δέν γνωρίζουμε πολλά γιά τήν παρθένο Μαρία. Οἱ πληροφορίες πού μᾶς παρέχει ἡ Καινή Διαθήκη γιά τό πρόσωπό της εἶναι λίγες. Εἶναι ὡστόσο ἀρκετά χαρακτηριστικές καί μᾶς βοηθοῦν νά σκιαγραφήσουμε μέ ἁδρές πινελιές τήν προσωπικότητά της.
Φαίνεται ὅτι γεννήθηκε καί μεγάλωσε στήν Ναζαρέτ τῆς Γαλιλαίας, ὅπου συνέβη καί ὁ εὐαγγελισμός της. Καταγόταν ἀπό τήν βασιλική γενιά τοῦ Δαυΐδ, ὅπως καί ὁ ἀρραβωνιαστικός της Ἰωσήφ. Τό ὄνομά της «Μαριάμ», πού στά ἑλληνικά σημαίνει «κυρία», «δυναμική», ἦταν σύνηθες καί δινόταν στά κορίτσια τῶν Ἑβραίων πρός τιμήν τῆς ὁμώνυμης ἀδελφῆς τοῦ Μωϋσῆ.
Ἕνα ἀπό τά πρῶτα χαρακτηριστικά τῆς Παρθένου ἦταν ἡ σύνεσή της. Στήν ἐπίσκεψη τοῦ ἀγγέλου Γαβριήλ καί στό μήνυμά του ὅτι θά κυοφορήσει καί θά γεννήσει τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, ἀντιδρᾶ μέ περίσκεψη καί προσοχή. Δέν ἀποδέχεται ἄκριτα τήν θεία ἀγγελία, ὅπως ἴσως θά ἀνέμενε κανείς. «Ποταπὸς εἴη ὁ ἀσπασμὸς οὗτος» (Λκ 1,29), τί νά σημαίνει ἄραγε αὐτός ὁ χαιρετισμός τοῦ ἀγγέλου, ἀναλογίζεται. Καί ὅταν ὁ Γαβριήλ τῆς ἐξηγεῖ, τόν ρωτᾶ• «πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω;» (Λκ 1,35). Δέν δείχνει ἀπιστία αὐτή ἡ ἀντίδρασή της; Δέν μοιάζει μέ τήν ἀπιστία τοῦ Ζαχαρία, γιά τήν ὁποία ὁ ἱερέας τιμωρήθηκε; Ὄχι, ἀπαντᾶ ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος Μεδιολάνων. Ὁ Ζαχαρίας εἶχε ὑπ’ ὄψιν του παραδείγματα ζευγαριῶν ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη πού ἄν καί ἡλικιωμένοι ἤ στεῖροι ἀπέκτησαν παιδί μέ τρόπο θαυμαστό. Γι’ αὐτό καί δέν ἔπρεπε νά ἀπιστήσει. Ἡ περίπτωση ὅμως τῆς Θεοτόκου εἶναι διαφορετική· πρόκειται γιά παρθενική γέννηση, μοναδική στήν ἱστορία. Ὁ Γαβριήλ ἀπαντᾶ στήν φυσιολογική ἀπορία της καί τότε ἡ Μαρία ὑποτάσσεται ἀνεπιφύλακτα στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ.
Διέθετε ἐπίσης ἡ Παρθένος ταπείνωση καί εὐσέβεια ἀληθινή. Ὑπακούει στό θεῖο θέλημα μέ ἁπλότητα· «ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμά σου» (Λκ 1,38). Δέν ξυπάζεται. Δέν θεωρεῖ τόν ἑαυτό της ἄξιο μιᾶς τέτοιας τιμῆς. Δοξάζει τόν Θεό «ὅτι ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ» (Λκ 1,48). Καί ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ἐμπιστεύεται τόν ἑαυτό της ὁλόψυχα στά χέρια του. Γνωρίζει ὅτι ὁ ρόλος τόν ὁποῖο ἀποδέχεται σημαίνει περιπέτεια καί δοκιμασία. Ἡ γυναίκα πού ἔμενε ἔγκυος ὄχι ἀπό τόν σύζυγό της καταδικαζόταν ἀπό τόν Νόμο σέ θάνατο. Ὅμως ἡ Θεοτόκος, προκειμένου νά ἀνταποκριθεῖ στήν θεία ἐπιταγή, εἶναι ἕτοιμη γιά ὅλα.
Ἡ ταπείνωσή της διακρίνεται ἀκόμη στό περιστατικό τοῦ γάμου στήν Κανά. Ὅταν τελειώνει τό κρασί, ἀπευθύ- νεται συνεσταλμένα στόν Υἱό της καί τοῦ λέει· «οἶνον οὐκ ἔχουσι» (Ἰω 2,3). Γνωρίζει ποιός εἶναι. Ξέρει πολύ καλά ὅτι ἔχει τήν δυνατότητα νά κάνει τό σημεῖο καί νά δείξει ἔτσι τήν πραγματική του ταυτότητα. Πιστεύει ὅτι εἶναι πλέον καιρός. Ὅμως ὁ Κύριος τήν ἀποθαρρύνει· τῆς λέει «τί ἐμοὶ καὶ σοί, γύναι; οὔπω ἥκει ἡ ὥρα μου» (Ἰω 2,4), πού σημαίνει: «Ποιά σχέση ἔχω ἐγώ μέ σένα, γυναίκα; Δέν ἔχει ἔρθει ἀκόμη ἡ ὥρα μου». Ἀλλά αὐτή ἡ αὐστηρή ἀποστροφή του δέν τήν ἀπελπίζει. Φεύγει συνεσταλμένα, ὅπως ἦρθε. Δέν λέει τίποτε. Καμιά ἀντιλογία. Μόνον ἀπευθύνεται στούς ὑπηρέτες καί τούς τονίζει· «ὅ,τι ἂν λέγῃ ὑμῖν, ποιήσατε» (Ἰω 2,5).
Ἦταν ἐπίσης ἡ Μαρία ἄνθρωπος τῆς Γραφῆς. Αὐτό φαίνεται ἰδιαίτερα στήν ὠδή της κατά τήν συνάντησή της μέ τήν Ἐλισάβετ, τήν μητέρα τοῦ Ἰωάννη τοῦ βαπτιστῆ. Ἡ δοξολογική αὐτή προσευχή ἀπηχεῖ σέ πολλά σημεῖα της ἰδίως τούς ψαλμούς καθώς καί τήν ὠδή τῆς Ἄννας, τῆς μητέρας τοῦ Σαμουήλ.
Αὐτό εἶναι σέ γενικές γραμμές τό πορτραῖτο τῆς Παρθένου. Ἡ Θεοτόκος ἔζησε ἀφανῶς καί πάντοτε στήν σκιά τοῦ Υἱοῦ της. Ὑπηρέτησε τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ μέ αὐτοθυσία. Ἔγινε ἑκούσια «τό ἐργαστήριον τῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων» τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτό καί μακαρίζεται ἀπό ὅλες τίς γενιές τῶν ἀνθρώπων, ὅπως προφήτευσε ἡ ἴδια (βλ. Λκ 1,48). Καί κάτι ἀκόμη· ἀπό τήν στιγμή πού βαπτισθήκαμε καί γίναμε ἀδελφοί τοῦ Κυρίου, ἔγινε καί ἡ Παρθένος μητέρα μας, ἡ μεγάλη μάνα ὅλων τῶν πιστῶν. Ἄς ἔχουμε τήν εὐχή καί τίς πρεσβεῖες της.
Εὐάγγελος Ἀλ. Δάκας
Ἀπολύτρωσις 71 (2016) 68-69
Μέ ὑπουργικές ὑπογραφές καί ἀποφάσεις δημοτικῶν συμβουλίων ἀνοίγει πλέον ὁ δρόμος γιά τήν ἀποτέφρωση τῶν νεκρῶν. Βεβαίως ὁ ἀνθρώπινος πολιτισμός ἀπό τά πανάρχαια χρόνια ἔχει στηριχθεῖ στήν ἱερότητα τῆς ταφῆς τους.
Οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας εἶναι γνωστό ὅτι πίστευαν στή μεταθανάτια ζωή. Γιά τόν λόγο αὐτό ὁ τρόπος θανάτου ἀλλά καί οἱ ἐπικήδειες τελετουργίες ἦταν πολύ σημαντικές. Ἡ ἀμέλεια τῶν νεκρῶν θεωροῦνταν βαρύ ἔγκλημα μέ ἐπιπτώσεις τόσο γιά τούς οἰκείους ὅσο καί γιά τόν νεκρό. Πεποίθησή τους ἦταν ὅτι ἡ ψυχή ἔβρισκε ἀνάπαυση στόν Ἅδη, μόνο ὅταν οἱ ζωντανοί ἔθαβαν τό νεκρό σῶμα. Ἑπομένως ἦταν ἀτιμωτικό νά μείνει ἄταφο τό σῶμα καί νά γίνει βορά ὀρνέων. Συνήθως ἄταφοι ἔμεναν οἱ προδότες τῆς πατρίδας, οἱ λιποτάκτες, οἱ ἱερόσυλοι καί οἱ αὐτόχειρες.
Ἀπό τή μαθητεία μας στήν ὑποχρεωτική ἐκπαίδευση ὡστόσο ὅλοι γνωρίζουμε τήν καύση τοῦ Πατρόκλου καί τοῦ Ἕκτορα ἀπό τήν Ἰλιάδα ἤ τοῦ Ἐλπήνορα ἀπό τήν Ὀδύσσεια. Εἶναι ὅμως διαπιστωμένο ὅτι στά χρόνια τοῦ Τρωικοῦ Πολέμου (12ος αἰ. π.Χ.) συνήθιζαν νά θάβουν τούς νεκρούς σέ σκαπτούς (τά «ὑπογαῖα») ἤ θολωτούς τάφους, ὅπως ἄλλωστε ἐπιβεβαιώνεται κι ἀπό τά εὑρήματα τόσων ἀνασκαφῶν. Τό κάψιμο τῶν νεκρῶν καί ὁ ἐνταφιασμός τῆς στάχτης τους μέσα σέ δοχεῖο ἐπικράτησε -λόγῳ ἐπιρροῶν ἀπό τούς Χετταίους- κατά τόν 9ο καί 8ο αἰώνα π.Χ. Ὁ Ὅμηρος, δηλαδή, ἐπιχειρώντας ἕναν ἀναχρονισμό, μεταφέρει μιά συνήθεια τῆς ἐποχῆς του στά χρόνια πού διαδραματίζεται ἡ Ἰλιάδα.
Ἐπίσης στήν τραγωδία τοῦ Σοφοκλῆ «Ἀντιγόνη» καταδεικνύεται ἡ σπουδαιότητα τῆς ταφῆς στόν ἀρχαῖο κόσμο. Ἡ Ἀντιγόνη προτιμοῦσε νά πεθάνει, παρά νά μήν ἀποδώσει τίς πρέπουσες ταφικές τιμές στόν ἀδελφό της. Ὁ Πολυνείκης βέβαια θεωροῦνταν προδότης τῆς πατρίδας του. Γιά τόν λόγο αὐτό ὁ Κρέοντας ἔδωσε διαταγή νά τόν ἀφήσουν ἄταφο ἔξω ἀπό τά ὅρια τῆς πόλης. Ἡ στάση ὅμως τῆς Ἀντιγόνης ἀποκαλύπτει τήν ἀντίληψη τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων γιά τήν ταφή. Ἦταν χρέος της, κατά τά «ἄγραπτα κ' ἀσφαλῆ θεῶν νόμιμα», νά θάψει μέ κάθε κόστος τόν ἀδελφό της· μόνον ἔτσι θά τόν τιμοῦσε καί θά ἐπέτρεπε στήν ψυχή του νά ἀναπαυθεῖ.
Τό ἔτος 406 π.Χ., κατά τή διάρκεια τοῦ Πελοποννησιακοῦ Πολέμου, στίς Ἀργινοῦσες οἱ Ἀθηναῖοι πέτυχαν περιφανῆ νίκη κατά τῶν Πελοποννησίων. Ἦταν ἡ μεγαλύτερη νίκη ἀπ᾽ ὅσες εἶχαν πετύχει μέχρι τότε, μέ τήν ὁποία ἐξασφάλιζαν τήν πλήρη κυριαρχία στό Αἰγαῖο. Οἱ δέκα στρατηγοί, ὅμως, παρά τόν ναυτικό θρίαμβο, παραπέμφθηκαν σέ δίκη καί καταδικάσθηκαν σέ θάνατο, ἐπειδή, λόγῳ τῆς θαλασσοταραχῆς, δέν μπόρεσαν νά περισυλλέξουν τούς ναυαγούς.
Μάθημα, λοιπόν, τιμῆς καί σεβασμοῦ πρός τούς νεκρούς μᾶς παραδίδουν οἱ πρόγονοί μας, φροντίζοντας γιά τόν ἐνταφιασμό τους! Καί ἡ παράδοση αὐτή ἰσχυροποιεῖται στά χρόνια τῆς Καινῆς Διαθήκης! «Ὄλβιος τάφος» καί «ἡ Ζωὴ ἐν τάφῳ», ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας γιά τόν πανάγιο τάφο τοῦ Κυρίου μας. Στούς τάφους τῶν μαρτύρων τῆς πίστεως, ἀλλά καί ὅλων τῶν πιστῶν, ἡ Ἐκκλησία εἶδε τήν προέκταση τοῦ τάφου τοῦ Κυρίου μας μέσα στόν χῶρο καί στόν χρόνο. Γι’ αὐτό οἱ τάφοι ἀποτέλεσαν καί τήν πρώτη ἁγία Τράπεζα, ἐπάνω στήν ὁποία ἡ Ἐκκλησία ἐπιτελοῦσε τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Κατά τόν ἐγκαινισμό μάλιστα τῶν ἱερῶν ναῶν χρησιμοποιοῦνται ὥς σήμερα λείψανα ἁγίων, τά ὁποῖα ἀποθησαυρίζονται μέσα στήν ἁγία Τράπεζα.
Ἀσφαλῶς, τό γεγονός τῆς ταφῆς ἐναρμονίζεται ἀπόλυτα μέ τούς φυσικούς νόμους, καθώς τό σῶμα παραδίδεται μέ τήν ἐλπίδα καί τήν πίστη στήν αἰώνια ζωή στήν ἀγκαλιά τῆς «παμμήτορος» γῆς, ἡ ὁποία κατά τόν ἅγιο Χρυσόστομο εἶναι «καὶ πατρὶς καὶ τάφος». Δημιουργώντας ἕναν οἰκολογικό χῶρο, παρόμοιο μέ αὐτόν τῆς ἐμβρυϊκῆς ζωῆς, διαφυλάσσουμε τή σωματική ἀκεραιότητα τοῦ νεκροῦ ὡς ἱερή καί ἀπαραβίαστη καί ἐναποθέτουμε τό σῶμα στή «μήτρα» τῆς γῆς, ὅπου θά συνεχισθεῖ χωρίς κανέναν ἐξαναγκασμό ἡ ἀποσύνθεσή του. Ἡ ταφή, δηλαδή, ἀποτελεῖ ὄχι ἁπλῶς ἔθιμο ἀλλά φυσική κατάληξη τοῦ σώματος σύμφωνα μέ τήν ἐπιταγή τοῦ Θεοῦ «γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ»! (Γέ 3,19).
Ἀντίθετα, ἡ βίαιη παρέμβαση στό νεκρό σῶμα συνιστᾶ ἀσέβεια καί βιασμό τοῦ βιολογικοῦ κύκλου τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ καύση τῶν νεκρῶν ἐπινοήθηκε καί ἐφαρμόσθηκε λόγῳ ἄγνοιας, φόβου καί δεισιδαιμονίας σέ περιόδους μετανάστευσης τῶν λαῶν καί πολεμικῶν συρράξεων. Μέ τήν καύση τό σῶμα παραδίδεται στή βιαιότητα καί στήν ἀδηφαγία τῶν κλιβάνων, στά ἀποτεφρωτήρια (=crematoria ἀπό τό ρῆμα τῆς λατ. cremo=καίω). Ἐκεῖ κατακαίεται στή θερμοκρασία τῶν 1400 -2100οC. Οἱ καιόμενες οὐσίες καταλήγουν κυρίως σέ ἀέρια, ἐνῶ τά ὀστᾶ μέ εἰδικό μηχάνημα κονιορτοποιοῦνται, κυριολεκτικά ἀλέθονται. Τό ὑπόλειμμα τῆς καύσεως, ἕνα εἶδος ἄμμου γκρί χρώματος καί βάρους 2-3 κιλῶν, ἐναποτίθεται σέ λήκυθο-τεφροδόχο καί παραδίδεται στούς οἰκείους γιά τά περαιτέρω.
Ἀναμφισβήτητα ἡ καύση δέν θεωρεῖται ἀτομικό δικαίωμα γιά τά πιστά μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι μία καθαρά μηδενιστική πράξη, πού ἐπισφραγίζει τό τέλος τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ κοινωνία μέ τήν ἀποτέφρωση τῶν νεκρῶν, πράξη καθαρά εἰκονοκλαστική, προσυπογράφει ὅτι προσδένεται στό ἅρμα τοῦ μηδενισμοῦ· ὁμολογεῖ τή ρήξη της μέ τήν παράδοση τόσων αἰώνων· τήν ἀπιστία της ἐπιβεβαιώνει στή δογματική ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας· ἀπορρίπτει τήν πίστη στήν Ἀνάσταση. Ἀντιθέτως ἡ ταφή, ὁ μόνος χριστιανοπρεπής, «ἱερός καί αἰδέσιμος» τρόπος φροντίδας τῶν νεκρῶν σωμάτων, εὐθυγραμμίζεται πρός τή διαιώνια παράδοση καί σηματοδοτεῖ τήν ἐλπίδα καί τήν προσδοκία τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν.
Εὐδοξία Αὐγουστίνου
Φιλόλογος - Θεολόγος
"Ἀπολύτρωσις", Μάρτ. 2016
Στέκεται ὁρόσημο στήν ἱστορία τῆς Νάουσας ἐκείνη ἡ Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς 19ης Φεβρουαρίου τοῦ 1822. Ὅλο τό δυναμικό τῆς πόλεως, 18.000 ἄνθρωποι, στό μητροπολιτικό ναό τοῦ ἁγίου Δημητρίου μέ τόν ἐπίσκοπο Ζαχαρία, δονοῦν τόν τόπο μέ τό κραυγαλέο σύνθημα «Ἐλευθερία ἤ θάνατος», ὅταν μετά τή θεία Λειτουργία ὁ πρόκριτος Ζαφειράκης Λογοθέτης ὑψώνη τή σημαία τῆς Ἐπαναστάσεως. Κι ἀρχίζει τότε ἡ ἀναμέτρησι μέ τόν Ἀγαρηνό, ἕνα κονταροχτύπημα ὅπου ὁ καθένας δίνει τίς ἐξετάσεις του.
Ξεσηκώνεται ἡ Νάουσα μέ πρωτοπαλλήκαρα τό Γερο-Καρατάσο, τό Ζαφειράκη καί τόν Ἀγγελῆ Γάτσο. Καιροφυλακτεῖ ὁ ἀντίπαλος, ὁ αἱμοδιψής Ἐμπού Λουμπούτ μέ τό ἰσχυρό ἀσκέρι του, 17.000 Τουρκαλβανούς. Ἕνας ἄγριος πόλεμος διεξάγεται ἐπί δύο μῆνες. Ἀξιέπαινες καί λαμπρές οἱ ἐπιτυχίες τῶν Ναουσαίων. Μά, δέν προτάσσουν τά στήθη τους στόν Τοῦρκο δυνάστη μόνον οἱ ἄνδρες. Πλάι τους στέκονται πιστές κι ἀφοσιωμένες οἱ Ναουσαῖες γυναῖκες. Ἔχει καιρό πού ἄφησαν τίς ἑστίες τους, παραμέρισαν τρυφερότητες κι εὐαισθησίες καί ξεπερνώντας τή φύσι τους ἔτρεξαν στό κάλεσμα τῆς πατρίδος.
Νά ᾿τες ταμπουρωμένες μαζί μέ τά παιδιά τους στόν πύργο τοῦ Ζαφειράκη. Ἄϋπνα τά παλληκάρια, δίχως ψωμί καί νερό γιά τρία μερόνυχτα, βαστοῦν γερά τήν ἄμυνα τοῦ πύργου. Στή σκληρότητα καί τήν ἀπελπισία τῶν στιγμῶν, ἡ παρουσία τῆς Ναουσαίας μία δροσερή, ἁπαλή αὔρα γιά τούς πολεμιστές. Ψυχή τῆς ἄμυνας, κινητήριος μοχλός ἡ θαυμαστή Ζαφειράκαινα, πού δέν κουράζεται μαζί μέ τίς ἄλλες γυναῖκες νά ἐφοδιάζη διαρκῶς τούς ἄνδρες μέ βόλια. Κι ὅταν αὐτοί ἀφήνουν τόν πύργο, γιά νά δώσουν ἀλλοῦ τή μάχη, αὐτές γίνονται οἱ φρουροί τῆς ἔπαλξης.
Ἀλλά τά βόλια τέλειωσαν κι οἱ κλαγγές τῶν ὅπλων ἔπαψαν κι ἀρχίζει γιά τήν καπετάνισσα Ζαφειράκαινα, τήν κόρη της Εὐθυμία, τήν Καρατάσαινα, τή Γάτσαινα καί γιά πολλές ἄλλες ἀρχόντισσες θρυλική Ὀδύσσεια. Ἁλυσοδεμένες ἀποχαιρετοῦν τά φίλτατα πατρικά τους χώματα, πού γεύονται τή θηριωδία καί τίς ὠμότητες τοῦ κατακτητῆ, γιά νά δοκιμάσουν μέ τή σειρά τους στή Θεσσαλονίκη, σέ προσωπικό πλέον ἐπίπεδο, ὅλη τή βαναυσότητα καί τό σαδισμό τοῦ Λουμπούτ. Τό δαιμονικό του πνεῦμα ἔχει καταστρώσει τό εἶδος τοῦ μαρτυρίου τους.
Στ᾿ ἀλήθεια, τόσο μελανό τό σκηνικό πού ξετυλίγεται σ᾿ ἕναν τοῖχο τῆς Ἁγια-Σοφιᾶς, ὥστε ὁ Γάλλος Πουκεβίλ ἐξιστορώντας το ὁμολογεῖ «φρικιῶ ἀναγράφων». Σ᾿ ἐκείνη τήν ἱστορική ἐκκλησία δύο γυναῖκες κτίζονται ζωντανές. Μόνο τά κεφάλια τους ξεχωρίζουν. Εἶνε ἡ Ζαφειράκαινα καί ἡ Γάτσαινα μέ ὄψι ἀγνώριστη. Ἀλειμμένα τά πρόσωπά τους μέ μέλι ἄφθονο συνέχεια πολιορκοῦνται ἀπό ἕνα σμῆνος σφῆκες, ἐνῶ συγχρόνως τό καταπονημένο σῶμα τους θερίζεται ἀπό τά σκουλήκια. Ἡ ἀνθρώπινη προσωπικότητα στόν ἔσχατο ἐξευτελισμό της! Κι ὁ Ἀγαρηνός τάζει λύτρωσι στίς μελλοθάνατες μ᾿ ἕναν ὅρο· νά προσκυνήσουν τόν Ἀλλάχ. Οἱ μέρες διαβαίνουν, μά αὐτές δέν προσκυνοῦν. Ἀλλά, τί κρίμα, τήν τρίτη μέρα ἡ λιποψυχία τῆς Γάτσαινας ἀμαυρώνει πιότερο τό σκηνικό μας. Δίκαια ὁ ποιητής λαός μας θά τῆς ἀπευθύνη σκληρά τά λόγια· «Ἡ Γάτσαινα ἐτούρκεψε καί σέ χαρέμι μπῆκε. Κρίμα στόν ἄντρα σ᾿ Γάτσαινα, προδότρα, ἀλλαξοπίστρα».
Ἀλύγιστη ὅμως ἡ καρδιά κι ἄκαμπτο τό φρόνημα τῆς Ζαφειράκαινας ἕως τήν πέμπτη μέρα, πού ὁλοκληρώθηκε τό μαρτύριό της. Ἀπάνθρωπος κι ὁ θάνατος τῆς Καρατάσαινας πού ἐξέπνευσε μέσα σ᾿ ἕνα σάκκο γεμᾶτο ἀπό φίδια. Ἀλλά καί σ᾿ αὐτή τήν ὀδυνηρή κατάστασι πού βρισκόταν, ἡ σύζυγος τοῦ ὁπλαρχηγοῦ Καρατάσου «δέν ἔπαυσε», ὑπογραμμίζει ὁ Πουκεβίλ, «νά προσεύχεται θερμῶς ὑπέρ τῶν δημίων της, ἐπικαλουμένη τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ καί τῆς Παναγίας μέχρι τῆς τελευταίας ὥρας».
Καί καταλήγει· «Οὕτως ἀπέθνησκον αἱ χριστιαναί γυναῖκες». Πόσο ἔχει ἀνάγκη ἡ γυναίκα τοῦ σήμερα νά ἐπιστρέψη στίς ρίζες τῆς Φυλῆς μας καί νά εὐθυγραμμισθῆ στά βήματα τῶν προγόνων μας, γιά νά κρατήση ἀλώβητα, ἄπαρτα τά δύο μεγάλα μεγέθη· τήν πίστι στόν Θεό καί τήν ἀγάπη στήν πατρίδα!
Ἑλληνίς
Ἀπολύτρωσις 51 (1996) 46-47
Στή μνήμη τοῦ πολιούχου της ἡ Θεσσαλονίκη ἀνασαίνει ἐλεύθερα. Μέ ὑψωμένες τίς γαλανόλευκες, μέσα σ᾿ ἕνα παραλήρημα χαρᾶς καί ἐνθουσιασμοῦ, γιορτάζει τήν ἀπελευθέρωσί της. Πόσο «ζήλεψαν» τότε τοῦτο τό πανηγύρι της τά Γιάννενα καί ὠνειρεύτηκαν τή δική τους λευτεριά! Πῶς ὅμως νά κάνουν τό μεγάλο τόλμημα, ὅταν τούς δρόμους ὅλους φράζη ἀπό παντοῦ τό φρουριακό ἐκεῖνο συγκρότημα, τά ξακουστά ὀχυρά τοῦ Μπιζανίου;
Ἔβαλε τήν τέχνη του ὅλη καί τά θωράκισε γερά ὁ φιλότουρκος γερμανός στρατηγός φόν Γκόλτς. Ἔσκαψε βουνά καί ράχες, γιά νά μετατρέψη τά ἔγκατά τους σέ πυροβολεῖα. Λέγεται πώς σέ ἀπόστασι ἀναπνοῆς ἀπό τά Γιάννενα ἡ γῆ «φιλοξενοῦσε» ἑκατόν δώδεκα πυροβόλα. Τήν ὥρα μάλιστα πού ὁ μισέλληνας Γερμανός παρέδιδε στούς Τούρκους τό καταπληκτικό ὀχυρωματικό του ἔργο, περήφανα ἀναφώνησε· «Σᾶς παραδίδω τόν τάφο τῆς Ἑλλάδος».
Πάνω στή δύναμι τοῦ λογικοῦ του στήριξε ὁ στρατηγός τά προγνωστικά του, χωρίς νά ὑπολογίση τήν τόλμη τοῦ Ἕλληνα, πού ξέρει νά προτάσση στό σιδερόφρακτο ἀντίπαλο τίς δικές του «σφενδόνες». Μέ ἐξαιρετική εὐφυΐα σχεδίασε ὁ Γερμανός τήν ὀχύρωσι τῆς περιοχῆς. Ποιός νά τοῦ τό ᾿λεγε ὅμως πώς ὁ ἀρχιστράτηγος τῶν ἑλληνικῶν δυνάμεων, ὁ διάδοχος Κωνσταντῖνος, θά διέθετε μαζί μέ τό ἐκλεκτό του ἐπιτελεῖο πολύ περισσότερη, γιά νά πατήση τό Μπιζάνι;
Ὁ Ἀγαρηνός ἔχει τήν ἰδέα πώς ἀπό τήν ἀριστερή πτέρυγα τῶν ὀχυρῶν, ἀπό τό βουνό Δρίσκος, θά δεχθῆ τό ἀποφασιστικό χτύπημα. Γι᾿ αὐτό πρός ἐκείνη τή μεριά στέλνει διαρκῶς ἐνισχύσεις καί καρτερεῖ τήν ἀναμέτρησι. Μάταια, ὅμως, γιατί στό παρά πέντε ὁ ἀρχιστράτηγος ἀντιστρέφει τό σχέδιο δράσης τοῦ στρατοῦ μας.
20 Φεβρουαρίου 1913. Μέρα γενικῆς ἐπίθεσης μέ παγωνιά φοβερή καί χιονοθύελλα ἀσταμάτητη. Μόνο τά στήθη τοῦ ἕλληνα στρατιώτη εἶνε πυρακτωμένα ἀπό τήν ἀγάπη στά πατρογονικά χώματα. Αὐτή εἶνε ὁ κινητήριος μοχλός πού τόν βοηθᾶ ν᾿ ἀψηφήση τίς ἀντίξοες συνθῆκες τοῦ καιροῦ καί νά ὁρμήση ἐναντίον τῆς δεξιᾶς πτέρυγας τοῦ ἐχθροῦ. Αἰφνιδιάζεται ὁ δυστυχής Τοῦρκος. Ἀπό ἀλλοῦ περίμενε τό ραγιά καί αὐτός τόν ξεγέλασε. Τοῦ ἐμφανίστηκε ἀπό τήν περιοχή τῆς Ὀλύτσικας, ἐκεῖ πού οἱ δικές του δυνάμεις ἦταν ἰσχνές καί ἀφύλακτες. Ἕνα-ἕνα τά εὐζωνάκια μας πατοῦν τά ὀχυρά τῆς Τσούκας, τῆς Μανωλιάσας, τοῦ ἁγίου Νικολάου. Κι ἀρχίζει τότε νά συντρίβεται ὁ θρῦλος πώς τό Μπιζάνι εἶνε ἀπόρθητο.
Πολυάριθμοι Ἀγαρηνοί σκιαγμένοι ἀπό τά σφυροκοπήματα καί τίς ἐπιτυχίες τῶν Ἑλλήνων, τρέχουν πρός τήν πεδιάδα τῆς Ραψίστας νά σωθοῦν. Σκορποῦν πανικό ἀπό πίσω τους τά δύο γενναῖα εὐζωνικά τάγματα μέ τούς θρυλικούς ταγματάρχες Ἰωάννη Βελισσαρίου καί Γεώργιο Ἰατρίδη. Πόσο ἀκριβά στοίχισε στούς δικούς μας ἡ καταδίωξι τῶν ἐχθρικῶν τμημάτων καί ἡ κατάληψι τῆς Ραψίστας; Μέχρι τή μέση βυθιζόταν τό σῶμα τους, καθώς διέσχιζαν τέλματα καί τάφρους.
Τώρα πού ἀπέχουν μόλις λίγα μέτρα ἀπό τά Γιάννενα καί ὁ πόθος γιά λευτεριά ἔχει φουντώσει, ποιός μπορεῖ ν᾿ ἀνακόψη τόν καλπασμό τῶν εὐζώνων; Εὐτυχῶς, δέν ἔφτασε ἡ διαταγή τοῦ διοικητοῦ πού τούς καθήλωνε στή Ραψίστα. Ἡ νύχτα τούς βρίσκει στήν ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου. Ἡ θέσι τους εἶνε κρίσιμη καί ἐπικίνδυνη, γιατί βρίσκονται στό «στόμα τοῦ λύκου». Ὤ καί νά ᾿ξερε ὁ Ὀθωμανός τό πολύτιμο μυστικό, πώς μόνο δύο εὐζωνικά τάγματα ἔχουν παρεισφρύσει στίς δικές του γραμμές! Μές στό ἀλάφιασμά του νόμισε πώς κατέφθασε ἔξω ἀπό τά Γιάννενα ὅλος ὁ στρατός μας. Ἔχασε, τί κρῖμα, μοναδική εὐκαιρία μέσα ἀπό τά χέρια του. Τό σπουδαῖο εἶνε, ὅπως ὑπογραμμίζει στήν ἔκθεσί του ὁ ριψοκίνδυνος Βελισσαρίου, ὅτι καί σ᾿ αὐτή τή δύσκολη φάσι τοῦ ἀγώνα «οἱ ἄνδρες, διάβροχοι ἐκ τῆς διαβάσεως τῶν τελμάτων, ἔμειναν ἀγρυπνοῦντες μέ τό ὅπλον ἀνά χεῖρας... καί κατά τήν νύκτα ἐκείνην, 37 ἀξιωματικοί καί 935 ὁπλῖται ἐφυλάσσοντο αἰχμάλωτοι εἰς τόν περίβολον τῆς ἐκκλησίας»!
Ἀναπάντεχα καί ἀστάθμητα γεγονότα σημειώνονται τό διο βράδυ. Στό στρατηγεῖο τοῦ διαδόχου Κωνσταντίνου, στό χάνι τοῦ Ἐμίν Ἀγᾶ, καταφθάνει ἀποστολή ἀκριβή, πού τήν συνοδεύει ὁ ταγματάρχης Βελισσαρίου. Εἶνε ὁ ἐπίσκοπος Δωδώνης καί δύο Τοῦρκοι ἀξιωματικοί, ὁ ὑπολοχαγός Ρεούφ καί ὁ ἀνθυπολοχαγός Ταλαάτ -ἀπεσταλμένοι τοῦ Ἐσσάτ Πασᾶ- πού μεταφέρουν τήν ἐπιστολή γιά τήν παράδοσι τῆς πόλης. Κι εἶνε ἀπό τά πρωτάκουστα, νά ὑπογράφεται τό πρωτόκολλο παράδοσης τή στιγμή πού τό Μπιζάνι δέν εἶχε πέσει ἀκόμη! Ροδίζει ἡ νέα μέρα, ἡ 21 Φεβρουαρίου, καί μαζί της γλυκοχαράζει στά Γιάννενα ἡ λευτεριά.
Καθώς ἐπέστρεφαν τήν ἄλλη μέρα, οἱ Τοῦρκοι ἀξιωματικοί ρωτοῦν γιά τά στρατεύματά μας τόν Βελισσαρίου· «Μά δέν μᾶς ἐλέγετε τήν νύκτα ὅτι εἶχον κατέλθει εἰς τήν πεδιάδα;». «Ὄχι», τούς λέει, «εἰς τήν πεδιάδα μόνον ἡμεῖς εχομεν κατέλθει». «Τότε οἱ ἀξιωματικοί», διηγεῖται ὁ διος ὁ ταγματάρχης, «προσβλέψαντες ἀλλήλους καί κατανοήσαντες τό πάθημά των, ἔδηξαν τά χείλη καί μοι λέγουν εἶτα· κ. Ταγματάρχα, πρέπει νά γνωρίζετε ὅτι ἡ τιμή τῆς παραδόσεως τῶν Ἰωαννίνων ὀφείλεται εἰς ὑμᾶς». Πραγματικά, αὐτή εἶνε ἡ ἀλήθεια. Τήν ἐπιβεβαίωσε κι ὁ διάδοχος Κωνσταντῖνος. Ὅταν συναντήθηκε μέ τόν τολμηρό ταγματάρχη τό προηγούμενο βράδυ καί ἐνημερώθηκε γιά τίς παράτολμες ἐνέργειές του, συγκινημένος τοῦ εἶπε· «Βελισσαρίου, εἶσαι ἄξιος ραπίσματος ἀλλά καί φιλήματος». Κι ἔσκυψε τότε ὁ ἀρχιστράτηγος καί ἀσπάστηκε τόν ἥρωα.
Μέ τέτοιους προγόνους, πού μέ τούς ἀγῶνες τους σοῦ φωνάζουν «τήν ἱστορία δέν τήν γράφουν τά νούμερα, ἀλλά οἱ φλογερές καρδιές», πῶς νά μήν αἰσθάνεσαι περήφανος καί συνάμα χρεωμένος;
Ἑλληνίς
Ἀπολύτρωσις 52 (1997) 33-34
Σ᾽ αὐτό τό ἄρθρο θά ἐπισκεφθοῦμε τήν ὀνομαστή Ἐρυθρά Θάλασσα, πού εἶναι σέ ὅλους μας γνωστή κατά κύριο λόγο ἀπό τό περιστατικό τῆς διάβασης τῶν Ἰσραηλιτῶν. Ἡ θάλασσα ὀφείλει τό ὄνομά της «Ἐρυθρά» σέ πλῆθος μικρῶν ζωοφύτων πού ἐπιπλέουν σέ μεγάλη ἔκταση τῆς ἐπιφάνειάς της ἀπό ἀρχαιοτάτων χρόνων, δίνοντάς της χρῶμα ἐρυθρωπό. Πάντως, τήν ἐποχή τῆς «Ἐξόδου» ἀπό τήν Αἴγυπτο ἡ Ἐρυθρά ὀνομαζόταν καί Θάλασσα τῶν Καλαμιῶν. Ἦταν πολύ ρηχή τότε, ἦταν λίμνη.
Ἄν παρατηρήσουμε τόν χάρτη, διαπιστώνουμε πώς ἡ Ἐρυθρά Θάλασσα εἶναι ἕνας στενός θαλάσσιος βραχίονας τοῦ Ἰνδικοῦ ὠκεανοῦ μεταξύ βορειοανατολικῆς Ἀφρικῆς καί νοτιοδυτικῆς Ἀσίας. Ὁ κόλπος τοῦ Ἄντεν τή συνδέει μέ τόν Ἰνδικό ὠκεανό, ἐνῶ ἡ διώρυγα τοῦ Σουέζ τήν ἑνώνει μέ τή Μεσόγειο. Ὁ μικρός βραχίονας στό βόρειο ἄκρο τῆς θάλασσας δημιουργεῖ τόν κόλπο τῆς Ἄκαμπα, ὁ ὁποῖος ἀγκαλιάζει μαζί μέ τόν κόλπο τοῦ Σουέζ τή χερσόνησο τοῦ θεοβάδιστου ὄρους Σινᾶ. Ἡ Ἐρυθρά Θάλασσα ἔχει μῆκος 1.900 χιλιόμετρα, μέγιστο πλάτος 300 χιλιόμετρα καί ἔκταση 450.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Κατά κύριο λόγο οἱ ἀκτές της εἶναι χαμηλές καί ἀμμώδεις. Ὁ βυθός της κοντά στίς ἀκτές εἶναι ἀπότομος καί ἀκανόνιστος.
Ἄς ἔρθουμε τώρα στό βιβλικό κείμενο τῆς Ἐξόδου καί συγκεκριμένα στά κεφάλαια 13-14. Μετά τίς δέκα πληγές τοῦ Φαραώ, οἱ Ἑβραῖοι ξεκινοῦν τήν πορεία τους γιά τή γῆ τῆς Ἐπαγγελίας. Ξαφνικά βρίσκονται μπροστά σέ ἕνα φοβερό ἀδιέξοδο. Διαπιστώνουν ὅτι οἱ Αἰγύπτιοι τούς καταδιώκουν, ἐνῶ μπροστά τους ἁπλώνεται ἡ Ἐρυθρά Θάλασσα. Ὁ λαός παραλύει. Ἀρχίζουν νά παραπονιοῦνται στόν Μωυσῆ. Μεγάλος φόβος τούς κυριεύει καθώς αἰσθάνονται τήν ἀπειλή τοῦ αἰγυπτιακοῦ στρατοῦ νά πλησιάζει. Σ’ αὐτή τήν κρίσιμη στιγμή ὁ Θεός περνάει τόν λαό Του μέ θαυματουργικό τρόπο μέσα ἀπό τήν Ἐρυθρά Θάλασσα. Ὁ Μωυσῆς ἁπλώνει τό χέρι του πάνω στή θάλασσα, καί ὁ Κύριος, μ’ ἕναν ἰσχυρότατο ἄνεμο, κάνει τά νερά νά χωριστοῦν στά δύο• ἔτσι οἱ Ἰσραηλίτες περνοῦν στήν ἀπέναντι ἀκτή. Οἱ Αἰγύπτιοι, πού τούς καταδιώκουν μέ ἅμαξες, προχωροῦν μέ δυσκολία, ἀφοῦ οἱ τροχοί τους κολλοῦν. Ὁ Μωυσῆς ἁπλώνει καί πάλι τό χέρι του πάνω ἀπό τή θάλασσα καί αὐτή ξαναγυρίζει στή θέση της, μέ ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Τά νερά σκεπάζουν ὅλο τόν στρατό τοῦ Φαραώ, χωρίς νά γλυτώσει κανείς. Μετά τό πέρασμά τους οἱ Ἰσραηλίτες κατασκήνωσαν ἀνατολικά τῆς θάλασσας, στήν ἔρημο τοῦ Σινᾶ.
Ἡ διάνοιξη τῆς Ἐρυθρᾶς Θάλασσας, γιά νά περάσει ἕνας ὁλόκληρος λαός, ἀλλά καί ὁ καταποντισμός τῶν αἰγυπτίων ἱππέων πού ἐπιχείρησαν νά περάσουν ἀπό πίσω τους ἀκούγεται ὄντως ὡς κάτι τό ἀπίστευτο, σχεδόν μυθῶδες. Ἡ ἀνθρώπινη λογική δυσκολεύεται νά ἀποδεχθεῖ συμβάντα πού ὑπερβαίνουν τούς νόμους τῆς φύσης. Κι ὅμως, ἀνασκαφές πού ἔγιναν στόν βυθό τῆς θάλασσας ἀνέσυραν εὑρήματα καταπληκτικά.
Τόν Ἰούνιο τοῦ 2003, μετά ἀπό δύο ταξίδια κατάδυσης, ὁ μηχανικός ἀνυψωτικῶν ὀχημάτων Peter Elmer ἐντοπίζει ὑπολείμματα τροχῶν καί ἐνθουσια- σμένος δηλώνει πώς ἀνήκουν στά αἰγυπτιακά ἅρματα. Ἀνάλογες ἔρευνες εἶχαν γίνει καί παλαιότερα ἀπό τόν ἐρασιτέχνη ἀρχαιολόγο Ron Wyatt σέ συνεργασία μέ τόν ἐξερευνητή Jonathan Gray. Ὁ διευθυντής ἀρχαιοτήτων στό Κάιρο, Nassif Mohammed Hassan, ἐξέτασε ἕνα ἀπό τά εὑρήματα, τόν ὀκτάκτινο τροχό, καί δήλωσε ὅτι ἀνήκει στή 18η δυναστεία τῆς Αἰγύπτου, ἡ ὁποία βασίλευσε γύρω στά 1400 π.Χ. Οἱ συγκεκριμένοι τροχοί χρησιμοποιήθηκαν μόνο ἀπό αὐτή τή δυναστεία. Τό εὕρημα, ἑπομένως, συμπίπτει χρονικά μέ τή διάβαση τῆς βιβλικῆς διήγησης. Τουλάχιστον τό ἕνα ἀπό τά εὐρήματα εἶναι ἐπιβεβαιωμένο ἀπό τίς ἀρ- χαιολογικές ἀρχές ὅτι χρονολογεῖται στόν καιρό τῆς Ἐξόδου, ἐνῶ γιά τά ὑπόλοιπα ὑπάρχει ἀκόμη ἀρκετή πολεμική ἀπό ὅσους ἀμφισβητοῦν τήν ἱστορικότητα τῆς Βίβλου. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἀνά τούς αἰῶνες προκαλεῖ δράση καί ἀντίδραση. Πάντα θά ὑπάρχουν οἱ λογικοκρατούμενοι ὀρθολογιστές πού θά ἀ- πορρίπτουν τά ἀδύνατα, ἀλλά ποτέ δέν θά ἐκλείψει καί τό ἐκλεκτό λεῖμμα τῶν πιστῶν πού χρησιμοποιεῖ καί τή λογική ἀξιοποιώντας δίπλα στή θεία ἀποκάλυψη καί τά ἐπιστημονικά τεκμήρια. «Ὁ ἔχων ὀφθαλμοὺς τοῦ βλέπειν βλεπέτω...».
Ἀνανίας Τσιραμπίδης,
ὁμ. Καθηγητής Γεωλογίας Α.Π.Θ.
Ἀπολύτρωσις 71 (2016) 54-55
(Ψα 103,34)
Χτυπᾶ ἡ καμπάνα ἀγνάντια στό ξωκκλήσι καί μηνᾶ Ἑσπερινό. Καλεῖ ὁ ἦχος της τήν κτίση ὅλη νά πλέξει μία «διαλογή» στόν Πλάστη καί Πατέρα. Πιάνει ἡ ψυχή, ἡ λογική, τό θυμιατό τῆς προσευχῆς καί ἀφήνει σάν θυμίαμα σέ Σένα ν’ ἀνεβεῖ ἡ εὐγνωμοσύνη, ἡ εὐχαριστία, ὁ πόνος, ἡ ἀγωνία, ἡ ἀπαντοχή…
«Εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον...».
Κεῖ κάπου στά αἰθέρια ἀπαντᾶ ἡ κραυγή τῆς προσευχῆς τόν ἦχο τῆς καμπάνας καί παίρνει χρῶμα ὁ ἦχος της κι ἀντιλαλεῖ εὐωδιά ἡ λαλιά της…
Καί καθώς ἀγκαλιάζει ἡ ματιά τήν πλάση τριγύρω, ἀνοίγει μπρός μου ἕνα ζωντανό ψαλτήρι. Κι ἐγώ τότε σιωπῶ γιά νά ἀφουγκραστῶ μία ψαλμωδία ἀλλιώτικη, ἄλογη μά τόσο θεϊκή.
Τήν ὥρα τούτη, Πλάστη μου, πού ἀπέθεσες τό φῶς, τό ἄυλο ἱμάτιό σου, καί ντύθηκες τά χρώματα τοῦ ἀποσπερνοῦ, μέσα στό ἀνάκτορό σου, τήν ὥρα αὐτή συνάζονται οἱ ἄγγελοι, οἱ λειτουργοί σου, σάν ἅγιες φωτιές τριγύρω, κι ὁ κόσμος ὁλάκερος γίνεται κήρυκας τῆς μεγαλοσύνης σου. Κι ἐγώ στέκομαι σέ μία πλαγιά, σάν σέ φυσικό στασίδι, καί βλέπω μπρός μου ἀνοιχτό, σάν ζωντανό ψαλτήρι, τήν ἄλογη τήν κτίση καί ἀκούω ψαλμούς, ἀντίφωνα καί ἄφθογγα ἰδιόμελα.
Ἀνάκτορό σου ὅλη ἡ γῆ, Πατέρα δοξασμένε. Γῆ καί οὐρανός, ὕδατα καί στεριές στά θεῖα δώματά σου, ὑμνοῦν τό μεγαλεῖο σου, σοφέ Δημιουργέ, τήν ὥρα αὐτή πού ὁ ἄνθρωπος τελείωσε τή δουλειά του καί τά ζῶα ψάχνουν γιά καταφύγιο...
Καί γίνεται ὕμνος καί τρισάγιο τό θρόισμα τῶν φύλλων καί τό κελάρυσμα τῶν ρυακιῶν εὔλαλο δοξαστικό.
Κι ἀγνάντια στίς κορφές, πού στόλισες μ’ αὐτές τή γῆ σου, ὁ ἥλιος ἀποτραβιέται γνωρίζοντας τήν πορεία του κι ἀχνή ἡ σελήνη παίρνει δειλά τή θέση της, ὅπως ἐσύ τήν ἔταξες νά κάνει, χρωματίζοντας τά αἰθέρια μέ χίλια χρώματα καί βάφοντας τή θάλασσα μέ χρυσαφένιες καί ἀσημί νότες δοξολογίας. Σκαλοπάτια σου τά σύννεφα καί οἱ ἀνέμοι τ’ ἀέρινο ὄχημά σου. Λαλιά σου οἱ φοβερές βροντές, τό θαῦμα ὁλόγυρα ἀντιλαλοῦν δάση καί θάμνοι καί πλαγιές...
Καί ἡ δική μου ἡ κραυγή ἕνας ψίθυρος μέσα σ’ αὐτή τή μεγαλειώδη συμφωνία τοῦ σύμπαντος κόσμου.
Μένω ἄναυδη μπρός σέ αὐτή τή μυσταγωγία καί ἀφουγκράζομαι τήν ἅγια τούτη ψαλμωδία, σάν βλέπω μπρός μου νά βάφει ὁ ἀγέρας τά λιόφυλλα ἀσημί μέ τή δοξολογική πνοή του, κι ἡ θάλασσα ν’ ἀναρριγεῖ -τόν ψίθυρό του νιώθοντας- καί μηνᾶ κι αὐτή μέ τή σειρά της σέ ὅλη τή γῆ πού ’χει στήν ἀγκαλιά της, τή δόξα σου...
Τήν ὥρα αὐτή τοῦ Ἑσπερινοῦ, τήν ὥρα τῆς συγγνώμης γιά τό χθές καί τῆς ὑπόσχεσης γιά τό αὔριο, ὁ λογισμός μου κι ἡ κτίση γύρω μου, ἄλογη κτίση καί κτίση λογική, ψάλλουν μπρός στό νοητό ψαλτήρι, ἀκολουθώντας τόν ψαλμωδό, δοξολογίας ἀντίφωνα καί ὕμνους εὐχαριστίας...
«Ἡδυνθείη Αὐτῷ ἡ διαλογὴ ἡμῶν... ἀμήν»!
Δ. Καλογεράκη