Ξαναζῆ τό Κούγκι

  Καθώς διαβάζεις ἱστορία, αὐθόρμητα ἕλκει τή συμπάθειά σου καί κλέβει τήν ἀγάπη σου ἐκεῖνος ὁ λαός πού ἐπίμονα παλεύει γιά τή λευτεριά τῆς σκλαβωμένης του πατρίδος. Ὅταν ὅμως σέ τέτοιους τίμιους ἀγῶνες κι αἱματηρές θυσίες πρωτοπόρα εἶναι τά νιάτα καί μάλιστα τά χριστιανικά νιάτα, τότε τό θερμόμετρο τῆς καρδιᾶς σου πιότερο πυρακτώνεται κι οἱ χορδές της πάλλουν ἄτακτα καί ξέφρενα ἀπό θαυμασμό καί συγκλονισμό γιά τό μεγαλεῖο τους. Τέτοια ἔντονα σκιρτήματα ξεπηδοῦν μέσα σου, ὅταν σταθεῖς μπρός στούς ἐθνομάρτυρες τοῦ Κυπριακοῦ ἔπους 1955-59.
 grigoris auxentiou Πάει καιρός πού τό ἡφαίστειο τῆς ψυχῆς τοῦ Γρηγόρη ἀπό τή Λύση κοχλάζει ἀπό τήν ἀνεπιθύμητη παρουσία καί προκλητική συμπεριφορά τοῦ Ἄγγλου κατακτητοῦ· ὥσπου ἡ λάβα του δυναμικά ξεχειλίζει μέ τήν ἀνατολή τῆς 1ης Ἀπριλίου 1955, ἐπίσημη μέρα τῆς ἐθνεγερσίας τοῦ κυπριακοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ἀπό τήν πρώτη κιόλας μέρα τοῦ ἐθνικοῦ συναγερμοῦ ἀρχίζει τό μαρτύριο τοῦ παλληκαριοῦ. Στέκεται ἄτυχο, διότι ἡ προσπάθειά του ν᾿ ἀνατινάξη μαζί μέ τήν ὁμάδα του τίς πετρελαιαποθῆκες τοῦ ἐχθροῦ στίς στρατιωτικές τους ἐγκαταστάσεις στή Δεκέλεια ἀστοχεῖ. Κι ἀκόμη ἀκούσια ἀφήνει στό δυνάστη φιλοδώρημα γενναῖο τήν ταυτότητά του.
  Ἀπό τότε ἕνα ἄγριο, ἀσταμάτητο κυνηγητό διαδραματίζεται εἰς βάρος του, ἡ πλοκή τοῦ ὁποίου θυμίζει μυθιστόρημα. Τί κι ἄν τό κάθε δευτερόλεπτο τῆς ζωῆς τοῦ Αὐξεντίου κυλᾶ μέσα σ᾿ ἕνα πλέγμα λαχτάρας καί ἀγωνίας, τρόμου καί ἀνησυχίας; Τί κι ἄν παραμονεύει σέ κάθε του βῆμα ὁ θάνατος, προπάντων τώρα πού τό ποσό τῆς ἐπικήρυξής του φτάνει στό ὕψος τῶν 5.000 λιρῶν; Ἐκεῖνος μένει προσηλωμένος στό χρέος του. Ὀργανώνει συστηματικώτερα τίς ὁμάδες τῆς ΕΟΚΑ. Μές στήν ἀντάρα τοῦ πολέμου πραγματική ὄαση γιά τούς ἀγωνιστές εἶναι ἡ στιγμή πού ὁ ὑπαρχηγός της Γρηγόρης ἑρμηνεύει τό λόγο τοῦ Θεοῦ καί σταλάζει μέσα τους τά μεγάλα ἰδανικά τῆς Πίστεως καί τῆς Πατρίδος. Διαρκῶς ἀλλάζει τόπους καί κρησφύγετα, ψευδώνυμα («Ζῆδρος», «Αας») καί προξενεῖ στόν κατακτητή σοβαρές ζημιές καί ἀπώλειες. Τά σοφίσματα καί μηχανεύματά του στίς διάφορες ἐπιθέσεις ἀναγνωρίζει κι ὁ ἀντίπαλος. Τό ἐξομολογεῖται ἕνας Ἄγγλος ἀξιωματικός στό γερο-Πιερῆ, μιά μέρα πού ἔψαχνε τόν Γρηγόρη στό χωριό του· «Σάν στρατιωτικός θέλω νά συλλάβω τό γιό σου. Σάν ἄνθρωπος σέ συγχαίρω γιά τό γιό πού ἀνέθρεψες!».
  Δυό χρόνια περίπου ξεφεύγει τά μπλόκα καί τίς ἐνέδρες τῶν Ἄγγλων. Πόσες φορές δέν πέρασε ἀπ᾿ ἀνάμεσά τους χωρίς νά τόν ἀναγνωρίσουν! Κι ἄλλοτε πάλι στό μοναστήρι τοῦ Μαχαιρᾶ πρόσωπο μέ πρόσωπο συναντιέται μέ τόν διοικητή, πού ζητᾶ τή συνεργασία του· «Μπορεῖς ἐσύ νά μᾶς βοηθήσεις νά βροῦμε τόν Αὐξεντίου; Νά σοῦ δώσω τόν ἀριθμό τοῦ τηλεφώνου μου. Ἄν τύχει καί μάθεις τίποτε, ἤ περάσει ἀπό δῶ ὁ Αὐξεντίου, μοῦ κάνεις ἕνα τηλεφώνημα».
  Φεβρουάριος τοῦ 1957. Καί τό βλαστάρι τοῦ Πιερῆ καί τῆς Ἀντωνοῦς, ὁ θρυλικός ὑπαρχηγός τῆς ΕΟΚΑ ἔχει ἄσχημες προαισθήσεις... Τό νέο του λημέρι βρίσκεται τώρα χίλια μέτρα πιό πέρα ἀπό τή μονή τῆς Στρατηλάτισσας τοῦ Μαχαιρᾶ. Βρίσκει τόν ἡγούμενό της Εἰρηναῖο καί τοῦ ἀπευθύνει τά λόγια· «Ὅπου νά ᾿ναι ἔρχονται τά βαριά ὅπλα. Κι ὁ Μαχαιρᾶς θά γίνη Κούγκι. Νά μᾶς κοινωνήσεις. Εἴμαστε σέ κίνδυνο. Ἀλλά εἴμαστε λερωμένοι. Θά ᾿ρθοῦμε αὔριο νά καθαρισθοῦμε καί νά κοινωνήσουμε». Τρεῖς μέρες ἀπεγνωσμένα τόν γυρεύουν τά ὄργανα τῆς Ἀγγλοκρατίας. Καί θά ἔφευγαν, ἄν δέν ἐμφανιζόταν ὁ προδότης -ὁ ἀγωγιάτης τοῦ μοναστηριοῦ- πού τούς ἀποκαλύπτει τήν κρύπτη τοῦ καταζητουμένου.
 Καί στέλνει ὁ στρατάρχης Χάρντιγκ, ὁ Ἄγγλος Κυρβερνήτης τοῦ νησιοῦ, δυνάμεις τῆς στεριᾶς καί τοῦ ἀέρα, γιά νά κονταροχτυπηθοῦν μέ τό «λιοντάρι» τῆς σπηλιᾶς. Ἤδη ἀπό πάνω της φτερουγίζουν δύο ἑλικόπτερα. Γύρω της καταλαμβάνει θέση ἡ τρίτη Ταξιαρχία πεζικοῦ, πού διατάσσει τόν Αὐξεντίου καί τούς τέσσερις συντρόφους του νά βγοῦν ἔξω, ἐνῶ μέσα ἀπό τή γῆ ἠχοῦν δυό μονάχα λέξεις· «Μολών λαβέ». Δέν θά τούς δώσει τή χαρά νά τόν συλλάβουν ζωντανό. Μόνο στ᾿ ἀγαπημένα του παλληκάρια τόν Αὐγουστή Εὐσταθίου, τόν Φειδία Συμεωνίδη, τόν Ἀνδρέα Στυλιανοῦ καί τόν Ἀντώνιο Παπαδόπουλο, παρά τήν ἄρνησή τους, ἐπιμένει ν᾿ ἀδειάσουν τό κρησφύγετο καί νά τόν ἀφήσουν μόνο. Μέ τίς λέξεις «ἐγώ πρέπει νά πεθάνω», τούς κατευοδώνει. Ἄξαφνα μιά χειροβομβίδα τοῦ πληγώνει τό λαιμό καί τό γόνατο. Ὁ ἐχθρός νομίζοντας πώς ὅλα ἔχουν τελειώσει, διατάσσει τόν Αὐγουστή νά φέρει τόν νεκρό ἀρχηγό του. Κι ἐκεῖνος σάν ἀνταμώνει μέ τόν φίλτατο συμπολεμιστή του κράζει στούς ὁπλισμένους· «Ἐλᾶτε, εἴμαστε δυό τώρα».
  Περνοῦν ἐννιά ὧρες. Ὁ σταυραετός τοῦ Μαχαιρᾶ μάχεται τραυματισμένος, γονατιστός, αἱμόφυρτος, ὥσπου νιώθει νά κολυμπᾶ μέσα στή βενζίνη. Τό ἀσκέρι τοῦ ταξίαρχου Χόπγουντ καταστρώνει τόν ἐπίλογο αὐτῆς τῆς τιτανομαχίας. Περιλούει τόν τόπο μέ τριάντα γαλόνια βενζίνης! Ἐκεῖ, στό νοτιοανατολικό ἄκρο τῆς Ἑλλάδος, στόν Μαχαιρᾶ τῆς Κύπρου, ἀνασταίνεται τό Κούγκι, τό Ἀρκάδι... Καπνίζει, φλέγεται ἡ σπηλιά κι ὁ Αὐγουστής τήν ἐγκαταλείπει. Λαμπαδιάζει ὁ 29χρονος ἐθνομάρτυρας, κάνει ὅμως μία ὕστατη προσπάθεια -μ᾿ ὅ,τι τοῦ ἀπέμεινε- μέ τό ἕνα του πόδι νά στείλει τήν τελευταία του βόμβα. 3 Μαρτίου 1957, Κυριακή, 2μ.μ. Ἀπό τά μπαρουτοκαπνισμένα βάθη τῆς γῆς ἐξέρχεται «μιά μάζα καμένο κρέας, μιά μάζα σάν κάρβουνο, μ᾿ ἕνα μόνο πόδι καί δυό κόκκαλα, ἐκεῖ πού ᾿πρεπε νά ᾿ναι τά χέρια... ἕνα στρογγυλό πρᾶμα, πού θύμιζε ἀνθρώπινο κεφάλι».
  Στόν Ἀγαρηνό, πού σήμερα μέ τόση ἰταμότητα ποδοπατᾶ χώματα ποτισμένα μέ αἵματα ἡρώων, παραμένουν ἄγνωστα καί θεωροῦνται ἀνερμήνευτα τέτοια ὁλοκαυτώματα. Τόν Κύπριο ὅμως Ἕλληνα δέν μποροῦν ν᾿ ἀφήσουν σέ ἐφησυχασμό καί σέ ἀδράνεια, ἀλλά τόν χρεώνουν μέ συνεχῆ ἐπαγρύπνηση καί τόν ὑποχρεώνουν στήν ἐπίμονη διεκδίκηση τῶν δικαίων αἰτημάτων του.

Ἑλληνίς

Ἀπολύτρωσις 51 (1996) 84-85