ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ
ΤΟΜΟΣ Β΄
Σελίδες 164, ἔκδοση Α΄
Ζητῆστε το στό Βιβλιοπωλεῖο "Ἀπολύτρωσις", τηλ. 2310 274518.
Ὑπάρχει κάποιος στήν οἰκογένεια πού περίμενε ὅλο τόν χρόνο μέ λαχτάρα νά πᾶμε στήν κατασκήνωση οἰκογενειῶν: ἡ τετράχρονη Ἐλπίδα μας!...
«Πότε θά πᾶμε;», ρωτοῦσε πολύ συχνά καί ὑπολόγιζε μέ τό μυαλουδάκι της πότε εἶναι τό καλοκαίρι.
Τό καλοκαίρι ἔφτασε καί προχωροῦσε, μέ τό Ἐλπιδάκι νά περιμένει τό «πότε»…
Μόνο ἐγώ ἔνιωθα φορτωμένη καί εἶχα τόν λογισμό μήπως νά μήν πᾶμε φέτος... Τελικά, πῆγα καί πήγαμε ὅλοι.
Σ’ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, γι’ ἄλλη μία φορά!
Αὐτό τό πανηγύρι νά ’μαστε ὅλοι μαζί, νεαροί οἰκογενειάρχες καί μεγαλύτεροι, παιδιά ὅλων τῶν ἡλικιῶν, στήν ξενοιασιά τῆς κατασκήνωσής μας...
Ἡ εὐφροσύνη τοῦ κατασκηνωτικοῦ προγράμματος, πού μᾶς ἔθρεψε μέ τήν προσευχή καί τή μελέτη τῆς ἁγίας Γραφῆς…
Τό συναίσθημα ὅτι ὁ Διδάσκαλος τῆς Ἀδελφότητος, ὁ μακαριστός Στέργιος Σάκκος πού μόχθησε νά στεριώσει αὐτό τό ἔργο, εἶναι κάπου ἀνάμεσά μας…
Ὅλα σοῦ δημιουργοῦσαν τήν αἴσθηση ὅτι ὁ Θεός θέλει νά γίνεται αὐτή ἡ συνάντηση, μιά πραγματική ἐπισυναγωγή μέ στόχο τήν ἀνασυγκρότηση τῆς συζυγίας μας, τήν ἀναζωπύρωση τῆς ἀγάπης μας, τήν ἀναδιοργάνωση τῆς οἰκογένειάς μας, γιά νά συνεχιστεῖ ἡ κατά Θεόν οἰκογενειακή πορεία…
Δέν γίνεται νά ἀποτυπωθοῦν στό χαρτί ὅλα ὅσα ζήσαμε ἐκεῖ…
Τά ἐμπνευσμένα μαθήματα ἦταν γιά ὅλους μας πηγή ζωῆς. Κι ἐκεῖνα τά «εὐλογημένα πηγαδάκια», ὅπως τά ἔλεγε ὁ διδάσκαλος, ἦταν μία ἀνάσα δροσιᾶς… Δέν εἶσαι μόνος… καί ἄλλοι ζοῦν ὅ,τι κι ἐσύ! Ἀγωνίζονται, ὅπως κι ἐσύ! Ἀκόμη, ἡ χαρά καί ὁ ἐνθουσιασμός τῶν παιδιῶν μέ τά παιχνίδια τους στά γήπεδα καί τό τραγούδι τους στήν τραπεζαρία ἦταν τονωτική ἐμπειρία γιά ὅλους μας…
Τί ἀνόητη πού ἤμουν νά ἔχω λογισμό νά μήν πάω φέτος…
Εὐγνωμονῶ τό μικρό μου τό Ἐλπιδάκι γιά τήν ἐπιμονή του. Ἀλλά καί πόση εὐγνωμοσύνη νιώθω γιά τόν Διδάσκαλο, καθώς καί γιά τούς ἀδελφούς, πού τόσα χρόνια ὑπηρετοῦν αὐτό τό ἔργο γιά νά τό βρίσκω ἐγώ ἕτοιμο, νά τό ἀπολαμβάνω καί νά στηρίζομαι στόν καθημερινό μου ἀγώνα…
Χρέος δικό μου εἶναι νά φυλάξω αὐτή τήν κληρονομιά… Κύριε, «ἐλθέτω ἡ βασιλεία Σου» καί στή δική μου ζωή…
Χ.Μ.Δ.
28η Ὀκτωβρίου 1940. Δευτέρα, τρεῖς μετά τά μεσάνυχτα. Κάποιες σκιές κινοῦνται μές στή νύχτα. Ὁ ἰταλός πρεσβευτής Γκράτσι κατευθύνεται στό σπίτι τοῦ πρωθυπουργοῦ Ἰ. Μεταξᾶ στήν Κηφισιά. Πρέπει ἐπειγόντως νά τοῦ ἐπιδώσει τό ἰταλικό τελεσίγραφο. «Σκεφτόμουν ὅτι τή στιγμή ἐκείνη γινόμουν συνένοχος μιᾶς ἀτιμίας», γράφει ὁ ἴδιος ὁ κόμης Γκράτσι στό βιβλίο του «Ἡ ἀρχή τοῦ τέλους». Καί συνεχίζει:
«Μόλις καθίσαμε, τοῦ ἔδωσα τό ἔγγραφο. Ἄρχισε μέ προσοχή νά τό διαβάζει. Παρακολούθησα τή συγκίνησή του στά χέρια του καί στά μάτια. Μόλις τελείωσε ἡ ἀνάγνωση, ἀκολούθησε ὁ ἑξῆς διάλογος:
- Κύριε πρόεδρε, ἔχω ἐντολή νά σᾶς ἀνακοινώσω ὅτι σέ περίπτωση πού δέν δεχτεῖτε τούς ὅρους τοῦ τελεσιγράφου, τά ἰταλικά στρατεύματα θά μποῦν στό ἑλληνικό ἔδαφος, στίς 6 τό πρωί.
- Καί ποιά εἶναι τά στρατηγικά σημεῖα πού θέλει νά καταλάβει ἡ Ἰταλία;
- Δέν γνωρίζω...
- Κύριε πρεσβευτά, τό περιεχόμενο τοῦ τελεσιγράφου καί ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο μοῦ δόθηκε σημαίνουν πόλεμο ἐκ μέρους τῆς Ἰταλίας.
- Θά ἦταν δυνατό νά ἀποφευχθεῖ ὁ πόλεμος, ἄν δίνατε διαταγή στά στρατεύματά σας νά ἀφήσουν ἐλεύθερη τή δίοδο.
- Εἶναι περιττό νά προχωρήσετε. Ὄχι! Ἀδύνατο! Δέν πρόκειται νά δώσω τέτοιες διαταγές.
Δέν ἤξερα τί ν᾽ ἀπαντήσω σ᾽ αὐτά τά λόγια. Ἔφυγα, ἀφοῦ ὑποκλίθηκα μέ βαθύτατο σεβασμό μπροστά στόν περήφανο γέροντα, ὁ ὁποῖος δέν δίστασε οὔτε στιγμή νά ἐκλέξει γιά τήν πατρίδα του τό δρόμο τῆς θυσίας, ἀντί τῆς ἀτίμωσης».
Ταχύτατα ἐνεργεῖ ὁ πρωθυπουργός. Πρέπει νά «ξυπνήσει» τούς Ἕλληνες. Συγκαλεῖ στίς 5 τό πρωί τό ὑπουργικό συμβούλιο. Ἐνημερώνει. Ὕστερα παίρνει τό διάταγμα τῆς γενικῆς ἐπιστρατεύσεως, κάνει τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ καί τό ὑπογράφει μέ τήν εὐχή: «Ὁ Θεός σώζοι τήν Ἑλλάδα». Μέσα σ᾽ ἕνα κλίμα συγκίνησης, τό ὑπογράφουν ὅλοι οἱ ὑπουργοί.
Στό διάγγελμά του πρός τόν ἑλληνικό λαό τονίζει:
«Ἡ στιγμή ἐπέστη πού θά ἀγωνισθῶμεν διά τήν ἀνεξαρτησίαν τῆς Ἑλλάδος, τήν ἀκεραιότητα καί τήν τιμήν της... Ἀγωνισθεῖτε διά τήν πατρίδα, τάς γυναῖκας, τά παιδιά σας καί τάς ἱεράς μας παραδόσεις. Νῦν ὑπέρ πάντων ὁ ἀγών».
Ἔτσι, τά ξημερώματα τῆς 28ης Ὀκτωβρίου, ὁ Ἕλληνας ἀπό κάθε γωνιά τῆς πατρίδας μας, ἀπό τά βουνά τῆς Ἠπείρου, τούς κάμπους τῆς Μακεδονίας, τά ποτάμια τῆς Θράκης μέχρι τόν νότο καί τά δαντελωτά νησιά τοῦ Αἰγαίου, δίνει δυναμικό τό «Παρών», ἀμύνεται πεισματικά καί μέ τήν ὁμοψυχία, τήν αὐταπάρνηση καί τίς θυσίες του βροντοφωνάζει στόν ἀδίστακτο εἰσβολέα «Ὄχι».
Εἶναι ἀξιοσημείωτα ὅσα σημειώνει στό βιβλίο του «Τά χρόνια τοῦ Μεγάλου Πολέμου» ὁ πολιτικός Παν. Κανελλόπουλος, τοποθετώντας τά πράγματα στή σωστή τους θέση:
«Πρέπει νά εἴμεθα χωρίς ἄλλο εὐγνώμονες εἰς τόν Ἰωάννην Μεταξᾶν, διότι εἶπε ὁλομόναχος στό σκοτάδι τῆς νυκτός τό μέγα "Ὄχι". Λέγουν ὅσοι ἀντιμετωπίζουν μέ ἐμπάθειαν καί αὐτά τά ἀνάγλυφα γεγονότα τῆς ἱστορίας ὅτι τό "Ὄχι" δέν τό εἶπεν ὁ Μεταξᾶς, ὅτι τό εἶπεν ὁ λαός. Ναί, τό εἶπεν ὁ λαός, ἀλλά ἀφοῦ τό εἶχεν εἰπεῖ ὁ Μεταξᾶς... Ἄς εἴμεθα λοιπόν τίμιοι ἀπέναντι τῆς ἱστορίας. Τό μεγάλο "Ὄχι" εἶναι πρᾶξις τοῦ Ἰ. Μεταξᾶ».
Ὁ Πρωθυπουργός εἶναι αὐτός πού στούς βαλκανικούς πολέμους τοῦ 1912-13 ὡς νεαρός ἀξιωματικός τότε κατέστρωσε μέ ἐπιτυχία τά σχέδια ὅλων τῶν ἐπιχειρήσεων· εἶναι ἕνας ἀπ᾽ αὐτούς πού διεξήγαγε τίς διαπραγματεύσεις μέ τόν Ταξίν πασά γιά τήν παράδοση τῆς Θεσσαλονίκης στούς Ἕλληνες ἀνήμερα τοῦ ἁγίου Δημητρίου· εἶναι αὐτός πού ὅσο ἔβλεπε νά ζυγώνει ἡ μικρασιατική καταστροφή τό 1922, τόσο φώναζε συνεχῶς στήν κυβέρνηση νά ἀσφαλίσει τή Θράκη μέ ἱκανό στρατό. Χάρη στή διορατικότητά του ἡ Θράκη σώθηκε ἀπό τά νύχια τοῦ Κεμάλ καί παρέμεινε ἑλληνική. Κι ἀπό τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1936 πού ἀναλαμβάνει τήν πρωθυπουργία, διαβλέπει πώς ἄρχισαν νά φαίνονται τά πρῶτα σύννεφα μιᾶς παγκόσμιας σύρραξης στόν οὐρανό τῆς Εὐρώπης. Πρῶτο, λοιπόν, ὕψιστο μέλημά του ἡ ἀμυντική θωράκιση τῆς χώρας μας. Ἔτσι, ὅταν ξημερώνει ἡ 28η Ὀκτωβρίου 1940, ἡ μικρή Ἑλλάδα εἶναι πανέτοιμη νά ἀντιμετωπίσει τήν ἰταλική πρόκληση. Πρός κατάπληξη ὅλων, κεῖ πάνω στίς Πίνδου τίς κορφές γράφονται μέρα μέ τή μέρα οἱ χρυσές σελίδες τῆς ἔνδοξης ἐποποιΐας τοῦ 1940, γράφεται τό ἀλησμόνητο βορειοηπειρωτικό ἔπος.
Ἑλληνίς
Ἀπολύτρωσις, Ὀκτώβριος 2016
Ἀγαπημένοι μου μαμά καί μπαμπά,
Θά σᾶς πῶ κάποια μυστικά πού θά σᾶς βοηθήσουν νά μέ μεγαλώσετε μέ τόν πιό σωστό τρόπο:
1ο. Μοῦ εἶναι ἀπαραίτητο νά ἔχω τή βεβαιότητα ὅτι μέ ἀγαπᾶτε. Ὅταν μοῦ λέτε ὅτι μέ ἀγαπᾶτε, αἰσθάνομαι ἀσφαλής. Ὅταν δείχνετε ὅτι μέ ἀγαπᾶτε, ἐγώ νιώθω αὐτοπεποίθηση. Αἰσθάνομαι ὅτι εἶμαι ἀξιαγάπητος, ὅταν μέ προσέχετε. Ὅταν ἔρχομαι στό σπίτι ἀπό τό σχολεῖο καί βλέπω ὅτι ἀποφεύγετε ἀκόμη καί νά μιλᾶτε στό τηλέφωνο, ἐπειδή θέλετε νά ἀφιερώνετε τόν χρόνο σας σ᾽ ἐμένα, αἰσθάνομαι μοναδικός. Βλέπω ὅτι εἶμαι πιό σημαντικός γιά σᾶς ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους καί τά ἄλλα πράγματα. Ὅταν μοῦ λέτε « Φτιάξαμε γιά σένα τό κέικ πού ἀγαπᾶς», « Φτιάξαμε τό φαγητό πού σοῦ ἀρέσει», «Εἴδαμε αὐτό τό πουλόβερ στό κατάστημα καί ἐπειδή ἔχει τό ἀγαπημένο σου χρῶμα τό ἀγοράσαμε γιά σένα», ξέρω ὅτι σᾶς εἶμαι πολύτιμος καί νιώθω ὅτι τήν ἀξίζω αὐτή τήν ἀγάπη. Αὐτό μοῦ δίνει περισσότερη αὐτοπεποίθηση γιά νά ἀντιμετωπίσω τόν κόσμο.
2ο. Ἐσεῖς εἶστε τό θεμέλιο τῆς ζωῆς μου. Θέλω νά σᾶς εὐαρεστῶ καί νά νιώθετε ὑπερήφανοι γιά μένα. Αἰσθάνομαι καλά, ὅταν ξέρω ὅτι σᾶς ἀρέσει αὐτό μέ τό ὁποῖο κάθε φορά καταπιάνομαι.
3ο. Μέ χαροποιεῖ πολύ, ὅταν διαθέτετε τόν χρόνο σας γιά νά τόν περάσουμε μαζί. Μποροῦμε νά βγαίνουμε ἔξω γιά πίτσα μία φορά τόν μήνα ἤ μπορεῖτε νά μέ ἀγκαλιάζετε στό κρεβάτι μου λίγα λεπτά κάθε βράδυ καί ν᾽ ἀσχολεῖσθε μόνο μαζί μου αὐτή τήν ὥρα. Ἔτσι δέν θά αἰσθάνομαι παραμελημένος, γιατί ξέρω ὅτι θά πρέπει νά ἀσχοληθεῖτε ἐπίσης μέ τούς ἀδελφούς καί τίς ἀδελφές μου. Ὑπάρχουν τόσοι πολλοί τρόποι ὥστε νά μέ κάνετε νά νιώθω μοναδικός.
4ο. Ἔχω ἀνάγκη νά μέ ἀκοῦτε. Τό σχολεῖο, οἱ σχολικές ἐργασίες καί οἱ κοινωνικές ἀλληλεπιδράσεις μπορεῖ νά εἶναι τόσο ἀγχωτικές γιά μένα ὥστε κάποιες φορές αἰσθάνομαι ὅτι ὁ κόσμος θά ἐκραγεῖ. Ὅταν ἔρχομαι στό σπίτι, σᾶς παρακαλῶ ἀκοῦστε με μέ καλοπροαίρετη διάθεση καί χωρίς κριτική. Ἄν συνέβη κάτι στό σχολεῖο καί ὁ δάσκαλος εἶχε ἄδικο, δέν θέλω νά τόν καταδικάσετε. Αὐτό θά ἦταν ἐπιζήμιο γιά μένα, γιατί μειώνετε τό κύρος του στή συνείδησή μου. Ἐσᾶς σᾶς χρειάζομαι γιά νά συμπάσχετε μαζί μου, γιά νά μέ καταλάβετε καί νά μέ στηρίξετε. Ἐάν ἤμουν ἐγώ ὑπαίτιος στό συμβάν, σᾶς παρακαλῶ μή μέ κατηγορήσετε. Νιώθω ἤδη ἀρκετά ἄσχημα. Βοηθῆστε με νά μάθω ἀπό αὐτό ἀπευθύνοντάς μου τήν ἐρώτηση: «Τί νομίζεις ὅτι θά μποροῦσε νά γίνει καλύτερα;» καί «Πῶς νομίζεις ὅτι μποροῦν νά διορθωθοῦν τά πράγματα τώρα;».
5ο. Ὅταν μοῦ φωνάζετε, ὁ κόσμος μου καταρρέει. Αἰσθάνομαι φοβισμένος. Ἡ μόνη μου σκέψη εἶναι: « Θέλω αὐτό νά σταματήσει». Δέν μπορῶ ἐκείνη τή στιγμή νά μάθω τίποτα, εἶμαι τόσο φοβισμένος.
6ο. Βλέπω πῶς ἀντιμετωπίζετε ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Ὅταν οἱ δυό σας συζητᾶτε διαφωνώντας, φοβᾶμαι ὅτι μπορεῖ νά χωρίσετε ἤ ὅτι κάτι ἄλλο τρομακτικό μπορεῖ νά συμβεῖ. Ὅταν ἐσεῖς σέβεστε ὁ ἕνας τόν ἄλλο, θά μάθω κι ἐγώ νά σᾶς σέβομαι. Ὅταν βλέπω νά ἐπιλύετε τίς διαφορές σας μέ φιλικό καί ἀγαπητικό τρόπο, μαθαίνω νά εἶμαι ἀλτρουϊστής καί εὐγενής. Παίρνω ἔτσι τό μήνυμα ὅτι εἶναι δυνατόν ἡ διαφωνία νά λύνεται καί χωρίς θυμό.
7ο. Μή μέ μπερδεύετε. Εἶμαι ἕνας θησαυρός γιά σᾶς ἤ ἕνα βάρος; Μερικές φορές λέτε ὅτι μέ ἀγαπᾶτε καί ἄλλες ὅτι σᾶς τρελαίνω. Ἀναρωτιέμαι τότε ἄν εἶστε εὐχαριστημένοι πού γεννήθηκα…
8ο. Νά εἶστε ὑπομονετικοί μαζί μου. Φυσικά δέν εἶμαι τέλειος! Ἦρθα στόν κόσμο μ᾽ ἕνα σωρό ἐλαττώματα. Πρέπει νά μάθω, νά μεγαλώσω καί νά ξεπεράσω τά ἀρνητικά. Σᾶς παρακαλῶ νά μέ βοηθήσετε, ἐνισχύοντας τά καλά στοιχεῖα μου. Δεῖξτε μου μέ στοργικό τρόπο πῶς ὑποτίθεται ὅτι πρέπει νά ἐνεργήσω. Σᾶς παρακαλῶ νά εἶστε ὑπομονετικοί καί νά παραμείνετε ὁ ἐνήλικας στή σχέση αὐτή. Σᾶς παρακαλῶ νά θυμάστε πόσο δύσκολο εἶναι νά ἀλλάξει κανείς. Βοηθῆστε με νά δουλέψω γιά ἕνα πράγμα κάθε φορά. Δέν μπορῶ νά ἀλλάξω ὅλες τίς ἀτέλειές μου μονομιᾶς. Καί ἄν εἶμαι ἐπαναστάτης, σᾶς παρακαλῶ ἐρευνῆστε τί εἶναι αὐτό πού μέ ἐνοχλεῖ κι ἐπαναστατῶ.
9ο. Σᾶς παρακαλῶ ποτέ μή μέ ὑποτιμήσετε καί ποτέ μή μέ φωνάξετε μέ μειωτικούς χαρακτηρισμούς. Ὅταν τό κάνετε, σᾶς πιστεύω. Ἐάν μέ ἀποκαλεῖτε πα- λιόπαιδο, ἀγενῆ, ἠλίθιο… θέλω μεγαλώνοντας νά ταιριάζω ἀκριβῶς μέ αὐτή τήν περιγραφή.
10ο. Κάνετέ με νά νιώθω ἀρκετά ἀσφαλής ὥστε νά ἔχω τό δικαίωμα νά κάνω λάθη. Σᾶς παρακαλῶ μήν ἐκνευρίζεσθε, ὅταν χυθεῖ ἤ σπάσει κάτι ἀπό ἀτύχημα• εἶναι ἀπό ἀδεξιότητα κι ὄχι ἀπό πρόθεση. Μέ μιά τέτοια ἀντιμετώπιση ὅταν μεγαλώσω θά γίνω ἕνας τελειομανής, πού θά φοβᾶται νά κάνει λάθος κίνηση. Ὅλοι κάνουμε λάθη. Οἱ ἔξυπνοι ἄνθρωποι μαθαίνουν ἀπό τά λάθη τους καί προσπαθοῦν νά μήν τά ἐπαναλάβουν.
11ο. Χρειάζομαι συνέπεια καί σταθερότητα στόν κόσμο μου. Ὅταν ἐσεῖς πάντοτε μοῦ ἐπιβάλλετε τούς ἴδιους κανόνες, ἡ ζωή εἶναι πιό προβλέψιμη. Νιώθω πιό ἀσφαλής γνωρίζοντας ὅτι ὑπάρ- χει ἕνας ἐνήλικας ὁ ὁποῖος μέ φροντίζει.
12ο. Μπορεῖτε νά ζητᾶτε ἀπό μένα ὅ,τι ζητᾶτε κι ἀπό τόν ἑαυτό σας. Δέν μαθαίνω ἀπό τίς διαλέξεις σας καί οἱ τιμωρίες σας μέ χολώνουν καί μέ κάνουν μνησίκακο. Σᾶς παρατηρῶ συνεχῶς καί ἀπορροφῶ καθετί δικό σας. Ἔτσι, ἄν μοῦ δείξετε ἀγάπη καί καλοσύνη, θά γίνω κι ἐγώ σάν κι ἐσᾶς. Ἄν στήν πορεία κάνω κάτι λάθος, μπορεῖτε νά μοῦ μιλήσετε ἤρεμα γι᾽ αὐτό καί νά μοῦ ἐξηγήσετε μέ σωστό τρόπο πῶς νά διορθώσω τά πράγματα.
Μπορεῖ νά μήν κάνω πάντα ὅ,τι μοῦ λέτε, ἀλλά πιθανότατα θά μιλῶ ὅπως μιλᾶτε καί θά πράττω ὅπως πράττετε.
Σᾶς φιλῶ,
Τό παιδί σας.
(γιά τήν ἀντιγραφή Κλήμης)
Ἀπολύτρωσις 71 (2016) 246-247
Τό ἔτος 2016 ἀνακηρύχθηκε ἀπό τήν Unesco «Ἔτος Ἀριστοτέλη» μέ ἀφορμή τή συμπλήρωση 2.400 χρόνων ἀπό τή γέννηση τοῦ μεγάλου ἕλληνα φιλοσόφου. Ἀξίζει, λοιπόν, νά σκιαγραφήσουμε ἁδρά τήν προσωπικότητά του.
Γεννήθηκε τό 384 π.Χ. στά Στάγειρα τῆς Χαλκιδικῆς. Ὁ πατέρας του Νικόμαχος ἦταν γιατρός τοῦ βασιλιᾶ τῆς Μακεδονίας Ἀμύντα Γ΄, πατέρα τοῦ Φιλίππου, καί θεωροῦσε πρόγονό του τόν ὁμηρικό ἥρωα καί γιατρό Μαχάονα, τόν γιό τοῦ Ἀσκληπιοῦ. Ἡ μητέρα του Φαιστίδα ἀπό τή Χαλκίδα εἷλκε καί αὐτή τήν καταγωγή της ἀπό τό γένος τῶν Ἀσκληπιαδῶν. Ἔχασε νωρίς τούς γονεῖς του καί τήν κηδεμονία του ἀνέλαβε ὁ φίλος τοῦ πατέρα του Πρόξενος, ὁ ὁποῖος σέ ἡλικία 17 ἐτῶν τόν ἔστειλε στήν Ἀθήνα νά μαθητεύσει στήν Ἀκαδημία τοῦ Πλάτωνα. Σπούδασε ἐκεῖ ἐπί 20 χρόνια (367 π.Χ. - 347 π.Χ.), μέχρι τή χρονιά δηλαδή πού πέθανε ὁ δάσκαλός του. Γιά τήν εὐφυΐα καί τή φιλοπονία του ὁ Πλάτωνας τόν ἀποκαλοῦσε «νοῦν» καί «ἀναγνώστην».
Τό 347 π.Χ., ὅταν πέθανε ὁ Πλάτωνας, ὁ Ἀριστοτέλης ἐγκαταστάθηκε γιά τρία χρόνια στή μικρασιατική παραλιακή πόλη Ἄσσο, ὅπου λειτουργοῦσε φιλοσοφική σχολή, ὡς παράρτημα τῆς Ἀκαδημίας. Ἑπόμενος σταθμός του ἡ Μυτιλήνη μέχρι τό 342 π.Χ. Στό μεταξύ εἶχε νυμφευθεῖ τήν Πυθιάδα, ἀπό τήν ὁποία ἀπέκτησε κόρη, πού ἔλαβε τό ὄνομα τῆς μητέρας της. Μετά τόν θάνατο τῆς πρώτης συζύγου του ὁ Ἀριστοτέλης νυμφεύθηκε τή σταγειρίτισσα Ἑρπυλλίδα, μέ τήν ὁποία ἀπέκτησε ἕνα γιό, τόν Νικόμαχο. Τό 342 π.Χ. τόν προσκάλεσε ὁ βασιλιάς τῆς Μακεδονίας Φίλιππος, γιά νά ἀναλάβει τή διαπαιδαγώγηση τοῦ γιοῦ του Ἀλεξάνδρου, πού ἦταν τότε μόλις 13 ἐτῶν. Ἄλλοτε στήν Πέλλα καί ἄλλοτε στή Μίεζα γιά κάποια χρόνια, ὁ γίγαντας τῆς ἑλληνικῆς διανόησης μετέδιδε τό πανελλήνιο πνεῦμα στόν νεαρό διάδοχο, χρησιμοποιώντας ὡς παιδευτικό ὄργανο τά ὁμηρικά ἔπη.
Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀθήνα (335 π.Χ.) καί ἵδρυσε τή δική του φιλοσοφική σχολή, τό Λύκειο. Διέθετε μεγάλη βιβλιοθήκη ὀργανωμένη ἄρτια, ἡ ὁποία καί χρησίμευσε ἀργότερα ὡς πρότυπο γιά τήν ἵδρυση τῶν βιβλιοθηκῶν τῆς Ἀλεξάνδρειας καί τῆς Περγάμου. Σύντομα ἡ σχολή ἀναδείχθηκε σέ περίφημο κέντρο ἐπιστημονικῆς ἔρευνας, καθώς γιά τή διδασκαλία τῶν φυσικῶν μαθημάτων ὁ Ἀριστοτέλης εἶχε συγκεντρώσει χάρτες καί χρήσιμα ὄργανα. «Ὑπῆρξε ὁ πρῶτος γνήσιος ἐπιστήμονας στήν ἱστορία». Στά δεκατρία χρόνια πού δίδαξε ὁ Ἀριστοτέλης στήν Ἀθήνα ἀποθησαύρισε τό μεγαλύτερο μέρος τοῦ ἔργου του, γεγονός πού προκαλεῖ τόν θαυμασμό μας μέ τόν ὄγκο καί τήν ποιοτική του ἀξία.
Τό 323 π.Χ., ἀμέσως μετά τόν θάνατο τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου, προλαμβάνοντας «τήν μῆνιν» τοῦ ἀντιμακεδονικοῦ κόμματος ἔφυγε μέ τήν οἰκογένειά του γιά τή Χαλκίδα (323 π.Χ.), ἀφήνοντας διευθυντή στή σχολή τόν μαθητή του Θεόφραστο. Ἔτσι τό πνευματικό ἵδρυμα τοῦ Ἀριστοτέλη συνέχισε νά ἀκτινοβολεῖ καί μετά τήν ἀπομάκρυνση καί τόν θάνατο τοῦ μεγάλου δασκάλου. Στή Χαλκίδα «ἐξεμέτρησε τό ζῆν» τόν Ὀκτώβριο τοῦ 322 π.Χ. Τό σῶμα του μεταφέρθηκε στά Στάγειρα, ὅπου θάφτηκε μέ ἐξαιρετικές τιμές.
Ὁ Ἀριστοτέλης, ὁ ὑμνητής τῆς ἀρετῆς, ὑπῆρξε ἡ ἐνσάρκωση τῆς «μεσότητος» σέ ὅλες τίς ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς. Ἡ διαθήκη του διακρίνεται γιά τήν ἔμφυτη εὐγένεια καί τρυφερότητα. Φροντίζει γιά τήν οἰκογένειά του, γιά τή μνήμη τῶν γονέων καί τοῦ ἀδελφοῦ του, καθώς καί γιά τήν οἰκογένεια τοῦ πατρικοῦ του φίλου Προξένου, πού τόν ἀνέθρεψε. Ἡ μεγάλη του ὅμως καρδιά φαίνεται στόν τρόπο πού ἀντιμετωπίζει τούς δούλους του σέ μιά δουλοκτητική κοινωνία: Νά μήν πουληθεῖ κανείς ἀπό τούς δούλους πού τόν ὑπηρέτησαν, ὁρίζει, ἀλλά νά ἐλευθερώνονται μόλις ἐνηλικιώνονται.
Σχετικά μέ τά συγγράμματά του: Ὅσο ζοῦσε ὁ πολυγραφότατος Ἀριστοτέλης -τό ἔργο του ἀνέρχεται συνολικά σέ πάνω ἀπό 400 μελέτες- δημοσίευσε ἕναν περιορισμένο ἀριθμό ἔργων, ἀπό τά ὁποῖα κανένα δέν σώθηκε ὁλόκληρο. Ἔφτασαν ὅμως στά χέρια μας τά ἀδημοσίευτα ἔργα του ἤ μᾶλλον οἱ προσωπικές του σημειώσεις, στίς ὁποῖες στήριζε τή διδασκαλία του. Οἱ ἀρχαῖες πηγές μᾶς παραδίδουν μία μυθιστορηματική ἐκδοχή τῆς διάσωσής τους. Τά χειρόγραφα τοῦ Ἀριστοτέλη κληροδοτήθηκαν μετά τόν θάνατό του στούς διαδόχους του στό Λύκειο. Μεταφέρθηκαν στή συνέχεια στή Σκήψη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ὅπου ἔμειναν θαμμένα σέ μία σπηλιά καί ξεχασμένα γιά περισσότερο ἀπό διακόσια χρόνια, ὥσπου ἀγοράστηκαν ἀπό κάποιον πλούσιο Ἀθηναῖο στίς ἀρχές τοῦ 1ου αἰώνα π.Χ. καί ἐπέστρεψαν στήν Ἀθήνα. Μετά τήν κατάληψη τῆς Ἀθήνας ἀπό τούς Ρωμαίους τό 86 π.Χ. μεταφέρθηκαν σάν πολύτιμη λεία στή Ρώμη. Πενήντα περίπου χρόνια ἀργότερα ἐκδόθηκαν ἀπό τόν Ἀνδρόνικο τόν Ρόδιο, προικισμένο φιλόλογο καί γνώστη τῆς φιλοσοφίας τοῦ Ἀριστοτέλη.
Πάντως, ἡ μεγάλη διάδοση τῆς ἀριστοτελικῆς σκέψης ἀρχίζει μόνο ὅταν ἐκδίδονται τά συγγράμματά του, τρεῖς αἰῶνες μετά τόν θάνατό του. Ἄν τά χειρόγραφα εἶχαν χαθεῖ, ἡ ἱστορία τῆς μεταγενέστερης φιλοσοφίας θά ἦταν διαφορετική, ἀφοῦ τό ἔργο του ἀποτέλεσε τή βάση τῆς φιλοσοφίας τῶν Βυζαντινῶν, τῶν Ἀράβων καί τῶν Σχολαστικῶν τῆς Δύσης. Ἀναντίλεκτα, σχεδόν δέν ὑπάρχει ἐπιστημονικός κλάδος πού νά μήν ἔχει θεμελιωτή του τόν Ἀριστοτέλη.
Ἀξίζει, ἐπίσης, νά θυμίσουμε ὅτι εἶναι ὁ τέταρτος συγγραφέας σέ ἀριθμό παραδεδομένων ἀπό τό Βυζάντιο χειρογράφων μετά τήν Καινή Διαθήκη, τόν Χρυσόστομο καί τόν Δαμασκηνό. Τήν ἀναγνωρισιμότητα αὐτή ἴσως προδίδει καί τό γεγονός ὅτι στούς νάρθηκες τῶν ἐκκλησιῶν ἀνάμεσα στούς ἄλλους ἀρχαίους ποιητές, ἱστορικούς, φιλοσόφους, κάτω ἀπό τούς προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀπεικονίζεται καί ὁ Ἀριστοτέλης. Ἡ γενικότερη θεώρηση καί φιλοσοφία του τόν ἀνέδειξε πρόδρομο τοῦ Χριστιανισμοῦ καί προφήτη στόν ἐθνικό κόσμο. Καί σήμερα, πού ἡ ἀθεΐα φαίνεται νά καλπάζει, ἀκούγεται ἐπίκαιρη ἡ μαρτυρία τοῦ φιλοσόφου, πού τόσα εἰσηγήθηκε γιά τό «πρῶτον κινοῦν ἀκίνητον»: «Ὑπάρχει μία ἀρχαία παράδοση, ἡ ὁποία ἔχει μεταφερθεῖ παντοῦ ἀπ’ τούς πατέρες στά παιδιά, ὅτι ὅλα πηγάζουν ἀπ᾽ τόν Θεό καί ὅτι ὅλα ἔγιναν ἀπ᾽ αὐτόν γιά μᾶς».
Εὐδοξία Αὐγουστίνου
Φιλόλογος - Θεολόγος
Ταξιδευτές στά μονοπάτια τῆς γῆς, στίς πολύβουες πολιτεῖες τῶν ἀνθρώπων, μέ τούς δρόμους καί τά μνημεῖα τους, ἄς σταθοῦμε γιά λίγο σέ μία πλατεία. Ἐκεῖ ἀξίζει νά μαθητεύσουμε, νά θαυμάσουμε καί νά ἐμπνευστοῦμε. Εἶναι ἡ Πλατεία τῶν Τεσσάρων Μαρτύρων. Στό Ρέθυμνο, στή μεγαλύτερη καί κεντρικότερη πλατεία τῆς πόλης οἱ Κρητικοί ἀποτίνουν φόρο τιμῆς καί εὐγνωμοσύνης. Ἀξίζει νά κάνουμε μία στάση. Περικαλλής τρίκλιτος ὑψώνεται ὁ ναός νά σκέπει καί ν᾽ ἁγιάζει τόν τόπο. Μπαίνοντας ἀντικρύζουμε τούς Τέσσερις Μάρτυρες ἐνδεδυμένους μέ τίς κρητικές παραδοσιακές φορεσιές, ἔκφραση ἀδιάφθορου γενναίου φρονήματος, πνευματικῆς ἀρχοντιᾶς καί λεβεντιᾶς. Σέ περίτεχνη λειψανοθήκη, στό Ἱερό Βῆμα, φυλάσσονται οἱ τίμιες κάρες τῶν τριῶν ἀπό τούς Τέσσερις Νεομάρτυρες.
Οἱ τάφοι τῶν ἁγίων Τεσσάρων Μαρτύρων ἀνακαλύφθηκαν τόν Ἀπρίλιο τοῦ ἔτους 2002 γεμίζοντας χαρά καί συγκίνηση ὅλους τους ὀρθοδόξους καί ἰδιαίτερα τούς κατοίκους τοῦ τόπου πού μέσα στά σπλάχνα του κράτησε τά ἅγια λείψανά τους.
Οἱ Τέσσερις Νεομάρτυρες, Μανουήλ, Γεώργιος, Ἀγγελής καί Νικόλαος κατάγονταν ἀπό τό Μέλαμπες, χωριό στά νότια τοῦ νομοῦ Ρεθύμνου, καί εἶχαν συγγενικούς δεσμούς. Ἦταν ἔγγαμοι, ἐνάρετοι στόν βίο ἀλλά κρυπτοχριστιανοί. Τή συνείδησή τους ὅμως ἔτυπτε ὁ λόγος τοῦ Κυρίου· «πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Μθ 10,32). Γι᾽ αὐτό ζητοῦσαν εὐκαιρία νά φανερώσουν τήν κρυφή ἀλλά καλά φυλαγμένη χριστιανική τους πίστη.
Τό 1821 στό ξεκίνημα τῆς ἡρωικῆς ἐπανάστασης τῶν Ἑλλήνων συμμετεῖχαν μέ ἐνθουσιασμό καί οἱ Κρῆτες. Οἱ τέσσερις βλαστοί τῆς λεβεντογέννας Κρήτης ἐντάχθηκαν στόν ἀγώνα, πολεμώντας γενναῖα «ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος». Τό 1824 κατεστάλη ἡ ἐπανάσταση στήν Κρήτη. Τότε οἱ Τοῦρκοι συνέλαβαν τούς ἁγίους Τέσσερις Μάρτυρες καί τούς ὁδήγησαν στόν Μεχμέτ, τοῦρκο πασά τοῦ Ρεθύμνου, ὁ ὁποῖος προσπάθησε μέ ὑποσχέσεις νά τούς πείσει νά ἐπιστρέψουν στόν Μωαμεθανισμό. Οἱ λεβέντες Κρητικοί στάθηκαν μπροστά στόν δικαστή μέ ἅγια παρρησία καί θαυμαστή ἀποφασιστικότητα. Ἡ ἀπάντησή τους ἦταν γενναία καί σταθερή: «Ἐμεῖς χριστιανοί γεννηθήκαμε καί χριστιανοί θά ἀποθάνομε». Ἡ φρικτή φυλακή καί τά βασανιστήρια μέχρι τήν τελική καταδίκη τους στόν δι’ ἀποκεφαλισμοῦ θάνατο ἦταν ἡ ἀρχή τῆς θυσίας πού πρόσφεραν μέ ἀγάπη στόν Ἰησοῦ Χριστό, τόν Θεό τῶν πατέρων τους.
Στή θέση Μεγάλη Πόρτα τοῦ Ρεθύμνου στίς 28 Ὀκτωβρίου 1824 οἱ Τέσσερις Μάρτυρες ἀποκεφαλίστηκαν ὡς δημόσιο θέαμα γιά ἐκφοβισμό τῶν χριστιανῶν.. «Τό αἷμα αὐτῶν ἐθελουσίως διὰ τὴν τοῦ Κυρίου πίστιν ἐξέχεαν».
Τήν ἴδια ἡμέρα τοῦ ἀποκεφαλισμοῦ τους, ὁ τοῦρκος δήμιος πῆγε στό σπίτι του καί σκούπισε τό ματωμένο γιαταγάνι του μέ μία πετσέτα. Ἡ τυφλή μητέρα του, χωρίς νά ἔχει ἰδέα γιά τά γεγονότα, ἄγγιξε τήν πετσέτα καί αἰφνιδίως βρῆκε τό φῶς της! Ρώτησε τόν γιό της γιά τήν προέλευση τοῦ αἵματος καί, ὅταν ἔμαθε γιά τή σφαγή τῶν χριστιανῶν μαρτύρων, συγκλονισμένη τοῦ εἶπε: «Εἶναι ὁλοφάνερο πώς αὐτοί οἱ ἄνθρωποι ἦταν ἅγιοι». Ἡ μουσουλμανική οἰκογένεια φύλαξε τό γιαταγάνι ὡς ἱερό κειμήλιο. Πέρασε ἀπό χέρι σέ χέρι καί ἑκατό χρόνια μετά, τό 1924, ὅταν ἔφευγαν οἱ μουσουλμάνοι μέ τήν ἀνταλλαγή τῶν πληθυσμῶν, κάποιος ἀπόγονός τους τό παρέδωσε σέ χριστιανικά χέρια. Σήμερα φυλάσσεται στόν ἱερό ναό τοῦ Ἁγίου Νικολάου στή Σπλάντζια, μέσα στήν παλιά πόλη τῶν Χανίων, ὅπου οἱ τέσσερις ἅγιοι τιμῶνται μέ ἰδιαίτερη λαμπρότητα.
Ἀμέσως μετά τό μαρτυρικό τους τέλος, οἱ χριστιανοί ἐνταφίασαν τά ἱερά τους λείψανα μέ περισσή κατάνυξη πλάι στόν ἱερό ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στά Περβόλια τοῦ Ρεθύμνου. Τίς νύχτες μουσουλμάνοι καί χριστιανοί ἔβλεπαν στόν τάφο τους φῶς «σάν ἀπό ἀναμμένες λαμπάδες» καί καταξιώθηκαν ἀμέσως ὡς ἅγιοι στή συνείδηση τῶν ὀρθοδόξων. Πολύ νωρίς, πιθανόν ἀπό τόν ἑπόμενο χρόνο τοῦ μαρτυρίου τους, οἱ ρεθυμνιῶτες χριστιανοί τελοῦσαν Λειτουργίες ἀφιερωμένες στή μνήμη τους, φυλάγοντας τήν ἱερή παράδοση τῶν πρώτων μαρτυρικῶν χρόνων τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἀργότερα μέ σεμνή περηφάνια τούς ἀναγνώρισαν ὡς προστάτες τῆς σύγχρονης πόλης.
Σήμερα ἱερά λείψανά τους βρίσκονται θησαυρισμένα στήν Κρήτη καί στήν Ἀθήνα.
Ἡ παλαιότερη γνωστή φορητή εἰκόνα τῶν ἁγίων Τεσσάρων Μαρτύρων εἶναι «ποίημα Ἰωάννου Φρανγκοπούλου Ζακυνθίου», φιλοτεχνημένη τό 1836, λίγα χρόνια μετά τό μαρτύριό τους.
Ποτισμένη ἡ πατρίδα μας σέ κάθε της γωνιά μέ τό ἅγιο αἷμα τῶν μαρτύρων τῆς πίστης. Τήν καλλύνουν μέ μυστική ὀμορφιά καί τήν πλουτίζουν μέ ἄφθαρτο πλοῦτο. Στό σκαρί της πού ταξιδεύει στά πελάγη τῆς Ἱστορίας στέκουν κωπηλάτες ἀκούραστοι γιά νά μήν γκρεμιστεῖ πάνω στά βράχια τῆς ἄρνησης, γιά νά μή χαθεῖ στῆς ἀθεΐας τήν ἄγρια θαλασσοταραχή. Τή δική τους πρεσβεία ἄς ζητοῦμε ταπεινά γιά νά μένει τούτη ἡ γῆ Ὀρθόδοξη καί Ἑλληνική.
Ἰχνηλάτης
Οἱ Ὀλυμπιακοί Ἀγῶνες στό Ρίο τῆς Βραζιλίας ὁλοκληρώθηκαν καί ἡ χώρα μας μετράει ἕξι μετάλλια καί πολλές διακρίσεις. Ἡ μικρή Ἑλλάδα ἀνάμεσα σέ 206 χῶρες κατέκτησε τήν 26η θέση, σημειώνοντας τήν πέμπτη πιό πετυχημένη παρουσία της στήν ἱστορία τῶν Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων!
Δέν θά σταθῶ στόν ἀριθμό τῶν μεταλλίων καί τῶν διακρίσεων. Θά χαρῶ τίς ἐπιτυχίες μέ ἕναν τρόπο ἀναγωγικό.
Καθώς παρατηρῶ τά συγκεκριμένα ἀθλήματα στά ὁποῖα διακριθήκαμε παγκοσμίως, διαπιστώνω πώς αὐτό πού θριαμβευτικά κομίσανε οἱ ἡρωικοί ἀθλητές μας στήν ταλαίπωρη χώρα μας εἶναι ὅ,τι ἀκριβῶς τῆς χρειάζεται:
Ἡ «χρυσοχάλκινη» σκοπεύτρια Ἄννα Κορακάκη, σημαδεύοντας τήν ἀπραξία μας, μᾶς παρακινεῖ νά ἐπαναπροσδιορίσουμε στόχους καί ἰδανικά καί νά σκοπεύσουμε μέ καρδιά ἀποφασιστική.
Ἡ «χρυσή» Κατερίνα Στεφανίδη προκαλεῖ νά σηκώσουμε καί πάλι ψηλά τόν πήχη καί μέ κοντάρι τό ἡρωικό μας παρελθόν νά ἐκτοξευθοῦμε κι ἐμεῖς στά ὕψη, ἐκεῖ πού μᾶς συναντοῦσε πάντα ἡ ἱστορία.
Ὁ «ἀργυρός» κολυμβητής Σπύρος Γιαννιώτης, παλεύοντας μέ δεινούς ἀντιπάλους στήν ἀνοιχτή θάλασσα, φωνάζει: «Ἀκολουθεῖτε, μή σταματήσετε νά παλεύετε μέ τά ὅποια κύματα. Εἶναι ἡ τελευταία μας εὐκαιρία».
Οἱ «χαλκέντεροι» ἱστιοπλόοι Τάκης Μάντης καί Παῦλος Καγιαλής ἀνοίγουν ἀσπρογάλανα πανιά μέ σύνθημα: «Ἐμπρός, ἀνήσυχε λαέ τῆς θάλασσας, γιά ἕνα νέο ἀποικισμό μετανάστευσης, γιά μόρφωση καί ἐργασία, μέ τό ἱερό πῦρ τῆς μητρόπολης πατρίδας στά χέρια καί τήν ὑπόσχεση τῆς καρποφόρας ἐπιστροφῆς στήν καρδιά».
Κι ὁ χρυσαετός Λευτέρης Πετρούνιας, πετυχαίνοντας μέ ἀπόλυτη ἠρεμία τήν ὁριακά κατορθωτή μέ ἀνθρώπινες δυνάμεις ἄσκηση τοῦ «σταυροῦ» στούς κρίκους, καθώς αἰωρεῖται «σταυρωμένος» κοιτάζει τόν καθένα μας στά μάτια καί τοῦ ψιθυρίζει: «Δέν ὑπάρχουν ἄλλα στηρίγματα. Ἀγαπῆστε τόν Σταυρό καί θελῆστε νά στηριχθεῖτε πάνω του».
Βουβός ὁ πόνος τῆς βασανισμένης πατρίδας μας, ὅμως κάποιες φορές, αὐτή πού γέννησε τήν ἐφευρετικότητα καί τή λύση σέ κάθε πρόβλημα, βρίσκει τρόπους νά μιλήσει, ὅπως τώρα, καί νά πεῖ: «Παιδιά μου, βάλτε στόχους, σηκῶστε ψηλά τόν πήχη, παλέψτε μέ τά κύματα, ἀνοῖξτε πανιά, ἀγκαλιάστε τόν σταυρό τοῦ Χριστοῦ, ἀνεβάστε ξανά τή σημαία μου περήφανη στό ψηλότερο βάθρο τῆς ἱστορίας γιά νά σᾶς ἀνεβάζει κι αὐτή στή σταυρόσχημη κορυφή τοῦ κονταριοῦ της, ἐκεῖ πού ἀναπαύονται οἱ ἥρωες καί οἱ ἅγιοι πού ἀνέδειξα στούς αἰῶνες».
Δια-κριτικός
Ἀπολύτρωσις 71 (2016) 239
Ὁ θρίαμβος τῶν Ἑλλήνων ἐναντίον τῶν Ἰταλῶν τό 1940 εἶναι ἕνα ἀπό τά θαυμαστά ἐκεῖνα γεγονότα πού λαμπρύνουν τίς σελίδες ὄχι μόνο τῆς ἑλληνικῆς ἀλλά καί τῆς παγκόσμιας ἱστορίας. Ἡ νίκη τοῦ μικροῦ καί ἀδύναμου ἑλληνικοῦ στρατοῦ ἐπί τοῦ πανίσχυρου ἰταλικοῦ ἦταν νίκη τοῦ Δικαίου ἐπί τῆς Ἀδικίας, νίκη τοῦ ἀνθρώπου ἐπί τοῦ ἀλαζόνα καί καυχώμενου γιά τήν δύναμή του «ὑπερανθρώπου».
Ἡ νίκη ὡστόσο αὐτή δέν ἦταν ἕνα ξάφνιασμα, μιά ἀπροϋπόθετη ἐπιτυχία. Ὁ ἐνθουσιασμός τῶν Ἑλλήνων πού κινοῦσαν χαμογελώντας καί πανηγυρίζοντας γιά τό μέτωπο καί ἡ ἀκατάβλητη ὁρμή τους μπροστά στήν ὑπερδύναμη τῶν Ἰταλῶν, ἡ ὑπερνίκηση κάθε ἀντιξοότητας καί ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ θανάτου μέ ἀπαράμιλλη γενναιότητα εἶναι ἕνα θαῦμα πού εἶχε ρίζες καί θεμέλια. Ἕνα θαῦμα πού ξεπήδησε ἀπό τρεῖς κυρίως πηγές: τήν πίστη στόν Χριστό, τήν φιλοπατρία καί τήν ἀγάπη καί τόν σεβασμό πρός τήν οἰκογενειακή ἑστία.
Τήν πίστη καί τήν ἐλπίδα στό ἅγιο ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ ὁ Ἕλληνας τοῦ 1940 τήν εἶχε βυζάξει μαζί μέ τό γάλα τῆς μάνας του. Μαζί μέ τίς πρῶτες λέξεις πού ψέλλισε σάν παιδί, ἔμαθε καί λογάκια προσευχῆς, ὅπως ἐπίσης καί νά κάνει τόν σταυρό του μέ εὐλάβεια μπροστά στό εἰκονοστάσι τοῦ σπιτιοῦ του. Στό τραπέζι ἄρχιζε καί τελείωνε τό φαγητό του μέ προσευχή εὐχαριστίας γιά τά ἀγαθά πού ἔδωσε ὁ Θεός, ἔστω κι ἄν αὐτά ἦταν λιγοστά. Μέ προσευχή ἀκόμη ἄρχιζε καί τελείωνε τήν σπορά καί τό θέρος καί κάθε σημαντική ἐκδήλωση τῆς ζωῆς του. Ὁ ναός ἦταν γι’ αὐτόν τό σπίτι τοῦ Θεοῦ. Ἡ συμμετοχή στήν θεία Λειτουργία ἦταν αὐτονόητη καί ἀποτελοῦσε εὐλογημένη οἰκογενειακή παράδοση. Ὁ ἱερέας ἦταν πρόσωπο σεβαστό· ἦταν αὐτός πού πρωτοάκουγε τόν πόνο του καί τήν χαρά του καί πρέσβευε γι’ αὐτόν στόν Θεό. Κι αὐτός ὁ ἱερέας, ὁ ὀλιγογράμματος καί ἁπλός ἴσως, πάνω στά βορειοηπειρωτικά βουνά μετάγγιζε μέ τόν σταυρό καί τό πετραχήλι του στούς στρατιῶτες θάρρος, εὐψυχία καί καρτερία. Κι ἄς βομβάρδιζε ὁ ἐχθρός. Ὁ ἕλληνας φαντάρος δέν φοβόταν τίποτε...
Ἡ δεύτερη πηγή τοῦ θαύματος τοῦ 1940, ἡ φιλοπατρία, ἦταν κι αὐτή ἕνα ἀπό τά χαρακτηριστικά τοῦ Ἕλληνα ἐκείνης τῆς ἐποχῆς. Τήν αἰσθανόταν γιά πρώτη φορά νά τόν ἐμπνέει σάν ἄκουγε ἀπό τόν πατέρα ἱστορίες γιά τίς νίκες τοῦ στρατοῦ μας στήν Θεσσαλονίκη, στό Μπιζάνι, στά Γιάννενα. Σάν ἀφουγκραζόταν τά δάκρυα τῆς μάνας γιά τόν χαμό τῆς Σμύρνης καί τῆς Ἰωνίας. Καί ὅταν ξεδίπλωναν τήν ἑλληνική σημαία -πού ἀπαραίτητα εἶχε κάθε σπίτι- στίς ἐθνικές ἐπετείους, καί τήν ἔστηναν σέ περίοπτη θέση στό μπαλκόνι τοῦ σπιτιοῦ, γινόταν ζωντανή γαλανόλευκη εἰκόνα στά παιδικά του μάτια πού τόν ἔκανε νά ὁραματίζεται κι αὐτός ἀγῶνες καί νίκες. Ἡ φιλοπατρία ὅμως διδασκόταν καί στό σχολεῖο. Μέ τά βιβλία νά γράφουν τήν ἀληθινή ἱστορία κι ὄχι φληναφήματα περί «συνωστισμοῦ». Μέ ἔπαρση καί ὑποστολή τῆς σημαίας συνοδευόμενη ἀπό τόν ἐθνικό μας ὕμνο καθημερινά. Μέ γιορτές πού μιλοῦσαν καί ὑμνοῦσαν τήν ἑλληνική λεβεντιά, καί χορούς ζυμωμένους μέ θυμάρι καί λιβάνι. Ὄχι σάν τίς γιορτές πού κατά κανόνα γίνονται σήμερα στά σχολεῖα μας, τίς ξέπνοες καί «ξενέρωτες», ὅπως εἶπε εὔστοχα κάποιος ἑλληνόψυχος ἔφηβος. Τότε συμμετεῖχαν ὅλοι, δάσκαλοι, μαθητές, ἀλλά καί γονεῖς, μέ παλμό καί ἐνθουσιασμό. Ἔτσι φτιάχνονται πατριῶτες.
Ἡ τρίτη πηγή τοῦ θαύματος τοῦ 1940 ἦταν, ὅπως εἶπα, ἡ ἀγάπη καί ὁ σεβασμός πρός τήν οἰκογενειακή ἑστία, πρός τήν οἰκογένεια. Ὁ ἀγώνας ἐκεῖνος ἔγινε, ὅπως καί ὅλοι οἱ ἀμυντικοί πόλεμοι στήν ἱστορία μας, «ὑπὲρ βωμῶν καὶ ἑστιῶν». Ὁ Ἕλληνας τοῦ 1940 πάλεψε ὄχι μόνο γιά τήν πατρίδα του, ἀλλά καί γιά τήν οἰκογενειακή του τιμή πού μέσα του στεκόταν πολύ ψηλά. Ἡ γυναίκα του, τά παιδιά του, τό σπίτι του ἦταν ὁ ἴδιος του ὁ ἑαυτός, τό εἶναι του. Δέν στέριωνε τό σπιτικό του σέ σαθρά θεμέλια, ὅπως δυστυχῶς γίνεται συχνά σήμερα. Ἀντιλαμβανόταν τό μέγεθος τῆς εὐθύνης γι’ αὐτό καί προχωροῦσε σέ τοῦτο τό ἔργο προσεκτικά. Δέν γινόταν λόγος γιά εὔκολα διαζύγια. Αὐτοί πού ἔφταναν στό διαζύγιο ἦταν μετρημένοι καί δακτυλοδεικτούμενοι. Οὔτε φυσικά διανοοῦνταν κανείς ἐλεύθερες συμβιώσεις ἤ «σύμφωνα συμβίωσης» ἤ «μονογονεϊκές οἰκογένειες». Δέν εἶχαν ἀκόμη σαρώσει τήν οἰκογενειακή γαλήνη καί εὐστάθεια τά κύματα τοῦ «μεταμοντερνισμοῦ», ὅπως συμβαίνει στόν τόπο μας ἐδῶ καί κάμποσες δεκαετίες. Ὁ πατέρας ἦταν πατέρας, προστάτης τῆς οἰκογένειας, καί ἡ μητέρα μητέρα, ἡ βασίλισσα τοῦ σπιτιοῦ. Γι’ αὐτό καί τά παιδιά εἶχαν ὑγιῆ πρότυπα.
Θά ρωτήσει βέβαια κανείς: «Ἦταν λοιπόν τότε ὅλα τέλεια, ὅλα καλά;». Ἀσφαλῶς ὄχι. Οὔτε προσπάθησα ἐδῶ νά «ἁγιογραφήσω» τόν Ἕλληνα τοῦ ᾿40. Ὑπῆρχαν καί τότε καί προβλήμα- τα καί στρεβλώσεις καί ἀποκλίσεις καί ἀποτυχίες. Ὡστόσο αὐτός ἦταν ὁ κανόνας. Περισσότερο ἴσως στήν ὕπαιθρο καί λιγότερο στίς πόλεις, ἀλλά πάντως ὁ κανόνας.
Ἀκούω κι ἄλλες φωνές. Αὐτές πού σπεύδουν νά χαρακτηρίσουν ὅλα τά παραπάνω ὡς «ἀναχρονισμούς», «ὀπισθοδρόμηση» καί... «χουντικά σύνδρομα». Δέν πρόκειται βέβαια νά ἀπολογηθῶ γιά ὅσα πιστεύω. Θέλω μόνο νά πῶ σ’ ὅλους αὐτούς τούς ὑπερασπιστές τῆς «προόδου», ὅπως τήν ὁρίζουν, πώς εὐχῆς ἔργον θά ἦταν νά μᾶς ὑποδείξουν δικές τους ἀξίες καί ἰδανικά, πού θά μποροῦσαν νά γεννήσουν μιά γενιά ὅπως ἐκείνη τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ 1940. Καί τότε τά ξαναλέμε...
Εὐάγγελος Ἀ. Δάκας
Ἀπολύτρωσις, Ὀκτώβριος 2016
Τά σκαλοπάτια τοῦ Ἁγίου Δημητρίου ἦταν γεμάτα ἀπό κόσμο. Καί δέν ἦταν μονάχα οἱ συνηθισμένοι προσκυνητές οὔτε μονάχα οἱ ἀμέτρητοι ζητιάνοι πού μ᾽ ἁπλωμένο τό χέρι ἔλεγαν καί ξαναέλεγαν τήν ἴδια κουβέντα: «Νά πάρω γάλα γιά τό παιδάκι μου!». Σήμερα στά σκαλοπάτια τοῦ Ἁγίου ἦταν μαζεμένα παιδιά, πολλά παιδιά!
Κοντοστάθηκε ὁ Βαγγέλης και ἐντελῶς ἀσυναίσθητα ἑστίασε τό βλέμμα του στά παιδιά.
Ὁ Ἀντώνης πού περπατοῦσε δίπλα του τόν κοίταξε μέ ἀπορία. «Τί συμβαίνει;», τόν ρώτησε μέ ἕνα κούνημα τοῦ κεφαλιοῦ του, μά ὁ Βαγγέλης δέν ἀπάντησε.
- Νά, ρέ Βαγγέλη, αὐτό δέν τό χωνεύω! εἶπε ὁ Ἀντώνης. Νά κουβαλᾶνε σάν πρόβατα τά παιδιά στίς ἐκκλησίες καί νά τά κάνουν πλύση ἐγκεφάλου γιά τούς ἁγίους!
- Ναί, ἀπάντησε ὁ Βαγγέλης οὔτε κι ἐγώ! μά ὁ τόνος τῆς φωνῆς του δέν ἔδειχνε, δέν ἀποτύπωνε τό περιεχόμενο τῶν λόγων του.
Τά σκαλοπάτια τοῦ Ἁγίου Δημητρίου χάθηκαν ἀπό τά μάτια τοῦ Βαγγέλη, ὄχι ὅμως ἀπό τή σκέψη του. Ἐκεῖ ἔμειναν τυπωμένα, σκαλωμένα θαρρεῖς, καί ὅταν ἀκόμα γύρισε στό δωμάτιό του.
Πῶς τή θυμᾶται τή μέρα πού ἦρθε ἀπό τό μικρό χωριό του στή Θεσσαλονίκη γιά νά σπουδάσει δικηγόρος!
- Θά πᾶς, γιέ μου, ὁλόισια στόν Ἁι-Δημήτρη καί θά ἀνάψεις πρῶτα κερί στή χάρη του! Ἄ, νά μ᾽ ἀξιώσει ὁ Θεός μιά μέρα νά πάω κι ἐγώ νά προσκυνήσω! Ἡ γιαγιά Σοφία σταύρωσε, ξανασταύρωσε τόν ἐγγονό της καί τοῦ ἔβαλε στό χέρι ἕνα δεκάευρο.
- Θά τό ἀνάψεις ὅλο στόν Ἅγιο, τοῦ εἶπε καί τόν φίλησε.
Ἐκεῖ, στά σκαλοπάτια τοῦ Ἁγίου, τόν συνάντησαν ὁ Στράτος καί ὁ Νῖκος. Ἀπό κεῖ ξεκίνησε ἡ γνωριμία του μέ τήν ὁμάδα τῶν Χριστιανῶν Φοιτητῶν πού τόσο τόν ἀγάπησαν ἀλλά καί τόσο ἀγάπησε!
Καί ὕστερα ἦρθαν κάποια ἄλλα σκαλοπάτια πού τά κατέβηκε σιγά-σιγά δίχως νά τό καταλάβει. Ἦταν ὁ Ἀντώνης, ὁ Γιάννης, ἡ Ζωή. Ἦταν ἡ τόσο δυναμική παρουσία τους στόν χῶρο τοῦ Πανεπιστημίου. Ἦταν οἱ ἰδέες γιά τήν ἰσότητα καί τήν ἐπανάσταση. Ἦταν ἡ κολακεία πώς ἕνα μυαλό σάν τό δικό του ἤτανε κρίμα νά τό κρατάει γεμάτο μέ σκουριασμένες ἰδέες. Ἦταν... ἦταν...
Κοίταξε ἄκεφος τό ρολόι του ὁ Βαγγέλης. Σέ μιά ὥρα ἔπρεπε νά εἶναι στό Πανεπιστήμιο. Θά πήγαινε στήν πρώτη φε- τινή παράδοση. Στό πρῶτο ἔτος τόν συνόδεψαν ὥς τό ἀμφιθέατρο τῆς σχολῆς του ὁ Νῖκος καί ὁ Στράτος! Τρία χρόνια πέρασαν ἀπό τότε.
Μά τί τόν ἔπιασε σήμερα! Παντοῦ μπροστά του ὁ Νῖκος καί ὁ Στράτος!
Τό κινητό του κτύπησε πολλές φορές ὥς νά τό ἀκούσει ὁ Βαγγέλης.
- Ἔλα, Βαγγέλη, νά περάσω νά σέ πάρω γιά τό μάθημα; Ἡ φωνή τοῦ Ἀντώνη τοῦ φάνηκε τόσο ξένη, τόσο μακρινή.
- Πήγαινε καλύτερα μόνος σου καί θά συναντηθοῦμε ἐκεῖ! ἀπάντησε ὁ Βαγγέλης καί ἔκλεισε δίχως ἄλλη ἐξήγηση τό τηλέφωνο.
Τεταρτοετής φοιτητής τῆς Νομικῆς! Ἐνεργό μέλος τοῦ φοιτητικοῦ κινήματος! Καί;
Βγῆκε συλλογισμένος ὁ Βαγγέλης. Τά βήματά του τόν ἔφεραν δίχως νά τό καταλάβει καί πάλι στήν Ἁγίου Δημητρίου. Στάθηκε ἀπέναντι ἀπό τόν ἐπιβλητικό ναό καί κοίταξε μέ κρυφή λαχτάρα τά σκαλοπάτια. Τά παιδιά δέν ἦταν πιά ἐκεῖ. Οἱ ἄνθρωποι ἀνέβαιναν καί κατέβαιναν, οἱ ζητιάνοι ἦταν ἐκεῖ στή θέση τους, μά τά σκαλοπάτια ἦταν ἄδεια ἀπό παιδιά.
Πέρασε ἀπέναντι ὁ Βαγγέλης καί κάθησε σ᾽ ἕνα σκαλί. Ἐκεῖ πού πρίν τρία χρόνια κάθονταν τά παιδιά τῶν Κατηχητικῶν τοῦ Στράτου καί τοῦ Νίκου τή μέρα πού τούς γνώρισε.
Τί ὄμορφη εἰκόνα! Καί ὁ Νῖκος ὄρθιος ἀνάμεσα τους νά τούς μιλᾶ γιά τόν καβαλάρη ἅγιο πού ἦταν κατηχητής!
Πόσα δέν εἶπε στό τηλέφωνο στούς δικούς του ἐκείνη τή μέρα! Πόσο χαρούμενος γύρισε στό μικρό του δωμάτιο.
- Ἄμ, τί νόμισες, παιδί μου! τοῦ εἶπε χαρούμενη ἡ γιαγιά. Τζάμπα τ᾽ ἀνάβω κάθε μέρα τό καντήλι τοῦ Ἁγίου; Τοῦ παρήγγειλα νά σέ περιμένει ἐκεῖ καί σέ περίμενε, παλληκάρι μου!
Τό ἐλαφρύ διακριτικό σπρώξιμο στόν ὦμο τόν ἔκανε νά σηκώσει ξαφνιασμένος τό κεφάλι. Τό μικρό ἀγόρι πού στεκόταν μπροστά του τόν κοιτοῦσε μέ συμπάθεια.
- Πάρε, τοῦ εἶπε καί τοῦ ἔχωσε στή χούφτα ἕνα δίευρο!
Πρίν προλάβει ὁ Βαγγέλης νά συνειδητοποιήσει τί ἔκανε τό παιδί, ἐκεῖνο εἶχε ἐξαφανιστεῖ μέσα στόν κόσμο!
Στήν ἀρχή σοκαρίστηκε. Ὁ μικρός τόν πέρασε γιά ζητιάνο! Ὅμως γρήγορα συνῆλθε!
Καί μήπως δέν ἦταν; Ζητιάνος ἦταν! Ζητιάνος στά σκαλοπάτια τοῦ Ἁγίου, ζητιάνευε λίγη ἀπό τή χαμένη του χαρά, ζητιάνευε τήν πίστη πού πρόδωσε! Ζητιά- νευε τούς φίλους πού ἐγκατέλειψε!
Πολλές φορές χτύπησε τό κινητό του καί ὅλες τίς φορές τό ὄνομα τοῦ Ἀντώνη ξεπρόβαλλε στήν ὀθόνη του. Δέν τό σήκωσε ὁ Βαγγέλης. Ὄχι! Ὁ Ἀντώνης καί ἡ παρέα του δέν χωροῦσαν σέ τούτη τήν ὥρα.
Ἔσφιξε τό νόμισμα τῆς «ζητιανιᾶς του» στή χούφτα του τήν ἱδρωμένη. Σηκώθηκε καί ἀνέβηκε σταθερά τά σκαλιά. Μπῆκε δακρυσμένος στόν ναό καί ἔριξε τό νόμισμα στό παγκάρι. Ἄναψε τό κερί καί σιγομουρμούρισε.
- Σ᾽ εὐχαριστῶ πού μέ περίμενες!
Οἱ δέκα ἀναπάντητες κλήσεις πού βρῆκε στό κινητό του, ὅλες ἀπό τόν Ἀντώνη, τόν ἔκαναν νά χαμογελάσει πικρά!
«Δέν πειράζει», σκέφτηκε, «ὅταν γιά χάρη σας ἐγκατέλειπα τόν Θεό καί τούς δικούς του εἶχα ἄπειρες κλήσεις ἀπό τόν Νῖκο καί τόν Στράτο καί δέν τούς ἀπάντησα! Καιρός νά τό κάνω!» εἶπε ἀποφασισμένος καί ψάχνοντας στίς «ἐπαφές» του βρῆκε τό ὄνομα τοῦ Νίκου.
- Ὁ Βαγγέλης εἶμαι, Νῖκο!
- Ποῦ εἶσαι; ἀκούστηκε χαρούμενη ἡ φωνή τοῦ Νίκου.
- Ἐκεῖ πού συναντηθήκαμε γιά πρώτη φορά, εἶπε συγκινημένος ὁ Βαγγέλης.
- Στά σκαλοπάτια τοῦ Ἁγίου Δημητρίου! ἀναφώνησε ὁ Νῖκος. Ἔρχομαι!
Ἔκλεισε τό κινητό του χαρούμενος καί τότε εἶδε πώς εἶχε ἕνα μήνυμα.
«Βαγγέλη, ἔπαθες τίποτε, σοῦ συνέβη κάτι;». Χαμογέλασε ὁ Βαγγέλης στό μήνυμα τοῦ Ἀντώνη.
«Ναί, μοῦ συνέβη! Μόλις ἀνέβηκα τά σκαλοπάτια πού μαζί σας κατέβηκα!», τοῦ ἀπάντησε καί ἀπενεργοποίησε τό τηλέφωνό του.
- Ξαναγυρνῶ ἐκεῖ ἀπ᾽ ὅπου ξεκίνησα, ψιθύρισε καί ἔνιωσε ὅτι ἤδη βρισκόταν στό «πρῶτο σκαλί»!
Ἑλένη Βασιλείου
«Γιά τή μητέρα γλῶσσα μας τά λάβαρα κρατῆστε» (Παλαμᾶς)
«Προφανῶς εἶναι παρά φύσιν αὐτό πού συμβαίνει σήμερα, νά διδάσκονται τρεῖς ὧρες Ἀρχαῖα καί δύο Νέα Ἑλληνικά στήν Α´ Γυμνασίου», δήλωσε ἐσχάτως ὁ ὑπουργός Παιδείας τῆς κυβέρνησης, πού -ὑποβοηθούμενη καί ἀπό συμπλέοντες τῶν ἄλλων παρατάξεων- καθιερώνει τά ὄντως παρά φύσιν ὡς κατά φύσιν καί τά νομιμοποιεῖ. Ἔτσι, κατά τό ἐπετειακό ἔτος Ἀριστοτέλη, μέ ΦΕΚ (1640/9-6-2016), μειώθηκε ὁ χρόνος διδασκαλίας τῶν Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν στό Γυμνάσιο. Ἡ σταδιακή συρρίκνωση, ὅμως, τῶν κλασικῶν σπουδῶν, τήν ὁποία παρακολουθοῦμε, συνιστᾶ ἀνεπανόρθωτη ἀπώλεια γιά τό ἐκπαιδευτικό σύστημα.
Ἡ Δευτεροβάθμια Ἐκπαίδευση, ὡς γνωστό, στοχεύει μεταξύ ἄλλων στό νά καλλιεργήσει στόν μαθητή κριτική ἱκανότητα, δημιουργική σκέψη, παρατηρητικότητα κτλ. Ἐργαλεῖο δοκιμασμένο στήν πορεία τοῦ χρόνου γιά τήν παιδευτική διαδικασία ἔχουν ἀποδειχθεῖ τά Ἀρχαῖα Ἑλληνικά. Ἡ μελέτη τους συμβάλλει, ἐπιπλέον, στήν ἱστορική μνήμη τοῦ Ἔθνους μας• γι’ αὐτό ἡ σωστή διδασκαλία καί ἡ μετάδοσή τους στή νέα γενιά ἀποτελεῖ ἐθνικό χρέος. Σήμερα, μάλιστα, πού ὁ ὁδοστρωτήρας τῆς παγκοσμιοποίησης ἀπειλεῖ νά κατεδαφίσει τά πάντα, ἡ γνώση τῆς ἀρχαίας κληρονομιᾶς μπορεῖ νά λειτουργήσει ὡς ἀνάχωμα κατά τῆς ἀλλοίωσης τῆς ἐθνικῆς μας ταυτότητας.
Τά Ἀρχαῖα βοηθοῦν ἀκόμη στήν ὀργάνωση τῆς ἀνθρώπινης σκέψης, καθώς καί στήν ἐκμάθηση καί ἄλλων γλωσσῶν. Ἐξάλλου, γνωρίζουμε ὅτι ὅποιος θέλει νά μιλᾶ καί νά γράφει σωστά Νέα Ἑλληνικά, πρέπει νά γνωρίζει τίς ρίζες τους, δηλαδή τά Ἀρχαῖα Ἑλληνικά.
Ἐπιπροσθέτως ἡ δυνατότητα κατανόησης στοιχείων τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς ἐπιβάλλεται γιά τό σύνολο σχεδόν τῶν σύγχρονων ἐπιστημῶν. Ὁ μεγάλος φιλόσοφος καί φυσικός Werner Heisenberg ἀναγνωρίζοντας τή σημαντική προσφορά τους εἶχε δηλώσει: «Ἡ θητεία μου στήν ἀρχαία ἑλληνική γλῶσσα ὑπῆρξε ἡ σπουδαιότερη πνευματική μου ἄσκηση. Στή γλῶσσα αὐτή ὑπάρχει ἡ πληρέστερη ἀντιστοιχία ἀνάμεσα στή λέξη καί στό ἐννοιολογικό της περιεχόμενο».
Π ράγματι, πόσο προνομιοῦχοι εἴμαστε ὡς Ἕλληνες! «Γιά κοιτάξετε πόσο θαυμάσιο πράγμα εἶναι», ἀναφωνεῖ ὁ νομπελίστας ποιητής μας Γιῶργος Σεφέρης, «...ἀπό τήν ἐποχή πού μίλησε ὁ Ὅμηρος ὥς τά σήμερα, μιλοῦμε, ἀνασαίνουμε καί τραγουδοῦμε μέ τήν ἴδια γλῶσσα. Κι αὐτό δέν σταμάτησε ποτέ, εἴτε σκεφτοῦμε τήν Κλυταιμνήστρα πού μιλᾶ στόν Ἀγαμέμνονα, εἴτε τήν Καινή Διαθήκη, εἴτε τούς ὕμνους τοῦ Ρωμανοῦ καί τόν Διγενῆ Ἀκρίτα, εἴτε τό Κρητικό Θέατρο καί τόν Ἐρωτόκριτο, εἴτε τό δημοτικό τραγούδι».
Τήν ἀλήθεια αὐτή τεκμηριώνει ἐπιστημονικά ὁ καθηγητής τῆς Γλωσσολογίας Γεώργιος Μπαμπινιώτης: «Ἡ ἑλληνική γλῶσσα ἀποτελεῖ μοναδικό παράδειγμα γλώσσας μέ ἀδιάσπαστη ἱστορική συνέχεια καί μέ τέτοια δομική καί λεξιλογική συνοχή, πού νά ἐπιτρέπει νά μιλᾶμε γιά μία ἑνιαία ἑλληνική γλῶσσα ἀπό τήν ἀρχαιότητα ἕως σήμερα».
Ὁ ἕτερος νομπελίστας ποιητής μας Ὀδυσσέας Ἐλύτης συμπληρώνει: «Ἐγώ δέν ξέρω νά ὑπάρχει παρά μία γλῶσσα, ἡ ἑνιαία ἑλληνική γλῶσσα. Τό νά λέει ὁ ἕλληνας ποιητής, ἀκόμα καί σήμερα, ὁ οὐρανός, ἡ θάλασσα, ὁ ἥλιος, ἡ σελήνη, ὁ ἄνεμος, ὅπως τό ἔλεγαν ἡ Σαπφώ καί ὁ Ἀρχιλόχος, δέν εἶναι μικρό πράγμα. Εἶναι πολύ σπουδαῖο. Ἐπικοινωνοῦμε κάθε στιγμή μιλώντας μέ τίς ρίζες πού βρίσκονται ἐκεῖ. Στά Ἀρχαῖα».
Φυσικά, δέν πρέπει νά ἀγνοεῖται τό σημαντικότατο ἰδιαίτερο γνώρισμα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, ἡ οἰκουμενικότητά της. Ἡ παγκόσμια ἐμβέλειά της ὀφείλεται βεβαίως στό κύρος πού ἀπέκτησε διεθνῶς ἡ ἑλληνική ὡς γλῶσσα τῆς Καινῆς Διαθήκης, τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ὑμνογραφίας τῆς ὀρθόδοξης λατρείας. Μάλιστα, παρά τούς δυσχείμερους αἰῶνες τῆς σκλαβιᾶς πού πέρασε τό Ἔθνος μας, ἡ γλῶσσα διατηρήθηκε καί διαφυλάχθηκε μέσα ἀπό τήν Ἐκκλησία μέ τά λειτουργικά βιβλία της, ἀλλά καί μέ τά σχολεῖα, τά ὁποῖα ἐκείνη εἶχε ἱδρύσει.
Ὡστόσο, συχνά ἀκούγεται ἡ ἔνσταση ὅτι «θά μελετήσουμε μεταφρασμένους τούς ἀρχαίους συγγραφεῖς». Ἄλλο, ὅμως, εἶναι ἡ μελέτη ἀπό τό πρωτότυπο καί ἄλλο ἀπό τή μετάφραση. Ἡ Ἀρχαία Ἑλληνική μέ τήν ποικιλία της, τήν εὐστροφία της, τήν πλαστικότητά της, ἀποτελεῖ αὐτή καθ’ ἑαυτή ἕνα μορφωτικό ἀγαθό. Ἐπιπλέον, μορφή καί περιεχόμενο δέν χωρίζονται, ἀφοῦ ἀποτελοῦν μία χημική ἕνωση δυσδιάσπαστη. Ἀντίθετα, ἡ μετάφραση ἀποδίδει τό περιεχόμενο τοῦ μεταφραζόμενου κειμένου, μέσα ἀπό τίς γλωσσικές ἐπιλογές τοῦ μεταφραστῆ καί τά πολιτισμικά συμφραζόμενα τῆς ἐποχῆς του, ἀδυνατώντας, ὅμως, νά μεταφέρει ἐπιτυχῶς τούς ἰδιαίτε- ρους κυματισμούς τοῦ πρωτοτύπου. Ἔτσι, παρά τίς τόσες φιλότιμες μεταφραστικές προσπάθειες, τό γλωσσικό αἴσθημα νοθεύεται ὅταν «μουρμουρίζουμε σπασμένες λέξεις ἀπό ξένες γλῶσσες» (Σεφέρης), μέ τά «greeklish», τούς ἀγγλισμούς, τούς σολοικισμούς, τά διάφορα γλωσσικά λάθη, τά κακῆς ποιότητας κείμενα.
Ἐπιτέλους, ἄς τό καταλάβουμε: «Δέν ὑπάρχει μέλλον χωρίς μνήμη τοῦ παρελθόντος» (Carlo Bo). Ὁ παραγκωνισμός τῆς μελέτης τῶν Ἀρχαίων συνιστᾶ ἐπίθεση στό παρελθόν, στό θεμέλιο τῆς ταυτότητάς μας, μέ στόχο τήν τελική ἀποκοπή ἀπό τίς ρίζες μας, χωρίς τίς ὁποῖες τό πλούσιο δέντρο τοῦ πολιτισμοῦ θά παραδοθεῖ σέ μία ἀργή, ἀδυσώπητη, καταστροφική κατάρρευση.
Καί ἐνῶ στήν Ἑλλάδα μειώνεται ἡ διδασκαλία τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς, σέ εὐρωπαϊκά κράτη (Γαλλία, Γερμανία) παρατηρεῖται ἔντονη κινητικότητα γιά τήν ἐπαναφορά τῆς μαζικῆς διδασκαλίας τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς στή Μέση Ἐκπαίδευση. Παράλληλα διοργανώνεται πανευρωπαϊκό συνέδριο γιά τό 2017 μέ θέμα τήν ἀνάγκη προστασίας γλωσσῶν πού ὑπῆρξαν φορεῖς σημαντικοῦ πολιτισμοῦ, ὅπως τά Ἀρχαῖα Ἑλληνικά.
Ἐπίκαιρη γιά τίς περιστάσεις ἀκούγεται ἡ φωνή τῆς ἀείμνηστης γαλλίδας ἑλληνίστριας Jacqueline de Romilly, πού ἀνάλωσε τή ζωή της στή μελέτη τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας: «Ἡ γλῶσσα πού μᾶς χάρισαν οἱ Ἕλληνες, ἡ ἑλληνική γλῶσσα, εἶναι ἡ βάση, τό στήριγμα, ἡ ἀπαρχή ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν γλωσσῶν. Ζητῶ μία χάρη ἀπό τούς Ἕλληνες, νά μήν ξεχνοῦν τά Ἀρχαῖα Ἑλληνικά καί νά μεριμνοῦν γι’ αὐτά, ὅπως καί γιά τήν ἐξέλιξή τους, τά Νέα Ἑλληνικά. Θά πρέπει οἱ Ἕλληνες νά μήν ὑποκύψουν καί νά μή χάσουν ἤ εὐτελίσουν τή σκέψη τους καί τή μοναδικότητά τους. Νά καταλάβουν ὅτι ἡ μόνη λέξη πού ὁλόκληρος ὁ δυτικός πολιτισμός μπορεῖ καί ὀφείλει νά τούς πεῖ εἶναι ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ».
Εὐδ. Αὐγουστίνου
Σῶστε τό Ἔθνος