Ὁ Κύριος ἐπί τοῦ σταυροῦ. Τό μεγαλύτερο ἔγκλημα ὅλων τῶν αἰώνων συντελέσθηκε. Ὁ ἀναμάρτητος πεθαίνει σάν κακοῦργος. Καί ὄχι μόνο πεθαίνει ἔτσι, ἀλλά σηκώνει στούς ὤμους του ὅλες τίς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων (βλ. Ἰω 1,29). Γίνεται «ὑπὲρ ἡμῶν κατάρα» (Γα 3,13). Ἐνῶ θά ἔπρεπε νά πεθάνουμε ἐμεῖς, οἱ ἀντάρτες κατά τοῦ Θεοῦ καί ἀποστάτες, καί νά ἐξαφανισθεῖ τό γένος μας ἀπό τό πρόσωπο τῆς γῆς, πεθαίνει Ἐκεῖνος γιά μᾶς. Παίρνει τήν θέση μας. Γιά νά δικαιωθοῦμε ἐμεῖς οἱ ἔνοχοι, καταδικάζεται ὁ Ἀθῶος. Τό αἷμα του γίνεται θυσία καί λύτρο γιά νά λυτρωθεῖ ἡ ἀνθρωπότητα ἀπό τά δεσμά τοῦ σατανᾶ καί τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων.
Ἀλλά γιατί ἔπρεπε νά πεθάνει μέ τόσο φοβερό τρόπο ὁ Χριστός; Γιατί ἔπρεπε νά ὑποστεῖ τό φρικτό μαρτύριο τῆς σταύρωσης ὁ σαρκωμένος Θεός; Γιά τέσσερις κυρίως λόγους.
Πρῶτον: Γιά νά οἰκειωθεῖ τόν θάνατο. Ὁ θάνατος εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας. Ὁ Κύριος ὅμως ὡς Θεός ἦταν ἀναμάρτητος. Ἁμαρτία σημαίνει ἄρνηση τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά δέν μπορεῖ ὁ Θεός νά ἀρνηθεῖ τόν ἑαυτό του (βλ. Β´ Τι 2, 13). Γιά νά πεθάνει ὡστόσο ἔπρεπε νά μπεῖ στόν κύκλο τῆς ἁμαρτίας. Πῶς ὅμως ἀφοῦ ἦταν ἄσπιλος καί ἀνέγγιχτος ἀπ’ αὐτή; Γι’ αὐτό ἡ ἀγάπη καί ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ προέβλεψε ὅτι «κεκατηραμένος ὑπὸ Θεοῦ πᾶς κρεμάμενος ἐπὶ ξύλου» (Δε 21,23). Νά ὁ τρόπος: ὁ ἀναμάρτητος Ἰησοῦς θά μπεῖ στόν κύκλο τῆς κατάρας καί θά γίνει, ὅπως εἶπα πιό πάνω, κατάρα ἀνεβαίνοντας στό καταραμένο ξύλο τοῦ σταυροῦ. Ἔτσι, χωρίς νά ἁμαρτήσει ὁ ἴδιος, γίνεται καταραμένος καί εἰσέρχεται στό βασίλειο τοῦ θανάτου.
Δεύτερον: Γιά νά παραπλανήσει τόν σατανᾶ. Ὁ διάβολος προσβάλλει, διεισδύει καί ὠθεῖ στήν ἁμαρτία ὅλους μας, ἀλλά στόν Ἰησοῦ δέν μπόρεσε ποτέ νά κάνει κάτι τέτοιο. Ὁ Χριστός τότε στήν ἔρημο ἀπέκρουσε τίς πειρασμικές προκλήσεις του καί ἀρνήθηκε νά τόν ὑπακούσει, χωρίς ὅμως νά τοῦ ἀποκαλύψει τήν θεϊκή φύση του, ποιός πραγματικά εἶναι. Ὁ σατανᾶς δέν γνώριζε τίποτε γι’ αὐτόν, τοῦ ἦταν μυστήριο. Ἄν γνώριζε, δέν θά τόν σταύρωνε (βλ. Α´ Κο 2,8). Ὁ τελευταῖος πειρασμός στόν ὁποῖο τόν ὑποβάλλει εἶναι ὁ σταυρός. Προσπαθεῖ ἔτσι νά τόν ὁδηγήσει σέ ἀκραῖες μορφές πόνου καί βασανισμοῦ, γιά νά τόν κάνει νά ἐκδηλωθεῖ, νά ἀποκαλύψει ποιός πραγματικά εἶναι. Σκεφτόταν ὅτι ἄν ἦταν Θεός, δέν θά δεχόταν νά ὑπομείνει κάτι τέτοιο. Ἄν πάλι ἦταν ἕνας ἁπλός ἄνθρωπος, ὁ σταυρός θά ἦταν τό τέλος του. Τά ὑποχείριά του, ὁ ἄπιστος λαός, προκαλοῦν τόν Ἐσταυρωμένο, ὅπως ἀκριβῶς ἔκανε τότε, στήν ἔρημο, ὁ ἀρχηγός τους· μέ τίς ἴδιες φράσεις• «εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, κατάβηθι ἀπὸ τοῦ σταυροῦ» (Μθ 27,40). Ἀλλά ὁ Ἰησοῦς δέν θά κατεβεῖ ἀπό τόν σταυρό. Θά μείνει καρφωμένος ἐκεῖ καί θά πεθάνει, καί ἐνῶ ὁ διάβολος ἐπιχαίρει διότι ἀπαλλάχθηκε ἀπό ἕναν τόσο μυστηριώδη ἐχθρό του, τήν ἴδια στιγμή συντρίβεται ἀπό τήν δόξα τῆς θεότητάς Του.
Τρίτον: Ὁ Ἰησοῦς σταυρώνεται, ὥστε, ὅπως λέει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, νά πιστοποιηθεῖ ἐπίσημα ὁ θάνατός του. Πεθαίνει δημόσια καί μέ τήν ἐπικύρωση τοῦ θανάτου του ἀπό τό ρωμαϊκό ἐκτελεστικό ἀπόσπασμα αἴρεται κάθε ἀμφιβολία. Δέν πεθαίνει κάπου, σέ κάποιο σπίτι, μπροστά σέ λίγους. Τόν βλέπουν ὅλοι νά ξεψυχᾶ. Ἔτσι μποροῦν ἔπειτα οἱ μαθητές νά βγοῦν καί νά κηρύξουν σ’ ὅλους τούς Ἰουδαίους ὅτι αὐτόν πού σταύρωσαν καί πέθανε καί αὐτά τά γεγονότα κανείς δέν μπορεῖ νά τά διαψεύσει αὐτός ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς καί οἱ ἴδιοι εἶναι μάρτυρες αὐτῆς τῆς ἀλήθειας (βλ. Πρξ 2,32). Ἐνισχύεται ἔτσι τό κήρυγμα τῆς ἀνάστασης.
Τέταρτον: Γιά νά μᾶς δείξει τό μέγεθος τῆς ἀγάπης του. Λέει πολλές φορές ἡ μάνα: «Ἐγώ γιά τά παιδιά μου καί στήν φωτιά εἶμαι ἕτοιμη νά πέσω». Καί ὁ Ἰησοῦς θά μποροῦσε νά πεῖ: «Ἐγώ γιά σᾶς, τά παιδιά μου, καί στόν σταυρό ἀνέβηκα. Καί τίς φλέβες μου ἄνοιξα. Γυμνός κρεμάσθηκα πάνω στό ξύλο καί δέν ντράπηκα. Δέχθηκα ὕβρεις, ἐμπτυσμούς, ραπίσματα καί τό φραγγέλιο ἀκόμη. Νά πόσο σᾶς ἀγαπῶ!». Ὅπως λέει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης· «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν» (Ἰω 3,16). Ὁ Θεός μᾶς ἀγάπησε τόσο, ὥστε παρέδωσε στόν θάνατο τόν Υἱό του τόν μονογενῆ. Καί ὄχι σέ ὁποιονδήποτε θάνατο ἀλλά στόν πιό φοβερό, στόν πιό τρομερό, στόν σταυρικό!
Ἔναντι ὅλων αὐτῶν τῶν εὐεργεσιῶν ποιό εἶναι τό δικό μας χρέος; Δέν ἀνέβηκε βέβαια στόν σταυρό ὁ Κύριος ἐπειδή περίμενε ἀπό μᾶς ἀνταπόδοση. Τί θά μπορούσαμε ἐμεῖς νά τοῦ ἀνταποδώσουμε γιά τήν θυσία του; Τί μποροῦμε νά τοῦ προσφέρουμε σάν ἀνταπόδομα τῆς ἀγάπης του; Ἀπολύτως τίποτε.
Αὐτό πού ζητᾶ, ὡστόσο, ὁ Χριστός ἀπό μᾶς εἶναι ἡ ἀγάπη μας, νά τόν ἀγαποῦμε. Γιατί; Διότι αὐτό σημαίνει ὅτι τόν ἀποδεχόμαστε Κύριο καί Θεό μας, συνδεόμαστε μαζί του καί ἔτσι μᾶς μεταγγίζει τήν αἰώνια ζωή, τήν ζωή του. Δέν κερδίζει δηλαδή Αὐτός κάτι ἀπ’ αὐτή τήν σχέση. Ἐμεῖς κερδίζουμε, ἐμεῖς ὠφελούμαστε.
Ἀγάπη βέβαια θά πεῖ θυσία. Τό εἴπαμε. Καί ἡ δική μας θυσία γι’ Αὐτόν εἶναι νά τηροῦμε τίς ἐντολές Του, ὅ,τι καί ἄν κοστίσει.
Εὐάγγελος Ἀλ. Δάκας
Ἀπολύτρωσις 71 (2016) 100-101