Τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ μᾶς ἀξιώνει νά γιορτάσουμε μία ἀκόμη Πρωτοχρονιά στήν ζωή μας. Ἕνας χρόνος φεύγει καί ἕνας καινούργιος ἀνατέλλει. Στό μεταίχμιο αὐτῆς τῆς ἀλλαγῆς, ταξιδιῶτες ἐμεῖς στό express τῶν καιρῶν καί τῶν χρόνων, ἐπιβάλλεται νά κάνουμε μέ τόν ἑαυτό μας ἕναν ἀπολογισμό. Πῶς ἀξιοποιήσαμε τό ἔτος πού ἀφήσαμε πίσω μας; Πολλαπλασιάσαμε τό τάλαντο πού μᾶς δόθηκε; Τά ἔργα μας τί μαρτυροῦν; Ἐργασθήκαμε μέ ζῆλο γιά τόν πνευματικό μας καταρτισμό ἤ παραδοθήκαμε στίς μέριμνες καί στά θέλγητρα τοῦ κόσμου τούτου; Διότι αὐτό εἶναι τό κρίσιμο ἐρώτημα. Ὁ Κύριος μᾶς χαρίζει τόν χρόνο γιά τόν ἁγιασμό μας. Τό πρώτιστο, λοιπόν, χρέος μας εἶναι νά ἀξιοποιοῦμε τό δῶρο αὐτό τῆς ἀγάπης Του μέ συνέπεια.
Ὡστόσο τώρα, στήν ἀρχή τῆς καινούργιας χρονιᾶς, ἀπαιτεῖται ὄχι μόνον ἀπολογισμός γιά ὅσα ἔγιναν ἤ ὄχι, ἀλλά καί στέρεη ἀπόφαση γιά ἀνανέωση τῆς προσπάθειάς μας. Παραλείψαμε πολλά. Πολλές φορές συμβιβασθήκαμε μέ τόν παλαιό ἄνθρωπο πού κουβαλᾶμε μέσα μας. Ὁ πνευματικός μας ἀγώνας ἦταν ὄχι σπάνια ἀσθενικός. Ὅμως ὁ πανάγαθος Θεός ἀνοίγει μπροστά μας ἕνα νέο ὁρίζοντα. Τίποτε τό θετικό δέν χάθηκε καί τίποτε δέν τελείωσε ὁριστικά. Ἀκόμη κι ἄν ὁ ἀπολογισμός μας ἔχει τελικά ἀρνητικό πρόσημο, μᾶς χαρίζεται μιά καινούργια εὐκαιρία. Ἀνανέωση λοιπόν. Ἀνανέωση παντοῦ. Καί ἰδίως ἀνανέωση σέ τρεῖς κρίσιμες πτυχές τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς: στήν μετάνοιά μας, στήν σχέση μας μέ τήν προσευχή καί τήν λατρεία καί στήν σχέση μας μέ τήν ἁγία Γραφή.
Ὁ πρῶτος στόχος, ἡ ἀνανέωση τῆς μετάνοιάς μας, εἶναι κομβικῆς σημασίας. Μετάνοια θά πεῖ ἀλλαγή νοῦ, δηλαδή φρονήματος, τρόπου σκέψης. Ἡ ἁμαρτία μᾶς σπιλώνει καθημερινά. Ὁ μισάνθρωπος διάβολος ἐπιδιώκει νά μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό τόν Κύριο μέ κάθε τρόπο. Τό πιό ἐπικίνδυνο πού μπορεῖ νά συμβεῖ στήν πάλη μας αὐτή δέν εἶναι τόσο τό νά ἁμαρτήσουμε, ὅσο τό νά ἀλλοιωθεῖ τό φρόνημά μας. Νά ἀρχίσουμε νά ἀμνηστεύουμε ἤ ἔστω νά ἀμελοῦμε γιά τίς πτώσεις μας. Καί εἶναι πολύ ἐπικίνδυνη αὐτή ἡ ἐξέλιξη διότι, ἄν δέν προσέξουμε, δέν θά ὑπάρχει πλέον γιά μᾶς δρόμος ἐπιστροφῆς. Ἡ ἁμαρτία θά γίνει καθεστώς. Καί ἐδῶ εἶναι σημαντικό νά τονισθεῖ αὐτό πού ὑπογραμμίζει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, ὅτι αὐτή ἡ κατάσταση ἔχει τήν ἀρχή της στόν τρόπο πού ἀντιμετωπίζουμε τίς δῆθεν μικρές ἁμαρτίες. Λέμε «καί τί πειράζει αὐτό;» καί τίς δικαιολογοῦμε. Ἔτσι ὅμως οἰκοδομοῦμε τήν φυλακή μας μέ τά ἴδια μας τά χέρια. Χρειάζεται, λοιπόν, νά ἀνανεώνουμε τήν μετάνοιά μας μέ ζῆλο.
Τήν ἴδια βαρύτητα πρέπει νά δείξουμε καί στό ζήτημα τῆς προσευχῆς καί τῆς λατρείας. Ὁ χριστιανός εἶναι πάντοτε προσευχόμενος. Μέ τήν προσευχή του μιλάει, ὑμνεῖ καί συναναστρέφεται μέ τόν ἅγιο Θεό. Ἄς κάνουμε ὅμως ἕναν ἔλεγχο: Ἔχει βάθος ἡ προσευχή μας; Ἀγγίζει τήν καρδιά μας; Προέρχεται ἀπό καρδιά καθαρή; Ἤ εἶναι μιά ἐξωτερική ἐκδήλωση, τελετές καί λόγια κενά περιεχομένου; Ἄς διαβάσουμε καί πάλι μέ ἐπίγνωση τό πρῶτο κεφάλαιο τοῦ προφήτη Ἠσαΐα· «τίς νουμηνίες καί τίς γιορτές σας τίς μισεῖ ἡ ψυχή μου… Ὅταν ἁπλώσετε τά χέρια σας σέ μένα, θά ἀποστρέψω τά μάτια μου ἀπό σᾶς, καί ἄν πληθύνετε τήν δέησή σας, δέν θά σᾶς εἰσακούσω· διότι τά χέρια σας εἶναι γεμάτα αἷμα. Λουσθεῖτε καί καθαρισθεῖτε, ξεπλύνετε τίς ψυχές σας ἀπό τίς πονηρίες σας ἀπέναντι στά μάτια μου, καί πάψτε τά πονηρά σας ἔργα» (1,14-16). Δηλαδή, ὁ Κύριος ἀποστρέφεται τήν λατρεία πού τοῦ προσφέρεται ἀπό ἀκάθαρτα χέρια. Καί ἀλλοῦ· «Καί εἶπε ὁ Κύριος· Ὁ λαός αὐτός μέ πλησιάζει μέ τό στόμα του καί μέ τιμοῦν μέ τά χείλη τους, ἐνῶ ἡ καρδιά τους ἀπέχει πολύ ἀπό μένα» (Ἠσ 29,13). Τά χωρία αὐτά μᾶς ζυγίζουν. Ὑποδεικνύουν ποῦ πάσχουμε. Ὅπως ἐπίσης ὑποδεικνύουν καί τόν δρόμο τῆς διόρθωσης καί τῆς ἀνανέωσης.
Τρίτος ἐξίσου σημαντικός στόχος εἶναι ἡ ἀνανέωση τῆς σχέσης μας μέ τήν ἁγία Γραφή. Ἄν μέ τήν προσευχή ἀπευ- θυνόμαστε καί μιλοῦμε στόν Θεό σάν παιδιά του, μέ τήν Βίβλο μιλάει ἐκεῖνος σέ μᾶς σάν πατέρας. Ἡ ἁγία Γραφή εἶναι ὁ λόγος του, εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ ἁγίου θελήματός του. Καί δέν ὑπάρχει ἰσχυρότερος καί ἀσφαλέστερος τρόπος νά συνδεθοῦμε μέ τόν Κύριο ἀπό τήν μελέτη της. Αὐτός πού μέ πόθο μελετᾶ τήν Βίβλο «ἡμέρας καὶ νυκτός» μοιάζει, λέει ὁ θεόπνευστος ψαλμωδός, μέ τό δέντρο πού εἶναι φυτευμένο «παρὰ τὰς διεξόδους τῶν ὑδάτων» (Ψα 1,3) καί τό ὁποῖο στόν κατάλληλο καιρό θά καρποφορήσει. Οἱ ἄλλοι, ὅσοι ἀδιαφοροῦν γι’ αὐτό τό ὑπέροχο δῶρο τοῦ Θεοῦ ἤ τό ἀντικαθιστοῦν μέ «ἐντάλματα ἀνθρώπων καὶ διδασκαλίας» (Ἠσ 29,13), εἶναι ἀσεβεῖς, εἶναι σάν τό χνούδι πού τό «ἐκρίπτει ὁ ἄνεμος ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς» (Ψα 1,4). Καί πάλι ὁ ἅγιος Χρυσόστομος τονίζει ὅτι ὅλα τά κακά προέρχονται ἀπό τήν ἄγνοια τῶν Γραφῶν. Τί θέση λοιπόν ἔχει ἡ Βίβλος στήν ζωή μας; Διαβάζουμε καθημερινά πλῆθος κειμένων μέ ποικίλες πληροφορίες. Βρίσκουμε χρόνο νά ἐγκύψουμε καί στό βιβλίο τῆς ζωῆς; Ἤ μᾶλλον εἶναι ἡ ἁγία Γραφή τό κέντρο καί ὁ ἄξονας τῆς ζωῆς μας;
Νά λοιπόν τρία θέματα πού ἀπαιτοῦν τήν προσοχή μας καί τήν ὁλόψυχη μέριμνά μας. Γιά νά ἔχουμε καί τήν καινούργια χρονιά καί σέ ὅλη μας τήν ζωή τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ.
Εὐάγγελος Ἀλ. Δάκας
Ἀπολύτρωσις 71 (2016) 4-5
Στήν ἀρχή τοῦ ἔτους, 6 Ἰανουαρίου, δεσπόζει ἡ δεσποτική ἑορτή τῶν Θεοφανίων. Ἡ σπουδαιότητά της εἶναι ἐξαιρετικά μεγάλη. Σύμφωνα μέ ἱστορικές μαρτυρίες, ἀποτελεῖ μετά τό Πάσχα τήν ἀρχαιότερη χριστιανική ἑορτή. Ἡ ὀρθόδοξη ἁγιογραφία ἀποδίδει τό μεγαλεῖο τοῦ γεγονότος μέ ὑψηλούς συμβολισμούς σέ κάθε λεπτομέρεια τῆς εἰκόνας.
Τό κυρίαρχο φυσικό στοιχεῖο στήν εἰκόνα εἶναι ἀναμφίβολα τό νερό: ὁ Ἰορδάνης ποταμός μέ τούς κυματισμούς του, ἴσως καί λίγα ψάρια.
Σέ κάποιες ἁγιογραφίες ὁ βαπτιζόμενος Κύριος πατᾶ ἐπάνω σέ δύο πλάκες κι ἀπό κάτω διακρίνονται φίδια. Ἡ στάση του αὐτή σέ συνδυασμό μέ τά βραχώδη ὄρη δεξιά καί ἀριστερά συμβολίζει τήν προκάθοδο τοῦ Κυρίου στόν Ἅδη, σ’ ἕνα σκοτεινό σπήλαιο, σ’ ἕναν ὑγρό τάφο ὅπου Τόν βλέπουμε Νικητή νά συντρίβει «τὰς κεφαλὰς τῶν δρακόντων». Τό νερό ἀλλάζει πιά σημασία καί ἀπό πηγή θανάτου τοῦ παλαιοδιαθηκικοῦ κατακλυσμοῦ μεταβάλλεται τώρα μέ τή Βάπτιση τοῦ Κυρίου σέ πηγή ζωῆς, γίνεται ἁγιασμός.
Ἡ μορφή τοῦ Κυρίου κυριαρχεῖ στό κέντρο τῆς εἰκόνας. Τόν βλέπουμε ὄρθιο πάνω ἀπό τά νερά τοῦ ποταμοῦ. Σπάνια κάποια κύματα φαίνεται νά ἀγγίζουν τό σῶμα του, πού εἰκονίζεται μέ τό ἕνα πόδι μπροστά. Αὐτός ὁ ἀπεικονιζόμενος βηματισμός κρύβει μέσα του βαθειά θεολογία. Ὁ Κύριος περπατᾶ, βαδίζει ἑκούσια πρός τή Βάπτιση. Ὁ ἁγιογράφος ἀποδίδει μ’ αὐτή τήν κίνηση τήν ὑπέρτατη πρωτοβουλία τοῦ Χριστοῦ μας, ἀλλά καί τό πόσο ἐπείγεται νά ἁγιάσει τά ὕδατα καί τελικά τόν ἄνθρωπο. Μέ τό ἕνα χέρι ἤ κάποτε καί μέ τά δύο εὐλογεῖ τά νερά τοῦ ποταμοῦ. Ὁ Κύριος εἰσέρχεται στόν Ἰορδάνη γυμνός, μειώνοντας ἀκόμη περισσότερο τή δόξα Του. Ὁ ἴδιος ντύνεται τήν ἀδαμική γυμνότητα γιά νά χαρίσει στόν ἄνθρωπο ἔνδυμα αἰώνιας δόξας.
Πάνω ἀπό τόν Χριστό διακρίνουμε τό ἅγιο Πνεῦμα «ἐν εἴδει περιστερᾶς». Τό περιστέρι συνήθως βρίσκεται μέσα σ’ ἕνα φωτεινό κύκλο περιγεγραμμένο ὁλόγυρα ἀπό τέσσερις ἀκτίνες. Ἡ μεγαλύτερη ξεκινᾶ ἀπό τόν οὐρανό καί καταλήγει στή σκυμμένη κεφαλή τοῦ Κυρίου. Στόν οὐρανό ὑπάρχει ἕνα φωτεινό ἡμικύκλιο πού συμβολίζει τό ἄνοιγμα τῶν οὐρανῶν καί ἐνίοτε ἁγιογραφεῖται ἕνα χέρι νά εὐλογεῖ, προκειμένου νά σημανθεῖ ἡ παρουσία τοῦ Πατρός. Κατά τή Βάπτιση τοῦ Ἰησοῦ ἀκούστηκε ξεκάθαρα ἡ φωνή του· «οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα» (Μθ 3,17).
Στά ἀριστερά τοῦ Κυρίου ξεχωρίζει ἡ ἀσκητικότατη μορφή τοῦ Προδρόμου. Ὑποκλίνεται μέ σεβασμό ἐνώπιον τοῦ Κυρίου. Τό πρόσωπό του εἶναι λιπόσαρκο καί μελαμψό γιά νά ἀποδοθεῖ ὁ καύσωνας τῆς ἐρήμου. Ὑψώνει συνήθως τό κεφάλι πρός τά ἐπάνω καί βλέπει τό περιστέρι. Βλέπει ὅσα βλέπουν οἱ ἄνθρωποι πού εἶναι συγκεντρωμένοι στόν ποταμό ἀλλά καί ὅσα δέν βλέπουν. Ἔχει ἁπλωμένο τό δεξί του χέρι στήν κεφαλή τοῦ Κυρίου. Στό πρόσωπό του ἀπεικονίζεται τό δέος, ὁ τρόμος γιά τή χειροθέτηση τοῦ Δεσπότη. Εἶναι ὁ μάρτυρας τῆς ὑποταγῆς, τῆς κενώσεως τοῦ Κυρίου. Τό ἄλλο χέρι ἀνοιχτό δηλώνει ἀποδοχή καί ταυτόχρονα ἡ ἀνοιχτή παλάμη ὑποδηλώνει στάση δέησης. Τά πόδια του εἶναι ἀνοιχτά, βρίσκεται σέ κίνηση. Ὁ Ἅγιος ἔχει στάση πορευομένου, ἀποστελλόμενος στή διακονία τῆς Βάπτισης. Κάτω ἀριστερά στά κλαδιά ἑνός μικροῦ δέντρου εἶναι σφηνωμένη μία ἀξίνα. Αὐτή παραπέμπει στό ἐλεγκτικό κήρυγμα τοῦ βαπτιστῆ: Ἄν τό δένδρο δέ δώσει καρπό, θά κοπεῖ.
Τό δέος λόγῳ τῆς ἄκρας ταπείνωσης τοῦ Κυρίου ἀποτυπώνεται καί στή φύση. Δεξιά καί ἀριστερά ὑψώνονται τά γνωστά βραχώδη ὄρη, ἀνώμαλα καί ἀνισόπεδα. Ἔχουν ὡστόσο μία ἐλαφρά κλίση. Ὑποκλίνονται κι αὐτά στό μεγαλεῖο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πού κατέρχεται τήν κλίμακα τῆς ταπεινώσεως γιά νά σώσει τόν Ἀδάμ.
Στά δεξιά ἀπεικονίζονται κατά κανόνα τέσσερις ἄγγελοι εὐλαβικοί σέ στάση δέησης, πρόθυμοι γιά ἐξυπηρέτηση μέ τά ἱμάτια νά καλύπτουν τά χέρια τους. Εἶναι λειτουργικά πνεύματα, ἀλλά δέν ἔχουν κάποια διακονία, γι’ αὐτό καί τά πόδια τους εἶναι κλειστά σέ ἀντιπαράθεση μέ τόν Ἰωάννη τόν Βαπτιστή πού ἐπιτελεῖ συγκεκριμένη ὑπηρεσία. Περιμένουν νά παραλάβουν τό βαπτισμένο σῶμα τοῦ Κυρίου.
Ἡ εἰκόνα τῆς Βάπτισης μπορεῖ νά σταθεῖ ἐφαλτήριο γιά κάθε πιστό πού θά τήν ἀτενίσει προσεκτικά καί μέ εὐλάβεια. Ξεχειλίζει ἀπό εὐγνωμοσύνη ἡ ψυχή μπροστά στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πού προχωρᾶ, εἰσέρχεται στόν ποταμό σάν ἄνθρωπος ἁπλός, μικραίνει, σκύβει, ταπεινώνεται. Ἐπείγεται νά βαπτιστεῖ, κάνει τά πάντα γιά νά μέ συναντήσει ἐκεῖ στά σκοτεινά βάθη τοῦ Ἅδη πού μέ ἔρριξε ἡ πολλή μου ἁμαρτία· γιά νά μέ λούσει, νά μέ ἁγιάσει, νά μέ φωτίσει, νά μέ ἀναβαπτίσει.
Ἀγγελική Τσιραμπίδου
Φιλόλογος
Ἀπολύτρωσις 71 (2016) 6-7
Τί κρίμα! Μέσα στόν ἀνεμοστρόβιλο τῶν παγκόσμιων ἐξελίξεων κι ἐνῶ ὁ κόσμος χάνεται κάτω ἀπό τά πόδια μας, ἡ ἑλληνική Βουλή ψήφισε νόμο γιά τήν ἐπέκταση τοῦ συμφώνου συμβίωσης καί στά ὁμόφυλα ζευγάρια, κατοχυρώνοντας μάλιστα ὅλα τά δικαιώματα πού ἔχουν ὅσοι συνάπτουν γάμο (κληρονομικά, φορολογικά, δημοσιοϋπαλληλικοῦ δικαίου, προσεχῶς καί υἱοθεσία [;]).
Καταρχάς, ὁ νόμος εἶναι ἀντισυνταγματικός, ἀφοῦ ἀντιτίθεται στό ἄρθρο 21 § 1 τοῦ Συντάγματος, τό ὁποῖο διαλαμβάνει: «Ἡ οἰκογένεια, ὡς θεμέλιο τῆς συντήρησης καί προαγωγῆς τοῦ Ἔθνους, καθώς καί ὁ γάμος, ἡ μητρότητα καί ἡ παιδική ἡλικία τελοῦν ὑπό τήν προστασία τοῦ κράτους». Πῶς συνταιριάζονται αὐτές οἱ ἀν- τινομίες καί πῶς τά παρά φύσιν νομιμοποιοῦνται, εἶναι καί αὐτό σημεῖο τῶν καιρῶν, γιά τό ὁποῖο ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς εἶχε εἰδοποιήσει• «ὅτι ἐν ἐσχάταις ἡμέραις ἐνστήσονται καιροὶ χαλεποί• ἔσονται γὰρ οἱ ἄνθρωποι φίλαυτοι, φιλάργυροι, ἀλαζόνες, ...διάβολοι, ἀκρατεῖς, ἀνήμεροι,... προπετεῖς, τετυφωμένοι, φιλήδονοι μᾶλλον ἢ φιλόθεοι» (Β΄ Τι 3,1-4).
Εἶναι γνωστό ὅτι ἡ πανανθρώπινη συνείδηση ἀνά τούς αἰῶνες γνωρίζει ὡς φυσιολογική σεξουαλική συμπεριφορά τίς σχέσεις ἀνάμεσα στόν ἄνδρα καί τή γυναίκα, στό «ἄρσεν καὶ τὸ θῆλυ». Αὐτή εἶναι ἡ ἀνθρώπινη φυσιολογία καί ὀντολογία, ἔτσι ὅρισε ὁ Δημιουργός μας. Καθετί ἄλλο συνιστᾶ ἐκτροπή στό «παρά φύσιν», θωπεία αἰσχρῶν καί ἀτίμων παθῶν, παράβαση τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ• «βδέλυγμα γάρ ἐστι» (Λε 18,22• 20,13).
Βεβαίως ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σέβεται τήν προσωπική καί ἰδιωτική ζωή κάθε προσώπου. Ἐπιπλέον, πρέπει νά τονισθεῖ ὅτι ἡ Ἐκκλησία πολεμᾶ τήν ἁμαρτία, ὄχι ὅμως τόν ἁμαρτωλό, ὅπως ὁ γιατρός πολεμᾶ τήν ἀρρώστια, ὄχι ὅμως τόν ἄρρωστο, τόν ὁποῖο φροντίζει καί περιθάλπει. Ἐκείνη, πού εἶναι τό ἰατρεῖο τῶν ψυχικῶν καί σωματικῶν παθῶν, ἀποστρέφεται τήν ὁμοφυλοφιλία καί ὄχι τόν ὁμοφυλόφιλο. Τόν θεωρεῖ πλάσμα τοῦ Θεοῦ, πού χρειάζεται βοήθεια καί ψυχική θεραπεία• καί εἶναι ἕτοιμη νά τοῦ τήν προσφέρει.
Γιά τήν ἀπενοχοποίηση τοῦ πάθους κάποιοι ἰσχυρίζονται ὅτι οἱ ὁμοφυλοφιλικές τάσεις εἶναι γενετικά προκαθορισμένες. Ἐπιστημονικές ὅμως ἔρευνες ἀποδεικνύουν ὅτι «μέχρι σήμερα δέν ἔχει βρεθεῖ τό γονίδιο τῆς ὁμοφυλοφιλίας» (Bertrand Vergely). Ὁ ψυχίατρος καί ψυχαναλυτής J.P. Mensior δηλώνει: «Ἡ θεραπευτική μου ἐμπειρία μέ ἐξουσιοδοτεῖ νά βεβαιώσω ὅτι ἡ ὁμοφυλοφιλία ἔχει πάντοτε προέλευση ψυχολογική... καί ὄχι γενετική. Τό ἀποδεικνύει μαζικά ἡ κλινική παρατήρηση». Τίς περιβαλλοντικές, κοινωνικές καί προσωπικές ἐπιρροές, πού εὐθύνονται γιά τόν προσανατολισμό αὐτό, ἐκμεταλλεύονται μετ’ ἐπιστήμης οἱ ἐπιτήδειοι καί μέ κάθε τρόπο, ἰδιαιτέρως μάλιστα μέ τίς τόσες τηλεοπτικές σειρές, προωθοῦν τή διάδοση «τοῦ χαλεποῦ καὶ ἀνιάτου νοσήματος», τοῦ «λοιμοῦ τοῦ πάντων λοιμῶν χαλεπωτέρου», ὅπως χαρακτηρίζει τό πάθος ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. Γιά νά ἐξοικειωθοῦν μάλιστα ἀκόμη καί τά παιδιά μέ τήν «ἀλλόκοτον λύσσαν» καί νά «σαπίσουν» ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων, ἔχουν ἐπινοηθεῖ κατευθυνόμενα ἐκπαιδευτικά προγράμματα μέ «ὁμοπαραμύθια» καί πρωταγωνιστές ὁμοφυλόφιλους χαρακτῆρες. Γι’ αὐτό χρειάζεται ἐπαυξημένη ἐπαγρύπνηση ἀπό τούς γονεῖς. «Ἡ συνήθεια αὐτοῦ τοῦ ἐλαττώματος ἀποκτᾶται εὔκολα, καί, ἐάν ἀποκτηθεῖ, δύσκολα θεραπεύεται», τονίζει διακεκριμένος ψυχίατρος.
Ἀδιαμφισβήτητα, μέ τόν ἐν λόγῳ νόμο ἡ οἰκογένεια, πού ἀποτελεῖ τό κύτταρο τῆς κοινωνίας καί δημιουργεῖται μόνο μέ τή συνάφεια ἀνδρός καί γυναικός δέχεται βόμβα στά θεμέλιά της. Ἀλλά καί γιά τήν πατρίδα μας, ἡ ὁποία ἀφανίζεται ἀπό τή δημογραφική συρρίκνωση καί μαστίζεται ἀπό τίς 150.000-200.000 ἐκτρώσεις ἐτησίως, τό λεγόμενο «σύμφωνο συμβίωσης» συνιστᾶ συμφωνία καί ἐρωτοτροπία μέ τόν «κατ’ ἄμφω» θάνατο. Καί καθώς κατρακυλοῦμε «στοῦ Κακοῦ τή σκάλα» καί ἀντιγράφουμε τίς διαστροφές τῶν ἑταίρων, δέν εἶναι ἀπίθανο νά δοῦμε σέ λίγο τή θεσμοθέτηση τῆς παιδοφιλίας (πρβλ. Ὀλλανδία) καί τῆς κτηνοβασίας (πρβλ. Γερμανία) ἀπό φόβο μήπως θεωρηθοῦμε λιγότερο Εὐρωπαῖοι*.
Ἄς μή μᾶς διαφεύγει, ὅμως, ὅτι γιά τέτοια παράβαση τιμωρήθηκαν παραδειγματικά οἱ δύο ἁμαρτωλές πόλεις, τά Σόδομα καί ἡ Γόμορρα. Ἔβρεξε θειάφι καί φωτιά ἀπό τόν οὐρανό καί κατέστρεψε τά πάντα (βλ. Γέ 19,24-25• πρβλ. Λκ 17,29). Ἡ Νεκρά Θάλασσα καλύπτει μέχρι καί σήμερα τήν περιοχή ἐκείνη• οὔτε φυτό φυτρώνει στίς ὄχθες της οὔτε ζῶο ζῆ μέσα της οὔτε πουλί πετάει ἐπάνω της. Ζηλώσαμε προφανῶς τή «δόξα» τῶν Σοδόμων καί τῆς Γομόρρας καί νομοθετοῦμε τέτοιους νόμους; Τί παράνοια μᾶς ἔπιασε! «Φοβερὸν τὸ ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος» (Ἑβ 10,31).
Κι ἄν αὔριο -κρίμασι οἷς οἶδε Κύριος- ἔχουμε νά ἀντιμετωπίσουμε μία ἀντίθεη καί ἀντίχριστη ἐξουσία, πού θά νομοθετεῖ -ὑπακούοντας στά κελεύσματα τῆς Νέας Ἐποχῆς-, κατά τοῦ Εὐαγγελίου, καί στήν περίπτωση αὐτή οἱ δικές μας ἐπιλογές ὀφείλουν νά εἶναι τέτοιες, ὥστε νά καθιστοῦν ἄχρηστους τούς ἀνίερους καί βδελυρούς νόμους, οἱ ὁποῖοι ἐκπορεύονται ἀπό σκοτεινά κέντρα καί τορπιλίζουν τήν ὑπόσταση τοῦ ἔθνους μας. Ὅσοι βαπτίσθηκαν στό «ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», ὅσοι ἐξομολογοῦνται καί κοινωνοῦν Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ, ὅσοι εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας οὔτε θεσπίζουν ἀνήκουστους νόμους οὔτε ἔχουν βοσκηματώδεις ἐπιλογές, τίς ὁποῖες ἀκόμα κι αὐτά τά ἄλογα ζῶα ἀπεχθάνονται. Ἄς μήν τρέφουμε αὐταπάτες. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ κατηγορηματικά μᾶς προειδοποιεῖ: «Μὴ πλανᾶσθε• οὔτε πόρνοι οὔτε εἰδωλολάτραι οὔτε μοιχοὶ οὔτε μαλακοὶ οὔτε ἀρσενοκοῖται οὔτε πλεονέκται οὔτε κλέπται οὔτε μέθυσοι, οὐ λοίδοροι, οὐχ ἅρπαγες βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι» (Α΄ Κο 6,9).
Εὐδοξία Αὐγουστίνου
Φιλόλογος -Θεολόγος
"Ἀπολύτρωσις¨, Ἰανουάρ. 2016
Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, μέ τή γέννηση ἑνός μελλοντικοῦ βασιλιᾶ, ἔχουν τήν ἐντύπωση πώς γεννιέται μέσα στήν πολυτέλεια, στήν καλύτερη μαιευτική κλινική, ἀπό τούς καλύτερους γιατρούς καί μαιευτῆρες τοῦ κόσμου. Ἕνα παιδί πού θά ἀποτελέσει στό μέλλον τήν ἐλπίδα ἑνός καλύτερου αὔριο γιά τή συγκεκριμένη χώρα. Αὐτή εἶναι ἡ εἰκόνα πού ἔχουμε γιά ἕναν βασιλιά. Γιά τόν Βασιλιά τῆς Ἀνάστασης, τῆς Ἐλπίδας καί τῆς Ἀγάπης, τί γνωρίζουμε;
Χιλιάδες χρόνια πρίν, σέ μία μικρή πόλη, σέ αὐτήν πού "δέν εἶναι ἡ μικρότερη ἀνάμεσα στούς ἡγεμόνες τοῦ Ἰούδα, γιατί ἀπό αὐτήν θά ἔρθει ἕνας Κυβερνήτης πού θά ποιμάνει τόν λαό τοῦ Θεοῦ, Ἰσραήλ" (πρόφ. Μιχαίας), τή Βηθλεέμ, γεννήθηκε ὁ Βασιλιάς τῆς Ἐλπίδας γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου καί τήν αἰώνια ζωή, ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός. Δέν γεννήθηκε, οὔτε στό καλύτερο πανδοχεῖο τῆς περιοχῆς οὔτε σέ κάποια καλή μαιευτική κλινική τῆς ἐποχῆς, ἀλλά σέ ἕναν στάβλο. Εἶναι "ὁ ἀχώρητος παντί". Μέσα σέ αὐτόν τόν στάβλο, γεννήθηκε Αὐτός πού μέ τόση ἀγάπη καί ὑπομονή δίδαξε σέ ὅλους μας τόν θεῖο λόγο. Αὐτός πού μᾶς καθοδήγησε μέ τή διδασκαλία Του καί μᾶς ἔβαλε στό δίλημμα, νά διαλέξουμε ἀνάμεσα στό καλό καί τό κακό, στό ὠφέλιμο καί τό ἀνώφελο. Αὐτός, πού στό τέλος, ἐπωμίστηκε μέ τό Πάθος Του τίς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου. Εἶναι, "ὁ αἴρων τάς ἁμαρτίας τοῦ κόσμου", καί -στό τέλος- ὁ "ἀναστάς ἐκ τῶν νεκρῶν".
Δυστυχῶς, μέσα στόν σκοτεινό κόσμο πού ζοῦμε, σ' ἕναν κόσμο πού κυριαρχεῖ τό μίσος, ἡ ἀδικία, ἡ διχόνοια, τό κακό συμφέρον, πολλοί ἄνθρωποι, πού δέν φοβοῦνται νά μαρτυροῦν τήν πίστη τους, ἀκόμα προσπαθοῦν νά ψάξουν τό "ἄστρο τῆς Βηθλεέμ". Αὐτό πού θά τούς ὁδηγήσει στόν νεογέννητο Χριστό μας. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν τυφλωθεῖ ἀπό τά "καλά καί συμφέροντα" τῆς ὑλικῆς ζωῆς καί δέν μποροῦν νά βροῦν αὐτό τό φῶς. Τό φῶς πού θά τούς ὁδηγήσει στήν Αἰώνια Χαρά, στήν Ἐλπίδα γιά τήν Αἰώνια Ζωή καί στόν "ὁρισμό τῆς Ἀγάπης", τόν Κύριό μας, τῆς ὁποίας τήν ἀληθινή ἔννοια, δέν μπορεῖ κάποιος νά τή βρεῖ στόν κόσμο τοῦ σήμερα, στόν ὁποῖο κυριαρχεῖ ὁ καταναλωτισμός καί ὁ ὑλισμός, βάζοντας τήν πνευματική ἀγάπη στό περιθώριο.
Ὑπάρχει ὅμως καί κάτι χειρότερο. Νά κάνουμε Χριστούγεννα χωρίς Χριστό! Σάν νά μᾶς λέει ὁ Χριστός: "Γιορτάζεις γιά μένα, χωρίς ἐμένα." Εἶναι τόσο τραγικό, ἰδίως στή δύσκολη ἐποχή πού ζοῦμε, νά ἑορτάζουμε τά Χριστούγεννα χωρίς τόν ἴδιο τόν Κύριό μας μέσα στήν καρδιά μας. Αὐτά πού μᾶς ἀπασχολοῦν εἶναι τά ρεβεγιόν, ποῦ θά διασκεδάσουμε, τί δῶρο θά μᾶς φέρει ὁ "Ἁι-Βασίλης"... Καί τό χειρότερο; Ἀπό ἀνθρώπους πού συμμετέχουν στήν ἐνεργή ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί στά μυστήριά της καί μάλιστα δηλώνοντας ὅτι εἶναι "ἀφοσιωμένοι χριστιανοί". Θεωροῦν ὅτι τό νά πᾶς Ἐκκλησία τά Χριστούγεννα, εἶναι πλέον κάτι τό ξεπερασμένο, κάτι πού τό ἔκαναν μία φορά κι ἕναν καιρό οἱ ἄνθρωποι πρίν ἀπό αὐτούς. Γιά προσφορά καί ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπό τους; Οὔτε λόγος! Χριστούγεννα γι' αὐτούς, εἶναι τό στόλισμα τοῦ δέντρου καί (τό πολύ-πολύ) ἡ προσθήκη μιᾶς καί φάτνης, "ἔτσι γιά τό ἔθιμο". Πέρα ἀπό αὐτό, τίποτε ἄλλο!
"Μήπως ἔχουμε καί ἐμεῖς τήν εὐθύνη αὐτῆς τῆς κατάστασης; Μήπως δέν κάνουμε κάτι σωστά;" Εἶναι μερικά ἀπό τά ἐρωτήματα πού θέτουν οἱ ἀληθινοί πιστοί. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι, ἰδιαίτερα τά τελευταῖα χρόνια, ἡ συστηματική κατήχηση τῶν πιστῶν ἔχει μπεῖ στό περιθώριο, ἀφήνοντάς τους ταυτόχρονα σέ πλήρη ἄγνοια τῶν πραγμάτων τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ συστηματική κατήχηση (κύκλος μελέτης Ἁγ. Γραφῆς, κατηχητικά σχολεῖα, κλπ.) ἔχει μπεῖ στό περιθώριο καί ἀντικαταστάθηκε μέ τό ἁπλό καί ἄτυπο "κυριακάτικο κήρυγμα", χωρίς νά τονίζονται ὅσο πρέπει οἱ ἀλήθειες τῆς πίστης μας. Πολλοί ἄνθρωποι δέν ξέρουν τί πιστεύουν. Δέν ξέρουν τί ζοῦν τήν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἡ ἄγνοια εἶναι αὐτή πού τούς ὁδηγεῖ μακριά ἀπό τό "ἄστρο τῆς Βηθλεέμ" καί παίρνουν τόν ἄλλο δρόμο. Ἐάν συμβαίνει αὐτό, πῶς θά καταλάβουν τό ἀληθινό νόημα τῶν Χριστουγέννων; Τά δέντρα καί τά λαμπιόνια, τά δῶρα τοῦ "Ἁι-Βασίλη" καί τά ρεβεγιόν, δέν κάνουν τά Χριστούγεννα. Ἡ Γέννηση τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ εἶναι τά Χριστούγεννα.
"Δεῦτε ἴδωμεν, πιστοί..." θά ψάλουμε ὅλοι μαζί τήν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων. Ταυτόχρονα μᾶς δίνεται μία πρόσκληση. Μία πολύ ὄμορφη πρόσκληση: "ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός;". Ἐπίσης, θά "ἀκολουθήσωμεν, λοιπόν, ἔνθα ὁδεύει ὁ ἀστήρ...". Νά ἀκολουθήσουμε τό ἄστρο τῆς Βηθλεέμ, πού θά μᾶς ὁδηγήσει σέ Αὐτόν πού θά ἀποτελέσει στό μέλλον τή Ζωή, τήν Ἀνάσταση καί τήν Ἐλπίδα τοῦ κόσμου γιά τή σωτηρία του, Σέ Αὐτόν πού θά "σπείρει" στίς πεινασμένες ψυχές μας τό "Θεῖο Σιτάρι", τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀρκεῖ ἐμεῖς νά Τόν δεχθοῦμε, νά Τόν ἀκούσουμε, νά Τόν νιώσουμε, νά Τόν ἀγαπήσουμε. Ἄς κάνουμε τήν καρδιά μας μία μικρή καί ζεστή φάτνη γιά νά γεννηθεῖ μέσα μας ὁ μικρός Χριστός, ὁ "ἀχώρητος παντί", καί τό ἄστρο τῆς Βηθλεέμ νά εἶναι τό φῶς πού θά φωτίζει τό σκοτεινό μονοπάτι τῆς ζωῆς μας. "Δεῦτε ἴδωμεν πιστοί, ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός, ἀκολουθήσωμεν λοιπόν, ἔνθα ὁδεύει ὁ ἀστήρ...".
Σωτήριος Σαρβάνης
Φοιτητής Θεολογίας ΑΠΘ
Σε μία πολιτισμένη και ευνομούμενη κοινωνία θεωρείται αυτονόητο οι υπεύθυνοι άρχοντές της να νομοθετούν υπέρ του φυσιολογικού και αγαθού και εναντίον του παρά φύσιν και βλαβερού. Η διαχρονικά αναντίρρητη αυτή αρχή ανατρέπεται εκ βάθρων στην περίπτωση του λεγομένου «συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης». Το νομοθέτημα αυτό στην ουσία του δεν είναι τίποτε άλλο από μία υπεραπλουστευμένη καὶ πρὸς τὸ χείρον τείνουσα μορφή του γνωστού νομοθετήματος για τον πολιτικό γάμο, εφ όσον αντιμετωπίζει την συμβίωση με απόλυτη αδιαφορία για τον Θεό, τον δημιουργό του ανθρώπου, αρνείται τον μυστηριακό της χαρακτήρα, ανοίγει τον δρόμο για την αναγνώριση της ομοφυλοφιλίας ως φυσιολογικής σχέσεως και διευκολύνει ακόμη περισσότερο την διάλυση της οικογενείας στην αποδεκτή για αιώνες μορφή της. Παρ’ όλον ότι οι εισηγηταί της δήλωναν πως η ισχύς του εν λόγω νομοθετήματος θα καταστήση τα πρόσωπα που «συμβιώνουν ελευθερα» περισσότερο υπεύθυνα, στην πραγματικότητα αυτό νομιμοποιεί κραυγαλέα την ανευθυνότητα (ο όρος χρησιμοποιείται με την σημασία, που έχει στον καθημερινό λόγο ως ασυνειδησία ή αναξιοπιστία, κατά τον Γ. Μπαμπινιώτη). Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο δημοσιογράφος, η οποία αξιολογοῦσε το προτεινόμενο νομοσχέδιο «θετικά», απευθυνόταν τότε σε όσους ἐπρόκειτο να το αξιοποιήσουν για να τους αναγγείλει: «Συνυπογράφοντας δηλαδή ένα συμβόλαιο με το έτερον ήμισυ δεν θα σας επιβάλει να φορέσετε βέρα και κυρίως θα σας επιτρέπει να δραπετεύσετε όποτε εσείς θελήσετε».
Αναμφίβολα, λοιπόν, η ανευθυνότητα αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό και διακριτικό γνώρισμα της «ελεύθερης συμβίωσης». Αυτό τὸ δηλώνει πρώτα πρώτα το ίδιο το όνομα της. «Ελεύθερη», για όσους την «εβάπτισαν» έτσι, σημαίνει συμβίωση απαλλαγμένη από δεσμεύσεις. Καθένας από τους δύο, που συμμετέχουν στην ιδιόρρυθμη αυτή σχέση, δεν αναλαμβάνει καμμία ουσιαστική και μόνιμη υποχρέωση για τον άλλο. Αυτό το φρόνημα εκφράζουν αρκετοί νέοι της εποχής μας, οι οποίοι συμβιώνουν ελεύθερα και αναβάλλουν συνεχώς την σύναψη γάμου με το γνωστό επιχείρημα: «Είναι νωρίς να δεσμευθώ. Θέλω να ζήσω τη ζωή μου». Αλλά και η φιλοσοφία του γνωστού «Συμφώνου» κινείται στην ίδια γραμμή. Θεμελιώνεται στην βάση ότι οι πολίτες που θα συμβιώνουν ως ζεύγη είναι απαραίτητο να απαλλαχθούν από όλες τις ουσιαστικές δεσμεύσεις μεταξύ τους και να διατηρήσουν μόνον κάποιες τυπικές, αλλά και αυτές με ιδιαίτερη χαλαρότητα.
Είναι κοινά αποδεκτό ότι ανάμεσα στα βασικά και κύρια γνωρίσματα του ανθρωπίνου προσώπου είναι η υπευθυνότητα. Ο κάθε άνθρωπος οφείλει να είναι υπεύθυνος, επειδή είναι πλασμένος «κατ’εικόνα Θεού» και επομένως ελευθερος. Με την κακή όμως χρήση τῆς ἐλευθερίας η υπευθυνότητα μπορεί να μετατραπή σε ανευθυνότητα.
Συστατικό γνώρισμα της ανευθυνότητας αποτελεί η αποφυγή των δεσμεύσεων, ενώ, αντίθετα, συστατικό γνώρισμα της υπευθυνότητας αποτελεί η ανάληψη των δεσμεύσεων. Ο καλός και αγαθός άνθρωπος ως υπεύθυνο πρόσωπο δεσμεύεται απέναντι στο άλλο πρόσωπο και αγωνίζεται με φιλότιμο να ανταποκριθή όσο καλύτερα μπορεί στις δεσμεύσεις του. Αυτή η υπευθυνότητα αποτελεί με την σειρά της γνώρισμα της γνήσιας και αυθεντικής αγάπης. Όποιος αληθινά αγαπά, ξέρει να θυσιάζεται. Και θυσιάζεται, διότι έχει υπευθυνότητα και τηρεί τις δεσμεύσεις του. Αντίθετα, όποιος δεν αγαπά δεν μπορεί και να θυσιασθή. Και δεν μπορεί να θυσιασθή, επειδή δεν είναι υπεύθυνος. Και δεν είναι υπεύθυνος, όταν δεν θέλει να δεσμευθή. Πρόκειται για αυτό ακριβώς που συμβαίνει στην λεγόμενη «ελεύθερη συμβίωση». Αυτήν την συμβίωση, που, σε τελική ανάλυση, σκοτώνει την ίδια την αγάπη στην γνήσια και αυθεντική της μορφή.
Νομίζω πως το τραγικώτερο λάθος του νομοθέτη είναι η μεταφορά της ανευθυνότητας από την χώρα της απαξίας στο βασίλειο των αξιών, και συγχρόνως η απαξίωση της υπευθυνότητας. Αυτό σημαίνει ανατροπή της φυσικής τάξεως, αποδιοργάνωση του ανθρωπίνου προσώπου, κατάργηση των προδιαγραφών, με τις οποίες ο άνθρωπος έχει πλασθή από τον Δημιουργό του, και διαστρέβλωση των προσωπικών ανθρωπίνων σχέσεων. Δεν πρόκειται απλώς για μία λανθασμένη εκτίμηση, αλλά για ριζικὴ ἀλλοίωση τῆς ἀνθρωπίνης φυσιολογίας καὶ καταστροφική επέμβαση στη δομή του ανθρωπίνου προσώπου και των υγιών σχέσεών του με τα άλλα πρόσωπα.
Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτά τα οποία σημειώνονται στην απολογητική έκθεση του Συμφώνου: «Ανεξάρτητα από την αμφισβήτηση περί ηθικώς, κοινωνικώς η νομικώς αποδεκτό, αλλά και από την σκοπιμότητα για την θεσμοποίηση ενώσεων μεταξύ προσώπων του ιδίου φύλου, η διαφορετικότητα των καταστάσεων συνηγορεί για την νομοθετική αντιμετώπισή τους».
Γίνεται, λοιπόν, παραδεκτό από τους ίδιους τους εμπνευστές και πρωτεργάτες του νομοθετήματος ότι υπάρχει σοβαρή και καθολική αμφισβήτηση του μορφώματος, που προκλητικά επεχείρησαν να καλύψουν νομοθετικά. Και ενώ η τεκμηριωμένη αμφισβήτηση παρακάμπτεται χωρίς καμμία ουσιαστική επιχειρηματολογία, η όλη προσπάθεια επιχειρείται να στηριχθή στο επιπόλαιο και ανεδαφικό επιχείρημα ότι η Πολιτεία πρέπει πάντα να προσαρμόζεται στις τρέχουσες αλλαγές και εξελίξεις και να διαμορφώνη ανάλογα τους νόμους και τους κανόνες σε κοινωνικά ζητήματα, όπως αυτά του γάμου και της συμβίωσης, χωρίς καμμία διάκριση αν πρόκειται για εξέλιξη προς το καλό η προς το κακό. Με βάση τη λογική αυτή δεν θα είναι καθόλου παράδοξο στὸ μέλλον η Ελληνική Πολιτεία να νομιμοποιήση την παιδοφιλία (όπως στην Ολλανδία), την κτηνοβασία (όπως στη Γερμανία), ή ακόμη τη νεκροφιλία, την κλοπή και τον φόνο.
Ενα πρώτο ενδεικτικό βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση αποτελεί η κατάθεση πρός ψήφιση του νομοσχεδίου για την επέκταση του «Συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης» στα ομόφυλα ζευγάρια, με το οποίο ουσιαστικά αναγνωρίζεται επίσημα η διαστροφή της ομοφυλοφιλίας. Η τραγικότητα της υποθέσεως ευρίσκεται στο ότι οι ένθερμοι υποστηρικταί αυτού του νομοσχεδίου πιστεύουν και διαλαλούν ότι η ομοφυλοφιλική δχέση είναι φυσιολογική. Όμως για να «βαπτίσουν» τὴν διαστροφή ως φυσιολογική κατάσταση, θα πρέπη να διαγράψουν την παγκόσμια λαϊκή παράδοση πολλών αιώνων, που θεωρεί την ομοφυλοφιλία διαστροφή, την φιλολογική παράδοση με την ίδια αντίληψη, που αποτυπώνεται στα λεξικά και στις εγκυκλοπαίδειες σχεδόν μέχρι τα τέλη του εικοστού αιώνος, τη νομική παράδοση, που θεωρεί ακόμη κολάσιμες ύβρεις τους σχετικούς με τους ομοφυλοφίλους χαρακτηρισμούς, και την έγκριτη ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης για τα Σόδομα και τη Γομόρα, που επιβεβαιώνεται, εκτός των άλλων, και από την έλλειψη εμβίων όντων στη Νεκρά Θάλασσα. Για τον ίδιο σκοπό είναι επίσης απαραίτητο γι αυτούς, να αθετήσουν τους θεόπνευστους λόγους του αποστόλου Παύλου, σύμφωνα με τους οποίους «αί τε θήλειαι αυτών μετήλλαξαν την φυσικήν χρήσιν εις παρά φύσιν, ομοίως δε και οι άρσενες αφέντες την φυσικήν χρήσιν της θηλείας εξεκαύθησαν εν τη ορέξει αυτών εις αλλήλους, άρσενες εν άρσεσι την ασχημοσύνην κατεργαζόμενοι και την αντιμισθίαν ην έδει της πλάνης αυτών εν εαυτοίς απολαμβάνοντες» (Ρωμ. 1,26-27), και να αναζητούν ανύπαρκτα ή προκατασκευασμένα «επιστημονικά» ιατρικά συμπεράσματα, για να στηριχθούν τελικά στις δικές τους αυθαίρετες και εμπαθείς ιδεοληψίες.
Στο ζήτημα που μας απασχολεί παρατηρούνται όντως αλλαγές και εξελίξεις, αλλά σίγουρα προς το χειρότερο καὶ με τραγικά αποτελέσματα. Μία προσεκτική μελέτη είναι πολύ εύκολο να καταδείξη, όπως βεβαιώνουν και σχετικές έρευνες, τη στενή σχέση που υπάρχει ανάμεσα στη χαλάρωση και εκτροπή των οικογενειακών δεσμών και στα φαινόμενα των αμέτρητων δραμάτων με τα ναρκωτικά, τα εγκλήματα, τις αυτοκτονίες, τα διαζύγια, τις καταθλίψεις, τη σεξουαλική ασυδοσία και τα αφροδίσια νοσήματα, συμπεριλαμβανομένου και του έηντς.
Πολύ εύλογα δερωτώνται οι νουνεχείς: Γιατί άραγε η Ελληνική Πολιτεία αναλαμβάνει να διευκολύνη τον γεμάτο ανευθυνότητα ἄνθρωπο, που επιθυμεί να «δραπετεύση» από την φυσιολογική, ρυθμισμένη από τον Δημιουργό και επιτυχημένη για χιλιετίες συμβίωση, και όχι να υπερασπιστή τον υπεύθυνο, που εγκαταλείπεται, κάποτε και με τα αθώα τέκνα του, χωρίς έλεος; Δεν είναι αυτή νομοθετική πράξη υπέρ του κακού και εναντίον του αγαθού; Έφθασε, λοιπόν, η Ελληνικη Πολιτεία σε τέτοιο σημείο καταπτώσεως, ώστε, απορρίπτοντας τα δοκιμασμένα για αιώνες κριτήρια, να νομιμοποιή αρνητικά καὶ διαλυτικά της κοινωνίας φαινόμενα; Για την περίπτωση αυτή πιστεύω πως δεν υπαρχουν πιο εκφραστικοί και επίκαιροι λόγοι από τους θεόπνευστους εκείνους του προφήτου Ησαία: «Ουαί οι λέγοντες το πονηρόν καλόν και το καλόν πονηρόν, οι τιθέντες το σκότος φως και το φως σκότος, οι τιθέντες το πικρόν γλυκύ και το γλυκύ πικρόν. Ουαί οι συνετοί εν εαυτοίς και ενώπιον αυτών επιστήμονες» (5,20-21).
Πιστεύω ότι κανείς εχέφρων άνθρωπος δεν μπορεί να υποστηρίζη ότι η ανευθυνότητα κατατάσσετται στα θετικά, στα αγαθά γνωρίσματα του ανθρώπου, και ότι το κράτος έχει καθήκον να την ευνοή και να την κατοχυρώνει νομοθετικά. Πολύ δε περισσότερο η Εκκλησία, που αποτελεί «στύλο και εδραίωμα της αληθείας» (Α’Τιμ. 3,15), δεν επιτρέπεται να κάνη εκπτώσεις, να μετατρέπη τις απαξίες σε αξίες και να αφήνη έκθετα τα παιδιά της στη λαίλαπα της σχετικοκρατίας και της καταστροφικής ισοπεδώσεως των πάντων. Γι αυτό ήταν κρυστάλλινη, αλλά και συγχρόνως θαρραλέα, η αγιοπνευματική της ομολογία, που έγινε με το ανακοινωθέν της Διαρκούς της Ιεράς Συνόδου στις 17 Μαρτίου 2008, η οποία «διακηρύσσει τον απόλυτο σεβασμό και την παραδεδομένη τιμή προς το υπό της Εκκλησίας τελούμενο ιερό μυστήριο του Γάμου, του οποίου σκοπός είναι η αμοιβαία πνευματική συμπλήρωση των συζύγων για την εν Χριστώ Ιησού σωτηρία και καρπός αυτού τα τέκνα. Η Εκκλησία δηλαδή δέχεται και ευλογεί την παραδεδομένη τέλεση του Γάμου κατά το Ορθόδοξο Τυπικό, ενώ θεωρεί πορνεία κάθε άλλη «συζυγική» σχέση εκτός αυτού», καθώς επίσης και με το Ανακοινωθέν της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας στις 13 Οκτωβρίου 2013, στο οποίο πρόσφατα παρέπεμψε, και σύμφωνα με το οποίο «... σύγχρονα σχήματα οργάνωσης του ιδιωτικού βίου των ανθρώπων – εναλλακτικές μορφές οικογενείας – για την Εκκλησία και τη θεολογία της περί γάμου και οικογενείας συνιστούν ‘εκτροπές΄ του οικογενειακού θεσμού, όπως αυτός διαμορφώθηκε και λειτούργησε επί αιώνες στη ζωή του εκκλησιαστικού σώματος. ...Φαινόμενα ‘εκτροπές΄ ἐξαιρετικά επίκαιρα για την ελληνική πραγματικότητα είναι ο πολιτικός γάμο, η μονογονεϊκή οικογένει, η ελεύθερη συμβίωση και ο λεγόμενος γάμος τών όμοφυλοφίλων».
Όσο και εάν στα μάτια των αμυήτων σε ζητήματα Ορθοδόξου πίστεως καὶ ἤθους η θέση αυτή φαίνεται αναχρονιστική και σκληρή, είναι αυτή ακριβώς που εκφράζει με λιτότητα και σαφήνεια την αναλλοίωτη διδασκαλία της Ορθοδόξου Πίστεως, όπως αυτή αποκαλύφθηκε από τόν Ιησού Χριστό, κηρύχθηκε από τους αποστόλους (Μτθ. 5,19· Πρξ. 15,20· Α’ Κορ. 5,1 κ. ἑ.· 6,18· Α’ Θεσ. 4,3) και ἔγινε ἀποδεκτὴ από τους αγίους όλων των αιώνων (βλ. σχετικά κείμενα του αγίου Βασιλείου, του αγίου Χρυσοστόμου, του αγίου Νικοδήμου του αγιορείτου κ. ά.). Αυτή η Αλήθεια είναι εκείνη που μόνη διασώζει την αξία της υπευθυνότητας και της αυθεντικότητας στα ανθρώπινα πρόσωπα.
Αρχιμ. Αυγουστίνος Γ. Μύρου, Δρ Θ.
Χριστούγεννα 2015. Παραμονή τοῦ ἁγίου Νικολάου, καί ὅπως κάθε χρόνο ἔτσι καί τώρα στολίζω τό σπίτι. Δέντρα, μπάλες, γιρλάντες, φωτοσωλῆνες καί ἀμέτρητα λαμπάκια. Ἔχει νυχτώσει κι ἐγώ στά μπαλκόνια συνεχίζω τό στόλισμα. Παγώνουν τά δάχτυλά μου, ἀλλά οὔτε πού περνάει ἀπ᾽ τό μυαλό μου νά σταματήσω. Τό βλέμμα μου ὅμως σκοντάφτει στά σπίτια τοῦ χωριοῦ• σκοτεινά, βουβά, παραπονεμένα. Μόνο κανα-δυό ἔχουν κάτι νά φωτίζει, ἀλλά καί αὐτά πολύ δειλά, σάν νά ντρέπονται γιά τή χαρά τους ἤ γιατί ξεχωρίζουν ἀπό τά ὑπόλοιπα.
Μιά γλυκειά μελαγχολία μ᾽ ἔχει σκεπάσει. Τί κρίμα, ἡ ἄγνοιά μας -κυρίως αὐτή- δέν μᾶς ἀφήνει νά ζήσουμε αὐτό τό θαυμαστό γεγονός. Γιατί δέν ξέρουμε τί γιορτάζουμε. Μᾶς μάθανε ὅτι γιορτάζω σημαίνει πλούσια δῶρα, τραπέζια, βιτρίνες, ἐξόδους. «Χωρίς αὐτά δέν γιορτάζω, ὁπότε ποιός ὁ λόγος νά στολίσω, ποιός ὁ λόγος νά χαρῶ φέτος», μᾶς φωνάζουν τά περισσότερα σπίτια. Μά εἶναι Χριστούγεννα...
Τί κρίμα, ἀφήσαμε νά κλέψουν τή χαρά μας! Τά μάτια τῆς ψυχῆς εἶναι κλειστά, μά ὁ Χριστός φωνάζει: «Ἐγώ ἦρθα στή γῆ γιά σένα, γιά σᾶς. Ἐγώ ἀπό Θεός ἔγινα ἄνθρωπος, ὑπέφερα, ταπεινώθηκα, σταυρώθηκα γιά σένα, γιά σᾶς. Καί σεῖς πῶς μπορεῖτε νά εἶστε λυπημένοι; Πῶς μπορεῖτε νά σιωπᾶτε σ᾽ αὐτό τό γεγονός καί τά λαμπάκια τῆς ψυχῆς σας νά τά ἔχετε καταχωνιασμένα; Πῶς μπορεῖτε νά μή γιορτάζετε;».
Ἔχω τελειώσει τό στόλισμα καί ὁμολογῶ ὅτι ἡ σκοτεινιά τοῦ χωριοῦ μ᾽ ἐπηρέασε. Ὅλα εἶναι ἕτοιμα. Ὅμως γιά λίγο κοντοστέκομαι... νά τά βάλω στήν πρίζα, νά φωταγωγήσω ὅλο τό σπίτι... Μά καί ἄν κάποιοι μοῦ ποῦν: «Ἔ, βέβαια τί ἀνάγκη ἔχεις ἐσύ;». «Γιατί νά μή στολίσεις;». Μιά μικρή ἐνοχή μέσα μου...
Μά τί χαζές σκέψεις! Ὁ Χριστός ἦρθε στή γῆ γιά ὅλους μας, δέν ἔκανε ἐπιλογή ὁ Θεάνθρωπος. Δέν μίλησε σέ λίγους ἀφήνοντας στά σκοτάδια τῆς πλάνης τούς πολλούς. Δέν ἀγκάλιασε μόνο τούς ἁγίους. Τήν ἀγάπη του τήν ἅπλωσε παντοῦ, σάν τίς ἀκτίνες τοῦ ἥλιου.
Ἔχω περάσει διάφορα Χριστούγεννα, πού ἀνάλογα μέ τήν ποσότητα τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν τά κατέτασσα σέ καλά ἤ σέ ἄσχημα. Χριστούγεννα ὅμως μέ Χριστό εἶναι ἡ πρώτη φορά πού θά κάνω. Γιορτάζω δέν σημαίνει θυμοῦμαι ἤ τιμῶ πανηγυρικά κάποιο γεγονός. Γιορτάζω σημαίνει ξαναζῶ αὐτό ἀκριβῶς πού ἔζησαν τότε.
Μιά κυρία μοῦ εἶπε: Ἐμένα μ᾽ ἀρέσει τό Πάσχα, ὄχι τά Χριστούγεννα. Μά πῶς θά ἐρχόταν ἀνάσταση, ἄν δέν εἶχε προηγηθεῖ ἡ γέννηση... Τελικά τό νά λυπηθεῖς εἶναι πιό εὔκολο ἀπό τό νά χαρεῖς... Ὁ Χριστός ὅμως μᾶς θέλει χαρούμενους καί χαρά χωρίς Χριστό δέν ὑπῆρξε καί δέν θά ὑπάρξει ποτέ.
Καλά Χριστούγεννα!
Ἕνα μέλος τῶν Κύκλων μελέτης ἁγ. Γραφῆς
Στίς ἀρχές τοῦ Ὀκτώβρ ἐ.ἔ., στό Πανόραμα Θεσσαλονίκης, κοιμήθηκε ἐν Κυρίῳ ὁ γνωστός στό πανελλήνιο καί σέ πολλές χῶρες τοῦ κόσμου ἀρχιμανδρίτης π. Συμεών Κραγιόπουλος.
Μέ συγκίνηση χαράσσω αὐτές τίς γραμμές, καθώς θυμοῦμαι τούς παλιούς δεσμούς πού συνέδεσαν τόν ἐκλιπόντα μέ τήν Ἀδελφότητα ΑΠΟΛΥΤΡΩΣΙΣ κατά τά φοιτητικά του χρόνια. Ἦταν ἀπό τούς πρώτους οἰκοτρόφους τοῦ οἰκοτροφείου τῆς Ἀδελφότητος, στόν δεύτερο ὄροφο πολυκαιρινῆς οἰκοδομῆς στήν ὁδό παλαιά Ἀριστοτέλους καί Σωκράτους. Ὑπῆρξε σύνοικος καί ὁμοδίαιτος νέων οἱ ὁποῖοι ἀναδείχθηκαν καταξιωμένες προσωπικότητες καί εὐεργέτησαν τήν κοινωνία ὡς ἐπίσκοποι, ἱερεῖς, ἱεροκήρυκες, συγγραφεῖς, εἰδικοί καί γενικοί σύμβουλοι ὑπουργῶν καί πρωθυπουργῶν, ἐκπαιδευτικοί ὅλων τῶν βαθμίδων, δόκιμοι κοινωνικοί ἐργάτες, εὐλογημένοι οἰκογενειάρχες.
Καταγόμενος ἀπό τή Ρητίνη Πιερίας ὁ ἤδη μακαριστός γέροντας τελείωσε τίς γυμνασιακές σπουδές του σέ καιρούς δύσκολους, τά πρῶτα χρόνια μετά τή λήξη τῆς γερμανικῆς Κατοχῆς, καί ἦρθε στή Θεσσαλονίκη γιά νά σπουδάσει στή Θεολογική Σχολή, πού μόλις εἶχε ἱδρυθεῖ τό 1942. Ὁ πόθος του γιά τά ἱερά γράμματα παραμέρισε κάθε ἄλλη ἐπιθυμία καί δυνατότητα. Μποροῦσε νά σπουδάσει σέ ὁποιαδήποτε ἄλλη σχολή, αὐτός ὅμως πόθησε τή «σχολή τῶν σχολῶν», τή Θεολογική. Ἀλλά ἔμελλε νά ἐκπληρωθεῖ αὐτός ὁ πόθος μετά ἀπό πολλές περιπέτειες: Ὁ μικρός ἀριθμός τῶν ἐγγραφέντων δέν δικαιολογοῦσε τή λειτουργία τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς. Ἔτσι ὁ Κωσταντῖνος -αὐτό ἦταν τό βαφτιστικό του ὄνομα- ἀναγκάσθηκε νά γυρίσει στό χωριό, στίς σκληρές ἀγροτικές ἐργασίες, πού τοῦ κληροδότησαν προβλήματα ὑγείας, τά ὁποῖα τόν συνόδευαν σέ ὅλη τή ζωή του ὡς ἕνας «σκόλοψ τῇ σαρκί».
Ὡς δῶρο τοῦ Θεοῦ δέχθηκε ἀργότερα τήν εἴδηση ὅτι ἡ Πολιτεία μέ σχετικές διατάξεις διευκόλυνε τούς ἐγγεγραμμένους σέ πανεπιστημιακές σχολές νά προσέλθουν στίς ἐξετάσεις χωρίς προηγούμενη φοίτηση. Ἔτσι ξαναῆρθε στή Θεσσαλονίκη. Τότε ἦταν πού τόν γνωρίσαμε, ἕνα ξανθό σγουρόμαλλο ἀγροτόπαιδο, μέ χέρια ροζιασμένα ἀπό τή δουλειά καί μέ προβλήματα στή σπονδυλική στήλη, ἀλλά καί μέ ἕνα καθαρό γαλανό βλέμμα. Βρῆκε φιλόξενη στέγη στό φοιτητικό οἰκοτροφεῖο τῆς Ἀπολυτρώσεως. Ἁπλός καί εὐκίνητος, εἰλικρινής καί πρόθυμος κέρδισε τή συμπάθεια καί ἀγάπη ὅλων. Ἐντάχθηκε στό Τμῆμα τῶν νέων τῆς Ἀδελφότητος καί στή χορωδία, λαμβάνοντας ἐνεργό μέρος σέ κάθε ἐκδήλωση. Ἦταν ἀπό τούς καλούς μαθητές στό «Σχολεῖο τοῦ Χριστοῦ», καί ὁ τότε πνευματικός τῆς Ἀδελφότητος μακαριστός π. Τιμόθεος Παπαμιχαήλ τόν συμπαθοῦσε ἰδιαίτερα. Ἐκτιμώντας τόν ζῆλο τοῦ νεαροῦ φοιτητοῦ καί τήν ἀπόφασή του νά ἀφοσιωθεῖ στά ἱερά γράμματα στάθηκε δίπλα του μέ σοφία καί στοργή. Θυμοῦμαι μέ πόση μέριμνα φρόντισε γιά τή νοσηλεία τοῦ Κωσταντίνου στό θεραπευτήριο τῆς Βούλας Ἀθηνῶν, πῶς τόν ἐπισκεπτόταν συχνά γιά νά τόν ἐνισχύσει, καθώς καί τίς εἰδικές λειτουργικές συνάξεις πού μᾶς ἔκανε στή Θεσσαλονίκη, γιά νά προσευχηθοῦμε ὅλοι ὑπέρ ὑγείας τοῦ μαθητοῦ τοῦ «Σχολείου τοῦ Χριστοῦ». Τόν στήριζε «μένειν ἐν Χριστῷ» καί τόν κατάρτιζε ὥστε ἐν καιρῷ νά ἀξιωθεῖ τῆς θεϊκῆς ἀναθέσεως «ποίμαινε τὰ πρόβατά μου». Οἱ δύο αὐτές φράσεις ἀποτελοῦσαν τίτλους φυλλαδίων μέ τά ὁποῖα μᾶς καλλιεργοῦσε ὁ π. Τιμόθεος στό «Σχολεῖο τοῦ Χριστοῦ».
Μετά τό πέρας τῶν σπουδῶν του ὁ Κωσταντῖνος, μέ τή συγκατάθεση καί ἐνέργεια τοῦ πνευματικοῦ του πατέρα προσῆλθε στίς τάξεις τοῦ ἱεροῦ κλήρου, γιά νά γίνει ποιμένας τῶν λογικῶν προβάτων τοῦ Κυρίου, ὅπως βαθιά τό ἐπιθυμοῦσε. Ὡς ἀρχιμανδρίτης Συμεών πλέον θά ἐργασθεῖ ἐπί πολλές δεκαετίες μέ σοφία καί γνώση, ἀλλά καί μέ ἁπλότητα καί ταπείνωση ὡς ἱεροκήρυκας, κατηχητής καί πνευματικός. Μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ χάρηκε πλούσιους τούς καρπούς τῆς διακονίας του. Χιλιάδες οἱ ψυχές πού στηρίχθηκαν κοντά του, ξεκουράσθηκαν στό πετραχήλι του, καθοδηγήθηκαν μέ τή συμβουλή του. Ἀλλά γι’ αὐτά θά γράψουν οἱ ἴδιοι οἱ εὐεργετημένοι μαθητές του, πού τά ἔζησαν, καί οἱ συνεχιστές τοῦ ἔργου του.
Ἐγώ μέ τό σημείωμα αὐτό θά ἤθελα ταπεινά ἐκ μέρους καί ὅλης τῆς Ἀδελφότητος, ἰδιαίτερα τῶν παλαιῶν μελῶν, πού προσωπικά τόν γνωρίσαμε, νά εὐχηθῶ ὁ Κύριος, πού κατέστησε τόν ἄξιο δουλευτή του Συμεών ἱερουργό τῶν Μυστηρίων Του ἐδῶ στή γῆ, νά τόν ἀξιώσει καί στό ὑπερουράνιο θυσιαστήριο νά Τόν ὑμνεῖ. Ἐκεῖ νά δέεται καί γιά τίς ψυχές πού ἐδῶ στή γῆ ἀγάπησε καί γιά τήν προκοπή ὅλου τοῦ ἔργου τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας του. Συμεών, ἀρχιμανδρίτου καί πνευματικοῦ, αἰωνία ἡ μνήμη!
Δημήτριος Χαρίσης
Κάθε φορά πού μπαίνει ὁ Δεκέμβριος, κυριαρχεῖ στόν νοῦ καί στήν καρδιά κάθε πιστοῦ μία εἰκόνα: αὐτή τῆς γέννησης τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ὀρθόδοξη ἁγιογραφία περικλείει σ’ αὐτή τήν εἰκόνα βαθιά θεολογικά μηνύματα. Ἀξίζει, λοιπόν, νά ἐνσκήψουμε κι ἐμεῖς λίγο πιό προσεκτικά καί νά προσλάβουμε τά ὑψηλά μηνύματα πού ἐκπέμπει κάθε ἀπεικονιζόμενο στοιχεῖο.
Ὁ Χριστός μας γεννιέται μέσα σέ ἕνα σπήλαιο. Τό μαῦρο χρῶμα στό ἐσωτερικό του παραπέμπει στό σκοτάδι τοῦ προχριστιανικοῦ κόσμου, στόν ζόφο στόν ὁποῖο ἦταν βυθισμένα τά ἔθνη πρίν ἀπό τόν ἐρχομό τοῦ Σωτήρα. Ἔρχεται στόν νοῦ μας ὁ λόγος τοῦ προφήτη Ἠσαΐα, «ὁ λαὸς ὁ πορευόμενος ἐν σκότει, ἴδετε φῶς μέγα» (9,2).
Τό φῶς πού ἔρχεται στόν κόσμο εἶναι ἀσφαλῶς τό θεῖο Βρέφος καί δηλώνεται πιό συγκεκριμένα μέ μία ἀκτίνα πού κατέρχεται ἀπό τόν οὐρανό καί ἀκουμπᾶ στό σπήλαιο. Εἶναι φῶς θεῖο, τό ἄκτιστο φῶς πού καταυγάζει τό μυστήριο. Σέ κάποιες εἰκόνες, στή μέση τῆς διαδρομῆς τῆς ἀκτίνας διακρίνεται ἕνα ἀστέρι, κατά τήν ἁγιογραφική διήγηση σχετικά μέ τόν ἀστέρα πού ἔστεκε πάνω ἀπό τή φάτνη καί μήνυε τό γεγονός.
Τό κεντρικό πρόσωπο, ὁ νεογέννητος Θεάνθρωπος, φεγγοβολεῖ. Ἡ ἁγιογράφηση ἀκολουθεῖ τήν εὐαγγελική διήγηση πιστά καί ἐμφανίζει τό θεῖο Βρέφος σπαργανωμένο. Τά σπάργανα ὑπαινίσσονται ἤδη ἀπό τή γέννηση τοῦ Κυρίου τά σάβανα τῆς ταφῆς του, ἀλλά καί ἡ φάτνη στήν ἀπεικόνισή της θυμίζει περισσότερο τόν τάφο.
Δίπλα στόν Χριστό δεσπόζει ἡ Παναγία Δέσποινα. Εἶναι ἡ μεγαλύτερη μορφή στήν εἰκόνα, καθώς αὐτή ὑπῆρξε ὁ μεγάλος συνεργάτης τοῦ Θεοῦ στήν ἐνανθρώπηση. Συνεσταλμένη, σεμνή, σιωπηλή. Μπροστά στό ἀπόκρυφο μυστήριο «ῥᾷον σιωπή». Κάποτε τό πρόσωπό της εἶναι στραμμένο ἔξω ἀπό τό σπήλαιο. Μέ αὐτή τή στάση οἱ ἁγιογράφοι ἀποδίδουν τό δέος τῆς Παναγίας ἐνώπιον τοῦ ἀπορρήτου θαύματος τῆς Γέννησης. Εἶναι φανερή ἡ τρυφερότητά της, ἀλλά ταυτόχρονα διατηρεῖ μία ἀπόσταση ὑπαγορευμένη ἀπό τή γνώση τῆς θεότητας. Εἶναι ἡ μόνη πού καταλαβαίνει πλήρως ὅτι μπροστά της βρίσκεται ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός καί διστάζει νά κοιτάξει.
Μέσα στό σπήλαιο κοντά στόν Χριστό βρίσκονται δύο ζῶα, ἕνα βόδι κι ἕνας ὄνος. Καί πάλι πίσω ἀπό αὐτή τήν ἀπεικόνιση θά συναντήσουμε τόν προφήτη Ἠσαΐα καί τά σκληρά ἐλεγκτικά του λόγια γιά τήν ἄλογη ἀνθρωπότητα· «ἔγνω βοῦς τὸν κτησάμενον καὶ ὄνος τὴν φάτνην τοῦ κυρίου αὐτοῦ· Ἰσραὴλ δέ με οὐκ ἔγνω καὶ ὁ λαός με οὐ συνῆκεν» (1,3). Μᾶς προτρέπει ἡ εἰκόνα δυναμικά νά μή φανοῦμε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ἀλογότεροι τῶν ἄλογων ζώων πού ἀναγνώρισαν τόν Δημιουργό τους καί τόν προσκύνησαν. Τό βόδι ἐκπροσωπεῖ τούς ἐθνικούς ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ὁ ὄνος τούς Ἰουδαίους. Ἐνυπάρχει, ὡστόσο, στά δύο ζῶα κι ἕνα ἀκόμη σημαινόμενο: Τό ὀνάριο ἐκφράζει τήν ταπείνωση τοῦ Κυρίου μας πού γίνεται ἄνθρωπος, ἐνῶ ὁ βοῦς ὡς θυτικό ζῶο δηλώνει πώς ὁ Χριστός ἦρθε στή γῆ γιά νά θυσιαστεῖ ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου σωτηρίας.
Προχωρώντας ἔξω ἀπό τό σπήλαιο συναντοῦμε τόν Ἰωσήφ. Πολύ σοφά ἡ ὀρθόδοξη ἁγιογραφία δηλώνει μέ αὐτή τήν τοποθέτησή του στήν ἄκρη τῆς εἰκόνας ὅτι ἁπλῶς ὑπουργεῖ τό μυστήριο, δέν μετέχει. Δέν ἀνήκει στήν ἁγία οἰκογένεια, ἀλλά διακονεῖ ὡς προστάτης τοῦ θείου Βρέφους καί τῆς μητέρας του. Συνήθως κάθεται προβληματισμένος, προφανῶς γιατί τό μυστήριο τῆς ἐνανθρώπησης δέν εἶναι εὔκολο νά τό συλλάβει ἀνθρώπινος νοῦς.
Ἡ εἰκόνα πλαισιώνεται ἀπό τίς μορφές τῶν ἀγγέλων. Ντυμένοι μέ ἀρχαῖα ἐνδύματα, ἔχουν πλούσια κόμη πού δηλώνει τά πολλαπλά χαρίσματά τους καί μία κορδέλα πού συμβολίζει τό «μάζεμα», τή συνεχῆ συγκέντρωση τοῦ νοῦ στόν Θεό. Κάποιοι ἄγγελοι σκύβουν μέ σεβασμό πρός τό σπήλαιο, ἄλλοι δοξολογοῦν τόν Θεό στραμμένοι πρός τά οὐράνια καί ψάλλουν τό «δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λκ 2,14), ἐνῶ ἕνας ἄγγελος μεταφέρει τό χαρμόσυνο ἄγγελμα στούς ποιμένες ὅτι «ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ» (Λκ 2,11).
Οἱ βοσκοί εἶναι ἐκεῖνοι οἱ πρῶτοι ἁπλοϊκοί ἄνθρωποι πού πληροφορήθηκαν «τὸ ῥῆμα τοῦτο τὸ γεγονός» (Λκ 2,15) κι ἔσπευσαν νά προσκυνήσουν τόν σωτήρα Χριστό. Συνοδεύονται ἀπό τά πρόβατά τους, πού πιθανόν νά ἀποτέλεσαν καί δῶρο πρός τόν Ἐμμανουήλ, ἐνῶ ἄλλοτε ἀπεικονίζονται μέ φλογέρες· ἑνώνουν κι αὐτοί τό χαρμόσυνο τραγούδι τους μέ τό ἆσμα τῶν ἀγγέλων, συγχορεύουν γῆ καί οὐρανός. Ἀντιπροσωπεύουν τήν καλοκάγαθη μερίδα τῶν ἀνθρώπων πού πίστεψαν καί λάτρεψαν ἀμέσως τόν Χριστό ὡς τόν ἀναμενόμενο Μεσσία.
Στήν εἰκόνα ἁγιογραφοῦνται καί οἱ Μάγοι, παρόλο πού δέν προσκύνησαν τή βραδιά τῆς Γέννησης. Ἄλλοτε πάνω στίς καμῆλες τους κι ἄλλοτε σέ ἄλογα κρατώντας τά δῶρα τους ἐμφανίζονται στό σπήλαιο. Εἶναι οἱ σοφοί τῆς ἐποχῆς τους κι ἀντιπροσωπεύουν τά ἔθνη, τούς ἀναζητητές τῆς Ἀλήθειας ἔξω ἀπό τόν χῶρο τοῦ Ἰσραήλ. Ἡ παρουσία τους παροτρύνει τούς ἀνθρώπους τοῦ πνεύματος ὅλων τῶν αἰώνων νά ἀναγνωρίσουν τή σοφία στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, νά φωτιστεῖ ὁ δρόμος τους ἀπό τόν ἀστέρα καί νά κατακτήσουν τήν κατεξοχήν γνώση, πού δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τή γνώση τοῦ Θεοῦ. Ἄν κοιτάξουμε τούς μάγους προσεκτικά, διαπιστώνουμε στίς μορφές τους τή διαφορετική τους ἡλικία· μία ἀκόμη λεπτομέρεια τῆς ὀρθόδοξης εἰκόνας πού σηματοδοτεῖ πώς ὁ Χριστός ἦρθε γιά κάθε ἡλικία.
Ἡ ὀρθόδοξη παράδοση ἀπεικονίζει τή Γέννηση συμβολικά καί ἀντιρρεαλιστικά, χωρίς ρομαντισμούς καί συναισθηματισμούς. Στεκόμαστε μέ δέος, μέ συγκίνηση μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Γέννησης. Καί παρακαλοῦμε καί ἱκετεύουμε τόν Ἐμμανουήλ νά λειτουργήσει μέσα μας, νά δράσει. Κάθε ἀπεικονιζόμενο πρόσωπο ἤ στοιχεῖο νά ἀκουμπήσει τό μήνυμά του στήν καρδιά μας, νά τό μελετήσουμε προσευχητικά, κατανυκτικά, νά μποῦμε κι ἐμεῖς σέ μιά γωνιά τῆς εἰκόνας μαζί μέ τούς πιστούς ὅλων τῶν αἰώνων καί νά προσκυνήσουμε τό γεγονός πού ἄλλαξε τή ζωή μας…
Ἀγγελική Τσιραμπίδου
Φιλόλογος
"Ἀπολύτρωσις", Δεκ. 2015
Χριστούγεννα τοῦ 2015 καί οἱ πιστοί θά ἑορτάσουν καί πάλι τήν γέννηση τοῦ Κυρίου μέσα σ’ ἕναν κόσμο πού σπαράσσεται ἀπό τίς δυνάμεις τοῦ κακοῦ. Ἰδιαίτερα φέτος ἡ πατρίδα μας ἔχει τό θλιβερό προνόμιο νά ὑποδέχεται αὐτή τήν περίοδο χιλιάδες πρόσφυγες ἀπό τίς ἐμπόλεμες περιοχές τῆς Ἀσίας -κυρίως τῆς Συρίας-, οἱ ὁποῖοι φεύγουν ἀπό τίς ἑστίες τους ἀναζητώντας ἕνα καλύτερο αὔριο. Πόσοι ἀπ’ αὐτούς τούς συνανθρώπους μας βρίσκουν τραγικό θάνατο στά παγωμένα νερά τοῦ Αἰγαίου! Πόσα παιδιά πνιγμένα ξεβράζει τό κῦμα στίς ἀκτές! Ἀμέτρητα τά θύματα, χιλιάδες οἱ κατεστραμμένες ζωές ἀθώων. Ὁ πόλεμος δείχνει τά δόντια του. Καί δέν εἶναι τό μόνο δεινό τῆς ἀνθρωπότητας. Οἱ χῶρες τοῦ τρίτου κόσμου, τό μεγαλύτερο μέρος τοῦ πλανήτη μας, μαστίζονται ἀκόμη καί σήμερα ἀπό τήν πεῖνα καί τήν ἐξαθλίωση, τῶν ὁποίων αἰτία εἶναι ἡ πλεονεξία τῶν πλουσίων. Ἡ ἐμπορία ἀνθρώπων, ἰδίως γυναικῶν καί παιδιῶν, γιά ποικίλες μορφές ἐκμετάλλευσης τείνει νά πάρει διαστάσεις παγκόσμιας ἐπιδημίας. Καί ἀναρωτιέται αὐθόρμητα κανείς: «Γιατί, Θεέ μου; Πῶς ἐπιτρέπεις νά βασιλεύει τό κακό καί ἡ ἀδικία; Πῶς συμβιβάζεται αὐτή ἡ κατάσταση μέ τήν ἀγαθότητά Σου; Γιατί δέν ἐπεμβαίνεις νά σώσεις τήν εἰκόνα Σου, τόν ἄνθρωπο, ἀπό τήν καταστροφή καί τόν ὄλεθρο; Γιατί δέν τιμωρεῖς τούς ἐνόχους;».
Ἀδιαφορεῖ, λοιπόν, ὁ Θεός μπροστά σ’ αὐτόν τόν θρίαμβο τῆς ἀπανθρωπιᾶς; Σιωπᾶ; Ὄχι· κάθε ἄλλο. Κατ’ ἀρχήν πρέπει νά τονισθεῖ ὅτι τό κακό δέν εἶναι ἐπιλογή τοῦ Θεοῦ ἀλλά τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεός προίκισε τόν ἄνθρωπο μέ τό δῶρο τῆς ἐλευθερίας. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος μποροῦσε νά ἐπιλέξει ἀνάμεσα στούς δύο -μοναδικούς- δρόμους πού ἀνοίγονταν μπροστά του: στήν ὁδό τοῦ Κυρίου καί στήν ὁδό τῆς ἄρνησής Του. Διάλεξε τόν δεύτερο. Καθοδηγημένος ἀπό τόν Σατανᾶ, μέ ἀκέραια ὡστόσο τήν εὐθύνη τῆς ἐπιλογῆς του, ἐπέλεξε νά ἀρνηθεῖ τόν δημιουργό του. Αὐτή εἶναι ἡ πηγή καί ἡ ἀρχή τοῦ κακοῦ. Ἀπό τότε ὁ ἄνθρωπος, ἔχοντας τσακίσει τόν σύνδεσμό του μέ τήν ἀγάπη καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, δέσμιος τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου, παραδόθηκε σέ δυνάμεις ἀντίθεες, στίς δυνάμεις τοῦ σκότους. Ἀπό τίς πρῶτες συνέπειες αὐτῆς τῆς κατάστασης ἦταν ὁ ἀτομικισμός καί ἡ ἀντιπαράθεση καί τό μῖσος γιά τούς συνανθρώπους του. Ὁ Ἀδάμ ὀχυρώνει ἐπιμελῶς τόν ἑαυτό του. Δέν εὐθύνεται αὐτός γιά τήν παράβαση τῆς ἐντολῆς, λέει, ἀλλά ἡ γυναίκα (Γέ 3,12). Ξαφνικά ἡ γυναίκα παύει νά εἶναι «ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων αὐτοῦ καὶ σὰρξ ἐκ τῆς σαρκὸς αὐτοῦ» (Γέ 2,23) καί γίνεται ὁ ἄλλος, πού τόν ἀπειλεῖ. Λίγο ἀργότερα ὁ Κάιν θά σκοτώσει τόν ἀδελφό του τόν Ἄβελ ἀπό φθόνο, καί στήν συνέχεια μυριάδες μιμητές του θά προσθέσουν στό αἷμα τοῦ ἀδικοσκοτωμένου τά αἵματα ἑκατομμυρίων ἀθώων.
Ὁ Κύριος βδελύσσεται τό κακό (βλ. Ψα 5,5-7). Ὅλη ἡ διδασκαλία τῆς Βίβλου, ὁ λόγος Του, εἶναι μιά ἀπερίφραστη καταγγελία τοῦ κακοῦ. Ἡ προτροπή τοῦ θεόπνευστου ψαλμωδοῦ «ἔκκλινον ἀπὸ κακοῦ καὶ ποίησον ἀγαθόν» (Ψα 33,15) ἠχεῖ σάν ἐπωδός στίς σελίδες της. Ὅμως ὁ Θεός, ἐπειδή ἀκριβῶς εἶναι ἀγαθότητα καί φιλανθρωπία (βλ. Α´ Ἰω 4,8), δέν ἐπεμβαίνει στήν βούληση καί στίς ἀποφάσεις τοῦ πλάσματός του. Θά μποροῦσε ἀσφαλῶς νά τό κάνει. Θά μποροῦσε νά συνετίσει «πάντας τοὺς ἐργαζομένους τὴν ἀνομίαν» (Ψα 5,6) μόνο μέ μία ἐντολή του. Ἀλλά τότε ὁ ἄνθρωπος θά ἔπαυε νά εἶναι ἐλεύθερος. Θά ἔπαυε νά εἶναι ἄνθρωπος. Θά μεταβαλλόταν σ’ ἕνα ἄλογο καί ἀνελεύθερο ζῶο. Καί ὁ Κύριος δέν θέλει κάτι τέτοιο. Σέβεται, λοιπόν, ἀπολύτως τήν ἐλευθερία του. Τήν σέβεται ἀκόμη καί ὅταν ὁ ἄνθρωπος σταυρώνει καί φονεύει ὄχι μόνο συνανθρώπους του ἀλλά καί αὐτόν τόν ἴδιο τόν Υἱό Του. Ἀκόμη καί τότε ὑπομένει καί δέν ἀντιδρᾶ μέ τήν θεϊκή του δύναμη. Μακροθυμεῖ καί περιμένει. Περιμένει μέσα στούς αἰῶνες νά ἀνταποκριθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἐλεύθερα στό κάλεσμα τῆς ἀγάπης του καί νά μετανοήσει· «ἰδοὺ ἕστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω· ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καὶ ἀνοίξῃ τὴν θύραν, καὶ εἰσελεύσομαι πρὸς αὐτὸν καὶ δειπνήσω μετ’ αὐτοῦ καὶ αὐτὸς μετ’ ἐμοῦ» (Ἀπ 3,20).
Ὡστόσο ὁ Θεός εἶναι καί Θεός δικαιοσύνης. Ἤ μᾶλλον ἐπειδή εἶναι ἀγάπη εἶναι καί δικαιοσύνη. Τό κακό δέν θά θριαμβεύει γιά πάντα. Οἱ κραυγές τῶν θυμάτων του ἔφθασαν «εἰς τὰ ὦτα Κυρίου Σαβαώθ» (Ἰα 5,4). Ὁ πλοῦτος ὅσων ἀδικοῦν ἀμετανόητα θά σαπίσει, καί ὁ χρυσός πού συγκεντρώνουν θά σκουριάσει, καί ἡ σκουριά του θά καταφάει τίς σάρκες τους (βλ. Ἰα 5,3). Ὁ Κύριος ἑτοιμάζει κρίση. Ὄχι ὅτι ὁ Ἴδιος θά καταδικάσει τούς ἐνόχους. Θά τούς καταδικάσουν τά ἔργα τους (πρβλ. Ἰω 3,19-21). Ἐκείνη τήν φοβερή ἡμέρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας του θά ἀναστηθοῦν τά παιδιά πού κακοποιήθηκαν καί ἔπεσαν θύματα στυγνῆς ἐκμετάλλευσης καί θά κρίνουν τούς ἐκμεταλλευτές τους. Θά ἀναστηθοῦν ὅλοι ὅσοι ταπεινώθηκαν ἀπό τούς ὑβριστές καί ἀλαζόνες αὐτῆς τῆς γῆς, καί θά τούς δείξουν τόν δρόμο γιά τήν αἰώνια κόλαση. Κάποτε ὁ Κύριος θά «ἐξαλείψει… πᾶν δάκρυον… καὶ ὁ θάνατος οὐκ ἔσται ἔτι, οὔτε πένθος οὔτε κραυγὴ οὔτε πόνος οὐκ ἔσται ἔτι» (Ἀπ 21,4). Κάποτε θά ἀνατείλει καινούργιους οὐρανούς καί καινούργια γῆ «ἐν οἷς δικαιοσύνη κατοικεῖ» (Β΄ Πέ 3,13).
Τό ὑπόσχεται. Καί ὁ Κύριος τηρεῖ τίς ὑποσχέσεις του.
Εὐάγγελος Ἀλ. Δάκας
"Ἀπολύτρωσις", Δεκ. 2015