Ἀναμνήσεις από τον κατηχητή μου

pafsanias c Ἦταν Σεπτέμβριος τοῦ ᾽73, ὅ­ταν δεκα­τε­τρά­χρονος μα­θητής τῆς Β΄ Γυμνασί­ου γνώρισα γιά πρώτη φο­ρά   τόν μακαριστό Παυσανία. Στό Μέ­σο Κατηχητικό τοῦ Ἁγίου Δημη­­τρί­ου Συκεῶν ἐκείνη τή χρονιά πρέπει νά ἤ­μα­σταν πάνω ἀπό 20 φασαριατζῆδες (ἐπιεικής ἡ λέξη).
  Ἡ πρώτη μας ἐντύπω­ση ἀπό τόν Παυ­σα­νία δέν εἶχε τίποτε τό ἰδιαίτε­ρο. Τά σωματικά χαρακτηριστικά του τόν ἀδικοῦσαν. Ἕνα μι­κρό­σωμο ἀν­θρω­πά­­­κο εἴδαμε μέ τήν πρώτη μα­τιά, ἕ­ναν κοντούλη, ἀσθενικό, ἰσχνόφωνο ἀν­­θρωπάκο. Ποῦ νά φτουρήσει αὐτός σέ σύ­να­ξη ἀνθρωποφάγων; Δέν φτάνει οὔτε γιά πρωινό. Ἀλλά καθώς περ­­νοῦ­σε ὁ καιρός, στά μάτια μας αὐ­­τός ὁ κοντορεβιθούλης γιγάντωνε. Γιγάντω­νε τόσο πού νά κατακτᾶ κά­θε σπιθα­μή τῆς καρδιᾶς μας. Τό ἀ­σθενικό σῶ­μα του ἔγινε βράχος γιά νά γαν­τζω­θοῦμε καί νά μήν παρα­συρ­θοῦμε ἀπό τήν πλημμύρα τῆς ἀ­θεΐας. Ἡ ἀ­δύ­να­μη φωνή του μᾶς ἀ- νάγκαζε νά σφραγίζουμε τά φλύαρα στό­­ματά μας καί τό­τε -τί παράξενο!- ἀκούγαμε τόν Ἄγ­γελο τῆς Ἀποκαλύψεως νά ἠχεῖ μέ τή βροντερή σάλπιγ­γά του.
  Ἡ πρώτη ἐκείνη ἀ­πο­καλυ­πτική χρο­νιά τελείωσε μέ κάτι τό κα­ταπλη­κτικό: Τόν Ἰού­νιο τοῦ ᾽74 ὁ Παυ­σα­νί­ας μᾶς πῆγε στήν κατασκήνωση τῆς Πρώτης στή Φλώ­ρινα. Τί νά πρωτοθυμηθῶ; Τή γνωριμία μας μέ τόν πατέρα Αὐγουστῖνο; Τόν μακαριστό διδάσκαλο τῆς Ἀδελφότητος Στέργιο Σάκκο, πού ἦταν ὁ ἀρχηγός; Ἤ ἕνα πλῆθος ἀδελφῶν; «Κατασκήνωση, εἶ­σαι ἅγιος σταθμός», ὅπως λέει καί τό τραγούδι.
  Φθινόπωρο τοῦ ᾽74• φεύγει ὁ Παυ­σανίας ἀπό τόν ναό τοῦ ἁγίου Δημητρίου. Τότε νομίζω ὅτι ἔγινε καί ἡ πρώ­τη αὐθόρμητη διαδήλωση στά χρονικά τῶν κατηχητικῶν. Τά ἀγόρια τῆς ἐνορίας ἔξω ἀπ᾽ τό ἐπιτροπικό νά κραυγάζουμε: «Παυσανίας καί ξερό ψωμί», «Φέρτε πίσω τόν Παυσανία». Μετά ἀπό λίγο καιρό καί πολλή φασαρία ὁ Παυσανίας ἐπέστρεψε. Θά ἐργαστεῖ ἀκούραστα γιά μερικά χρόνια ἀκόμα μέχρι νά φύγει γιά τό Λονδίνο. Ὅλα αὐτά τά χρόνια τό κατηχητικό, ἡ Ἀπολύτρωση, ὁ Λύχνος πού μέ τή βοήθειά του ἔχουμε ἱδρύσει, καί τό σπίτι του στήν Ἰασωνίδου, ἔπειτα στήν Πέλοπος κι ἀργότερα στήν Ἁγίας Σοφί­ας γίνονται καθημερινά τό σχολεῖο μας, τό σπίτι μας, ὁ τόπος ψυχαγωγί­ας μας. Ὁ ἴδιος εἶ­ναι ὁ δάσκαλός μας, ὁ πατέρας μας, πού φροντίζει καί νοιάζεται γιά τά πιό ἀ­σήμαντα, ὅπως ἀγορά βιβλίων, κασε­τοφώνων, μέχρι τά ση­μαν­τικότερα, ὅ­πως φροντιστήριο γιά τό πανε­πι­στή­μιο, ἐ­παγ­γελμα­τικό προσανατολισμό, πνευμα­τική πορεία.
  Ὁ Παυσανίας μετά τήν ἐπιστροφή του ἀπ᾽ τήν Ἀγγλία συνεχίζει τό ἔργο στή Θεσσαλονίκη. Ἔχει μία νέα πρόκληση-πρόσ­κληση μπρός του. Ὁ πα­τήρ Γεώργιος Σκαρλάτος ἀναλαμβά- νει ἀπ᾽ τή μητρόπολη Νεαπόλε­ως τό ἔργο τῆς δημιουργίας μίας νέας ἐνορίας ἀπό τό μηδέν. Στό ἐγκαταλειφθέν στρατόπεδο Στρεμπενιώτη χτί­ζει μία μικρή παράγκα καί τήν κάνει τό ξωκκλήσι τοῦ Ἁι-Γιάννη. Ἔτσι ξε­κί­νησε ὁ ση­μερινός μεγαλοπρεπής κα­θεδρικός ναός τῆς μητρόπολης. Τό πρῶτο αὐτό ἐκκλησάκι πρέπει νά χωροῦσε καμιά πενηνταριά ἄτομα. Τίς ἐνορίες ὅμως δέν τίς δημιουργοῦν τά ντουβάρια ἀλ­λά οἱ καλλιεργημένες ψυ­­­χές, αὐτό τό γνωρίζει καλά ὁ ἀ­γα­θός λευίτης καί πρῶτο μέλημά του νά βρεῖ αὐτούς πού θά τόν βοη­θή­σουν. Ποιός λοιπόν καταλληλότερος ἀπ᾽ τόν γνώριμό του Παυσανία; Μία νέα ἀποστολή ξεκινᾶ γι᾽ αὐτόν μέ πο­λύ μόχθο καί λίγους συνεργάτες.
  Ὁ πολυπράγμων Παυσανίας ἀσχολεῖται ταυτόχρονα μέ ἕνα σωρό πρά­γματα: τά δύσ­κολα καθήκοντα στό Πανεπιστήμιο, τήν εὔρυθμη λειτουργία τῆς Ἀπολύτρωσης, τοῦ Λύχνου, τῆς κατασκήνωσης. Ὁ ἐ­φο­διασμός καί οἱ μετα­φο­ρές εἶναι ἀπο­κλειστικά δικό του διακόνη­μα. Γυρνᾶ ἀδιάκοπα σάν τή μέλισσα καί οἱ ὑπόλοιποι ζαλιζόμαστε καί μό­νο πού τόν παρα­κο­λου­θοῦ­με. Ναί, μία μικρή ἀδύναμη μέλισσα, μέ ἐπισκευασμένη καρδιά, πού κρέμεται ἀ­πό μία κλωστή, καί σχεδόν χωρίς νε­­φρά, πού μέ κάθε φτε­ροκόπημά της ὅμως φέρνει τόσο μέλι πού δέν προ­λα­βαίνουμε οἱ ὑπόλοιποι νά τό καταναλώσουμε. Ὁ ἴδιος ἀσκητικός καί λι­τοδίαιτος, σέ μόνιμη αὐ­στη­ρή δίαιτα (δέν ἔβαζε στό στό­μα του ἁλάτι). Χαιρόταν ὅμως καί μέ τά πιό ἁπλά σάν μικρό παιδί, ὅπως ὅταν κάναμε μία στάση γιά παγωτό. «Ἐ­δῶ θά σταματήσουμε γιατί ἔχουν κα­λό παγωτό ἀπό παγωτομηχανή καί ὄχι ἀπό τό ἕτοιμο».
  Πάντα μέ τό γνωστό του χαμόγε­λο, ὁ ἀκούραστος ἐργάτης περιμένει στήν πύλη τῆς κατασκήνωσης νά βο­ηθήσει τόν μακαριστό μας δάσκαλο   -ἤθελε πάντα νά ᾽ναι τό δεξί του χέρι- νά μοιράσει καί τά τελευταῖα γλειφι­τζού­ρια καί κα­ρα­μέλες στά μικρά παιδιά τῶν οἰκο­γενει­ῶν. Αὐτό τό χαμόγελο καί ἡ ἀ­­γαθή του διάθεση δέν τόν ἐγκατέλειψαν οὔτε στό κρεβάτι τοῦ πόνου στό νοσοκομεῖο Παπαγε­ωρ­γίου, ὅ­ταν, τόν Μάρτιο τοῦ 2012, τόν συνάντησα γιά τελευταία φορά ἐν ζωῇ. Ἴσως αὐτό τό χαμόγελό του τό γεμάτο ἀ­γάπη νά εἶναι ἡ αἰτία πού ὁ γιός μου Κων­σταν­τῖνος τόν συναντάει ἀκόμη στά ὄ­νειρά του καί συν­εχίζουν νά συζητοῦν.

Νῖκος Καργόπουλος
Δάσκαλος