Ἦταν Σεπτέμβριος τοῦ ᾽73, ὅταν δεκατετράχρονος μαθητής τῆς Β΄ Γυμνασίου γνώρισα γιά πρώτη φορά τόν μακαριστό Παυσανία. Στό Μέσο Κατηχητικό τοῦ Ἁγίου Δημητρίου Συκεῶν ἐκείνη τή χρονιά πρέπει νά ἤμασταν πάνω ἀπό 20 φασαριατζῆδες (ἐπιεικής ἡ λέξη).
Ἡ πρώτη μας ἐντύπωση ἀπό τόν Παυσανία δέν εἶχε τίποτε τό ἰδιαίτερο. Τά σωματικά χαρακτηριστικά του τόν ἀδικοῦσαν. Ἕνα μικρόσωμο ἀνθρωπάκο εἴδαμε μέ τήν πρώτη ματιά, ἕναν κοντούλη, ἀσθενικό, ἰσχνόφωνο ἀνθρωπάκο. Ποῦ νά φτουρήσει αὐτός σέ σύναξη ἀνθρωποφάγων; Δέν φτάνει οὔτε γιά πρωινό. Ἀλλά καθώς περνοῦσε ὁ καιρός, στά μάτια μας αὐτός ὁ κοντορεβιθούλης γιγάντωνε. Γιγάντωνε τόσο πού νά κατακτᾶ κάθε σπιθαμή τῆς καρδιᾶς μας. Τό ἀσθενικό σῶμα του ἔγινε βράχος γιά νά γαντζωθοῦμε καί νά μήν παρασυρθοῦμε ἀπό τήν πλημμύρα τῆς ἀθεΐας. Ἡ ἀδύναμη φωνή του μᾶς ἀ- νάγκαζε νά σφραγίζουμε τά φλύαρα στόματά μας καί τότε -τί παράξενο!- ἀκούγαμε τόν Ἄγγελο τῆς Ἀποκαλύψεως νά ἠχεῖ μέ τή βροντερή σάλπιγγά του.
Ἡ πρώτη ἐκείνη ἀποκαλυπτική χρονιά τελείωσε μέ κάτι τό καταπληκτικό: Τόν Ἰούνιο τοῦ ᾽74 ὁ Παυσανίας μᾶς πῆγε στήν κατασκήνωση τῆς Πρώτης στή Φλώρινα. Τί νά πρωτοθυμηθῶ; Τή γνωριμία μας μέ τόν πατέρα Αὐγουστῖνο; Τόν μακαριστό διδάσκαλο τῆς Ἀδελφότητος Στέργιο Σάκκο, πού ἦταν ὁ ἀρχηγός; Ἤ ἕνα πλῆθος ἀδελφῶν; «Κατασκήνωση, εἶσαι ἅγιος σταθμός», ὅπως λέει καί τό τραγούδι.
Φθινόπωρο τοῦ ᾽74• φεύγει ὁ Παυσανίας ἀπό τόν ναό τοῦ ἁγίου Δημητρίου. Τότε νομίζω ὅτι ἔγινε καί ἡ πρώτη αὐθόρμητη διαδήλωση στά χρονικά τῶν κατηχητικῶν. Τά ἀγόρια τῆς ἐνορίας ἔξω ἀπ᾽ τό ἐπιτροπικό νά κραυγάζουμε: «Παυσανίας καί ξερό ψωμί», «Φέρτε πίσω τόν Παυσανία». Μετά ἀπό λίγο καιρό καί πολλή φασαρία ὁ Παυσανίας ἐπέστρεψε. Θά ἐργαστεῖ ἀκούραστα γιά μερικά χρόνια ἀκόμα μέχρι νά φύγει γιά τό Λονδίνο. Ὅλα αὐτά τά χρόνια τό κατηχητικό, ἡ Ἀπολύτρωση, ὁ Λύχνος πού μέ τή βοήθειά του ἔχουμε ἱδρύσει, καί τό σπίτι του στήν Ἰασωνίδου, ἔπειτα στήν Πέλοπος κι ἀργότερα στήν Ἁγίας Σοφίας γίνονται καθημερινά τό σχολεῖο μας, τό σπίτι μας, ὁ τόπος ψυχαγωγίας μας. Ὁ ἴδιος εἶναι ὁ δάσκαλός μας, ὁ πατέρας μας, πού φροντίζει καί νοιάζεται γιά τά πιό ἀσήμαντα, ὅπως ἀγορά βιβλίων, κασετοφώνων, μέχρι τά σημαντικότερα, ὅπως φροντιστήριο γιά τό πανεπιστήμιο, ἐπαγγελματικό προσανατολισμό, πνευματική πορεία.
Ὁ Παυσανίας μετά τήν ἐπιστροφή του ἀπ᾽ τήν Ἀγγλία συνεχίζει τό ἔργο στή Θεσσαλονίκη. Ἔχει μία νέα πρόκληση-πρόσκληση μπρός του. Ὁ πατήρ Γεώργιος Σκαρλάτος ἀναλαμβά- νει ἀπ᾽ τή μητρόπολη Νεαπόλεως τό ἔργο τῆς δημιουργίας μίας νέας ἐνορίας ἀπό τό μηδέν. Στό ἐγκαταλειφθέν στρατόπεδο Στρεμπενιώτη χτίζει μία μικρή παράγκα καί τήν κάνει τό ξωκκλήσι τοῦ Ἁι-Γιάννη. Ἔτσι ξεκίνησε ὁ σημερινός μεγαλοπρεπής καθεδρικός ναός τῆς μητρόπολης. Τό πρῶτο αὐτό ἐκκλησάκι πρέπει νά χωροῦσε καμιά πενηνταριά ἄτομα. Τίς ἐνορίες ὅμως δέν τίς δημιουργοῦν τά ντουβάρια ἀλλά οἱ καλλιεργημένες ψυχές, αὐτό τό γνωρίζει καλά ὁ ἀγαθός λευίτης καί πρῶτο μέλημά του νά βρεῖ αὐτούς πού θά τόν βοηθήσουν. Ποιός λοιπόν καταλληλότερος ἀπ᾽ τόν γνώριμό του Παυσανία; Μία νέα ἀποστολή ξεκινᾶ γι᾽ αὐτόν μέ πολύ μόχθο καί λίγους συνεργάτες.
Ὁ πολυπράγμων Παυσανίας ἀσχολεῖται ταυτόχρονα μέ ἕνα σωρό πράγματα: τά δύσκολα καθήκοντα στό Πανεπιστήμιο, τήν εὔρυθμη λειτουργία τῆς Ἀπολύτρωσης, τοῦ Λύχνου, τῆς κατασκήνωσης. Ὁ ἐφοδιασμός καί οἱ μεταφορές εἶναι ἀποκλειστικά δικό του διακόνημα. Γυρνᾶ ἀδιάκοπα σάν τή μέλισσα καί οἱ ὑπόλοιποι ζαλιζόμαστε καί μόνο πού τόν παρακολουθοῦμε. Ναί, μία μικρή ἀδύναμη μέλισσα, μέ ἐπισκευασμένη καρδιά, πού κρέμεται ἀπό μία κλωστή, καί σχεδόν χωρίς νεφρά, πού μέ κάθε φτεροκόπημά της ὅμως φέρνει τόσο μέλι πού δέν προλαβαίνουμε οἱ ὑπόλοιποι νά τό καταναλώσουμε. Ὁ ἴδιος ἀσκητικός καί λιτοδίαιτος, σέ μόνιμη αὐστηρή δίαιτα (δέν ἔβαζε στό στόμα του ἁλάτι). Χαιρόταν ὅμως καί μέ τά πιό ἁπλά σάν μικρό παιδί, ὅπως ὅταν κάναμε μία στάση γιά παγωτό. «Ἐδῶ θά σταματήσουμε γιατί ἔχουν καλό παγωτό ἀπό παγωτομηχανή καί ὄχι ἀπό τό ἕτοιμο».
Πάντα μέ τό γνωστό του χαμόγελο, ὁ ἀκούραστος ἐργάτης περιμένει στήν πύλη τῆς κατασκήνωσης νά βοηθήσει τόν μακαριστό μας δάσκαλο -ἤθελε πάντα νά ᾽ναι τό δεξί του χέρι- νά μοιράσει καί τά τελευταῖα γλειφιτζούρια καί καραμέλες στά μικρά παιδιά τῶν οἰκογενειῶν. Αὐτό τό χαμόγελο καί ἡ ἀγαθή του διάθεση δέν τόν ἐγκατέλειψαν οὔτε στό κρεβάτι τοῦ πόνου στό νοσοκομεῖο Παπαγεωργίου, ὅταν, τόν Μάρτιο τοῦ 2012, τόν συνάντησα γιά τελευταία φορά ἐν ζωῇ. Ἴσως αὐτό τό χαμόγελό του τό γεμάτο ἀγάπη νά εἶναι ἡ αἰτία πού ὁ γιός μου Κωνσταντῖνος τόν συναντάει ἀκόμη στά ὄνειρά του καί συνεχίζουν νά συζητοῦν.
Νῖκος Καργόπουλος
Δάσκαλος