Super User

Super User

Τετάρτη, 10 Απρίλιος 2019 03:00

Στόν κῆπο τοῦ "Κοπρώνυμου"

 14 10 14 AL «Ρίζης δυσώδους καρπός εὐώδης μάλα, Ἀνθοῦσα σεμνή γῆς ἀπανθεῖ καί βίου», ἀναφωνεῖ κατάπληκτος ὁ ἱερός συναξαριστής στίς 12 Ἀπριλίου, μελετώντας τήν ὁσία βιοτή τῆς ἁγίας Ἀνθούσας. Τά ἄνθη τῆς ἁγιοσύνης της λουλούδιασαν καί κάρπισαν ὄχι μέσα στόν εὐωδιαστό κῆπο τῆς ἀλήθειας ἀλλά πάνω στήν κοπριά τῆς πλάνης. Ὁ βασιλιάς Κωνσταντίνος Ε΄, ὁ πατέρας της, διάλεξε γιά τόν ἑαυτό του τήν ἀσέβεια τῆς εἰκονομαχίας, γι᾿ αὐτό καί ἔμεινε στήν ἱστορία μέ τήν ὀνομασία «Κοπρώνυμος» (741-775 μ.Χ.).
   Μέσα στό ἐχθρικό κάστρο ἡ τρυφερή βασιλοπούλα φύλαγε τήν πίστη τήν ὀρθόδοξη μέ κόπους καί θυσίες ἡρωικές. Καί ὅταν ὁ πατέρας της τήν πίεσε νά πάρει γιά σύντροφο τῆς ζωῆς της ἄνθρωπο πού διέθετε προσόντα πολλά μά δέν τηροῦσε τήν πίστη, ἡ νεαρή Ἀνθούσα ζύγιασε τά πράγματα σάν ἔμπειρη καί σοφή γερόντισσα καί πῆρε ἐκείνη τήν ἀπόφαση πού καμάρωσε ὁ οὐρανός καί θαύμασε ἡ γῆ. Δέν ἀπεμπόλησε τήν ἀτίμητη κληρονομιά τῆς Ὀρθοδοξίας. Προτίμησε ἀπό τούς γήινους καί φθαρτούς θησαυρούς τούς αἰώνιους καί ἄφθαρτους. Καί ἦταν ἡ ἐπιλογή της αὐτή μία σθεναρή ὁμολογία πίστεως. Ἔκαμε ἀπό τότε δική της οἰκογένεια ἡ Ἀνθούσα τούς «ἐλαχίστους ἀδελφούς» τοῦ Χριστοῦ, τούς φτωχούς καί τούς ἀνήμπορους, τούς μοναχικούς καί τούς ἀπελπισμένους, μά πιό πολύ ἐκείνους πού παρασύρονταν ἀπό τήν πλάνη τῆς εἰκονομαχίας καί ὁδηγοῦνταν σέ μονοπάτια πού φέρνουν τόν χειρότερο θάνατο, ἐκεῖνον τῆς ψυχῆς. Τά χρόνια πού περνοῦσαν τήν ἔβρισκαν ὀρθή στό χρέος τῆς ἀγάπης στήν Ἐκκλησία πού διωκόταν. Καί ἦταν ἡ ἁγία σταθερότητά της καί ὁ θερμουργός της ζῆλος ἔμπνευση καί ἐνίσχυση γιά τούς πιστούς ἐκεῖνες τίς σκληρές μέρες, πού ἡ νύμφη τοῦ Ἰησοῦ, ἡ ἁγία Ὀρθοδοξία, ἔχυνε γιά ἄλλη μιά φορά τό αἷμα της, ὅπως ὁ Νυμφίος της.
  Ὅταν ὁ πατέρας της ἔφυγε ἀπό αὐτή τή γῆ, ἡ Ἀνθούσα εἰσῆλθε στό ἱερό κοινόβιο «Ὁμόνοια», τό ὁποῖο τελοῦσε κάτω ἀπό τήν πνευματική καθοδήγηση τοῦ Πατριάρχη Ταρασίου. Ἀνάμεσα στίς ἀδελφές, πού μέ ζῆλο καί θυσία φύλαγαν τήν Ὀρθοδοξία καί βίωναν τήν ὀρθοπραξία, προστέθηκε ταπεινά, γιά νά συνεχίσει τόν ἀγώνα τῆς προσωπικῆς σωτηρίας καί τῆς ὑπηρεσίας τοῦ πλησίον. Οἱ μέρες της κυλοῦσαν μέσα στήν ἱερή διακονία, ὅπου σιωπηρά ἀνάλωνε τόν ἑαυτό της. Ἡ ἀείζωη πηγή τῆς ἀγάπης ἄρδευε τήν ὕπαρξή της καί τήν κρατοῦσε δροσερή καί χαριτωμένη ὥς τά 52 της χρόνια. Τότε ὁ Κύριος ἔστειλε τό προσκλητήριο, γιά νά ἀναπαύσει κοντά του τή βασιλόπαιδα Ἀνθούσα, τήν ἀρχόντισσα πού διάλεξε πολύτιμο στολισμό της τήν ὀρθόδοξη πίστη καί ἔδωσε τό δικό της «παρών» στήν αἰώνια φρυκτωρία τοῦ πνεύματος, κρατώντας ἄσβεστη τή φλόγα τῆς ἀλήθειας.

 Ἰχνηλάτης

Ἀπολύτρωσις 59 (2004) 80

Τρίτη, 09 Απρίλιος 2024 02:00

Γρηγόριος Ε΄

    ῏Ω μεγάλη μέρα ἐκείνου τοῦ Πάσχα (10 ᾿Απριλίου 1821), πόσο λαμπρή ἀνέτειλες στή θλιμμένη τοῦ Χριστοῦ ᾿Εκκλησία!...
  grigorios E  ᾿Αφοῦ γιόρτασε ὁ μακάριος Πατριάρχης τήν ᾿Ανάσταση, ἱερουργώντας καί τρώγοντας γιά τελευταία φορά ἀπό τό μυστικό πασχάλιο δεῖπνο πάνω στήν ἁγία Τράπεζα, ἐπέστρεψε στήν κατοικία του. Κι ἀμέσως πλῆθος ἀσεβῶν ὁπλοφόρων, ἐνῶ ἀκόμη ἦταν βαθιά χαράματα, περικύκλωσαν τό Πατριαρχεῖο, ὅπως ἡ σπείρα τοῦ Πιλάτου ξεχύθηκε νύχτα στόν κῆπο ὅπου συχνά πήγαινε ὁ Κύριος. ῎Ετρεμαν οἱ «χαῦνοι υἱοί τοῦ σκότους» τούς ἄοπλους καί συγκριτικά μ’ αὐτούς ἐλάχιστους καί τελείως ἀνίδεους γιά τό δράμα ἐκεῖνο χριστιανούς, μήν τρέξουν ἐκεῖ ὅλοι μαζί καί κάνουν ξαφνικά ἐπανάσταση.
    ᾿Εκεῖνοι, λοιπόν, πού ὁρίστηκαν ἀπό τόν τύραννο ἁρπάζουν καί συλλαμβάνουν τόν Πατριάρχη, τόν βάζουν σέ πλοῖο καί τόν ὁδηγοῦν πρῶτα στό λεγόμενο Παράλιο ᾿Εξώστεγο. ᾿Εκεῖ τοῦ στρώνουν τραπέζι νά φάει, θέλοντας νά κολακεύσουν τόν σεβάσμιο γέροντα, καί συνάμα νά τόν ἐνισχύσουν, γιά νά ἀντέξει στά βασανιστήρια. Φοβοῦνταν μήν ἀποκάμει, ἔτσι καθώς ἦταν ἤδη ἄτονος καί ἐξασθενημένος ἀπό τόν ἀγώνα τῆς ἁγίας νηστείας. ῾Ο γενναῖος ὅμως «᾿Ελεάζαρ» τῆς ᾿Εκκλησίας τούς εἶπε· «Τώρα ἔφαγα οὐράνιο καί γλυκύτατο ἄρτο, τόν ὁποῖο ἐσεῖς δέν γνωρίζετε. ᾿Από αὐτά τά φαγητά δέν ἔχω πλέον ἀνάγκη. Διότι πλησιάζει ἡ ὥρα νά ἐλευθερωθῶ ἀπό τό καθημερινό χρέος πρός τή γαστέρα καί ἀπό ὅλα τά δεσμά τῆς σάρκας καί τῆς φθορᾶς». Μόλις τά ἄκουσαν αὐτά οἱ κοιλιολάτρες, τόν φέρνουν ἀμέσως στό δεσμωτήριο. ᾿Από μακριά ἀσπάσθηκε ὁ ἀλησμόνητος Πατριάρχης τούς ἅγιους συνεπισκόπους καί συναθλητές του. Οἱ δήμιοι τόν καλοῦν σέ ἐξωμοσία. Πρῶτα τόν κολακεύουν, παρακαλώντας τον νά μήν ἐγκαταλείψει τόν ὡραιότατο αὐτόν ἥλιο καί τίς λαμπρές τιμές τοῦ βασιλιᾶ. ῎Επειτα ἀγριεύουν καί ἀπειλοῦν δείχνοντάς του ἕτοιμα τά ποικίλα βασανιστήρια. Αὐτός, μόλις τοῦ δόθηκε ὁ λόγος, εἶπε· «Κάμετε τό ἔργο σας. ῾Ο Πατριάρχης τῶν χριστιανῶν πεθαίνει χριστιανός!».
    Τόν μαστίγωσαν καί τόν ξάπλωσαν καταγῆς βάζοντας πάνω του μιά βαρειά πλάκα· τά σημάδια της εἶδαν ὕστερα πολλοί χριστιανοί, ὅταν οἱ ῾Εβραῖοι τόν ἔσερναν γυμνό στούς δρόμους. Μετά ἀπ’ αὐτά, ἀφοῦ ἔχασαν κάθε ἐλπίδα γιά ἐξωμοσία, τόν παρουσίασαν μπροστά στόν ἀρχισατράπη. Μέ καταφρόνια ὁ ἔπαρχος τόν παρέδωσε στήν καταδίκη.
    ῞Οπως οἱ σφῆκες τή σφηκοφωλιά τους, σάν νά ᾿ταν μικρό ἐλαφάκι, ἔτσι κύκλωσαν ἀμέσως τόν δίκαιο οἱ παράνομοι. ᾿Ανάμικτες φωνές ὑψώνονταν πάλλοντας τόν ἀέρα. Γέμισε ὁ Κεράτιος κόλπος πλοῖα καί τιάρες. ῎Εβραζε τρομερά τῆς κωπηλασίας ὁ πάταγος. Κι ὁ Πατριάρχης μέ συντροφιά δύο δημίους ἀποβιβάζεται πρῶτα στή σκάλα τοῦ Φαναρίου. Μόλις πάτησε στήν αἱματοβαμμένη ἐκείνη γῆ, σάν σέ γνωστό σφαγεῖο, ἔκλινε τά γόνατα καί τόν αὐχένα, περιμένοντας νά τόν ἀποκεφαλίσουν. ᾿Αλλά ἕνας δήμιος, σάν ἄγγελος τοῦ θανάτου, ἀφοῦ τόν χτύπησε στά πλευρά, τοῦ εἶπε· «Δέν εἶναι ὁ τόπος σου ἐδῶ». ᾿Οργισμένος τόν σήκωσε πάνω καί πρόσταξε νά τόν ἀκολουθήσει. Τόν ἀκολούθησε ἀμέσως ὁ Γρηγόριος «ὡς πρόβατον ἐπί σφαγήν». ῞Οταν ἔφτασαν στόν ὁρισμένο τόπο, ἄρχισαν νά ἑτοιμάζουν τήν ἀγχόνη ἀνάμεσα στίς πόρτες τοῦ πατριαρχικοῦ ναοῦ καί τοῦ Πατριαρχείου...
    ῾Ο μακάριος Πατριάρχης ἅπλωσε τά χέρια του κι εὐλόγησε τούς πιστούς. ῎Επειτα, στήλωσε τό βλέμμα του στούς οὐρανούς καί μέ δυνατή φωνή εἶπε· «Κύριε ᾿Ιησοῦ Χριστέ, δέξου τό πνεῦμα μου». Μέσα σέ μιά στιγμή ἔλαβε καί τήν ἀγχόνη καί τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
    ᾿Αφοῦ ἀτίμασαν τό νεκρό σῶμα τοῦ Πατριάρχη σέρνοντάς το στούς δρόμους, τό ἔρριξαν στό πέλαγος. Τρία νυχθήμερα τόν σεβάστηκε ὁ βυθός. Τόν ἀνακούφιζε παραδόξως ἡ πέτρα πού κρεμόταν ἀπό τόν τράχηλό του. Τόν ἀνασήκωναν τά κύματα τοῦ Πόντου. Τόν ὑποδέχθηκε ὁ εὐσεβής καραβοκύρης, καθώς πλησίασε στό πλοῖο του, τό ἑλληνικό μέ τή ρωσική σημαία, καί τέλος, μετά ἀπό τό μακρύ του ταξίδι, τόν εἴδαμε ὅλοι στήν ᾿Οδησσό σῶο καί ἀκέραιο, χωρίς καθόλου νά φαίνεται ὅτι ἦταν νεκρός ἤδη ἐδῶ κι ἕνα μήνα. Σήμερα, γύρω ἀπό τόν τάφο του μακαρίζουμε τήν ἔνδοξη μνήμη του, δοξάζοντας τόν Θεό «τόν θαυμαστόν ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ».

 

Οἰκονόμος ἐξ Οἰκονόμων,
Λόγος στό ἐτήσιο μνημόσυνο τοῦ ἀοιδίμου Πατριάρχου Κων/πόλεως Γρηγορίου Ε´.
᾿Απόδοση Β. ᾿Αντωνίου

 iosif imnografos Πίσω ἀπό τόν ὑπέροχο Κανόνα τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου διακρίνουμε τή μορφή του. Ὁ Ἰωσήφ ὁ ὑμνογράφος, ὁ ἱερομόναχος, ὁ ὅσιος, ὁλότελα δοσμένος στόν Θεό, ἔγινε σκεῦος ἐκλεκτό τῆς χάριτος.  
  Βίωμά του βαθύ ἦταν τό σχέδιο τῆς θείας Οἰκονομίας, μελέτημά του ἀγαπητό τά θαυμάσια τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Καί τό χέρι του ἔγινε ὄργανο θεϊκό, γιά νά ὑμνήσει τή δόξα τοῦ Θεοῦ, νά ψάλει τῆς Παναγίας Μητέρας τό κάλλος, νά τραγουδήσει τῶν μαρτύρων τά κατορθώματα.
  Ἡ καρδιά του ποθεῖ τόν Θεό, νικᾶ τά γήινα καί ὑψώνεται στόν οὐρανό. "Λυτρωτά μου, εὔσπλαγχνε Χριστέ, ὅταν μέλλῃς ἔρχεσθαι ἐν δόξῃ κρῖναι κόσμον τῇ στάσει τῶν ἐκλεκτῶν σου συναρίθμησον κἀμέ". Δέεται κι ἡ προσευχή του συγκινεῖ καί τίς δικές μας καρδιές. Ἡ θεοφιλής ψυχή του ψάλλει εὐγνώμονα καί κατανυκτικά τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ· "ἡ Παρθένος σήμερον τόν προαιώνιον Λόγον ἐν σπηλαίῳ ἔρχεται ἀποτεκεῖν ἀπορρήτως". Μέ δογματική ἀκρίβεια ἀλλά καί ποιητικό πλοῦτο οἱ στίχοι αὐτοί ἀντηχοῦν στούς ναούς καί στίς καρδιές μές στούς αἰῶνες. Ποιητής τῶν τροπαρίων τοῦ Κανόνα τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου βάζει στά χείλη μας τίς ὑπέροχες προσφωνήσεις πρός τή Θεοτόκο, τίς μεστές σέ περιεκτικότητα, πού κρύβουν βαθιά εὐσέβεια καί γνώση τῆς ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Πατέρων· "ρόδον τό ἀμάραντον", "Χριστοῦ βίβλος ἔμψυχος", "ἡδύπνοον κρίνον", "νεφέλη ὁλόφωτος".
  Καί τί θαυμαστό, στ᾿ ἀλήθεια! Τούτη ἡ εὐαίσθητη καρδιά τοῦ ποιητῆ εἶναι συγχρόνως ἡ γενναία καρδιά τοῦ ἀγωνιστῆ. Γεννημένος στή Σικελία τό 816 μ.Χ. ὁ Ἰωσήφ γνωρίζει ἀπό μικρό παιδί τόν πόνο τῆς ὀρφάνιας. Κι ὄχι πολύ ἀργότερα γεύεται τήν πίκρα τῆς προσφυγιᾶς, ὅταν τό 827 μ.Χ. οἱ Ἄραβες κυριεύουν τό νησί τους. Ὁ Ἰωσήφ μέ τήν εὐσεβῆ μητέρα του καί ὅλη τήν οἰκογένεια ἀναγκάζονται νά ᾿ρθοῦνε στόν ἑλλαδικό χῶρο. "Ξένο" τόν ὀνομάζουν οἱ βιογράφοι του, γιά νά ἐκφράσουν τῆς πολυκύμαντης ζωῆς του τήν ποικιλία σέ τόπους, συνθῆκες, καταστάσεις.
  Βρισκόμαστε στά σκληρά χρόνια τῆς εἰκονομαχίας. Στόν πόλεμο πού ᾿χει ξεσπάσει δέν στέκει ἀμέτοχος ὁ Ἰωσήφ, παρόλο πού ντυμένος τό ράσο τοῦ ἱερομονάχου ἀρχικά ἀναζητᾶ τήν ἡσυχία καί τή μόνωση στή βυζαντινή Θεσσαλονίκη. Ἀργότερα τόν βρίσκουμε στή Βασιλεύουσα νά μαθητεύει δίπλα στόν λόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας, Γρηγόριο Δεκαπολίτη. Κι ἔπειτα νά ἑνώνει τή φωνή του μέ τούς ἄλλους εὐθαρσεῖς ἀγωνιστές τῆς Ὀρθοδοξίας ἐνάντια στήν εἰκονομαχική πολιτική τοῦ Λέοντα Ε' τοῦ Ἀρμενίου (813-820).
  Ταραγμένη εἶναι καί στή συνέχεια ἡ ζωή του, ὅταν ἀναγκάζεται νά ἐγκαταλείψει τήν Κων/πολη μέ προορισμό τή Ρώμη, ἀλλά καθ᾿ ὁδόν πέφτει θῦμα πειρατῶν καί ὁδηγεῖται στήν Κρήτη. Πῶς νά μή θαυμάσει κανείς τό ψυχικό του μεγαλεῖο, ὅταν τόν ἀντικρύζει καί στίς σκληρές συνθῆκες τῆς αἰχμαλωσίας νά ἐργάζεται γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ καί νά συνθέτει ὕμνους καί ἱερές ἀκολουθίες!
  Μετά τήν ἐπιστροφή του στήν Κων/πολη τά ταλέντα του, τήν ἀγωνιστικότητά του, τήν ἐμμονή του στήν Ὀρθοδοξία, ἀναγνωρίζουν καί τιμοῦν ὁ πατριάρχης Γεννάδιος καί ὁ Μ. Φώτιος. Εὐθύς, ἀφιλοκερδής, τίμιος ἀγωνιστής ὁ Ἰωσήφ ἐπιθυμεῖ ἡ Ἐκκλησία νά μένει μακριά ἀπό κοσμικές ἐπιρροές. Ἔτσι πέφτει στή δυσμένεια τοῦ Βάρδα, ἀδελφοῦ τῆς αὐτοκράτειρας Θεοδώρας. Δύο φορές ἐξορίζεται. Στίς 3 Ἀπριλίου τοῦ 886 ἀναπαύεται γιά πάντα στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, στήν ὁποία εἶχε ἀποθέσει μέ ἐμπιστοσύνη τή ζωή του ὁλόκληρη.
  Ἡ ὀρφάνια καί ἡ προσφυγιά, ἡ αἰχμαλωσία καί ἡ ἐξορία δέν λύγισαν τή γενναία ψυχή του, δέν ἔκαμψαν τό ἀλύγιστο φρόνημά του. Οἱ Ἄραβες, οἱ πειρατές, οἱ εἰκονομάχοι δέν τόν πτόησαν, δέν μάραναν τήν ἁγνότητά του, δέν ἔφθειραν τήν τιμιότητά του. Ὄμορφη καί δροσερή ἡ ψυχή του στολισμένη μέ ἄνθη ἀρετῆς, πλουτισμένη μέ οὐράνιους θησαυρούς, ἐξαγνισμένη στό καμίνι τῶν θλίψεων, μᾶς ἐμπνέει, μᾶς συγκινεῖ, μᾶς διδάσκει νά ὑμνοῦμε τόν Κύριό μας ἐν παντί καιρῷ.

Ἰχνηλάτης

    

Πέμπτη, 18 Απρίλιος 2024 00:00

Μόνη μόνῳ Θεῶ...

maria aigyptia Ὁ γέροντας γονάτισε μέ δέος δίπλα στό σκῆνος. Κι ἔτσι ὅπως τό παρατηροῦσε μέ σεβασμό καί ἱερή στοργή, ἔφερε αὐτόματα στό νοῦ του τήν πρώτη φορά πού τήν εἶδε. Εἶχαν περάσει ἀκριβῶς δυό χρόνια ἀπό τότε. Τή συνάντησε ξαφνικά μέσα στήν ἔρημο. Θυμόταν καλά ὅτι τή βρῆκε ὁλομόναχη μέ μόνη συντροφιά τ᾿ ἀγρίμια. Καί ἡ ἴδια, ἄλλωστε, μέ ἀγρίμι ἔμοιαζε πιό πολύ παρά μέ ἄνθρωπο. Κι ἀκόμη λιγότερο μέ γυναίκα. Τή λυπήθηκε, ἔκλαψε γι᾿ αὐτήν. Ἦταν, λές, στηλωμένο κουφάρι, ἕνα πραγματικό σκέλεθρο ἀπό τήν ταλαιπωρία...
 Τώρα εἶχε μπροστά του ὅ,τι ἀπέμεινε ἀπό ἐκείνη τή σκιά τῆς παρουσίας της· τά λίγα κόκκαλά της κι ἕνα σημείωμα γραμμένο ἀπό τά χέρια της: «Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, θάψε ἐδῶ τό σῶμα τῆς ἄθλιας Μαρίας. Πέθανα τή μέρα πού κοινώνησα. Νά προσεύχεσαι γιά μένα».
 Ἦταν δωδεκάχρονο κορίτσι, ὅταν ἐγκατέλειψε τούς δικούς της γιά τή «μεγάλη ζωή» στήν πόλη τῆς Ἀλεξάνδρειας. Γρήγορα κατάντησε διαβόητη πόρνη. Πουλημένη ἐξολοκλήρου στό πάθος της ἀτιμαζόταν καί ἀτίμαζε. Πήγαινε ὁπουδήποτε θά μποροῦσε νά ἱκανοποιήσει τίς διαστροφές της, πολλές φορές χωρίς νά ζητᾶ χρήματα, μέ μόνο ἀντίτιμο τήν ἡδονή.
 Κάποια φορά μέσα στή ζάλη της σκέφθηκε νά ἐκμεταλλευτεῖ τά καραβάνια τῶν προσκυνητῶν, πού ταξίδευαν γιά τήν ἁγία γῆ. Πῆγε, λοιπόν, καί στά Ἰεροσόλυμα. Κι ἔκανε κι ἐκεῖ τά ἴδια. Ὥσπου μιά μέρα πέρασε ἀπό τήν ἐκκλησία καί θέλησε νά μπεῖ μέσα ἀπό περιέργεια. Μέ τό ξυπασμένο της θράσος ἀνέβηκε τά σκαλοπάτια σπρώχνοντας τό πλῆθος κι ἔκανε νά διαβεῖ τό μαρμάρινο κατώφλι. Μά ξαφνικά στάθηκε. Μαρμάρωσε ἡ ἴδια. Δέν μπόρεσε νά κάνει βῆμα παραπέρα. Μιά ἀκατανίκητη δύναμη τήν ἔσπρωχνε ἔξω. Τήν πίεζε ἀσφυκτικά. Κι ἐνῶ ὅλος ὁ κόσμος περνοῦσε στό ναό, αὐτή ἦταν ἀδύνατο νά προχωρήσει.
 Κι ἔμεινε ἐκεῖ δίπλα στή μεγάλη πύλη νά κλαίει μέ λυγμούς, αὐτή πού ποτέ της δέν λογάριασε φραγμούς καί ὅρια· πού ποτέ της δέν ἔνιωσε τήν ἀπόρριψη, τήν ἀποστροφή, τήν ἔσχατη ἐξουθένωση.
 Τότε, ἀνάμεσα στά κλάματα, «πληγεῖσα τήν καρδίαν», κατάλαβε. Ὁ Θεός τήν ἤθελε καθαρή, στήν πρώτη της παιδιάστικη ἁγνότητα· ὅταν στό πρόσωπό της μποροῦσε νά διακρίνει κανείς κάτι ἀπό τό κρυστάλλινο τοῦ οὐρανοῦ κι ὄχι ὅπως ἦταν τώρα, μέ τά πορνικά βαψίματα καί τούς μαύρους κύκλους τοῦ ξενυχτιοῦ γύρω ἀπό τά μάτια, μ᾿ ἕνα σῶμα καί μιά ψυχή κατασπιλωμένα ἀπό τήν ἁμαρτία. Ἔνιωσε τότε ξαφνικά ὅτι εἶχε ξεπέσει μπροστά Του· ὅτι Τόν εἶχε προδώσει.
 Δέν ἀπελπίστηκε. Μάζεψε ὅσο κουράγιο εἶχε κι ἔφυγε τήν ἴδια μέρα στήν ἔρημο, πέρα ἀπό τόν Ἰορδάνη. Κανένας δέν τήν ξαναεῖδε. Ἀλλά καί κανένας δέν ἀναρωτήθηκε ποτέ μέ συμπόνια γι᾿ αὐτήν ἄν ζῆ ἤ ἄν πέθανε.
 Γιά σαρανταεπτά ὁλόκληρα χρόνια ἔζησε κατάμονη «μόνῳ Θεῷ προσευχομένη». Πάλεψε ἀσυμβίβαστα μέ ὅ,τι βρώμικο κουβαλοῦσε μέσα της. Οἱ προσευχές της δέν μετριοῦνταν μέ ὧρες ἀλλά μέ ἡμέρες καί νύχτες. Πόσες φορές τά φαράγγια θ᾿ ἀντήχησαν τίς κραυγές τῆς ὀδύνης της! Πόσες φορές τό ξερό χῶμα θά νοτίστηκε ἀπό τά καυτά της δάκρυα! Δέν ζητοῦσε ἀπό τόν Θεό μερίδιο στό ἔλεός του. Ἔνιωθε ἀνάξια γι᾿ αὐτό. Μόνο τά ψίχουλα γύρευε σάν τό «σκυλί», ὅπως ἄλλοτε ἐκείνη ἡ Χαναναία· «καί γάρ τά κυνάρια ἐσθίει ἀπό τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπό τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν...». Ἔλειωνε μέσα στήν ἀγωνία καί στή λαχτάρα της. Κι ἔτσι σιγά-σιγά ἐξαφανίστηκε ἡ φημισμένη ὀμορφιά της, σκέβρωσε τό κορμί της, σκελετώθηκε. Ἀπέμεινε φάντασμα.
 Ὥσπου ὁ Κύριος ἀποφάσισε ὅτι ἔληξε ὁ καιρός τῆς δοκιμασίας της καί τῆς χάρισε αὐτό πού ζητοῦσε. Ἔστειλε τόν δοῦλο του Ζωσιμᾶ νά τή βρεῖ. Κι ἐκεῖνος, ἀφοῦ ἄκουσε τήν ἐξομολόγησή της, τήν καταξίωσε νά κοινωνήσει τῶν ἀχράντων μυστηρίων ἕνα χρόνο μετά.
 Ἦταν Μ. Πέμπτη, ὅταν δέχτηκε μέσα της τόν οὐράνιο Ἄρτο. Ὁ μαθητής πρόδιδε τόν Διδάσκαλο στούς παρανόμους. Ἅπλωνε τά χέρια στά ἀργύρια καί μαζί μ᾿ αὐτόν τά ἁπλώναμε κι ὅλοι ἐμεῖς, τά τέκνα τοῦ Ἀδάμ, ἐκείνου τοῦ πρώτου προδότη. Διότι τί ἄλλο θά πεῖ ἁμαρτία παρά προδοσία, ξεπούλημα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πού πάσχει γιά χάρη μας;
  Ἰδού ὅμως ὅτι ἡ Μαρία ἡ πόρνη, μία ἀπό ἐμᾶς, ξεπλήρωσε τοῦτο τό χρέος της. Κι ἐνῶ ὁ Ἰούδας ἄνοιγε τήν πόρτα στή νύχτα, αὐτή μετανοώντας ἐγκατέλειπε τό σκοτάδι κι ἔμπαινε στή χαρά τῆς βασιλείας Του «ἐν κροσσωτοῖς χρυσοῖς περιβεβλημένη, πεποικιλμένη». Ἡ Μαρία πού τήν εἴπανε Αἰγυπτία...

Ἰωάννης

Ἀπολύτρωσις 57 (2002) 87-88

Παρασκευή, 31 Μάρτιος 2023 03:00

Εἶναι γιά ὅλους

 osia maria Δέν εἶναι ψέμα πρωταπριλιάτικο. Εἶναι ἀλήθεια ἐπικυρωμένη ἀπό τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, δωρεά χορηγημένη ἀπό τή χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, αὐτό πού μᾶς προσφέρει ἐποπτικά καί βιωματικά ἡ Ἐκκλησία μας τήν 1η Ἀπριλίου: Τήν ἡμέρα αὐτή  τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία τή μνήμη τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας. Δίπλα στό «ἄνθος τῆς ἀφθαρσίας», τήν Παναγία μας, στήν ἁγιότερη μορφή τῆς ἀνθρωπότητος, πού ἰδιαίτερα τιμοῦμε αὐτήν τήν περίοδο, ἀπονέμει τιμή καί στήν πιό ἄθλια ἀνθρώπινη ὕπαρξη, πού κυλίσθηκε στόν χειρότερο ἠθικό βόρβορο καί πάτησε τά ἀπύθμενα βάθη τῆς διαφθορᾶς.
 Ἔκθαμβη ἡ ἀνθρωπότητα θαυμάζει τήν ἄσπιλη ἁγνότητα τῆς ἀειπαρθένου Μαρίας καί τή μεγαλύνει ὡς «καθαρωτέραν λαμπηδόνων ἡλιακῶν». Εὐλαβικά κλίνει τό γόνυ μπρός στήν ὑπέρλογη ὑπακοή καί στήν ὁλόψυχη ἀφοσίωση τῆς Κεχαριτωμένης, γιά τά ὁποῖα ἡ σεμνή Μαρία ἀναδείχθηκε ἡ κορυφαία τῶν συνεργατῶν τοῦ Θεοῦ, ἡ Παναγία Μητέρα τοῦ Θεανθρώπου.
 Μέ δέος ἡ ἱστορία καταγράφει τήν πορεία τῆς ἄλλης Μαρίας, τῆς Αἰγυπτίας: Χωρίς ἀναστολές καί αἰδώ ἔθεσε στήν ὑπηρεσία τῆς ἁμαρτίας τά σπάνια σωματικά καί ψυχικά χαρίσματά της. Παραδόθηκε ὁλοκληρωτικά στή δούλεψη τοῦ σκότους, ἔγινε μία διαβόητη πόρνη. Κι ὅταν ἔφθασε στό ναδίρ τῆς ἀθλιότητος, ἐκεῖ πού τό κακό «δέν ἔπαιρνε ἄλλο», πῆρε τήν ἡρωική ἀπόφαση: νά παραδοθεῖ στόν Θεό. Συγκλονιστική ἡ πολυετής μετάνοια καί ἄσκησή της στέκει παράδειγμα στούς αἰῶνες.
 Στόν παράδεισο ἡ Μαρία ἡ Αἰγυπτία ἀγάλλεται μαζί μέ τήν ἀειπάρθενο Μαρία. Ἀλλά καί στήν ἐπί γῆς στρατευομένη Ἐκκλησία, αὐτή πού κυλίσθηκε στή βρωμιά καί στήν ἀθλιότητα καί μ’ ὅλο τό εἶναι της ἐναντιώθηκε στό νόμο τοῦ Θεοῦ συνεορτάζεται μέ τήν ἄσπιλη, τήν πάναγνη καί κεχαριτωμένη δούλη τοῦ Κυρίου. Τί μήνυμα κατανυκτικό καί χαρμόσυνο! Τί δροσιά γιά τίς ψυχές πού πυρώνει ὁ πειρασμός καί σείει ἡ ἁμαρτία! Τί εὐφροσύνη γιά τούς πικραμένους ἀπό τό φαρμάκι τῶν παραβάσεων! Τί ἐνθάρρυνση γιά τούς ἀπελπισμένους ἀπό τίς ἀπανωτές πτώσεις στόν πνευματικό ἀγώνα!
Τό σκέφθηκες, ἀδελφέ μου συναμαρτωλέ; Μέ τή γέφυρα τῆς μετανοίας μποροῦμε ὅλοι οἱ ἁμαρτωλοί καί βρώμικοι νά περάσουμε στή δόξα τῆς καθαρότητος, στή μακαριότητα τῆς ἀναμαρτησίας. Ὁ παράδεισος εἶναι γιά ὅλους, γιά τούς ἁγίους ἀλλά καί γιά τούς ἁμαρτωλούς. Τό βεβαιώνει ἡ μνήμη τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας δίπλα στόν ἐγκωμιασμό τῆς Παναγίας. Τό ἐγγυᾶται τό αἷμα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού «καθαρίζει ἡμᾶς ἀπό πάσης ἁμαρτίας» (Α΄ Ἰω 1,7). Καθώς πορευόμαστε, λοιπόν, πρός τή Μεγάλη Ἑβδομάδα, νά ἑτοιμασθοῦμε! Μέ μετάνοια, ἐξομολόγηση καί ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἔχουμε τή δυνατότητα, ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοί καί ἀνάξιοι, νά συναντήσουμε τόν ἄσπιλο Νυμφίο καί νά ἀποδεχθοῦμε τή σωτηρία πού μᾶς χαρίζει.

Στέργιος Ν. Σἀκκος

Ἀπολύτρωσις 60 (2005) 99

Σάββατο, 28 Μάρτιος 2020 03:00

Ἅγιος Ζαχαρίας

AgiosZaxariasKorinthou01 Φοροῦσε τό μαῦρο ράσο κι ἔνιωθε πώς ἦταν ντυμένος τήν ἅγια παράδοση τῶν αἰώνων. Μέ τή συναίσθηση τῆς ἱερῆς κληρονομιᾶς του, ζοῦσε καί διακονοῦσε μέ ἀγάπη καί αὐταπάρνηση τό ποίμνιό του στήν πολιτεία τοῦ Κορινθιακοῦ, τή στολισμένη μέ πλέρια ὀμορφιά.
 Στό ναό καί στό δρόμο, στόν ἄμβωνα καί στό ἐξομολογητήρι, ἦταν ὁ ἐπίσκοπος Ζαχαρίας ὁ ποιμένας ὁ καλός. Στοῦ τριμμένου ράσου του τή σκιά βρίσκαν καταφύγιο καί στήριγμα οἱ ψυχές. Καί στήν ἅγια Τράπεζα οἱ ἄγγελοι ἔπαιρναν τίς καυτές προσευχές του γιά τούς ραγιάδες καί τίς ὕψωναν στό θρόνο τοῦ Θεοῦ.
 Ἔτσι, ντυμένος τό ράσο καί τήν ἀτίμητη κληρονομιά του, στάθηκε ὁ Ἱεράρχης τῆς Κορίνθου κι ὅταν τό 1684 τόν ὁδήγησαν μπρός στόν κατή, κι ὅταν τόν ἔρριξαν μέ μίσος στή φυλακή κι ὅταν τόν βασάνισαν ἀπάνθρωπα. Στά εὐλαβικά του στήθη κόχλαζε ἡ πίστη στόν Θεό, ἡ ἀγάπη στήν πατρίδα. Τό μαχαίρι τοῦ Τούρκου ἔδωσε τέλος μακάριο στόν ἅγιο Ἐπίσκοπο. Ἦταν ἄνοιξη, 30 Μαρτίου. Ἡ γῆ ἑτοίμαζε μυστικά τήν καρποφορία. Ἦταν Κυριακή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως. Ὁ πόνος τοῦ Σταυροῦ ἔκρυβε τό θρίαμβο τῆς Ἀνάστασης.
 Κι ὁ μαρτυρικός θάνατος τοῦ ἡρωικοῦ Ἐπισκόπου μήνυσε στούς ραγιάδες τήν καρποφορία τῆς θυσίας, τήν ἀνάσταση τοῦ Γένους.
 Ἔτσι ζοῦνε κι ἔτσι πεθαίνουν οἱ ὀρθόδοξοι κληρικοί χθές, τότε καί σήμερα. Ἡ βιογραφία τοῦ ἁγίου Ζαχαρία προστέθηκε στό συναξάρι τῆς Ἐκκλησίας μας, πλάι στούς βίους τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων· μά καί στήν ἱερή φάλαγγα τῶν νεομαρτύρων καί ἱερομαρτύρων, πού μέ τό ἅγιο παράδειγμα καί τήν ἡρωική θυσία τους ἔσπειραν τό φύτρο τῆς ἐλευθερίας. Προστέθηκε σέ κείνους πού μοιάζει νά τούς ἔχει ξεχάσει ἡ σημερινή Ἑλλάδα. Κι αὐτή ἡ λησμοσύνη βάζει μπουρλότο στά θέμελά μας. Ξεδιπλώνοντας μέ δέος τίς ματωμένες πτυχές τοῦ θαύματος τῆς 25ης Μαρτίου, θά ἀντικρύσουμε τίς ἀδούλωτες καρδιές ἑκατοντάδων ἱερομαρτύρων. Ἡ εὐγνωμοσύνη στό ματωμένο τους ράσο θά χαρίσει σέ μᾶς τή δύναμη νά διαφυλάξουμε ὅ,τι μᾶς παραδίδουν: τή λευτεριά τοῦ ξάστερου οὐρανοῦ καί τῆς τίμιας ζωῆς.

 

Ἰχνηλάτης

Ἀπολύτρωσις 54 (1999) 59
    

Σάββατο, 23 Μάρτιος 2019 02:00

Γιατί Παναγία;

panagia Ἀναρωτηθήκατε ποτέ γιατί ἀποκαλοῦμε τήν Παρθένο Μαρία Παναγία, ἐνῶ τόν ἴδιο τόν Κύριο τόν ὀνομάζουμε ἁπλῶς ἅγιο; Εἶναι ἕνα ἐρώτημα μέ τό ὁποῖο ἐπιχειροῦν νά μᾶς αἰφνιδιάσουν ὁρισμένοι αἱρετικοί, καταλήγοντας στό ἄτοπο συμπέρασμα ὅτι ἔτσι ἀποδίδουμε στό πλάσμα μεγαλύτερη τιμή ἀπ' ὅ,τι στόν Πλάστη. Τί συμβαίνει, λοιπόν; Θεωροῦμε τήν Παναγία ἀνώτερη ἀπό τόν ἅγιο Θεό; Κι ἄν ὄχι, τότε πῶς δικαιολογεῖται τό ὄνομά της;
 Μελετώντας τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία μαθαίνουμε ὅτι μία σειρά αἱρετικῶν, ἀπό τούς ἀρχαίους ἀντιδικομαριανῖτες μέχρι τίς σύγχρονες προτεσταντικές ἀποφύσεις καί μάλιστα τούς χιλιαστές, ἀποσκοπώντας κυρίως στό νά προσβάλουν τό δόγμα τῆς θεότητος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πολέμησαν μέ λύσσα τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας γιά τή μητέρα τοῦ Κυρίου. Κατεβάζουν τή Θεοτόκο στό ἐπίπεδο μιᾶς ἁπλῆς γυναίκας, πού δέν διαφέρει σέ τίποτε ἀπό ὅλες ἐκεῖνες τίς ψυχές πού εὐαρέστησαν τόν Κύριο. Ἐξάλλου οἱ παπικοί ὑπερτίμησαν τόσο πολύ τήν Παρθένο, ὥστε σχεδόν τή θεοποίησαν καί τήν ἐξίσωσαν μέ τά πρόσωπα τῆς ἁγίας Τριάδος, δημιουργώντας ἔτσι μία βλάσφημη τετράδα. Ἀνάμεσα στήν ὑποτίμηση τῶν προτεσταντῶν καί τήν ὑπερτίμηση τῶν παπικῶν, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας κρατᾶ τή Θεοτόκο στή θέση πού τῆς πρέπει, ἀποδίδοντάς της τήν τιμή πού ὁ Κύριος τῆς ἀναγνώρισε. Τιμᾶ τήν Κεχαριτωμένη ὡς τή μία μετά τόν Ἕνα, τό «λαμπρόν τῆς χάριτος γνώρισμα», τό καθαρόν τοῦ Λόγου σκήνωμα, τόν πανάμωμο ναό τοῦ Ὑψίστου. Γιατί ὅμως τήν ὀνομάζει Παναγία; Καί, προσβάλλει ἄραγε τόν Κύριο ἡ ὀνομασία αὐτή;
 Στήν πίστη μας ἕνας εἶναι «ὁ ἅγιος», ὁ τριαδικός Θεός. Αὐτόν ὑμνοῦν ἀκατάπαυστα οἱ οὐράνιες δυνάμεις μέ τόν τρισάγιο ὕμνο, ὅπως ἀποκαλύφθηκε στόν Ἠσαΐα· «ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πᾶσα ἡ γῆ τῆς δόξης αὐτοῦ» (Ἠσ 6,3). Σ' αὐτόν ὑποτάσσεται ἡ Ἐκκλησία, αὐτόν ὁμολογοῦν οἱ πιστοί. Στή θ. λειτουργία διακηρύττουμε ὅτι «εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός». Ὁ Θεός εἶναι ἀπόλυτα ἅγιος, γι' αὐτό καί δέν χρησιμοποιοῦμε ὑπερθετικά, οὔτε σύνθετα, πού ἐπιτείνουν τήν ἔννοια τῆς λέξεως ἅγιος, ὅταν αὐτή ἀναφέρεται στόν Θεό. Ἐντούτοις, ὁ ἅγιος Θεός ζητᾶ ἀπό τούς πιστούς του νά τόν μιμηθοῦν, νά γίνουν κι αὐτοί ἅγιοι, γιά νά εἶναι γνήσια παιδιά του. «Ἅγιοι γίνεσθε ὅτι ἐγώ ἅγιός εἰμι» (Λε 20,7· Α΄Πέ 1,16).
 Τό φαινόμενο αὐτό εἶναι συνηθισμένο στήν ἁγία Γραφή. Λέει π.χ. ὁ Κύριος στόν πλούσιο νεανίσκο· «οὐδείς ἀγαθός εἰ μή εἷς ὁ Θεός» (Μθ 19,17). Κι ὅμως, ὁ ἴδιος χρησιμοποιεῖ τόν χαρακτηρισμό «ἀγαθός» γιά ἕνα δοῦλο· «εὖ δοῦλε ἀγαθέ καί πιστέ!» (Μθ 25,23). Ἀκόμη, ἐνῶ ρητῶς ἀπαγορεύει στούς μαθητές του νά ὀνομάζονται διδάσκαλοι καί πατέρες (Μθ 23,8-11), ὑπῆρχαν πάντοτε καί ὑπάρχουν οἱ διδάσκαλοι καί πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι, λοιπόν, καί στήν Παλαιά καί στήν Καινή Διαθήκη, ἀλλά καί στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας στή συνέχεια, οἱ ἐκλεκτοί δοῦλοι τοῦ Θεοῦ, οἱ πιστοί του ἄνθρωποι ὀνομάζονται ἅγιοι. Ἅγιοι εἶναι οἱ προφῆτες, οἱ δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, οἱ ἀπόστολοι, οἱ διδάσκαλοι, οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὅσιοι, οἱ ἀσκητές, οἱ παρθένοι, οἱ ἐγκρατευτές, οἱ ὁμολογητές, οἱ νεομάρτυρες, ἀλλά καί οἱ ἁπλοί χριστιανοί. Ἀνάμεσα σέ ὅλους αὐτούς τούς ἁγίους, πού ἐν συγκρίσει μέ τήν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ εἶναι σχετικά ἅγιοι, διακρίνεται γιά τήν προσφορά της στήν πραγματοποίηση τοῦ θείου σχεδίου ἡ κεχαριτωμένη μητέρα τοῦ Κυρίου. Σέ σχέση μ' αὐτούς εἶναι ὑπεραγία, εἶναι ἡ Παναγία. Ἔτσι, ἀποδεικνύεται πόσο περιφρονοῦν τό Εὐαγγέλιο οἱ λεγόμενοι εὐαγγελικοί καί πόσο διαστρεβλώνουν τή Γραφή οἱ αὐτοαποκαλούμενοι «σπουδαστές τῆς Γραφῆς», πού δέν ἀναγνωρίζουν τούς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας.
 Ἡ Παναγία μας εἶναι ἡ μοναδική, αὐτή τήν ὁποία, ὅπως λέει ὁ ἱερός Δαμασκηνός, «τήν ἔφερε ὁ Θεός στόν κόσμο γιά νά ὑπηρετήσει τή σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, γιά νά ἐκπληρώσει τή βουλή τοῦ Θεοῦ, τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ του καί τή θέωση τῶν ἀνθρώπων». Τόσο πολύ ξεπερνᾶ ὅλους τούς μάρτυρες ἡ Παρθένος, ὅσο ὁ ἥλιος ξεπερνᾶ τά ἄστρα, γράφει ὁ ἅγιος Βασίλειος Σελευκείας. Εἶναι τό ἀριστούργημα τῆς ἀνθρωπίνης πλάσεως, τό σεπτόν κειμήλιον πάσης τῆς οἰκουμένης, ἡ λαμπροτέρα καί καθαραρωτέρα ἡλίου, τό ἐξαίρετον θαῦμα τῆς ἀγαθότητος τοῦ Θεοῦ.
 Θά χρειαζόταν χῶρος καί χρόνος πολύς γιά νά ἀπαριθμήσουμε τά ἐπίθετα καί τούς ἐπαίνους μέ τούς ὁποίους τήν στολίζουν οἱ ἅγιοι πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐκπληρώνοντας ἔτσι τήν προφητεία τῆς ἴδιας ὅτι «ἀπό τοῦ νῦν μακαριοῦσί με πᾶσαι αἱ γενεαί» (Λκ 1,48). Ἀρκεῖ ὅμως νά θυμηθοῦμε τόν ἔπαινο καί τή διάκριση πού τῆς κάνει ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὀνομάζοντάς την «Κεχαριτωμένη, εὐλογημένη ἐν γυναιξί» (Λκ 1,28). Τήν διαλέγει ὡς «ἐργαστήριον τῶν δύο φύσεων», γιά νά τοῦ δανείσει τά ἁγνά αἵματά της καί νά γίνει μητέρα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ. Ἔτσι τήν συνιστᾶ στήν ἱστορία ὡς τήν ὡραιότερη ψυχή, τήν εὐγενέστερη ὕπαρξη πού ἐμφανίσθηκε στήν ἀνθρωπότητα. Γι' αὐτό κι ἐμεῖς ὁμολογώντας ἀπόλυτα ἅγιο μόνο τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, μεγαλύνουμε ὡς πρώτη μεταξύ τῶν ἁγίων τήν Παναγία μητέρα του.

Στέργιος Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 39 (1984) 45-46

Παρασκευή, 24 Μάρτιος 2023 03:00

Εὐαγγελισμός

euaggelismos2 Ἁρμονικά συμπλέκονται αὐτόν τόν μήνα οἱ χαρούμενοι ἐαρινοί ἦχοι τῆς φύσεως πού ξυπνᾶ, μέ τά χαρμόσυνα θεῖα μηνύματα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, πού γιορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας. Καθώς γεμίζουν οἱ πλαγιές μέ χρώματα κι ὁ ἀέρας μέ μύρα, καθώς ἀναρριγᾶ τό κορμί ἀπό τό θάλπος τοῦ ἥλιου κι ἀναγαλλιάζει ἡ καρδιά ἀπό τήν περιρρέουσα τερπνότητα, γεμίζει ἡ ψυχή τοῦ πιστοῦ μέ χαρά καί εὐφροσύνη ἀκούγοντας τό «Χαῖρε!» τοῦ ἀγγέλου καί ἀγάλλεται ἡ ὕπαρξή του γιορτάζοντας τό πρῶτο φανέρωμα τοῦ μυστηρίου τῆς σωτηρίας. «Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, υἱός τοῦ ἀνθρώπου γίνεται… Εὐφραινέσθω ἡ κτίσις, χορευέτω ἡ φύσις!».
 Εἶναι, πράγματι, τό πιό καλό ἄγγελμα πού μποροῦσε νά δεχθεῖ ποτέ ἡ ἀνθρωπότητα, ὁ εὐαγγελισμός τῆς Θεοτόκου. Μετά τόν διωγμό ἀπό τόν παράδεισο εἶναι ἡ ἀνάκληση γιά ἐπιστροφή, μετά ἀπό τήν περιπλάνηση στούς δύσκολους δρόμους τῆς ἐξορίας εἶναι ἡ συνάντηση μέ τόν Ἀγαπημένο. Μέσα στό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ ἀνατολή, μέσα στή σκλαβιά τοῦ πονηροῦ εἶναι ἡ λύτρωση. Ἡ ἀρχαία κατάρα πρός τόν Ἀδάμ λύνεται καί ἡ πρώτη λύπη τῆς Εὔας διαλύεται, διότι σαρκώνεται Ἐκεῖνος πού θά ἐξαλείψει τά δεινά. Ὁ ἄνθρωπος καινουργιώνεται καί ἑνώνεται μέ τόν Θεό, καθώς ὁ Θεός συνάπτεται μέ τόν ἄνθρωπο καί μέσα στήν παρθενική μήτρα παίρνει τήν ἀνθρώπινη φύση καί τήν ξαναπλάθει καί τήν θεώνει.
Ἀλλά τό πιό σημαντικό καί πιό εὐλογημένο εἶναι ὅτι ὁ Εὐαγγελισμός δέν ἀποτελεῖ μόνο ἕνα γεγονός τοῦ παρελθόντος, πού ἐμεῖς ἁπλῶς γιορτάζουμε τήν ἀνάμνησή του, ἀλλά συνιστᾶ ἕνα συνεχές ἔργο τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο καί ἕνα ἀκατάπαυστο βίωμα τοῦ πιστοῦ στή ζωή του. Ἐκεῖνο τό μέγα μυστήριο, πού συνέβη μία φορά στήν Παρθένο Μαρία, ἐπαναλαμβάνεται συνεχῶς μέσα στήν Ἐκκλησία, ἐφ’ ὅσον τό ἴδιο τό ἅγιο Πνεῦμα πού ἐπισκίασε τότε τήν Παναγία, τό ἴδιο ἐπισκιάζει πάντοτε τήν Ἐκκλησία σέ ὅλους τούς αἰῶνες. Μυστικά καί μυστηριακά «σήμερον» ὁ Πατήρ εὐδοκεῖ καί ὁ Υἱός συλλαμβάνεται καί ἄγγελος ὑπηρετεῖ τό θαῦμα μέσα στό αἰώνιο παρόν τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτό δέν εἶναι οὔτε φιλοσοφικός στοχασμός οὔτε ψυχολογική φαντασίωση, ἀλλά μία ὑπέρλογη πραγματικότητα καί μία πνευματική ἐμπειρία τῆς χάριτος.
 Πρῶτα–πρῶτα ὁ Εὐαγγελισμός ἐπαναλήφθηκε στήν ἱστορία τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ὅταν τό Πνεῦμα τό ἅγιο ἦλθε καί κάθισε πάνω σέ κάθε ἕναν ἀπό τούς μαθητές καί ἵδρυσε καί γέννησε τήν Ἐκκλησία. Εἶναι, δηλαδή, ἡ Ἐκκλησία ὁ Χριστός πού γεννήθηκε μέ τήν ἐπιφοίτηση τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί ἀπό τότε αὐξάνει καί κραταιοῦται συνεχίζοντας τή ζωή καί τό ἔργο του. Ἡ παρουσία τῆς Ἐκκλησίας μέσα στόν κόσμο εἶναι παρουσία Χριστοῦ, ἡ ὁποία σέ κάθε στιγμή πραγματώνει ἕναν εὐαγγελισμό. Μέσα στό ἀνταριασμένο πέλαγος τοῦ κακοῦ καί τῆς ἁμαρτίας, πού ἀπειλεῖ νά μᾶς πνίξει, παρουσιάζεται σάν ἡ ἀσφαλής κιβωτός, πού ποντοπορεῖ σταθερά πρός τή σωτηρία. Μᾶς καλεῖ νά ἐπιβιβασθοῦμε σ’ αὐτήν καί μᾶς ὑπόσχεται ἀδιάψευστα ὅτι θά μᾶς σώσει γιά πάντα ἀπό τόν αἰώνιο θάνατο.
 Ἀλλά αὐτό τό ἀναντίρρητο ἱστορικό γεγονός τῆς Πεντηκοστῆς καί τῆς ἐμφανίσεως τῆς Ἐκκλησίας, πού ἀποτελεῖ συνέχεια καί ἔκφραση τοῦ πρώτου γεγονότος τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ἐπαναλαμβάνεται ἐπίσης μέσα στήν ἱστορία κάθε πιστῆς ψυχῆς καί ὄχι μόνο μία φορά.Κάθε μέρα καί κάθε στιγμή χρειάζεται νά ἀναβιώνουμε στή μυστική ζωή τῆς ψυχῆς μας τόν εὐαγγελισμό τῆς σωτηρίας μας, πού σημαίνει ὅτι χρειάζεται νά ἀνανεώνουμε τή σχέση μας μέ τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία του, ὥστε νά παραμένουμε ζωντανά μέλη στό σῶμα της καί νά ἔχουμε ἀδιάλειπτη τήν ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ. Κάποιος ἄγγελος τοῦ Θεοῦ –ἕνας δοῦλος κι ἀπόστολός του– μᾶς εὐαγγελίσθηκε κάποτε τό μήνυμα τῆς σωτηρίας καί ἀνακαινισθήκαμε. Ἡ χάρη τῶν μυστηρίων ζωντάνεψε μέσα μας ἕναν καινούργιο ἄνθρωπο, τά μάτια μας ἄνοιξαν σέ νέους ὁρίζοντες καί ἡ καρδιά μας συντονίσθηκε μέ τούς παλμούς μιᾶς ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰωνιότητος. Δέν πάψαμε ὅμως νά ζοῦμε ἀκόμη μέσα στή φθορά. Τά πλοκάμια της μᾶς ἀγκαλιάζουν καί ρουφοῦν τή ζωτικότητά μας, ἀπομυζοῦν τήν πνευματικότητά μας. Γι’ αὐτό, καλούμαστε σ’ ἕναν ἀκατάπαυστο ἐπανευαγγελισμό τοῦ ἑαυτοῦ μας.
 Τά μέσα καί τούς τρόπους γι’ αὐτή τήν ἀναβίωση μᾶς τά ἐξασφαλίζει βέβαια ἡ θεία χάρη. Μέ τήν καθημερινή μελέτη τῆς Γραφῆς μπορῶ νά ἀκούω κάθε μέρα τό χαιρετισμό τοῦ Κυρίου μου. Μέ τή συχνή κοινωνία στά μυστήρια μπορῶ νά παίρνω συνεχῶς Πνεῦμα ἅγιο. Μέ τή συνειδητή συμμετοχή στό ἔργο τοῦ ἁγιασμοῦ μου καί μέ τόν ὁλοπρόθυμο ἀγώνα μου μπορῶ νά συλλαμβάνω καί νά γεννῶ ἕναν Χριστό στή ζωή μου. Ἔτσι, γιορτάζω διαρκῶς Εὐαγγελισμό, πανηγυρίζω καί δοξολογῶ τόν Θεό πού εὐδοκεῖ νά ἐπισκέπτεται τήν καρδιά μου, καί μακαρίζω καί εὐχαριστῶ τήν ἁγία Μητέρα του καί Μητέρα μου γιά τόν καρπό τῆς κοιλίας της. Τό ἀποτέλεσμα εἶναι ἀβίαστα κι αὐθόρμητα, καθώς εὐαγγελίζομαι συνεχῶς τόν ἑαυτό μου, νά γίνομαι ὁ ἴδιος ἕνα ζωντανό εὐαγγέλιο γιά τούς ἄλλους καί νά καταγγέλλω γύρω μου τό λυτρωτικό μήνυμα τοῦ Χριστοῦ.
 Καί αὐτή εἶναι ἡ ἄλλη ὄψη τοῦ ἀδιάκοπου εὐαγγελισμοῦ πού ζῆ ἡ Ἐκκλησία. «Λαοί, εὐαγγελίζεσθε τήν ἀνάπλασιν τοῦ κόσμου!», προτρέπει ὁ ὑμνωδός. Ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, οἱ πιστοί, ἀναλαμβάνουν τό ἔργο νά κηρύξουν στόν κόσμο ὅτι «ὁ Θεός ὡς ἄνθρωπος βρεφουργεῖται ἀναπλάττων βρότειον ἅπαν γένος». Καί τό κήρυγμά τους εἶναι πολύ δυνατό καί πολύ πειστικό, διότι ἔχουν νά δείξουν γιά παράδειγμα τόν ἀναγεννημένο καί μεταμορφωμένο ἑαυτό τους. Μέ τόν τρόπο αὑτό ἡ Ἐκκλησία γίνεται τό μεγάφωνο, πού μεταφέρει στή γῆ τό μήνυμα τοῦ οὐρανοῦ, γίνεται ὁ ἀγωγός πού διοχετεύει στόν κόσμο τά δῶρα τοῦ Θεοῦ. Δείχνει τό δρόμο στούς ξεστρατισμένους, χαρίζει εἰρήνη στούς ταραγμένους, προσφέρει χαρά κι ἐλπίδα, ἀλήθεια καί ζωή. Στήν ἐποχή μας καί στήν κοινωνία μας, στήν ἀθλιότητά μας καί στήν τραγικότητά μας ἡ φωνή τῆς Ἐκκλησίας ἀκούγεται, πράγματι, ὅπως τό «Χαῖρε!» τοῦ Γαβριήλ. Μακάριοι ὅσοι μέ πίστη τήν ἐνωτίζονται καί κάνουν τόν Εὐαγγελισμό γεγονός τῆς ζωῆς τους!

Στέργιος Ν. Σάκκος

Ἀπολύτρωσις 42 (1987) 33-35
    
     

Παρασκευή, 20 Μάρτιος 2020 02:00

Πριγκιπική ἐπιλογή

 agia drosis Μέσα στή νύχτα, τήν ὥρα πού διαπράττονται οἱ μεγάλες ἁμαρτίες ἀλλά καί κατεργάζονται οἱ ὑψηλές πνευματικές ἀρετές, τήν ὥρα τῆς βαθειᾶς νύχτας διαλέγει ἡ βασιλοπούλα Δροσίδα γιά νά ἐγκαταλείψει τά ἀνάκτορα. Ἀφήνει τό πιό λαμπρό οἴκημα τῆς Ρώμης γιατί ἔχει ἐπιλέξει ἕναν ἄλλο λαμπρότερο πλοῦτο, ἕναν ἄλλο θησαυρό, τόν Πολύτιμο Μαργαρίτη. Διαφεύγει ἀπό τήν αὐστηρή ἐπιτήρηση τῆς ἔνοπλης φρουρᾶς καί φεύγει πρός ἄγνωστη κατεύθυνση. Ἡ ἀγάπη της θέλει νά ἀποτρέψει τόν πατέρα της ἀπό τό φοβερό ἔγκλημα τῆς παιδοκτονίας.
  Ὁ θιγμένος ἐγωισμός τοῦ αὐτοκράτορα Τραϊανοῦ ξέσπασε μέ μία ἔκρηξη ὀργῆς καί θυμοῦ ὅταν πληροφορήθηκε τή δραστηριότητα τῆς θυγατέρας του ἀνάμεσα στούς χριστιανούς. Πληροφοριοδότης ἦταν ὁ Ἀδριανός, ὁ σύμβουλός του καί μνηστήρας τῆς Δροσίδας. Οἱ χριστιανές γυναῖκες -ἀνάμεσά τους καί ἡ Δροσίδα- εἶχαν συλληφθεῖ τήν ὥρα πού περισυνέλεγαν τά σώματα τῶν μαρτύρων μετά ἀπό τή γενναία ὁμολογία καί τή μαρτυρική τους κοίμηση.
  Εἶχε περάσει περίπου μισός αἰώνας ἀπό τότε πού τό μαρτυρικό χέρι τοῦ ἁλυσοδεμένου ἀποστόλου ἀπό τίς φυλακές τῆς Ρώμης ἔγραφε στούς πιστούς τῆς Μακεδονίας «ἀσπάζονται ὑμᾶς οἱ ἅγιοι, μάλιστα δὲ οἱ ἐκ τῆς Καίσαρος οἰκίας» (Φι 4,22). Ἡ ἱερή σκυταλοδρομία τῆς πίστεως συνεχιζόταν μέσα στά παλάτια τῆς Ρώμης, στήν καρδιά τῆς εἰδωλολατρικῆς αὐτοκρατορίας. Τί κι ἄν ὁ Τραϊανός ὕψωνε ἀγέρωχα τά τείχη τῆς εἰδωλολατρίας; Τί κι ἄν ἐξέδιδε διατάγματα, ἐξαπέλυε ἀπειλές, ὅριζε σκληρές ποινές; Ὁ πόλεμος τοῦ μίσους μαινόταν ἀνελέητα, μά σέ κάποιες ψυχές ἔλαμπε τό οὐράνιο τόξο τῆς εἰρήνης.
  Μέσα στό παγερό σκοτάδι ἄνθιζαν κρίνα ὁλόλευκα. Ἄνθος τρυφερό ἡ νεαρή Δροσίδα, ἡ κόρη τοῦ Τραϊανοῦ, xάριζε τήν ἄνοιξη τῆς ζωῆς της στή θαυμαστή καί κραταιή ἀγάπη τοῦ νυμφίου Χριστοῦ. Αὐτός ἦταν ὁ ἄγνωστος γιά τούς ἄλλους Ἀγαπημένος τῆς καρδιᾶς της.
  Φίλες καί ἀδελφές της, πιστές στήν ἴδια κλήση, ἀφιερωμένες στήν ἴδια ἀποστολή πέντε ἀδελφές. Συνδέθηκαν μέ ἅγια φιλία καί δεσμό ἱερό μέσα στήν ἐκκλησία τῶν κατακομβῶν.
  Στό κύλισμα τοῦ καιροῦ, τό δρεπάνι τοῦ θερισμοῦ φανερώνει τά ὥριμα στάχυα. Καθημερινά κι ἄλλοι ἀδελφοί ἀνάμεσα ἀπό τούς πιστούς προστίθενται στήν ἐκκλησία τῶν πρωτοτόκων στόν οὐρανό. Οἱ εὐσεβεῖς παρθένες μέ κίνδυνο τῆς ζωῆς τους ἀνέλαβαν ὑψηλή ἀποστολή νά περισυλλέγουν τά σώματα τῶν μαρτύρων καί νά τά ἑτοιμάζουν γιά τήν ταφή. Κι ἄλλες φορές, μετά τά φρικτά μαρτύρια, νά ἀποθησαυρίζουν τά ματοβαμμένα λείψανα, θησαυρό πολύτιμο στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί φυλακτήριο πνευματικό. Ὑπέροχη σκηνή! Τό ἀνεξόφλητο χρέος τῆς ἀγάπης, ἡ τιμή στά ἱερά σφάγια τοῦ ἐσφαγμένου Ἀρνίου. Πρωτοστατεῖ στήν ἅγια διακονία ἡ κόρη τοῦ διώκτη, ταπεινή καί ἁπλή σάν ὅλες τίς ἄλλες ἀδελφές, δοσμένη στό μεγάλο ἔργο μέ αὐταπάρνηση καί ἀγάπη θυσιαστική.
  Μετά τή σύλληψη καί τή θαρρετή ὁμολογία, μέ σκληρότητα εἶχε διατάξει ὁ αὐτοκράτορας τόν μαρτυρικό θάνατο τῶν πέντε ἀδελφῶν μέσα σέ χωνευτήρι μέ λειωμένο χαλκό. Τίς καρδιές τους τίς ἔλειωσε ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, τό σῶμα τους τό διέλυσε τό μίσος τῶν ἐχθρῶν καί ἡ ψυχή τους κατέκτησε τό στεφάνι τῆς αἰωνιότητας. «Εἰ καὶ ἐχωνεύθητε λαμπραὶ Παρθένοι, ἀλλ’ Οὐρανοὺς οἰκεῖτε νῦν σὺν Ἀγγέλοις».
  Γιά τήν κόρη του ὁ αὐτοκράτορας ἀποφασίζει ἀπόλυτο ἀποκλεισμό μέ ἰσχυρή φρουρά. Ἐλπίζει πώς οἱ ἀπειλές του καί τά δελεάσματά του θά τή μεταπείσουν. Μάταια ὅμως. Ὁ εἰδωλολάτρης ξεχνᾶ πώς εἶναι πατέρας ἀλλά καί ἡ χριστιανή κόρη βάζει τόν πατέρα τοῦ οὐρανοῦ πάνω ἀπό τῆς γῆς τόν πατέρα. Εἶναι ἡ ὥρα πού ἐκπληρώνεται ἡ προφητεία τῆς Ἀποκαλύψεως «ὁ ἀδικῶν ἀδικησάτω ἔτι... καὶ ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι» (22,11).
  Ἡ Δροσίδα ἐγκαταλείποντας τό παλάτι βρῆκε καταφύγιο στό σπίτι κάποιων χριστιανῶν πού ἄνοιξε πρόθυμα νά φιλοξενήσει τήν ἡρωική ἀδελφή. Ἐκεῖ, ἔπειτα ἀπό ὀκτώ ἡμέρες καί ἐνῶ προσευχόταν, ἐκοιμήθη εἰρηνικά. Τήν παρέλαβε ὁ Κύριος γιά νά ἀνταμωθεῖ μέσα στό ἄπλετο φῶς του μέ τίς μαρτυρικές ἀδελφές της.
  Στίς 22 Μαρτίου τιμῶνται ἀπό τήν Ἐκκλησία μας οἱ πέντε «κανονικές» λεγόμενες παρθένες. Μαζί τους καί ἡ ἁγία Δροσίδα, κόρη τοῦ αὐτοκράτορα Τραϊανοῦ· ἡ νεαρή χριστιανή πού ἔζησε μέ ἁγνότητα καί φρόνημα μαρτυρικό ἐκεῖ ὅπου ἔπεφτε βαρειά ἡ σκιά τῆς καισαρολατρίας καί μόλυναν τήν ἀτμόσφαιρα οἱ ἀναθυμιάσεις τῆς διαφθορᾶς. «Δροσὶς λιποῦσα πατρικὴν πᾶσαν σχέσιν, ἐφεῦρε Χριστὸν τὸν ποθεινὸν Νυμφίον». Δίπλα στό ἅγιο ὄνομά της τό ὄνομα τοῦ πατέρα της, ἑνός μεγάλου διώκτη τῆς πίστης μας, ἀποτελεῖ μία ἰσχυρή ἀντίθεση πού διατρανώνει ὅτι οἱ ἀποφάσεις πού καθορί- ζουν τήν αἰώνια ζωή εἶναι προσωπικές ὅπως καί τό κάλεσμα τοῦ Θεοῦ. Οἱ κλήσεις τοῦ οὐρανοῦ ἀπευθύνονται σέ παλάτια καί καλύβια, σέ μεγαλουπόλεις καί χωριά, ἀγκαλιάζουν κάθε κοινωνική τάξη καί ἀναμένουν τή δική μας ἀνεπιφύλακτη ἀνταπόκριση.

 Ἰχνηλάτης

"Ἀπολύτρωσις", Μάρτιος 2014

Πέμπτη, 22 Μάιος 2014 03:00

Μυροβόλο λουλούδι

 Ἡ ἄνοιξη ἔβαφε τή γῆ μέ τά φωτεινά της χρώματα κι ἡ θάλασσα παιχνίδιζε ἀνέμελα. Σέ τοῦτο τό γιορτάσι τῆς φύσης γινόταν πιό φοβερή ἡ σκλαβιά, πιό βαρύς ὁ ζυγός πού χρόνια τώρα πολλά πίεζε τόν τράχηλο τῶν φτωχῶν ραγιάδων.
  Ἦταν τό τέλος τοῦ 18ου αἰώνα. Οἱ Κρητικοί ζοῦσαν πικρή τήν ἀπογοήτευση ἀπό τήν ἀποτυχία τοῦ ὀρλωφικοῦ κινήματος, στό ὁποῖο συμμετεῖχαν μέ ὅλο τόν ἐνθουσιασμό τῆς ἀνυπότακτης καρδιᾶς τους. Μά τοῦτο τό νεαρό βλαστάρι τῆς λεβεντογέννας κρητικῆς γῆς κράταγε μέσα του μιά σπίθα ἀπ᾿ τή φωτιά τῆς Πεντηκοστῆς, μιά ἀχτίδα ἀπό τό φῶς τῆς φυλῆς. Οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του τοῦ ἔδωσαν τό ὄνομα Μύρων καί ὁ Θεός τοῦ χάρισε -μύρο ξεχωριστό- μία χάρη καί γλυκύτητα, μιά σύνεση ἀσυνήθιστη πού τόν ἔκαναν σέ ὅλους ἀγαπητό.
 Στεκόταν στό λιμάνι τοῦ Χάνδακα (Ἡρακλείου), ἀγνάντευε πέρα μακριά κι ἀγκάλιαζε θαρρεῖς ὁλάκερη τήν Ἑλλάδα. Ὅλα σκοτεινά γύρω του κι αὐτός ἔκανε ὄνειρα. Τόν ἀγαποῦσε βαθιά τοῦτο τόν τόπο. «Ποιός θά φέρει τήν ποθητή λευτεριά;», συζητοῦσαν ἐναγώνια οἱ συμπατριῶτες του. Ὁ Μύρων πίστευε πώς μονάχα Ἐκεῖνος πού καί φέτος μές στήν ἀφάνεια καί τή σιωπή τοῦ χειμώνα προετοίμασε τό θαῦμα τῆς ἀνθοφορίας, ὁ παντοδύναμος Θεός, πού πλημμύριζε καί τούτη τήν ἄνοιξη μέ πλέρια ὀμορφιά. Ὁ Μύρων ζοῦσε τήν ἄνοιξη τῶν εἴκοσι χρόνων του καί νά, πλησίαζε καί φέτος ἡ τρανή γιορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Προσευχόταν θερμά, ζητοῦσε τό θαῦμα ἀπό Κεῖνον πού, σάν θέλει, μπορεῖ τά ἀκατόρθωτα. Κι ἔκανε τάμα ἱερό, μυστικό, ἀνομολόγητο: Ἄς δεχόταν ὁ Κύριος θυσία ζωντανή καί τή ζωή του ἀκόμη κι ἄς χάριζε στήν πατρίδα τήν ποθητή λευτεριά!
 Ἡ ἄδικη συκοφαντία κάποιων Τούρκων, πού φθονοῦσαν τή σταθερή σοβαρότητα καί τή φωτεινή ἁγνότητα τοῦ Μύρωνα, τόν ὁδήγησε στό δικαστήριο. Ἡ ὥρα τῆς θυσίας γιά τήν ψυχή πού τήν εἶχε λαβώσει ἡ ἀγάπη τοῦ Νυμφίου εἶχε φτάσει. Στό φοβερό δίλημμα νά σώσει τή ζωή του ἀρνούμενος τήν πίστη, ὁ Μύρων στέκεται ἀκλόνητος, ὁμολογώντας τόν Ἰησοῦ Χριστό μ᾿ ὅλη τή φλόγα τῆς νιότης του.
 Εἶναι 20 Μαρτίου τοῦ 1793. Στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου, ὅπου ἔχει στηθεῖ ἡ ἀγχόνη, ἐκτυλίσσονται συγκλονιστικές σκηνές πού ζωντανεύουν τή γενναιότητα τῶν πρώτων χριστιανῶν. Ὁ κρητικός λεβέντης ζητᾶ ταπεινά συγγνώμη ἀπό τούς συγχωριανούς του πού τοῦ συμπαραστέκονται. Πλησιάζει μέ δάκρυα καί τόν πατέρα του, ἀσπάζεται τό χέρι του καί παίρνει τήν πατρική εὐχή. Πόσο ἀτρόμητη ἀλλά καί τρυφερή συνάμα εἶναι ἡ καρδιά τῶν μαρτύρων!
  Ὁ ἀθλοθέτης Κύριος στεφανώνει τόν χαριτωμένο ἀγωνιστή τῆς πίστης μέ τό αἰώνιο φῶς πού ἀγάπησε. Τή λάμψη πού περιβάλλει τό ἄψυχο κορμί του τήν ἀντικρύζουν ὅλοι. Τήν ἀντικρύζουν οἱ Τοῦρκοι καί τρομάζουν· οἱ χριστιανοί καί δοξάζουν. Ἡ συνείδηση τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ κρατάει τή μνήμη τοῦ νεαροῦ μάρτυρα. Τό ὄνομά του ἀναφέρεται στό νέο μαρτυρολόγιο τῆς Ἐνετίας τοῦ 1799, ἕξι μόλις χρόνια μετά τόν μαρτυρικό του θάνατο: «Μύρον νοητόν, δόξα Κρήτης καί κλέος». Μυροβόλο λουλούδι μές στήν παγωνιά καί τήν ξηρασία ὁ νεομάρτυρας Μύρων, σεμνός κι ἀφανής ἥρωας τῆς λευτεριᾶς, μυρώνει τίς ψυχές μας μέ εὐωδία Χριστοῦ, μᾶς συγκινεῖ καί μᾶς ἐμπνέει!
 

Ἰχνηλάτης