Φοβισμένος καί ἀποθαρρυμένος βρίσκεται ὁ προφήτης Ἠλίας κρυμμένος μέσα σέ μιά σπηλιά τοῦ ὄρους Χωρήβ. Οἱ ἀπειλές τῆς Ἰεζάβελ τόν κυνηγοῦν καί ἡ ἀποστασία τοῦ λαοῦ τόν λυγίζει. Ἐκείνη τήν ὥρα τῆς πίκρας καί τῆς ἀδυναμίας ὅμως διαλέγει ὁ Κύριος γιά νά τόν ἐπισκεφθεῖ. Ἔρχεται καί τοῦ κλείνει συνάντηση, τοῦ ὁρίζει χρόνο καί τόπο, πού θά τόν δεῖ· «Θά βγεῖς», τοῦ λέει, «αὔριο καί θά σταθεῖς ἐνώπιον Κυρίου στό βουνό» (Γ΄Βα 19,11). Καί ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά τοῦ δίνει καί σημάδι ἀναγνωρίσεως, πῶς νά καταλάβει ὁ Ἠλίας τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ· «θά περάσει ἀπό μπροστά σου ὁ Κύριος», συνεχίζει. «Θά ξεσηκωθεῖ ἄνεμος δυνατός, ἀλλά δέν θά εἶναι ἐκεῖ ὁ Κύριος. Θά ἀκολουθήσει σεισμός, ὕστερα φωτιά, ἀλλά οὔτε ἐκεῖ θά εἶναι. Καί μετά τό πῦρ φωνή αὔρας λεπτῆς, κἀκεῖ Κύριος» (Γ΄Βα 19,11-12).
Ἔχει ποικίλους τρόπους νά παρουσιάζεται ὁ Θεός στούς ἁγίους του. Στόν Ἀβραάμ παρουσιάστηκε μέ τρεῖς ἀγγέλους, στόν Ἰσαάκ ἐμφανίσθηκε τή νύχτα καί στόν Ἰακώβ στόν ὕπνο του, στό Νῶε φανερώθηκε μέ τό οὐράνιο τόξο, στό Δανιήλ σέ νυχτερινό ὅραμα· ὁ Μωϋσῆς τόν εἶδε στή φλεγομένη βάτο καί ἀντίκρυσε «τά ὀπίσω» τῆς δόξης του, ὁ Δαβίδ τόν ἀναγνώρισε στόν ἄγγελο πού χτύπησε τό λαό μέ θάνατο, καί καθένας ἀπό τούς προφῆτες συνάντησε τόν Θεό, ὅπως ὁ Θεός εὐδόκησε καί ὅπως ἦταν συμφέρον γιά τόν προφήτη.
«Διά τήν πολλήν καί ἀπερινόητον ἥν ἔσχε πρός αὐτούς ἀγάπην», ἐξηγεῖ ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, σμικρύνεται ὁ Θεός καί σωματοποιεῖται, μικραίνει καί παίρνει σῶμα, μεταμορφώνεται καί γίνεται αἰσθητός σ’ αὐτούς πού τόν ἀγαποῦν, ὄχι ὅπως εἶναι, «ἀχώρητος γάρ, ἀλλά κατά τήν ἐκείνων χώρησίν τε καί δύναμιν».
Στόν Ἠλία, πού τό κήρυγμά του ἦταν θύελλα καί σεισμός καί φωτιά γιά τό λαό τοῦ Θεοῦ, ὁ Κύριος προτίμησε νά ἐμφανισθεῖ μέ τόν ἦχο μιᾶς ἁπαλῆς αὔρας.
Ἔχουμε συνδέσει κυρίως τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ μέ συγκλονιστικά γεγονότα. Καί περιμένουμε συνήθως τήν ἐπίσκεψή του μέ ἀστραπές καί βροντές, μέσα σέ καπνούς καί γνόφο. Ἀλλά ὁ Κύριος δέν ἐξαντλεῖται σ’ αὐτές τίς μεγαλειώδεις καί μεγαλοπρεπεῖς ἐμφανίσεις. Μάλιστα, δέν ἀποτελεῖ ἡ φοβερή ὄψη τήν καλύτερη εἰκόνα του, οὔτε εἶναι ἡ ὀργή τό ἀληθινό του πρόσωπο. «Μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ ὅτι πρᾶός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ» (Μθ 11,29), μᾶς ἀποκαλύπτει ὁ μονογενής Υἱός του, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, πού στό πρόσωπό του εἴδαμε, πράγματι, τόν Κύριο. Τό ἔλεος καί ἡ ἀγάπη τοῦ Πατέρα, ἡ μακροθυμία γιά τόν ἁμαρτωλό καί ἡ γλυκύτητα γιά τόν μετανοημένο εἶναι τά ἀληθινά του γνωρίσματα. Σάν αὔρα λεπτή φυσᾶ μέσα στίς καρδιές τῶν παιδιῶν του τό πανάγιο Πνεῦμα καί τίς δροσίζει, τίς ξεκουράζει, τίς καθαρίζει.
Ἀλλά γιά νά ἀντιληφθοῦμε ἔτσι τή θεία ἐπίσκεψη, χρειάζεται νά διαθέτουμε τά ἀνάλογα αἰσθητήρια. Ὅπως ἑρμηνεύουν οἱ νηπτικοί πατέρες, ὁ Κύριος ἐνεργεῖ σάν αὔρα λεπτή, χαρίζοντας φῶς καί εἰρήνη, στήν καρδιά ἐκείνη μέσα στήν ὁποία κατοικεῖ ὁ Χριστός καί ἡ ὁποία ἔχει προκόψει στό ἔργο τῆς προσευχῆς.
«Γι’ αὐτό τό λόγο», γράφει ὁ ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης, «ἔλεγε ὁ Θεός πρός τόν Ἠλία στό ὄρος Χωρήβ ὅτι ὁ Κύριος δέν εἶναι οὔτε στό ἕνα οὔτε στό ἄλλο, δηλαδή σέ ἐπί μέρους ἐνέργειες τῆς χάριτος γιά τούς ἀρχαρίους, ἀλλά σέ αὔρα λεπτή καί φωτεινή· μέ αὐτό ὑπέδειξε τήν τέλεια προσευχή». Καί ὁ ὅσιος Θεόγνωστος συμβουλεύει· «Ἄν ἐπιθυμεῖς νά ἀξιωθεῖς θείας θέας καί ἐμφανίσεως στή διάνοιά σου, προηγουμένως νά ἀσπασθεῖς τήν εἰρηνική καί ἥσυχη ζωή· καί ὅταν ἐνδιατρίψεις σ’ αὐτό τό ἔργο, γνώρισε καί τόν ἑαυτό σου καί τόν Θεό. Ἄν συμβεῖ αὐτό, τίποτε δέν ἐμποδίζει σάν μέσα σέ αὔρα λεπτή, μέ τήν καθαρή δηλαδή κατάστασή σου καί χωρίς νά θορυβεῖ κανένα πάθος σου, νά δεῖς νοερά αὐτόν πού εἶναι ἀθέατος σέ ὅλους, νά σοῦ γνωρίζει ἐναργέστερα τόν ἑαυτό του καί νά σοῦ εὐαγγελίζεται τή σωτηρία».
Ὁ πνευματικός ἀγώνας καί ἡ ἄσκηση εὐαισθητοποιοῦν τήν ψυχή τοῦ πιστοῦ, ὥστε νά νιώθει πάνω του τό ἄγγιγμα τοῦ Θεοῦ σάν τρυφερό χάδι. Σέ μιά καρδιά εἰρηνική, ἀπαλλαγμένη ἀπό πάθη, καί σέ μιά σκέψη καθαρή, φωτισμένη ἀπό τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, ὁ Κύριος ἔρχεται καί φανερώνεται γλυκύς καί πρᾶος μέσα ἀπό τίς θύρες πού ἀνοίγει ἡ Ἐκκλησία γιά τά μέλη της. Ἡ χάρη τῶν μυστηρίων, ἡ προσευχή καί ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ γίνονται ὁ χρόνος καί ὁ τόπος, ὅπου ὁ Κύριος κλείνει καί γιά μᾶς συνάντηση μαζί του. Κι ἄλλοτε περνᾶ σάν ἄνεμος σφοδρός, πού διαλύει τά βουνά τῶν παθῶν καί συντρίβει τίς πέτρινες καρδιές καί ἀπό τό φόβο καθηλώνει καί νεκρώνει τή σάρκα. Ἄλλοτε περνᾶ σάν σεισμός ἤ σάν σκίρτημα χαρᾶς μέσα στά σπλάγχνα μας, ὅπως μαρτυροῦν οἱ ἅγιοι πατέρες. Κι ἄλλοτε, στά γυμνασμένα μέ τήν ἀρετή πνεύματα, περνᾶ σάν ἁπαλή αὔρα. Ἔτσι, ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής γράφει ὅτι ὁ λόγος τῆς ἁγίας Γραφῆς γιά τόν διορατικώτερο νοῦ, αὐτόν πού ἔχει νικήσει τή φύση καί μπορεῖ νά πιάσει τά μηνύματα τοῦ Θεοῦ, εἶναι σάν νά ξεντύνεται τό σχῆμα τῶν ἀνθρωπίνων λέξεων καί νά ἀπηχεῖ τά νοήματά του μέ φωνή αὔρας λεπτῆς. Καί ὁ ἅγιος Μακάριος πάλι ἑρμηνεύοντας τό χωρίο λέει ὅτι ὁ Κύριος φανερώνει τήν παρουσία του «ἐν εἰρήνῃ καί ἡσυχίᾳ» καί ἀναπαύεται στήν προσευχή πού γίνεται μέ εἰρήνη καί κατάνυξη, ὄχι στήν προσευχή πού γίνεται μέ φωνές καί ταραχή· «τό μέρος τοῦτο ἰδιωτῶν ἐστι», εἶναι γνώρισμα ἀρχαρίων σημειώνει.
Εἶναι γεγονός ὅτι ὅσοι ἀγαποῦν θερμά τόν Κύριο συγκινοῦνται περισσότερο ἀπό τά ἐλέη καί τίς εὐλογίες του παρά ἀπό τήν ὀργή του. Ἀλλά καί ὁ ἴδιος ὁ Θεός προτιμᾶ νά μᾶς κάνει γνωστό τόν ἑαυτό του δείχνοντάς μας τήν ἀγάπη του, παρά χτυπώντας μας μέ τή δύναμή του. Ἐκείνη ἡ συνάντησή του μέ τόν Ἠλία ἦταν ἕνας ἔλεγχος γιά τή βιαιότητα του προφήτου. Ὁ Θεός ἤθελε νά τοῦ πεῖ καί νά τοῦ διδάξει ὅτι δέν θέλει τό θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ἀλλά τή σωτηρία του. Ἄν καί πολλές φορές τά σημεῖα τῆς ἀποτομίας του γιά τήν ἁμαρτία τοῦ λαοῦ εἶναι ἀναγκαῖα, ἐν τούτοις τό πραγματικό ἔργο τοῦ Θεοῦ μέσα στόν κόσμο δέν ἐκτελεῖται μέ τέτοια μέσα. Τό συγκλονιστικώτερο γεγονός τοῦ κόσμου, ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ, πού σήμανε τή σωτηρία μας, ἔγινε μέ τόν πιό ἀθόρυβο καί ταπεινό τρόπο, μέσα σέ μιά φάτνη ἑνός χωριοῦ. Ὅπως φυσᾶ μαλακά ἡ αὔρα, ἔτσι ἦλθε ὁ Κύριος ἀνάμεσά μας, ὥστε νά μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι τά λόγια ἐκεῖνα στόν προφήτη Ἠλία ἦταν μιά προφητεία γιά τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ. Ἀργότερα οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ εἶδαν τόν Ἠλία πάνω στό ὄρος τῆς Μεταμορφώσεως νά συζητᾶ μέ τόν Κύριο γιά τήν ἔξοδό Του «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου», πού θά γινόταν πάλι ταπεινά καί ἀδύναμα, ἀλλά πού αὐτή θά μεταμόρφωνε τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεός ἄλλη μιά φορά, γιά νά μᾶς μιλήσει καί νά μᾶς πείσει, δέν διάλεξε τούς βροντερούς ἤχους τῆς δυνάμεώς του, ἀλλά τούς γλυκεῖς ψιθύρους τῆς ἀγάπης του, πού τόν ἔφερε μέχρι τό σταυρό.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 44 (1989) 97-99
Ἄγγιγμα δροσιᾶς
Ἐπίκαιρο εἶναι μέσα στό καλοκαιρινό κάμα νά θυμηθοῦμε ἕνα περιστατικό ἀπό τή ζωή τοῦ πύρινου προφήτη ᾿Ηλία, πού τόν γιορτάζουμε μές στό κατακαλόκαιρο (20 ᾿Ιουλίου). Φοβισμένος καί ἀποθαρρυμένος κρύβεται ὁ ᾿Ηλίας μέσα σέ μιά σπηλιά τοῦ ὄρους Χωρήβ. Οἱ ἀπειλές τῆς ᾿Ιεζάβελ τόν κυνηγοῦν καί ἡ ἀποστασία τοῦ λαοῦ τόν πληγώνει. Αἰσθάνεται μόνος. ᾿Εκείνη τήν ὥρα τῆς πίκρας καί τῆς ἀδυναμίας διαλέγει ὁ Θεός, γιά νά ἐπισκεφθεῖ τόν ἄνθρωπό του. ῾Ο ἴδιος μάλιστα ὁρίζει τόν τόπο καί τό χρόνο συνάντησης· «Θά βγεῖς αὔριο», λέει στόν προφήτη, «καί θά σταθεῖς ἐνώπιον Κυρίου στό βουνό. Προσοχή! Θά περάσει ὁ Κύριος». Καί πῶς θά καταλάβει τή θεϊκή παρουσία ὁ ἄνθρωπος; «Θά πνεύσει δυνατός ἄνεμος πού διαλύει τά βουνά καί συντρίβει τούς βράχους, δέν θά βρίσκεται στόν ἄνεμο ὁ Κύριος· ἔπειτα θά γίνει σεισμός, δέν θά εἶναι στό σεισμό ὁ Κύριος. Μετά τό σεισμό θ᾿ ἀκολουθήσει φωτιά, δέν θά εἶναι στή φωτιά ὁ Κύριος. Μετά τή φωτιά θ᾿ ἀκούσεις αὔρα λεπτή κι ἐκεῖ θά εἶναι ὁ Κύριος!» (Γ´Βα 19,11-12).
Ὥρα μοναδική! «῾Ο ἄπειρος Θεός», λέει ὁ ἅγιος Μακάριος, «σμικρύνεται καί σωματοποιεῖται», γιά νά τόν δεῖ ὁ ἄνθρωπος. Σ᾿ ἄλλες στιγμές τῆς ἱστορίας ἐμφανίζεται ὁ Θεός μέ ἄλλες μορφές, συνήθως φοβερές· μέ βροντές, ἀστραπές καί καπνούς στόν Μωυσῆ, στό Σινᾶ, μέ πυρωμένο ἄνθρακα στόν διστακτικό ᾿Ησαΐα. Τώρα, στόν ζηλωτή προφήτη, τοῦ ὁποίου τό κήρυγμα ἦταν θύελλα καί σεισμός καί φωτιά γιά τόν λαό τοῦ Θεοῦ, ὁ Κύριος προτιμᾶ νά ἐμφανισθεῖ μέ τόν ἦχο τῆς ἁπαλῆς αὔρας.
Ἡ συγκεκριμένη ἐμφάνιση τοῦ Θεοῦ ἐλέγχει τή βιαιότητα καί σκληρότητα τοῦ προφήτη. Εἶναι μία συμβολική διδαχή ὅτι δέν θέλει ὁ Θεός τό θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀλλά τή σωτηρία του. Προτιμᾶ νά μᾶς κάνει γνωστό τόν ἑαυτό του δείχνοντας τήν ἀγάπη του, παρά προβάλλοντας τή δύναμή του. Νά μᾶς συγκινεῖ μέ τίς εὐλογίες, παρά νά μᾶς φοβίζει μέ τήν ὀργή του. Τό ἔλεος καί ἡ ἀγάπη τοῦ Πατέρα, ἡ μακροθυμία γιά τόν ἁμαρτωλό καί ἡ γλυκύτητα γιά τόν μετανοημένο εἶναι τά ἀληθινά του γνωρίσματα. ᾿Αρκεῖ νά διακρίνει στήν ψυχή τήν καλή προαίρεση, τή διάθεση γιά μετάνοια.
Ἐπιθυμώντας βαθιά τή σωτηρία μας ὁ Κύριος δέν ἐξαντλεῖται στίς μεγαλειώδεις καί μεγαλοπρεπεῖς ἐμφανίσεις. Μάλιστα δέν ἀποτελεῖ ἡ φοβερή ὄψη τήν καλύτερη εἰκόνα του οὔτε εἶναι ἡ ὀργή τό ἀληθινό πρόσωπό του. Μαρτυρεῖται αὐτό στό πιό συγκλονιστικό γεγονός πού εἶδε ὁ κόσμος· στήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἔγινε μέ τόν πλέον ταπεινό καί ἀθόρυβο τρόπο στή φτωχή φάτνη τῆς Βηθλεέμ. Λίγο ἀργότερα, τή μαρτυρία τοῦ ψαλμωδοῦ «ὅτι χρηστός ὁ Κύριος» (Ψα 33,9) τήν ἐπιβεβαιώνει ἡ αὐτοσύσταση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεανθρώπου «ὅτι πρᾶός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ» (Μθ 11,29).
Τί χρήσιμο μάθημα γιά τίς διαπροσωπικές μας σχέσεις νά προτάσσουμε τήν ἀγάπη τῆς βίας, νά προτιμοῦμε τό χαμόγελο ἀπό τά σφιγμένα χείλη! ᾿Αλλά γιά νά τό μάθεις αὐτό πρέπει πρῶτα νά βιώσεις τήν παρήγορη κι ἐνθαρρυντική ἀλήθεια ὅτι ὁ Θεός μας εἶναι «αὔρα λεπτή», Θεός ἐλέους καί ἀγάπης. Μόνο στήν ἄνετη ἀτμόσφαιρα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ἀνθίζει ἡ ἀγάπη γιά τόν συνάνθρωπο. Μακάρι νά τό καταλάβουμε!
Στέργιος Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 57 (2002) 147
Στήν ἀκαταπόνητη ἀναζήτησή μας γιά χαρά μέσα στήν καρδιά τοῦ καλοκαιριοῦ ἔρχεται νά μᾶς συναντήσει ἕνας ὄντως χαρούμενος καί χαριτωμένος ἄνθρωπος. Θά μᾶς βεβαιώσει πώς «ἡ ἀσύγκριτη χαρά πού μπορεῖ νά ζήσει ὁ ἄνθρωπος εἶναι νά βλέπει μέ τά μάτια τῆς πίστης τόν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης, τόν Χριστό» καί θά μᾶς χαιρετήσει μέ τόν ἀγαπημένο του χαιρετισμό: «Χριστός ἀνέστη, χαρά μου»· χαιρετισμός μιᾶς ψυχῆς πού βίωσε τήν ἀνάσταση στήν προσωπική ἔξοδο ἀπό τά πάθη καί τή φθορά.
Τό φωτεινό πρόσωπο καί ἡ ἔκδηλη χαρά ἑνός ἀνθρώπου, πού δέν ἔζησε τήν τέρψη καμιᾶς γήινης ἀπόλαυσης καί διάλεξε γιά τόν ἑαυτό του νά ζῆ ἀπόλυτα τόν Ἰησοῦ, δέν ἀποτελεῖ πειστική ἀπόδειξη γιά τό πόσο χορταίνει μέ εὐφροσύνη ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο;
Στίς 2 Ἰανουαρίου 1833 αὐτή ἡ χαρούμενη καρδιά σταμάτησε νά χτυπᾶ πάνω στή γῆ. Ὁ ἅγιος ἐκοιμήθη προσφέροντας τήν ἔσχατη σπονδή τῆς προσευχῆς του γονατισμένος, μέ τά μάτια προσηλωμένα στήν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, ἔχοντας λάβει τή θεία Κοινωνία. Ἄνθρωπος τῆς θεωρητικῆς ζωῆς ἀλλά καί τῆς διακονίας τοῦ ἀνθρώπου, πού βίωσε καί δίδαξε τή συνεχῆ μνήμη τοῦ Θεοῦ καί τῆς δόξας του. Μυρίπνοο λούλουδο ἄνθισε βαθιά μέσα στό δάσος ἐκεῖ πού μετά ἀπό τή μοναχική ζωή στό μοναστήρι τοῦ Σάρωφ, γιά δεκαέξι χρόνια ἀνέβαινε μέρα μέ τή μέρα τήν κλίμακα πού ὁδηγεῖ στόν οὐρανό. Ἀνάπαυσή του ἡ προσευχή καί τροφή του ἡ ἁγία Γραφή πού τήν ὀνόμαζε ἄρτο τῶν ἀγγέλων. Στόν ἀγώνα του ἐκεῖ τόν συντροφεύουν οἱ ἅγιοι πού εὐλαβεῖται καί ἰδιαίτερα ἡ Παναγία Μητέρα, πού ξέχωρα τήν ἀγάπησε καί τήν καλοῦσε «χαρά, τή μεγαλύτερη ἀπ᾿ ὅλες τίς χαρές».
Στό βίο τόν δοσμένο ὁλότελα στόν Θεό τά ἀναμενόμενα ἀνατρέπονται καί τά προσδοκώμενα ὑπερβαίνονται. Τό σῶμα ἀσκεῖται κι ἡ ψυχή ἀποκτᾶ φτερά, τά χείλη σιωποῦν καί ἡ καρδιά ἐπικοινωνεῖ μέ τόν οὐρανό. Ὁ ἅγιος Σεραφείμ ἐγκολπώθηκε τά ἀγαθά τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἄκακος σάν μικρό παιδί οἰκειώθηκε τόν Θεό καί τήν κτίση ὁλόκληρη· ἔτσι καί τά ἄγρια θηρία ὑποτάσσονταν στά προστάγματά του. Ἐνατενίζοντας τό ὑπερκαλλές πρόσωπο τοῦ Ἡλίου τῆς δικαιοσύνης, καταυγαζόταν ἡ ὕπαρξή του μέ τό ἔκπαγλο φῶς τῆς θείας ἐπιφανείας. Μέ τή μετοχή του στά ἄχραντα μυστήρια ἔβλεπε τήν πρώτη αὐγή τοῦ χρόνου ὅπως τό σήμερα καί θεωροῦσε οἰκεῖα τά ἔσχατα. Ὁ ὅσιος ἀπολάμβανε τό κάθε δῶρο τοῦ Θεοῦ πατέρα μέ δοξολογική διάθεση καί καρδιά εὐγνώμονη. Μέσα στήν εἰρήνη καί στή θεϊκή χαρά τόξευε ἱκεσίες στόν οὐρανό γιά τή σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου καί ὑποδεχόταν ἀγαπητικά κάθε ψυχή πού τόν πλησίαζε, μεταγγίζοντας τήν ἀναστάσιμη χαρά. Ἀναρίθμητοι ἄνθρωποι, κάθε κοινωνικῆς τάξης, ἔτρεχαν διψασμένοι κοντά του κι ἔβρισκαν ἀνάπαυση καί πνευματική καθοδήγηση ἀπό τόν μικρόσωμο ἅγιο, τήν εἰκόνα τῆς μυστικῆς χαρᾶς τῶν λυτρωμένων παιδιῶν τοῦ Θεοῦ.
Πνευματοφόρος ἄνθρωπος, ὄντως χαριτωμένος ὁ ὅσιος Σεραφείμ γεννημένος στά 1759 στό Κούρσκ τῆς κεντρικῆς Ρωσίας ἀποτελεῖ ἕνα ὁλόφωτο ἀστέρι τῆς ρωσικῆς γῆς καί ἀκτινοβολεῖ τήν ἁγιότητα. Ἐνσαρκώνει τήν παράδοση ὅλων τῶν ἁγίων μέ τήν ταπεινωσύνη καί τήν ἀγάπη, μέ τή βαθειά εἰρήνη καί τήν ἀναφαίρετη χαρά.
Διατρανώνει σέ μᾶς τούς ὁδοιπόρους στά μονοπάτια τῆς γῆς πώς ἡ γνήσια χαρά εἶναι προνόμιο τῶν ἐν Χριστῷ λυτρωμένων ψυχῶν πού ζοῦνε τήν κοινωνία μαζί Του, πηγάζει ἀπό τή θεία παρουσία στό ἐσωτερικό τοῦ ἀνθρώπου καί καρπίζει μέ τήν πνοή τοῦ Παρακλήτου. Αὐτή τή χαρά κανένας ἡγέτης αὐτοῦ τοῦ κόσμου δέν μπορεῖ νά παράσχει καί κανένα ἐργοστάσιο αὐτῆς τῆς γῆς νά παραγάγει.
Στίς 19 Ἰουλίου τιμώντας τήν ἀνακομιδή τῶν λειψάνων τοῦ ἁγίου τῆς χαρᾶς, τοῦ ἁγίου Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ, ζητοῦμε τίς πρεσβεῖες του, γιά νά χαρίζει ὁ Κύριος στήν καρδιά μας τή χαρά του θησαυρό ἀσύλητο, σφραγίδα τοῦ ἐν ἡμῖν ἁγίου Πνεύματος.
Ἰχνηλάτης
Δεμένος μέ τή ζωή μας ὁ πόλεμος, ὁ ἀγώνας γιά τήν ἐπιβίωση, τήν φυσική ἀλλά -ὄχι λιγότερο- καί τήν πνευματική. Τό θέμα εἶναι παλιό ὅσο καί ἡ ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά καί ἐπίκαιρο, ἄρρηκτα συνδεδεμένο μέ τήν συγκεκριμένη καθημερινότητα τοῦ πιστοῦ. Ἄφθονα τά θεόπνευστα μηνύματα καί παραγγέλματα τῆς ἁγίας Γραφῆς μᾶς καλοῦν νά γρηγοροῦμε, διότι καθημερινά δίνουμε μάχη σκληρή καί ἄνιση. Παλεύουμε ὄχι μέ ἀνθρώπους ἀλλά «πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου» (Ἐφ 6, 12), μέ τίς σκοτεινές δυνάμεις τοῦ σατανᾶ.
Ἄφθονες καί οἱ σχετικές παραινέσεις καί διδαχές τῶν ἁγίων πατέρων καί διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀνάμεσά τους ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης (1749-1809), ὁ φιλόπονος καί διαπρεπής νάξιος μοναχός τῶν τελευταίων χρόνων τῆς τουρκοκρατίας, πού τιμοῦμε στίς 14 Ἰουλίου. Πολλά τά συγγράμματά του, ἀναφέρονται σέ ποικίλους κλάδους τῆς Θεολογίας καί ἀποτελοῦν θησαυρό πολύτιμο γιά τήν στρατευομένη Ἐκκλησία. Ἕνα ἀπό τά πιό γνωστά, πού μᾶς δίνει καί τήν ἀφορμή γιά τό σύντομο μήνυμά μας, εἶναι ὁ «Ἀόρατος πόλεμος»· κυκλοφορεῖται σέ προσιτές ἐκδόσεις, μεταγλωττισμένος μάλιστα καί στήν καθομιλουμένη.
Ἡ βαθειά γνώση τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς καί τοῦ σφοδροῦ ἀγώνα γιά τήν τελείωσή της, ἡ προσωπική ἐμπειρία αὐτοῦ τοῦ ἀγώνα καί -ὁπωσδήποτε- ὁ φωτισμός τῆς θείας χάριτος συνεργάσθηκαν ἁρμονικά γιά νά μᾶς χαρίσουν στό σοφό αὐτό βιβλίο συστηματοποιημένους «τοὺς τρόπους τοῦ πολεμεῖν» γιά τήν ἀναχαίτιση τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων καί τήν κατάκτηση τῆς τελειότητος.
Μέσα στόν κυκεώνα τῶν θεμάτων καί προβλημάτων πού μᾶς κατακλύζουν σέ προσωπικό, οἰκογενειακό, ἐθνικό, πανευρωπαϊκό καί παγκόσμιο ἐπίπεδο φαντάζει πολυτέλεια ὁ λόγος περί πνευματικῆς τελειότητος. Ὡστόσο, εἶναι ἀκριβῶς αὐτό ἀπό τό ὁποῖο πρέπει νά ξεκινήσουμε, ἄν θέλουμε νά βγάλουμε κάποια ἄκρη. «Νά τά βροῦμε» μέ τόν ἑαυτό μας πρῶτα, γιά νά μποροῦμε ἔπειτα νά δημιουργήσουμε σχέσεις ἁρμονικές μέ τούς γύρω μας, ὥστε νά ἀρέσουμε στόν Θεό. Αὐτό εἶναι ἡ τελειότητα, ὁ σκοπός στόν ὁποῖο ἀποβλέπει ἡ ἐπί γῆς ζωή μας.
Σαφῆ καί πολύ πρακτικά τά μέσα πού προτείνει ὁ ἅγιος Νικόδημος γιά τήν ἐπιτυχία τοῦ πνευματικοῦ πολέμου: «α) τὸ νὰ μὴ θαρρεύεσαι (= νά μήν ἔχεις ἐμπιστοσύνη) ποτὲ εἰς τὸν ἑαυτόν σου· β) τὸ νὰ ἔχῃς πάντοτε ὅλον σου τὸ θάρρος καὶ τὴν ἐλπίδα εἰς τὸν Θεόν· γ) τὸ νὰ ἀγωνίζεσαι πάντοτε καὶ δ) τὸ νὰ προσεύχεσαι». Φαντάζεσθε πόσο θά ἄλλαζε ἡ καθημερινότητα ἐκείνου πού θά ἤθελε νά υἱοθετήσει τήν πολεμική τακτική τοῦ ἁγίου Νικοδήμου;
Ἀδελφέ μου, μέ πολλούς τρόπους ἀγωνίσθηκες μέχρι σήμερα καί πολλές ἀπογοητεύσεις ἔζησες. Τί ἐμποδίζει νά δοκιμάσεις καί τήν μέθοδο τοῦ ἁγίου Νικοδήμου; Ἡ μνήμη του ἀποτελεῖ μία πρόκληση καί ἡ εὐχή του εἶναι, σίγουρα, μία ἐγγύηση γιά τήν ἐπιτυχία. Καλό ἀγώνα, λοιπόν!
Ἀ.
Ἀπολύτρωσις 68 (2013) 163
Μές στόν πιό ζεστό μήνα τοῦ ἔτους, μές στόν ᾿Ιούλιο, πού τό θερμόμετρο δείχνει τίς πιό ὑψηλές θερμοκρασίες, ἡ ᾿Εκκλησία μας προβάλλει μιά φλογερή ὕπαρξη, μιά ψυχή πού ἐδονεῖτο ἀπό πόθο γιά τόν Θεό κι ἀγάπη πρός τούς «παμπόθητους», ὅπως τούς ὀνομάζει, ἀδελφούς· τόν ἅγιο Νικόδημο τόν ῾Αγιορείτη. Μέ τό δικό του... θερμόμετρο καλούμαστε νά ἐλέγξουμε τή δική μας ἀγάπη πρός τόν Χριστό. Μᾶς ὠθεῖ, ἐξάλλου, σ᾿ ἕναν τέτοιο ἔλεγχο, ἰδιαίτερα ἴσως τίς μέρες αὐτές, τό παράπονο τοῦ Κυρίου· «καί διά τό πληθυνθῆναι τήν ἀνομίαν ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν» (Μθ 24,12).
Ὁ ἅγιος Νικόδημος γεννήθηκε στή Νάξο τό 1749. Ἀπό μικρός ἀκόμη ξεχώριζε γιά τήν ὀξύνοια, τή φιλομάθεια καί τή μνήμη πού διέθετε, χαρίσματα πού τόν ἀνέδειξαν ἕναν ἀπό τούς λογιώτερους ἄνδρες τῆς ἐποχῆς του. Τήν πολύπλευρη καί ἄρτια μόρφωση, πού ἔλαβε τόσο στή σχολή τῆς Νάξου ὅσο καί στήν Εὐαγγελική Σχολή τῆς Σμύρνης, θέλησε νά τή θέσει στήν ὑπηρεσία τῆς ᾿Εκκλησίας. Αὐτό πού ταπεινά ζητοῦσε στήν προσευχή του ἦταν· «Κύριε, ποίησόν με οἷον θέλεις, ὡς θέλεις, κἄν θέλω, κἄν μή θέλω».
Κι ὁ Κύριος τόν τοποθέτησε, σάν σέ κάποια ὑψηλή σκοπιά, στό ῞Αγιο ῎Ορος, γιά νά φωτίζει ἀπό ἐκεῖ ὁλόκληρο τόν χριστιανικό κόσμο. ῏Ηταν τά δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια πού τό Γένος βρισκόταν κάτω ἀπό τόν βαρύ ζυγό τῆς σκλαβιᾶς. ῾Ο ἅγιος ἔβλεπε τούς χριστιανούς βυθισμένους στήν ἄγνοια καί τήν ἀμέλεια γιά τά θέματα τῆς πίστεως καί πονοῦσε βαθιά. Κι ὁ πόνος του γινόταν ἀγωνία, ὅταν διαπίστωνε τήν ἐπικράτηση συνηθειῶν ξένων πρός τό ὀρθόδοξο πνεῦμα.
Ἀπό τό ῞Αγιο ῎Ορος, λοιπόν, ὅπου μονάζει, ὑψώνει δυό μεγάλους κι ἱερούς πυρσούς· ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ - ΣΥΧΝΗ ΘΕΙΑ ΜΕΤΑΛΗΨΗ.
Μαζί μέ τούς λεγόμενους κολλυβάδες θέτει στόχο τῆς ζωῆς του τήν ἀναγέννηση τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος τοῦ ποιμνίου, τήν ἐπιστροφή στή βιβλική καί πατερική παράδοση.
Γιά τό σκοπό αὐτό ἐργάστηκε ἀψηφώντας τόν κόπο, μερόνυχτα ὁλόκληρα, ὑπερνικώντας πολλές φορές τό ἀσθενές τῆς φύσεώς του, κι ἄφησε στήν ᾿Εκκλησία θησαυρό συγγραμμάτων. Μόνο τό ἑρμηνευτικό του ἔργο ἀριθμεῖ 2.920 σελίδες. Γράφει χαρακτηριστικά γιά τή μελέτη τοῦ θείου λόγου καί συγκεκριμένα τῶν ἐπιστολῶν τοῦ ἀποστόλου Παύλου, τόν ὁποῖον ὑπεραγαπᾶ· «Πληροφορῶ γάρ τήν ἐν Χριστῷ ὑμῶν ἀγάπην, ὅτι ἀνίσως ἔτσι κάμνετε καί συνεχῶς τόν Παῦλον εἰς τάς χεῖρας λαμβάνετε, ἐντός ὀλίγου χρόνου θέλετε λάβει μίαν παράδοξον μεταμόρφωσιν, κατά τά ἤθη καί κατά τήν ζωήν. Διότι αἱ ἐπιστολαί τοῦ μακαρίου Παύλου ἔχουν τοιαύτην ὑπερφυσικήν δύναμιν νά μεταμορφώνουν τούς ἀνθρώπους, νά σαγηνεύουν καί νά διασώζουν ὅλην τήν οἰκουμένην».
Ἰδιαίτερα ἀγωνίστηκε γιά τή συχνή θεία Μετάληψη. Τό «Βιβλίον ψυχωφελέστατον περί συνεχοῦς μεταλήψεως τῶν ἀχράντων τοῦ Χριστοῦ μυστηρίων», ὅπου ἁπλοποιεῖ τό πόνημα τοῦ ἁγίου Μακαρίου Νοταρᾶ, εἶδε πολλές ἐκδόσεις κι ἔγινε ἕνας πραγματικός φωτοδότης καί πνευματικός ὁδηγός τῶν χριστιανῶν γιά τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. «Καί αὐτά δέ τά ὀνόματα τῆς λειτουργίας, μέ τά ὁποῖα ὀνομάζεται κατ᾿ ἐξαίρετον Κοινωνία καί Σύναξις, εἶνε ἀναγκαστικά τρόπον τινά εἰς τήν συχνήν Μετάληψιν, διότι Κοινωνία καί Σύναξις σημαίνει, ὅτι διά μέσου τῆς Μεταλήψεως τοῦ σώματος καί αἵματος τοῦ Χριστοῦ ὅλοι οἱ πιστοί συνάγονται, κοινωνοῦσι καί ἑνώνονται μέ τόν Χριστόν καί γίνονται μέ αὐτόν ἕνα σῶμα, καί ἕν πνεῦμα.
Λοιπόν ἀπό ὅλας αὐτάς τάς ἱεράς τάξεις τῆς θείας λειτουργίας, σᾶς ἐρωτῶ, ἀδελφοί μου, νά μοῦ εἴπητε ἐν φόβῳ Θεοῦ καί συνειδήσει τῆς ψυχῆς σας, δέν εἶνε φανερόν ὅτι εἶνε ὑποχρεωμένοι οἱ Χριστιανοί, οἵτινες πηγαίνουν εἰς τήν λειτουργίαν, νά μεταλαμβάνουν συχνά; Δέν ἔχουσι χρέος νά ἐνεργοῦν τοῦτο, καί διά νά φανῇ πῶς εἶνε κοινωνία, σύναξις καί δεῖπνος καί διά νά μή φαίνωνται παραβάται ἐκείνων ὅσα πιστεύουν καί ὁμολογοῦν; Εἰ δέ καί δέν μεταλαμβάνουν ὡς ὁμολογοῦν, φοβοῦμαι, φοβοῦμαι, μήπως εὑρίσκωνται παραβάται· ἀλλά καί ὁ ἱερεύς ὅστις τούς προσκαλεῖ καί αἱ ἄλλαι ἱερολογίαι καί ἱεροπραξίαι καί τάξεις ὅπου γίνονται εἰς τήν λειτουργίαν, δέν ἠξεύρω πλέον ἄν ἔχουν τήν ἀληθινήν τάξιν καί τόν πρέποντα τόπον τους. ᾿Επειδή ὅλοι ἀπό μιᾶς παραιτοῦνται καί μήτε ἕνας Χριστιανός δέν εὑρίσκεται νά τάς πληρώσῃ καί νά ὑπακούσῃ εἰς τέτοιον κάλεσμα τοῦ ἱερέως ἤ, διά νά εἴπω καλλίτερα, τοῦ Θεοῦ, ἀλλά γυρίζει ὀπίσω ἄπρακτος μέ τά ῞Αγια, χωρίς νά τόν καταδεχθῇ τις καί νά προσέλθῃ νά μεταλάβῃ». ῏Ηταν τόση ἡ διαστρέβλωση τῆς Παραδόσεως, ὥστε εἶχε εἰσχωρήσει ἀκόμη καί σ᾿ αὐτά τά προπύργια τῆς ᾿Ορθοδοξίας, στά μοναστήρια τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους. Γιά πολλά χρόνια ἀντιμετώπισε σκληρή πολεμική. Τά ὑπέμεινε ὅμως ὅλα μέ καρτερία καί φύλαξε μέχρι τέλους ἀλώβητη τήν πίστη τῶν Πατέρων.
Κι ἦταν αὐτή ἡ στενή ἐπαφή μέ τό λόγο τοῦ Θεοῦ καί μέ τό Μυστήριο τῆς θείας Κοινωνίας πού ἔτρεφε τή ζηλευτή μυστική ζωή πού τόν διέκρινε. Μέχρι καί τίς τελευταῖες στιγμές τῆς ζωῆς του πρόφερε τ᾿ ὄνομα τοῦ ᾿Ιησοῦ. Στή νοερά προσευχή ἔχει ἀφιερώσει τίς θελκτικώτερες σελίδες.
«Ὁ ᾿Ιησοῦς, παρακαλῶ, ἄς εἶνε γλυκύ μελέτημα τῆς καρδίας σου, ὁ ᾿Ιησοῦς ἄς εἶνε ἐντρύφημα τῆς γλώσσης σου, ὁ ᾿Ιησοῦς ἄς εἶνε τό ἀδολέσχημα καί ἡ ἰδέα τοῦ νοός σου. Ἐν συντομίᾳ ὁ ᾿Ιησοῦς ἄς εἶνε ἡ ἀναπνοή σου... ἡ ἀγαπῶσα ψυχή τόν ᾿Ιησοῦν... κατ᾿ ἄλλον τρόπον δέν δύναται νά παρηγορῇ τήν πρός τόν ᾿Ιησοῦν ἀγάπην της, εἰμή διά τῆς συνεχοῦς ἐνθυμήσεως τοῦ ἁγίου του ὀνόματος, βοῶσα πάντοτε μετ᾿ ἀγάπης καί δακρύων καί πόνου καρδίας· ᾿Ιησοῦ μου, ᾿Ιησοῦ μου ἠγαπημένε...».
Δεήσου, ἅγιε τοῦ Θεοῦ, νά χαραχτεῖ βαθιά μέσα μας τό ἀκριβό μυστικό σου· ἡ μελέτη τῆς Γραφῆς κι ἡ συχνή θεία Κοινωνία εἶναι αὐτά πού ἀναζωπυρώνουν τήν ἀγάπη στόν Κύριο.
Τότε δέν θά ἔχουμε πνευματικές... ὑποθερμίες.
Β. ᾿Αντωνίου
Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΠΙΚΟΙ
Ὁ ἅγιος Νικόδημος (κατά κόσμον Νικόλαος Καλιβούρτσης) γεννήθηκε στή Νάξο τό 1749. Σπούδασε στίς περίφημες γιά τήν ἐποχή Σχολές τῆς Νάξου καί τῆς Σμύρνης. Χαρακτηρίστηκε σπάνιο φαινόμενο, τόσο γιά τά διανοητικά του χαρίσματα ὅσο καί γιά τήν ἁγιότητα τοῦ βίου του. ῾Η φιλομάθειά του τόν διέκρινε ἀπό τά παιδιά τῆς ἡλικίας του καί ἀργότερα ἀπό τούς συμμαθητές καί συμφοιτητές του.
Ὁ πόθος του γιά τόν Θεό ἔφερε τά βήματά του στό ῞Αγιο ῎Ορος, ἐνῶ ἡ ἀγάπη του γιά τούς ὑπόδουλους ἀδελφούς του κίνησε τή γραφίδα του καί μᾶς παρέδωσε ἕνα πλῆθος πνευματικῶν ἔργων.
Στό ῞Αγιο ῎Ορος ἦταν ἀκουστός γιά τή βαθειά του γνώση σέ θέματα κανόνων καί δογμάτων, ἀλλά καί γιά τήν ἀνυποχώρητη ὑπεράσπιση τῆς αὐθεντίας τῶν Πατέρων καί τοῦ κύρους τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως. ῞Ενα σχετικό περιστατικό ἀπό τή ζωή του εἶναι δηλωτικό τοῦ καταρτισμοῦ, τῆς εὐφυΐας ἀλλά καί τῆς ταπεινοφροσύνης τοῦ ἁγίου.
Ἡ ῾Ιερά Κοινότητα τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους κάλεσε τόν μοναχό Νικόδημο νά συζητήσει δογματικά θέματα μέ παπικούς πού ἐπισκέφτηκαν τό ῎Ορος ἐπί τούτου.
Ὁ ἅγιος ἐμφανίστηκε ρακένδυτος, χωρίς καμία ἰδιαίτερη φροντίδα γιά τήν περίσταση. Οἱ ἐπισκέπτες παρεξηγήθηκαν γιά τήν «ἀπρέπεια» ἐκ μέρους τοῦ ἁγίου καί ζήτησαν ἐξηγήσεις. Οἱ παρευρισκόμενοι τούς καθησύχασαν, ἐξηγώντας τους πώς ὁ μοναχός ζοῦσε ὡς ἀσκητής ἐν ἐρημίᾳ καί πενίᾳ κι αὐτή ἦταν ἡ μοναδική του ἐνδυμασία. Στή συνέχεια ἄρχισε ἡ συζήτηση κατά τήν ὁποία οἱ συνομιλητές του διέκριναν, κάτω ἀπό τά ράκη, τήν ἀπαστράπτουσα διάνοια καί τήν ἀκαταγώνιστη διαλεκτική του δεινότητα. ῾Η κάθε λέξη του μετέτρεπε σέ παρανάλωμα πυρός τίς αἱρετικές δοξασίες τῶν ἀντιπάλων του. Γνώση, θεῖος ζῆλος γιά τήν ὀρθόδοξη πίστη ἀλλά καί ἐμπειρική βεβαιότητα γιά ὅσα δίδασκε ἀνάγκασαν τούς παπικούς νά σιωπήσουν ντροπιασμένοι καί... νά τό βάλουν στά πόδια. Κατά τήν «ἄτακτη φυγή» τους πρόλαβαν μόνο νά ἐκφράσουν τήν ἔντρομη ἀπορία τους στήν ῾Ιερά Κοινότητα·
- Ὑπάρχουν κι ἄλλοι στόν ῎Αθω σάν αὐτόν πού μᾶς φέρατε νά μιλήσουμε;
- Ἀναρίθμητο πλῆθος! Καί νά φανταστεῖτε ἐγώ εἶμαι ὁ τελευταῖος ἀπ᾿ ὅλους! πῆρε τό λόγο κι ἀπάντησε ὁ εὐφυής καί ταπεινός δοῦλος τοῦ Θεοῦ Νικόδημος ὁ ῾Αγιορείτης, πού γιορτάζουμε τή μνήμη του στίς 14 ᾿Ιουλίου.
Τήν εὐχή του νά ᾿χουμε καί τίς θερμές πρεσβεῖες του!
Συνέκδημος
Γύρω ἀπό τόν τάφο τῆς ἁγίας μεγαλομάρτυρος Εὐφημίας στέκονται μέ εὐλάβεια οἱ πιστοί καί μυστικά προσεύχονται. Ἡ ἁγία τους ἔχει παρρησία πολλή μπροστά στόν Κύριο. Γιά τήν ἀγάπη του ὑπέμεινε φοβερά βασανιστήρια. Σ’ αὐτήν, λοιπόν, καταφεύγουν τήν ὥρα τῆς μεγάλης τους ἀγωνίας. Νά λάμψει τό φῶς τῆς ἀλήθειας, αὐτό εἶναι τό θερμό τους αἴτημα. Νά μήν παρεκκλίνουν ἀπό τήν πίστη τῶν πατέρων τους. Ἀλώβητη νά μείνει ἡ Ὀρθοδοξία πού τόσο ὕπουλα τήν πολεμοῦν.
Ἦταν ἱερέας ὁ Εὐτυχής, ἡγούμενος στή μονή τοῦ Ἰώβ μέ τούς τριακόσιους εὐλαβεῖς μοναχούς. Τόν σέβονταν ὅλοι στήν Κωνσταντινούπολη, τόν τιμοῦσε ἰδιᾳίτερα ἡ αὐτοκρατορική αὐλή. Στενός συνεργάτης τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, ἔδωσε δυναμικά τό «παρών» στούς δογματικούς ἀγῶνες κατά τοῦ Νεστορίου. Ἦλθε ὅμως ὥρα πού τάραξε ὅλη τήν Ἐκκλησία.
«Ὁμολογῶ ἐκ δύο φύσεων γεγενῆσθαι τόν Κύριον ἡμῶν πρό τῆς ἑνώσεως, μετά δέ τήν ἕνωσιν μίαν φύσιν ὁμολογῶ», διακήρυξε ὁ Εὐτυχής. Ἡ θεία φύση, κατά τήν ἄποψή του, μετά τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου ἀπορρόφησε τήν ἀνθρώπινη. «Τό σῶμα τοῦ Κυρίου ἀνθρώπινον, ἀλλ’ οὐχ ὁμοούσιον ἡμῖν», ὑποστήριζε. Μάταια γράφτηκαν συγγράμματα διαφωτιστικά, μάταια ἔγιναν καταγγελίες εἰς βάρος του. Δέν θέλησε νά δεχτεῖ οὔτε τή σύσταση τῆς Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως (448 μ.Χ.). Προτίμησε νά ἀναθεματισθεῖ γιά τίς μονοφυσιτικές κακοδοξίες του. Δέν πέρασε ὅμως πολύς καιρός, καί ὁ αὐτοκράτορας Θεοδόσιος Β΄ μέ μία ἄλλη Σύνοδο, πού ἔγινε στήν Ἔφεσο (449 μ.Χ.), τόν ἀθωώνει, ἐνῶ ἐξορίζει τόν πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φλαβιανό! Πῶς, λοιπόν, νά μήν ἀγωνιοῦν οἱ πιστοί;
Ἡ γενική κατακραυγή, πού ἀκολούθησε μετά τή «ληστρική» Σύνοδο τῆς Ἐφέσου, ἀνάγκασε τούς νέους αὐτοκράτορες, Μαρκιανό καί Πουλχερία, νά προχωρήσουν στή σύγκληση τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στή Χαλκηδόνα (451 μ.Χ.).
Στό ναό τῆς ἁγίας Εὐφημίας διεξάγεται πάλη σκληρή. Ἡ σύναξη τῶν 630 ἐπισκόπων δέν βρίσκει ἄλλη λύση, παρά νά ἀναθέσει τό θέμα στήν ἁγία πού τούς φιλοξενεῖ. Ἄνοιξαν τή θήκη, ὅπου φυλασσόταν τό ἱερό λείψανό της, κι ἐκεῖ, πάνω στήν καρδιά της, τοποθέτησαν δύο βιβλία. Περιεῖχαν τίς ἀπόψεις τῶν δύο ἀντιμαχόμενων παρατάξεων.
Ἔφτασε, τέλος, ἡ μέρα πού εἶχαν ὁρίσει. Μέ ἀγωνία συγκεντρώθηκαν, καί ἄνοιξαν ξανά τή θήκη μέ τό ἱερό λείψανο. Ἡ ἁγία κρατοῦσε στήν ἀγκαλιά της τόν τόμο τῶν Ὀρθοδόξων. Ὁ τόμος τῶν αἱρετικῶν βρέθηκε ριγμένος στά πόδια της!
Β. Ἀντωνίου
Ἀπολύτρωσις 60 (2005) 202-203
Πηγές: Νικηφόρου Καλλίστου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 15,5· PG 147,21-24.
Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ 6, 52-54.
Σάλπισμα ἐγερτήριο
Τοῦτο τό καλοκαίρι, πού καταπονεῖ τό σῶμα ἡ ζέστη, μά πιότερο βασανίζουν τό νοῦ καί τήν καρδιά προβληματισμοί, ἀγωνίες καί φόβοι γιά τό σήμερα καί τό αὔριο, ἀντηχεῖ στ᾿ αὐτιά μου μιά φωνή· «Χτύπα γιά τήν πίστη!». ᾿Αντήχησε κάτω ἀπό τόν ὁλόφωτο ἀττικό οὐρανό στίς 9 ᾿Ιουλίου τοῦ 1771. ᾿Ακούστηκε ἀπό ἕνα παλληκάρι πού κρατοῦσε στά μάτια του τό φῶς ἐκείνων πού ἀνήκουν στόν Θεό, πού ἔκρυβε στήν καρδιά του τή γενναιότητα ἐκείνων πού φυλάγουν τίς πιό ἱερές Θερμοπύλες.
῾ Οδηγημένος βίαια μπροστά στίς στῆλες τοῦ ᾿Ολυμπίου διός ἀντιμετώπιζε τήν ἀγριότητα τοῦ ὀθωμανοῦ δημίου, πού δέν ἄφηνε τό σπαθί του νά πέσει μέ ὁρμή καί νά ἀποκεφαλίσει τόν μάρτυρα, ἀλλά τόν βασάνιζε κόβοντας ἔντεχνα, ἀργά τήν ἁγία κεφαλή του. Σέ τούτη τήν ἀναίσχυντη πρόκληση ἡ γενναία καρδιά τοῦ μάρτυρα φέρνει στά χείλη του τήν ἡρωική ἰαχή· «Χτύπα γιά τήν πίστη!».
Πόση δύναμη μπορεῖ νά κρύβει ἕνας ραγιάς; Πόση λευτεριά μπορεῖ νά κατέχει ἕνας σκλάβος; Τόση ὅση ἡ ἁγιαστική χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος μπορεῖ νά χορηγεῖ στίς δεκτικές ψυχές!
Στήν ᾿Αθήνα τοῦ 18ου αἰώνα, ὅπου περίσσεψε ἡ ὠμή βία καί ἡ τυράγνια τοῦ κατακτητῆ, ὑπερεπερίσσευε ἡ λαχτάρα γιά τήν πιό ἀληθινή λευτεριά. Αὐτή ἡ λευτεριά φτερούγιζε στά ὀνείρατα τοῦ νεαροῦ ῞Ελληνα. Αὐτή τή λευτεριά βίωνε, σάν ἔσκυβε μαζί μέ τούς ἀδελφούς πάνω ἀπό τό Ψαλτήρι, σάν ὕψωνε τά μάτια κι ἀγκάλιαζε μ᾿ ἐμπιστοσύνη τόν οὐρανό.
῾ Η ζωή του κυλοῦσε ἁπλά, σιωπηλά μέσα στή φτώχεια, πού κάποτε ἔφθανε στήν ἐξαθλίωση, μές στή σκλαβιά, πού κάποτε φάνταζε ἀβάσταχτη. ῾Η τρυφερή ὕπαρξη τοῦ Μιχαήλ ἔμεινε ἀνέγγιχτη ἀπό τά πικρά βότανα τῆς σκλαβιᾶς, ἀπό τά ζιζάνια τῆς ἀμφιβολίας καί τῆς δειλίας. ῾Η καρδιά τοῦ νεαροῦ κηπουροῦ ἕνας κῆπος ὁλόδροσος. Φυτεμένος μέσα του ὁ πιό ζωντανός σπόρος ἀπό τούς εὐσεβεῖς γονεῖς του κι ἀπό κάποιον ἀνώνυμο ἡρωικό παπά, καρποφοροῦσε τήν πίστη, τήν ἀγάπη, τήν ἐλπίδα.
῾ Ο Θεός εὐδόκησε τό ὄνομα τοῦ ἄσημου αὐτοῦ ῞Ελληνα νά μείνει στήν ἱστορία συνοδευόμενο ἀπό τόν πιό μεγαλειώδη τίτλο· μάρτυρας. Τό παρθενικό του αἷμα χύθηκε στή γῆ τῆς πατρίδας μας, πότισε τό χῶμα της ἐκεῖ, κάτω ἀπό τήν ᾿Ακρόπολη, γιά νά μιλᾶ αἰώνια γιά ἕναν ἄλλο πολιτισμό, πού δέν ὑψώνει μονάχα ναούς στόν Θεό, ἀλλά κάνει τούς ἀνθρώπους ζωντανούς ναούς αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ.
῾Ο ἀντίλαλος τῆς ἱστορίας φέρνει στήν ψυχή μας τήν ἀτρόμητη φωνή τοῦ Μιχαήλ· «Χτύπα γιά τήν πίστη!». Σάλπισμα ἐγερτήριο στίς ἀποκοιμισμένες συνειδήσεις, ἐνθάρρυνση στίς νήφουσες καρδιές. Σέ τούτους τούς χαλεπούς καιρούς, πού καταβάλλεται προσπάθεια νά σβηστοῦν τά ἴχνη τῆς ὀρθόδοξης παρουσίας ἀπό τήν ἱστορία μας, δέν θά ξεχάσουμε τούς προγόνους μας· δέν θά τούς προδώσουμε, ἔστω κι ἄν τό τίμημα εἶναι σκληρό.
᾿
Ἰχνηλάτης
Ἀπολύτρωσις 55 (2000) 154-155
Μεγάλο ἔλλειμμα συνέπειας χαρακτηρίζει τήν ἐποχή μας. Τό διαπιστώνουμε καθημερινά, δυσανασχετοῦμε καί διαμαρτυρόμαστε. Ποιός ὅμως μπορεῖ νά καυχηθεῖ ὅτι μένει ἀκέραιος καί ἀπρόσβλητος ἀπό τό ψέμα, τήν ἀπάτη, τήν περιρρέουσα ὑποκρισία; Ἔχει γίνει σχεδόν κανόνας ἄλλοι νά φαίνονται καί νά συστήνονται οἱ ἄνθρωποι καί ἄλλοι νά εἶναι στήν πραγματικότητα.
Ὑπάρχει ὡστόσο ἡ λαμπρή καί ἀξιομίμητη ἐξαίρεση. Τή βλέπουμε στόν κόσμο τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ, πού προβάλλουν ὡς ὑποδείγματα συνέπειας, πρότυπα ἀλλά καί ἀρωγοί στόν ἀγώνα τοῦ χριστιανοῦ πού ὀφείλει καί θέλει νά τούς μιμηθεῖ. Γιά παράδειγμα παίρνω δύο γυναικεῖες μορφές ἀπό τό ἁγιολόγιο τοῦ Ἰουλίου· δύο ἁγίες ἰδιαίτερα ἀγαπητές στόν εὐσεβῆ λαό, πού τό ὄνομά τους ἀκούγεται καί στόν ἑβδομαδιαῖο κύκλο· ἡ ἁγία Κυριακή (7/7) καί ἡ ἁγία Παρασκευή (26/7).
Ἀνάσταση μηνᾶ τό ὄνομα τῆς πρώτης, διάγγελμα πώς ἀνήκει στόν ἀναστημένο Κύριο. Καί πράγματι ἀναστάσιμη ἦταν ὅλη ἡ ζωή της. Στά σεπτά πάθη τοῦ Κυρίου μᾶς ἀνάγει τῆς Παρασκευῆς τό ὄνομα. Κι ὅλη της ἡ ζωή ἦταν προετοιμασία γιά τό μαρτύριο, μέ τό ὁποῖο ἐπισφραγίσθηκε. Καί βέβαια, μέσα ἀπό τό μαρτύριο ἡ Παρασκευή ζοῦσε τήν ἀνάσταση, ὅπως καί ἡ Κυριακή δικαίωσε τό ἀναστάσιμο ὄνομά της διά τοῦ μαρτυρίου.
Ἡ μνήμη τῶν δύο ἁγίων γυναικῶν καλεῖ καί προκαλεῖ νά ἀναρωτηθοῦμε καί νά ἐλέγξουμε τόν ἑαυτό μας κατά πόσο συμφωνεῖ τό ὄνομα μέ τή ζωή μας; Ὁ Χρυσόστομος π.χ. ἔχει πράγματι χρυσό στόμα; Ὁ Παντελεήμων διακρίνεται γιά τό ἔλεος καί τήν ἀγάπη; Ὁ Σωτήριος ποιά σχέση ἔχει μέ τή σωτηρία πού χαρίζει ὁ Σωτήρας Χριστός; Ἡ Ἀρετή, ἡ Ἀγαθή, ἡ Ἐλπίδα, πόσο πραγματώνουν στήν καθημερινή τους ζωή αὐτό πού ὑπόσχεται τό ὄνομά τους;
Ἀλλά ἐκτός ἀπό τό βαπτιστικό μας ὄνομα ἔχουμε ὅλοι τό ὄνομα τοῦ χριστιανοῦ. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ζωή μας κυλᾶ ἀνάμεσα στό θάνατο καί στήν ἀνάσταση. Τό διατυπώνει ἁπλά ἀλλά ἀξιωματικά ὁ ἀπόστολος Παῦλος· «πάντοτε τήν νέκρωσιν τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες, ἵνα καί ἡ ζωή τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι ἡμῶν φανερωθῇ» (Β΄ Κο 4,10). Θάνατος σημαίνει συντριβή, μετάνοια, ἀπάρνηση τῶν δικαίων ἀπαιτήσεών μου χάριν τῶν ἄλλων, συγχώρηση, ἀγάπη, θυσία. Ὅταν αὐτά ὑπάρχουν στή ζωή μας, λάμπει καί μοσχοβολᾶ μέσα καί γύρω μας ἡ ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εμαστε συνεπεῖς χριστιανοί, μιά ἀξιόλογη κατάθεση γιά τή βελτίωση τῆς κοινωνίας μας.
Στέργιος Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 63 (2008) 195
Ἀπάνεμο λιμάνι καί καταφυγή μου, τοῦ Θεοῦ ἡ ἁγιασμένη ἐκκλησιά! Βρέθηκα ἐκεῖ ἀναζητώντας λίγη δροσιά μέσα στήν κάψα τοῦ καλοκαιριοῦ καί τῆς ψυχῆς μου!
Μπροστά, σέ μιάν ἄκρη τοῦ τέμπλου διέκρινα μιά εἰκόνα πού προσείλκυσε τήν προσοχή μου. Ἔργο κάποιου ἁπλοῦ λαϊκοῦ ζωγράφου, μέ εὐσέβεια καλλιτεχνημένο, ἀνιστορεῖ τίς μορφές δύο ἁγίων: τῆς ἁγίας Κυριακῆς καί τῆς ἁγίας Παρασκευῆς.
Σεμνές οἱ μορφές τους εἰκονίζουν τή νεότητα, τήν δοσμένη ἀπόλυτα στόν Θεό. Ἡ λευκότητα τῆς παρθενίας καί τό πορφυρό τοῦ μαρτυρίου ντύνουν τίς κόρες τῆς μάνας Ἐκκλησίας, πού προσφέρουν στόν Νυμφίο Ἰησοῦ τή ζωή τους θυσία ζῶσα.
Εἶναι ἰδιαίτερα ἀγαπητές στούς πιστούς καί γιορτάζουν τόν ἴδιο μήνα. Κάπως ἔτσι τίς συνέδεσε καί ὁ ἁγιογράφος πού τίς ἔβαλε τήν μιά δίπλα στήν ἄλλη. Δέν γνωρίστηκαν στήν ἐπίγεια ζωή τους. Ἔζησε στή Ρώμη τό πρῶτο μισό τοῦ 2ου αἰ. ἡ Παρασκευή καί τόν 3ο αἰ. στά μέρη τῆς Μελιτηνῆς ἡ Κυριακή. Συναντήθηκαν στόν οὐρανό. Ἐκεῖ πού ἀνταμώνουν, μέσα στήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, ὅσοι πολύ Τόν ἀγαποῦν.
Καθώς στεκόμουν ἐκεῖ, μέσα στόν ναό τοῦ Θεοῦ, ἔσβησε θαρρεῖς ὁ χρόνος κι ὁ τόπος καταργήθηκε. Κι ἦρθε στό νοῦ μου ἡ ζωή τῶν δύο ἁγίων ἔτσι ὅπως ἀπό μικρό παιδί τήν γνώριζα.
Στόν κυκεώνα τῆς εἰδωλολατρίας τῶν πρώτων μ.Χ. αἰώνων πνέει αὔρα τοῦ Πνεύματος. Μές στήν ἀσυδοσία κάποιες ψυχές ἁγνεύουν καί μές στήν πλάνη ὑπηρετοῦν τήν ἀλήθεια.
Βλαστοί πιστῶν οἰκογενειῶν καί οἱ δυό τους. Εὐλογημένη οἰκογένεια, πού 'χεις ἀγκωνάρι στά θέμελά σου τόν Χριστό, πού 'χεις πυξίδα στήν πορεία τό Εὐαγγέλιο! Πόσους καρπούς γλυκόχυμους ἔχεις χαρίσει στήν Ἐκκλησία! Μέσα ἀπό τό σπιτικό τους οἱ ἁγίες ἔλαβαν κληρονομιά καί εὐχή τή σταθερότητα ἄχρι τέλους.
Ἡ ὑποταγή τους στόν Θεό φέρει θαυμαστή καρποφορία. Τά νεανικά τους χείλη εὐαγγελίζονται τή σωτηρία. Ἡ οὐράνια βασιλεία ἁπλώνεται στή γῆ ἀπό ψυχή σέ ψυχή μυστικά καί ἀθόρυβα. Μαρτυρία πού ἔρχεται ἡ ὥρα νά σφραγιστεῖ μέ τό μαρτύριο. Παράδοξα σημεῖα ἐπιτελοῦνται. Ἡ φωτιά χάνει τή δύναμή της καί τά θηρία ἡμερώνουν· ὁ πόνος γίνεται γλυκύς καί ὁ θάνατος ποθητός. Καί ἀκόμη πιό συγκλονιστικό· οἱ δήμιοι μετανοοῦν μπρός στά θαυμάσια πού ἐπιτελεῖ ἡ Παρασκευή καί τά εἴδωλα συντρίβονται μέ τήν προσευχή τῆς Κυριακῆς.
Γίνονται συνεργοί στό θαῦμα οἱ ἐκλεκτοί τοῦ Θεοῦ, «οἱ ἠγορασμένοι ἀπό τῆς γῆς», πού «ἀκολουθοῦν τό Ἀρνίον ὅπου ἄν ὑπάγῃ».
Ποιός τό ΄πε πώς τό ἄνθος τῆς νιότης τους κόπηκε ἄδοξα μέ τό ξίφος τοῦ δημίου;
Ποιός τό 'πε πώς ἡ ζωή τους ἔσβησε καθώς τό παρθενικό τους αἷμα πότιζε τή γῆ;
Μπουμπούκια εὐωδιαστά τά πρόσφερε ἡ Ἐκκλησία στόν μεγάλο Γεωργό της. «Ὡς ἀπαρχή τῆς φύσεως» τά χάρισε ἡ οἰκουμένη στόν «Φυτουργό τῆς κτίσεως».
* * *
Στήν ἁγιογραφία τοῦ ναοῦ, πού εἶχα μπροστά μου, οἱ ἁγίες κρατοῦσαν ταπεινά τήν προσφορά τους στόν Θεό. Τήν τίμια κεφαλή της ἡ ἁγία Παρασκευή, τό ἄλικο αἷμα της ἡ ἁγία Κυριακή.
Πῶς πέτυχαν τήν ἁγιότητα; Τό φθαρτό τους σῶμα, ὅμοιο μέ τό δικό μου, πού πονᾶ, ἀποκάμνει, φθείρεται, πῶς ἄντεξε τό φρικτό μαρτύριο; Ἡ νεανική τους καρδιά πῶς περιφρόνησε πλούτη καί δόξες; Ἡ εἰκόνα -βιβλίο τοῦ πιστοῦ, ὅπως σοφά τήν ὀνομάζει ἕνας πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας- μοῦ ἔδωσε τήν ἀπάντηση. Ναί, τό μυστικό τους βρίσκεται ἐκεῖ· στό βλέμμα τους τό στραμμένο στόν οὐρανό, στό σταυρό πού κρατοῦν στό χέρι, σύμβολο θυσίας καί νίκης αἰώνιας.
Ἰχνηλάτης
Εἶναι μιά στιγμούλα, μία στιγμή μονάχα. Μά ὁ φόβος αὐτῆς τῆς στιγμῆς κατατρύχει καί βασανίζει τόν καθένα ἀπό τήν ὥρα πού ἀποκτοῦμε συνείδηση τῆς ζωῆς μας. Κι εἶναι, στ᾿ ἀλήθεια, τραγικό ὅτι νέοι καί γέροι, μικροί καί μεγάλοι, φτωχοί καί πλούσιοι, ἄσημοι καί ἄρχοντες, ὅλοι «διά παντός τοῦ ζῆν», σ᾿ ὅλη μας τή ζωή, εἴμαστε ὄχι μόνο ὑποψήφιοι θανάτου, ἀλλά καί «ἔνοχοι δουλείας» (῾Εβ 2,15) σ᾿ αὐτόν. Μᾶς κρατᾶ δέσμιους τοῦ φόβου σ᾿ ὅλη μας τή ζωή ὁ θάνατος, αὐτός ὁ δυνάστης τῆς ζωῆς μας.
Βέβαια, πολλοί, μόλις ἀκούσουν νά γίνεται λόγος γιά τό θάνατο, κουνιοῦνται ἀπό τή θέση τους, φτύνουν στόν κόρφο τους ἤ χτυποῦν ξύλο ἤ τραγουδοῦν μέ καημό· «νά πεθάνει ὁ χάρος»! ῎Αλλοι ἀποφεύγουν ἐπιμελῶς καθετί πού θυμίζει τό θάνατο. Κάποιος π.χ. ἔκτισε τό παράθυρο τοῦ δωματίου του πού εἶχε θέα πρός τό νεκροταφεῖο, γιά νά μή βλέπει τά μνήματα. Τακτική στρουθοκαμήλου, πού νομίζει ὅτι ἐξουδετέρωσε τόν κίνδυνο ἐπειδή... δέν τόν βλέπει.
᾿Ανάμεσα σ᾿ ὅλους αὐτούς πού προσπαθοῦν νά ἐξορκίσουν ἀνόητα ἤ νά ἀγνοήσουν μάταια τό θάνατο, στέκει ὁ πιστός. Ρεαλιστικά καί ὑπεύθυνα βλέπει στό θάνατο ἕνα γεγονός ὑψίστης σημασίας, ἕναν πολύτιμο φίλο πού ἀνοίγει τό δρόμο γιά τήν αἰωνιότητα, ἀλλά κι ἕναν σοφό δάσκαλο πού παραδίδει ὑπέροχα μαθήματα γιά τήν ἀξιοποίηση τῆς ζωῆς. Τό εἶχαν σκεφθεῖ καί πρό Χριστοῦ σοφοί ἄνθρωποι. ῞Ενας ἀπ’ αὐτούς καθημερινά θύμιζε στόν ἑαυτό του· «Μέμνησο ὅτι θνητός εἶ!». Θυμήσου πώς θά πεθάνεις!
῾Η μνήμη τοῦ θανάτου εἶναι ἀπό τά σπουδαῖα καί σωτήρια μαθήματα πού καλλιέργησαν οἱ ἅγιοι. «Πηγή κάθε ἀρετῆς», τήν ἀποκαλεῖ ὁ ἅγιος ῾Ησύχιος ὁ πρεσβύτερος. Λέγεται γιά ἕναν μεγάλο ἀσκητή, τόν ἀββά Σισώη, πού τιμοῦμε τή μνήμη του στίς 6 ᾿Ιουλίου, ὅτι μπροστά στόν τάφο τοῦ Μεγάλου ᾿Αλεξάνδρου εἶπε τά ἑξῆς διδακτικά· «Καθώς σέ βλέπω, τάφε, δειλιάζω ἀπό τή θέα σου καί ἀπ᾿ τήν καρδιά μου χύνω δάκρυα, διότι σκέπτομαι τό κοινό χρέος πού ἔχουμε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Πῶς θά προσπεράσω αὐτό τό τέρμα; ῎Ε, θάνατε, ποιός μπορεῖ νά σέ ἀποφύγει;».
῞Ολοι θά τό πιοῦμε τό ποτήρι τοῦ θανάτου. Κι εἴμαστε ὅλοι ἴσοι μπροστά του· σέ κανέναν δέν χαρίζεται. Πρός τί, λοιπόν, ἡ τυραννία τῶν παθῶν, ἡ τόση ματαιοδοξία, ὁ οἶστρος τοῦ πλούτου, ἡ ἀνοησία τῆς ἐπάρσεως κι ὅλα ἐκεῖνα πού μᾶς κάνουν ἐχθρούς τῶν ἀδελφῶν μας, ἄφιλους κι ἀνειρήνευτους, μισοῦντες καί μισουμένους; «῞Οποιος κατορθώνει νά λέει κάθε μέρα στόν ἑαυτό του· “σήμερα εἶναι ἡ τελευταία ἡμέρα τῆς ζωῆς μου”, οὐδέποτε θά ἁμαρτήσει θεληματικά», γράφει ὁ ἅγιος ᾿Ησαΐας ὁ ἀναχωρητής.
῞Ενα πέρασμα σοβαρό ἀλλά ὄχι καταλυτικό εἶναι ὁ θάνατος. Εἶναι, ὅπως λέγει ὁ Μέγας ᾿Αθανάσιος, ἕνα ξεδοντιασμένο φίδι. ῎Εχασε τό δηλητήριό του ἀπό τήν ὥρα πού πέρασε τό κατώφλι του ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός. ῾Η μνήμη του εἶναι ὁ καλύτερος ὁδηγός γιά μία ζωή συνετή, ταπεινή ἀλλά καί γεμάτη ἐλπίδα. ῎Ας μήν τό λησμονοῦμε!
Στέργιος Ν. Σάκκος