῾Η σκληρότητα τοῦ βάρβαρου κατακτητῆ ἔχει βουβάνει τά καμπαναριά κι ἔχει σφαλίσει τίς ἐκκλησιές. ῞Ομως δέν στάθηκε μπορετό νά σταματήσει τήν καμπάνα τῆς ὁμολογίας, πού ἀσίγαστα ἀντηχεῖ ἀπό τίς καρδιές καί τά χείλη τῶν ὀρθόδοξων ῾Ελλήνων. Κι εἶναι ἕνα τέτοιο ἀναστάσιμο γλυκολάλημα τά λόγια τοῦ δεκαοκτάχρονου ᾿Αργυρίου μέσα στόν κεντρικό καφενέ τῆς Θεσσαλονίκης.
Οἱ γενίτσαροι καγχάζουν καί θριαμβολογοῦν γιά τή νίκη τους κι ἀνάμεσά τους ἔχουν τό τρόπαιό τους· ἕναν φτωχό ραγιά, πού κάτω ἀπό τίς πιέσεις καί τούς ἐκβιασμούς τους ἀναγκάστηκε νά ἀλλαξοπιστήσει. ῾Ο ᾿Αργύριος ἀγκαλιάζει τόν ἐξωμότη καί τοῦ φωνάζει· «᾿Αδελφέ, μήν προδίδεις τήν πίστη! Στάσου γενναῖος. ῾Ο Χριστός εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός. ᾿Αντιστάσου στόν πειρασμό!».
῞Οταν πρίν λίγο ἡ πικρή εἴδηση τῆς ἀλλαξοπιστίας φτερούγιζε στά σοκάκια τῆς πόλης, πού ἀγάπησε τόν Θεό καί ἔστειλε στόν οὐρανό ἁγίους καί μάρτυρες, συγκλονίστηκε ἡ καρδιά τοῦ νεαροῦ χριστιανοῦ ἀπό τήν ᾿Επανωμή πού δούλευε στό μεγάλο κεντρικό ραφεῖο. ῾Ο ζηλωτής χριστιανός ἔβαλε φτερά στά πόδια κι ἔσπευσε δίπλα στόν ἀδελφό πού κινδύνευε νά χάσει τήν ψυχή του. Τά φλογερά λόγια τῆς ἡρωικῆς ὁμολογίας του τά πνίγουν οἱ κραυγές καί τά χτυπήματα τῶν γενίτσαρων πού ὁρμοῦν μέ μίσος πάνω του. Εἶναι οἱ στερνές ὧρες τῆς ζωῆς του, πού ὑφαίνονται στό στημόνι τῆς ἀγάπης μέ τό ὑφάδι τοῦ ἐνθουσιασμοῦ.
᾿Από τήν ἀγχόνη, πού στήνεται στό «Καπάνι», ὁ ᾿Αργύριος κεῖνο τό ἀνοιξιάτικο δειλινό τῆς 11ης Μαΐου τοῦ 1806 προστίθεται στήν εὐλογημένη χορεία τῶν θεσσαλονικέων ἁγίων. Τό φῶς του δέν ἔσβησε· ἔγινε σπίθα στίς καρδιές τῶν ραγιάδων. ῾Η νιότη του δέν μαράθηκε· ἔδωσε ἄνθη στό δεντρί τῆς λευτεριᾶς.
῾Ο περικαλλής ναός, πού φέρει τό ὄνομά του στήν ᾿Επανωμή, διαλαλεῖ τήν αἰώνια δόξα του. ῾Η εἰκόνα του μέ τό ὁλόφωτο νεανικό πρόσωπο μεταγγίζει στίς ψυχές τῶν προσκυνητῶν τή βεβαιότητα τῆς νίκης. ῾Η ζωή του ἀπευθύνει στούς ὀρθόδοξους ῞Ελληνες τοῦ 21ου αἰώνα τό ἄγγελμα τῆς ἀνυπόκριτης ἀγάπης γιά τόν ἀδελφό, τῆς ἀδείλιαστης ὁμολογίας γιά τόν Χριστό.
Ἰχνηλάτης, "Ἀπολύτρωσις" 56 (2001) 105