῾Η Ρωμιοσύνη βάδιζε σιωπηλά τό Γολγοθᾶ της. ᾿Ανάμεσα στά πιστά της παιδιά σήκωσε μέ καρτερία τό σταυρό του καί ἀνέβηκε τό Γολγοθᾶ του, κείνη τή Μεγάλη Σαρακοστή, ὁ Γιαννιώτης νέος πού γιά νά δουλέψει βρέθηκε στήν Κωνσταντινούπολη. Μέρες τώρα οἱ ᾿Αγαρηνοί μέ κολακεῖες καί ταξίματα, μέ ἀπειλές καί φοβέρες πάσχιζαν νά τόν ἐξαναγκάσουν νά γίνει μουσουλμάνος. Δέν ἄντεχαν τή λάμψη τῶν ματιῶν του, πού ἀντιφέγγιζαν μέ τήν παρθενική τους ἁγνότητα τήν ὀμορφιά τοῦ Παραδείσου. Τούς ἐνοχλοῦσε ἡ σεμνότητα καί ἡ παρρησία του, ἡ καλοσύνη καί ἡ ἀνδρεία του, πού τά καλλιεργοῦσε βαθιά του ἡ πατρογονική εὐσέβεια φυτεμένη μέσα του ἀπό τό χέρι τῶν πιστῶν γονιῶν του.
῾Ο γλυκύτατος Κύριος ἀνέβαινε καί πάλι στό Σταυρό κι ὁ ᾿Ιωάννης σημείωνε μέ εὐλάβεια πάνω του τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, ἀσφάλεια καί δύναμή του ἀπό κινδύνους καί πειρασμούς πού ἀπειλοῦσαν τό σῶμα καί τήν ψυχή του.
῏Ηταν βαρύ τό κλίμα κείνη τήν ἀνοιξιάτικη Παρασκευή. Μουντός ὁ οὐρανός καί συννεφιασμένος. Οἱ χριστιανοί ἤξεραν τό γιατί· ἦταν μεγάλη ἡ μέρα, ξεχωριστή στήν ἱστορία τοῦ κόσμου καί τῆς κάθε ὀρθόδοξης καρδιᾶς. Μέρα πού ἡ Ζωή μπῆκε στόν τάφο γιά νά χαρίσει ζωή περισσή στόν θνητό ἄνθρωπο, γιά νά ἀνοίξει τόν οὐρανό γιά τά παιδιά τῆς γῆς. Κι ἕνα παιδί τῆς γῆς σέ μία γῆ σκλάβα καί πονεμένη εἶχε ἁπλώσει τίς ρίζες του στόν ἀνοιχτό οὐρανό. Κι εἶχε κάνει πόθο του ἀκριβό τόν Παράδεισο. «Σήμερα ὁ Χριστός μου πέθανε γιά μένα. ῎Εχω Θεό ᾿Εσταυρωμένο καί ᾿Αναστημένο ἐγώ», ἀπάντησε στούς μανιασμένους Τούρκους, πού ἀγριεμένοι τοῦ ζητοῦσαν νά ἀρνηθεῖ τήν πίστη στόν ᾿Ιησοῦ Χριστό.
Ποιός ποθεῖ νά γίνει συνοδοιπόρος ᾿Εκείνου πού σηκώνει τόν πιό βαρύ σταυρό; Ποιός τολμᾶ νά Τόν ἀκολουθήσει στόν πιό τραχύ δρόμο; Ποιός μπορεῖ νά μείνει μαζί Του ἄχρι τέλους; ῾Ο ᾿Ιωάννης εἶχε κάνει τήν ἐπιλογή του. ῾Ο κλῆρος πού διάλεξε ἦταν ἀνάμεσα στούς μακαρίους πού πεινοῦν καί διψοῦν τήν ἀπόλυτη μίμηση τοῦ ᾿Ηγαπημένου. Εἶχε λάβει τήν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ του καί ἀπό τή Μ. Πέμπτη μέσα του φύλαγε τά ἄχραντα μυστήρια.
῾Η ἀπόφαση τοῦ κριτῆ τόν ὁδήγησε γοργά στό μαρτύριο. 18 ᾿Απριλίου, Παρασκευή τῆς Διακαινησίμου ἀντηχεῖ χαρμόσυνα ὁ παιάνας «Χριστός ᾿Ανέστη!». Τόν ψάλλουν νικηφόρα τά νεανικά χείλη τοῦ ὑποψήφιου μάρτυρα κι ὁ ἀγέρας εὐωδιάζει ᾿Ανάσταση. Οἱ ἐχθροί τῆς ἀλήθειας μέ ξύλα καί πέτρες τόν κτυποῦν ἀλύπητα κι ἐκεῖνος ὁ μακάριος δέν παύει νά ψάλλει τόν ἀναστάσιμο ὕμνο. Οἱ ᾿Αγαρηνοί ἀνάβουν φωτιά μεγάλη. ῾Ο ᾿Ιωάννης κάνει τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ καί ρίχνεται μόνος του στίς φλόγες. ῾Η φωτιά κατατρώει τά ροῦχα, τά μαλλιά, τίς σάρκες τοῦ παλληκαριοῦ καί ἡ ψυχή του πετᾶ στή χώρα τῶν ζώντων γιά νά βιώνει αἰώνια τήν ἀνάσταση. «Τῶν μαρτύρων ζηλώσας τήν ἄθλησιν, διά πυρός τόν ἀγώνα ἐτέλεσας, μάρτυς ἔνδοξε». Μικρός καί ἄσημος, ἕνας ᾿Ιωάννης ἀνάμεσα στούς τόσους αὐτῆς τῆς γῆς, ἕνας ράφτης δίπλα στούς τόσους αὐτοῦ τοῦ κόσμου, φορᾶ στεφάνι ἀμάραντο θείας δόξας καί μένει ἀθάνατος μές στούς αἰῶνες.
᾿Εμπρός σέ ὅλους ἐμᾶς, πού ποθοῦμε τό φῶς καί τή χαρά τῆς ᾿Ανάστασης, προβάλλει ὁ ἅγιος νεομάρτυρας ᾿Ιωάνννης ἐξ ᾿Ιωαννίνων, ὁ ἐν Κωνσταντινουπόλει μαρτυρήσας τό ἔτος 1526, γιά νά μᾶς δείξει τό δρόμο. ῾Ο ἡρωικός ἀδελφός μας μέσα ἀπό τή φωτιά τοῦ μαρτυρίου του ἀναρριπίζει τή φλόγα τῆς πίστεώς μας καί μᾶς διδάσκει πώς καί οἱ πιό ἁπλοί καί ταπεινοί, ὅταν ἐπιλέγουμε μές στά θέλγητρα αὐτοῦ τοῦ κόσμου τό σταυρό καί τή θυσία, γευόμαστε τήν εὐφροσύνη καί τή δόξα τῆς ᾿Ανάστασης.
᾿Ιχνηλάτης