Super User

Super User

Τρίτη, 04 Ιανουάριος 2022 03:00

Ὑπάρχει φῶς

23 Θερμές οἱ εὐχές μας, φίλοι ἀναγνῶστες, γιά τή νέα χρονιά πού τό ἔλεος καί ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ μᾶς χαρίζει. Νά εἶναι γιά ὅλους εἰρηνική, χαρούμενη, μέ ὑγεία, εὐημερία καί πρόοδο, μέ τήν εὐλογία καί τό φῶς τοῦ Χριστοῦ.
 Αὐτό τό φῶς εἶναι ἡ μεγάλη ἔλλειψη τῶν καρδιῶν μας. Κι ἀποτελεῖ, πράγματι, εὐλογημένη συγκυρία τό γεγονός ὅτι τίς πρῶτες μέρες τοῦ μήνα καί τοῦ νέου χρόνου γιορτάζουμε τά Θεοφάνια, πού ἐπικράτησε νά λέγονται καί Φῶτα. Διότι κατά τή Βάπτιση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στά ρεῖθρα τοῦ Ἰορδάνη ἔχουμε τή φανέρωση τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ, πού εἶναι τό ἀληθινό φῶς. Αὐτός, πού μ᾽ ἕνα του λόγο διέλυσε τό σκοτάδι καί χάρισε στή γῆ τό φυσικό φῶς, «φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον» (Ἰω 1,9). Ἀποκαλύπτεται στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι τό «φῶς τοῦ κόσμου», ὁ «ἥλιος τῆς δικαιοσύνης», «ἀνατολή ἀνατολῶν», ὅπως χαρακτηριστικά ψάλαμε κατά τό Ἅγιο Δωδεκαήμερο.
 Πλήθυνε τό σκοτάδι γύρω καί μέσα μας. Ἀμέτρητα καί συχνά ἀξεπέραστα τά προβλήματα σέ ἐπίπεδο προσωπικό, οἰκογενειακό, ἐθνικό, κοινωνικό, συναπαρτίζουν ἕναν ἀποπνικτικό κλοιό· δημιουργοῦν τήν αἴσθηση ὅτι παραδέρνουμε σ᾽ ἕνα σκοτεινό τοῦνελ. Σκοτάδι εἶναι τό ψεύτισμα τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων, πού ἀπομονώνει τόν καθένα μέσα στή μοναξιά του. Σκοτάδι ἡ ἠθική χαλάρωση μέ τά τόσα θλιβερά ἐπακόλουθα, πού γέμισε ναυάγια τήν κοινωνία. Σκοτάδι οἱ προλήψεις καί οἱ δεισιδαιμονίες, πού κατατρύχουν ὄχι μόνο κάποιους ἀδαεῖς καί ἀφελεῖς ἀλλά καί ἀνθρώπους μορφωμένους καί ἔξυπνους. Σκοτάδι οἱ φανταχτερές φιλοσοφίες, ὁ εὐδαιμονισμός -ἡ θεότητα τῶν ἡμερῶν μας-, πού μᾶς ξεγελᾶ. Σκοτάδι ἡ ὕβρις, ποῦ μᾶς ξεβαφτίζει, μᾶς ἀλλοτριώνει ἀπό τόν Θεό καί ἀπό τήν οὐσία τῆς ζωῆς μας.
 Ὡστόσο, ἡ γιορτή τῶν Φώτων άποτελεῖ μιά κραυγαλέα ὑπόμνηση, μιά ζωντανή μαρτυρία ὅτι ὑπάρχει φῶς! Εἶναι ὁ Θεός, πού γιά χάρη μας κατέβηκε ὡς ἄνθρωπος στή γῆ. Βεβαίως δέν μποροῦμε νά προσεγγίσουμε τήν ούσία του. Βλέπουμε ὅμως τό θέλημά του καταγραμμένο μέσα στό Εὐαγγέλιο, ὅπως τό κήρυξε ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὅπως τό ἑρμηνεύει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, πού μᾶς καθοδηγεῖ στή βίωσή του. Ἡ ὑπακοή στό Εὑαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ ὁδηγεῖ μέ ἀσφάλεια στό φῶς, στήν ἀληθινή ζωή. Εἶναι ὁ ἀλάνθαστος ὁδηγός γιά κάθε στιγμή καί κάθε μέρα, γιά κάθε μήνα, κάθε χρόνο καί γιά ὅλα τά χρόνια τῆς ζωῆς μας, «ἕως ἡμέρα διαυγάσῃ καί φωσφόρος ἀνατείλῃ ἥλιος», ὥς τήν ἀνέσπερη ἡμέρα τῆς Βασιλείας του.

Στέργιος Ν. Σάκκος

"Ἀπολύτρωσις" 63 (2008) 3
   

Πέμπτη, 01 Ιανουάριος 2015 02:00

Προφήτης Μαλαχίας

ProfitisMalaxias Ὁ προφήτης Μαλαχίας ὑπῆρξε ὁ τελευταῖος ἀπό τούς προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἡ δράση του τοποθετεῖται στήν Ἰερουσαλήμ ἑκατό περίπου χρόνια μετά τήν ἐπιστροφή ἀπό τή βαβυλώνια αἰχμαλωσία. Ὁ Ναός εἶχε ἤδη ὁλοκληρωθεῖ, ἀλλά ὁ λαός εἶχε χάσει τόν πρῶτο του ζῆλο. Ὁ καιρός περνοῦσε καί οἱ εὐτυχισμένες μέρες πού εἶχαν προαναγγείλει οἱ προφῆτες Ζαχαρίας καί Ἀγγαῖος παρέμεναν ἕνα ἄπιαστο ὄνειρο. Παρά τή φανερή εὔνοια τῶν Περσῶν, οἱ Ἰουδαῖοι αἰσθάνονταν βαρύ τόν ξενικό ζυγό καί πολύ ὀχληρές τίς ἐχθρικές διαθέσεις τῶν γειτόνων τους. Πάλευαν ἐπίσης μέ τή φτώχια, μέ δυσκολίες καί στερήσεις. Κλονίστηκε ἡ ἐμπιστοσύνη τους στόν Θεό. Μήπως ἔπαψε νά τούς ἀγαπᾶ καί νά τούς νοιάζεται;
 «Ἠγάπησα ὑμᾶς, λέγει Κύριος» (1,2), διακηρύττει ὁ προφήτης Μαλαχίας. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μένει ἀμετάπτωτη καί ἀναλλοίωτη μέσα στό χρόνο. Τή βεβαιώνει μέ ἁπτές ἀποδείξεις ἡ ἴδια ἡ ἱστορία. Ὁ Κύριος ἔμεινε πιστός στή διαθήκη του μέ τόν Ἰακώβ. Οἱ Ἰουδαῖοι ἦταν αὐτόπτες μάρτυρες τῶν συμφορῶν πού ἔπλητταν τούς Ἰδουμαίους, τούς ἀπογόνους τοῦ Ἠσαῦ· μάταιες οἱ προσπάθειές τους γιά τήν ἀνοικοδόμηση τῆς χώρας τους. Ἀντίθετα, στόν ἐκλεκτό του λαό ὁ Θεός πολλές φορές ἔδειξε τήν προστασία του.
  Πῶς, λοιπόν, τώρα νά μήν ἐλέγξει τήν ἀχαριστία πού εἰσπράττει; Πῶς νά μήν ἐκφράσει τό παράπονό του; «Καί εἰ πατήρ εἰμι ἐγώ, ποῦ ἐστιν ἡ δόξα μου; Καί εἰ Κύριος εἰμι ἐγώ, ποῦ ἐστιν ὁ φόβος μου;» (1,6). Τά παιδιά τιμοῦν τόν πατέρα τους· οἱ δοῦλοι φοβοῦνται τόν κύριό τους. Ὁ Ἰσραήλ πλέον μήτε ἀγάπη μήτε φόβο νιώθει γιά τόν Θεό του. Οἱ θυσίες πού τοῦ προσφέρει –ζῶα τυφλά, χωλά, καχεκτικά- αὐτό δηλώνουν. Μιά τέτοια προσβολή (βλ. Λε 22,22-25· Δε 15,21) δέν θά τήν ἀνεχόταν κανείς πολιτικός ἄρχοντας· «προσάγαγε δή αὐτῷ τῷ ἡγουμένῳ σου, εἰ προσδέξεται αὐτό, εἰ λήψεται πρόσωπόν σου, λέγει Κύριος παντοκράτωρ» (1,8).
 Ὁ Κύριος ἐλέγχει τό λαό· ἡ λατρεία του κατήντησε ψυχρή καί τυπική, τήν ἀπεχθάνεται. Ἐλέγχει δριμύτατα καί τούς ἀνάξιους ἱερεῖς, πού ὑποθάλπουν μιά τέτοια ἀσέβεια. Μέ γλώσσα ὠμή ἐκφράζει ὅλη τή δυσαρέσκειά του: Εἶναι προτιμότερο νά κλείσουν οἱ πύλες τοῦ Ναοῦ, πού μέ τόσους κόπους μόλις εἶχε ἀνοικοδομηθεῖ· νά σβήσει γιά πάντα ἡ φωτιά στό θυσιαστήριο τῶν ὁλοκαυτωμάτων!
 Κι ἐνῶ ἀποδεικνύονται βδελυρές οἱ θυσίες τῶν Ἰουδαίων, γίνεται λόγος γιά μία ἄλλη θυσία «καθαρά», ἡ ὁποία θά τίς ἀντικαταστήσει καί θά δοξάσει τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἀνάμεσα στά ἔθνη· «διότι πρό ἀνατολῶν ἡλίου ἕως δυσμῶν τό ὄνομά μου δεδόξασται ἐν τοῖς ἔθνεσι, καί ἐν παντί τόπῳ θυμίαμα προσάγεται τῷ ὀνόματί μου καί θυσία καθαρά, διότι μέγα τό ὄνομά μου ἐν τοῖς ἔθνεσι λέγει Κύριος παντοκράτωρ» (1,11). Ἡ θυσία αὐτή, ἡ μόνη εὐάρεστη στόν Θεό, δέν εἶναι ἄλλη παρά ἡ θυσία τοῦ ἀμώμου καί ἀσπίλου Ἀμνοῦ (βλ. Α΄ Πέ 1,19), πού προσφέρεται ἐπάνω στήν ἁγία Τράπεζα. «Τῶν μέν ἀλόγων θυμάτων τέλος ἔλαβεν ἡ σφαγή», ἑρμηνεύει ὁ Θεοδώρητος, «μόνος δέ ὁ ἄμωμος ἀμνός ἱερεύεται, ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου».
 

Βενιαμίν

Παρασκευή, 05 Μάρτιος 2021 03:00

Α' Ἁγία ζωή

1. Στρατιῶτες τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας

40martyres2 Στήν ἐποχή τοῦ Χριστοῦ καί κατόπιν, στούς πρώτους αἰῶνες μ.Χ., ἡ κυρίαρχη δύναμη τοῦ κόσμου ἦταν ἡ πανίσχυρη ρωμαϊκή αὐτοκρατορία, πού ἁπλωνόταν σ᾿ ἀνατολή καί δύση καί κρατοῦσε στήν ἐξουσία της τούς λαούς μέ τήν περιβόητη ρωμαϊκή εἰρήνη (pax romana). Πιστή στό δόγμα «ἄν θέλεις εἰρήνη, ἑτοίμαζε πόλεμο» (si vis pacem, para bellum), ἡ σιδηρόφρακτη αὐτοκρατορία διατηροῦσε καλά ὀργανωμένο στρατό, στό μεγαλύτερο μέρος του μισθοφορικό.

 ᾿Εκτός ἀπό τίς περίφημες ρωμαϊκές λεγεῶνες, ὅπου κατατάσσονταν μόνο ρωμαῖοι πολίτες, εἶχε ἀξιοποιηθεῖ καί ἡ στρατιωτική δύναμη πολλῶν ἀπό τούς κατακτημένους λαούς, κυρίως ἐκείνους τῶν παραμεθορίων περιοχῶν. Αὐτοί ἀποτελοῦσαν τά «συμμαχικά σώματα» (auxilia). ῏Ηταν μισθωτοί κρατικοί ὑπάλληλοι καί ὡς πρός τήν πολεμική ἀξία δέν ὑστεροῦσαν καθόλου ἀπό τούς λεγεωνάριους. ῏Ηταν ἐγκατεστημένοι κατά μῆκος τῶν συνόρων, γι᾿ αὐτό ὀνομάζονταν γενικά λιμιτανέοι (limitanei), δηλαδή συνοριακοί. Καθώς ἦταν ντόπιοι, ἐξοικειωμένοι μέ τίς συνθῆκες καί τά προβλήματα τῆς περιοχῆς, γενναῖοι καί ἑτοιμοπόλεμοι, μποροῦσαν νά ἀντιμετωπίζουν μέ ἐπιτυχία τίς ἐπικίνδυνες ἐπιδρομές τῶν γειτονικῶν βαρβαρικῶν λαῶν. Εἶναι οἱ ἄμεσοι πρόγονοι τῶν θρυλικῶν ἀκριτῶν τῆς κατοπινῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας.

 Στούς αὐτόχθονες αὐτούς φρουρούς τῶν συνόρων τό κράτος πρόσφερε ἱκανοποιητική ἀμοιβή. Σέ πολλές περιπτώσεις ἡ ἀμοιβή ἦταν εὔφορες ἐκτάσεις, τίς ὁποῖες καλλιεργοῦσαν μέ τίς οἰκογένειές τους οἱ στρατιῶτες καί ἔσπευδαν νά τίς ὑπερασπισθοῦν μόλις ἐμφανιζόταν κάποιος κίνδυνος. Μέ τήν ἀποστράτευσή τους ὁρισμένοι ἀποκτοῦσαν τιμητικά καί τό δικαίωμα τοῦ ρωμαίου πολίτη. Γιά νά γίνουν δεκτοί στίς τάξεις τοῦ στρατοῦ οἱ μισθοφόροι, ἔπρεπε νά διαθέτουν τά κατάλληλα προσόντα καί μάλιστα δυνατό σῶμα, ἔξυπνο μυαλό καί γενναῖο φρόνημα. Τήν ἐπιλογή ἔκαναν οἱ στρατολόγοι. Γιά νά εἶναι ἀπερίσπαστοι στήν ὑπηρεσία τους οἱ μισθοφόροι, δέν εἶχαν τό δικαίωμα νά δημιουργήσουν δική τους οἰκογένεια κατά τή διάρκεια τῆς στρατεύσεως. Αὐτή τήν πραγματικότητα ἔχει ὑπόψη του ὁ ἀπ. Παῦλος, ὅταν γράφει στόν Τιμόθεο· «οὐδείς στρατευόμενος ἐμπλέκεται ταῖς τοῦ βίου πραγματείαις, ἵνα τῷ στρατολογήσαντι ἀρέσῃ» (Β' Τι 2,4).

 ῞Ενα τέτοιο ἡρωικό τάγμα ἐπιλέκτων ἦταν ἐγκατεστημένο στήν ὀρεινή περιοχή τοῦ Πόντου. ῞Εδρευε στήν ἱστορική πόλη Σεβάστεια, τήν ὁποία στά τέλη τοῦ 3ου αἰώνα ὁ Διοκλητιανός εἶχε καταστήσει πρωτεύουσα τῆς Μικρῆς ᾿Αρμενίας. ᾿Από ἐκεῖ φρουροῦσε τίς περιοχές τῆς ᾿Αρμενίας καί τῆς Καππαδοκίας, ἕτοιμο ἀνά πᾶσα στιγμή νά ἀντιμετωπίσει ἐνδεχόμενη εἰσβολή τοῦ ἐχθροῦ ἀπό βορρά. Στό τάγμα αὐτό ὑπηρετοῦσαν καί οἱ σαράντα γενναῖοι στρατιῶτες, τῶν ὁποίων τό βίο καί τό μαρτύριο θά ἐξιστορήσει αὐτό τό βιβλίο.

2. Οὐρανοπολίτες

Τά συναξάρια τονίζουν τήν εὐγενῆ καταγωγή καί ἐπισημότητα τῶν σαράντα στρατιωτῶν. Διακρίνονταν ἀπό τούς συναδέλφους τους στήν ἀλκή, στό ἦθος, στήν τόλμη ἀλλά καί στήν ἀναγνώριση ἐκ μέρους τῶν προϊσταμένων. Δέν ἦταν τυχαῖα καί ἀσήμαντα πρόσωπα.

 Εἶναι δέ πολύ πιθανόν ὅτι, ὅταν ἐπέλεξαν τό ἐπάγγελμα τοῦ στρατιώτου, οἱ εὐγενεῖς αὐτοί νέοι δέν εἶχαν γνωρίσει ἀκόμη τόν Χριστό. Στή σκληρή καί ἄχαρη ζωή τοῦ στρατοπέδου, ὅπου ἄλλοι ἀγωνίζονταν γιά τίς προσωπικές τους φιλοδοξίες καί ἄλλοι κατέρρεαν στά σκοτάδια τῆς διαφθορᾶς, αὐτοί γνώρισαν τό φῶς τό ἀληθινό. Φαίνεται ὅτι κάποιος ἤ κάποιοι ἀπό τούς σαράντα ἔγιναν χριστιανοί καί κατόπιν μέ τό λόγο καί τό παράδειγμά τους -ὅπως συνήθως συνέβαινε- ὁδήγησαν καί τούς ἄλλους στήν ἀληθινή πίστη.

῾Η φυσική εὐγένεια καί ἀξιωσύνη τοῦ χαρακτήρα τους διέλαμψε καί αὐξήθηκε, ὅταν μυήθηκαν στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ. ῾Η χάρη τοῦ Θεοῦ, πού κατοικοῦσε πλούσια στίς πιστές καρδιές τους, τούς ἐνέπνεε στή στρατιωτική ζωή καί τούς ἔδινε θαυμαστή, ψυχική ἀνωτερότητα. Τό ἰδιαίτερο ὅμως χάρισμα τῶν σαράντα ἁγίων στρατιωτῶν εἶναι ὅτι στάθηκαν μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ ὄχι μόνο μέ τήν ἁγία ζωή ἀλλά καί μέ τόν μαρτυρικό θάνατό τους. ῞Ηρωες εἶδε πολλούς αὐτός ὁ κόσμος, μάρτυρες ὅμως λίγους. Κι ἀνάμεσα σ᾿ αὐτούς τούς λίγους καί ἐκλεκτούς συμπεριλαμβάνονται καί οἱ Σαράντα Μάρτυρες.

 Στήν εὐρύτερη περιοχή τοῦ Πόντου φαίνεται νά εἶχαν γεννηθεῖ οἱ σαράντα ἅγιοι στρατιῶτες. Τά ὀνόματά τους δείχνουν ποικιλία καταγωγῆς. Στή χειρόγραφη παράδοση ὁρισμένα ἀπό αὐτά παραδίδονται μέ κάποιες παραλλαγές. Αὐτό συμβαίνει μᾶλλον, διότι μερικοί ἀπό τούς Μάρτυρες εἶχαν δυό ὀνόματα. Τά μνημονεύουν μέ κάποιες παραλλαγές τά Συναξάρια, καθώς καί ἕνα κείμενο πού παραδίδεται ὡς «Διαθήκη τῶν ἁγίων καί ἐνδόξων τοῦ Χριστοῦ τεσσαράκοντα μαρτύρων τῶν ἐν Σεβαστείᾳ τελειωθέντων». Τό κύριο θέμα τῆς Διαθήκης, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ εἰδική παράγραφο τοῦ Β' κεφαλαίου τοῦ βιβλίου, εἶναι ἡ ἐπιθυμία τῶν Σαράντα Μαρτύρων νά μή διασκορπισθοῦν τά λείψανά τους, ἀλλά νά ταφοῦν ὅλα μαζί, ὅπως ἔζησαν καί μαρτύρησαν μαζί.

 Νά πῶς ἀναφέρονται τά ὀνόματα τῶν Μαρτύρων στό κλείσιμο τῆς Διαθήκης τους· «Μελέτιος, ᾿Αέτιος, Εὐτύχιος, Κυρίων, Κάνδιδος, ᾿Αγγίας, Γάιος, Χουδίων, ῾Ηράκλειος, ᾿Ιωάννης, Θεόφιλος, Σισίνιος, Σμάραγδος, Φιλοκτήμων, Γοργόνιος, Κύριλλος, Σεβηριανός, Θεόδουλος, Νίκαλλος, Φλάβιος, Ξάνθιος, Οὐαλέριος, ῾Ησύχιος, Δομετιανός, Δόμνος, ῾Ηλιανός, Λεόντιος ὁ καί Θεόκτιστος, Εὐνοϊκός, Οὐάλης, ᾿Ακάκιος, ᾿Αλέξανδρος, Βικράτιος ὁ καί Βιβιανός, Πρίσκος, Σακέρδων, ᾿Εκδίκιος, ᾿Αθανάσιος, Λυσίμαχος, Κλαύδιος, ῎Ιλης καί Μελίτων».

 Μᾶς εἶναι ἄγνωστος ὁ συγκεκριμένος τόπος καταγωγῆς τοῦ καθενός ἀπό τούς σαράντα. ῾Ο Μέγας Βασίλειος, ὄντας συγγενής ὁρισμένων ἀπό αὐτούς, προφανῶς γνώριζε τή γενέτειρα πόλη τους. ᾿Αποφεύγει ὅμως νά τή δηλώσει. Σημειώνει μάλιστα ὅτι σκόπιμα γίνεται αὐτή ἡ ἀποσιώπηση, διότι οἱ Σαράντα Μάρτυρες ἀξίζει νά χαρακτηρισθοῦν «ὡς τῆς οἰκουμένης πολῖτες». ῞Οπως ὅσοι δίνουν τά ὑπάρχοντά τους στό κοινόβιο, λέει ὁ Μ. Βασίλειος, δέν τά διεκδικοῦν καί αὐτά δέν ἀνήκουν πλέον ξεχωριστά στόν καθένα πού τά πρόσφερε, ἀλλά ὅλα μαζί εἶναι κτῆμα ὅλων, ἔτσι καί ἐδῶ· ἡ πατρίδα τοῦ καθενός εἶναι καί πατρίδα ὅλων τῶν ἄλλων. 

 ῾Η διαφορετική καταγωγή δέν ἐμπόδισε καθόλου τούς σαράντα πιστούς νέους νά γνωριστοῦν καί νά συνδεθοῦν μεταξύ τους μέ δυνατή φιλία. ῾Η ἴδια φωτιά τῆς ἀγάπης πύρωνε τίς καρδιές τους καί τό ἴδιο φῶς τῆς πίστεως φώτιζε τίς διάνοιές τους. Αὐτά τούς ἕνωσαν μέ τόν ἱερό δεσμό τῆς ἐν Χριστῷ ἀδελφότητας. ῏Ηταν, λοιπόν, ἀδελφοί, καί ἄς μήν εἶχαν τούς ἴδιους κατά σάρκα γονεῖς. Εἶχαν τόν ἴδιο Πατέρα, τόν Κύριο, ἐφόσον ὅλοι μέ τό βάπτισμα εἶχαν πάρει τήν υἱοθεσία τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Διαπνέονταν ἀπό τά ἴδια ἰδανικά. ῾Ο πόθος κοινός, οἱ σκέψεις τους ταυτίζονταν. Δέν εἶναι ὑπερβολή νά ποῦμε ὅτι μία ἦταν ἡ ψυχή καί ἡ καρδιά ὅλων, ἡ ὁποία κατοικοῦσε σέ σαράντα σώματα.

 Δέν ὑπάρχει λόγος, κατά τόν Μ. Βασίλειο, νά ζητοῦμε νά μάθουμε τίς ἐπίγειες πατρίδες τους, ἀφοῦ γνωρίζουμε ποιά εἶναι ἡ πόλη, στήν ὁποία τώρα κατοικοῦν μόνιμα πλέον οἱ Μάρτυρες. Εἶναι ἡ πόλη τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀχειροποίητη, πού τήν ἔκτισε ὁ οὐράνιος τεχνίτης, ὁ θεῖος Δημιουργός. Εἶναι γνωστή μέ τό ὄνομα οὐράνια ᾿Ιερουσαλήμ, πατρίδα ἀδούλωτη, πού παραμένει αἰώνια ἐλεύθερη. ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος τήν ἀποκαλοῦσε μητέρα του καί μητέρα ὅλων τῶν πιστῶν, τῶν ὁποίων «τό πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει» (Φι 3,20) καί οἱ ὁποῖοι δέν ἔχουν ἐδῶ πόλη μόνιμη, ἀλλά ἐπιζητοῦν τή μέλλουσα (῾Εβ 13,14).

3. ᾿Ανδρεῖοι καί ὡραῖοι

῾Η ἀνδρεία καί ἡ πολεμική πείρα πού ἀπέκτησαν στή στρατιωτική τους σταδιοδρομία, ὁδήγησε πολλές φορές τούς σαράντα ἐπίλεκτους σέ περίλαμπρες νίκες. Τά ἡρωικά κατορθώματα καί τά ἀνδραγαθήματά τους ἅπλωσαν τή φήμη τους σ᾿ ὅλη τήν περιοχή. ῎Εγιναν γνωστοί ἀκόμη καί στόν ἴδιο τόν αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος τούς τίμησε μέ τίς μεγαλύτερες τιμές καί μέ τά σπουδαιότερα παράσημα. Μάλιστα, ἡ ὅλη διαδικασία τῆς ἀνακρίσεώς τους δημιουργεῖ τήν ὑπόνοια ὅτι, ἄν ὄχι ὅλοι, τουλάχιστον κάποιοι ἀπό αὐτούς ἴσως εἶχαν τιμηθεῖ καί μέ τό δικαίωμα τοῦ ρωμαίου πολίτη.

 ᾿Εντούτοις, τά βραβεῖα καί οἱ τιμές δέν μείωσαν καθόλου τήν ἀγάπη τῶν πιστῶν νέων γιά τόν Χριστό καί τήν εὐσέβειά τους. ᾿Αντίθετα, γιγάντωσαν στά βάθη τῆς καρδιᾶς τους τόν ἱερό πόθο νά μείνουν ἀφοσιωμένοι στόν αἰώνιο Παμβασιλέα μέχρι θυσίας. ῎Ελαμψαν, πράγματι, μέ τή φλογερή πίστη καί τή θερμή ἀγάπη τους πρός τόν Χριστό, πού ἱερουργοῦνταν μέσα στήν καρδιά τους. Τό ξεχείλισμα τῆς θείας ἀγάπης μέσα τους ἐκδηλωνόταν μέ τήν ἀρετή καί τή σωφροσύνη, πού στόλιζαν τήν ὕπαρξή τους, μέ τήν ἁγιότητα τῆς ζωῆς τους, πού ἀποτελοῦσε τό μυστικό προστάδιο τοῦ μαρτυρίου.

 Χωρίς κανείς νά τό ὑποπτεύεται, χωρίς κανείς νά τό περιμένει, μέσα στό στρατιωτικό σῶμα τῶν ἐπιλέκτων τῆς Σεβάστειας ἐξαγνίζονταν μυστικά καί εὐπρεπίζονταν οἱ σαράντα εὐγενικές ὑπάρξεις σάν ἁγνές παρθενικές λαμπάδες, οἱ ὁποῖες ἔμελλαν νά καοῦν ὁλοκληρωτικά στή λατρεία τοῦ ᾿Εσταυρωμένου. ᾿Αποτέλεσμα ἀκριβῶς αὐτῆς τῆς ἁγιότητας ὑπῆρξαν τά στρατιωτικά τους κατορθώματα. Διότι, ὅπως χαρακτηριστικά γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, «ἡ καθαρότητα τῆς ψυχῆς ἀντιφέγγιζε στή μορφή τους καί τό σῶμα πού φαινόταν, ἀποτελοῦσε τό ἀντάξιο κατοικητήριο τῆς ψυχῆς τους πού δέν φαινόταν».

4. Τό θαῦμα τῆς προσευχῆς

 Διαβάζουμε στήν ἁγία Γραφή· «γνῶτε ὅτι ἐθαυμάστωσε Κύριος τόν ὅσιον αὐτοῦ» (Ψα 4,4). Πράγματι, ἡ ἱστορία τῆς ἔνδοξης ᾿Εκκλησίας μας ἀπέδειξε ὅτι ἀποτέλεσμα τῆς ἁγιότητας εἶναι τά θαύματα ἤ ἀκριβέστερα "σημεῖα, δυνάμεις καί τέρατα", ὅπως τά χαρακτηρίζουν τά ἱερά Εὐαγγέλια. Θαύματα πολλά καί καταπληκτικά συνόδευσαν τή ζωή τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ.

 ῞Ενα ἀπό τά σημεῖα πού ἐπιτέλεσαν οἱ ἅγιοι Σαράντα Μάρτυρες, ὅταν ἀκόμη ζοῦσαν, μᾶς παραδίδει ὁ σχεδόν σύγχρονός τους ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ἀδελφός τοῦ Μ. Βασιλείου. ῾Η οἰκογένεια τῶν δύο ἁγίων πατέρων, ὅπως ἤδη λέχθηκε, εἶχε συγγενικούς δεσμούς μέ κάποιους ἀπό τούς Σαράντα Μάρτυρες. Συνέβη, λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος, νά περικυκλωθεῖ κάποτε τό τάγμα, στό ὁποῖο ὑπηρετοῦσαν οἱ σαράντα στρατιῶτες μας, ἀπό ἐχθρικές δυνάμεις. Οἱ ἐχθροί κατά τή διάρκεια τῆς νύχτας κατέλαβαν τά γύρω ὑψώματα καί τίς διαβάσεις. Κατέστρεψαν ὅλες τίς πηγές τοῦ νεροῦ καί ἔκαναν ἔτσι τή θέση τοῦ τάγματος ἀπελπιστικά δύσκολη. ῎Επρεπε οἱ ἄνδρες του ἤ νά παραδοθοῦν ἤ νά πεθάνουν ἀπό τό φρικτό θάνατο τῆς δίψας. ῾Ο διοικητής καί τό ἐπιτελεῖο ἀνησυχοῦν καί βρίσκονται σέ ἀμηχανία. Τά ποικίλα στρατηγήματα πού ἐπινόησαν, ἀπέτυχαν. ᾿Ελπίδα σωτηρίας δέν ἀπέμεινε. ῞Ολοι θρηνοῦν τό ἄδοξο τέλος τους, ὅπου τούς ὁδηγεῖ ἡ δίψα καί ὄχι τό σπαθί τοῦ ἐχθροῦ.

 ῾Υπάρχουν ὅμως μερικοί στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι ὄχι μόνο δέν ἀνησυχοῦν, ἀλλά ἔχουν τέτοια χαρά, ὥστε νομίζει κανείς ὅτι γιορτάζουν ἔνδοξη νίκη. Εἶναι οἱ σαράντα χριστιανοί. ῏Ηταν, βέβαια, πάντα αἰσιόδοξοι καί ποτέ δέν δείλιασαν μπροστά στό θάνατο. Μά τώρα αἰσιοδοξοῦν γιά ὅλο τό τάγμα. Τί, λοιπόν, ἔχουν στό νοῦ τους; ῾Η ἁγία Γραφή, τῆς ὁποίας ἡ μελέτη τούς ἔτρεφε πνευματικά καί τούς καλλιεργοῦσε στήν πίστη, τούς προσφέρει παραδείγματα καί ὑποδεικνύει τρόπους, γιά νά ἐνεργήσουν στή δύσκολη ὥρα. Θυμοῦνται τήν περίπτωση τοῦ προφήτη ᾿Ηλία, πού μέ τήν πύρινη προσευχή του ἔκλεισε κι ἄνοιξε κάποτε τόν οὐρανό. Κι ἀποφασίζουν νά τόν μιμηθοῦν.

 ᾿Αφήνουν, λοιπόν, τό στρατόπεδο, ἀποσύρονται σέ ξεχωριστό μέρος κι ἐκεῖ μέ μιά καρδιά καί μέ μιά φωνή ζητοῦν ἀπό τόν οὐρανό τή λύση τῆς συμφορᾶς. ῾Η θερμή καί δακρύβρεκτη προσευχή τους εἶναι ὁ θεῖος μυστικός ἀσύρματος, μέ τόν ὁποῖο ἐξαποστέλλουν ὑπερεπείγοντα σήματα στίς ὑπερκόσμιες δυνάμεις καί ζητοῦν ἐνισχύσεις ἀπό τόν αἰώνιο Αὐτοκράτορα τοῦ οὐρανοῦ. Καί δέν ἄργησε νά εἰσακουσθεῖ τό αἴτημά τους, διότι «οἱ μέν ηὔχοντο, ἡ δέ εὐχή παραχρῆμα ἔργον ἐγίνετο».

 ᾿Ενῶ οἱ ἅγιοι ἦταν ἀκόμη γονατισμένοι καί προσεύχονταν μέ θέρμη, ἕνας ἰσχυρός ἄνεμος μαζεύει σύννεφα στόν ἀνέφελο μέχρι τότε οὐρανό. Στή συνέχεια ἀκούγονται τρομερές βροντές, πύρινες ἀστραπές φλογίζουν τήν ἀτμόσφαιρα καί καταρρακτώδης βροχή χαρίζει στό σύνταγμα νερό περισσότερο καί ἀπό τό νερό τῶν ποταμῶν. ῾Η θύελλα πού ξέσπασε μέ κεραυνούς καί καταιγίδα, προκαλεῖ σοβαρές ἀπώλειες στίς βαρβαρικές δυνάμεις καί τίς ἀναγκάζει νά λύσουν τήν πολιορκία καί νά ἀπομακρυνθοῦν πανικόβλητες. ῎Ετσι, μέ τήν προσευχή τῶν ἐκλεκτῶν στρατιωτῶν του τό σύνταγμα πέτυχε διπλή νίκη· καί τή δίψα νίκησε καί ἀπό τούς βαρβάρους ἀπαλλάχθηκε.

5. ῾Ο φθόνος τοῦ διαβόλου

  ῾Η ἀνδρεία, ἡ ἁγιότητα τῶν σαράντα στρατιωτῶν καί τό θαυμαστό σημεῖο πού ἐπιτέλεσαν, ἐνόχλησαν τό διάβολο. ῞Ολα αὐτά τά ἔνιωσε σάν ἰσχυρά βέλη ἐναντίον του καί ξεσηκώθηκε σέ ἀντεπίθεση. Μέ λύσσα καί μανία καθημερινά ἐφεύρισκε πειρασμούς, γιά νά τούς λυγίσει, νά γκρεμίσει τόν πύργο τῆς πίστεώς τους καί νά σβήσει τή φλόγα τῆς ἀγάπης τους. Καί ὅπως ὁ κλέφτης, λέγει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, δέν πηγαίνει νά κλέψει πέτρες, χῶμα καί ἄλλα φτηνά πράγματα ἀλλά χρυσό, ἄργυρο ἤ μαργαριτάρια, ἔτσι καί ὁ ἀπαίσιος κλέφτης τοῦ θησαυροῦ τῆς ψυχῆς, ὁ διάβολος, δέν ἐνοχλοῦσε τόσο τούς ἄλλους στρατιῶτες ὅσο τούς πιστούς.

 ῎Εβλεπε, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος, μέ πονηρό μάτι τά μεγάλα τρόπαια τῶν ἀγωνιστῶν στά πεδία τῆς μάχης καί περισσότερο στό πεδίο τῆς ἀρετῆς καί «οὐκ ἤνεγκε πολιάν ἠθῶν ἐν ἡλικίᾳ νεότητι βλέπων». Δηλαδή, δέν ἄντεχε νά βλέπει νέους μέ φρόνηση καί σωφροσύνη γερόντων. ῎Εβλεπε ἔνοπλους στρατιῶτες νά ἀποτελοῦν χορό καί σύνταγμα οὐράνιο, πού ἔψαλλε καί ὑμνοῦσε τόν Θεό ἀκατάπαυστα. Δέν ἀνεχόταν ὁ παγκάκιστος νά βλέπει ἄνδρες μέ ὄψη γλυκειά καί ὡραία, μέ μάτια ἁγνά, μέ φρόνημα ἀγέρωχο, μέ ταχύτατα πόδια, μέ ὑπερβολική δύναμη, μέ συμμετρία μελῶν, ἄνδρες μέ τόσα σωματικά χαρίσματα νά δουλεύουν στόν Θεό καί νά κοσμοῦνται μέ λαμπερή ἀρετή. Αὐτός πού, ὅπως ἀναφέρει τό βιβλίο τοῦ πολύαθλου ᾿Ιώβ, «ἐμπεριπατεῖ σύμπασαν τήν οἰκουμένην» (2,2), βλέπει τώρα ὄχι ἕναν ἄνθρωπο ἀληθινό καί δίκαιο, ἀλλά ἕνα σύνολο τέτοιων ἀνθρώπων ἀληθινῶν, δίκαιων καί εὐσεβῶν. Δέν τό ἀνέχεται, λοιπόν, καί ζητεῖ «ὡς λέων ὠρυόμενος» (Α´ Πε 5,8) νά καταπιεῖ τούς ἀθλητές.

 ᾿Ασφαλῶς, δέν θά δυσκολευτεῖ νά πραγματοποιήσει τό αἱμοβόρο σχέδιό του, ἀφοῦ εἶναι «ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου» (᾿Ιω 12,31· 14, 30), ὁ κοσμοκράτορας. Δέν ἔχει παρά νά διατάξει τόν αὐτοκράτορα νά κηρύξει διωγμό ἐναντίον τῶν πιστῶν. Πράγματι, ὁ νέος διωγμός σάν σίφουνας ξεσπᾶ ἐναντίον τῶν χριστιανῶν.

6. Εἰρήνη καί διωγμός

 Τήν ἐποχή αὐτή ἡ ρωμαϊκή αὐτοκρατορία εἶναι χωρισμένη σέ δύο τμήματα· στό δυτικό αὐτοκράτορας εἶναι ὁ Μ. Κωνσταντίνος (312-337 μ.Χ.), ἐνῶ στό ἀνατολικό βασιλεύει ὁ Λικίνιος (308-324 μ.Χ). ᾿Από τή στιγμή πού ὁ σταυρός τοῦ Κυρίου, σύμβολο θυσίας καί εἰρήνης, φάνηκε στόν οὐρανό μέ τά φωτεινά γράμματα «ΕΝ ΤΟΥΤΩι ΝΙΚΑ», ἀρχίζει νά ἐπικρατεῖ ἡ εἰρήνη στήν ᾿Εκκλησία τοῦ δυτικοῦ κράτους. ῾Ο Μ. Κωνσταντίνος, πού μέ τή δύναμη τοῦ τίμιου σταυροῦ νίκησε τόν ἀντίπαλό του Μαξέντιο κι ἔμεινε μόνος κυρίαρχος στή Δύση, ἐξέδωσε τό περίφημο διάταγμα τῶν Μεδιολάνων (313 μ.Χ.), πού ἀναγνώριζε τήν ἀνεξιθρησκεία. ῎Ετσι, μετά ἀπό δυόμισυ αἰῶνες διωγμῶν, οἱ χριστιανοί εἶναι πλέον ἐλεύθεροι νά λατρεύουν τόν Θεό τους. Οἱ χρυσές ἀκτίνες τῆς εἰρήνης θερμαίνουν τούς δακρύβρεκτους θαλάμους τῶν κατακομβῶν καί τό αἱματοβαμμένο χῶμα τοῦ Κολοσσαίου τῆς Ρώμης. Δέν χρειάζεται τώρα νά κρύβονται οἱ χριστιανοί στίς κατακόμβες, ἀλλά μποροῦν ἀνενόχλητοι νά λειτουργοῦν τούς ἐλάχιστους ταπεινούς ναούς τους καί νά ἀνεγείρουν νέους περίλαμπρους. ῾Η μαρτυρική νύμφη τοῦ ᾿Αρνίου εἶναι ἐπιτέλους ἀδέσμευτη. ᾿Ανασαίνει ἐλεύθερος ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, χωρίς νά ταράσσεται ἀπό κάποιον ἐξωτερικό φόβο ὅπως προηγουμένως. Λευκά περιστέρια πετοῦν στόν οὐρανό τῆς ᾿Εκκλησίας καί ἀναγγέλλουν τό μήνυμα τῆς νίκης καί τῆς εἰρήνης.

 ᾿Αλλ᾿ ἐνῶ αὐτά συνέβαιναν στή Δύση, στήν ᾿Ανατολή μαῦρα σύννεφα σκίαζαν τόν ὁρίζοντα καί σκέπαζαν τόν οὐρανό τῆς ᾿Εκκλησίας. Προμηνυόταν μεγάλη θύελλα καί καταστρεπτική καταιγίδα. ῾Ο Λικίνιος ἦταν «ἀγριότερος ἀπό ὅλα τά θηρία» καί «σκληρός τύραννος». Σ᾿ αὐτόν «ἕνας ἀπό τούς δαίμονες τῆς πολυθεΐας ὑπαγόρευσε τήν τυραννικότερη ἀπόφαση καί τόν μισόθεο νόμο». Γιά νά ἱκανοποιήσει τούς εἰδωλολάτρες, μέ τήν ὑποστήριξη τῶν ὁποίων ἤθελε νά ἐκδικηθεῖ τόν ἀντίπαλό του αὐτοκράτορα τῆς Δύσεως Μ. Κωνσταντίνο, ἐξέδωσε τό 320 μ.Χ. διάταγμα ἐναντίον τῶν χριστιανῶν. Τό διάταγμα αὐτό ξεσήκωσε νέο διωγμό ἐναντίον τῶν χριστιανῶν τῆς ᾿Ανατολῆς. Στήν Καππαδοκία ἦταν τότε ἔπαρχος ὁ Ἀγρικόλας, μία ἀπάνθρωπη καί αἱμοβόρα φυσιογνωμία. Εἶχε ἔμφυτη στήν ψυχή του τήν ἀγροικιά καί τήν ἀγριότητα, ὅπως δηλώνει καί ἡ διπλή ὀρθογραία τοῦ ὀνόματός του· Ἀγροι

 ῾Ο ᾿Αγρικόλας ζωγραφίζεται στά Συναξάρια ὡς θηριώδης καί πονηρός δαίμονας τῆς κολάσεως, τό δυναμικό πρόσωπο τοῦ ἀντιχρίστου, πού ἀντιπροσωπεύει τό διάβολο στήν ἄδικη ἐξουσία. Μόλις ἔφθασε στό γραφεῖο του τό διάταγμα ἐναντίον τῶν χριστιανῶν, σκίρτησε ἀπό χαρά καί ἀγαλλίαση. ᾿Αναδείχθηκε ὁ τυραννικότερος ὑπηρέτης αὐτοῦ τοῦ βίαιου καί ἄδικου διατάγματος, διότι πίστευε ὅτι κακοποιώντας τούς χριστιανούς γίνεται εὐάρεστος στούς θεούς τῶν εἰδωλολατρῶν καί κερδίζει τήν εὔνοια τοῦ αὐτοκράτορα καί τῶν ἄλλων ἀρχόντων. ῎Αγρυπνος καί ἀκούραστος ἀγωνίζεται νά ἐξαφανίσει ἐντελῶς τούς χριστιανούς τῆς ἐπαρχίας του, γιά νά ἀναγγείλει καυχώμενος τή νίκη του στόν αὐτοκράτορα.

 Πολλοί ἀπό τούς πιστούς, καί μάλιστα ἐκεῖνοι πού ἦταν γνωστοί στήν κοινωνία, ἐγκαταλείπουν τότε τά σπίτια καί τά ὑπάρχοντά τους καί τρέχουν νά κρυφτοῦν στά βουνά καί στίς ἐρημιές. ᾿Αλλά καί ἐκεῖ τούς καταζητεῖ ἡ μανία τοῦ διώκτη. ῾Ο ἄγριος ἔπαρχος διοργάνωσε ὁμάδες, τίς ὁποῖες ἐξαπέστειλε μέ λύσσα σ᾿ ὅλη τήν ἐπαρχία, γιά νά βροῦν, νά συλλάβουν καί νά ὁδηγήσουν στό μαρτύριο καθέναν πού ὁμολογοῦσε πίστη στόν ᾿Ιησοῦ Χριστό. Διέταξε συγχρόνως ἄλλους ὑφισταμένους του νά ἐφεύρουν διάφορα βασανιστήρια, νά ἀνάψουν φωτιές, νά τροχίσουν ξίφη, νά στήσουν σταυρούς, νά ἑτοιμάσουν βόθρους, τροχούς μέ σιδερένια δόντια καί μαστίγια μέ μολύβια στίς ἄκρες.

 Πολλές ἀθῶες ὑπάρξεις κάθε τάξεως καί ἡλικίας σύρονται ἀπό τούς καταδότες του ἐνώπιον τοῦ δικαστηρίου. Καί ἐπειδή ὁμολογοῦν γενναῖα τόν ᾿Ιησοῦ Χριστό, βασανίζονται μέ κάθε τρόπο καί τελικά θανατώνονται μπαίνοντας στόν ἅγιο χορό τῶν μαρτύρων.

7. Φιλόχριστος στρατός

 ῾Η εἴδηση ὅτι ὑπάρχουν καί στρατιῶτες χριστιανοί ταράζει ἰδιαίτερα τόν μανιασμένο ἔπαρχο. Αὐτό δέν τό περίμενε ποτέ. Θεωροῦσε ὑποτιμητικό γιά τόν ἑαυτό του καί γιά τόν βασιλιά ν᾿ ἀνήκουν σ᾿ αὐτήν τή μισητή θρησκεία τῶν χριστιανῶν βασιλικοί στρατιῶτες. Ποιοί ὅμως ἀπ᾿ ὅλους τούς στρατιῶτες τοῦ τάγματος εἶναι χριστιανοί;

 Δέν ἀργεῖ ὁ ᾿Αγρικόλας νά βρεῖ τό μέσο, γιά νά τούς ἀνακαλύψει. Γνωρίζει καλά ὅτι οἱ χριστιανοί προτιμοῦν νά θυσιαστοῦν παρά νά θυσιάσουν στά εἴδωλα. Διατάζει, λοιπόν, στή γενική συγκέντρωση τοῦ τάγματος νά διαβαστεῖ ἡ ἀκόλουθη διαταγή· Οἱ στρατιῶτες ὀφείλουν «ἤ τό λιβανωτόν ἐναγίζειν τοῖς δαίμοσιν, ἤ τοῦτο μή ποιοῦντας θανάτῳ καταδικάζεσθαι, καί πρό γε τῆς τελευτῆς, παντί τῷ σώματι πολλάς ὑπομένειν λωβάς». Δηλαδή ἤ νά προσφέρουν θυσία στούς θεούς ἤ, ἄν δέν ὑπακούσουν, νά καταδικαστοῦν σέ θάνατο καί, μάλιστα, πρίν ἀπό τό θάνατο νά βασανιστοῦν σκληρά.

 Τό διάταγμα διαβάστηκε μέσα σέ νεκρική σιγή. Ποιός θά τολμήσει νά ἀρνηθεῖ καί νά μή θυσιάσει; ῏Ηταν μία ἐξαιρετικά κρίσιμη ὥρα. Τί θά ἔκαναν ἄραγε οἱ χριστιανοί στρατιῶτες, πού ἀναδείχθηκαν καί ἀνδραγάθησαν στά πεδία τῶν μαχῶν; Θά ἀρνοῦνταν νά θυσιάσουν στά εἴδωλα, ὁπότε θά θυσιάζονταν οἱ ἴδιοι γιά τόν Χριστό ἤ θά ἀρνοῦνταν τήν πίστη; Τότε ἀκριβῶς οἱ σαράντα γενναῖοι καί ἀνίκητοι στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ ἀξιοποιοῦν τή σκληρή διαταγή τοῦ τυράννου κι ἐκμεταλλεύονται τόν ἐχθρικό νόμο γιά μιά περίλαμπρη νίκη. Μέ θάρρος καί ψυχραιμία, χωρίς νά φοβηθοῦν καθόλου, χωρίς νά πτοηθοῦν ἀπό τίς ἀπειλές, μέ δυνατή φωνή καί μ᾿ ἕνα στόμα ὁμολογοῦν· «Εἶμαι χριστιανός».

 ῏Ω μακάριες γλῶσσες, πού ἔβγαλαν ἐκείνη τήν ἱερή φωνή, ἀναφωνεῖ συγκινημένος ὁ Μ. Βασίλειος. Δέχθηκε τή φωνή τους ὁ ἀέρας καί ἁγιάστηκε. Τήν ἄκουσαν οἱ ἄγγελοι καί τήν ἐπιδοκίμασαν. ῾Ο διάβολος καί οἱ δαίμονες τραυματίστηκαν. ῾Ο Κύριος τήν ἔγραψε στόν οὐρανό. Οἱ ἄγγελοι τότε θαύμασαν ἕνα ὑπέροχο θέαμα στόν κόσμο τῶν ἀνθρώπων. Εἶδαν τή σύγκρουσή τους μέ τό διάβολο καί τή νίκη τους ἐναντίον του. Πόσο ἀντίθετη ἦταν ἡ πάλη αὐτή πρός ἐκείνη τήν πρώτη πάλη, ὅπου τό φίδι κατανίκησε τόν ᾿Αδάμ! Δέν ἄντεξε τότε ὁ ἄνθρωπος μία μόνο ἐπίθεση τοῦ πονηροῦ, πού ἐκδηλώθηκε μέ ἕνα ὡραῖο δόλωμα, ἀλλά ἔπεσε καί ἀνατράπηκε. Στούς μάρτυρες ὅμως δέν πέτυχαν κανένα ἀποτέλεσμα οἱ ἐπιθέσεις τοῦ ἐχθροῦ.

 ᾿Οργισμένος ὁ διοικητής τοῦ τάγματος διατάζει νά ἔλθουν στή μέση ὅσοι ὁμολόγησαν ὅτι εἶναι χριστιανοί. Οἱ ἀτρόμητοι ὁμολογητές βγαίνουν ἀπό τίς τάξεις τῶν στρατιωτῶν. Ξεχωρίζουν ἀπό ὅλους τούς ἄλλους καί συγκροτοῦν ἰδιαίτερη «φάλαγγα ἐξαιρετική καί φιλόχριστη, διοικούμενη ἀπό τή δύναμη τοῦ Πνεύματος».

Στεργίου Σάκκου, Οἱ ἅγιοι σαράντα μάρτυρες. ἔκδ. Β΄, σελ. 17-42

Πέμπτη, 03 Φεβρουάριος 2022 03:00

Ἡ δύναμη τῆς ἁπλότητας

paplous2 Μέσα στή θλίψη καί τήν ὀδύνη πού τόν πλημμύρισε, ὅταν στή δική του ἀφοσίωση ἡ γυναίκα του τοῦ ἀνταπέδωσε τό πικρό ποτήρι τῆς ἀπιστίας, ὁ ταπεινός Παῦλος εἶδε ἀνοιγμένη ἐμπρός του ἀπό τό χέρι τοῦ Θεοῦ μιά πόρτα σωτήρια. Τή διάβηκε μέ χαρά καί πῆρε τό δρόμο γιά κεῖ πού τόν ὁδηγοῦσε ἡ καρδιά του, ἡ ἀγαπῶσα τόν Θεό.

 Ἔφθανε ὡς τήν πόλη του ἡ φήμη τῆς «καινῆς πολιτείας» πού ὑψωνόταν πάνω στήν καυτή ἄμμο τῆς ἐρήμου, ἐκεῖ πού σπίτι δέν μποροῦσε νά κτισθεῖ. Ἦταν μιά θαυμαστή ἀλήθεια πώς στόν τόπο, πού οὔτε λουλούδι δέν μποροῦσε νά φυτρώσει, ἀνθοβολοῦσε ἕνα πνευματικό περιβόλι ἀπό κάποιους ἀναζητητές τοῦ ἀπόλυτου, οἱ ὁποῖοι πάλευαν μέ πόθο καί πάθος νά συζεύξουν στήν καρδιά τους τή γῆ μέ τόν οὐρανό. Ἐπιβεβαιωνόταν γιά ἄλλη μιά φορά πώς ὁ ἰσχυρότερος πόλος ἕλξης εἶναι ἡ ἁγιότητα, καθώς ὁ εὐλογημένος ἀναχωρητής, πού πάλευε χρόνια μέ τό διάβολο καί εἵλκυε τή χάρη τοῦ Θεοῦ, «ἐπόλιζεν» τήν ἔρημο.

 Ὁ Παῦλος, κι ἄς ἦταν πιά στά 60 του χρόνια, ζήτησε νά ἀρχίσει μιά νέα ζωή δίπλα στόν Μέγα Ἀντώνιο. Στόν πολύπειρο ἀσκητή, πού ἦταν ἐπιφυλακτικός, ὁ Παῦλος πρόσφερε καρδιά ὁλοπρόθυμη στήν καλλιέργεια καί στήν ὑπακοή, πού ἔπεισε τόν γέροντα Ἀντώνιο νά τόν δεχθεῖ κοντά του. Ἡ εὐγνωμοσύνη του γιά τοῦτο τό μέγιστο δῶρο ξεσποῦσε σέ δοξολογική καί εὐφρόσυνη ἀνταπόδοση πρός τόν Θεό καί τούς ἀδελφούς.

 Στή σιωπή τῆς ἐρήμου ὁ φιλόθεος Παῦλος ἔσκυψε βαθιά μέσα του, ἀνακάλυψε τόν ἑαυτό του καί ἀντίκρυσε μέ παρθενικά μάτια τόν πλησίον του. Οἱ ροές τῶν δακρύων, ὄμβροι ζωηφόροι, ἄρδευαν τή γῆ τῆς ψυχῆς κι ἄνθιζε ἐντός του ἡ χαρά τοῦ πένθους. Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, κυριακό δώρημα στούς «ταπεινούς τῇ καρδίᾳ», τοῦ προσφερόταν ἁπλόχερα κι αὐτός μέ τή σειρά του σκόρπιζε τά ἀγαθά της σέ ὅποιον τόν πλησίαζε. Κι ἁπλωνόταν ἡ φήμη τῆς ἁπλῆς φιλάγαθης ψυχῆς του κι ὅλο καί πιό πολλοί ἔρχονταν κοντά του νά γευθοῦν τή γλυκύτητα τῆς ταπεινοφροσύνης, νά ἀναπαυθοῦν στόν πλατυσμό τῆς ἁπλότητάς του.

 Κατέβηκαν οἱ ἄγγελοι νά ἐνισχύσουν τόν πνευματικό ἀγωνιστή, πού ποθοῦσε γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ νά νικᾶ τά πάθη, νά ἀντιπαλεύει τόν αἰώνιο ἐχθρό μέ ἄσκηση σκληρή καί προσευχή ἀδιάλειπτη. Πλησίασαν καί οἱ δαίμονες, νά ριχτοῦν νά τόν νικήσουν. Συνάντησαν ὅμως ἀντίσταση σθεναρή ἀπό τήν τρυφερή ἁπλότητα τοῦ Παύλου. Σάν τοῦ νεροῦ τήν ἁπαλή δύναμη πού λειαίνει τίς πέτρες καί σκάβει τούς βράχους, τῆς ἁπλότητας ἡ δύναμη κατατρόπωσε τούς δαίμονες. Ὁ Κύριος, πού «φωτιεῖ καί συνετιεῖ νηπίους», χάριζε στόν ταπεινό του δοῦλο τήν κραταιά του δύναμη. Φοβισμένοι ἀπό τήν ἁπλή ψυχή τοῦ ἁγίου οἱ δαίμονες τράπηκαν σέ φυγή καί ὁμολόγησαν: «Ἡ ἁπλότητα καί ἡ ταπείνωση τοῦ Παύλου μᾶς διώχνει μακριά. Δέν βρίσκουμε τόπο ἐδῶ νά κατοικήσουμε».

 Ἡ μητέρα Ἐκκλησία κράτησε στό συναξάρι της τά ἡρωικά παλαίσματα τοῦ παιδιοῦ της καί τιμᾶ τή μνήμη του στίς 7 Μαρτίου. Φύλαξε τό ὄνομά του μέ τήν προσωνυμία πού κλείνει τό σύνολο τῶν ἀρετῶν του: Παῦλος ὁ ἁπλοῦς. Στό ἀτέρμονο ταξίδι τῶν ψυχῶν μας γιά τήν τελειότητα ἡ ἁγία μορφή του σηματοδοτεῖ τήν ἁπλότητα καί τήν ταπεινοφροσύνη, τίς ἀρετές, πού μᾶς ἀποθέτουν μέ ἀσφάλεια στήν ἀγκαλιά τοῦ οὐράνιου Πατέρα.

Παρασκευή, 28 Φεβρουάριος 2020 03:00

Ἡ πρώτη κίνηση

agios kassianos Από τήν τελευταία μέρα τοῦ Φεβρουαρίου, τήν 29η, πού κάθε τέσσερα χρόνια προστίθεται στό ἡμερολόγιό μας, διαλέγουμε τό μήνυμα τοῦ μήνα. Τή μέρα αὐτή τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία μας τόν ἅγιο Κασσιανό, πού τίς ἄλλες χρονιές, τίς μή δίσεκτες, συνεορτάζεται μέ τούς ἁγίους τῆς προηγούμενης μέρας, τῆς 28ης Φεβρουαρίου.

 Οἱ πληροφορίες τῶν Συναξαρίων γιά τήν πορεία τῆς βιοτῆς τοῦ ἁγίου Κασσιανοῦ συγχέονται, καθώς μάλιστα ὑπάρχουν κι ἄλλοι ἅγιοι μέ τό ἴδιο ὄνομα. Τό βέβαιο εἶναι ὅτι ὁ Κασσιανός, στόν ὁποῖο ἀναφερόμαστε, ἔζησε στήν ἐποχή τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου. Ἦταν ἕνας ταπεινός μοναχός, πού ἀναδείχθηκε ἀγωνιστής τοῦ καλοῦ ἀγώνα καί ὁμολόγησε τήν ὀρθόδοξη πίστη. Καί καθώς ὁ ἅγιος ἔχει τήν ἰδιαιτερότητα νά προβάλλεται στό δικό του γιορταστικό μπαλκόνι κάθε τέσσερα χρόνια, ὅσα καί τά χρόνια μιᾶς Ὀλυμπιάδας, πού παρεμβάλλονταν μεταξύ δύο ὀλυμπιακῶν ἀγώνων, ταιριάζει νά χαρακτηρισθεῖ ὀλυμπιονίκης τοῦ πνεύματος.

 Συγχρόνως ὅμως ὁ ἅγιος Κασσιανός ἀναδείχθηκε δάσκαλος καί ὁδηγός τῶν χριστιανῶν, «ἀλείπτης», δηλαδή προπονητής, γιά ὅλους ἐκείνους πού ἐπιθυμοῦν νά τρέξουν τό δρόμο τῆς ἀρετῆς καί φιλοτιμοῦνται νά λάβουν τόν «ἀμαράντινον τῆς δόξης στέφανον». Μ᾿ αὐτή τήν ἰδιότητα ἀπευθύνει καί σέ μᾶς τό μήνυμα τῆς διδαχῆς του, ἕνα στοιχειῶδες μάθημα τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα: Ἡ θεμελιακή σημασία τῶν λογισμῶν στή ζωή μας. Ἀπό τό λογισμό ἀρχίζουν ὅλα. Ὁ καλός λογισμός ὁδηγεῖ στά ὕψη τῆς ἁγιότητας, ἐνῶ ὁ κακός καταβαραθρώνει στά βάθη τῆς κακίας. Ὅπως στή φυσική ζωή ἕνα μικρόβιο, ὅταν δέν ἀντιμετωπισθεῖ σωστά, ὁδηγεῖ στήν ἀσθένεια καί -πολλές φορές- στό θάνατο, παρόμοια στήν πνευματική ζωή ἕνας κακός λογισμός μπορεῖ νά φέρει τήν καταστροφή. Γι᾿ αὐτό, συμβουλεύουν οἱ πατέρες, «νίκα διά τῶν ἀγαθῶν λογισμῶν τά πονηρά διαβούλια».Ὁ λογισμός εἶναι «ἡ πρώτη τῆς ψυχῆς κίνησις», τό πρῶτο στάδιο ὅπου ὀφείλει νά κονταροχτυπηθεῖ ὁ ἄνθρωπος μέ τόν πειρασμό.

 Θετικός καί πρακτικός στή σκέψη του ὁ ἅγιος δέν κάνει θεωρητική διδασκαλία γιά τό λογισμό. Σ᾿ ἕνα ἀπό τά λιγοστά ἔργα του, πού ἐπιγράφεται «Περί τῶν ὀκτώ τῆς κακίας λογισμῶν», προσαρμόζει τή διδαχή του στήν καταπολέμηση συγκεκριμένων παθῶν· γαστριμαργίας, πορνείας, φιλαργυρίας, ὀργῆς, λύπης, ἀκηδίας (=ἀδράνειας), κενοδοξίας καί ὑπερηφανίας. Εἶναι οἱ κακίες πού ἐγγίζουν καί ταλαιπωροῦν τόν καθένα μας. Ἡ σίγουρη καί ριζική ἀντιμετώπισή τους, λέει, εἶναι νά χτυπηθοῦν στή ρίζα τους, στήν πρώτη ἀρχή, ὅταν ἀκόμη μᾶς ἀπασχολοῦν ὡς κακή σκέψη, προτοῦ ριζώσουν στήν ψυχή. Παρότι ἡ ἐποχή μας δείχνει ἀδιάφορη γιά τέτοιες εὐαισθησίες, τό μήνυμα τοῦ ἁγίου Κασσιανοῦ, ἀπό τήν ἰδιαίτερη φέτος μέρα τῆς μνήμης του, φθάνει σέ μᾶς διδακτικό καί ἐπίκαιρο γιά ὅλο τό μήνα μά καί γιά ὅλο τό χρόνο τῆς ζωῆς μας. Ἄν εἰλικρινά ἐνδιαφερόμαστε νά πολεμήσουμε τό κακό μέσα μας, εἶναι ἀνάγκη νά ἀνακόπτουμε τήν πορεία του, ὅταν αὐτό εἶναι ἀκόμη λογισμός. Διαφορετικά, θά χάσουμε τή μάχη.

Στέργιος Ν. Σάκκος

Ἀπολύτρωσις 55 (2000) 27

Τετάρτη, 21 Φεβρουάριος 2024 02:00

Ἐν πλατυσμῷ ἀγάπης

agios Τό ἀδιάψευστο στόμα τοῦ ᾿Ιησοῦ μᾶς διαβεβαίωσε πώς κι ἕνα «ποτήριον ψυχροῦ» ὕδατος θά τό μνημονεύσει τή μέρα τῆς κρίσεως, ὅταν εἶναι δοσμένο ἀπό ἀγάπη σ᾿ Αὐτόν. Τό ὄνομα τοῦ ἁγίου πού τιμοῦμε στίς 27 Φεβρουαρίου ἔμεινε στό Βιβλίο τῆς ζωῆς συνδεδεμένο μέ ἕνα ἔργο ἀγάπης. ῎Ετσι τόν μνημονεύει ἡ ᾿Εκκλησία μας· «῾Ο ἅγιος Στέφανος ὁ συστησάμενος τό γηροκομεῖον τοῦ ᾿Αρματίου ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται».
 Βίωσε τή μέγιστη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρός τόν πεσόντα ἄνθρωπο ὁ Στέφανος· ἀπ᾿ τήν ψυχή του πέρασε τό χάδι τῆς θεϊκῆς στοργῆς. Τό ἔνιωθε πώς ἦταν αὐτός τό χαμένο πρόβατο τῆς παραβολῆς, ὁ γιός ὁ ἄσωτος. Κι ἦταν ἡ ἀγάπη του πρός τούς ἐλάχιστους ἀδελφούς τοῦ Κυρίου του ἔκφραση εὐχαριστίας, εὐγνώμονο ἀνταπόδομα στή δική Του ἀγάπη.
 «Μακάριος ὁ συνιῶν ἐπί πτωχόν καί πένητα». Σ᾿ αὐτούς τούς μακάριους, πού ἔνιωσαν τόν ξένο πόνο καί τόν ἔκαναν δικό τους, ἀνήκει ὁ Στέφανος. Σ᾿ αὐτούς πού τό ἀνεξόφλητο χρέος τῆς ἀγάπης τούς κρατᾶ ἄγρυπνους· πού δέν ἡσυχάζουν, ἄν δέν εὐεργετήσουν. Χωρίς ἐπίδειξη καί προσμονή ἀνταπόδοσης, δίχως μέτρο καί ἐπιφύλαξη ἔφτιαξε γιά τούς φτωχούς καί ἐγκαταλελειμμένους ἡλικιωμένους ἕνα εὐλογημένο σπιτικό. Πόσες εὐχές θά σύναξε ἀπό τούς πονεμένους γέροντες πού ἔνιωθαν πώς τή δύση τῆς ζωῆς τους τή φώτιζε ἡ ἀνατολή τῆς ἀγάπης του! Θερμές καί εὐγνώμονες ἔφθαναν οἱ προσευχές στό θρόνο τοῦ Θεοῦ, καθώς ἐκεῖνος κοπίαζε νά τούς προσφέρει στέγη καί φαγητό, μά πιότερο νά τούς δώσει μιά στάλα δροσιᾶς ἀπ᾿ τήν καρδιά του, ἕνα καρβέλι ἀπό τήν ὕπαρξή του. Μέ σεβασμό στόν καθένα χωριστά, ὕφανε μέ ὅλους μιά σχέση ἐμπιστοσύνης καί στοργῆς.
 Δέν εἶναι ἁπλή καί εὔκολη ἡ διακονία τῶν ἡλικιωμένων. Εἶναι κοπιαστική καί ἀπαιτεῖ ὑπομονή. ῞Οποιος ἑκούσια στρατεύει τόν ἑαυτό του σ᾿ ἕνα τέτοιο ἔργο εἶναι πραγματικά ἀξιοθαύμαστος. ῾Ο «πατήρ τῶν οἰκτιρμῶν» ἐνέπνεε τόν Στέφανο καί ἐνίσχυε τήν καρδιά του. Ζοῦσε μέσα του ὁ Χριστός καί πλάτυνε τήν καρδιά του καί τήν πλούτιζε. Πόσες ψυχές ἑτοίμασε ἐκεῖνο τό σπιτικό γιά τόν οὐρανό!
 «Γήρει Στέφανος πρύτανις ζωῆς πόρου· ὅνπερ θανόντα Πρύτανις στέφους στέφει». ῾Η εἰρήνη πού χάρισε στήν ἀνασφάλεια καί στόν πόνο τῶν γερόντων ἀδελφῶν στεφάνωσε τόν Στέφανο στό τέλος τῆς ζωῆς του. Εἰρηνικό μέ τή συνείδησή του τόν παρέλαβε ὁ Κύριος. ῾Ο θησαυρός ὁ συναγμένος στή γῆ τόν περίμενε στόν οὐρανό, νά τόν γεμίσει μέ εὐφροσύνη ἄληκτη. Τέτοιος πλοῦτος δέν χάνεται. Αὐτός ἄς λάμπει μπρός μας, ὑψώνοντας τό νοῦ μας ἀπό τά ρέοντα στά μένοντα, ἀπό τόν στενό κλοιό τῆς φιλαυτίας μας στόν παραδείσιο πλατυσμό τῆς ἀγάπης!

᾿Ιχνηλάτης

Ἀπολύτρωσις 60 (2005) 40
    
     

Παρασκευή, 23 Φεβρουάριος 2024 03:00

Δίψα φωτός

 Ὁδοιπορώντας μέσα στό καταμεσήμερο, γιά νά ἀντλήσει νερό ἀπό τό πηγάδι, δέν εἶχε συνειδητοποιήσει τή βαθειά δίψα τῆς ψυχῆς της. Τή δίψα πού ἔκαιγε τήν ὕπαρξή της γιά κεῖνο τό νερό πού ξεδιψᾶ τόν πόθο γιά ἀγάπη, γιά χαρά καί λευτεριά. Γιά κεῖνο τό νερό πού οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες μέσα στούς μύθους καί τούς θρύλους τους τό ὀνόμασαν ἀθάνατο.
 Ἐκείνη τή μέρα, γύρω στό 32 μ.Χ. στίς δώδεκα τό μεσημέρι, κάτω ἀπό τόν καυτό ἥλιο τῆς Παλαιστίνης ἡ γυναίκα τῆς Σαμάρειας ἔζησε τήν πιό συγκλονιστική ἐμπειρία: τή συνάντηση μ᾿ Ἐκεῖνον πού δροσίζει τήν ὕπαρξη, ξεδιψᾶ τήν καρδιά· μ᾿ Ἐκεῖνον πού εἶναι ὁ ἴδιος τό «ὕδωρ τό ζῶν».
 Ὁ Ἰησοῦς κατάκοπος ἀπό τήν ὁδοιπορία -τέλειος ἄνθρωπος, ὅπως καί τέλειος Θεός- καθόταν ἁπλά πάνω στό πηγάδι, πού σύμφωνα μέ τήν παράδοση βρισκόταν ἐκεῖ ἀπό τά χρόνια τοῦ Ἰακώβ καί σώζεται μέχρι σήμερα. Εἶχε στήσει καρτέρι ἀγάπης, ἀναζητοῦσε καί πάλι τό ἀπολωλός.
 Ἡ γυναίκα πού ἔφθασε κοντά του ἔφερε ὑποτιμητική γιά τούς Ἰουδαίους καταγωγή· ἦταν Σαμαρείτιδα καί κουβαλοῦσε ἕνα σκοτεινό ἄσχημο παρελθόν: εἶχε πέντε ἄνδρες. Κι ὅμως ἔκρυβε μέσα της θησαυρό!
Fotini Μέσα ἀπό ἕναν θαυμαστό διάλογο ὁ Ἰησοῦς τήν ὁδηγεῖ σκαλί τό σκαλί στήν ἀποκάλυψη τῆς πίστης. Μακριά ἀπό συναγωγές τῶν φαρισαίων καί τῶν νομικῶν, ὁ Ἰησοῦς σέ μιά βαθειά προσωπική συνάντηση καί ἐπικοινωνία ἀποκαλύπτει σέ τούτη τήν ψυχή τίς οὐράνιες ἀλήθειες: ὁ Θεός εἶναι Πατέρας, ὁ Θεός εἶναι πνεῦμα, ἐγώ εἶμαι ὁ Μεσσίας.
 Μέ τό λόγο τοῦ Χριστοῦ ἐξαγνίζεται ἡ βρώμικη καρδιά τῆς Σαμαρείτιδας καί ὁ ἀφελής νοῦς της φωτίζεται. Κι ἔτσι φωτισμένη τήν προβάλλει μπρός μας ἡ Ἐκκλησία καί τήν τιμᾶ στίς 26 Φεβρουαρίου μέ τό ὄνομα Φωτεινή.
 Μέ τό νερό πού τήν ξεδίψασε ὁ Χριστός ἔβαλε μέσα της μιά ἀσίγαστη δίψα νά ξεδιψᾶ διψασμένες ψυχές. Ἱεραπόστολος ἡ Σαμαρείτιδα καταγγέλλει τόν Μεσσία πρῶτα στούς συμπατριῶτες της, οἱ ὁποῖοι ἀνοίγουν τήν καρδιά καί τό σπίτι τους στόν Χριστό. Μιλᾶ δυνατά καί σέ μᾶς γιά τή συγκατάβαση τοῦ Ἰησοῦ, ὁ ὁποῖος ἀποκαλύπτει τό ὁλόφωτο μεγαλεῖο του στό βαθύ σκοτάδι τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας καί ἀθλιότητας. Καί μᾶς βεβαιώνει πώς αὐτή ἡ ἀποκάλυψη εἶναι πού κάνει τήν ψυχή χαρούμενη καί φωτεινή.

 

Παρασκευή, 22 Φεβρουάριος 2019 03:00

Μια ἁγία μητέρα: ἁγ. Γοργονία

gorgonia  Αὐτόν τό μήνα, πού ἡ Ἐκκλησία προβάλλει μπροστά μας τή μάνα Παναγία νά προσάγει τό θεῖο Παιδί στό ναό, ἀντικρύζω μέ τά μάτια τῆς πίστης στοιχημένες πίσω της τίς ἅγιες μητέρες κάθε ἐποχῆς.
  Ἀνάμεσά τους διακρίνω καί τή σεβαστή Γοργονία. Ἀνῆκε σέ κεῖνες τίς εὐλογημένες οἰκογένειες πού ἑλκύουν πάνω στή γῆ τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, πού ἀποτελοῦν τό ἁλάτι καί δέν σαπίζει ὁ κόσμος. Καρπός προσευχῆς τῶν γονιῶν της -τοῦ εὐγενοῦς Γρηγορίου, ἐπισκόπου Ναζιανζοῦ, καί τῆς ἐνάρετης Νόννας- ὑπῆρξε τό πρῶτο ἀπό τά τρία παιδιά τούτης τῆς μακάριας οἰκογένειας, ὅλα τά μέλη τῆς ὁποίας κατατάχτηκαν ἀπό τήν Ἐκκλησία στό χορό τῶν ἁγίων της.
  Κι ἦταν ἡ οἰκογένεια τό πρῶτο σχολεῖο στό ὁποῖο μαθήτευσε ἡ Γοργονία, μαζί μέ τόν Γρηγόριο καί τόν Καισάριο, καί διδάχτηκε τά γράμματα ἀλλά καί τά μεγάλα μαθήματα γιά μιά πετυχημένη ζωή. Πλάι στήν εὐμοιρία τῆς πατρογονικῆς εὐσέβειας ἔβαλε τήν προσωπική ἄσκηση καί ἔφτιαξε μιά προσωπικότητα μέ πνευματική ρώμη καί ἀγγελική χάρη.
  Ἀρχόντισσα στήν καταγωγή καί στήν ἐμφάνιση, στούς τρόπους καί στήν καρδιά ἡ Γοργονία φάνηκε ἄξια κόρη τοῦ ἐπισκόπου, πρωτοστατώντας στά ἔργα ἱεραποστολῆς καί κοινωνικῆς πρόνοιας, ἀλλά καί στάθηκε πιστή σύζυγος καί μητέρα δίπλα στόν Ἀλύπιο. Ἔφθασαν σαρανταδύο χρόνια πάνω στή γῆ, γιά νά διαγράψει ἕναν ὁλόφωτο κύκλο ἁγιασμένης ζωῆς. Τά χέρια της, ἀνατρέφοντας παιδιά κι ἐγγόνια, σιτίζοντας φτωχούς, ἀνακουφίζοντας πονεμένους, κράτησαν τό τόξο τῆς ζωῆς καί σημάδεψαν μέ ἐπιτυχία τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
  Τά θεόπνευστα ρήματα τῆς ἁγίας Γραφῆς, πού στάθηκαν τά πρῶτα της ψελλίσματα στήν αὐγή τῆς ζωῆς, ἦταν αὐτά πού σφράγισαν τά χείλη της, ὅταν κάποιο δειλινό τοῦ 369 μ.Χ. παρέλαβαν τήν ψυχή της οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ. Ὁ τρόπος πού διένυσε ἀλλά καί τελείωσε τή ζωή της πάνω στή γῆ, ἀποτελεῖ ἀκτινοβόλο παράδειγμα πού τό τιμᾶ καί τό προβάλλει ἡ Ἐκκλησία μας στίς 23 Φεβρουαρίου.
  Ἡ εὐαίσθητη καρδιά τοῦ θεολόγου ἀδελφοῦ της ἀφιέρωσε περίφημο ἐπικήδειο λόγο, ὅπου μέ δύναμη ἀναφέρεται στή ζωή της, πού ὑπῆρξε -ὅπως σημειώνει- ζωντανό κήρυγμα. Ἀριθμεῖ τά χαρίσματά της καί συνοψίζει: «Οὐ χρυσός ἐκείνην ἐκόσμησε, οὐκ ἐσθῆτος πολυτέλεια, ἀλλά λαμπρότης ἀρετῶν». Τοῦτο τό πολύτιμο στολίδι τῆς ἀρετῆς, πού κόσμησε τήν ἁγία Γοργονία, τό ἀπαραίτητο σέ κάθε μητέρα, δέν πουλιέται στίς ἀγορές αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Εἶναι δῶρο τοῦ οὐρανοῦ στίς ψυχές πού μοχθοῦν στό ἀγώνισμα τῆς προσευχῆς καί ἀναλώνονται στό βωμό τῆς ἀγάπης.

Ἀπολύτρωσις 56 (2001) 33

Πέμπτη, 22 Μάιος 2014 03:00

Τό πιό ἐκλεκτό θυμίαμα

Ἔκπληκτοι κοιτοῦν τόν σεβάσμιο λευΐτη οἱ στρατιῶτες. Γι᾿ αὐτόν τόν ἄνθρωπο, λοιπόν, ξεσηκώθηκαν τόσοι ἱππεῖς κι ἔτρεχαν ὁπλισμένοι μέσα στή νύχτα μέ αὐστηρή τήν ἐντολή νά τόν βροῦν καί νά τόν συλλάβουν; Αὐτός τούς περίμενε χαμογελαστός, χαρούμενος. Τούς ἔστρωσε τό τραπέζι. Νά φᾶνε καλά, τούς εἶπε, καί νά στηριχθοῦν, γιατί κουράστηκαν πολύ μέχρι νά τόν ἀνακαλύψουν. Μήπως τά ᾿χε χαμένα ὁ γέροντας; Μήπως λάθεψε καί παρανόησε τό σκοπό τοῦ ἐρχομοῦ τους; Στά θηρία, στά βασανιστήρια θά τόν πήγαιναν, ὄχι στά ἀνάκτορα! Μά ὁ Πολύκαρπος ἤξερε πώς αὐτός εἶναι ὁ δρόμος γιά τό ἀνάκτορο τοῦ οὐρανοῦ. Πῶς νά μήν καλοδεχτεῖ αὐτούς πού θά τόν ὁδηγοῦσαν στόν βασιλέα του Χριστό;
 Τούς παρακάλεσε μόνο νά τοῦ δώσουν τήν ἄδεια, μέχρι αὐτοί νά ξαποστάσουν, ν᾿ ἀποσυρθεῖ γιά τελευταία φορά στό ἀγαπημένο του ἀνώγειο. Ἔμεινε ἐκεῖ δύο ὧρες. Μνημόνευσε, ὅπως μᾶς παραδίδει ἡ ἱστορία, ὅλους ὅσους συνάντησε στήν πορεία τῆς ζωῆς του, μικρούς καί μεγάλους, ἔνδοξους καί ἄσημους...
 Οἱ στρατιῶτες, φανερά λυπημένοι γιά τήν ἀποστολή πού εἶχαν ἀναλάβει, ἀνέβασαν τόν Πολύκαρπο πάνω σ᾿ ἕνα γαϊδουράκι καί τόν ἔφεραν στήν πόλη. Ἐκεῖ τόν περίμεναν ὁ εἰρήναρχος Ἡρώδης καί ὁ πατέρας του Νικήτης. Τόν πῆραν στήν ἅμαξά τους, κάθισαν δίπλα του καί προσπαθοῦσαν ἐπίμονα νά τόν πείσουν νά θυσιάσει στά εἴδωλα. Ἄκαρπες οἱ προσπάθειές τους.
 Ὁ Πολύκαρπος ὁδηγεῖται στό στάδιο. Μέ κραυγές γεμάτες ὀργή τόν ὑποδέχεται τό μανιασμένο πλῆθος:
 - Αὐτός εἶναι ὁ διδάσκαλος τῆς Ἀσίας!
 - Εἶναι ὁ πατέρας τῶν χριστιανῶν!
 - Ὁ καθαιρέτης τῶν θεῶν μας!
 - Αὐτός διδάσκει τά πλήθη νά μή θυσιάζουν καί νά μήν προσκυνοῦν τούς θεούς μας!
«Ἴσχυε, Πολύκαρπε, καί ἀνδρίζου· μετά σοῦ γάρ εἰμί», ἀντήχησε ἀπό τόν οὐρανό μία ἀλλιώτικη φωνή, πού τήν  ἄκουσαν μόνον οἱ χριστιανοί.
 Ὁ Πολύκαρπος τώρα στέκεται μπροστά στόν ἀνθύπατο.
 - Λυπήσου, γέροντα, τήν ἡλικία σου. Ὁρκίσου στήν τύχη τοῦ Καίσαρος. Πές «ἔξω οἱ ἄθεοι!».
 - Ἔξω οἱ ἄθεοι! εἶπε ὁ Πολύκαρπος ἀναστενάζοντας καί ὑψώνοντας τό βλέμμα του πρός τόν οὐρανό, ἀφοῦ πρῶτα ἔδειξε μέ τό χέρι του τό πλῆθος τῶν εἰδωλολατρῶν πού εἶχε ἀπέναντί του.
 - Νά καταρασθεῖς ἀμέσως τόν Χριστό! φώναξε ὀργισμένος ὁ ἀνθύπατος.
 - Ὀγδονταέξι χρόνια Τόν ὑπηρετῶ καί σέ τίποτε δέν μέ ἀδίκησε. Πῶς, λοιπόν, μπορῶ νά βλασφημήσω τόν βασιλέα καί σωτήρα μου;
 - Ἄν δέν μετανοήσεις, θά σέ ρίξω στά θηρία!
 - Κάλεσέ τα! Μετάνοια γιά μᾶς σημαίνει ἀπομάκρυνση ἀπό τό κακό καί στροφή πρός τή δικαιοσύνη. Εἶναι ἀδιανόητο νά μετανιώνει κανείς, γιά νά ξεπέσει ἀπ’ ὅ,τι καλύτερο σέ ὅ,τι χειρότερο.
 - Ἄν περιφρονεῖς, γέροντα, τά θηρία, θά διατάξω νά σέ καταφάει ἡ φωτιά.
 - Μέ ἀπειλεῖς μέ τή φωτιά πού καίει γιά λίγο κι ὕστερα σβήνει. Ἀγνοεῖς ὅμως τό πῦρ τῆς αἰωνίου κολάσεως, πού ἐπιφυλάσσεται γιά τούς ἀσεβεῖς.
 Σάστισε ὁ ἀνθύπατος μέ τό θάρρος τοῦ γέροντα, μέ τήν ἱλαρότητα τοῦ προσώπου του. Ὁ ὄχλος ὅμως ἔμενε ἀσυγκίνητος. Σύσσωμο σχεδόν τό στάδιο κραύγασε: «Νά καεῖ ζωντανός ὁ Πολύκαρπος!».
 Ἑτοιμάστηκε ἡ φωτιά μέ καταπληκτική ταχύτητα. Ἑτοιμάστηκε καί ὁ «εὐγενής κριός», διαλεγμένος ἀπό τό μεγάλο ποίμνιο τῆς ἐκκλησίας τῆς Σμύρνης, ὁλοκαύτωμα εὐπρόσδεκτο στόν Θεό.
Ἡ φωτιά ὅμως σεβάστηκε τόν πολιό γέροντα. Σχημάτισε καμάρα γύρω ἀπό τό ἅγιο σῶμα του καί δέν τολμοῦσε νά τό πειράξει. Μόνο εὐώδιασε ὁ τόπος, σάν νά καιγόταν στό λιβανωτό τό πιό ἐκλεκτό θυμίαμα.
Οἱ δήμιοι δέν ἄντεχαν ἄλλο τήν προσβολή καί τήν ἥττα τους. Μέ διαταγή τοῦ ἀνθυπάτου βυθίστηκε στό ἀνέγγιχτο ἀπό τή φωτιά σῶμα τό φονικό ξίφος. Ὁ ἅγιος διδάσκαλος καί ἐπίσκοπος Σμύρνης παρέδωσε γαλήνιος τό πνεῦμα του στόν βασιλέα του Χριστό.

Β. Ἀντωνίου

Πηγές:
1. Εὐσεβίου Καισαρείας, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 4,15· ΕΠΕ 2,43-61.
2. Τά μαρτύρια τῶν χριστιανῶν, ΕΠΕ 102-129.

Πέμπτη, 23 Φεβρουάριος 2017 03:00

Ἀπό τό "Μαρτύριον" τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου

martyrio polykarpou "Ὥσπερ κριός ἐπίσημος"

  Ὅταν ὁ Πολύκαρπος ἔμπαινε στό στάδιο, ἀκούσθηκε φωνή ἀπό τόν οὐρανό· «Ἴσχυε, Πολύκαρπε, καί ἀνδρίζου». Κανείς δέν εἶδε ἐκεῖνον πού μίλησε, ἀλλά τή φωνή τήν ἄκουσαν ὅσοι ἀπό τούς δικούς μας ἦταν ἐκεῖ... Ὅταν τόν ἔφεραν μπροστά στόν ἀνθύπατο, ἐκεῖνος τόν ρωτοῦσε ἄν αὐτός εἶναι ὁ Πολύκαρπος. Κι ὅταν τό ὁμολόγησε, προσπαθοῦσε νά τόν πείσει νά ἀρνηθεῖ τήν πίστη του, λέγοντας: «Σεβάσου τήν ἡλικία σου», κι ἄλλα παρόμοια, πού συνηθίζουν αὐτοί νά λένε. «Ὁρκίσου στήν τύχη τοῦ καίσαρα, ἄλλαξε μυαλά, πές νά χαθοῦν οἱ ἄθεοι».
 Ὁ Πολύκαρπος τότε μέ σοβαρό πρόσωπο κύτταξε σέ ὅλο τόν ὄχλο τῶν ἀνόμων εἰδωλολατρῶν πού ἦταν στό στάδιο καί κινώντας πρός αὐτούς τό χέρι ἀναστέναξε, στράφηκε στόν οὐρανό καί εἶπε:
 - Νά λείψουν οἱ ἄθεοι.
Καί καθώς ὁ ἀνθύπατος ἐπέμενε καί τοῦ ἔλεγε «Ὁρκίσου καί σέ ἐλευθερώνω. Βλαστήμησε τό Χριστό», ἀπάντησε ὁ Πολύκαρπος:
 - Ὀγδονταέξι χρόνια τόν δουλεύω καί σέ τίποτα δέν μέ ἀδίκησε καί πῶς μπορῶ νά βλαστημήσω τόν βασιλιά μου πού μ’ ἔσωσε;
Ἀλλά ἐπειδή αὐτός πάλι ἐπέμενε καί ἔλεγε «Ὁρκίσου στήν τύχη τοῦ καίσαρα», ἀποκρίθηκε ὁ Πολύκαρπος:
  - Ἄν ἔχεις τήν κενοδοξία νά ὁρκιστῶ στήν τύχη τοῦ καίσαρα, ὅπως μοῦ λές, καί κάνεις πώς δέν μέ ξέρεις ποιός εἶμαι, ἄκουσέ το χωρίς φόβο. Εἶμαι χριστιανός. Κι ἄν θέλεις νά μάθεις τή διδασκαλία τοῦ Χριστιανισμοῦ, δός μου καιρό καί ἄκουσε...
  Ὁ ἀνθύπατος εἶπε:
 - Ἔχω θηρία, σ’ αὐτά θά σέ ρίξω ἄν δέν μετανοήσεις.
  Κι αὐτός εἶπε:
  - Κάλεσέ τα. Δέν ἐπιτρέπεται σέ μᾶς νά ἀλλάζουμε γνώμη ἀπό τά καλύτερα στά χειρότερα. Καλό εἶναι ν’ ἀλλάζουμε ἀπό τά ἄσχημα στά δίκαια.
  Ἐκεῖνος τοῦ ξαναεῖπε:
  - Ἄν περιφρονεῖς τά θηρία, θά σέ κάνω νά λειώσεις στή φωτιά, ἄν δέν ἀλλάξεις γνώμη.
  Κι ὁ Πολύκαρπος ἀπάντησε:
  - Μέ ἀπειλεῖς μέ τή φωτιά, πού γιά λίγο καίει καί μετά ἀπό λίγο σβήνει, γιατί ἀγνοεῖς τή φωτιά πού φυλάγεται γιά τούς ἀσεβεῖς στή μέλλουσα κρίση καί τήν αἰώνια κόλαση. Ἀλλά τί ἀργεῖς; Κάνε ὅ,τι θέλεις.
  Αὐτά καί ἄλλα περισσότερα λέγοντας, γέμισε θάρρος καί χαρά καί τό πρόσωπό του ἦταν γεμάτο χάρη, ὥστε ὄχι μόνον δέν συνοφρυώθηκε ταραγμένος ἀπό ὅσα τοῦ ἔλεγαν, ἀλλά ἀντίθετα σάστισε ὁ ἀνθύπατος καί ἔστειλε τόν κήρυκά του στό κέντρο τοῦ σταδίου, γιά νά φωνάξει τρεῖς φορές. «Ὁ Πολύκαρπος ὁμολόγησε ὅτι εἶναι χριστιανός». Μόλις τό εἶπε αὐτό ὁ κήρυκας, ὅλο τό πλῆθος τῶν εἰδωλολατρῶν καί τῶν Ἰουδαίων, πού κατοικοῦσαν στή Σμύρνη, μέ ἀσυγκράτητο θυμό καί μέ δυνατή φωνή, φώναξε: «Αὐτός εἶναι ὁ δάσκαλος τῆς Ἀσίας, ὁ Πατέρας τῶν χριστιανῶν, ὁ χαλαστής τῶν θεῶν μας, αὐτός πού πολλούς δασκάλευε νά μή θυσιάζουν οὔτε νά προσκυνοῦν». Καί λέγοντας αὐτά φώναζαν καί ζητοῦσαν ἀπό τόν ἀσιάρχη Φίλιππο νά ἐξαπολύσει λιοντάρι ἐναντίον τοῦ Πολυκάρπου. Ἀλλά ἐκεῖνος ἀπάντησε ὅτι δέν ἔχει τό δικαίωμα, γιατί εἶχαν πλέον συμπληρωθεῖ οἱ θηριομαχίες. Τότε ὅλοι μαζί φώναζαν νά κάψουν ζωντανό τόν Πολύκαρπο...
  Αὐτός ἔφερε πίσω τά χέρια του καί δέθηκε σάν κριάρι ἀπό μεγάλο κοπάδι, γιά νά προσφερθεῖ ὁλοκαύτωμα εὐάρεστο στό Θεό, στράφηκε πρός τόν οὐρανό καί εἶπε: «Κύριε ὁ Θεός ὁ Παντοκράτωρ..., σέ δοξάζω πού μέ ἀξίωσες αὐτή τήν ὥρα νά συγκαταλεγῶ ἀνάμεσα στούς μάρτυρες...».
  Ἀλλά ἡ φωτιά κάνοντας ἕνα εἶδος καμάρας... περιτείχισε κυκλικά τό σῶμα τοῦ μάρτυρος... Ὅταν εἶδαν λοιπόν οἱ ἄνομοι ὅτι δέν μπορεῖ τό σῶμα του νά λειώσει ἀπό τή φωτιά, διέταξαν ἕνα δήμιο νά τόν πλησιάσει καί νά τοῦ βυθίσει τό ξῖφος.

 Μετάφρασι Ο.

Ἀπολύτρωσις 38 (1983) 21