Μέ ξέχωρη χαρά ἔφτασαν στήν Κωνσταντινούπολη ὁ Μανουήλ, ὁ Σαβέλ καί ὁ Ἰσμαήλ. Ἀνῆκαν στήν ἀνώτατη κοινωνική τάξη, διακρίνονταν γιά τήν ἐξαιρετική τους μόρφωση καί ἦταν πρεσβευτές, δηλαδή διπλωματικοί ὑπάλληλοι πού ἀποστέλλονταν σέ διάφορες χῶρες ὡς ἐκπρόσωποι τοῦ βασιλιᾶ τῆς Περσίας.
Μέ εὐγνωμοσύνη πρός τούς πρεσβευτές πού ἔστειλε ὁ Θεός στή δική τους ζωή νά τούς μιλήσουν γιά τή βασιλεία Του, γίνονταν κι αὐτοί πρεσβευτές δικοί Του ὅπου τούς ἔστελνε ἡ χώρα τους. Πρεσβευτές τῆς εἰρήνης σταλμένοι ἀπό τήν εἰδωλολατρική Ἀσία στό Βυζάντιο κρατοῦσαν στήν καρδιά τους τήν πίστη στόν Ἰησοῦ, στόν βασιλιά τῆς εἰρήνης.
Προσδοκοῦσαν στήν πόλη τῆς χριστιανικῆς εὐλάβειας νά ἐντρυφήσουν στό λόγο τοῦ Θεοῦ καί νά βιώσουν ἐλεύθερα τή θεία λατρεία. Ἐκεῖ ὅμως ἀπρόσμενα τούς περίμενε ὁ πόλεμος, κι αὐτοί τούτη τή φορά δέν θά προτιμήσουν τήν εἰρήνη, διότι αὐτή ἡ εἰρήνη θά τούς χώριζε ἀπό τόν αἰώνιο βασιλιά της. Ἡ πόλη τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, πού ἀκτινοβολοῦσε τό φῶς τοῦ εὐαγγελίου, φαινόταν νά πισωγυρίζει τώρα στό σκοτεινό παρελθόν τῆς εἰδωλολατρίας. Ἦταν ἡ ἐποχή πού κυβερνοῦσε ὁ Ἰουλιανός.
Καλεσμένοι τοῦ αὐτοκράτορα στή Χαλκηδόνα, μέ ἀπογοήτευση παρακολούθησαν τόν Ἰουλιανό νά προσφέρει θυσία στά εἴδωλα, σέ μιά φρικτή καί ὀργιαστική τελετή. Δέν ἔκρυψαν τή βαθειά τους θλίψη γιά τίς βδελυρές πράξεις. Μέ ἔκπληξη ἀντίκρυσαν ὅλοι τούς ἀλλοεθνεῖς ἀξιωματούχους νά διακηρύττουν τήν ἀλήθεια τοῦ Ναζωραίου. Κι ὅταν κλήθηκαν νά θυσιάσουν κι αὐτοί στά εἴδωλα, ἀρνήθηκαν μέ γενναιότητα. «Ἤρθαμε ἐδῶ ἀπεσταλμένοι τῆς πατρίδας μας γιά νά συνάψουμε εἰρήνη, καί χωρίς τόν ἀληθινό Θεό πῶς θά ὑπάρξει εἰρήνη;».
Ὁ Ἰουλιανός αἰφνιδιάστηκε καί ταράχθηκε. Δέν τό περίμενε στ' ἀλήθεια μιά φωνή ἀπό τή μακρινή καί βάρβαρη Περσία νά εἶναι γι' αὐτόν κήρυγμα μετανοίας καί ἐπιστροφῆς στήν πίστη. Ἡ ἁγιότητα ὅμως εἶναι λουλούδι πού δέν ἀνθίζει μόνο σέ ἕναν τόπο αὐτῆς τῆς γῆς. Ἡ ἁγιότητα φυτρώνει ἀθόρηβα καί σιωπηρά σ' ἀνατολή καί δύση, σέ βορρά καί νότο. Ποιός τό περίμενε νά χρειαστεῖ νά ὁμολογήσουν τήν πίστη στόν Χριστό αὐτοί οἱ ἀλλοεθνεῖς, στόν τόπο ὅπου ἄνθιζε τό λουλούδι τῆς εὐλάβειας στόν ἀληθινό Θεό καί ὑψώνονταν περίλαμπροι ναοί στό ὄνομά Του; Ἡ ὁμολογία τους σθεναρή ἀντήχησε στούς δρόμους καί στό δικαστήριο, ὅπου τούς ὁδήγησαν μέ ἄγριο πεῖσμα ἐκεῖνοι πού ἤθελαν νά παύσει νά ἀκούγεται τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ.
Οἱ τρεῖς πέρσες πρεσβευτές οὔτε γιά λόγους φιλοξενίας δέν ἔγιναν σεβαστοί ἀπό τούς ἀνθρώπους τοῦ παραβάτη αὐτοκράτορα. Βρῆκαν μαρτυρικό θάνατο στή γῆ πού τιμοῦσε τούς μάρτυρες καί προασπιζόταν τήν ἐλευθερία. Ἡ θυσία τῶν τριῶν πρεσβευτῶν ἴσως νά ἦταν ἕνα ἀκόμη χτύπημα στήν πόρτα τῆς ψυχῆς ὅσων ἀρνοῦνταν τό ζείδωρο μήνυμα τοῦ εὐαγγελίου καί μία ἐνίσχυση σέ ὅσους ἔμεναν ἀταλάντευτοι.
Στίς 17 Ἰουνίου τιμοῦμε στούς ναούς μας τούς τρεῖς πέρσες μάρτυρες, πού προσδοκοῦσαν νά βροῦν στόν ἑλληνικό πολιτισμό τίς ζωογόνες ἀχτίδες τῆς ἀλήθειας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀλλά βρῆκαν μαρτυρικό θάνατο. Ἦταν τό 362 μ.Χ. Σήμερα, αἰῶνες πολλούς μετά, ἀλλόδοξοι καί ἑτερόδοξοι λαοί καί καρδιές διψασμένες γιά τό ἀπόλυτο στρέφονται μέ προσδοκία στήν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας μας, πού τή φυλάγει μέ ἐνάργεια ὁ πολιτισμός μας. Ἄς μή τούς ἀπογοητεύσουμε!
Ἰχνηλάτης
Ἀπό τά βάθη τῶν αἰώνων ἡ προφητική μορφή τοῦ Ἐλισαίου (850-800 π.Χ.), μαθητῆ τοῦ μεγάλου προφήτη Ἠλία, στέλνει τό θεόπνευστο μήνυμά της καί στήν δική μας ἐποχή. Ἀξίζει νά τό ἀκούσουμε, καθώς τόν μήνα αὐτόν τιμοῦμε τήν ἁγία μνήμη του (14 Ἰουνίου).
Σέ χρόνους δύσκολους καί ἐπικίνδυνους γιά τόν Ἰσραήλ ἔζησε ὁ Ἐλισαῖος. Ἡ ἀσέβεια τῶν ἀρχόντων, ἡ πνευματική ἀποχαύνωση τοῦ λαοῦ καί ἡ ἀπομάκρυνσή του ἀπό τόν Θεό εἶχαν φέρει τήν ἠθική χαλάρωση, τήν ὁποία ἀκολούθησε ἡ οἰκονομική καί ἐθνική κρίση. Ὡστόσο ὁ Ἐλισαῖος, λίγο πρίν ἀναληφθεῖ στούς οὐρανούς ὁ δάσκαλός του προφήτης Ἠλίας, τοῦ εἶχε ζητήσει διπλή τήν χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἤξερε πώς αὐτή εἶναι ἡ ἀκαταμάχητη δύναμη, ἡ μόνη ἱκανή νά ἐνισχύσει πραγματικά καί νά κρατήσει ἀληθινά ὄρθιο τόν ἄνθρωπο.
Μέ τήν ἐνίσχυση τῆς θείας χάριτος εὐεργέτησε κατ᾿ ἐπανάληψη τόν λαό, μέ πολλά θαυμαστά σημεῖα, τά ὁποῖα ἱστοροῦνται στά βιβλία Γ΄καί Δ΄ Βασιλειῶν. Ἰδιαίτερα σημαντική ὑπῆρξε ἡ συμβολή του στά ἐθνικά θέματα, πού ἀντιμετώπιζαν στήν ἐποχή του οἱ Ἰσραηλῖτες. Οἱ σοφές συμβουλές του πρός τούς ἄρχοντες καί οἱ σωτήριες ἐνέργειές του ἀπομάκρυναν πολλές φορές τόν κίνδυνο πού ἀπειλοῦσε τήν πατρίδα. Ἐνοχλημένος ἀπό τήν δράση τοῦ Ἐλισαίου ὁ βασιλιάς τῆς Συρίας ἀποφάσισε νά τοῦ κλείσει τό στόμα. Περικύκλωσε, λοιπόν, τήν πόλη ὅπου βρισκόταν ὁ προφήτης μέ πολύ ἱππικό καί πολεμικά ἅρματα. Τρόμαξε ὁ ὑποτακτικός τοῦ Ἐλισαίου, ὅταν ἀντίκρυσε τό πλῆθος τῶν ἐχθρῶν πού τούς πολιορκοῦσε. «Ὦ κύριε, τί θά κάνουμε;», ρώτησε μέ ἀπόγνωση. Καί ὁ προφήτης τοῦ ἀπάντησε: «Μή φοβᾶσαι! Εἶναι περισσότεροι ἀπό τούς ἐχθρούς μας ἐκεῖνοι πού εἶναι μαζί μας». Ἔπειτα προσευχήθηκε στόν Θεό κι ἄνοιξαν τά μάτια τοῦ ὑποτακτικοῦ καί εἶδε τό ὄρος γεμάτο ἀπό ἱππικό καί ἅρμα πυρός νά προστατεύει τόν Ἐλισαῖο.
Ἐπίκαιρο στ᾿ ἀλήθεια καί πολύ ἐνθαρρυντικό καί παρήγορο γιά τούς πιστούς τό μήνυμα τοῦ προφήτη Ἐλισαίου. Ζοῦμε κάτω ἀπό τήν ἀπειλή τῆς οἰκονομικῆς κατάρρευσης, μέσα στήν ἀποφορά τῆς ἠθικῆς σήψης καί στό ξεχαρβάλωμα τῆς πνευματικῆς ἀποχαύνωσης. Ἡ ἐθνική μας κατάσταση ζοφερή, ἡ ἐκκλησιαστική ὄχι καλύτερη· «τά τῆς Πολιτείας ἀκυβέρνητα, τά τῆς Ἐκκλησίας ἀποίμαντα», θά ἐπαναλάμβανε ὁ ἅγιος Γρηγόριος. Παρά ταῦτα, κανείς δέν πρέπει νά ἀπελπιστεῖ. Ἔχουμε τήν κραταιά προστασία τοῦ Θεοῦ! Τό βεβαιώνει καί ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης· «μείζων ἐστίν ὁ ἐν ὑμῖν ἤ ὁ ἐν τῷ κόσμῳ» (Α΄ Ἰω 4,4). Ὑπερασπιστής καί προστάτης μας εἶναι ὁ ἰσχυρός Θεός. Ἐμεῖς τήν θέλουμε τήν προστασία του; Ἡ καταφατική ἀπάντηση ἐκφράζεται μέ τήν εἰλικρινῆ μετάνοια. Ἐκείνη τροφοδοτεῖ καί θερμαίνει τήν πίστη.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἔξοδος, ἡ μόνη διέξοδος
Στή γλώσσα τοῦ Εὐαγγελίου ἡ λέξη «παράκληση» ἔχει πλάτος καί πλοῦτο πολύ μεγαλύτερα ἀπ᾿ ὅσο τῆς ἀποδίδει ἡ σύγχρονη γλώσσα. Σημαίνει ὄχι μόνο τήν αἴτηση ἤ δέηση, ἀλλά ἐπίσης τήν παρηγοριά, τήν ἐνθάρρυνση, τό στηριγμό, μ᾿ ἕνα λόγο τήν πνευματική καλλιέργεια. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι τό τρίτο πρόσωπο τῆς ἁγίας Τριάδος, τό ἅγιο Πνεῦμα, τό ὁποῖο κυρίως ἐπιτελεῖ τήν πνευματική καλλιέργεια τῶν πιστῶν, ὀνομάζεται Παράκλητος. Εἶναι, λοιπόν, ἰδιαίτερα ἐνδιαφέρον τό γεγονός ὅτι ἕνας ἀπό τούς πρώτους χριστιανούς, ἕνας ἀπόστολος, ὀνομάζεται «υἱός παρακλήσεως», -στά ἑβραϊκά Βαρνάβας. Τή μνήμη του τιμοῦμε στίς 11 ᾿Ιουνίου.
῎Αρχοντας στά πλούτη καί περισσότερο στήν ἀγάπη ὁ Βαρνάβας, πρῶτος ἀπ᾿ ὅλους, σκέφθηκε νά πουλήσει ἕνα κτῆμα του καί νά παραδώσει τά χρήματα στούς ἀποστόλους (Πρξ 4,37) γιά τίς ἀνάγκες τῶν φτωχῶν. ῎Εγινε ἔτσι ὁ πρωτοστάτης στήν ὀργάνωση τῆς κοινωνικῆς πρόνοιας, γιά τήν ὁποία πάντα ἐνδιαφέρεται ἡ ᾿Εκκλησία. ᾿Αλλά ὁ Βαρνάβας εἶναι ἐπίσης πρωτοστάτης καί στήν πνευματική ὀργάνωση τῆς ᾿Εκκλησίας. Σταλμένος ἀπό τούς ἀποστόλους ἦρθε στά μέρη τῆς ᾿Αντιοχείας, ὅπου μεγάλος ἀριθμός ἀνθρώπων «πιστεύσας ἐπέστρεψεν ἐπί τόν Κύριον» (Πρξ 11,21). ᾿Εκεῖ εἶδε τήν προκοπή τῶν χριστιανῶν καί χάρηκε. Μέ τά πλούσια χαρίσματά του «παρεκάλει πάντας τῇ προθέσει τῆς καρδίας προσμένειν τῷ Κυρίῳ» (στ. 23), στήριζε τούς χριστιανούς.
῾Ωστόσο δέν θεωρεῖ ὁ Βαρνάβας τόν ἑαυτό του ἰδεώδη. ᾿Αναγνωρίζει ὅτι τό ἔργο ἀπαιτεῖ ἀξιότερα χέρια. ῎Ετσι, μέ ἁπλότητα καί φυσικότητα «ἐξῆλθεν εἰς Ταρσόν ἀναζητῆσαι Σαῦλον» (στ. 25). ᾿Αναζητεῖ τόν ἀξιότερο. Καλεῖ τόν ἀπόστολο Παῦλο, γιά νά ἀναθέσει σ᾿ ἐκεῖνον τήν ἀρχηγία καί νά πάρει ὁ ἴδιος τή δεύτερη θέση.
Σήμερα οἱ περισσότεροι, ἐγκλωβισμένοι στόν ἐγωισμό μας, ἀναλισκόμαστε συνήθως στά καθαρῶς προσωπικά μας ἐνδιαφέροντα καί συμφέροντα. ῾Η ἱκανοποίηση τῶν προσωπικῶν μας ἀναγκῶν καί ἐπιδιώξεων δέν μᾶς ἀφήνει χρόνο οὔτε διάθεση γιά τίς ἀνάγκες τῶν γύρω μας. Αὐτό βέβαια φτωχαίνει πρῶτα ἐμᾶς τούς ἴδιους. Μᾶς μεταβάλλει σέ ψυχρές καί στεῖρες μονάδες, ὥστε νά ἀσφυκτιοῦμε κλεισμένοι στά στεγανά τοῦ ἐγώ μας. Δημιουργεῖ ἀδιέξοδο σέ προσωπικό καί κοινωνικό ἐπίπεδο.
῾Η σεμνή καί ἄξια μορφή τοῦ Βαρνάβα προσκαλεῖ καί προκαλεῖ γιά τή μεγάλη ἔξοδο· Νά βγοῦμε ἀπό τό καβούκι μας! Νά νοιαστοῦμε γιά τίς ἀνάγκες τῶν ἄλλων. Νά ἀναγνωρίσουμε τίς ἱκανότητες καί τά χαρίσματά τους, χωρίς στενοκαρδία, χωρίς ἐγωισμό. ῾Η ταπείνωση καί ἡ ἀγάπη εἶναι τό πιό κατάλληλο θεμέλιο γιά μία ἐπανοικοδόμηση τῶν διαπροσωπικῶν μας σχέσεων. Νά μᾶς φωτίσει ὁ Παράκλητος νά τό τολμήσουμε. Τό κέρδος θά εἶναι μεγάλο, γιά μᾶς καί γιά τούς γύρω μας.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 62 (2007) 163
Ταξιδευτές μέσα στό χῶρο καί τό χρόνο μέ τήν κιβωτό τῆς ᾿Εκκλησίας, ἀγκαλιάζουμε τό ἐδῶ καί τό ἐκεῖ, τό τώρα καί τό πάντα μέ τή θεία Λειτουργία καί τή μνήμη τῶν ἁγίων μας. Σέ κάθε γωνιά τῆς μίας, ἁγίας καθολικῆς καί ἀποστολικῆς ᾿Εκκλησίας τιμοῦμε τά ἁγιασμένα παιδιά τοῦ Θεοῦ καί γίνεται κοινή πατρίδα μας τό ἅγιο δισκοπότηρο ὅπου ἑνωνόμαστε.
Στίς 11 ᾿Ιουνίου μαζί μέ τούς ἁγίους Βαρνάβα καί Βαρθολομαῖο, τούς ἀποστόλους τοῦ 1ου αἰώνα, προβάλλουν μπροστά μας καί οἱ κινέζοι νεομάρτυρες. Τέτοια μέρα τό 1900 ἔδωσαν τή μαρτυρία τοῦ Χριστοῦ κρατώντας στά κίτρινα χέρια τους τή σκυτάλη τῆς ἱερῆς φρυκτωρίας τοῦ Πνεύματος στήν ἀχανή Κίνα. Στή στείρα ἀσιατική γῆ ὁ ζηλωτής ἱεραπόστολος ἀρχιμανδρίτης ᾿Ιννοκέντιος Φιγκουρόφσκυ ἔρριξε τό σπόρο τῆς ἀλήθειας. Μέσα στά δισεκατομμύρια τῶν βουδδιστῶν, κομφουκιανιστῶν καί ταοϊστῶν, μιά χούφτα ἄνθρωποι -ἑπτακόσιοι περίπου- ἀγκάλιασαν τήν ἁγία ᾿Ορθοδοξία μας.
Στό Πεκίνο ὑψώθηκαν ναοί, ὀργανώθηκε βιβλιοθήκη, ἱδρύθηκε τυπογραφεῖο. ᾿Αθόρυβα καί ταπεινά σάν τό ὁλόδροσο ποτάμι, σάν τή μικρή ζύμη, σάν τοῦ σιναπιοῦ τόν κόκκο ἡ βασιλεία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ ἁπλωνόταν. Σταθεροί οἱ κινέζοι ἀδελφοί μας σκόρπιζαν τό φῶς καί σέ ἄλλες ψυχές. Πῶς νά ἀντέξει ὅμως ὁ ἐχθρός τῆς ἀλήθειας καί τοῦ καλοῦ τήν προσφορά τῆς ζωῆς; Φοβερός διωγμός ξεσηκώνεται. Διωγμός πού θυμίζει τά πρῶτα χρόνια τοῦ Χριστιανισμοῦ καί χαρακτηρίζεται «διοκλητιάνειος». Οἱ διῶκτες ἦταν ἐπαναστάτες πυγμάχοι, οἱ γνωστοί Μπόξερς, οἱ ὁποῖοι ξέσπασαν μέ λύσσα ἐναντίον τῶν λίγων ὀρθοδόξων. Μέ προσχεδιασμένες κινήσεις πυρπόλησαν τούς ἱερούς ναούς, ἔκαψαν τήν πολύτιμη βιβλιοθήκη καί τό τυπογραφεῖο καί κατέστρεψαν ὅ,τι διέθετε τό ἱεραποστολικό ὀρθόδοξο κέντρο. Σέ ἐλάχιστο χρόνο ἔγιναν στάχτη ὅλα ἐκεῖνα πού μέ μόχθο στήθηκαν γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ.
῾Ο εὐλαβής ἱερέας Θεοφάνης Τσή βρέθηκε στό κέντρο τῆς μανίας τῶν ἐχθρῶν. Μαζί του ὁμολογητής καί ὁ ὀκτάχρονος γιός του ᾿Ιωάννης. Οἱ διῶκτες ἀκρωτηρίασαν τό μικρό παιδί καί, καθώς τό βασάνιζαν ἀλύπητα, τό προκαλοῦσαν φωνάζοντας·
-᾿Αρνεῖσαι τό Χριστό;
-῎Οχι, ποτέ! ὁμολογοῦσε μέ γενναιότητα.
-Προσκυνᾶς τό Βούδδα;
-῎Οχι, ποτέ! ἀπαντοῦσε τό ἀνυποχώρητο χριστιανόπουλο. Μέ γλυκό χαμόγελο πού ἀντανακλοῦσε τήν εἰρηνική του καρδιά ὁ παιδομάρτυρας ᾿Ιωάννης, στό κατώφλι τοῦ 20οῦ αἰώνα, πέταξε ἀπό τήν ῎Απω ᾿Ανατολή γιά τήν αἰωνιότητα. ᾿Εκεῖ ὁ Βαλεριανός, ὁ Κήρυκος, ὁ Μάμας καί ὅλα τά μικρά παιδιά πού μαρτύρησαν γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ θά τόν ὑποδέχθηκαν μέ εὐφροσύνη, γιά νά συντονίζουν ἀντάμα τόν αἶνο τῶν χειλέων τους μέ τόν ἀσίγαστο ὕμνο τῶν ἀγγέλων.
῾Ο κατηχητής Παῦλος Βάν ὑπέμεινε φρικτά βασανιστήρια. ῎Εκανε πράξη αὐτά πού δίδασκε στήν κατήχηση ἀφήνοντας λαμπρό παράδειγμα συνέπειας καί σταθερότητας. Καί μαζί τους κι ἄλλοι πολλοί· ἡ ῎Ιγια Βέν, ὁ Ματθαῖος Χάι-Κουάν, οἰκογένειες ὁλόκληρες -περίπου 220 πιστοί- μαρτύρησαν σέ κεῖνον τόν φοβερό διωγμό κι ἔγιναν ἡ ἀπαρχή πού πρόσφερε ὁ λαός τους στόν ζωντανό Θεό. ῏Ηταν τά πρῶτα εὐωδιαστά λουλούδια τῆς κίτρινης φυλῆς, πού μέ τό δικό τους χρῶμα πλούτισαν τήν ὡραιότητα τοῦ Παραδείσου.
Οἱ ὀρθόδοξοι μάρτυρες τῆς μακρινῆς μας Κίνας διατρανώνουν τήν οἰκουμενικότητα τῆς ᾿Εκκλησίας μας, καί μ᾿ ἕναν μυστικό τρόπο συνδέουν τήν ἱστορία τους μέ τούς μάρτυρες ὅλης τῆς γῆς καί ὅλων τῶν ἐποχῶν. Μεγάλοι καί μικροί, ἐπίσημοι καί ἀνώνυμοι οἱ ἀδελφοί τῆς ἀσιατικῆς γῆς μᾶς συγκινοῦν, μᾶς ἀφυπνίζουν καί μᾶς ἐμπνέουν.
᾿Ιχνηλάτης
Ἀπολύτρωσις 62 (2007) 168-169
Μαθήτριες κι οἱ δύο καλές κι ἀγαπημένες τοῦ Κυρίου· ἡ Μάρθα καί ἡ Μαρία, οἱ ἀδελφές τοῦ Λαζάρου τοῦ φίλου τοῦ Κυρίου, κοσμοῦν τό ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ μνήμη τους στίς 4 Ἰουνίου γίνεται ἀφορμή γιά ἕνα ἐπίκαιρο καί διδακτικό μήνυμα, τό μήνυμα τοῦ μήνα.
Ἁπλό τό περιστατικό, ὅπως τό ἱστορεῖ ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς (10,38-42): Σέ κάποια ἀπό τίς συνηθισμένες ἐπισκέψεις τοῦ Κυρίου στό σπίτι τῶν τριῶν ὀρφανῶν ἀδελφῶν, ἡ μικρότερη ἀπό τίς δύο ἀδελφές, ἡ Μαρία, ἀπολαμβάνει τή θεϊκή διδαχή. Ἡ Μάρθα, μέ τήν ἔγνοια τῆς μεγάλης, τῆς ὑπεύθυνης νοικοκυρᾶς τοῦ σπιτιοῦ, φροντίζει γιά τήν ἑτοιμασία τοῦ τραπεζιοῦ. Ἡ ἀπέραντη ἀγάπη καί ἡ εὐγνωμοσύνη της πρός τόν Διδάσκαλο τήν ἐμπνέουν νά στερηθεῖ τήν προσωπική της ἀπόλαυση, νά ὑποβάλει σέ πολύ κόπο τόν ἑαυτό της, γιά νά ἑτοιμάσει ὅ,τι καλύτερο καί σέ ποιότητα καί σέ ποικιλία. Ὅταν ἡ Μάρθα διαπιστώνει ὅτι δέν προλαβαίνει νά τελειώσει τίς πολλές δουλειές, ζητᾶ ἀπό τόν Κύριο νά πεῖ στή Μαρία νά τή βοηθήσει. Τότε εἰσπράττει τήν ἀπάντηση: «Μάρθα, ἀσχολεῖσαι μέ πολλά, “ἑνός δέ ἐστι χρεία”. Ἀρκεῖ ἕνα φαγητό, ὥστε νά σοῦ μείνει χρόνος καί νά μή στερηθεῖς κι ἐσύ τή χαρά τῆς μαθητείας στόν θεῖο λόγο, πού τόσο λαχταρᾶ ἡ καρδιά σου».
Εἶναι, πράγματι, «ἀγαθή» μερίδα ἡ ἐπιλογή τῆς Μαρίας· τό βεβαιώνει ὁ Κύριος. Ἀλλά εἶναι καί ταιριαστή μέ τήν ἡλικία της. Μικρότερη καθώς εἶναι μπορεῖ νά κάθεται ἀμέριμνα στά πόδια τοῦ Διδασκάλου, χωρίς νά νοιάζεται γιά τήν περιποίησή του. Ὡστόσο, δέν ὑστερεῖ ἔναντι τῆς Μάρθας σέ ἀφοσίωση. Θά τήν ἐκφράσει ἀργότερα, ὅταν θά σπάσει τό ἀλάβαστρο καί θά χύσει τό πολύτιμο μύρο, γιά νά μυρώσει τόν Διδάσκαλο (Ἰω 12,3).
Ἀλλά καί ἡ Μάρθα δέν πρέπει νά θεωρηθεῖ κοσμική καί ὑλόφρων. Ὄχι. Ἐκφράζει ἁπλῶς ἕναν διαφορετικό τύπο. Ὡς μεγαλύτερη καί ὡριμότερη ὑπερνικᾶ τήν προσωπική της ἐπιθυμία καί εὐχαρίστηση, μεριμνώντας γιά τήν ἐξυπηρέτηση τῶν ἄλλων. Θυσιάζεται, γιά νά ἐκφράσει τήν ἀγάπη καί τή στοργή της στούς κουρασμένους ἐπισκέπτες. Μιμεῖται ἔτσι τόν Διδάσκαλο πού, ἐνῶ ἔφθασε στό σπίτι της κατάκοπος ἀπό τήν ὁδοιπορία, δέν σκέπτεται τή δική του ἀνάπαυση, δέν ἐνδιαφέρεται γιά τό φαγητό, ἀλλά διδάσκει, γιά νά ὠφελήσει τούς ἀκροατές. Ἡ Μαρία ἀπολαμβάνει τήν ἀκρόαση τοῦ θείου λόγου καί εἶναι ἀξιοθαύμαστη γι᾿ αὐτό. Ἡ Μάρθα προχωρεῖ στήν ἐφαρμογή του, στή θυσία, καί εἶναι γι᾿ αὐτό ἀξιοθαύμαστη.
Διπλό, λοιπόν, τό μήνυμα ἀπό τή μελέτη τῶν δύο ἀδελφῶν: Πρῶτον, νά μαθητεύουμε στό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι τό πρῶτο καί μεγάλο ἔργο, τό ἔργο τῆς ζωῆς μας, διότι ἰσόβια εἶναι ἡ μαθητεία τοῦ χριστιανοῦ. Δεύτερον, νά θητεύουμε στή θυσία, πού εἶναι ἡ ἐφαρμογή τοῦ θείου λόγου. Μένει ἄκαρπη καί ἀνώφελη ἡ μαθητεία, ὅταν δέν ἐκδηλώνεται ὡς θυσία, ὡς προσφορά. Ἀλλά καί κάθε προσφορά καί δραστηριότητα κοινωνική τότε ἔχει τή σφραγίδα τῆς γνησιότητος καί τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἐμπνέεται ἀπό τή μαθητεία στό λόγο του.
Στ. Σάκκου
Τό πλοῖο σκίζει γοργά τά νερά τοῦ Αἰγαίου καί κατευθύνεται πρός τήν Προποντίδα. ᾿Ανάμεσα στούς ἐπιβάτες εἶναι καί ὁ ᾿Ανδρέας, ὁ γιός τῆς ἀρχοντικῆς οἰκογένειας τῶν ᾿Αρχέντηδων. Στά 26 του χρόνια ἀφήνει πίσω του τό μυροβόλο νησί του, τή Χίο, καί ταξιδεύει πρός τήν Κωνσταντινούπολη. ῾Η σκέψη του γυρνᾶ στό παρελθόν. Θυμᾶται τά χρόνια πού βρέθηκε στό κρεβάτι τοῦ πόνου χωρίς καμιά ἐλπίδα θεραπείας. Εἶναι σίγουρος πώς τόν ἔσωσε ἡ γεμάτη πίστη προσευχή τῶν εὐσεβῶν γονιῶν του. Δέν λησμονεῖ τό μυστικό τάμα πού εἶχε κάνει τότε· νά ἀφιερώσει τή ζωή του στόν Θεό.
Φθάνοντας, ἡ Πόλη ἐπιβλητική ἁπλώνεται μπρός του. Θαυμασμός μά καί πίκρα, δέος ἀλλά καί πόνος πλημμυρίζουν τήν ὕπαρξή του. ῾Η Βασιλεύουσα βρίσκεται πιά στά χέρια τῶν ἀπίστων...
Στήν ἀγορά ἕνα γεγονός μεταβάλλει ἀπότομα τά σχέδια τοῦ νέου. Μερικοί ἔμποροι ἀπό τή Συρία τόν κοιτάζουν ὕποπτα, τόν καταδίδουν στόν ἄρχοντα καί σέ λίγο ὁ ἀνύποπτος ᾿Ανδρέας συλλαμβάνεται καί ὁδηγεῖται στόν τοῦρκο ἀνακριτή. ᾿Εκεῖνος ὑπόσχεται ὅτι ἡ ὑπόθεση μπορεῖ εὔκολα νά λάβει τέλος, ἄν ὁ ᾿Ανδρέας δεχτεῖ νά ὁμολογήσει πίστη στόν ᾿Αλλάχ.
Μπροστά στό τραγικό δίλημμα, στή φοβερή στιγμή τῆς μεγάλης ἀπόφασης ὁ ᾿Ανδρέας δέν φαίνεται ἀνέτοιμος. Θαρρεῖς ψηλώνει πιότερο, θαρρεῖς τό βλέμμα του γίνεται πιό λαμπερό, καί πιό ὄμορφο τό νεανικό του πρόσωπο, καθώς ὁμολογεῖ θαρρετά· «Εἶναι ἄσκοπη ἡ ἐπανάληψη τῶν ὑποσχέσεων καί τῶν ἀπειλῶν σας. Δέν ἀρνοῦμαι τόν Χριστόν μου».
῾Ο Μωάμεθ Β´ λίγο πιό πέρα, στό λαμπρό του ἀνάκτορο, εἶναι ἱκανοποιημένος, διότι νομίζει ὅτι οἱ ραγιάδες κούρνιασαν φοβισμένοι κάτω ἀπό τήν κυριαρχία του. Πόσο λάθος κάνει θά τό σημειώσει μέ ἔμφαση ἡ ἱστορία. ῎Ηδη στή φυλακή ὁ νεαρός ᾿Ανδρέας γράφει μιά θαυμαστή ἱστορία ἀντίστασης καί γίνεται ὁ πρῶτος ἀπό τούς μάρτυρες τῆς τουρκοκρατίας. Τά σιδερένια μαχαίρια ξεσκίζουν τίς σάρκες του, τό ἀλύπητο μαστίγωμα κάνει τόν πόνο ἀφόρητο, μά ἡ ματιά τοῦ μάρτυρα εἶναι στραμμένη στόν οὐρανό.
῾Η τελική ἀναμέτρηση δίνεται στό ἀνατολικό μέρος τῆς πόλεως, κάτω ἀπό τόν Πύργο. ῾Ο συγγραφέας τοῦ μαρτυρίου του μᾶς διασώζει τίς λίγες λέξεις τῆς θερμῆς ἱκεσίας του· «῏Ω Παρθένε Μαρία, βοήθει μοι». Τό σπαθί τοῦ Τούρκου διακόπτει τήν τελευταία προσευχή τοῦ μάρτυρα πάνω στή γῆ. ῾Ο οὐρανός τοῦ προσφέρει ἀμάραντο στεφάνι, ὅπου τά κρίνα τῆς ἁγνότητας πλέκονται ἁρμονικά μέ τά ρόδα τοῦ μαρτυρίου.
Εἶναι 29 Μαΐου 1464. ῞Εντεκα χρόνια πέρασαν ἀπό τότε πού οἱ ἀνδρεῖοι βυζαντινοί ἀγωνιστές ἔπεσαν πάνω στά ἴδια τείχη. ῞Εντεκα χρόνια ἀπό τότε πού ἡ πιό ὀδυνηρή ἰαχή ἀντήχησε στήν πονεμένη Ρωμιοσύνη· «῾Η Πόλις ἑάλω!».
Μέσα στό καμίνι τῆς μαρτυρικῆς δοκιμασίας ὁ χριστιανικός ῾Ελληνισμός δέχτηκε σάν σταγόνα δροσιᾶς τό αἷμα τῶν Νεομαρτύρων.
῾Η θυσία τους θά γίνει τό λίπασμα γιά ν᾿ ἀνθίσει ἡ λευτεριά. Μεγάλη ἡ προσφορά τους στή ζωή τοῦ ῎Εθνους!
Ξεχωριστή ἡ θέση τους καί στήν ᾿Ορθοδοξία! Τό αἷμα τους ντύνει μέ τή μαρτυρική ἁλουργίδα τή σύγχρονη ᾿Εκκλησία μας καί τήν ἀδελφώνει μέ τήν ᾿Εκκλησία τῶν πρώτων αἰώνων.
᾿Ιχνηλάτης
Ἀπολύτρωσις 55 (2000) 115
Στίς 20 Μαΐου ἡ Ἐκκλησία μας γιορτάζει τή μνήμη τῆς ἁγίας Λυδίας τῆς ἐπονομαζόμενης Φιλιππησίας. Πρόκειται γιά ἕνα πρόσωπο, τό ὁποῖο μᾶς εἶναι γνωστό ἀπό τήν Καινή Διαθήκη καί πιό συγκεκριμένα ἀπό τίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων.
Στό κεφ. 16 καί στούς στίχους 13 καί ἑξῆς διαβάζουμε ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος συνάντησε τή Λυδία στούς Φιλίππους, ὅταν τό Σάββατο πῆγε ἔξω ἀπό τήν πόλη «παρά ποταμόν οὗ ἐνομίζετο προσευχή εἶναι», ὅπου δηλαδή γινόταν ἡ καθιερωμένη σύναξη τῶν ἰουδαίων τῆς πόλης. Πρόκειται γιά μία γνωστή καί ἀπό ἀλλοῦ ἱεραποστολική τακτική τοῦ ἀποστόλου Παύλου (βλ. Πρξ 17,2 ἑξ. 17,10 ἑξ. 18,4 ἑξ. κ.ἄ.). Ὁ ἀπόστολος ἀπευθύνει τό κήρυγμά του καταρχήν στούς ἰουδαίους καί, ὅταν αὐτοί τόν ἀπορρίπτουν, στρέφεται στά ἔθνη.
Ἀπό ὅσα μᾶς μαρτυροῦν οἱ Πράξεις, στίς συναγωγές ὁ ἀπόστολος ἔχει τήν εὐκαιρία νά εὐαγγελισθεῖ ὄχι μόνο τούς ἰουδαίους ἀλλά καί ἀρκετούς «σεβομένους τόν Θεόν» (Πρξ 13,43). Αὐτοί εἶναι εἰδωλολάτρες οἱ ὁποῖοι ὅμως γοητεύονται ἀπό τήν πίστη τῶν ἰουδαίων στόν ἕναν Θεό καί ἀπό τήν ἀνώτερη ἠθική, τήν ὁποία ἀπαιτεῖ ἡ θρησκεία τους, καί συχνάζουν στίς λατρευτικές συνάξεις τους. Μία τέτοια γυναίκα εἶναι καί ἡ Λυδία, ἡ ὁποία μέ προθυμία ἀποδέχθηκε τό κήρυγμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου καί στή συνέχεια βαπτίσθηκε μαζί μέ ὅλους τούς ἀνθρώπους τοῦ σπιτιοῦ της.
Συχνά ἡ Λυδία ὀνομάζεται «ἡ πρώτη εὐρωπαία χριστιανή», ἀλλά αὐτό δέν εἶναι ἀπόλυτα ἀκριβές. Σύμφωνα μέ τό κείμενο τῶν Πράξεων, ἡ Λυδία δέν καταγόταν ἀπό τούς Φιλίππους ἀλλά ἀπό τά Θυάτειρα. Ὁ λόγος πού βρέθηκε στήν πόλη τῶν Φιλίππων εἶναι μᾶλλον τό ἐπάγγελμά της, διότι ἡ θυατειρινή αὐτή γυναίκα ἦταν «πορφυρόπωλις», ἀσχολεῖτο δηλαδή μέ τό ἐμπόριο τῆς πορφύρας ἤ τῶν πορφυρῶν ὑφασμάτων. Ἡ παρουσία της στή ρωμαϊκή ἀποικία τῶν Φιλίππων δέν πρέπει νά προκαλεῖ ἀπορία. Χτισμένοι ἐπάνω στήν Ἐγνατία ὁδό, καί χρησιμοποιώντας ὡς ἐπίνειό τους τό λιμάνι τῆς Νεαπόλεως, οἱ Φίλιπποι πολύ σύντομα μεταμορφώθηκαν ἀπό ἀγροτική ἀποικία ρωμαίων βετεράνων σέ σημαντικό ἐμπορικό κέντρο. Ἦταν πολύ φυσικό, ἑπομένως, νά συγκεντρώνουν ἐμπορικούς ἀντιπροσώπους ἀπό διάφορα σημεῖα τῆς αὐτοκρατορίας. Ἡ παρουσία θυατειρινῶν ἐμπόρων τῆς πορφύρας στούς Φιλίππους βεβαιώνεται καί ἀπό δύο ἐπιγραφές τῆς πόλης. Ἡ μία μάλιστα ἀπό αὐτές μιλᾶ γιά τίς τιμές πού ἀποδίδει ἡ πόλη τῶν Φιλίππων σέ κάποιον συμπατριώτη τῆς Λυδίας, ὁ ὁποῖος ἦταν πορφυροβάφος.
Τό ἐμπόριο τῆς πορφύρας ἦταν ἰδιαίτερα προσοδοφόρο, κάτι πού μᾶς ἐπιτρέπει νά ὑποθέσουμε ὅτι καί ἡ Λυδία ἦταν μία εὔπορη γυναίκα πού συντηροῦσε μία ἀνθηρή ἐπιχείρηση. Ἡ καλή της οἰκονομική κατάσταση βεβαιώνεται καί ἀπό τό γεγονός ὅτι εἶναι κυρία τῆς οἰκίας της, στήν ὁποία φιλοξενεῖ τόν ἀπόστολο Παῦλο καί τούς συνεργάτες του. Ἀπό παπύρους καί ἐπιγραφές τῆς ἐποχῆς ἐκείνης γνωρίζουμε καί γιά ἄλλες εὔπορες γυναῖκες, οἱ ὁποῖες προΐστανται τοῦ σπιτικοῦ τους -τῶν συγγενῶν, δηλαδή, τῶν δούλων καί ἀπελεύθερων τῆς οἰκογένειας-, δροῦν καί διαχειρίζονται τήν περιουσία τους «χωρίς κυρίου», χωρίς δηλαδή νά πρέπει νά ἔχουν τήν ἔγκριση ἑνός κηδεμόνα, ὅπως ὅριζε ὁ ρωμαϊκός νόμος. Ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἀπευθύνει ἡ Λυδία τήν πρόσκλησή της στόν ἀπόστολο φανερώνει μία ἀνεξαρτησία καί μία κυριότητα στά τοῦ οἴκου της.
Ὑπάρχει, βέβαια, καί μία ὑπόθεση, ἡ ὁποία διατυπώθηκε στά τελευταῖα χρόνια, ὅτι τό ἐμπόριο τῆς πορφύρας ἦταν αὐτοκρατορικό μονοπώλιο τήν ἐποχή πού ὁ ἀπόστολος ἐπισκέπτεται τούς Φιλίππους καί κατά συνέπεια ἡ Λυδία ἦταν μία ἀπελεύθερη τοῦ αὐτοκράτορα, ἀνῆκε δηλαδή στήν «οἰκία τοῦ Καίσαρος», γιά τήν ὁποία ὁ ἀπόστολος Παῦλος κάνει λόγο καί στήν πρός Φιλιππησίους Ἐπιστολή (4,22). Ἄλλωστε οἱ Φίλιπποι, ὅπως ἀναφέρθηκε, ἦταν μία ρωμαϊκή ἀποικία καί δέν εἶναι παράδοξο νά ὑπῆρχαν ἐκεῖ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι νά προωθοῦσαν τά συμφέροντά του. Πραγματικά, μία ἐπιγραφή τῆς πόλης τοῦ 36/37 μ.Χ. ἀναφέρει τά ὀνόματα τριῶν τέτοιων ἀνθρώπων.
Ἀνεξάρτητα ἀπό τό ἐάν αὐτή ἡ γοητευτική ὑπόθεση εὐσταθεῖ ἤ ὄχι, τό βέβαιο εἶναι ὅτι ἡ Λυδία ἦταν εὔπορη καί ἀνεξάρτητη. Αὐτή, λοιπόν, ἡ πλούσια γυναίκα προσελκύεται ἀπό τή διδασκαλία τοῦ ἀποστόλου Παύλου, βαπτίζεται καί γίνεται συνεργάτης του στό ἔργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῆς πόλης της, προσφέροντάς του τή φιλοξενία της. Δέν εἶναι ἡ μόνη γυναίκα πού γίνεται συνεργός τοῦ Παύλου στό ἱεραποστολικό του ἔργο. Τά κείμενα τῶν Πράξεων καί τῶν Ἐπιστολῶν τοῦ ἀποστόλου βεβαιώνουν τήν ὕπαρξη τέτοιων γυναικῶν σέ ὅλες τίς τοπικές ἐκκλησίες. Ἡ Πρίσκιλλα, ἡ Δάμαρις, ἡ Φοίβη, ἡ Χλόη καί τόσες ἄλλες συνεργάσθηκαν μέ τόν ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν στή διάδοση τοῦ εὐαγγελίου, προσέφεραν -στό μέτρο πού ἡ καθεμιά μποροῦσε- χρήματα, οἰκία καί χρόνο, διακινδυνεύοντας στήν καλύτερη περίπτωση τή θέση τους μέσα στήν κοινωνία καί στή χειρότερη τή ζωή τους. Ὁ Παῦλος στίς Ἐπιστολές του συχνά ἀναφέρεται σ᾿ αὐτές, χαρακτηρίζοντάς τες «ἀποστόλους, συνεργούς, συναθλήτριες», τίτλοι πού, σύμφωνα μέ τόν ἱερό Χρυσόστομο, εἶναι ἀσύγκριτα ἀνώτεροι ἀπό κάθε ἄλλο λόγο ἀρετῆς.
Αἰκατερίνη Τσαλαμπούνη
Δρ. Θεολογίας
Ἐπίκουρη καθηγήτρια
Ἀπολύτρωσις 57 (2002) 105-106
Ὁ πόνος χαρακώνει τήν ψυχή, συνθλίβει τήν ὕπαρξη κι ὁ ἄνθρωπος ζητᾶ τήν ἀπελευθέρωση ἀπό τήν καταδυνάστευσή του. Τό κενό μνῆμα τοῦ Ἀναστάντος δείχνει τό δρόμο. Τά ματωμένα χέρια τοῦ Κυρίου μένουν στή γῆ ἁπλωμένα μέσα ἀπό ὅλους ἐκείνους πού ἀφιερωμένοι στόν Νικητή παίρνουν ἀπό τή δύναμή Του, γιά νά σκορποῦν στόν κόσμο τίς δικές Του εὐεργεσίες.
Στήν Ἀπάμεια τῆς Βιθυνίας, στά εὐλογημένα χώματα τοῦ Πόντου, ἐπί αὐτοκράτορα Μαυρικίου (582-602 μ.Χ.), ἕνας πλούσιος νέος ἑκούσια πτωχεύει, γιά νά διακονήσει τόν πάσχοντα ἄνθρωπο. Γιατρός καί θεολόγος, θεραπευτής σωμάτων ἀλλά καί ψυχῶν, δοῦλος ἀφοσιωμένος στόν μεγάλο Ἰατρό ὑπηρετεῖ σιωπηρά καί θυσιαστικά τό πονεμένο παιδί τοῦ Θεοῦ. Ποιός νά μετρήσει ὅσους εὐεργετήθηκαν ἀπό τό χέρι του κι ἀπό τήν προσευχή του, ἀπό τά λόγια του καί τό παράδειγμά του; Ὅσους ἔλαβαν θαυμαστά τήν ἀγαλλίαση τῆς ἴασης ἀλλά καί τήν παραμυθία τῆς πνευματικῆς καθοδήγησης; Οἱ ἄγγελοι κατέγραψαν τίς ἱστορίες τους στή Βίβλο τῆς Ζωῆς καί ὁ οὐρανός εἶχε πανηγύρι.
Στήν εὐγενῆ παράταξη τῶν χριστιανῶν γιατρῶν ἀνήκει ὁ ἅγιος Παυσίκακος πού τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία μας στίς 13 Μαΐου. Συνετός ἀλλά καί τολμηρός, ταλαντοῦχος καί ταπεινός κράτησε τή σμίλη, γιά νά βγεῖ μέσα ἀπό τή δυσμορφία τῆς ἀρρώστιας ὁ ἄνθρωπος μέ τό ἀρχαῖο κάλλος. Διότι ὁ Θεός χρησιμοποιεῖ κάποτε τόν πόνο, γιά νά ὁδηγήσει τούς ἀπογόνους τοῦ Ἀδάμ στούς κήπους τῆς Ἐδέμ. Κι ἡ Ἐκκλησία μέ τούς ἐργάτες της θεραπεύει καί καλλύνει τίς ἀλγοῦσες ψυχές, γιά νά φανερώνεται ἡ νίκη τοῦ ἀναστημένου Λυτρωτῆ ἐπί τῆς ἁμαρτίας σέ κάθε τόπο, σέ κάθε ἐποχή.
Νοτισμένες μέ τόν ἱδρώτα τῆς διακονίας καί τά δάκρυα τῆς προσευχῆς ἡ κάθε μέρα καί ἡ κάθε νύχτα τῆς ζωῆς τοῦ Παυσίκακου. Ποιό τοῦ κόσμου ζύγι νά μετρήσει τήν ἀγάπη τῶν ἁγίων γιά τή ραγισμένη εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τόν ἄνθρωπο; Ὁλοκαύτωμα προσφορᾶς, γιά νά παύσει τό κακό καί ἡ κακία, ὁ ἅγιος Παυσίκακος. Μετερίζι στόν ἀγώνα του ἡ ἱερά μονή στήν ὁποία ἀσκήτευε καί στή συνέχεια ἡ Ἐπισκοπή Συννάδων, ποιμένα τῆς ὁποίας τόν χειροτονεῖ ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Κυριακός (595-606 μ.Χ.). Ἐκεῖ χρησιμοποιεῖ νυστέρι γιά νά ἀποκόψει τά ἀθεράπευτα μέλη καί νά ἐξουδετερώσει τούς αἱρετικούς. Ἡ φήμη τοῦ ὁσίου ἁπλώνεται καί τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ δοξάζεται.
Ὁ ἴδιος ὁ αὐτοκράτορας, ἀπελπισμένος ἀπό βαρειά ἀσθένεια τόν καλεῖ κοντά του, ἐμπιστεύεται τόν ἑαυτό του στίς γνώσεις καί στήν προσευχή του καί πραγματικά βρίσκει τή θεραπεία. Τούς θησαυρούς τῆς ἀφειδώλευτης ἀγάπης του ξεχύνει ὁ ἅγιος σέ ὅλους, μέχρι τά βαθιά του γεράματα· τότε πού τόν καλεῖ ὁ Θεός κοντά Του, ἐκεῖ ὅπου «οὔτε πένθος οὔτε πόνος οὐκ ἔσται ἔτι».
Ἰχνηλάτης
Πλησίαζε ἡ ὥρα τῆς μεγάλης ἀποδημίας. ῾Ο Κύριλλος ὕψωσε τό βλέμμα του πρός τόν οὐρανό. Μέ δάκρυα στά μάτια ἔστειλε στόν βασιλέα Χριστό τή στερνή του προσευχή· «Κύριε, Θεέ μου, ἐσύ πού δημιούργησες ὅλα τά ἀγγελικά τάγματα καί τίς οὐράνιες δυνάμεις· Σύ πού ἐξάπλωσες τούς οὐρανούς, θεμελίωσες τή γῆ κι ἔφερες σέ ὕπαρξη τά πάντα ἀπό τό μηδέν· ἐσύ... ἄκουσε τήν προσευχή μου καί φύλαξε τό πιστό σου ποίμνιο, πού τό ἐμπιστεύθηκες σ᾿ ἐμένα τόν ἀνάξιο καί ἀχρεῖο δοῦλο σου, καί λύτρωσέ το ἀπό κάθε ἀσεβῆ καί εἰδωλολατρική κακότητα ἐκείνων πού σέ βλασφημοῦν»(Βίος Κυρίλλου, κεφ. 18).
Στά χέρια τοῦ Παντοκράτορος ἤθελε ν᾿ ἀκουμπήσει τό λαό τῶν Σλάβων ὁ φλογερός τους ἱεραπόστολος τήν ὥρα πού τούς ἀποχαιρετοῦσε, στά σαρανταεννέα του μόλις χρόνια, σπεύδοντας νά ἀπολαύσει τήν ἄφθαρτη καί αἰώνια δόξα. ᾿Εκείνη πού προγεύθηκε στά ἱερά σκηνώματα τοῦ ᾿Ολύμπου Βιθυνίας, ὅπου μόνασε γιά ἕνα διάστημα μαζί μέ τόν ἀδελφό του· ἐκείνη τή δόξα πού ἦταν ἡ ἀπαντοχή του καί ἡ ἐνίσχυσή του ἀπό τότε πού ὁ βασιλέας Χριστός ἐπιστράτευσε τά δύο ἀδέλφια γιά μία ἐκστρατεία ἱερή στή βορειοανατολική Εὐρώπη.
Μέ αὐταπάρνηση καί ἐνθουσιασμό ρίχτηκαν τότε στή μεγάλη ἀποστολή οἱ δύο γιοί τοῦ δρουγγαρίου Λέοντος. Διέθεσαν ὅλα τους τά φυσικά καί πνευματικά χαρίσματα, ὅλο τόν πλοῦτο τῆς μόρφωσής τους, ὅ,τι εἶχαν ἀποθησαυρίσει στά παιδικά καί νεανικά τους χρόνια μέσα στήν εὐσεβῆ ἀρχοντική τους οἰκογένεια καί κοντά στούς ἀξιόλογους διδασκάλους τους. Γεννήθηκαν, ἐξάλλου, καί μεγάλωσαν στήν ἁγιοτόκο Θεσσαλονίκη, τήν πόλη μέ τή λαμπρή ἱστορία καί τά μεγαλειώδη μνημεῖα, ἡ ὁποία ἀποτελοῦσε ἀπό μόνη της σπουδαῖο σχολεῖο. Τέλος, εἶχαν ἤδη ἀσκηθεῖ -ὁ Μεθόδιος στόν διοικητικό κλάδο, ὁ Κύριλλος, ἤ κατά κόσμον Κωνσταντίνος, στό διπλωματικό-, ὥστε ν᾿ ἀποδειχθοῦν κατάλληλα ὄργανα στό σχέδιο τῆς θείας χάρης.
... Τό 862 ἔφτασε στήν Κωνσταντινούπολη μία πρεσβεία ἀπό τόν πρίγκηπα τῶν Σλάβων τῆς Μοραβίας Ραστισλάβο. Μετέφερε μία ἐπιστολή πρός τόν αὐτοκράτορα Μιχαήλ Γ´· «῎Αν καί ὁ λαός μας ἐναντιώθηκε στήν εἰδωλολατρία καί τηρεῖ τόν χριστιανικό νόμο, δέν ἔχουμε ὅμως διδάσκαλο τέτοιον πού θά μᾶς δίδασκε στή δική μας γλώσσα αὐτή τή χριστιανική πίστη, ὥστε καί ἄλλες χῶρες βλέποντας νά μᾶς μιμηθοῦν. Γιά τό λόγο αὐτό στεῖλε μας, δέσποτα, τέτοιο ἐπίσκοπο καί διδάσκαλο, διότι ἀπό σᾶς ἐκπορεύεται σέ ὅλες τίς χῶρες ὁ καλός νόμος» (Βίος Κυρίλλου, κεφ. 14· πρβλ. Βίος Μεθοδίου, κεφ. 5).
Συγκαλεῖ σέ σύσκεψη ὁ αὐτοκράτορας τόν πρωθυπουργό καί θεῖο του Καίσαρα Βάρδα καί τόν πατριάρχη Φώτιο. ῾Η σκέψη τους στρέφεται πρός τόν Κωνσταντίνο τόν φιλόσοφο, τόν ἐξαίρετο μαθητή τοῦ Φωτίου. «Καίτοι κουρασμένος καί ἄρρωστος -μετά τή δύσκολη ἀποστολή στή χώρα τῶν Χαζάρων-, μετά χαρᾶς θά πάω ἐκεῖ», ἦταν ἡ ἀπάντησή του, «ἄν ὅμως ἔχουν γράμματα στή δική τους γλώσσα... Διότι ποιός μπορεῖ νά γράψει λόγο πάνω στό νερό, καί αἱρετικό ὄνομα γιά τόν ἑαυτό του ν᾿ ἀποκομίσει;». Τήν ἀγωνία του αὐτή ἐκφράζει ἀργότερα ὁ ῞Αγιος καί στόν πρόλογο τῆς μεταφράσεως τῶν Εὐαγγελίων·
«῎Εθνη δή βίβλων δίχα, γυμνά
ἀγωνίσασθαι μή δυνάμενα ἄνευ ὅπλων».
«῎Ομβρου βιβλίων θείων δέονται
πρός τό αὐξῆσαι Θεοῦ καρπόν μᾶλλον».
Μέ θερμή προσευχή καί ἱερό ζῆλο ἐπιδόθηκε στό μεγάλο καί δύσκολο ἔργο ὁ Κύριλλος. Σέ συνεργασία μέ τόν Μεθόδιο καί μ᾿ ἕνα ἐκλεκτό ἐπιτελεῖο πέτυχαν τήν ἐπινόηση τῆς σλαβικῆς γραφῆς, τοῦ γλαγολιτικοῦ ἀλφαβήτου, ἀλλά καί τή διαμόρφωση τῆς σλαβικῆς γλώσσας, ὥστε νά εἶναι δυνατή ἡ προσαρμογή της στόν ἐννοιολογικό πλοῦτο τῆς ἑλληνικῆς καί ἡ ἀναγωγή της σέ ὄργανο ὑψηλῆς ἔκφρασης. ῾Ως πρῶτο ἔργο τῆς σλαβικῆς γραμματείας ἀναφέρεται τό Εὐαγγελιστάριον, ἡ μετάφραση τῶν εὐαγγελικῶν περικοπῶν πού διαβάζονται στήν ᾿Εκκλησία. Μετά ἀπό ἐπίπονη καί ἐντατική ἐργασία μεταφράσθηκε ὅλη ἡ ἁγία Γραφή, καθώς ἐπίσης λειτουργικά καί πατερικά βιβλία.
῾Ο δημιουργός ὅμως τῶν σλαβικῶν γραμμάτων, ὁ ἰθύνων νοῦς τοῦ ἐκλεκτοῦ ἐπιτελείου ἔμελλε νά ἐγκαταλείψει γρήγορα τόν κόσμο αὐτό. ᾿Αφοῦ πρῶτα ἄνοιξε τούς κρουνούς γιά νά ξεδιψάσουν οἱ λαοί τῆς Εὐρώπης μέ τά νάματα τῆς ᾿Αλήθειας, ἄφησε τήν τελευταία του πνοή στό ἑλληνικό μοναστήρι τῆς Ρώμης στίς 14 Φεβρουαρίου τοῦ 869.
Λίγο πρίν ἀπό τό τέλος, κάλεσε κοντά του τόν Μεθόδιο, τόν πρωτότοκο ἀδελφό του· «Βλέπεις, ἀδελφέ, ἤμασταν ζευγάρι πού ὀργώναμε τό ἴδιο αὐλάκι», τοῦ εἶπε, «καί ἐγώ πέφτω πάνω στό χωράφι τελειώνοντας τίς μέρες μου. ᾿Εσύ ἀγαπᾶς πολύ τό ὄρος (δηλαδή τόν ῎Ολυμπο), δέν εἶναι δυνατόν ὅμως γιά χάρη τοῦ ὄρους νά ἐγκαταλείψεις τή διδασκαλία σου, διότι περισσότερο ἀπό καθετί ἄλλο μέσα ἀπό αὐτή θά σωθεῖς» (Βίος Μεθοδίου, κεφ. 7).
῾Ο Μεθόδιος κράτησε βαθιά μέσα του ὡς ἱερή παρακαταθήκη τά λόγια αὐτά τοῦ ἀδελφοῦ του. ᾿Αψηφώντας κινδύνους καί δοκιμασίες ἐπέκτεινε τό ἔργο στίς περιοχές τῶν Μοραβῶν, Σλοβένων, Κροατῶν καί Σέρβων. ᾿Ακαταπόνητος ἐργάστηκε στόν ἀγρό τοῦ Κυρίου, μέχρι τήν ὥρα ἐκείνη, στίς 6 ᾿Απριλίου τοῦ 885, πού ὁ Κύριος τόν κάλεσε κοντά του στήν αἰώνια ἀνάπαυση καί εὐφροσύνη, τήν ὁποία ἑτοίμασε γιά τούς δικούς του.
Β. ᾿Αντωνίου
῾Η σκληρότητα τοῦ βάρβαρου κατακτητῆ ἔχει βουβάνει τά καμπαναριά κι ἔχει σφαλίσει τίς ἐκκλησιές. ῞Ομως δέν στάθηκε μπορετό νά σταματήσει τήν καμπάνα τῆς ὁμολογίας, πού ἀσίγαστα ἀντηχεῖ ἀπό τίς καρδιές καί τά χείλη τῶν ὀρθόδοξων ῾Ελλήνων. Κι εἶναι ἕνα τέτοιο ἀναστάσιμο γλυκολάλημα τά λόγια τοῦ δεκαοκτάχρονου ᾿Αργυρίου μέσα στόν κεντρικό καφενέ τῆς Θεσσαλονίκης.
Οἱ γενίτσαροι καγχάζουν καί θριαμβολογοῦν γιά τή νίκη τους κι ἀνάμεσά τους ἔχουν τό τρόπαιό τους· ἕναν φτωχό ραγιά, πού κάτω ἀπό τίς πιέσεις καί τούς ἐκβιασμούς τους ἀναγκάστηκε νά ἀλλαξοπιστήσει. ῾Ο ᾿Αργύριος ἀγκαλιάζει τόν ἐξωμότη καί τοῦ φωνάζει· «᾿Αδελφέ, μήν προδίδεις τήν πίστη! Στάσου γενναῖος. ῾Ο Χριστός εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός. ᾿Αντιστάσου στόν πειρασμό!».
῞Οταν πρίν λίγο ἡ πικρή εἴδηση τῆς ἀλλαξοπιστίας φτερούγιζε στά σοκάκια τῆς πόλης, πού ἀγάπησε τόν Θεό καί ἔστειλε στόν οὐρανό ἁγίους καί μάρτυρες, συγκλονίστηκε ἡ καρδιά τοῦ νεαροῦ χριστιανοῦ ἀπό τήν ᾿Επανωμή πού δούλευε στό μεγάλο κεντρικό ραφεῖο. ῾Ο ζηλωτής χριστιανός ἔβαλε φτερά στά πόδια κι ἔσπευσε δίπλα στόν ἀδελφό πού κινδύνευε νά χάσει τήν ψυχή του. Τά φλογερά λόγια τῆς ἡρωικῆς ὁμολογίας του τά πνίγουν οἱ κραυγές καί τά χτυπήματα τῶν γενίτσαρων πού ὁρμοῦν μέ μίσος πάνω του. Εἶναι οἱ στερνές ὧρες τῆς ζωῆς του, πού ὑφαίνονται στό στημόνι τῆς ἀγάπης μέ τό ὑφάδι τοῦ ἐνθουσιασμοῦ.
᾿Από τήν ἀγχόνη, πού στήνεται στό «Καπάνι», ὁ ᾿Αργύριος κεῖνο τό ἀνοιξιάτικο δειλινό τῆς 11ης Μαΐου τοῦ 1806 προστίθεται στήν εὐλογημένη χορεία τῶν θεσσαλονικέων ἁγίων. Τό φῶς του δέν ἔσβησε· ἔγινε σπίθα στίς καρδιές τῶν ραγιάδων. ῾Η νιότη του δέν μαράθηκε· ἔδωσε ἄνθη στό δεντρί τῆς λευτεριᾶς.
῾Ο περικαλλής ναός, πού φέρει τό ὄνομά του στήν ᾿Επανωμή, διαλαλεῖ τήν αἰώνια δόξα του. ῾Η εἰκόνα του μέ τό ὁλόφωτο νεανικό πρόσωπο μεταγγίζει στίς ψυχές τῶν προσκυνητῶν τή βεβαιότητα τῆς νίκης. ῾Η ζωή του ἀπευθύνει στούς ὀρθόδοξους ῞Ελληνες τοῦ 21ου αἰώνα τό ἄγγελμα τῆς ἀνυπόκριτης ἀγάπης γιά τόν ἀδελφό, τῆς ἀδείλιαστης ὁμολογίας γιά τόν Χριστό.
Ἰχνηλάτης, "Ἀπολύτρωσις" 56 (2001) 105