Ἱστορικές νοσταλγίες ἀπό τή γαλανόλευκη Κορυτσά

koritsa  Γνωστή σέ ὅλους μας καί νοσταλγικά ἀγαπητή, ἡ ἡρωική Κορυτσά, τό «Παρίσι τῶν Βαλκανίων», ὅπως ὀνομάστηκε. Ἡ πόλη μέ τήν πολυπληθῆ ἑλληνική χριστιανική κοινότητα ἀπό τά χρόνια τῆς ὀθωμανικῆς κυριαρχίας, μέ ἑλληνικό σχολεῖο ἀπό τό 1724, μέ χαρακτηριστικά ἠπειρωτικά ἤθη κι ἔθιμα, μέ τή Μητρόπολη τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, τό Παρθεναγωγεῖο, μέ πολλές ἄλλες ἐκκλησιές καί μοναστήρια στήν εὐρύτερη περιοχή. Μέ δυό λόγια, μία πόλη ὅπου ἀνθοῦσε ὁ Ἑλληνισμός καί ἡ Ὀρθοδοξία.
  Κατά τή διάρκεια τῶν Βαλκανικῶν πολέμων ὁ ἑλληνικός στρατός ἀπέκρουσε τίς τουρκικές δυνάμεις καί εἰσῆλθε νικητής στήν Κορυτσά (7 Δεκεμβρίου). Ἡ ἑλληνική σημαία ὑψώθηκε στό Διοικητήριο μέσα σέ συγκινητικές ἐκδηλώσεις τῶν κατοίκων. Δυστυχῶς, ὅμως, παρά τούς ἐνθουσιώδεις πανηγυρισμούς τῶν Κορυτσαίων, παρά τούς κόπους καί τούς ἀγῶνες, οἱ Μεγάλες Δυνάμεις παραβλέποντας τίς νίκες τῶν Ἑλλήνων στά πεδία τῶν μαχῶν -κατά πώς τό εἶχαν συνήθειο ἄλλωστε ἐπιδίκασαν τήν Κορυτσά καί τά ἄλλα βορειοηπειρωτικά ἐδάφη στό νεοσύστατο ἀλβανικό κράτος. Τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1914, ὕστερα ἀπό σύσταση τῶν Μεγάλων Δυνάμεων, ἡ Ἑλλάδα ἀνακατέλαβε ὁλόκληρη τή Βόρειο Ἤπειρο, ὅπου ἤδη εἶχε συγκροτηθεῖ τό αὐτόνομο Βορειοηπειρωτικό κράτος. Μέσα στίς πόλεις πού πανηγυρίζουν τήν ἀπελευθέρωσή τους... εἶναι καί ἡ Κορυτσά γιά δεύτερη φορά.
 14 Νοεμβρίου 1940: Στήν πόλη τῆς Κορυτσᾶς βρίσκονται ἰσχυρές ἰταλικές δυνάμεις. Τό ἑλληνικό πυροβολικό χτυπᾶ ἀπό τίς κορυφές τοῦ Μοράβα καί σκορπᾶ τόν πανικό στούς Ἰταλούς, πού τρέπονται σέ φυγή κι ἀναζητοῦν σωτηρία στό ἐσωτερικό της Ἀλβανίας. Οἱ Ἕλληνες, καθώς πλησιάζουν σ᾽ ἕνα προάστιο, ἀντικρύζουν τή μορφή τοῦ Μουσολίνι ζωγραφισμένη στόν τοῖχο σέ πελώριες διαστάσεις καί συνοδευμένη ἀπό τήν ἐπιγραφή: «Credere, obedire, combattere». Προστάζει τούς μελανοχίτωνες: «Νά πιστεύετε, νά ὑπακοῦτε, νά πολεμᾶτε»! Ὡστόσο, ἡ ἄτακτη φυγή τῶν πανικοβλημένων Ἰταλῶν ἐρχόταν σέ πλήρη ἀντίθεση μέ τοῦτα τά μεγάλα λόγια καί οἱ φαντάροι μας ξέσπασαν σέ γέλια μπροστά στήν κούφια μεγαλομανία τοῦ Ντοῦτσε.
  Ὁ ἀγώνας ὀκτώ ἡμερῶν σκληρός καί πολυαίμακτος. Τήν πρώτη μέρα συλλαμβάνονται 40 Ἰταλοί, στή συνέχεια ὁλόκληρο τάγμα. Καταλαμβάνεται ἕνα ὀρεινό χειρουργεῖο καί ἄφθονο πολεμικό ὑλικό. Ἡ ἀεροπορία μέ μία βόμβα στοχεύει ἐπιτυχῶς τό ἀεροδρόμιο Κορυτσᾶς (ἀπέναντι ἀπό τήν τοποθεσία ὅπου σήμερα βρίσκονται τά Ἐκπαιδευτήρια «ΟΜΗΡΟΣ»). Τό κτήριο διοίκησης καταστρέφεται, τά ἰταλικά ἀεροπλάνα τυλίγονται στίς φλόγες.
  22 Νοεμβρίου, ὥρα 7.45. Μία ἰταλική μηχανοκίνητη φάλαγγα μάταια δοκιμάζει νά σταματήσει τίς ἑλληνικές προφυλακές. Φωνάζοντας «ΑΕΡΑ» οἱ Ἕλληνες ὁρμοῦν ἀσυγκράτητοι κι οἱ καραμπινιέροι ἐξαφανίζονται πρός τό Πόγραδετς. Τό τάγμα τοῦ Ἀθανασίου Παλαιοδημοπούλου μπαίνει στήν Κορυτσά. Στούς δρόμους κανόνια, πεταμένοι ὅλμοι, πυρομαχικά, ἄλογα, κουβέρτες λασπωμένες, τουφέκια, καπέλα Βερσαλιέρων, βαλίτσες, ὅλα πεταμένα τριγύρω, ἀφημένα στή διάθεση τῶν πλιατσικολόγων. Ὁ ἑλληνικός στρατός παρελαύνει μέσα σέ μία θάλασσα ἀπό γαλανόλευκες σημαῖες, χειροκροτήματα, ζητωκραυγές, ἐπευφημίες τῶν κατοίκων πού ἔσπευσαν νά ὑποδεχτοῦν τούς ἐλευθερωτές προσφέροντας ρακί καί γλυκίσματα.
  Ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ «Ἐλεύθερου βήματος» στό μέτωπο, Π. Παλαιολόγος, στέλνει ἐνθουσιώδη ἀνταπόκριση ἀπό τήν Κορυτσά καί καταλήγει: «Χρειάζεται νέος Ὅμηρος διά τήν περιγραφήν τῆς σημερινῆς ἐποποιΐας. Ζῶμεν εἰς μίαν ἀτμόσφαιραν μέθης καί παραληρήματος». Οἱ ἴδιοι οἱ στρατιῶτες κατενθουσιασμένοι ἀπό τή νίκη στέλνουν γράμματα στούς δικούς τους: «Ἀγάπη μου, νικοῦμε. Περνῶ τίς εὐτυχέστερες μέρες τῆς ζωῆς μου, ὥστε νά μήν πρέπει νά μέ κλάψεις ἄν σκοτωθῶ, παρά νά χαρεῖς μαζί μέ τούς ἄλλους γιά τή νίκη τῆς Ἑλλάδας μας….».
  Ὁ ἀρχιστράτηγος Παπάγος συγχαίρει τούς γενναίους ἕλληνες στρατιῶτες. Τούς ἐμψυχώνει ἐνημερώνοντάς τους πώς ὄχι μόνο στήν Ἑλλάδα, ἀλλά σέ ὅλο τόν κόσμο οἱ ἐφημερίδες πλέκουν μέ θαυμασμό τούς ὡραιότερους ὕμνους γιά τήν ἀκατάβλητη ἀνδρεία τοῦ ἕλληνα στρατιώτη. Καί θυμίζει τό κυριότερο: «Ὁ Θεός εἶναι μαζί μας. Ἡ πληγωμένη Παναγιά εὐλογεῖ τόν ἀγώνα μας!»
  Τήν ἴδια ἡμέρα, στίς 22 Νοεμβρίου τοῦ 1940, ὑπογράφεται καί τό Πρωτόκολλο παράδοσης τῆς πόλης. Ἡ κυανόλευκη γιά ἄλλη μιά φορά θά κυματίσει στό Διοικητήριο τῆς Κορυτσᾶς προκαλώντας δάκρυα συγκίνησης κι ἐθνικῆς ὑπερηφάνειας. Ἡ πρώτη νίκη κατά τῶν δυνάμεων τοῦ Ἄξονα σέ παγκόσμια κλίμακα εἶναι γεγονός. Ὅμως κι αὐτή ἡ νίκη ἀλλά κι ὁλόκληρη ἡ ἔνδοξη ἐποποιΐα τῶν Ἑλλήνων στόν ἑλληνοϊταλικό πόλεμο εἶχε τήν ἴδια μοίρα μέ τόσες ἄλλες νίκες τῆς φυλῆς μας...
 Μπορεῖ τό ὄνειρο νά ναυάγησε, ἀλλά ἡ μνήμη εἶναι πάντα ζωντανή. Πῶς μπορῶ νά ξεχάσω ὅτι στά βουνά γύρω ἀπό τήν Κορυτσά, ἐκεῖ στό Μοράβα καί στό Ἰβάν, ἔδωσαν τή ζωή τους οἱ παπποῦδες μας, οἱ πρόγονοί μας; Καί τώρα τά ὀστᾶ τους κατάσπαρτα σέ τοῦτες τίς βουνοκορφές μᾶς περιμένουν... Ἐλάχιστο χρέος μου νά τούς τιμῶ... μ᾽ ἕνα στεφάνι πού θά καταθέσω ὅλο τιμή καί περηφάνεια, ὅλο δάκρυ καί πόνο, ἐκεῖ στήν ἡρωική Μπομποστίτσα, μ᾽ ἕνα τραγούδι ὅλο ἀγάπη γι᾽ αὐτή τήν πόλη, πού ἡ καρδιά της χτυπᾶ μέ παλμούς «ἡρωικούς καί πένθιμους γιά κάθε χαμένο ἀνθυπολοχαγό» ἐκεῖ στά χώματά της τά αἱματοβαμμένα, τά ἱερά.

Ἀ. Ἀνανιάδης


Πηγές:
Ἰσμυρλιάδου Ἀδέλας, Κορυτσά: Ἐκπαίδευση-Εὐεργέτες-Οἰκονομία, 1850-1908, Ἵδρυμα Μελετῶν Χερσονήσου Αἵμου, ἔκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1997.
Χρήστου Ζαλοκώστα, ΠΙΝΔΟΣ, ἡ ἐποποιΐα στήν Ἀλβανία, Ἑστία, Ἀθήνα 1993.