Super User

Super User

Σάββατο, 19 Απρίλιος 2025 03:00

Δέν Τόν κρατᾶ ὁ ἅδης

Ψα 15,10: Μιά προφητεία γιά τήν Ἀνάσταση

xristos-adis  Ἕνα ἀπό τά πιό σοβαρά ἐρωτήματα πού ἀπασχολοῦν τόν ἄνθρωπο εἶναι: Τί γίνονται οἱ ψυχές μετά τόν θάνατο; Νά δεχθοῦμε ὅτι ἐξαφανίζονται; Ἐπαναστατεῖ ἡ σκέψη μας.

  • Πῶς εἶναι δυνατόν νά ἐπιβιώνουν τά ἔργα τοῦ ἀνθρώπου καί νά χάνεται ὁ ἴδιος; Πῶς εἶναι δυνατόν νά διατηρεῖται π.χ. ὁ Παρθενώνας, οἱ πυραμίδες, τά διάφορα συγγράμματα τῶν σοφῶν καί οἱ ἴδιοι νά ἐξαφανίσθηκαν; 
  • Πῶς θέλουμε νά βραβεύεται ἡ ἀρετή καί νά τιμωρεῖται ἡ κακία, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος δέν ὑπάρχει πιά;
  • Πῶς ἐξηγεῖται ἡ τάση τοῦ ἀνθρώπου νά ζητᾶ συνεχῶς τό τέλειο καί ἡ δίψα γιά τό αἰώνιο πού εἶναι φυτεμένη μέσα μας;

  Αὐτά καί ἕνα πλῆθος παρόμοια ἐρωτήματα μᾶς ἀναγκάζουν νά πιστέψουμε ὅτι ἡ ζωή δέν σταματᾶ στόν τάφο καί νά παραδεχθοῦμε τήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς. Ἐξάλλου καί ἡ ἁγία Γραφή προϋποθέτει αὐτή τήν ἀλήθεια.
  Ἀλλά ποῦ καί πῶς ζοῦν οἱ ψυχές μετά θάνατον; Ἐδῶ σταματᾶ ἡ ἀνθρώπινη σκέψη. Οὔτε ἡ φιλοσοφία οὔτε ἡ ἐπιστήμη οὔτε ἡ λογοτεχνία οὔτε οἱ διάφορες θρησκεῖες μπόρεσαν νά δώσουν μία σωστή ἀπάντηση.
  Μόνον ἕνα γεγονός μπορεῖ νά μᾶς δώσει ἀκριβεῖς πληροφορίες γιά τό θέμα: ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Τό κενό μνῆμα του γίνεται ἕνας προβολέας πού χύνει καθάριο φῶς στά μετά θάνατον. Ὁ θάνατος καί ὁ ᾅδης, πού τρόμαζαν τούς ἀνθρώπους πρό Χριστοῦ, μετά τήν ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἔχουν κατανικηθεῖ. Ὁ θάνατος ἐπετράπη στούς ἀνθρώπους ὡς καρπός καί ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας. Ὁ ἀναμάρτητος Ἰησοῦς, πού ἦταν ἀπόλυτα δίκαιος καί ὅσιος, κανονικά δέν ἔπρεπε νά πεθάνει. Ἀλλά ὁ διάβολος ἔκανε τό μεγάλο λάθος νά κινήσει τά ὄργανά του καί νά Τόν θανατώσει. Ἔτσι συνέβησαν δύο πράγματα πού δέν μποροῦσε νά προβλέψει ὁ διάβολος: Πρῶτον, τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ καθώς δέν εἶχε δεχθεῖ τήν φθορά τῆς ἁμαρτίας, δέν διαλύθηκε στόν τάφο· ἀναστήθηκε. Δεύτερον, μόλις παρέδωσε τό πνεῦμα του ὁ Ἰησοῦς πάνω στόν σταυρό, ἡ ψυχή του ἑνωμένη μέ τήν θεότητα κατέβηκε στόν ᾅδη. Γιά τήν κάθοδο αὐτή μιλοῦν μέ ζωηρές εἰκόνες οἱ προφῆτες: Οἱ πυλωροί τοῦ ᾅδη ἔφριξαν (Ἰβ 38,17), μοχλοί αἰώνιοι συνετρίβησαν (Ψα 106,16), δεσμά λύθηκαν, αἰχμάλωτοι ἐλευθερώθηκαν.
  Μία προφητεία γιά τήν Ἀνάσταση ἀποτελεῖ καί ὁ 15ος Ψαλμός. Ἀξίζει νά σταθοῦμε σέ ἕναν ἀπό τούς στίχους του· «ὅτι οὐκ ἐγκαταλείψεις τὴν ψυχήν μου εἰς ᾅδην, οὐδὲ δώσεις τὸν ὅσιόν σου ἰδεῖν διαφθοράν» (Ψα 15,10). Ἀπευθυνόμενος στόν Θεό ὁ Δαυΐδ κι ἀπαριθμώντας γεμάτος εὐγνωμοσύνη τίς εὐεργεσίες πού Ἐκεῖνος θά τοῦ χαρίσει, λέει: «Διότι δέν πρόκειται νά ἐγκαταλείψεις τήν ψυχή μου στόν ᾅδη, οὔτε θ’ ἀφήσεις τόν ὅσιό σου νά δεῖ φθορά». Μέ ἁπλά λόγια: «Δέν θά ἀφήσεις τόν ὅσιό σου νά γνωρί-σει, νά αἰσθανθεῖ τήν ἀποσύνθεση, δηλαδή θά τόν βγάλεις ἀπό τόν τάφο, θά τόν ἀναστήσεις ἀπό τούς νεκρούς».
  Τό προφητικό αὐτό χωρίο ἐφαρμόζουν στόν Χριστό ὁ ἀπόστολος Πέτρος στήν ὁμιλία του τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς (βλ. Πρξ 2,25) καί ὁ Παῦλος στήν ὁμιλία του στήν Ἀντιόχεια τῆς Πισιδίας (βλ. Πρξ 13,35). Ὁ Δαυΐδ βέβαια μιλᾶ γιά τόν ἑαυτό του καί ἐκφράζει τήν βαθειά του ἐμπιστοσύνη στήν προστασία τοῦ Θεοῦ ὅτι δέν θά τόν ἀ-φήσει μόνο οὔτε στόν ᾅδη. Ὡστόσο, ἡ πίστη στήν ἀνάσταση τοῦ προφήτη ἦταν κάτι τό ἀδιανόητο γιά τήν ἐποχή ἐκείνη. Προφανῶς, ὅπως δέχονται οἱ ἀπόστολοι, ὁ Δαυΐδ φωτισμένος ἀπό τό Πνεῦμα τό ἅγιο μιλᾶ γιά τόν Χριστό. Αὐτός πού εἶναι ὁ ἀπόλυτα ὅσιος, ὁ ἀναμάρτητος, πέθανε χωρίς νά γνωρίσει τό σῶμα του διαφθορά. Εἶναι ὁ μόνος μέσα στήν ἱστορία τῶν αἰώνων πού δέν ἔμεινε στόν ᾅδη, δέν μπόρεσε νά Τόν κρατήσει ὁ θάνατος. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός νίκησε τόν θάνατο καί ἀχρήστευσε τό κεντρί του! Ἡ δική του ἀνάσταση εἶναι ἡ ἐγγύηση τῆς ἀνάστασης τοῦ Δαυΐδ καί ὅλων τῶν ὁσίων.
  Οἱ ἄπιστοι καί ὑλιστές, πού δέν θέλουν νά ἀκούσουν ὅτι ὑπάρχει ζωή μετά θάνατον, βλέπουν τόν θάνατο σάν τρομερό ἐφιάλτη, αἰτία μελαγχολίας. Γιά τούς χριστιανούς ὅμως, πού πιστεύουν στόν Χριστό καί στό εὐαγγέλιό του, τά πράγματα εἶναι ἐντελῶς διαφορετικά. Ἐκτιμοῦν τήν παροῦσα ζωή ὡς στάδιο ἀγώ- νων γιά τήν ἀρετή ἀλλά καί μέ πόθο στρέφουν τά βλέμματά τους στήν μέλλουσα. Εἶναι γι’ αὐτήν τόσο βέβαιοι ὅσο καί γιά τήν παροῦσα, καί βλέπουν τόν θάνατο σάν μιά ἁπλῆ μετάβαση ἀπό τήν πρόσ-καιρη καί ἐπίγεια ζωή στήν αἰώνια καί ἐπουράνια. Παραμένει βεβαίως ὁ θάνατος καί μετά τήν ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ὅμως πλέον ἕνας ἐξουδετερωμένος ἐχθρός. Γι’ αὐτό ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἔχει κεντρική θέση στήν πίστη μας, εἶναι τό θεμέλιό της.

Στέργιος Ν. Σάκκος
exoria protoplaston  Λέει ἡ Γένεσις, τό θεόπνευστο βιβλίο τῆς ἱστορίας τῶν ἀρχῶν τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου, ὅτι μετά τήν ἐκδίωξη τῶν πρωτοπλάστων ἀπό τόν Παράδεισο ὁ Θεός ἔβαλε τά Χερουβίμ καί τήν πύρινη περιστρεφόμενη ρομφαία νά φυλάγουν τό δέντρο τῆς ζωῆς, «μή ποτε ὁ Ἀδάμ ἐκτείνῃ τήν χεῖρα αὐτοῦ καί λάβῃ ἀπό τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς καί φάγῃ καί ζήσεται εἰς τόν αἰῶνα» (Γέ 3,22-24). Ἡ ἀνάμνηση καί ἡ νοσταλγία αὐτοῦ τοῦ μυστηριώδους δένδρου ζῆ ἀπό τότε βαθιά μέσα στόν ἄνθρωπο ὅλων τῶν αἰώνων καί τοῦ κατατρώει τά σπλάγχνα μέ τήν ἐπιθυμία του. Ἀσίγαστος ὁ πόθος του γιά ζωή. Ἀλλά πῶς νά τόν ἱκανοποιήσει;
 Πρό Χριστοῦ ὅλοι οἱ δρόμοι κλειστοί. Μαγεία, θρησκεία, φιλοσοφία δέν ἔβγαζαν παρά σέ ἀδιέξοδα. Ἡ αἱμοφαγία, τό νά τρῶνε οἱ ἄνθρωποι αἷμα ζώων ἤ καί ἀνθρώπων ἀκόμη, γιά νά νιώσουν τήν ἡδονή τῆς ζωῆς καί νά αὐξήσουν τή ζωή τους, τούς ὁδήγησε στήν πιό φρικτή ἀπανθρωπιά καί πιό ἐπικίνδυνη φιλαυτία. Ἡ ἀγωνία νά διεισδύσουν στά διάφορα ἀπόκρυφα μυστήρια καί ἡ προθυμία νά μυηθοῦν σ’ αὐτά γιά νά ἀπολαύσουν τούς καρπούς τῆς ἄγνωστης ζωῆς, τούς κατήντησε στήν ἀπελπισία καί στό μαρτύριο. Τό παραμύθι γιά τό ἀθάνατο νερό δέν συναντοῦσε ποτέ τήν πραγματικότητα. Μόνη ἡ ἀναμονή καί ἡ ἐλπίδα θέριευε στίς συνειδήσεις τῶν λαῶν.
  Μετά τή σταύρωση ὅμως καί τήν ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἕνα φωτεινό μονοπάτι χαράχτηκε, ἀπό τόν οὐρανό ὥς τή γῆ. Ὁ Θεός ἐνανθρώπησε, φορτώθηκε τό ξύλο τῆς ζωῆς καί τό 'φερε καί τό 'στησε ἀνάμεσά μας, σ’ αὐτήν ἐδῶ τήν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος. Ὁ σταυρός, πάνω στόν ὁποῖο ὁ Κύριος ἐτάνυσε τό ἄχραντο σῶμα του, ἐβλάστησε τήν ἀνάσταση καί καρποφόρησε ἐπί τέλους τή ζωή. Γύρω ἀπ’ αὐτόν ἄνθισε καί πάλι ὁ παράδεισος, πού λέγεται ἐκκλησία Χριστοῦ. Τό ἅγιο Πνεῦμα ἔρχεται μετά τήν ἀνάσταση στόν κόσμο καί ἱδρύοντας τήν ἐκκλησία γίνεται μόνιμος κάτοικος τῆς γῆς αὐτῆς, δημιουργεῖ μιά νέα ἀτμόσφαιρα καί χαρίζει στούς λυτρωμένους τή χάρη του, τό ὀξυγόνο τῆς νέας ζωῆς, τῆς ἀληθινῆς ζωῆς, πού σπάρθηκε μέ τό αἷμα τοῦ σταυροῦ καί βλάστησε μέ τήν ἀνάσταση τοῦ Θεανθρώπου, γιά νά καλλιεργεῖται αἰώνια μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἀγγελικές στρατιές δορυφοροῦν τώρα τό νέο ξύλο τῆς ζωῆς πού προβάλλει πάνω στήν ἁγία Τράπεζα, ὅπως ὁ Ἰησοῦς ὡς ὡραῖος νυμφίος ἐκ παστάδος προβάλλει ἀναστημένος ἀπό τό μνῆμα. Καί τό γλυκό μήνυμα «Χριστός ἀνέστη» μετασχηματίζεται στή θεία πρόσκληση, πού προσκαλεῖ τούς πιστούς νά προσέλθουν μέ φόβο Θεοῦ, πίστη καί ἀγάπη στήν ἁγία Τράπεζα, γιά νά κοινωνήσουν ἀπό τό θεῖο ποτήρι· νά φάγουν ἀπό τούς καρπούς τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς, γιά νά γίνουν ἀθάνατοι καί μέτοχοι ζωῆς αἰώνιας:
 «Δεῦτε πόμα πίωμεν καινόν, οὐκ ἐκ πέτρας ἀγόνου τερατουργούμενον,
  ἀλλ’ ἀφθαρσίας πηγήν ἐκ τάφου ὀμβρήσαντος Χριστοῦ, ἐν ᾧ στερεούμεθα».
 «Δεῦτε τοῦ καινοῦ τῆς ἀμπέλου γεννήματος, τῆς θείας εὐφροσύνης,
  ἐν τῇ εὐσήμῳ ἡμέρᾳ τῆς ἐγέρσεως, βασιλείας τε Χριστοῦ κοινωνήσωμεν,
  ὑμνοῦντες αὐτόν ὡς Θεόν εἰς τούς αἰῶνας».

  Ἀλλά γιατί ἡ ἀγωνία ἐξακολουθεῖ νά ὑπάρχει; Γιατί ἡ ἀνησυχία δέν καταπαύει; Ἡ ἀναζήτηση γιατί δέν τελειώνει; Καί μετά Χριστόν βλέπεις τόν ἄνθρωπο νά βαδίζει στούς ἴδιους θολερούς δρόμους, νά δοκιμάζει τούς ἴδιους πλανερούς τρόπους. Ζητᾶ τή ζωή στή μαγεία· τρέχει στά μέντιουμ, στούς ἀστρολόγους, στούς «θεραπευτές». Ψάχνει τήν ἀθανασία στίς θρησκεῖες· προσκυνᾶ τούς ὁραματιστές, τούς ψευτοδιδασκάλους, τούς γιόγκι. Γυρεύει τήν ἀλήθεια στή φιλοσοφία· ἀσπάζεται τόν ὑλισμό ἤ τόν ἰδεαλισμό, τόν σκεπτικισμό ἤ τόν ἀγνωστικισμό. Ἄλλοι εἶναι πιό ρεαλιστές· κολλοῦν στό χρῆμα, λατρεύουν τή σάρκα, κυνηγοῦν τή δόξα. Καί ἄλλοι, ἀκόμη πιό τολμηροί, πιό τρελλοί, ὁρμοῦν μέ μανία στά παρά φύσιν, ρουφοῦν μέ λύσσα τά ναρκωτικά, πέφτουν στήν αὐτοκτονία. Εἶναι σίγουρο ὅτι πίσω ἀπ’ ὅλα αὐτά κρύβεται ἡ δίψα ἡ ἀνικανοποίητη γιά τό ἀθάνατο νερό, ἡ πεῖνα ἡ ἀχόρταγη γιά τό ξύλο τῆς ζωῆς. Τό δείχνει ἡ μανία τῆς ἀναζητήσεως αὐτό, τό φωνάζει καί τό διαδηλώνει ὁ ὀργασμός τῆς ἁμαρτίας. Ἐκεῖνο ὅμως γιά τό ὁποῖο ἀξίζει νά ἀπορεῖ κανείς εἶναι, γιατί οἱ πολλοί νά ἐθελοτυφλοῦν μπροστά στήν Ἀνάσταση;
  Χρησιμοποιεῖται ἕνας ὅρος στήν Ψυχολογία κατάλληλος γιά νά δηλώσει τήν ἀντικατάσταση ἑνός μεγέθους ἀπό ἕνα ἄλλο πολύ κατώτερης ὑποστάθμης. Ἐρζάτς (Ersatz) εἶναι τό ὑποπροϊόν, τό ὑποκατάστατο μιᾶς σπάνιας ποιότητος καί εἶναι, νομίζω, ἡ λέξη πού ὄχι μόνον περιγράφει, ἀλλά καί ἑρμηνεύει μέ εὐαισθησία πνευματικά φαινόμενα, ὅπως αὐτό πού ἐξετάζουμε. Εἶναι δηλαδή σάν νά τρώει ἕνας τά τσόφλια ἀπό τά ἀμύγδαλα ἤ τά καρύδια καί νά πετάει τήν ψίχα. Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί βέβαια εἶναι ἡ λύση καί ἡ ἀπάντηση, ἡ μοναδική λύση καί ἡ μοναδική ἀπάντηση, στόν προβληματισμό τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ συγχρόνου μας ἀνθρώπου, γιά ὅ,τι περισσότερο καί ἐπιτακτικώτερα ἐπιθυμεῖ ἡ ψυχή του. Ἀπαιτεῖ ὅμως ἡ ἀνάσταση ἀκριβό τίμημα ἀπό αὐτόν πού θά τήν πιστέψει. Ἀπαιτεῖ μετάνοια, παραίτηση ἀπό τόν εὔκολο καί γνωστό τρόπο τῆς ἁμαρτίας καί εἴσοδο σ’ ἕνα στάδιο ἀγῶνος καί μάχης. Καί ἐπειδή αὐτό εἶναι δύσκολο, βρίσκουν τόπο καί πέραση τά ὑποκατάστατα. Ὅ,τι ἄλλο ὑπόσχεται ἱκανοποίηση, ὅ,τι μιλᾶ τή γλῶσσα τῆς παρεφθαρμένης μας φύσεως κι ὅ,τι μπορεῖ νά πάρει τό σχῆμα τοῦ χαμένου παραδείσου μας γίνεται τό ἐρζάτς τῆς Ἀναστάσεως.
  Ἀλλά, ὦ υἱοί ἀνθρώπων, δέν τό νιώσατε ἀκόμη πώς ὅλοι οἱ δρόμοι, πού ἐσεῖς ἀνοίγετε, δέν βγάζουν στή ζωή; Τό φωτεινό τό μονοπάτι χαράχτηκε ἀπό τόν οὐρανό ὥς τή γῆ καί τό ξύλο τῆς ζωῆς φυτεύτηκε ἀπό τόν Θεό ἀνάμεσά μας.
  Ὁ δρόμος πού ἄνοιξε ὁ σταυρός εἶναι ὁ μόνος δρόμος γιά τήν ἀνάστασή μας, ἤ ὅπως ἀλλιῶς ὀνομάζετε τήν λαχτάρα γιά ἀπελευθέρωση. Γιατί μόνο μέ τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὁ θάνατος νικήθηκε, ἡ πύρινη ρομφαία στομώθηκε καί οἱ πιστοί μποροῦν νά μπαίνουν θριαμβευτικά στήν αἰωνιότητα ἀπό αὐτήν τή ζωή καί νά κοινωνοῦν ἐν φθορᾷ τά ἄφθαρτα ἀγαθά της καί νά ψάλλουν μέ χαρά καί ἀγαλλίαση τό ἐπινίκιον ἆσμα·
 «Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν,
 ᾅδου τήν καθαίρεσιν, ἄλλης βιοτῆς,
 τῆς αἰωνίου, ἀπαρχήν·
 καί σκιρτῶντες ὑμνοῦμεν τόν αἴτιον,
 τόν μόνον εὐλογητόν τῶν πατέρων
 Θεόν καί ὑπερένδοξον».
Στέργιος Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 36 (1981) 49-50
Σάββατο, 18 Απρίλιος 2020 03:00

Ἡ Ἀνάσταση τό ὕψιστο αἴτημα

 anastasi Ἄν εἴχαμε στή διάθεσή μας ἕναν μετρητή ψυχῶν, ἕνα μέσο πού νά μᾶς δείχνει τίς τάσεις τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς στήν ἀληθινή τους μορφή, τότε θά βλέπαμε χωρίς δυσκολία πώς ὅλες οἱ ἀναζητήσεις μας καί ὅλες οἱ ἀγωνίες μας συγκλίνουν σέ δυό μεγέθη· τή χαρά καί τήν ἀλήθεια. Ἀλλά θά βλέπαμε ἀκόμη καί τί ἀντιστρατεύεται καί ἀντιποιεῖται μέσα μας αὐτές τίς ἐσώτατες ἀνάγκες μας· εἶναι ἡ ἁμαρτία καί ἡ φθορά. Ἡ ἁμαρτία ἀλλοτριώνει τή χαρά μας καί ἡ φθορά σβήνει τίς ἀλήθειες μας.
  Αὐτό βέβαια δέν γίνεται παραδεκτό ἀπό ὅλους. Ὅσοι ἔχουν ζυμωθεῖ μέ τήν ἁμαρτία καί συμβιβασθεῖ μέ τή ματαιότητα δέν εἶναι σέ θέση νά διακρίνουν κἄν τήν παρουσία τους στή ζωή. Δέν μπορεῖς νά δεῖς τόν βοῦρκο ὅταν εἶσαι βουτηγμένος ὁλόκληρος μέσα. Τό προδίδει ὅμως ἡ ἀνησυχία τους ἡ ἐσωτερική, ἡ καρδιά τους ἡ ἀνειρήνευτη, ὅτι αὐτή ἡ ἁμαρτία, ὁ χωρισμός καί ἡ ἐναντίωση στόν Θεό, εἶναι πράγματι ὁ ὕπουλος ἐχθρός τους. Καί ἔπειτα, ὑπάρχουν οἱ ἄλλοι, αὐτοί πού ἡ σκέψη τους -τουλάχιστον- ἔχει ξεκαθαρίσει καί τό ξέρουν καί τό νιώθουν πολύ καλά ὅτι ἄλλο περισσότερο δέν χρειάζεται ἡ ἀνθρώπινη ψυχή ἀπό τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν καί ἀπό τήν αἰωνιότητα τῆς ζωῆς της· τήν ἄφεση, πού σβήνει τήν ἁμαρτία καί χαρίζει τή χαρά, καί τήν αἰωνιότητα, πού ἀλλοτριώνει τή φθορά καί καταξιώνει τήν ἀλήθεια.
  Ἀλλά αὐτά τά δῶρα μόνο ἡ ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τά ἔχει δωρίσει στόν κόσμο. Ἀπό τή στιγμή πού ὁ Θεάνθρωπος Κύριός μας νίκησε τόν θάνατο καί πέρασε πρῶτος στή διάσταση τῆς αἰωνιότητος ἀναστημένος, μπορεῖ ὁ κάθε ἄνθρωπος νά γευθεῖ τή χαρά ὁλοκληρωμένα καί νά ζήσει τήν ἀλήθεια ἀσκίαστα.
  Γιατί τώρα πιά οἱ ἁμαρτίες μου καθαρίζονται μέ τό αἶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἅγιο, ὅπως εἶναι, ἔχει τή δύναμη νά μέ ξεπλύνει. Τίμιο, ὅπως εἶναι, ἔχει τή δύναμη νά μέ ἐξαγοράσει. Καθαρή ἡ ψυχή μου καί ἐλεύθερη μπρός σέ ὅλες τίς ὀμορφιές τοῦ κόσμου, μά προπάντων μέσα στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ· νά, πῶς χαίρεται τή χαρά της!
  Καί ἀκόμη, τώρα πιά ἡ φθορά δέν ἀγγίζει τήν πίστη μου. Μέ τήν ἀνάστασή του ὁ Χριστός μοῦ προσφέρει τήν αἰώνια ζωή, δηλαδή τήν ἀληθινή ζωή. Στό πρόσωπό του νικῶ καί ἐγώ τόν θάνατο, καί ὅλα τά πράγματα παίρνουν μιάν ἄλλη ἀξία. Ψεύτικες οἱ ἀλήθειες αὐτοῦ τοῦ κόσμου, γιατί εἶναι προσωρινές. Ὁ Κύριός μου ὅμως ζῆ αἰώνια ἀναστημένος καί κρατᾶ στά χέρια του καί τή δική μου ἀνάσταση. Αὐτή εἶναι ἡ μεγάλη ἀλήθεια, πού μέ χορταίνει ὥς τά τρίσβαθα τῆς ὑπάρξεώς μου, καί μέ χορταίνει ὄχι μόνο γιατί τήν πιστεύω ἀλλά καί γιατί τήν ζῶ.
  Ὅσο γι’ αὐτό τό τελευταῖο, πῶς μποροῦμε νά ζήσουμε τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, εἶναι κάτι πολύ ἁπλό, ὅσο καί καταπληκτικό. Τήν ζοῦμε μέ τήν πίστη στό εὐαγγέλιό του μέχρι κεραίας καί μέ τή μετάνοια ἀπό τήν χωρίς Θεό ζωή μας ἐκ βαθέων. Ἡ πίστη καί ἡ μετάνοια εἶναι οἱ δύο καί μόνοι ἀγωγοί πού μᾶς συνδέουν μέ τήν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου προσωπικά, γιατί αὐτοί διοχετεύουν τή δύναμη τῆς ἀναστάσεώς του στή ζωή μας καί ἐπιφέρουν καί τή δική μας πνευματική ἀνάσταση. Ἤ καλύτερα, διοχετεύουν πραγματικό τό σῶμα τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ στό δικό μας σῶμα, στή δική μας ζωή, μέ τό μυστήριο τῆς θείας Κοινωνίας. Κοινωνοῦμε καί καταγγέλλουμε τόν θάνατο καί τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, μπολιάζεται ἡ φθαρτή μας φύση μέ τό ἄφθαρτο σῶμα καί αἷμα τοῦ Χριστοῦ, καί ζοῦμε τήν ἀπαρχή μιᾶς ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰώνιας· ζωή πραγματικῆς χαρᾶς καί ἀθάνατης ἀλήθειας. Γιατί, ὄχι συμβολικά ἀλλά πραγματικά, μέ τούς ἀγωγούς τῆς πίστεως καί τῆς μετανοίας εἰσρέει στίς φλέβες μας ὁ ἀναστημένος Χριστός ὁλοζώντανος στό μυστήριο τῆς θείας Κοινωνίας καί μᾶς ἀνασταίνει ἀπό τά μνήματα τῶν παθῶν μας, σπάζει τίς πλάκες πού στέκουν βαρειές πάνω στίς καρδιές μας, καί μᾶς ὁδηγεῖ λαμπροφόρους στή νέα ζωή. Ἡ μετάνοια εἶναι ἡ προϋπόθεση γιά τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, καί ἡ πίστη γιά τήν ἀλήθεια. Αὐτές εἶναι πού μᾶς φέρνουν τήν αἰώνια λύτρωση καί τήν ἀληθινή χαρά. Ἔτσι, αὐτές εἶναι πού συμπληρώνουν τό τρίπτυχο τῶν βαθυτάτων ἐφέσεων καί ἀναγκῶν μας· δίπλα στά ἄλλα μεγέθη, χαρά-ἀλήθεια καί ἄφεση ἁμαρτιῶν – αἰώνια ζωή, ἡ μετάνοια μέ τήν πίστη ὁλοκληρώνουν τήν ἀπάντηση στό ὕψιστο αἴτημά μας.
Στεργίου Σάκκου
 Ἀπολύτρωσις 36 (1981) 65-66
Παρασκευή, 30 Μάρτιος 2018 03:00

Κλαῦσον πικρῶς ὑπέρ τοῦ προδότου...

 prodosia Σήμερα, ἀγαπητοί, ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός παραδόθηκε... Ἀλλά μή σκυθρωπάζεις ἀκούγοντας ὅτι ὁ Ἰησοῦς παραδόθηκε· μᾶλλον νά γίνεις σκυθρωπός καί νά κλάψεις πικρά ὄχι ὅμως γι᾿ Αὐτόν πού παραδόθηκε ἀλλά γιά τόν προδότη Ἰούδα. Διότι Αὐτός πού παραδόθηκε ἔσωσε τήν οἰκουμένη, ἐνῶ ἐκεῖνος πού τόν παρέδωσε ἔχασε τήν ψυχή του. Αὐτός πού προδόθηκε κάθεται στούς οὐρανούς στά δεξιά τοῦ Πατρός, ἐνῶ ἐκεῖνος πού τόν πρόδωσε βρίσκεται στόν ἅδη, περιμένοντας τήν ἀναπόφευκτη τιμωρία. Γιά τόν προδότη, λοιπόν, νά κλάψεις καί νά στενάξεις, γιά τόν προδότη νά πενθήσεις. Καί ὁ Κύριός μας δάκρυσε γιά κεῖνον. «Ἰδών γάρ αὐτόν», λέγει, «ἐταράχθη καί εἶπεν· εἷς ἐξ ὑμῶν παραδώσει με». Ὤ, πόση ἡ εὐσπλαγχνία του! Τήν ὥρα πού προδίδεται πονᾶ γιά τόν προδότη.
  Γιά ποιό λόγο ταράχτηκε ὁ Κύριος; Γιά νά μᾶς δείξει τή φιλοστοργία του καί γιά νά μᾶς παραδώσει ἕνα μεγάλο μάθημα: Εἶναι ἀνάγκη νά θρηνοῦμε ὄχι τόσο αὐτόν πού ὑποφέρει ὅσο αὐτόν πού ἁμαρτάνει. Τό δεύτερο εἶναι χειρότερο ἀπό τό πρῶτο. Μᾶλλον τό πρῶτο, τό νά κακοπαθεῖ κάποιος, δέν εἶναι κἄν κακό· κακό εἶναι τό νά ἁμαρτάνει. Διότι ἡ κακοπάθεια ὁδηγεῖ στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἐνῶ ἡ ἁμαρτία γίνεται αἰτία τῆς αἰώνιας κόλασης.
Ἰ. Χρυσοστόμου, Εἰς τήν προδοσίαν τοῦ Ἰούδα, ΕΠΕ 35,554-556.
Ἀπόδοση Β.Τ.
 
 
Σάββατο, 31 Μάρτιος 2018 03:00

Στεφανωμένος μέ ἀρετές

polisi-iosif  Ἀπό μικρό παιδί ὁ Ἰωσήφ συγκέντρωνε πάνω του ἐξαιρετικές ἀρετές. Ἀλλά καί στή νεότητά του καί σέ κάθε ἡλικία ἡ ἀρετή του αὐξανόταν παράλληλα καί δέν ἔχανε τή νεανική της λαμπρότητα. Καί μέ ποιά ἀρετή δέν στεφανώθηκε; Πουλήθηκε δυό φορές, ἀλλά δέν ἔχασε τήν εὐγένεια τῆς φύσεώς του. Ἀγαπήθηκε ἀπό τόν κύριό του γιά τούς σεμνούς του τρόπους, ἀλλά δέν τόν παραπῆρε γι᾿ αὐτό ἡ ἀλαζονεία. Ὁ παράνομος ἔρωτας τῆς κυρίας του δέν κατάφερε νά μολύνει τήν ἁγνότητά του. Συκοφαντήθηκε καί τό ὑπέμεινε μέ γενναιότητα. Φυλακίστηκε, μά τό φρόνημά του δέν κάμφθηκε. Τά ὄνειρα πού πραγματοποιήθηκαν τόν ἀπέδειξαν σοφό καί, ἐνῶ οἱ δοῦλοι τοῦ βασιλιᾶ τόν ξέχασαν, δέν δυσανασχέτησε. Ἔφτασε νά βασιλεύσει· τήν ἐξουσία ὡστόσο μέ μετριοφροσύνη τή χρησιμοποίησε καί δέν θέλησε νά ἀπαιτήσει τήν τιμωρία ἐκείνης πού τόν συκοφάντησε. Στά χέρια του ἔπεσαν οἱ ἀδελφοί του κι ὄχι μόνο δέν τούς ἀντιμετώπισε σάν ἐχθρούς -ἄλλωστε δέν τόν εἶχαν ἀναγνωρίσει- ἀλλά τούς ἀντάμειψε ὡς εὐεργέτες. Κρατοῦσε στά χέρια του τήν ἐξουσία τῆς Αἰγύπτου καί διακηρυσσόταν παντοῦ ἡ φήμη τῆς σοφίας καί τῆς φιλανθρωπίας του. Καί γενικότερα σέ ὅλες τίς ἡλικίες συσσώρευε τρόπαια ἀρετῆς. Λοιπόν, κανείς ἀπό ὅσους δέρνονται ἀπό τίς συμφορές νά μήν ὑποκύψει, ἀλλά νά καλλιεργήσει μέσα του τά σπέρματα τῆς ἀρετῆς· καί κάποτε, εἴτε σ᾿ αὐτή τή γῆ εἴτε στόν οὐρανό, θά λάμψει.

Ἰσισώρου Πηλουσιώτη, Ἐπ. 49η, ΡG 78,492.
Ἀπόδοση Β.Σ.
 
 

Πέμπτη, 25 Απρίλιος 2024 03:00

Θυσία αἰνέσεως

  nimfios«Δεῦτε οὖν καί ἡμεῖς, κεκαθαρμέναις διανοίαις, συμπορευθῶμεν Αὐτῷ καί συσταυρωθῶμεν καί νεκρωθῶμεν δι᾿ Αὐτόν ταῖς τοῦ βίου ἡδοναῖς...»... Ἔαρ καί ἑσπέρας καί ἀντίλαλοι καμπάνας στίς ἐκκλησιές καί καλέσματα Κυριακά γιά τίς ψυχές. Βηματισμοί ἐλπίδας, προσδοκίας «πρός ὑπάντησιν Αὐτῷ». Βαϊοφέρουν τά χέρια κι οἱ καρδιές συντονίζονται: «δεῦτε πάντες ὑμνήσωμεν» τόν Κύριον ἐρχόμενον «πρός τό ἑκούσιον πάθος».
  Στήν ἀπνευμάτιστη ἐποχή μας ὁ ἐρχομός, πού ἀπέριττα καί ἁπλά γιορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας, φτάνει θαμπός καί μακρινός ἀπόηχος στά πνεύματα τά συνεπαρμένα ἀπό τούς κρότους καί τά «ἐφέ» τῶν ἠλεκτρονικῶν. Ὡστόσο ὁ Ἐρχόμενος «ἐπείγεται τοῦ παθεῖν ἀγαθότητι»· ἔρχεται γιά νά θυσιασθεῖ, «τοῦ δοῦναι τήν ψυχήν Αὐτοῦ λύτρον ἀντί πολλῶν»· κι ἴσως οἱ πολλοί δέν θά τό μάθουν.
 Κάποιοι θ᾿ ἀνταποκριθοῦν στήν προϋπάντηση μαζικά, τυπικά, κι ἄλλοι -λίγοι κι ἄγνωστοι- θά ζητήσουν νά συμπορευθοῦν στό Γολγοθᾶ μέ ἀγάπη, μέ λατρεία. Πλάι τους θέλω νά σταθῶ. Ἀπό τούς πολλούς, αὐτούς ζηλεύω, τούς θαυμάζω. Νά τούς ἀκολουθήσω θέλω σ’ αὐτή τή λατρευτική πορεία τους στά πορφυρωμένα ἴχνη τοῦ Θεανθρώπου.
 «Θυσάτωσαν Αὐτῷ θυσίαν αἰνέσεως»· κάπου ἐκεῖ στό θυσιαστήριο τῆς καρδιᾶς τους ἀνάβουν μ’ εὐλάβεια τό θυμίαμα τῆς ἀφοσίωσής τους στόν «ἐν κενώσει» πορευόμενο Κύριό τους. Τό ἀφήνουν νά πυρώνεται στά κάρβουνα τῆς ἀγάπης τους στόν ταπεινό Ἐρχόμενο καί θριαμβευτικά Εἰσερχόμενο στή ζωή τους. Στή θυσία του ἀνταποδίδουν «πνεῦμα συντετριμμένον», ἀνακαινιστική ἀπόφαση, καρπό βαθειᾶς μετάνοιας, καινή ζωή.
 Τά «ὁλοκαυτώματα» τῆς... Παλαιᾶς (ζωῆς τους) δέν ἐπαρκοῦν νά ἀνταποδώσουν στήν προσφορά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. «Αὐτός μίαν ὑπέρ ἁμαρτιῶν προσενέγκας θυσίαν εἰς τό διηνεκές». Κι ὅσο ψηλαφοῦν τό μέγεθος αὐτῆς τῆς συγκατάβασης, τόσο μετατρέπουν τή μυστική «θυσίαν αἰνέσεως» σέ δοξολογικό παιάνα στόν Λυτρωτή· «καρπόν χειλέων ὁμολογούντων τῷ ὀνόματι Αὐτοῦ».
  Εὐλογημένοι εἶναι στ᾿ ἀλήθεια, καθώς δέν σταματοῦν νά ἐξαγγέλλουν «τά ἔργα Αὐτοῦ ἐν ἀγαλλιάσει»· εἶναι φωτιά πού καίει μέσα τους καί ζεσταίνει γύρω τους.
  Εἶναι αὐτοί πού μπροστά στούς οἰκτιρμούς τοῦ Θεοῦ ἐλεύθερα τολμοῦν «παραστῆσαι τά σώματα» αὐτῶν «θυσίαν ζῶσαν, ἁγίαν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ» μέ τήν ἀδιάκοπη διακονία τους, μέ τήν ἀνυποχώρητη ἐγκράτειά τους, μέ τήν ἀνερώτητη ὑπακοή τους στό θέλημα τοῦ Δεσπότη καί Κυρίου τους. Ἐκεῖνος «εὑρών ὀνάριον ἐκάθισεν ἐπ᾿ αὐτό» κι ἐκεῖνοι στρώνουν στό πέρασμά Του τό θέλημά τους νά τό ἁγιάσει, νά τό μεταμορφώσει. Ἐπιλέγουν φανερά στή ζωή τους τόν Χριστό, πού «ἠγάπησεν ἡμᾶς» καί «παρέδωκεν ἑαυτόν ὑπέρ ἡμῶν... θυσίαν τῷ Θεῷ». Στέκονται προσηλωμένοι ἐνώπιόν Του· ἡ καρδιά τους καταθέτει: «Σοί θύσω θυσίαν αἰνέσεως», τήν ἀντίστασή μου στόν κόσμο, πού μέ καλεῖ σέ συσχηματισμό «τῷ αἰώνι τούτῳ». Εἶναι οἱ «φίλοι Αὐτοῦ»· Τόν περιμένουν ἄγρυπνα ὡς Νυμφίο.
  Προσδοκώντας τόν Ἐρχόμενο, πού «ὑπέρ ἡμῶν ἐτύθη», ἀναζητῶ νά συνταχθῶ μέ τούς οἰκείους Του. Πλάι τους νηφάλια ποθῶ νά Τόν περιμένω μέ τή λαμπάδα ἀναμμένη μέ «ἔλαιον» ἁγνότητας καί ἀγάπης. «Τοιαύταις θυσίαις εὐαρεστεῖται ὁ Θεός», καί θέλω ἡ ζωή μου νά Τόν εὐαρεστεῖ «νῦν καί ἀεί».
Οὐρανοδρόμος
 
 
Κυριακή, 24 Απρίλιος 2022 03:00

Μέ ταπείνωση καί αἰσιοδοξία

 anastasi Χριστός ἀνέστη, φίλοι μου! Ἀνοιξιάτικος, δροσερός καί εὐχάριστος ὁ μήνας πού διανύουμε, εὐχόμαστε νά ᾿χει πλούσια τή χάρη καί τήν εὐλογία τῆς Ἀναστάσεως, τή δροσιά τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ὁ φετινός Ἀπρίλιος ἀποπνέει τό σταυροαναστάσιμο μήνυμα. Ἀγκαλιάζει τόν πόνο καί τή χαρά, καθώς κλείνει μέσα του τό δράμα τοῦ θείου Πάθους καί τό θρίαμβο τῆς Ἀναστάσεως, τό πένθος τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος καί τήν εὐφροσύνη τῆς Διακαινησίμου. Αὐτή ἡ ἐναλλαγή λύπης καί χαρᾶς, τό συνταίριασμα πόνου καί ἀναψυχῆς, συντριβῆς καί θριάμβου, ταπείνωσης καί δόξας εἶναι καί τῆς ζωῆς μας τό καταστάλαγμα. Κι εἶναι στ᾿ ἀλήθεια θαυμαστό πῶς ἡ ὀρθόδοξη πίστη μας συμβιβάζει καί ἐξομαλύνει τήν ἀέναη αὐτή ἀντίθεση καί τή μετατρέπει ἀπό τυραννία σέ εὐλογία.
  Ἡ πίστη μας μετουσιώνει τόν πόνο σέ χαρά, τήν καταφρόνια σέ δόξα, τό θάνατο σέ ζωή. Θεμελιωμένη στό σταυρό καί στήν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀποδεικνύει καί διακηρύττει ὅτι «ἰδού γάρ ἦλθε διά τοῦ σταυροῦ χαρά ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ». Ἐκφραστικότατη καί ἀπαράμιλλη ἀπεικόνιση αὐτῆς τῆς μοναδικῆς ἀλήθειας εἶναι ἐκείνη ἡ τόσο παραστατική καί θεόσδοτη εἰκόνα πού βλέπουμε στό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως: τό «ἀρνίον ἑστηκός ὡς ἐσφαγμένον», πού ὅμως εἶναι ὁ νικητής, ὁ ὁποῖος «ἐξῆλθε νικῶν καί ἵνα νικήσῃ». Ὁ θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός κυριαρχεῖ ὄχι μέ τήν παντοδυναμία τῆς θεϊκῆς φύσεώς του ἀλλά μέ τήν ἀδυναμία τῆς ἀνθρώπινης. Ἔρχεται ὡς ὁ ἀμνός -τόσο ἀδύναμος!- τοῦ Θεοῦ. Κι ὅμως «αἴρει», σηκώνει πάνω του, τό βαρύτερο φορτίο πού γνώρισε ποτέ ἡ ἀνθρωπότητα, τήν ἁμαρτία καί μάλιστα ὅλου τοῦ κόσμου. Θυσιάζεται γιά τή δική μας σωτηρία, ἀλλά παραμένει καί μετά τή σταυρική θυσία του «ὡς ἑστηκός», ζωντανό καί ὄρθιο τό «ἐσφαγμένον ἀρνίον». Τί παρακαταθήκη καί μήνυμα σωτήριο γιά τούς πιστούς Του ἀνά τούς αἰῶνες!
  Τά εὐχάριστα, οἱ ἐπιτυχίες, οἱ χαρές, τά μεγαλεῖα, αὐτῆς τῆς ζωῆς νά μή μᾶς ξυπάζουν. Νά ἀτενίζουμε πίσω ἀπ᾿ αὐτά τή σκιά τοῦ σταυροῦ. Καί τότε, ὤ κατάνυξη καί συντριβή καί θεία ταπείνωση πού θά κατακλύζει τήν ψυχή μας! Ἀλλά καί τά θλιβερά καί ὀδυνηρά, ὁ πόνος, ἡ ἀποτυχία, ἡ δοκιμασία, ὁ θάνατος, νά μή μᾶς συνθλίβουν. Νά τά νιώθουμε καταυγασμένα ἀπό τό ζωογόνο φῶς τῆς Ἀναστάσεως. Καί τότε, ὤ χαρά καί γλυκασμός καί θάρρος γιά τόν ἀγώνα!
  Μ᾿ αὐτή τήν προοπτική ἡ ὀδύνη γίνεται ἡδονή καί ἡ ἡδονή ντυμένη τή σεμνότητα ἀνάγει στήν ἀληθινή κοινωνία μέ τόν Θεό καί τόν ἀδελφό. Μ᾿ αὐτή τήν πρακτική ὁ πιστός βιώνει τή χαρμολύπη καί ἀποπνέει στόν κόσμο ταπείνωση καί αἰσιοδοξία, αἰσθήματα τόσο πολύτιμα σήμερα.
 
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 61 (2006) 99
Τρίτη, 01 Ιούλιος 2014 03:00

Ἡ μεγάλη λεία

Στό θλιβερό τόν τόπο τοῦ κρανίου
ἀνάμεσα σέ δυό πικρόχολες μορφές
σημεῖο ἀντιλεγόμενο ἡ μορφή Σου.   staurosi
Ὁ ἕνας ἀπό τούς δύο ληστές,
ντυμένος τήν τραχειά του ἀπελπισιά,
λόγια βλαστήμιας ξεστομίζει.
Κι ὁ ἄλλος ἀφουγκράζετ’ ἐρευνᾶ.
Τά λόγια τοῦ Ἰησοῦ, ἡ καρτερία…
πόνος μαζί καί μεγαλεῖο!...
«Δέν εἶσ’ ἀπ’ τό συνάφι μας Ἐσύ…
Τότε γιατί σέ σταύρωσαν; Γιατί;…».
Θαρρῶ πώς πρίν ἀπ’ τήν Πεντηκοστή
τοῦ Παρακλήτου ζῆ τήν πρώτη ἐπίσκεψη.
Κι ἔτσι ξεσπᾶ μέ τῆς ταπεινοσύνης τή φωνή:
«Στή βασιλεία Σου θυμήσου με.

Καινούργια ἐλπίδα μου,
ἀκένωτέ μου πλουτισμέ,
στή βασιλεία Σου θυμήσου με».

Ὁ ἕνας ἀπ’ τούς δυό ληστές
ἐκτίμησε τό θησαυρό.
Τ’ ἀχόρταστό του βλέμμα τώρα χόρτασε·
ἡ ἀσίγαστη ἐπιθυμία μόλις κόπασε·
τό ἀνελέητο κυνήγι τοῦ χρυσοῦ ἔλαβε τέλος.
Λίγο πρίν ἀπ’ τό τέλος πάνω στό σταυρό,
ἅρπαξε ὁ ληστής τόν οὐρανό.
                                              Κισσός

Δευτέρα, 25 Απρίλιος 2016 03:00

Οἱ ἄλλοι προδότες

 Τί εἶν' αὐτό πού ταράζει ἀπόψε τήν ψυχή μου; Στή μέρα πού πέρασε ἦταν ὅλα καλά. Καλά καί πολλά. Καθήκοντα χριστιανικά, λόγοι ὠφελείας, ἔντονη δράση, συντροφιές χαρᾶς. Κι ὅμως. Καίει τό πρόσωπό μου ἡ ἐνοχή. Κάποιον ἀδίκησα. Ποιόν ἄνθρωπο, ποιό φίλο, ποιόν ἀδελφό; Κανέναν. Κι ὅμως τό νιώθω. Κάποιον πρόδωσα. Καίει τό πρόσωπό μου. Ποιόν; Ἔτσι νά ἔκαιγε τοῦ Πέτρου ἐκεῖνο τό βράδυ κοντά στή φωτιά; Αὐτόν ὅμως τ’ ὀρνίθι τοῦ θύμισε τήν ἄρνηση κι ὁ Κύριος βλέποντας βαθιά στά μάτια του, τόν ἔκανε νά καταλάβει. Ἐγώ ἀπόψε δέν καταλαβαίνω. Ποιό ὀρνίθι θά ξυπνήσει τήν ψυχή μου; Τό βλέμμα μου ἀνήσυχο πλανιέται στούς τοίχους κι ὕστερα πέφτει ἀπέναντι στήν εἰκόνα: ὁ Κύριος στή Γεθσημανή. Πεσμένος μέ τό πρόσωπο στή γῆ. Τό μέτωπο ρυτιδωμένο ἀπ’ τήν ἔνταση. Τά μάτια χαμηλωμένα. Τά χέρια σφιγμένα σέ προσευχή κι ἡ ψυχή του περίλυπη ἕως θανάτου. Ζῆ τήν ἀγωνία τῆς σωτηρίας μου, τό πάθος τῆς ἀγάπης του γιά μένα, μόνος. Καί τότε χωρίς κανέναν. Καί σήμερα χωρίς ἐμένα. Αὐτά τά μάτια μέ κοιτάζουν ἀπόψε πολύ βαθιά. Καταλαβαίνω.

proseuxi-gethsimani Ψάχναμε πάντα τούς προδότες σ' ἐκείνους πού φεύγουν καί ζοῦν δίχως Θεό. Ὑπάρχουν κι ἄλλοι. Ἐκεῖνοι πού μένουν καί ζοῦν μέ λίγο Θεό: ἐμεῖς, πού δέν ζήσαμε τήν ἀγάπη του, πού δέν νιώσαμε τήν ἀγωνία του. Ἐμεῖς, πού ἀπ’ αὐτόν τόν Θεό δέν καταλάβαμε τίποτα. Καί δέν τοῦ δώσαμε τίποτα παρά τ’ ἀξιοθρήνητα χριστιανικά μας καθήκοντα. Εἴμαστε ἐμεῖς πού λέμε τό δράμα του στούς άνθρώπους. Θεατές καί κήρυκες στό δράμα του. Πόσο συμμέτοχοι; Κάνουμε πολλά, συντροφεύουμε πολλούς, σπάνια ὅμως βρεθήκαμε μόνοι: ἐμεῖς κι Αὐτός, γιά νά τόν βροῦμε, νά τόν μάθουμε, νά τόν συντρέξουμε. Καθώς τόν βλέπω νά προσεύχεται, τό νιώθω. Ἕνα αἴτημα ἔχει στήν προσευχή του: ἐμένα. Εἶμαι τό διαρκές αἴτημά του. Ἐγώ στή δική μου ἔχω ὅλα τ’ ἄλλα ἐκτός ἀπό Αὐτόν. Σάν αἷμα στάζει ὁ ἱδρώτας του στόν κῆπο. Ἡ δική μας προσφορά; Μιά χριστιανική ζωή μετρημένη μέ τό σταγονόμετρο τοῦ μετρίου. Στή Γεθσημανή ὁ Χριστός ἤξερε πολύ καλά ποιά ἦταν, πόσο ἀπόλυτη, πόσο ἐπώδυνη ἦταν ἡ σχέση του μέ μᾶς, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά μᾶς: ἕνα πικρό ποτήρι. Ἐμεῖς στή δική μας σχέση, στή δική μας ἀγάπη γι’ Αὐτόν δέν ἤπιαμε ποτέ ἕνα τέτοιο ποτήρι. Κι ὅταν κάπου–κάπου μᾶς ρωτάει ἄν μποροῦμε νά πιοῦμε τό ποτήρι του γιά νά τόν ἀκολουθήσουμε, ἀπαντοῦμε εὔκολα «ναί», γιατί τό νοθεύσαμε. Γιά ὅσους πρόδωσαν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἡ ζωή κοντά του εἶναι εὔκολη κι ἀνώδυνη. Τό πικρό ποτήρι ἕνα ἡδύποτο.

  Κι ὅμως ἡ ζωή μέ λίγο Θεό εἶναι μαρτύριο. Κι ἔτσι ἄν ἐκεῖνοι πού προδίδουν τό Χριστό φεύγοντας, ἀπαγχονίζονται μιά φορά, ἐκεῖνοι πού τόν προδίδουν μένοντας, ἀσφυκτιοῦν καί πνίγονται κάθε μέρα κάτω ἀπό τό βρόγχο τῆς λιγοστῆς ἀγάπης τους. Ὁ Θεός τελευταῖος, τ’ ἀνθρώπινα πρῶτα στή χριστιανική μας ζωή. Ὁ Θεός ζητιανεύει τήν ἀγάπη μας, μά ἐμεῖς ζητιανεύουμε τήν ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων. Καί μένουμε γιά πάντα φτωχοί. Ὁ Θεός γυρεύει τή συντροφιά μας, μά ἐμεῖς γυρεύουμε τή συντροφιά τῶν ἀνθρώπων. Καί μένουμε γιά πάντα μόνοι. Ἀνάμεσα σέ μᾶς καί σ’ Αὐτόν μπῆκαν πολλά καί τόν ἔκρυψαν. Κι ὅμως ἐκεῖνος ὁ ἐρημίτης τό εἶχε καταλάβει καλά: ἄν σέ τοῦτο τόν κόσμο, δέν ζήσει ὁ ἄνθρωπος ὅτι ὑπάρχει μόνο ὁ Θεός κι ἡ ψυχή του, δέν βρίσκει ἀνάπαυση. Ὁ Ἰησοῦς στή Γεθσημανή πάσχει. Μά ἐμεῖς δέν μπορέσαμε οὔτε μιά ὥρα νά ξαγρυπνήσουμε μαζί του, παραδομένοι στόν ὕπνο, στή νάρκη, στήν ἀπάθεια. Κι ὅμως, ἄν δέν τοποθετήσουμε τή ζωή μας, τούς δικούς μας, τά δικά μας κάτω ἀπ’ τό ἐναγώνιο βλέμμα του, ἡ ψυχή μας δέ θά βρεῖ ποτέ τή γαλήνη. Θά τήν ταράζει πάντα ὁ ἐφιάλτης τῆς προδοσίας.

Ζωή Γούλα
 Φιλόλογος
 
Δευτέρα, 25 Απρίλιος 2016 03:00

Πιλᾶτος

 Ὁ δικαστής πού δικάστηκε
pilatos  Ἡ ἅγια πολιτεία ἦταν ἀνάστατη ἐκείνη τή νύχτα τῆς Πέμπτης. Ἀποφασίζει γιά τόν ψευτομεσσία πού πλάνεψε τό λαό. Τό Συνέδριο τόν ἔχει καταδικάσει, ἀλλά ἡ καταδίκη του πρέπει νά ἐγκριθεῖ κι ἀπό τόν ρωμαῖο διοικητή τῆς περιοχῆς. Στίς ἑπτά, τό πρωί τῆς Παρασκευῆς, ὅλοι, ὄχλος καί ἀρχιερεῖς, μπροστά στό πραιτώριο τοῦ Πιλάτου. Κι ἀνάμεσά τους ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου γιά νά δικαστεῖ. Αὐτόν τόν ὄχλο πού ἔχει στριμωχτεῖ ἔξω ἀπό τό πραιτώριο ὁ Πιλᾶτος τόν σιχαίνεται καί τοῦ φέρθηκε πάντα μέ προκλητικότητα καί περιφρόνηση. Μά τώρα εἶναι ὑποχρεωμένος, παρόλη τήν ἀηδία ἀπ’ τήν ὁποία κυριαρχεῖται, νά συνεξετάσει καί νά δικάσει μαζί τους τόν ἄνθρωπο πού ἔφεραν μπροστά του.
  Ἡ δίκη πού διεξάγεται εἶναι γεμάτη ἔνταση καί κίνηση. Κι ἀκόμη, μ’ ἕναν τρόπο παράξενο, ἀντιστρέφει τό ρόλο αὐτῶν πού παίρνουν μέρος σ’ αὐτήν. Οἱ Ἰουδαῖοι, οἱ μάρτυρες κατηγορίας, μέσα ἀπ’ τά βέλη τους καί τίς κατηγορίες τους αὐτοκατηγοροῦνται καί αὐτοκαταδικάζονται αἰώνια. Ὁ Πιλᾶτος ὁ κριτής, ἐξωτερικά μόνο εἶναι ὁ κριτής τοῦ Ἰησοῦ. Ἐσωτερικά κρίνεται ἀπό τόν Ἰησοῦ αὐτή τή μοναδική ὥρα τῆς ζωῆς του. Καί ὁ κρινόμενος Χριστός, τήν ὥρα αὐτή εἶναι ὁ εὐαγγελιζόμενος στό ρωμαῖο ἐπίτροπο.
 Σέ ὅλη τή διάρκεια τῆς δίκης ὁ Πιλᾶτος ἔζησε μιά δυνατή ἀμηχανία. Ἔμπαινε κι ἔβγαινε ἀπό τό πραιτώριο. Ρωτοῦσε ἐπίμονα, διαλεγόταν ἄτακτα πότε μέ τόν Ἰησοῦ καί πότε μέ τούς Ἰουδαίους, διέκοπτε ἀπότομα, ἔκανε ἄθλιες ὑπεκφυγές. Κι ὅλα αὐτά γιατί ἀπ’ τήν ἀρχή κατάλαβε ὅτι ὁ δικαζόμενος ἦταν ἀθῶος. Πλάι στό «ἀθῶος», τό τρομερό ὄνειρο τῆς γυναίκας του συμπλήρωσε «καί δίκαιος». Ἀθῶος καί δίκαιος. Γι’ αὐτό ὁ Πιλᾶτος ζῆ αὐτήν τήν ἀμηχανία, πού στό τέλος τοῦ ἔγινε ἐφιάλτης.
 Θέλει νά τόν σώσει τόν Ἰησοῦ, ἀλλά χωρίς νά χάσει τίποτα ὁ ἴδιος· οὔτε κἄν τήν ἀξιοπρέπειά του. Κάνει πολλά βήματα γιά νά μήν καταδικάσει τόν Ἀθῶο. Πρότεινε νά τόν πάρει πάλι τό Συνέδριο καί νά τόν κρίνει, γιατί αὐτό δέν εἶχε τό δικαίωμα νά ἐπιβάλει θανατική ποινή· τόν ἔστειλε στόν Ἡρώδη, ὁμολόγησε στούς Ἰουδαίους πώς ὁ ἴδιος δέν βρίσκει καμιά ἐνοχή στόν κατηγορούμενο, ἔφτασε ἀκόμη καί νά τόν μαστιγώσει γιά νά ξεθυμάνει τό μῖσος τους. Πολλά καί καλά βήματα πού δέν στοίχησαν, βέβαια, τίποτα στόν ἴδιο. Ἁπλῶς ὅμως βήματα. Τό ἅλμα πού ἀπαιτοῦσε ἡ περίσταση τό ἔπνιξε τό εἴδωλό του, ὁ θρόνος του, καί ἡ δειλία του μπρός σέ κεῖνον τόν μαινόμενο ὄχλο.
 Τόν φοβόταν αὐτόν τό λαό ὁ Πιλᾶτος, γιατί τόν βάραινε μεγάλη ἐνοχή ἀπέναντί του. Ἀπό τή θύμηση τοῦ ἡγεμόνα περνοῦν τώρα σκληρά περιστατικά. Νεοφερμένος διοικητής στήν περιοχή γύρω στά 26, κουβάλησε ὁ ἴδιος –καί τό ἐπέτρεψε καί στούς στρατιῶτες του– εἰδωλολατρικά, αὐτοκρατορικά ἐμβλήματα παροξύνοντας ἔτσι τούς Ἰουδαίους. Ὁ ἴδιος ὄχλος, πού οὔρλιαζε τώρα μπρός στό πραιτώριο, ἦταν πού τότε περικύκλωσε τό ἀνάκτορό του στήν Καισάρεια καί διαμαρτυρήθηκε ἀπειλητικά, ἀδιαφορώντας ἀκόμα καί μπροστά στούς ροπαλοφόρους στρατιῶτες του. Αὐτόν τόν ὄχλο τόν εἶχε ἐξαπατήσει καταχρώμενος τά ἱερά χρήματα τοῦ κορβανᾶ, μέ τό πρόσχημα νά χτίσει ὑδραγωγεῖο· στήν διαμαρτυρία καί τήν ἐξέγερση τοῦ λαοῦ πού ἀκολούθησε, ὁ Πιλᾶτος ἀπάντησε ὕπουλα φονεύοντας πολλούς. Καί σέ ἄλλη περίπτωση κατέσφαξε Γαλιλαίους, ἐνῶ πρόσφεραν θυσίες, καί ἀνακάτεψε τό αἷμα τους μέ τό αἷμα θυσιῶν.
 Φέρθηκε πάντα στούς Ἰουδαίους ὕπουλα, κενόδοξα, προκλητικά. Τούς εἶχε φορτίσει μέ πολλά παράπονα καί ἐκδικητικότητα ἐναντίον του. Πῶς νά τούς ἀντισταθεῖ τώρα πού κραύγαζαν «ἆρον, ἆρον, σταύρωσον αὐτόν»; Ἡ ἐνοχή του τόν ἔκανε ἄνανδρο. Ποιός ξέρει; Ἦταν πολύ πιθανό μέσα σ’ αὐτόν τόν μανιασμένο ὄχλο νά κρύβονται καταγγελεῖς πού καραδοκοῦσαν καί τήν μικρότερη εὐκαιρία καί ἀφορμή γιά νά τόν ἐκδικηθοῦν διαβάλλοντάς τον στόν Τιβέριο, τόν ἄγριο καί μισάνθρωπο αὐτοκράτορα. Ἔνιωθε νά γλιστράει μέσα ἀπό τά χέρια του ἡ ἡγεμονία ἡ στηριγμένη σέ τόσες δωροδοκίες, δολιότητες, ἁρπαγές καί φόνους. Στό τέλος πανικοβλήθηκε καί παρέλυσε μ' ἐκεῖνο τό «οὐκ εἶ φίλος τοῦ Καίσαρος».
 Κι ἔτσι «παρέδωκεν αὐτόν ἵνα σταυρωθῇ». Πρωτύτερα ὅμως ἔπλυνε τά χέρια του, γιά νά δείξει πώς αὐτός εἶναι ἀθῶος γιά τό αἷμα τοῦ Ἀθώου, πού θά χυνόταν μετά ἀπό λίγο.
 Ἡ ἡγεμονική του θέση καί ἡ δειλία του ἔγιναν ἀγκάθια καί ἔπνιξαν τό σπόρο τῆς πίστεως, πού θά μποροῦσε νά βλαστήσει μέσα του γιά κεῖνον πού δίκασε καί καταδίκασε. Θόλωσαν τά μάτια του, γιά νά μήν μπορέσει νά δεῖ πίσω ἀπό κεῖνον τόν μελλοθάνατο τόν αἰώνιο Θεό. Ἔφραξαν τήν ἀκοή του καί βιαστικά ὁδήγησαν τά βήματά του ἔξω ἀπ’ τό πραιτώριο μήν τυχόν κι ἄκουγε τί εἶναι ἀλήθεια κι ἀνασταινόταν… Τό ἅλμα πού τοῦ ζητήθηκε δέν τό 'κανε, γιατί θά τοῦ στοίχιζε τήν ἡγεμονία. Ἔκανε ὑπολογιστικά καί μετρημένα βήματα πού τοῦ στοίχισαν τήν αἰωνιότητα.
 Ἡ δίκη αὐτή ἔκανε τό ὄνομα τοῦ Πιλάτου ἀθάνατο, συνώνυμο τῆς δειλίας καί τῆς εὐτέλειας. Ἀθάνατο, ἀλλά ἔξω ἀπό τό βιβλίο τῆς ζωῆς. Ὁ Ἰησοῦς ἔκανε τά πάντα σ’ αὐτή τή δίκη γιά νά τοῦ ἀποκαλυφθεῖ καί νά γράψει τό ὄνομά του σ’ αὐτό τό βιβλίο. Ὁ ἴδιος δέν θέλησε. Τό δέλεαρ τῆς ἡγεμονικῆς θέσης του τόν συγκράτησε. Αὐτό τό δέλεαρ ὅμως μετά ἀπό μερικά χρόνια θά μετατραπεῖ σέ βαρύ τίμημα. Τήν ἔχασε τή θέση του· κι ἐξορίστηκε κιόλας, στή Γαλατία. Καί στήν ἐξορία αὐτοκτόνησε πέφτοντας σέ μιά ἀφρισμένη λίμνη. Σάν νά 'θελε τώρα νά πλυθεῖ ὁλόκληρος, ὅπως κάποτε ἔπλυνε τά χέρια του…
 Ἄν ἤθελε θά μποροῦσε νά 'ναι προνομιοῦχος, δεχόμενος τήν Ἀλήθεια πού πέρασε σαρκωμένη ἀπό πλάι του. Δέν θέλησε. Κι εἶναι ἀναπολόγητος γι’ αὐτό, γιατί λίγο μετά στόν Κρανίου τόπο ἕνας ληστής ἀναγνωρίζει, πίσω ἀπ’ τόν καταδικασμένο ἀπό τόν ἴδιο καί σταυρωμένο πιά Ἰησοῦ, τόν κρυπτόμενο Θεό. Ὁ ἡγεμόνας ἦταν σέ πλεονεκτικότερη θέση νά Τόν ἀναγνωρίσει. Ἄν ἤθελε θά μποροῦσε νά ἦταν ὁ προτελευταῖος πιστός πού θά ἔσωζε ὁ μελλοθάνατος Θεάνθρωπος.

Ζωή Γούλα
Φιλόλογος