«Ἐδείξατε ... ὅτι ἡ ἀγάπη πρός τήν Πατρίδα καί ἡ περιφρόνησις πρός τόν θάνατον εἶναι τά κυριώτερα ὅπλα, ἐναντίον τῶν ὁποίων οὐδείς ἐχθρός δύναται νά ἀντιταχθῆ», ἔγραφε ὁ συνταγματάρχης Δ. Παπαδόπουλος μετά τήν κατάληψη τοῦ ὑψώματος 1378 στήν ἡμερήσια διαταγή του. Ξεφυλλίζοντας τίς ἔνδοξες σελίδες τῶν Βαλκανικῶν Πολέμων, πού διπλασίασαν τήν Ἑλλάδα, ὑποκλινόμαστε μπροστά στά μοναδικά παραδείγματα ἀπαράμιλλης καί συγκλονιστικῆς αὐτοθυσίας. Ἐνδεικτικά παραθέτουμε μερικά.
Γόνος ἱστορικῆς ναυτικῆς οἰκογένειας τῶν Ψαρῶν ὁ Κωνσταντῖνος Καλλάρης (1858-1940). Ὡς διοικητής τῆς ΙΙ Μεραρχίας, ὅταν ξεκίνησε ὁ Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος, μετεῖχε ἀρχικά στίς ἐπιχειρήσεις στή Μακεδονία καί στή συνέχεια στό Μπιζάνι. Στίς ἀρχές Ἰανουαρίου τοῦ 1913 διεξάγονταν οἱ ἐπιχειρήσεις στή Μανωλιάσα, μία περιοχή κοντά στή Δωδώνη. Στήν ἴδια Μεραρχία ὑπηρετοῦσε ὡς ἀνθυπολοχαγός καί ὁ γυιός του Σπυρίδων Καλλάρης. Ἀρκετές ἡμέρες ὁ γυιός Καλλάρης βασανιζόταν ἀπό ὑψηλό πυρετό καί ὁ γιατρός δέν τοῦ ἐπέτρεπε νά συμμετέχει στίς μάχες. Ὁ πατέρας του ὅμως, ἀγνοώντας τίς συμβουλές τοῦ γιατροῦ, συγκατατέθηκε -μάθημα πρός ἀστράτευτους πολιτικούς κ.ἄ.- νά λάβει μέρος στόν ἀγώνα.
Ὁ ἀνθυπολοχαγός Καλλάρης μπῆκε ἀκράτητος στή μάχη. Ἀντικατέστησε μάλιστα τόν φονευθέντα λοχαγό του ἀναλαμβάνοντας ὁ ἴδιος τή διοίκηση τοῦ λόχου του. Ὅταν ξεκίνησε ἡ ἐπίθεση, οἱ ἄνδρες του βρέθηκαν σέ δεινή θέση. Καί τότε ὁ ἀνθυπολοχαγός ἐπιχείρησε μία τολμηρή καί ριψοκίνδυνη πράξη. Σηκώθηκε ὄρθιος, ἔσυρε τό σπαθί του, ὅρμησε μπροστά, παρακινώντας τόν λόχο του· οἱ ἄνδρες του μέ ἐνθουσιασμό ἐξόρμησαν σέ ἡρωική ἀντεπίθεση. Μία ὅμως σφαίρα στόχευσε τόν ἀνθυπολοχαγό στό μέτωπο καί τόν ἄφησε ξέπνοο.
Ὁ στρατηγός πατέρας πληροφορήθηκε τήν ἱστορία τοῦ παιδιοῦ του καί μέ δωρικότητα ρώτησε: «Τόν ἔχετε ἐδῶ;». Χωρίς νά ἀπαντήσει ὁ ἐπιτελάρχης, ὁδήγησε τόν στρατηγό στή σορό τοῦ παιδιοῦ του. Ὁ Καλλάρης ἔβγαλε τό πηλίκιό του… ἔσκυψε, ἀσπάσθηκε τό ματωμένο μέτωπο τοῦ γιοῦ του καί τό ἀποχαιρέτησε μέ τοῦτα τά ὑπέροχα λόγια: «Ἡ ἡμέρα αὐτή, παιδί μου, εἶναι ἡμέρα εὐτυχίας διά τόν στρατηγόν καί δυστυχίας διά τόν πατέρα. Ἀνθυπολοχαγέ Καλλάρη, ἐξετέλεσες λαμπρά τό καθῆκον σου. Εὖ- γε! Αἰωνία σου ἡ μνήμη, παιδί μου!». Μέ δάκρυα στά μάτια ἐπανέλαβαν οἱ παρευρισκόμενοι: «Αἰωνία σου ἡ μνήμη».
Ὁ στρατηγός στράφηκε τότε πρός τόν ὑπολοχαγό Τσακμάκη λέγοντας: «Φροντίσατε, παρακαλῶ, διά τήν κηδείαν τοῦ παιδιοῦ μου». Ἔπειτα πρόσταξε τόν δεκανέα πού τόν ἀκολουθοῦ- σε: «Φέρε μου τή φοράδα μου. Οἱ κύριοι ἀξιωματικοί ἐπί τῶν ἵππων τους»! Καλπάζοντας ἔφυγαν ὅλοι. Σέ λίγο ξεκίνησε ἡ μάχη, τήν ὁποία ὁ στρατηγός ὁλημερίς διηύθυνε· ἦταν ἀπό τίς πιό πεισματώδεις ὅλου τοῦ πολέμου.
Ἀργά τό βράδυ ἐπέστρεψε στή σκηνή στήν ὁποία βρισκόταν ὁ νεκρός, γιά νά κλάψει ὡς πατέρας καί ἄνθρωπος, ἀφοῦ προηγουμένως ὡς στρατηγός εἶχε ἐκτελέσει σπαρτιατικότατα τό καθῆκον του. (Βλ. περισσότερα στό «Ἀρχεῖο Καλλάρη»).
Στά γηρατειά του δοκιμάσθηκε καί πάλι ὁ Καλλάρης. Τό 1922, κατά τή Μικρασιατική ἐκστρατεία, ὁ δεύτερος γυιός του, Ἄγγελος, λοχαγός τοῦ πυροβολικοῦ ἔπεσε ἡρωικά μαχόμενος.
Ἀπό τό βιβλίο «Ἀπό τό στρατόπεδον- Ἡ ἐποποιία τοῦ ἑλληνοβουλγαρικοῦ πολέμου», τοῦ π. Δ. Καλλίμα- χου, ἐθελοντῆ ἱεροκήρυκα καί αὐτόπτη μάρτυρα τῶν μαχῶν, μεταφέρω μερικά στιγμιότυπα.
Γιά τόν ἡρωικό θάνατο τοῦ συνταγματάρχου Καμάρα, τοῦ πρωτομάρτυρα τῆς γιγαντομαχίας στό Κιλ- κίς, μετά τόν θανάσιμο τραυματισμό του μαρτυρεῖ:
«Γονατίζει ὁ εὐγενικός συνταγματάρχης καί μέ τό λάμπον ξίφος του ἀκόμη εἰς τά χέρια ἀπευθύνει τόν τελευταῖον πρός τούς ἄνδρας του χαιρετισμόν: “Θάρρος, παιδιά· θάρρος, γενναῖοι μου!”».
Καθώς τόν μετέφεραν στό χειρουργεῖο μέ δάκρυα ἔλεγε στούς ἄνδρες του: «Ἄχ, ποῦ σ’ ἀφήνω, σύντα- γμά μου. Σᾶς χαιρετῶ, καλά μου παλληκάρια, καί μέ τήν εὐχήν μου ὅλοι ἐμπρός νά δοξάσετε τήν τιμημένη μας πατρίδα!»
Γιά τό ἦθος του ὁ π. Καλλίμαχος προσθέτει: «Εὐσεβής, φιλεύσπλαχνος, ἀγαθώτατος, εὐθύς καί εἰλικρινής καί πρᾶος, ἠδύνατο νά εἶναι καί ἰδεώδης τύπος λειτουργοῦ τοῦ Ὑψίστου... Ἔγινεν ἱεροφάντης τῆς ἑλληνικῆς Ἰδέας, προσηλυτίζων τά ἑτερογενῆ στοι- χεῖα διά τῶν ἀνθρωπιστικῶν κατ’ ἐξοχήν μέσων... Ὁ μειλίχιος στρατιώτης, πάντοτε ἕν εἶχε ἰδεῶδες, πῶς νά ἐμπεδώση τήν πεποίθησιν εἰς τήν ἐκπολιτιστικήν ἀποστολήν τῆς ἑλληνικῆς διοικήσεως».
Ἕνα ἄλλο μάθημα μᾶς τό προσφέρει ὁ ἀνθυπολοχαγός Πλαστήρας (ὄχι ὁ γνωστός «Μαῦρος Καβαλάρης»). Τραυματισμένος βρισκόταν στό νοσοκομεῖο. Στήν κορύφωση τῆς μάχης στό Κιλκίς (Ἰούλιος 1913) ζήτησε ἐξιτήριο. Οἱ γιατροί σημείωσαν: «Παρέχεται τῇ αἰτήσει του, ἄνευ ἀποθεραπείας». Ὁ π. Δ. Καλλίμαχος διασώζει γι’ αὐτόν ὅτι ἀπειθώντας στούς γιατρούς καί στόν διοικητή του ὅρμησε στή φωτιά καί τραυματίσθηκε θανάσιμα. Ἐνῶ οἱ στρατιῶτες τόν ἀποχαιρετοῦσαν μέ συγκίνηση, ἐκεῖνος ἀδυνατώντας νά μιλήσει, τούς ἔδειχνε μέ τό χέρι τήν κατεύθυνση πρός τά ἐμπρός...!
Ὁ ἀτρόμητος καί ὁρμητικός λοχαγός τῶν εὐζώνων Μανωλίδης, ὅταν ἡ θύελλα τῶν σφαιρῶν μαινόταν ἐπάνω στό ματωμένο ὕψωμα 1378, κάποιος στρατιώτης τόλμησε νά συγκρατήσει τόν ριψοκίνδυνο ἥρωα: «Λοχαγέ μου, δέν κάνεις καλά νά ἐκτίθεσαι τόσον· ἔχεις γυναῖκα καί παιδιά».
Καί ὁ Μανωλίδης ἄγριος καί τρομερός τόν κατακεραύνωσε· «Δειλέ, οἰκογένεια μοῦ λές αὐτή τή στιγμή; Δέν ἔχουμε φαμίλιες ἐμεῖς, εἴμαστε γεννήματα τῆς φωτιᾶς καί ἐκδικούμεθα τούς Βουλγάρους. Ἐμπρός, στή Σόφια!».
Σέ λίγο, πάνω ἀπό ἑκατό σφαῖρες παρασημοφοροῦσαν τό σῶμα τοῦ τιμημένου φρουροῦ τῆς Πατρίδας.
Ἀπό τόν συγκινητικότατο ἔπαινο πού ἀπένειμε πρός ὅλους τούς ἥρωες ὁ βασιλιάς Κωνσταντῖνος (26/7/1913) μέ τό διάγγελμα πρός τόν στρατό καί τόν στόλο, ἀποσπῶ τά ἑξῆς: «Τό αἷμα σας, οἱ κόποι σας, οἱ ἀγῶνες σας, οἱ στερήσεις σας καί ἡ καρτερία σας ἔκαμαν τήν Πατρίδα μας μεγάλην... τιμημένην καί σεβαστήν καί ἔνδοξον... Αἰωνία ἡ μνήμη τῶν πεσόντων ἡρώων!».
Φιλόλογος - Θεολόγος