Χερουβίμ μέ φλογίνη ρομφαία
φρουροῦσαν τήν ὁδό τοῦ Παραδείσου
καί οἱ πρωτόπλαστοι
κινήσανε ν᾿ ἀνοίξουν ἄλλους δρόμους.
Ἐλεύθερα διαλέξαν τό σκοτάδι.
Σκλάβοι τοῦ ἄπιαστου ὀνείρου παραπαίουν.
Ἀγκάθια καί τριβόλια ἡ ζωή τους
κι ὅλος ὁ πλοῦτος
δυό δερμάτινοι χιτῶνες.
Μά νά, θωρῶ ἕναν ἄγγελο καί πάλι
χωρίς ρομφαία τούτη τή φορά.
Θαυμάζει, ἀπορεῖ καί χαιρετάει
σάν ρήγισσα τοῦ κόσμου
μιά κόρη πού στό στέμμα της φοράει
ὁλόλαμπρα διαμάντια στή σειρά:
ταπείνωση, σεμνότητα, ἀγάπη,
πίστη, ἐλπίδα καί ὑπακοή,
ἀδιάλειπτη, καθάρια προσευχή.
«Χαῖρε, κεχαριτωμένη Μαρία·
ὁ Κύριος μετά σοῦ».
Σκύβει αὐτή καί ταπεινά ρωτάει
νά μάθει τοῦ Θεοῦ της τή βουλή.
Στό «ναί» της ἀναρρίγησε ἡ πλάση
καί ξέσπασαν τά οὐράνια
σέ «Ὡσαννά!».
Θαρρεῖς πώς τραγουδοῦσαν
οἱ προφῆτες
μέ τάγματα ἀγγελικά
τό πρῶτο Εὐαγγέλιο ξανά.
Μιά αἰώνια γλυκαυγή χρυσανατέλλει
στήν παραδείσια ἀπροσπέλαστη χαρά.
Γιά τήν ταπείνωσή σου καί τή χάρη
θερμά σ᾿ εὐχαριστοῦμε, Παναγιά,
πού ἄνοιξες τό δρόμο πού ὁδηγοῦσε
στό σπίτι τοῦ οὐράνιου μας Πατέρα,
στή λύτρωση καί στήν ἐλευθεριά.
Δέσποινα Δαμιανίδου
Δασκάλα
Στήν κόγχη τοῦ ἱεροῦ
σάν δυό φτερά
τά χέρια σου ἀνοίγεις, Πλατυτέρα.
Καί σάν νεφέλη ἀνυψώνεις μυστικά
κάθε μας δέηση
στόν οὐράνιο Πατέρα.
Ἄλλοτε Ὁδηγήτρια κυρά
καί ἄλλοτε Βρεφοκρατοῦσα,
τό βλέμμα σου, καλή μας Παναγιά,
-βύθος ἀμέτρητο- μιλᾶ
γιά τήν ἀγάπη σου τήν πελαγίσια.
Ἄγρυπνη στέκεις πάντα σιωπηλά
σέ κάθε τέμπλο καί προσκυνητάρι.
Ν᾿ ἀφουγκραστεῖς κάθε ἀνθρώπινη χαρά
καί νά δεχθεῖς τό δάκρυνο μαργαριτάρι.
Κλίμακα οὐράνια, ἀνεβάζεις κάθε νοῦ
στοῦ παραδείσου τούς οὐράνιους λειμῶνες
καί μέ τό βρέφος πού κρατᾶς στήν ἀγκαλιά
μύρο ἀκένωτο ἀναβλύζεις στούς αἰῶνες.
Τῆς Ἐκκλησίας μας εἶσαι θησαυρός.
Μέ τήν πρεσβεία σου κάθε ψυχή πλουτίζεις.
Καί μέ τή χάρη πού σοῦ ἔδωσε ὁ Θεός
χαρά μές στήν καρδιά ὅλων σκορπίζεις.
Δέσποινα Δαμιανίδου
Δασκάλα
Ὀρθοδοξία, πατρίδα μου!
Στήν ἀγκαλιά σου γεννήθηκα
κι ἀπό τά θεῖα σου νάματα
πῆρα πνοή κι ἀναστήθηκα.
Μέσα στό λίκνο σου μ᾿ ἔθρεψαν
ἀγγέλων ὕμνοι καί ἄσματα,
ἡ βιοτή τῶν ἁγίων σου
καί τοῦ Χριστοῦ μας τά θαύματα.
Ὀρθοδοξία εἶσαι μάνα,
τ᾿ ἀθάνατο εἶσαι νερό.
Εἶσαι τό φῶς καί ἡ ἀλήθεια
καί πῶς νά σέ ἀρνηθῶ!
Θέλω κοντά σου νά μείνω,
στόν ἥλιο σου τό λαμπρό.
Ἀπ᾿ τίς καθάριες πηγές σου
νά πίνω, νά ξεδιψῶ.
Ἐμπρός οἱ ἅγιοι πατέρες μας
σημαιοφόροι βαδίζουνε
καί τίς ἀλήθειες τῆς πίστης μας
κληρονομιά μᾶς χαρίζουνε.
Σκυταλοδρόμοι, στά ἴχνη τους
θέλουμε νά συνεχίσουμε
καί πιό ψηλά τή σημαία σου,
Ὀρθοδοξία, νά στήσουμε.
Δέσποινα Δαμιανίδου
Δασκάλα
Τά χρόνια φύγανε σά λαθρομετανάστες,
καπνός στό δρόμο μου οἱ σκιές π᾿ ὅλο πυκνώνουν
κι ἀθώρητος μέ πλησιάζει ὁ Ἄλλος
μέ βῆμα σιγαλό σά βελουδένιο.
Τήν ὥρα τῆς συγκομιδῆς στή ζυγαριά τῆς κρίσης
τό ξέρω πώς δέ θά ᾿μαι ἐγώ πού θά μετρήσω
πόσον καιρό σπατάλησα σ᾿ ἄσκοπες ἐπιδόσεις
καί πόσον ἐξαγόρασα δουλεύοντας μ᾿ εὐθύνη.
Τώρα μοῦ μένει νά πατῶ μ᾿ ἀξιοπρέπεια
τ᾿ ὀλισθηρό κατώφλι τῆς ἐξόδου
χωρίς συναισθηματικές πλειοδοσίες.
Μέ καρτερεῖ μιά θάλασσα ἀσύνορη,
γαληνεμένη ἐλπίζω,
μέ τοῦ ζεφύρου τίς μυρίπνοες αὖρες
κι ἐκεῖνες τίς ἐξαίσιες μουσικές π᾿ ἀγάπησα
καί τίς ἀκούω καμιά φορά
ἀπό μακριά, ἀπό βαθιά, ἀπό πέρα.
Ἑορταζόντων ἦχος ἀκατάπαυστος.
Ἰ. Ἀ. Νικολαΐδης
Θά ξαναρχίσω πάλι...
Κι ἄν σύννεφα πλακῶσαν τήν ψυχή,
κι ἄν βούιξε τοῦ κόσμου τούτου ἡ Κίρκη,
νά μέ πλανέψει ἀπ᾿ τῆς καθάριας βιοτῆς τή στράτα
κι ἄν ἄμετρες οἱ ἀποκλίσεις
κι ἀπρόβλεπτα, στοῦ δρόμου μου τό κέντρο, στηθῆκαν οἱ παγίδες,
τοῦ ὀνείρου δέν σταμάτησαν τά θέλγητρα κι οἱ ἐλπίδες.
Τῆς πρώτης τῆς ἀγάπης τά σκιρτήματα
τά πάγωσα στῆς ἔπαρσής μου τούς χειμῶνες
καί μακριά Σου ἀβάστακτες οἱ ἀλγηδόνες.
Δέν θά σταθῶ συντρίμμια νά μετρῶ
τόσα πολλά ἐντός μου καί τριγύρω.
Τά ἀπύθμενα νά λογαριάζω
δέν θά σταθῶ παγιδευμένη στό βυθό.
Θά ξαναρχίσω πάλι...
Τούς κτύπους τῆς καρδιᾶς μου ἐνώπιόν Σου θά μετρῶ·
θά ψάλω πάλι τό τραγούδι τοῦ Δαυΐδ, τῆς Σουλαμίτιδας τό ἄσμα·
θά βυθιστῶ μές στό καθάριο τοῦ οὐρανοῦ Σου,
χωρίς πισογυρίσματα καί ἀποσπάσεις περιττές τοῦ νοῦ μου.
Θά ξαναρχίσω πάλι...
ὅπως Σέ πρωτογνώρισα σάν ἤμουνα παιδί
μ᾿ ἁπλότητα, μ᾿ εὐθύτητα καί μέ ταπεινοσύνη·
θά προσκυνῶ καί θά εὐλογῶ
μέ τῆς καρδιᾶς μου τήν πνοή
τό ἄμετρό Σου ἔλεος καί τήν Ἀγάπη,
πού ἀποκλίσεις ἄμετρες καλύπτει, Λυτρωτή.
Γ.Δ.
Ἀδελφέ μου,
πόσο στάθηκα κοντά σου
στή μπόρα πού σέ βρῆκε;
Πόσο μοιράστηκαν
τά φτερά μου
τό βάρος τῶν δικῶν σου;
Πόσο σέ κατάλαβα
καί σ᾿ ἔνιωσα;
Πόσο δική μου
ἔκανα τή χαρά σου;
Πόσο πρόσεξα
μήπως γίνω πρόσκομμα
ἀρνητικό στήν πορεία σου;
Πόσο μέ ἀπορρόφησαν
τά δικά μου κι οἱ δικοί μου
(θαρρεῖς κι ἐσύ
δέν εἶσαι δικός μου);
Πόσο θυσίασα
ἀπό τό χρόνο μου
γιά τίς ἀνάγκες σου;
Πόσο σέ σκέφτομαι
κάθε μέρα λέγοντας:
«Κύριε, ἐλέησε
τόν ἀδελφό μου»;
Ἀπόψε καταθέτω
μπροστά στό Σταυρό
δύο δάκρυα μετάνοιας
καί ἱκετεύω:
- Κύριε, βοήθησέ με
νά ἀγαπήσω
«τόν πλησίον μου
ὡς ἐμαυτόν».
Κ. Βασιλείου
Δάσκαλε, νυχτοφύλακα τοῦ Γένους,
στή νέα γενιά πού τή στεγνώσαμε ἀπερίσκεπτα
μέ πλανερή τήν ἠλεκτρονική ἀφθονία,
παρακαλῶ σε,
ἐμφύσησε ξανά τό λογισμό καί τ᾿ ὄνειρο.
Σέ βλέπω ξεμοναχιασμένο ἐκεῖ στό μετερίζι σου
νά στέκεις ἀναμαλλιασμένος ἀπό τούς ἀνέμους
κοινωνικῶν ρευμάτων κι ἰδεῶν.
Τό νιώθω, ὡστόσο, στήν καρδιά σου συντηρεῖς
τ᾿ ἀρχέτυπα, τή γνώση τῆς ᾿Αλήθειας
πού καίει, φωτίζει καί διδάσκει
ἐνίοτε μέ παθήματα.
῎Εργο σου τώρα ν᾿ ἀποδώσεις ἀπό τήν ἀρχή
σ᾿ ἀνθρώπους καί σέ πράγματα
τό ξεχασμένο, ἀληθινό τους ὄνομα,
ἐκεῖνο τό ῎Ετυμον,
νά λειτουργήσει πάλι ἡ ᾿Επικοινωνία.
Κολώνα δωρική τοῦ Παρθενώνα ἐσύ,
κράτα τή χάρη καί τό μέτρο μ᾿ αὐστηρότητα.
᾿Ι. ᾿Α. Νικολαΐδης
Φυλλομετρῶ τά χρόνια πού διαβήκανε...
Πολύτροπη, Θεέ μου, ἡ ἀγάπη Σου·
παράδοξα μακρόθυμη κι ὡραία.
Πολύμορφη φροντίδα ἀγαπητική·
συμμαζεύεις τά κομμάτια τῆς ψυχῆς,
τό «εἶναι» μου ἀνακαινίζεις,
σάν βασιλόπαιδα μέ μεγαλύνεις.
Μετρῶ καί τά ἐρχόμενα...
Τά τῆς ψυχῆς μου τ᾿ ἀναδέματα
καί τά δεινά τοῦ κόσμου
δέν εἶναι μπορετό νά τά δρομολογήσω.
Στά χέρια σου τά πατρικά τά ἀσφαλίζω.
᾿Ενδόμυχος ὁ ψίθυρος
τῆς ἀνεπάρκειάς μου σοῦ κραυγάζει·
Τῆς νέας τῆς χρονιᾶς ἡ ἀρχή καί τό τέλος
νά εἶσαι Σύ, ὁ Θεός μου ὁ ᾿Αγαπημένος.
Γ.Δ.
Μές στῆς ζωῆς μου τό χειμώνα
ὥς τά βαθιά χαράματα θά Σέ προσμένω,
πότε νά ᾿ρθεῖς καί πάλι,
ν᾿ ἀλλάξεις γύρω μου κι ἐντός μου τό τοπίο.
Τότε θά πάρουνε τά χιόνια μιά ἄλλη λάμψη,
θά γίνουν τά γυμνά κλαδιά ποιμενικές φλογέρες
κι ἀντί φοβέρες βουερές ὁ ἀγέρας ν᾿ ἀπειλεῖ,
τῆς παραδείσιας βιοτῆς μηνύματα θά φέρνει.
Στ᾿ ἀγγελικό τροπάρι τῆς εἰρήνης
σά φύλλα θά σκορποῦν κιτρινισμένα οἱ ἔγνοιες
κι ἡ κρύα καρδιά τή θαλπωρή θά νιώσει τῆς ἀγάπης
καί τή δική της γλώσσα θά μιλήσει.
Ὤ, μήν ἀργεῖς, Σέ καρτερῶ μ᾿ ἀδημονία,
μεγάλη Προσδοκία τῶν ἐθνῶν
μά καί δική μου!
Ἰ. Ἀ. Νικολαΐδης
Τό ὄνομά σου δῆλον·
ἐγρήγορση τό κάθε βῆμα σου.
Ὅλη ἡ ζωή μαρτύριο
καί μαρτυρία.
Τρεῖς κύκλοι φωτεινοί
ἡ πορεία σου· ἡ ἄσκηση,
ἡ κατάνυξη, ἡ ἀλήθεια.
Θεολογίας γνώση ὁ λόγος σου
κι ἡ ὑπομονή
ταπείνωση τῆς φύσης·
μακαριότητα ἄφατη ἡ προσευχή.
Ὀρθοδοξίας βράχος
στῆς αἵρεσης τή φοβερή ὁρμή
καί στηριγμός
στόν κλύδωνα τῆς Ἐκκλησίας,
τῆς χάρης καύχημα.
Πλημμύρισαν κρουνοί θεολογίας.
Στήν ποίηση
γευθήκαμε εὐφροσύνη,
τ᾿ ἀγώνισμα ζηλέψαμε
τῆς θείας ἡσυχίας
καί τούς καρπούς τῆς σύμπνοιας
μιᾶς ἅγιας φιλίας.
Στά χείλη σου, Γρηγόριε,
ἡ χάρις ἐξεχύθη»,
ὅμοια καί στή ζωή σου!
Παρεπίδημος