Ἠγαπημένοι μου... Ἤτανε φαίνεται ἀπό τό Θεό γραμμένο ν᾽ ἀδράξωμε τ ᾽ ἄρματα μία ἡμέρα καί νά χυθοῦμε καταπάνου στούς τυράννους μας, πού τόσα χρόνια ἀνελεήμονα μᾶς τυραγνεύουν. Τί τή θέλομε, βρέ ἀδέρφια, αὐτή τήν πολυπικραμένη ζωή, νά ζοῦμε ἀποκάτω στή σκλαβιά καί τό σπαθί τῶν Τούρκων νά ἀκονιέται στά κεφάλια μας;
Δέν τηρᾶτε πού τίποτα δέ μᾶς ἀπόμεινε; Αἱ ἐκκλησίες μας γενήκανε τζαμιά καί ἀχούρια τῶν Τούρκων, κανένας δέ μπορεῖ νά πῆ πώς τάχα ἔχει τίποτε ἐδικό του, γιατί τό ταχιά βρίσκεται φτωχός, σά διακονιάρης στή στράτα. Οἱ φαμελιές μας καί τά παιδιά μας εἶναι στά χέρια καί στή διάκριση τῶν Τούρκων. Τίποτε, ἀδέρφια, δέ μᾶς ἔμεινε. Δέν εἶναι πρέποντας νά σταυρώσωμε τά χέρια καί νά τηρᾶμε τόν οὐρανό· ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε χέρια, γνώση καί νοῦ, ἄς ρωτήσομε τήν καρδιά μας καί ὅ,τι μᾶς ἀπαντυχαίνει, ἄς τό βάλωμε γλήγορα σέ πράξη, καί ἄς εἴμεθα, ἀδέρφια, βέβαιοι πώς ὁ Χριστός μας ὁ πολυαγαπημένος θά βάλη τό χέρι ἀπάνου μας. Ὅ,τι θά κάμωμε, πρέποντας εἶναι νά τό κάμωμε μιά ὥρα ἀρχίτερα, γιατί ὕστερα θά χτυπᾶμε τά κεφάλια μας. Τώρα ἡ Τουρκία εἶναι μπερδεμένη σέ πόλεμους, καί δέν ἔχει ἀσκέρια νά στείλη καταπάνου μας. Ἄς ὠφεληθοῦμε ἀπό τήν περίσταση, ὅπου ὁ Θεός, ἀκούοντας τά δίκαια παράπονά μας, μᾶς ἔστειλε γιά ἐλόγου μας· μία ὥρα, πρέποντας εἶναι νά ξεσπάσει αὐτό τό μαράζι, ὅπου μᾶς τρώγει τήν καρδιά. Στ᾽ ἄρματα, ἀδέρφια! Ἤ νά ξεσκλαβωθοῦμε ἤ ὅλοι νά πεθάνομε, καί βέβαια καλλίτερο θάνατο δέ μπορεῖ νά προτιμήση κάθε Χριστιανός καί Ἕλληνας. Ὀδυσσέας Ἀνδροῦτσος
|