Ἡ ἀμέλεια εἶναι ἐχθρός φοβερός καί ὕπουλος! Σέ κάνει νά πιστεύεις ὅτι δέν κάνεις τίποτα κακό, φοβερό καί μή ἀναστρέψιμο. Ἐκεῖ ὅμως πού σοῦ δίνει βολή χαριστική εἶναι στό παιχνίδι τοῦ χρόνου. Δέν σοῦ λέει εὐθέως «μήν κάνεις κάτι», δέν σ᾿ ἀφήνει ὅμως καί νά τό κάνεις ἄμεσα. Σοῦ διατηρεῖ μία ἐλαφρά αἰσιοδοξία, πού θυμίζει τήν τύχη τῶν τροφῶν τίς ὁποῖες διατηροῦμε στή συντήρηση τοῦ ψυγείου. Δυστυχῶς τίς περισσότερες φορές καταλήγουν στόν κάδο ἀπορριμμάτων καί ὄχι στό στομάχι μας, γιά τό ὁποῖο προορίζονταν.
Φοβᾶμαι πώς κάτι τέτοιο συμβαίνει συχνά καί μέ τά ὄνειρά μας. Πολλά ἀπ᾿ αὐτά καταλήγουν σέ κάποιον... κάδο, ἀχρηστεύονται, δηλαδή, ἀπραγματοποίητα. Γιά ποιό λόγο; Διότι ἀμελήσαμε ἀναβάλλοντας νά τά πραγματοποιήσουμε· νιώθαμε τόσο σίγουροι, πεπεισμένοι σχεδόν, ὅτι ὅλος ὁ χρόνος εἶναι μπροστά μας, καί μᾶς ἀνήκει ὁλοκληρωτικά! Ἔτσι περνοῦμε μιά ζωή ἐφησυχάζοντας· πλησιάζουμε τό στόχο, ποτέ ὅμως τόσο, ὥστε νά ᾿ναι πραγματοποιήσιμος, καί νομίζουμε ὅτι περπατοῦμε στόν σωστό δρόμο καί τά πράγματα βαίνουν «καλῶς λίαν»! Τόσο πού παραλίγο νά τά πετυχαίναμε κιόλας, ἄν δέν ἀναβάλλαμε διαρκῶς. Βιώνοντας τή μετριότητα τοῦ «δέν κάνω κάτι κακό» παραλείπουμε δραματικά νά κάνουμε κάτι καλό, κάτι πού θά μᾶς φέρει πιό κοντά στό στόχο μας, στήν ποιοτική ἀναβάθμιση τῆς καθημερινότητας!
![]() Οἱ ἄνθρωποι ἀποροῦν πού μέ βλέπουν νά τρέχω σέ συνάντησή σου. Τί ἀντιπροσωπεύει ἕνας μακρινός Θεός μέσα στόν κόσμο αὐτό; «Τίς δείξει ἡμῖν τά ἀγαθά;» Ὅμως ἐγώ ξέρω πώς Ἐσύ μᾶς συντρόφευσες, ἔσκυψες ἀπό τόν οὐρανό στή γῆ ν’ ἀκούσεις τόν στεναγμό μας, ν’ αὐξήσεις τή χαρά μας. Μέ διαβεβαιώνουν γι’ αὐτό μέ τήν πεῖρα τους οἱ χοροί τῶν μαρτύρων καί τῶν προφητῶν, οἱ ἀπόστολοι καί οἱ πατέρες. «Μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός. Ἐάν πεποιθώς ἐπ’ αὐτῷ ᾦ ἔσται μοι εἰς ἁγιασμόν». Κι ἐγώ θέλω νά σοῦ πῶ πώς σέ Σένα ἐναπόθεσα τήν ἐλπίδα μου. «Ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι θλίβομαι». Ὁ ἑαυτός μου, ὁ κόσμος, οἱ ἐχθροί μου… Καί ἐγώ ἀδύναμος μπροστά τους… «Τῶν ἀοράτων ἐχθρῶν μου τό ἄϋπνον ἐπίστασαι». Ζητῶ τήν ἐπέμβασή Σου. «Κύριε, τῶν δυνάμεων μεθ’ ἡμῶν γενοῦ». Ὅμως μπροστά στά μάτια μου ὑψώνονται αἱ ἁμαρτίες μου. Μέ ποιά παρρησία νά σοῦ μιλήσω; Ἀλλά σύ εἶ Θεός τῶν μετανοούντων, καί τῆς εἰρήνης, τήν ὁποία δίνεις, «οὐκ ἔστιν ὅριον». Γι’ αὐτό κλίνω γόνυ καρδίας καί δέομαι. «Πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρχίας καί ἀργολογίας μή μοι δῷς. Πνεῦμα δέ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καί ἀγάπης χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ». Δίπλα μου οἱ ἀδελφοί μου. Σκέπασέ μας μέ τή σκέπη τῶν πτερύγων σου καί εἰρήνευσε τή ζωή μας. «Τοῖς μισοῦσι καί ἀδικοῦσιν ἡμᾶς συγχώρησον, Κύριε». Ἡ νύχτα σιγά-σιγά τά σκεπάζει ὅλα γύρω μου. Μά δέν μέ φοβίζει. Μόνο «καταξίωσον καί τό νυκτερινόν στάδιον ἀμέμπτως διελθεῖν». Μήν ἐπιτρέψεις νά δώσω τόπο στόν ἐχθρό τῆς ψυχῆς μου. «Φώτισον τούς ὀφθαλμούς μου, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον, μήποτε εἴπῃ ὁ ἐχθρός μου ἴσχυσα πρός αὐτόν». Ἄς δοξολογῶ παντοῦ καί πάντοτε τό ἅγιο ὄνομά Σου. Μέσα στήν κατάνυξη, μέ τήν ὁποία μέ πλημμύρισες, τό Ἀπόδειπνο τελείωσε. Εἰρηνικός ἀφήνω τόν ναό σου. «Ἀντιλήπτωρ τῆς ψυχῆς μου σύ εἶ ὁ Θεός μου». Κύριλλος
|
![]() Καί μέ κυριεύει ἕνας μυστικός σπαραγμός σάν ἀναλογίζομαι τήν κίνηση τοῦ πρώτου ἀνθρώπου καί μαζί καί δική μου· νά πετάξει ἀπό πάνω του τή θεοΰφαντη στολή παραβλέποντας τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ «Ἐξεβλήθη Ἀδάμ τοῦ παραδείσου διά τῆς βρώσεως· καί τήν ἰδίαν γύμνωσιν θρηνῶν ὠδύρετο». Μέ τί λόγια τάχα νά κλάψω ὅ,τι πολύτιμο ἔχασα; Τή δόξα καί τήν τρυφή μαζί μ’ ὅλα τ’ ἀγαθά; Πῶς θά μπορέσω νά ξαναδῶ τό ὡραιότατο κάλλος, τήν ἄληκτο εὐφροσύνη, τήν ἀπόλαυση τῶν δικαίων; «Οἴμοι, τόν ἀπάτῃ πονηρᾷ πεισθέντα καί κλαπέντα καί δόξης μακρυνθέντα». Κι ἀπ’ ὅλα πιό πολύ πῶς δέν θά ξανακούσω τή φωνή τοῦ Θεοῦ μου; «Καί γνῶθι καί ἰδέ ὅτι πικρόν σοι τό καταλιπεῖν σε ἐμέ». Δέν θά σ’ ἀπολαύσω πλέον, παράδεισε, τόπο τῆς «μεγίστης ἡδονῆς καί τρυφῆς αἰωνίου»; Δέν θά ξαναδῶ πιά τόν Κύριο καί Θεό μου; «Ἐλεῆμον, ἐλέησόν με τόν παραπεσόντα». Βρίσκομαι, λοιπόν, στόν τόπο τῆς παροικίας μου. Πικρό τό ψωμί πού τρώω μέ τόν ἱδρώτα μου. Ἀλλά δέν φεύγει ἀπό τά μάτια μου ἡ εἰκόνα τοῦ προσώπου Σου κι ἡ καρδιά μου ὁλόκληρη εἶναι στραμμένη σέ Σένα. Δέν θέλω νά ξαναβάλω καρπό παρακοῆς στό στόμα μου. Θά νηστέψω, Κύριε, νά ἑλκύσω τή συγγνώμη Σου. Θά ἁγνίσω τήν ψυχή καί τή σάρκα μου, μήπως καί δῶ πάλι τό ἅγιο πρόσωπό Σου. «Μωσαϊκῶς τήν τετράδα τῆς δεκάδος νηστεύσωμεν καί δάκρυσι τόν Κύριον ἐκζητήσωμεν». Ξέρω πώς δέν ἀποστρέφεσαι τή συντετριμμένη καρδιά. Ἐσύ ὁ ἴδιος μέ γέμισες μ’ ἐλπίδα. «Ἀγάπησιν αἰώνιον ἠγάπησά Σε». Γι’ αὐτό, κι ἄν δέν τολμῶ νά γυρίσω τά μάτια στόν οὐρανό, στενάζω ἱκετεύοντας. Κι ἄν δέν ἔχω λόγια δικά μου νά σοῦ μιλήσω, σοῦ κράζω τοῦ τελώνη τήν εὐχή: «σοί προσπίπτω ἐν ταπεινώσει, ἱλάσθητί μοι ὁ Θεός καί ἐλέησόν με καί σύν αὐτῷ με ἀρίθμησον». Ἄδειος ἀπό τά πλούτη πού μοῦ χάρισες στέκομαι μπροστά σου. Ὅλα τά ξόδεψα. «Τῆς πατρώας δόξης σου ἀποσκιρτήσας ἀφρόνως ἐν κακοῖς ἐσκόρπισα ὅν μοι παρέδωκας πλοῦτον». Ποῦ ὁ κόπος τῆς ἀγάπης καί ἡ χάρη τῆς καλωσύνης; Ποῦ ἡ ὑπομονή τῆς ἐλπίδος; Ποῦ τῆς ἐλεημοσύνης τό ἔργο καί τῆς εἰρήνης τό πρόσωπο; «Τόν πλοῦτον ἠνάλωσα ὅνπερ ἔλαβον, τῆς ψυχῆς τά χαρίσματα». Ἀλλά δέν ἔχω σπίτι ἄλλο ἔξω ἀπό τό δικό Σου, δέν ὑπάρχει γιά μέ κατοικία ἄλλη ἀπ’ τήν οὐράνια πατρίδα. «Ὅθεν σοι τήν τοῦ ἀσώτου φωνήν κραυγάζω, ἥμαρτον ἐνώπιόν σου, πάτερ οἰκτίρμον. Δέξαι με μετανοοῦντα καί ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου». Γιατί ποιός εἶναι δυνατόν νά ζήσει αἰώνια μακριά Σου; «Κλαίω καί ὀδύρομαι ὅταν εἰς αἴσθησιν ἔλθω, τό πῦρ τό αἰώνιον, σκότος τό ἐξώτερον καί τόν τάρταρον…». Τί φόβος τότε, «ὅταν βίβλοι ἀνοιγήσωνται καί φανερωθήσωνται πράξεις ἀνθρώπων»! Πῶς θά γευθῶ ἀπό τό ξύλο τῆς ζωῆς γιά νά ζήσω μαζί Σου; Ἀφήνομαι ὁλόκληρος στήν εὐσπλαγχνία Σου. Νά, ἀπό τώρα κιόλας μπαίνω στό στάδιο τῶν ἀρετῶν, ἕτοιμος γιά τ’ ἀγωνίσματα, γιά νά πάρω ἀπό τά χέρια σου στό στεφάνι τῆς ζωῆς τῆς ἀληθινῆς· «ἀναζωσάμενος τόν καλόν τῆς νηστείας ἀγῶνα, ἥτις ἐκτέμνει ἀπό καρδίας πᾶσαν κακίαν». Καί γιά νά ἀξιωθῶ μαζί μέ τούς ἀδελφούς «κατιδεῖν τό πάνσεπτον πάθος τοῦ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ καί τό Ἅγιον Πάσχα». Κύριλλος
|
Μία ὑπερκόσμια, μεγαλειώδης παρέλαση προβάλλει στό πνευματικό στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας τήν Κυριακή τῶν Ἁγίων Πάντων. Εἶναι ἡ στρατιά τῶν ἁγίων μας, πού παρελαύνει θριαμβευτικά μπροστά στό θρόνο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Τήν καμαρώνουν οἱ ἀγγελικές δυνάμεις, τή χειροκροτεῖ ὁ οὐράνιος κόσμος. Ἀλλά καί τά βλέμματα ἐκείνων πού ἐπιμένουν νά μή συμβιβάζονται μέ τό πεπερασμένο, πού παραμένουν λάτρεις τοῦ Θεοῦ καί νοσταλγοί τοῦ οὐρανοῦ, στυλώνονται θαυμαστικά στήν ὑπερκόσμια παρέλαση τῶν ἁγίων.
Πρώτη ἡ Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου μας καί πίσω της ὁ τίμιος Πρόδρομος, οἱ προφῆτες καί οἱ δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ, οἱ πατέρες, οἱ διδάσκαλοι, οἱ μάρτυρες, οἱ ὅσιοι, οἱ ἀσκητές, οἱ ὁμολογητές, οἱ νεομάρτυρες· οἱ ἅγιοι τῶν πρώτων αἰώνων ἀλλά καί τῶν ἡμερῶν μας, ὅλοι μαζί συναπαρτίζουν τή θριαμβεύουσα Ἐκκλησία καί μετέχουν στήν ὑπερκόσμια παρέλαση. Εἶναι ὅλοι αὐτοί οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ, οἱ συνεργάτες του στό ἔργο τῆς σωτηρίας. Ὁ Θεός, πού ἐκ τοῦ μηδενός ἔπλασε τά σύμπαντα καί μόνος του ἔκανε τά πάντα «καλά λίαν», γιά τήν ἀνάπλαση τοῦ πεσμένου κόσμου ζήτησε καί χρησιμοποίησε τή συνεργασία τῶν ἀνθρώπων:
Ἀλλά καί ὅλοι οἱ ἄλλοι, τούς ὁποίους θαυμάζουμε καί τιμοῦμε, ἀναγνωρίζοντάς τους τήν ἰδιότητα τοῦ ἁγίου, κάτι ἔχουν προσφέρει γιά τήν πραγματοποίηση τοῦ σχεδίου τοῦ Θεοῦ:
Ἁγιασμένοι ἀπό τή μετάνοια καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ οἱ ἅγιοι ἔγιναν οἱ ἀδιάψευστοι μάρτυρες τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἄν ὁ Χριστός δέν ἀναστήθηκε, ποιό νόημα θά εἶχαν οἱ ἑκατόμβες τῶν μαρτύρων τῆς πίστεως; Γιά ποιό λόγο θά ὑπέμεναν τό μαρτύριο τῆς συνειδήσεως δουλαγωγώντας τό σῶμα καί ὑποτάσσοντάς το στίς προσταγές τοῦ Χριστοῦ; Οἱ ἅγιοι μαρτυροῦν τήν ἀλήθεια τῆς Ἀναστάσεως μέ τήν ἀναστημένη ζωή τους, τήν ὁποία πολλοί ἀπό αὐτούς ἐπισφράγισαν μέ τό μαρτύριο. Τήν ὑπογράφουν μέ τά τίμια λείψανά τους, αὐτή τήν ἀκλόνητη μαρτυρία τῆς ἀφθαρτοποίησης τοῦ θνητοῦ ἀνθρώπινου σώματος.
Εἶναι οἱ ἅγιοι τό ζωντανό καί ἐφαρμοσμένο Εὐαγγέλιο. Ἡ ζωή καί ἡ ἱστορία τους ἀποδεικνύει ὅτι τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι μία ἀνεφάρμοστη οὐτοπία ἀλλά μία χειροπιαστή πραγματικότητα. Ὅσο ἀκατάληπτα κι ἄν ἠχοῦν στά αὐτιά τῆς παραστρατημένης κοινωνίας μας ἔννοιες ὅπως ἡ ἀγάπη, ἡ ἁγνότητα, ἡ ἀνεκτικότητα, ἡ συγχωρητικότητα, ἡ θυσία, καί ὅλα τά μεγάλα καί ὑψηλά πού κηρύττει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι ἀνεδαφικά καί ἀνεφάρμοστα. Τά ἐφήρμοσαν οἱ ἅγιοί μας. Μποροῦμε καί ὀφείλουμε νά τά ἐφαρμόσουμε καί ἐμεῖς, ὅσοι ἀναγνωρίζουμε ὡς λόγο Θεοῦ τό Εὐαγγέλιο.
Εἶναι ἀκόμη οἱ ἅγιοι ἐγγύηση ὅτι ἡ Ἐκκλησία θά νικήσει. Ὅσο κι ἄν μαίνεται ὁ ἀντίθεος κόσμος, ὅσο κι ἄν λυσσομανᾶ ἡ θύελλα τῆς ἀπιστίας, ὅσο κι ἄν θριαμβολογοῦν οἱ σκοτεινές δυνάμεις, ἡ νίκη ἀνήκει στήν πίστη. Ὅλοι οἱ ἐχθροί τῆς πίστεως ὑπῆρχαν καί στά χρόνια τῶν ἁγίων καί τούς πολέμησαν λυσσαλέα. Τούς ταλαιπώρησαν καί τούς κακοποίησαν μέ κάθε τρόπο, μά τελικά οἱ διῶκτες ὁμολόγησαν τήν ἥττα τους, καί ἡ πίστη τῶν ἁγίων θριάμβευσε.
Μέ δεδομένη τή δική τους καταξίωση οἱ ἅγιοι στέκουν ὁδοδεῖκτες στήν πορεία μας γιά τόν οὐρανό. Εἶναι οἱ ἔμπειροι διαβάτες, πού ἀκολουθώντας τά χνη τοῦ Χριστοῦ ἔφθασαν νικητές στό οὐράνιο τέρμα. Αὐτοί ξέρουν καί μποροῦν νά μᾶς κατευθύνουν ἀλάνθαστα. Μποροῦν νά γίνουν τό κριτήριο τῆς πίστεως καί ἡ λυδία λίθος γιά τόν ἔλεγχο τῆς πνευματικῆς μας πορείας. Καί εἶναι τόσο προσιτοί σέ ὅλα τά φύλα, σέ ὅλες τίς ἡλικίες, σέ ὅλες τίς φυλές , καί σέ ὅλες τίς τάξεις τῶν ἀνθρώπων. Στή χορεία τους καταλέγονται ἄνδρες καί γυναῖκες, σεβάσμιοι γέροντες καί μικρά παιδιά καί ἔφηβοι. Ἄνθρωποι ἀπ᾿ ὅλα τά ἐπαγγέλματα: πάμπλουτοι ἄρχοντες, ἐπιφανεῖς ἀξιωματοῦχοι, ἔνδοξοι στρατηγοί, φημισμένοι ἐπιστήμονες ἀλλά καί φτωχοί, ἄσημοι καί ἀγράμματοι πού θάμπωσαν τήν ἀνθρωπότητα μέ τήν ἁγιότητά τους. Ὑπάρχουν ἅγιοι ἁγιασμένοι ἀπό τήν ὥρα πού συνελήφθησαν στά σπλάχνα τῆς μάνας τους καί ἄλλοι οἱ ὁποῖοι κυλίσθηκαν στό βόρβορο τῆς ἁμαρτίας καί πληγώθηκαν κατάστηθα ἀπό τά βέλη της, τελικά ὅμως ἀνένηψαν καί ἀναδείχθηκαν ἅγιοι.
Εἶναι σφάλμα σοβαρό νά βγάζουμε τούς ἁγίους ἔξω ἀπό τό χῶρο μας, νά τούς τοποθετοῦμε σέ ἕνα βάθρο ἀπροσπέλαστο καί συνήθως ἀδιάφορο γιά τόν κοινό ἄνθρωπο. Στέκουν κοντά, πολύ κοντά μας οἱ ἅγιοι καί μεσιτεύουν στόν Κύριο γιά μᾶς. Στό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως παρουσιάζεται μία θαυμάσια εἰκόνα: Μπροστά στό θρόνο τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ φθάνει ὡς θυμίαμα ἡ προσευχή τῶν μελῶν τῆς στρατευομένης Ἐκκλησίας. Ἐκεῖ ἑνώνεται μέ τήν προσευχή τῶν «πεπελεκημένων» μαρτύρων τῆς θριαμβεύουσας Ἐκκλησίας, πού βρίσκονται κάτω ἀπό τό θυσιαστήριο καί ἀκατάπαυστα κραυγάζουν πρός τόν Κύριο ζητώντας τήν παρέμβασή του.
Οἱ ἅγιοι, οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ, εἶναι καί οἱ δικοί μας καλοί φίλοι. Μᾶς παραστέκουν στόν ἀγώνα τῆς ζωῆς, μᾶς παρηγοροῦν, μᾶς συμβουλεύουν, μᾶς ἐνθαρρύνουν καί μᾶς ἐμπνέουν. Μετάνοια καί πίστη στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, προσπάθεια καί ἀγώνας ἀκατάπαυστος γιά τήν ἐφαρμογή τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ εἶναι τό μήνυμά τους γιά μᾶς. Κι ὅταν σ᾿ αὐτόν τόν ἀγώνα ἀποκάμουμε, μήν ξεχνοῦμε πώς οἱ ἅγιοι ἀναφέρουν στόν Κύριο τά αἰτήματά μας. Ἄν εἶναι τιμή καί χαρά νά ἔχεις ἕναν φίλο, ἕναν δικό σου ἄνθρωπο στή Βουλή, καί σοῦ δίνει θάρρος ἡ σκέψη ὅτι αὐτός θά ὑποστηρίξει τά θέματά σου, πόσο μεγαλύτερη χαρά, τιμή καί ἄνεση εἶναι ἡ πρεσβεία τῶν ἁγίων! Μᾶς ἐκπροσωποῦν στή «Βουλή» τοῦ Θεοῦ καί μέ ἐνδιαφέρον παρακολουθοῦν τόν ἀγώνα μας σ᾿ αὐτή τή ζωή, περιμένοντας νά χαροῦμε μαζί τους τή δόξα τοῦ παραδείσου.
Τήν πρώτη θέση ἀνάμεσα στά διδακτικά βιβλία τοῦ κανόνα τῆς Π. Διαθήκης κατέχει τό βιβλίο πού ὀνομάζεται Ψαλτήρ ἤ Ψαλτήριον ἤ Βίβλος Ψαλμῶν ἤ Ψαλμοί. Εἶναι μιά συλλογή 150 θρησκευτικῶν ποιημάτων μέ περιεχόμενο πότε δοξολογικό καί εὐχαριστιακό, ἄλλοτε θρηνητικό καί κατανυκτικό καί ἄλλοτε διδακτικό καί προφητικό.
Ἡ κεντρική ἰδέα ὅλου τοῦ βιβλίου συνοψίστηκε πολύ εὔστοχα ἀπό τόν μεγάλο θεολόγο καθηγητή Π. Τρεμπέλα σέ μία φράση: «Ὁ Θεός καί ὁ ἄνθρωπος κατενώπιον τοῦ Θεοῦ». ![]() Ἡ χρήση του: Τούς Ψαλμούς, ἀνάλογα μέ τό περιεχόμενό τους, τούς χρησιμοποιοῦσαν οἱ Ἑβραῖοι στή λατρεία τους. Ἡ ἀπαγγελία τους συνοδευόταν συνήθως ἀπό τό ψαλτήριο, ἔγχορδο μουσικό ὄργανο, πιθανόν κάτι παρόμοιο μέ τή γνωστή ἅρπα. Στήν ἐποχή τῆς Κ. Διαθήκης ὁ ἴδιος ὁ Κύριος καί ἀργότερα οἱ ἀπόστολοι στό κήρυγμά τους συχνά ἀνατρέχουν στούς Ψαλμούς. Ἐπίσης οἱ συγγραφεῖς τῆς Κ. Διαθήκης χρησιμοποιοῦν τό βιβλίο τῶν Ψαλμῶν περισσότερο ἀπό ὅλα τά ἄλλα βιβλία τῆς Π. Διαθήκης. Σέ ὅλη τήν Κ. Διαθήκη βρίσκουμε περίπου 400 μέ 500 παραθέματα ἀπό τήν Παλαιά. Τά μισά ἀπ᾿ αὐτά εἶναι στίχοι τοῦ Ψαλτηρίου. Στή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας ἐπίσης διαβάζεται περισσότερο ἀπό ὅλα τά ἄλλα βιβλία ὄχι μόνο τῆς Παλαιᾶς ἀλλά καί τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἤδη οἱ πρῶτοι χριστιανοί ἔκαναν συχνή χρήση τῶν ψαλμῶν καί μάλιστα τῶν μεσσιακῶν, αὐτῶν δηλαδή πού περιεῖχαν προφητεῖες γιά τήν ἔλευση, τή ζωή, τό θάνατο καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Ὁ Μ. Βασίλειος ὀνομάζει τό βιβλίο τῶν Ψαλμῶν «φωνή τῆς Ἐκκλησίας» καί ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας μᾶς πληροφορεῖ ὅτι «σφόδρα αὐτῇ ἐν ἐκκλησίᾳ Κυρίου ταῦτα ψάλλουσιν εἰς ὑπακοήν τοῦ λαοῦ». Μέ ἰδιαίτερο ζῆλο χρησιμοποιοῦσαν τό Ψαλτήρι οἱ μοναχοί, ἐνῶ σύμφωνα μέ τόν δεύτερο κανόνα τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τίθεται ὡς ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά τή χειροτονία εἰς ἐπίσκοπον ἡ γνώση τοῦ Ψαλτηρίου ἀπό τόν ὑποψήφιο. Μάθαιναν καί ἀποστήθιζαν ψαλμούς ὄχι μόνο οἱ ἐπίσκοποι καί οἱ ἱερεῖς, ἀλλά καί οἱ πιστοί καί τούς ἔψαλλαν σέ διάφορες περιστάσεις τῆς ἰδιωτικῆς τους ζωῆς. Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος μᾶς πληροφορεῖ χαρακτηριστικά ὅτι πολλοί ἄνθρωποι δέν γνώριζαν οὔτε ὀνομαστικά τά βιβλία τῆς Π. Διαθήκης, γνώριζαν ὅμως ἀπ᾿ ἔξω κάποιους ψαλμούς. Ὅπως μᾶς παραδίδει ὁ Μ. Βασίλειος, ἡ ἐκφώνηση τῶν ψαλμῶν γινόταν στήν Ἐκκλησία μέ τρεῖς τρόπους: 1) Ἕνα πρόσωπο ἀπήγγειλε τόν ψαλμό (μονοφωνικά). 2) Δύο χοροί ἀπήγγειλαν ἐναλλάξ (ἀντιφωνικά). 3) Δύο ἤ καί περισσότεροι χοροί ἀπήγγειλαν ταυτόχρονα τόν ψαλμό (πολυφωνικά). Ἡ ἀπαγγελία γινόταν «ἐμμελῶς», ἀλλά μέ τρόπο πού νά μποροῦν ὅλοι νά συναπαγγέλλουν. Ἀπό τίς πρῶτες συνάξεις τῶν χριστιανῶν ἡ παράδοση τῆς ἀνάγνωσης τοῦ Ψαλτηρίου ἔφτασε μέχρι τήν ἐποχή τῆς Τουρκοκρατίας, ὅπου τό Ψαλτήρι καί τό Ὀκτωήχι ἦταν τά πρῶτα βιβλία πού μάθαιναν νά διαβάζουν τά Ἑλληνόπουλα. Γι᾿ αὐτό καί στήν περίοδο ἐκείνη ἔγιναν πολλές ἐκδόσεις του. Ἀπό τό 1486 ὥς τό 1821 ἐκδόθηκε περισσότερες ἀπό 45 φορές. Τήν δια ἐποχή ἐκδίδονται ἐπίσης καί πολλές μεταφράσεις τοῦ Ψαλτηρίου. Βενιαμίν
Ἀπολύτρωσις 64 (2009) 298-299
|
![]() Τά λόγια τοῦ Κυρίου πρός τήν Μάρθα ἔχουν παρεξηγηθεῖ ἀπό πολλούς καί ἑρμηνεύθηκαν ὡς ἑξῆς: «Ταλαίπωρη Μάρθα, βυθίστηκες στίς πολλές μέριμνες τοῦ κόσμου. Ἕνα μόνο σοῦ χρειάζεται· νά ἐγκαταλείψεις τά κοσμικά καί νά στραφεῖς πρός τά πνευματικά, ὅπως ἡ Μαρία. Ἀπό τίς δύο ἀσχολίες ἡ ἀγαθή εἶναι αὐτή τήν ὁποία διάλεξε ἡ Μαρία». Ἐπίσης, ἡ διαμαρτυρία τῆς Μάρθας θεωρήθηκε ὡς ἐκδήλωση ζηλοτυπίας πρός τήν ἀδελφή της. Μέ τίς ἑρμηνεῖες αὐτές ἀδικεῖται ἡ ἀλήθεια καί ὑποτιμᾶται τό πρόσωπο τῆς Μάρθας, διότι τάχα ἀσχολεῖται μόνο μέ τήν ὕλη καί δέν ἔχει ἀνώτερες πνευματικές πτήσεις ὅπως ἡ Μαρία. Ἐντούτοις, ὁ διάλογος τῆς Μάρθας μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό, ὅπως τόν διασώζει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης (βλ. Ἰω 11,21-28), ἀποκαλύπτει τόν θεῖο φωτισμό καί τό πνευματικό μεγαλεῖο τῆς ἀνδρείας αὐτῆς γυναίκας. Ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου, ὅπως φαίνεται κι ἀπό τήν ἐπανάληψη τοῦ ὀνόματος τῆς Μάρθας, «Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καί τυρβάζῃ περί πολλά», ἦταν μία ἐλαφρά ἐπίπληξη, πού φανέρωνε ταυτόχρονα ὅλη τήν συμπάθεια καί τήν εὔνοιά του. Τό ρῆμα «μεριμνῶ» ὑποδηλώνει ἐσωτερική ἀνησυχία, ἐνῶ τό «τυρβάζομαι» ἀναφέρεται σέ ἐξωτερικές ἐκδηλώσεις ταραχῆς. Ὁ Κύριος θέλει νά καθησυχάσει τήν Μάρθα. Τήν βλέπει νά καταπιάνεται μέ πολλά, καί τήν συμβουλεύει· «ἑνός δέ ἐστι χρεία», εἶναι, δηλαδή, ἀρκετό ἕνα φαγητό. Ὁ Ἰησοῦς προτιμᾶ νά τρέφει αὐτούς πού τόν φιλοξενοῦν μέ τήν διδασκαλία του παρά νά ἀπολαμβάνει τά πολλά τους ἐδέσματα. Δέν θέλει νά στερεῖται οὔτε ἡ Μάρθα οὔτε ἡ Μαρία τήν ἀγαθήν μερίδα, τήν θεία διδασκαλία του, πού εἶναι ἡ τροφή τῆς ψυχῆς, ἀνώτερη ἀπό ὁποιαδήποτε ἄλλη τροφή καί προσφορά. Ὁπωσδήποτε, ὅπως σημειώνει ὁ ἅγιος Μακάριος, ὁ Κύριος δέν ἀποποιεῖται, δέν ἀπορρίπτει τό ἔργο τῆς διακονίας. Ἁπλῶς μιλᾶ «ὡς τό μεῖζον τοῦ ἐλάττονος προτιθείς». Δίδει τήν πρώτη θέση στήν διδαχή καί τήν δεύτερη στήν διακονία τοῦ φαγητοῦ. Μέ τήν ἴδια νοοτροπία οἱ ἀπόστολοι, ὅταν δημιουργήθηκε πρόβλημα στήν πρώτη ἐκκλησία, ἀνέθεσαν στούς διακόνους τήν διακονία τῶν τραπεζῶν, γιά νά ἔχουν οἱ ἴδιοι τήν ἄνεση νά διακονοῦν ἀπερίσπαστα τό κήρυγμα τοῦ θείου λόγου (Πρξ 6,1-6). Ἐξάλλου, στήν συγκεκριμένη περίπτωση δέν τίθεται θέμα συγκρίσεως μεταξύ ἀκροάσεως τοῦ θείου λόγου καί διακονίας. Ὁ Κύριος τονίζει τήν ἀξία τοῦ πρώτου, διότι αὐτό θά κινητοποιήσει γιά τό δεύτερο, τήν διακονία. Ὅπως καθαρά φαίνεται στίς σχετικές εὐαγγελικές διηγήσεις, ἡ Μάρθα δέν ὑστερεῖ πνευματικά ἔναντι τῆς Μαρίας. Λαχταροῦσε κι αὐτή νά ἀκούσει τόν Διδάσκαλο. Ὑπερνικᾶ, ὡστόσο, τήν προσωπική της ἐπιθυμία καί εὐχαρίστηση, μεριμνώντας γιά τήν ἐξυπηρέτηση τῶν ἄλλων. Ὡς μεγαλύτερη καί ὡριμότερη θυσιάζεται, γιά νά ἐκφράσει τήν ἀγάπη καί τήν στοργή της στούς κουρασμένους ἐπισκέπτες. Φιλότιμα μάλιστα, καταπιάνεται μέ πολλές φροντίδες καί δουλειές, ὥστε νά τούς περιποιηθεῖ πλούσια καί νά τούς εὐχαριστήσει μέ πολλά καί ἀξιόλογα φαγητά. Μέ τήν συμπεριφορά της μιμεῖται τόν Κύριο, πού, ἐνῶ ἔφθασε στό σπίτι της κατάκοπος ἀπό τήν ὁδοιπορία, δέν σκέπτεται τήν δική του ἀνάπαυση, δέν ἐνδιαφέρεται γιά τό φαγητό, ἀλλά διδάσκει γιά νά ὠφελήσει τούς ἀκροατές. Ἡ Μαρία, ἡ ὁποία ἦταν καί μικρότερη, κάθησε ἀμέριμνη καί ἀπολάμβανε τήν διδασκαλία τοῦ Κυρίου. Ἡ Μάρθα προχώρησε στήν ἐφαρμογή, στήν θυσία. Ἡ ἀγαθή μερίδα, λοιπόν, στήν ὁποία ἀναφέρεται ὁ Κύριος εἶναι ἡ ἴδια ἡ διδαχή του. Ἡ Μαρία τήν ἀπολαμβάνει, ἡ Μάρθα τήν στερεῖται, ὄχι ἀπό ἀδιαφορία ἤ ἄλλη αἰτία ἀλλά ἀπό τόν πόθο τῆς προσφορᾶς. Δηλαδή ἐφαρμόζει ἤδη τήν διδασκαλία τοῦ Κυρίου, ἀκολουθώντας τό δικό του παράδειγμα, πού «οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλά διακονῆσαι» (Μθ 20, 28). Στέργιος Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 63 (2008 ) 212-213
|
Προφητικός τύπος
Εἶναι γνωστό ὅτι ὁ προφήτης Ἠλίας δέν εἶδε θάνατο, ἀλλά ἀναλήφθηκε στόν οὐρανό, μπροστά στά μάτια τοῦ μαθητοῦ του Ἐλισαίου· «Καί ἐγένετο αὐτῶν πορευομένων, ἐπορεύοντο καί ἐλάλουν· καί ἰδού ἅρμα πυρός καί ἵπποι πυρός καί διέστειλαν ἀνά μέσον ἀμφοτέρων καί ἀνελήφθη Ἠλιού ἐν συσσεισμῷ ὡς εἰς τόν οὐρανόν» (Δ΄ Βα 2,11). Ποῦ ἀκριβῶς πῆγε καί τί ἔγινε ὁ προφήτης, δἐν ἀναφέρεται στό ἱερό κείμενο. Γιά τό λόγο αὐτό καί δέν ἔχουμε δικαίωμα νά κάνουμε αὐθαίρετες ὑποθέσεις γιά τά μετά τόν ἁρπαγμό τοῦ Ἠλία. Πολύ περισσότερο, δέν μποροῦμε νά συμπληρώσουμε τήν ἱστορία του μέ τή φαντασία μας.
Ἕνας παρόμοιος ἁρπαγμός εἶχε συμβεῖ παλαιότερα στόν δίκαιο Ἐνώχ, γιά τόν ὁποῖο διαβάζουμε στή Γένεση· «Καί εὐηρέστησεν Ἐνώχ τῷ Θεῷ καί οὐχ εὑρίσκετο ὅτι μετέθηκεν αὐτόν ὁ Θεός» (Γέ 5,24). Τόσο ἡ μετάθεση τοῦ Ἐνώχ ὅσο καί ἡ ἀνάληψη τοῦ Ἠλία βεβαιώνουν ὅτι ὑπάρχει μετά θάνατον πραγματική καί προσωπική ζωή. Ἐπιπλέον, τά περιστατικά αὐτά εἶναι τύποι τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καί τῆς β΄ παρουσίας του στόν κόσμο καί ἐγγυῶνται τή δική μας μέλλουσα ἀνάσταση.
Μία ἐσφαλμένη ἄποψη
Ἡ Παλαιά ἀλλά καί ἡ Καινή Διαθήκη μιλοῦν γιά ἐπάνοδο τοῦ Ἠλία στή γῆ. Ἡ πληροφορία αὐτή νοθεύτηκε ἀπό ἐπινοήματα τῆς ἀνθρώπινης φαντασίας. Ὑπάρχει ὁλόκληρη γραμματεία, τά λεγόμενα ἀπόκρυφα κείμενα, πού ἐπιχειροῦν ἄλλοτε νά «συμπληρώσουν τά κενά» τῆς ἁγίας Γραφῆς κι ἄλλοτε νά δώσουν ἀπάντηση σέ ἐρωτήματα πού ἡ περιέργεια ἐγείρει. Ἀπό τέτοια κείμενα διαδόθηκε καί ἡ ἄποψη, πού καί σήμερα κυκλοφορεῖ, ὅτι ὁ προφήτης Ἠλίας θά ξαναέλθει στή γῆ λίγο πρίν ἀπό τή β΄ παρουσία τοῦ Κυρίου.
Ἀλλά ἄς δοῦμε πῶς ἔχει τό θέμα σύμφωνα μέ τίς μαρτυρίες τῆς ἁγίας Γραφῆς.
Ἡ προφητεία τοῦ Μαλαχία
Στήν ἀρχή τοῦ 3ου κεφαλαίου τῆς προφητείας τοῦ Μαλαχία ὁ Θεός λέει· «Ἰδού ἐγώ ἐξαποστέλλω τόν ἄγγελόν μου, καί ἐπιβλέψεται ὁδόν πρό προσώπου μου, καί ἐξαίφνης ἥξει εἰς τόν ναόν ἑαυτοῦ Κύριος» (Μα 3,1). Ποιός εἶναι ὁ ἄγγελος γιά τόν ὁποῖο γίνεται λόγος δέν λέγεται ἐδῶ. Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος ὅμως, καθώς καί οἱ Μᾶρκος καί Λουκᾶς στά παράλληλα χωρία (Μρ 1,2· Λκ 1,17), ἐφαρμόζουν τά λόγια τῆς προφητείας στόν Πρόδρομο καί Βαπτιστή τοῦ Κυρίου Ἰωάννη· «Οὗτός γάρ ἐστι περί οὗ γέγραπται· ἰδού ἐγώ ἀποστέλλω τόν ἄγγελόν μου πρό προσώπου σου, ὅς κατασκευάσει τήν ὁδόν σου ἔμπροσθέν σου» (Μθ 11,10). Ἀλλά καί ὁ ἴδιος ὁ Μαλαχίας στό ἑπόμενο κεφάλαιο λέει· «Καί ἰδού ἐγώ ἀποστελῶ ὑμῖν Ἠλίαν τόν Θεσβίτην, πρίν ἤ ἐλθεῖν τήν ἡμέραν Κυρίου τήν μεγάλην καί ἐπιφανῆ» (Μα 4,4). Ξεκάθαρα φαίνεται ὅτι τό πρόσωπο, πού ἀνώνυμα ἀναφέρθηκε ὡς ἄγγελος στό προηγούμενο κεφάλαιο, ἐδῶ κατονομάζεται. Εἶναι ὁ Ἠλίας ὁ Θεσβίτης. Ἐπίσης, τό «πρό προσώπου σου (τοῦ Κυρίου)» ἀντικαθίσταται μέ τήν ἰσοδύναμη ἔκφραση «τήν ἡμέραν Κυρίου τήν μεγάλην καί ἐπιφανῆ». Στήν Καινή Διαθήκη ἡ ἔκφραση αὐτή σημαίνει τήν ἔνδοξη β΄ παρουσία τοῦ Κυρίου. Στήν Παλαιά Διαθήκη ὅμως σημαίνει τήν πρώτη ἔλευση τοῦ Μεσσία. Γιά τό λόγο αὐτό ὅλη ἡ ἰουδαϊκή γραμματεία περίμενε ὅτι ὁ Ἠλίας θά προηγηθεῖ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Μεσσία. Καί πράγματι, ὁ Ἠλίας ἦρθε. Ἀλλά οἱ Ἰουδαῖοι, πού δέν ἀναγνώρισαν τόν Χριστό, οὔτε καί τόν Ἠλία κατάλαβαν. Ἔτσι περιμένουν ἀκόμη ὅτι θά ἔλθει κάποτε ὁ Ἠλίας, ὅπως περιμένουν καί τόν ἐρχομό τοῦ Μεσσία.
Ἡ μαρτυρία τοῦ εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ
Δυστυχῶς ἡ παρανόηση αὐτή παρέσυρε καί πολλούς χριστιανούς. Αὐτοί διακρίνουν τόν ἄγγελο τῆς προφητείας τοῦ Μαλαχία ἀπό τόν Ἠλία. Καί ὁ μέν ἄγγελος δέχονται ὅτι εἶναι ὁ Πρόδρομος Ἰωάννης, πού ἔζησε στή γῆ πρίν ἀπό τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ γιά τόν προφήτη Ἠλία λένε ὅτι θά ξαναέλθει στόν κόσμο πρίν ἀπό τή β΄ παρουσία τοῦ Κυρίου. Τί λέει ὅμως γιά ὅλα αὐτά ἡ Καινή Διαθήκη;
Ἔχουμε ἤδη ἀναφέρει τή μαρτυρία τῶν τριῶν πρώτων εὐαγγελιστῶν. Θά ἤθελα ὅμως νά ἐπιμείνω σ' αὐτό πού γράφει ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς στό 1ο κεφάλαιο τοῦ εὐαγγελίου του. Ἀκοῦμε ἐκεῖ τόν ἄγγελο πού ἀπεστάλη στόν Ζαχαρία, τόν πατέρα τοῦ Προδρόμου, νά τοῦ λέει γιά τό παιδί πού θά γεννηθεῖ· «Καί αὐτός προελεύσεται ἐνώπιον αὐτοῦ ἐν πνεύματι κάι δυνάμει Ἠλιού, ἐπιστρέψαι καρδίας πατέρων ἐπί τέκνα καί ἀπειθεῖς ἐν φρονήσει δικαίων, ἑτοιμάσαι Κυρίῳ λαόν κατεσκευασμένον» (Λκ 1,17). Ἀποδίδει δηλαδή στόν Ἰωάννη τόν Πρόδρομο τό ἔργο πού κατά τήν προφητεία τοῦ Μαλαχία θά ἐπιτελέσει ὁ Ἠλίας. Τό σχετικό χωρίο τῆς προφητείας λέει· «Ὅς (Ἠλίας) ἀποκαταστήσει καρδίαν πατρός πρός υἱόν καί καρδίαν ἀνθρώπου πρός τόν πλησίον αὐτοῦ...» (Μα 4,5). Μάλιστα ὁ ἴδιος ὁ εὐαγγελιστής ταυτίζει τά δύο πρόσωπα. Ὁ χαρακτηρισμός «ἐν πνεύματι καί δυνάμει Ἠλιού» σημαίνει κατά τόν Χρυσόστομο ὅτι ὁ Ἰωάννης «τήν διάνοιαν ἐπλήρου τήν ἐκείνου (τοῦ Ἠλία)». Ἁπλούστερα τό νόημα τῆς ἐκφράσεως εἶναι ὅτι ὁ Ἰωάννης, τοῦ ὁποίου ἡ γέννηση προαναγγέλλεται, θά εἶναι προφήτης τοῦ ὕψους καί τῆς δυνάμεως τοῦ Ἠλία.
Ἐδῶ πρέπει ἀκόμη νά σημειώσουμε ὅτι πέφτουν πέρα γιά πέρα ἔξω ἐκεῖνοι πού στό παραπάνω χωρίο τοῦ κατά Λουκᾶν Εὐαγγελίου προσπαθοῦν νά στηρίξουν τή μετεμψύχωση καί φαντάζονται ὅτι ὁ Ἠλίας μετεμψυχώθηκε στόν Ἰωάννη τόν Πρόδρομο. Ἡ ἑρμηνεία πού ἤδη ἀνέφερα ἀποδεικνύει πόσο πλανεμένος, σαθρός καί αὐθαίρετος εἶναι ἕνας τέτοιος ἰσχυρισμός.
Ἡ μαρτυρία τοῦ Κυρίου
Στίς παραπάνω μαρτυρίες, πού εἶναι ἀρκετές γιά νά πείσουν τόν καθένα ὅτι ὁ Ἠλίας πού θά προηγηθεῖ τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ Πρόδρομος καί Βαπτιστής του Ἰωάννης, προστίθεται ἡ ἀδιαμφισβήτητη μαρτυρία τοῦ Κυρίου, τήν ὁποία παραθέτω στή συνέχεια.
Στό 17ο κεφάλαιο τοῦ κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου οἱ μαθηταί θαμπωμένοι ἀπό τή Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος, τῆς ὁποίας μόλις πρίν ἀπό λίγο εἶχαν γίνει μάρτυρες καί ὅπου εἶδαν τόν Μωυσῆ καί τόν Ἠλία, ρωτοῦν τόν Ἰησοῦ· «Τί οὖν οἱ γραμματεῖς λέγουσιν ὅτι Ἠλίαν δεῖ ἐλθεῖν πρῶτον;» (Μθ 17,10). Ἡ ἄποψη τῶν γραμματέων, τήν ὁποία μεταφέρουν οἱ μαθηταί, εἶναι ἡ παράδοση πού ἐπικρατεῖ στούς Ἰουδαίους. Πῶς τήν ἀντιμετωπίζει ὁ Ἰησοῦς καί τί τούς ἀπαντᾶ; «Ἠλίας μέν ἔρχεται πρῶτον καί ἀποκαταστήσει πάντα· λέγω δέ ὑμῖν ὅτι Ἠλίας ἤδη ἦλθε καί οὐκ ἐπέγνωσαν αὐτόν, ἀλλ' ἐποίησαν ὅσα ἠθέλησαν· οὕτω καί ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου μέλλει πάσχειν ὑπ' αὐτῶν. Τότε -σημειώνει ὀ εὐαγγελιστής- συνῆκαν οἱ μαθηταί ὅτι περί Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ εἶπεν αὐτοῖς» (Μθ 17,12-13· πρβλ. καί Μθ 11,4). Ὁ Κύριος ἐπιβεβαιώνει τήν ὑπάρχουσα παράδοση. Ἐπιπλέον δέ διευκρινίζει ὅτι ὁ Ἠλίας ἤδη ἔχει ἔλθει. Τότε οἱ μαθηταί «συνῆκαν», κατάλαβαν πολύ καλά καί δέν τούς ἔμεινε πλέον καμία ἀμφιβολία, ὅτι ὁ Ἠλίας γιά τόν ὁποῖο μιλᾶ ἡ προφητεία καί ἡ παράδοση εἶναι ὁ Ἰωάννης.
Μετά ἀπ' ὅλα αὐτά οὔτε κι ἐμεῖς, νομίζω, ἔχουμε λόγο νά ἀπιστοῦμε στή μαρτυρία τοῦ Κυρίου καί νά περιμένουμε τρίτο ἐρχομό τοῦ Ἠλία.
Ἕνα ἄλλο «ἐπιχείρημα»
Ἕνα τελευταῖο ἐπιχείρημα ὅτι θά ξαναέλθει ὁ Ἠλίας βρίσκουν οἱ ὑποστηρικταί τῆς θεωρίας αὐτῆς στό Ἀπ 11,3 καί ἑξῆς. Ἐκεῖ ὁ Κύριος λέει στόν εὐαγγελιστή Ἰωάννη ὅτι στίς ἔσχατες ἡμέρες «δώσω τοῖς δυσί μάρτυσί μου, καί προφητεύσουσιν ἡμέρας χιλίας διακοσίας ἑξήκοντα, περιβεβλημένοι σάκκους. Οὗτοί εἰσιν αἱ δύο ἐλαῖαι καί αἱ δύο λυχνίαι αἱ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου τῆς γῆς ἑστῶσαι» (Ἀπ 11,3-4). Στή συνέχεια λέγεται γιά τούς μάρτυρες αὐτούς ὅτι «Οὗτοι ἔχουσιν ἐξουσίαν κλεῖσαι τόν οὐρανόν, ἵνα μή ὑετός βρέχῃ τάς ἡμέρας τῆς προφητείας αὐτῶν. Καί ἐξουσίαν ἔχουσιν ἐπί τῶν ὑδάτων στρέφειν αὐτά εἰς αἷμα καί πατάξαι τήν γῆν ἐν πάσῃ πληγῇ, ὁσάκις ἐάν θελήσωσι» (Ἀπ 11,6). Ἐπειδή, λοιπόν, ὁ Ἠλίας κάποτε ἔκλεισε τόν οὐρανό μέ τήν προσευχή του (Γ΄ Βα κεφ. 17-18) καί ὁ Μωυσῆς μετέστρεψε σέ αἷμα τά νερά τοῦ Νείλου (Ἔξ 7,17), λένε ὅτι «αἱ δύο ἐλαῖαι» καί «αἱ δύο λυχνίαι», τίς ὁποῖες ἀναφέρει τό ἱερό κείμενο, εἶναι ὁ Ἠλίας καί ὁ Μωυσῆς. Τούς διαφεύγει ὅμως τό γεγονός ὅτι τό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως, πού πολύ συχνά χρησιμοποιεῖ συμβολικές ἐκφράσεις, δέν μᾶς ἐπιτρέπει νά δώσουμε μία τέτοια ἑρμηνεία.
* * *
Καταλήγουμε, λοιπόν, στό συμπέρασμα ὅτι σέ κανένα βιβλίο τῆς Καινῆς Διαθήκης δέν γίνεται λόγος γιά ἐρχομό τοῦ Ἠλία πρίν ἀπό τή β΄ παρουσία τοῦ Κυρίου. Ὁ Ἠλίας ἦρθε ἤδη γιά δεύτερη φορά στή γῆ. Προανήγγειλε τήν ἔλευση τοῦ Μεσσία, τόν ὁποῖο μάλιστα καί ἔδειξε στό λαό. Ἦρθε στό πρόσωπο τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου καί Βαπτιστοῦ. Δέν θά τόν ξαναδοῦμε πλέον, παρά μόνο κατά τή μέλλουσα ἀνάσταση καί τή β΄ παρουσία τοῦ Κυρίου, μαζί μέ ὅλους τούς δικαίους, μέ τούς ὁποίους θά συναντηθοῦμε.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 40 (1985) 108-110
![]() Βέβαια, πολλοί ἐνοχλοῦνται καί μόνο στήν ἰδέα ὅτι μπορεῖ νά σώθηκαν ἐκεῖνοι πού ἔγιναν ἡ ἀφορμή γιά τήν φθορά καί τήν καταδίκη ὅλου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ἀλλά ἡ τοποθέτηση δέν εἶναι σωστή. Σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῆς ἁγίας Γραφῆς, «δι’ ἑνός ἀνθρώπου ἡ ἁμαρτία εἰς τόν κόσμον εἰσῆλθε καί διά τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος, καί οὕτως εἰς πάντας ἀνθρώπους ὁ θάνατος διῆλθεν, ἐφ’ ᾧ πάντες ἥμαρτον» (Ρω 5,12). Ὁ Θεός ἔπλασε ἕναν ἄνθρωπο, τόν χώρισε σέ ἄνδρα καί γυναίκα καί ἀπό αὐτό τό πρῶτο ζευγάρι δημιούργησε τό ἀνθρώπινο γένος. Ἀπό τό ζεῦγος τῶν πρωτοπλάστων, λοιπόν, κατάγεται ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα καί μέσῳ αὐτοῦ διοχετεύθηκε ἡ ἁμαρτία καί ὁ θάνατος. Δέν εἶναι ὅμως ἀμέτοχο στήν ἁμαρτία τό ἀνθρώπινο γένος. Ὅποιος καί ἄν ἦταν στήν θέση τοῦ Ἀδάμ θά ἁμάρτανε. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐξηγεῖ ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πού ἔζησαν στήν πρό Χριστοῦ ἐποχή -ὄχι μόνο οἱ ἀσεβεῖς καί εἰδωλολάτρες, ἀλλά καί αὐτοί ἀκόμη οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, οἱ δίκαιοι- ἦταν ἁμαρτωλοί. Τό βεβαιώνει καί ὁ προφήτης ᾿Ησαΐας ὅτι· «ὡς ράκος ἀποκαθημένης πᾶσα ἡ δικαιοσύνη ἡμῶν» (64,6). Αὐτό σημαίνει ὅτι καί ἡ ἁγιότητα τῶν ἁγίων καί ἡ δικαιοσύνη τῶν δικαίων εἶναι ρύπος καί ἀκαθαρσία μπροστά στόν Θεό. Ὅλοι, λοιπόν, μετά τόν θάνατό τους πῆγαν στόν ἅδη φορτωμένοι μέ τά ἁμαρτήματά τους. Γιά τά ἁμαρτήματα τῶν δικαίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὁ ἀπ. Παῦλος χρησιμοποιεῖ μιά πολύ ἐνδιαφέρουσα ἔκφραση· «τήν πάρεσιν τῶν προγεγονότων ἁμαρτημάτων ἐν τῇ ἀνοχῇ τοῦ Θεοῦ» (Ρω 3,25). Δέν λέει τήν «ἄφεσιν» τῶν ἁμαρτημάτων, ἀλλά τήν «πάρεσιν». Ὑπάρχει μιά λεπτή διαφορά μεταξύ τῶν δύο λέξεων. «῎Αφεσις» εἶναι ἡ συγχώρεση καί ἡ ἐξαφάνιση. «Πάρεσις» εἶναι ὁ παραμερισμός. Τά ἁμαρτήματα τῶν δικαίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τά παραμέρισε ὁ Θεός. Καί ποῦ τά πῆγε; Σέ μιά τεράστια ἀποθήκη, πού τήν ὀνομάζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος «ἀνοχή τοῦ Θεοῦ». ῏Ηταν στήν ἀνοχή τοῦ Θεοῦ καί περίμεναν νά φθάσει ἡ ὥρα τῆς ἐξαφάνισής τους μέ τό αἷμα τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. Ὅταν ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός ὑψώθηκε ἐπάνω στόν σταυρό, ἡ καθαρτική καί λυτρωτική δύναμη τοῦ παναγίου αἵματός του ἐκτοξεύθηκε στό παρελθόν, στό παρόν καί στό μέλλον. Προϋπόθεση γιά νά ἐνεργήσει λυτρωτικά τό αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ μετάνοια τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Μέ τήν εἰς ἅδου κάθοδό του ὁ Κύριος ἔδωσε καί στούς κεκοιμημένους, στούς ἀπ᾽ αἰώνων νεκρούς, τήν εὐκαιρία νά μετανοήσουν. Ὁ ἀπόστολος Πέτρος ἀναφέρεται στό κήρυγμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ πρός τά «ἐν φυλακῇ» πνεύματα (3,19-20). Μνημονεύει μάλιστα τούς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς τοῦ Νῶε. Παρά τήν ἀπείθεια καί τήν διαφθορά πού ἔδειξαν ὅταν ζοῦσαν στήν γῆ, ὁ Κύριος κήρυξε καί σ᾽ αὐτούς καί ἀσφαλῶς κάποιοι πίστεψαν καί δικαιώθηκαν. Ἀναμφίβολα ὅμως ἐκεῖνοι πού πρῶτοι - πρῶτοι δικαιώθηκαν ἦταν οἱ πρωτόπλαστοι. Αὐτό μαρτυρεῖ ποικιλότροπα ἡ πατερική θεολογία καί ἡ πλούσια ὑμνολογική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀλλά καί ἡ ὀρθόδοξη εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως μέ τόν πιό εὔγλωττο τρόπο προβάλλει αὐτή τήν ἀλήθεια. Παριστάνει τόν ἀναστημένο Κύριο νά ἐξέρχεται ἀπό τόν ἅδη κρατώντας μέ τό ἕνα χέρι του τόν ᾿Αδάμ καί μέ τό ἄλλο τήν Εὔα. ῾Ο ᾿Αδάμ καί ἡ Εὔα, οἱ πρῶτοι τούς ὁποίους λύτρωσε ὁ Κύριος, ἀποτελοῦν συγκλονιστικό παράδειγμα μετανοίας. Ἄν ὁ Δαυΐδ μετανοημένος ἔλεγε «λούσω καθ᾿ ἑκάστην νύκτα τήν κλίνην μου, ἐν δάκρυσί μου τήν στρωμνήν μου βρέξω» (Ψα 6,7), σκεφθήκαμε ποιά νά ἦταν ἡ μετάνοια τοῦ ᾿Αδάμ καί τῆς Εὔας; Μετά τήν ἔξωσή τους ἀπό τόν παράδεισο, ὅπως λένε τά τροπάρια τῆς Κυριακῆς τῆς Τυρινῆς, κάθισαν ἀπέναντι ἀπό τόν παράδεισο καί σπαρακτικά θρηνοῦσαν: «Ἐκάθισεν Ἀδάμ ἀπέναντι τοῦ παραδείσου καί τήν ἰδίαν γύμνωσιν θρηνῶν ὀδύρετο· οἴμοι τόν ἀπάτῃ πονηρᾷ πεισθέντα καί κλαπέντα καί δόξης μακρυνθέντα!». Κι ὅταν ἦλθαν ἀντιμέτωποι μέ τόν θάνατο τοῦ ἀθώου καί ἀγαπημένου ῎Αβελ, πού φονεύθηκε ἀπό τό ἴδιο τους τό παιδί, τόν Κάιν, ζωντάνευσε ἀναμφίβολα στήν θύμησή τους ἡ δική τους ἀποστασία, ἡ ἀναρχικότητά τους. Ὅλη ἡ ζωή τοῦ ᾿Αδάμ καί τῆς Εὔας, πού συμπλήρωσαν ἑκατοντάδες χρόνια πάνω στήν γῆ, ἦταν ζωή μετανοίας. Μ᾽ αὐτή τήν ἰσόβια μετάνοιά τους οἱ πρωτόπλαστοι, πού ἔγιναν ἀφορμή νά κατρακυλήσει στήν φθορά καί στόν θάνατο ὅλο τό γένος μας, πέτυχαν νά ἀποσπάσουν τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. ῾Ο Θεός «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄ Τι 2,4). Ζητᾶ ὅμως ἀπό μᾶς, ὅπως καί ἀπό τούς πρωτοπλάστους, τήν μετάνοιά μας. Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 65 (2010) 108-109
|