Συνειδητά ἤ ἀσυνείδητα, ἐν ἐπιγνώσει ἤ ἐν ἀγνοίᾳ τό μεῖζον καί σπουδαῖο θέμα, πού συνέχει τήν καρδιά τοῦ κάθε ἀνθρώπου φτωχοῦ ἤ πλούσιου, διάσημου ἤ ἄσημου, πιστοῦ ἤ ἄπιστου, εἶναι ἡ σωτηρία τῆς μοναδικῆς καί μονάκριβης ψυχῆς του. Ὁ σημερινός ἄνθρωπος ἴσως δείχνει ἀπροβλημάτιστος, καθώς περπατᾶ στό διάστημα καί «ἀπολαμβάνει» τίς δικές του εἰκονικές πραγματικότητες στόν κυβερνοχῶρο. Δέν ἔπαυσε ὅμως νά νιώθει ἀσίγαστη τή φλόγα γιά ζωή, χαρά, πληρότητα. Κι εἶναι ἀκριβῶς αὐτά τά αὐθεντικά ἐκδηλώματα τῆς σωτηρίας.
Ὡστόσο, δέν μπορεῖ κανείς νά ἐπιτύχει μόνος του τή σωτηρία, ὅσο ἄξιος καί ἅγιος κι ἄν εἶναι. Ἀπαιτεῖται ἡ συνεργασία μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ. «Ἑκάτερα συγκεκρᾶσθαι προσήκει (=πρέπει νά συνδυασθοῦν τά δύο)», διδάσκει ὁ Μέγας Βασίλειος. Καί βέβαια ὁ Θεός «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι» (Α' Τι 2,4). Γι᾿ αὐτό τό σκοπό πραγματοποίησε τήν κοσμογονική παρέμβασή του στόν κόσμο. Ἔχει γιά ὅλους ἕτοιμη τή σωτηρία (Α' Πε 1,5). Σώζονται ὅμως μόνο ὅσοι τό θέλουν κι ἐκφράζουν αὐτή τή θέλησή τους μέ τή μετάνοια (πρβλ. Α΄ Τι 4,10).
Τή μετάνοια θέτει ὡς ἀνυπέρθετη προϋπόθεση τῆς σωτηρίας ὁ σωτήρας μας Ἰησοῦς (Λκ 2,11). Μέ τό εὐαγγέλιό του, τό κατεξοχήν καλό ἄγγελμα, καί τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως καλεῖται ὁ καθένας νά κάνει τήν ἐπιλογή του, ἡ ὁποία θά προδικάσει καί τό αἰώνιο μέλλον του, τή σωτηρία ἤ τήν ἀπώλειά του.
Ἡ θεοκίνητη πένα τοῦ ἀποστόλου Παύλου συνιστᾶ· «μετά φόβου καί τρόμου τήν ἑαυτῶν σωτηρίαν κατεργάζεσθε» (Φι 2,12). Δέν ἐπιτρέπεται καμία ὀλιγωρία, ἀμέλεια ἤ ἀναβολή· «Σήμερον ἐάν τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούσητε» (Ἑβ 3,7 πρβλ. Ψα 94,8) «μή εἰς κενόν τήν χάριν τοῦ Θεοῦ δέξασθαι ὑμᾶς», διότι «ἰδού νῦν καιρός εὐπρόσδεκτος, ἰδού νῦν ἡμέρα σωτηρίας» (Β' Κο 6,1-2).
Ρέπει, ἐντούτοις, ὁ ἄνθρωπος στήν ἀμέλεια. Κι ἐνῶ οἱ περισσότεροι δέν ἀπορρίπτουν τό θεϊκό προσκλητήριο, ἀναβάλλουν ὅμως τή συμμόρφωσή τους πρός αὐτό. Δέν διαγράφουν τή μετάνοια, ἀλλά τή μεταθέτουν στό μέλλον κι ἐκθέτουν ἔτσι σέ σοβαρό κίνδυνο τή σωτηρία τῆς ψυχῆς τους. Διότι, ἄν ἐκεῖνος ὁ τραγικός τύραννος τῶν Θηβῶν, ὁ Ἀρχίας, ἀναβάλλοντας «ἐς αὔριον τά σπουδαῖα» ἔχασε τήν ἐξουσία καί μαζί τή ζωή του, ποιός ἐγγυᾶται σέ μᾶς ὅτι θά ἔχουμε δικό μας τό αὔριο, ὥστε τότε νά μετανοήσουμε;
Ἰσχυρό καί ἠχηρό μᾶς ἀπευθύνει τό σωτήριο «νῦν» ἡ Ἐκκλησία μας. Ἀνοίγει μπροστά μας τήν περίοδο τοῦ κατανυκτικοῦ Τριωδίου καί, μέ τήν ἔναρξη τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, προσκαλεῖ νά εἰσέλθουμε στό στάδιο τῶν ἀρετῶν ὅλοι «οἱ βουλόμενοι ἀθλῆσαι». Ἀναλογιζόμενοι «τά πλήθη τῶν πεπραγμένων δεινῶν» μας, ἀλλά καί προσβλέποντας «εἰς τό ἔλεος τῆς εὐσπλαγχνίας» τοῦ Θεοῦ, μέ συντριβή καί ταπείνωση, μέ μετάνοια καί ἐξομολόγηση γινόμαστε ἀποδέκτες τῆς χάριτος καί τῆς βοήθειας τοῦ Θεοῦ.
Αὐτή τήν πολύτιμη προσφορά, αὐτή τή μεγάλη εὐκαιρία, μή τήν ἀμελήσεις, ἀδελφέ μου. Σπεῦσε νά τήν ἀξιοποιήσεις μέ τήν πρέπουσα σοβαρότητα καί χωρίς ἀναβολή !
![]() Οἱ ἄνθρωποι ἀποροῦν πού μέ βλέπουν νά τρέχω σέ συνάντησή σου. Τί ἀντιπροσωπεύει ἕνας μακρινός Θεός μέσα στόν κόσμο αὐτό; «Τίς δείξει ἡμῖν τά ἀγαθά;» Ὅμως ἐγώ ξέρω πώς Ἐσύ μᾶς συντρόφευσες, ἔσκυψες ἀπό τόν οὐρανό στή γῆ ν’ ἀκούσεις τόν στεναγμό μας, ν’ αὐξήσεις τή χαρά μας. Μέ διαβεβαιώνουν γι’ αὐτό μέ τήν πεῖρα τους οἱ χοροί τῶν μαρτύρων καί τῶν προφητῶν, οἱ ἀπόστολοι καί οἱ πατέρες. «Μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός. Ἐάν πεποιθώς ἐπ’ αὐτῷ ᾦ ἔσται μοι εἰς ἁγιασμόν». Κι ἐγώ θέλω νά σοῦ πῶ πώς σέ Σένα ἐναπόθεσα τήν ἐλπίδα μου. «Ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι θλίβομαι». Ὁ ἑαυτός μου, ὁ κόσμος, οἱ ἐχθροί μου… Καί ἐγώ ἀδύναμος μπροστά τους… «Τῶν ἀοράτων ἐχθρῶν μου τό ἄϋπνον ἐπίστασαι». Ζητῶ τήν ἐπέμβασή Σου. «Κύριε, τῶν δυνάμεων μεθ’ ἡμῶν γενοῦ». Ὅμως μπροστά στά μάτια μου ὑψώνονται αἱ ἁμαρτίες μου. Μέ ποιά παρρησία νά σοῦ μιλήσω; Ἀλλά σύ εἶ Θεός τῶν μετανοούντων, καί τῆς εἰρήνης, τήν ὁποία δίνεις, «οὐκ ἔστιν ὅριον». Γι’ αὐτό κλίνω γόνυ καρδίας καί δέομαι. «Πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρχίας καί ἀργολογίας μή μοι δῷς. Πνεῦμα δέ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καί ἀγάπης χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ». Δίπλα μου οἱ ἀδελφοί μου. Σκέπασέ μας μέ τή σκέπη τῶν πτερύγων σου καί εἰρήνευσε τή ζωή μας. «Τοῖς μισοῦσι καί ἀδικοῦσιν ἡμᾶς συγχώρησον, Κύριε». Ἡ νύχτα σιγά-σιγά τά σκεπάζει ὅλα γύρω μου. Μά δέν μέ φοβίζει. Μόνο «καταξίωσον καί τό νυκτερινόν στάδιον ἀμέμπτως διελθεῖν». Μήν ἐπιτρέψεις νά δώσω τόπο στόν ἐχθρό τῆς ψυχῆς μου. «Φώτισον τούς ὀφθαλμούς μου, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον, μήποτε εἴπῃ ὁ ἐχθρός μου ἴσχυσα πρός αὐτόν». Ἄς δοξολογῶ παντοῦ καί πάντοτε τό ἅγιο ὄνομά Σου. Μέσα στήν κατάνυξη, μέ τήν ὁποία μέ πλημμύρισες, τό Ἀπόδειπνο τελείωσε. Εἰρηνικός ἀφήνω τόν ναό σου. «Ἀντιλήπτωρ τῆς ψυχῆς μου σύ εἶ ὁ Θεός μου». Κύριλλος
|