Super User

Super User

Τετάρτη, 02 Ιούλιος 2014 03:00

Μέ ἕνα "ἥμαρτον"; (Α΄)

Σοβαρά καί ἐνδιαφέροντα τά ἐρωτήματα πού διατυπώνει ἡ ἐπιστολή τοῦ ἀναγνώστη μας γιά τό «μεγάλης σημασίας», ὅπως τό χαρακτηρίζει, ζήτημα τῆς ἱερᾶς ᾿Εξομολογήσεως. ᾿Ανταποκρινόμενοι στό αἴτημά του θά παραθέσουμε ἐδῶ τήν ἀπάντηση τῆς ᾿Εκκλησίας μας, μέ βάση τήν ἁγία Γραφή καί τή διδασκαλία τῶν ἁγίων πατέρων μας.
Εἶναι ἀναμφισβήτητο γεγονός ὅτι «μέ μία ἐξομολόγηση», μέ «μικράν φωνήν», ὅπως γράφει ὁ ὑμνογράφος, ὁ ἕνας ἀπό τούς δύο ληστές, πού σταυρώθηκαν μαζί μέ τόν Κύριο, κέρδισε τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν. ᾿Αξιώθηκε ν᾿ ἀκούσει τή διαβεβαίωση τοῦ ἰδίου τοῦ Κυρίου ὅτι «σήμερον μετ᾿ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ» (Λκ 23, 43). Καί τοῦτο, διότι, ὅπως σαφέστατα διατυπώνει ὁ εὐαγγελιστής ᾿Ιωάννης, ὁ μαθητής τῆς ἀγάπης, «τό αἷμα ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ... καθαρίζει ἡμᾶς ἀπό πάσης ἁμαρτίας» (Α´᾿Ιω 1,7). Πότε ὅμως; «᾿Εάν ὁμολογῶμεν τάς ἁμαρτίας ἡμῶν» -καί μόνο τότε- «πιστός ἐστι καί δίκαιος (ὁ Χριστός), ἵνα ἀφῇ ἡμῖν τάς ἁμαρτίας καί καθαρίσῃ ἡμᾶς ἀπό πάσης ἀδικίας» (Α´ ᾿Ιω 1,9). Μόνο μέ τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ (θ. Κοινωνία), ἀφοῦ ὁ ἁμαρτωλός ὁμολογεῖ (᾿Εξομολόγηση), συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες.
῾Η ᾿Εξομολόγηση δέν εἶναι ἁπλά μία εὐσεβής πνευματική πράξη ἀλλά ἕνα ἱερό μυστήριο τῆς ᾿Εκκλησίας μας, πού ἀντλεῖ τήν ἰσχύ του ἀπό τό θάνατο καί τήν ἀνάσταση τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. Σοφά χαρακτηρίζεται ὡς «ἐπαναλαμβανόμενο βάπτισμα». Μ᾿ αὐτήν ὁ χριστιανός παίρνει τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, στίς ὁποῖες ἔπεσε μετά τό Βάπτισμά του καί τίς ὁποῖες ἐξομολογεῖται στόν πνευματικό. Βγαίνει, πράγματι, ἀπό τό ἐξομολογητήριο «λευκή περιστερά» ὁ ἐξομολογούμενος, ἐφόσον, βέβαια, ἔχει προσέλθει μέ πραγματική μετάνοια καί συντριβή.
Στό σημεῖο αὐτό εἶναι ἀνάγκη νά προσδιορίσουμε τήν ἔννοια τῆς ἁμαρτίας, γιά νά κατανοήσουμε κατόπιν τή σημασία τῆς μετάνοιας.
«῾Αμαρτάνω» σημαίνει πέφτω ἔξω ἀπό τό στόχο μου, σφάλλω. ῾Αμαρτία, λοιπόν, εἶναι τό σφάλμα, τό κακό, πού μᾶς βγάζει ἔξω ἀπό τήν παρουσία καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἡ καταπάτηση τοῦ θείου νόμου, ἡ ἀνομία καί παράβαση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, πού βλάπτει τόν συνάνθρωπο ὡς ἀδικία καί διαφθείρει τόν ἑαυτό μας ὡς ἀκαθαρσία. Μέ κάθε μορφή της ἡ ἁμαρτία μᾶς ἀποπροσανατολίζει ἀπό τόν αἰώνιο στόχο καί σκοπό, τή σωτηρία μας.
῎Αν ἔχουμε καταλάβει τή μοναδική ἀξία τῆς αἰώνιας κι ἀτίμητης ψυχῆς μας, ἄν συνειδητοποιήσαμε τί πάει νά πεῖ σωτηρία, αἰώνια δικαίωση, θά συμφωνήσουμε μέ τήν ἄποψη τῶν πατέρων καί τῶν ἁγίων διδασκάλων τῆς ᾿Εκκλησίας μας ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι τό πιό μεγάλο κακό, ἡ ρίζα καί ἡ πηγή κάθε κακοῦ καί συμφορᾶς. «῞Ολων τῶν κακῶν αἰτία εἶναι τά ἁμαρτήματα», γράφει ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος. «᾿Εξαιτίας τῶν ἁμαρτημάτων δημιουργοῦνται λύπες καί ταραχές, πόλεμοι, ἀρρώστιες κι ὅλα τά δυσκολοθεράπευτα πάθη πού μᾶς βρίσκουν». ᾿Ακόμη κι ὁ θάνατος, τό πιό ἀνυπόφορο καί ἀναπότρεπτο κακό, ἔχει τήν ἀρχή του στήν ἁμαρτία. ῾Η ἁγία Γραφή μᾶς πληροφορεῖ ὅτι· «διά τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος» (Ρω 5,12), «τά γάρ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος» (Ρω 6,23).
Κανένα φάρμακο, καμία ἀνακάλυψη σοφοῦ, κανένα κατόρθωμα ἁγίου δέν μπορεῖ νά καθαρίσει τή βρωμιά πού ἀφήνει στήν ψυχή ἡ ἁμαρτία, νά θεραπεύσει τήν πληγή πού αὐτή ἀνοίγει μέσα μας. ῾Η ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν εἶναι δῶρο καί προσφορά τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ στόν ἁμαρτωλό, πού μέ τή μετάνοιά του ζητᾶ αὐτό τό δῶρο.
Μετάνοια, ὅπως ἡ λέξη τό δηλώνει, σημαίνει μεταβολή τοῦ νοῦ, ἀλλαγή τῆς σκέψης, πού συνεπάγεται ἀλλαγή τοῦ δρόμου, τοῦ τρόπου ζωῆς, γι᾿ αὐτό καί πάντοτε ἡ ἁγία Γραφή συνδέει τίς ἔννοιες μετάνοια καί ἐπιστροφή. Σημαίνει ἀναγνώριση τοῦ λάθους καί ἐπανόρθωσή του. Ποιός δέν ἔχει ἐμπειρία τοῦ λάθους; «Τό σφάλλειν ἀνθρώπινο», παρατηρεῖ ἡ λαϊκή σοφία. ῾Ωστόσο, ἄν τήν ὥρα πού κάνουμε τό κακό μᾶς τυφλώνει τό πάθος καί ναρκώνει τήν ψυχή μας ἡ ἡδονή τῆς ἁμαρτίας, σέ ὧρες αὐτοσυγκέντρωσης καί περισυλλογῆς, ὅταν παίρνουμε τήν ἀπόφαση καί τό θάρρος νά δοῦμε κατάματα τόν ἑαυτό μας, συναισθανόμαστε τήν ἀθλιότητά της καί στενάζουμε κάτω ἀπό τό βάρος της. Πόσο πικρή νιώθουμε τότε μέσα μας τή γεύση τῆς ἁμαρτίας! ῾Η ἀνία, τό ἄγχος, ἡ ἀναστάτωση μέσα καί γύρω μας εἶναι τά αἰσθήματα πού μᾶς καταλαμβάνουν, ὅταν μέ τήν ἁμαρτία διασαλεύουμε τίς σχέσεις μας μέ τόν Θεό, μέ τούς συνανθρώπους μας ἤ καί μέ τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας.
Αὐτή ἡ ἴδια ἡ πικρία τῆς ἁμαρτίας μᾶς σπρώχνει στή μετάνοια. Καί τό πρῶτο βῆμα γιά τή μετάνοια εἶναι ὁ αὐστηρός αὐτοέλεγχος, ἡ κατά μέτωπον ἐνατένιση τῆς πραγματικότητας, χωρίς ὑπεκφυγές καί δικαιολογίες. «Δίκαιος ἑαυτοῦ κατήγορος ἐν πρωτολογίᾳ» (Πρμ 18,17), παρατηρεῖ ὁ θεόπνευστος λόγος τῆς ἁγίας Γραφῆς. Κι ἀλλοῦ, μέ τή θεοκίνητη πένα τοῦ ἀποστόλου Παύλου, σημειώνει· «εἰ γάρ ἑαυτούς διεκρίνομεν, οὐκ ἄν ἐκρινόμεθα» (Α´ Κο 11,31). Κλασικό παράδειγμα τῆς μετάνοιας, πού ξεκινᾶ ἀπό τήν αὐτοσυνειδησία, εἶναι ὁ ἄσωτος τῆς παραβολῆς· «Εἰς ἑαυτόν ἐλθών» (Λκ 15,17) ἀποφάσισε νά ἐπιστρέψει στόν Πατέρα.
Στήν ἴδια γραμμή κινοῦνται οἱ πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας μας. «᾿Αρχή σωτηρίας ἡ κατηγορία (καταδίκη) τοῦ ἑαυτοῦ μας», γράφει ὁ ἅγιος Νεῖλος, ἐνῶ ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος συμβουλεύει· «Καταδίκασε, λοιπόν, καί σύ τίς ἁμαρτωλές πράξεις σου, διότι ὁ ἄνθρωπος πού κατηγορεῖ τίς ἁμαρτωλές πράξεις του, δυσκολότερα θά τίς ἐπαναλάβει». ᾿Εντούτοις, δέν εἶναι ἀρκετή ἡ κατ᾿ ἰδίαν μετάνοια. ᾿Οφείλει ὁ χριστιανός νά τήν κοινοποιήσει στόν πνευματικό, νά ἐξαγορευθεῖ σ᾿ αὐτόν τίς ἁμαρτίες του, γιά νά λάβει τήν ἄφεση.
Αὐτό θά τό μελετήσουμε, σύν Θεῷ, σέ ἑπόμενο ἄρθρο μας.
 
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 56 (2002) 222-223
Παρασκευή, 22 Ιούλιος 2022 03:00

Τό πρόβλημα τῆς ἠθικῆς ἐλευθερίας

bird  Μέ γράμμα του ἕνας μαθητής θίγει τό ὁμολογουμένως πρόβλημα τῆς ἐλευθερίας τῆς βουλήσεως τοῦ ἀνθρώπου καί ρωτᾶ ποιά εἶναι ἡ θέση τῆς Γραφῆς πάνω σ’ αὐτό. Ἐπειδή ἀποτελεῖ πράγματι ἕνα θέμα γενικοῦ ἐνδιαφέροντος, πού πολλούς ἀπασχόλησε καί ἀπασχολεῖ, θά προσπαθήσω νά δώσω ἀπάντηση ἀναπτύσσοντας βασικά τίς θέσεις τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Πρίν προχωρήσω ὅμως στό θέμα, θέλω νά συγχαρῶ προσωπικά πρῶτα τόν μαθητή αὐτόν, πού φαίνεται ὅτι μελετᾶ τή Γραφή μέ προσοχή καί ἐνδιαφέρον καί νά ὑπογραμίσω ἔπειτα τό αἰσιόδοξο μήνυμα, πού μεταφέρει μαζί μέ τ’ ἄλλα τό γράμμα του· ὅτι ὑπάρχουν καί στήν ἐποχή μας, τήν στεῖρα σέ οὐράνιες ἀναζητήσεις, νέοι πού ζητοῦν μέ εἰλικρίνεια καί χωρίς προκατάληψη τήν ἀλήθεια. Αὐτό καί μόνο ἀποτελεῖ ἐγγύηση γιά μιά καλόπιστη συζήτηση, πού δέν μπορεῖ παρά νά ὁδηγήσει ἀβίαστα σ’ αύτήν τήν ἀλήθεια καί μάλιστα στήν θεόπνευστη ἀλήθεια.
 Ἡ γενική ἀπάντηση τῆς Ἁγίας Γραφῆς στό ἐρώτημα ἄν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἠθικά ἐλεύθερος ἤ ὄχι, εἶναι ἔντονα καταφατική. Ἀπό τό πρῶτο βιβλίο της ὥς τό τελευταῖο διδάσκει μέ ἔμφαση ὅτι ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε ἐλεύθερος, γιά νά ζήσει ἐλεύθερα, καί νά κριθεῖ σάν ἐλεύθερος. Ἡ ἐλευθερία του ἀποτελεῖ τήν δεύτερη ἀπό τίς δυό ἀρχές, σύμφωνα μέ τίς ὁποῖες δημιουργήθηκε· «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν», λογικός καί ἐλεύθερος νά διαμορφώσει μόνος τήν ζωή του καί νά συμμορφώσει ἤ ὄχι τόν ἑαυτό του μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτήν τήν ἐλευθερία σέβεται καί ὁ ἴδιος ὁ Δημιουργός του. Ὁ Θεός δέν καταστρατηγεῖ ποτέ τήν ἀνθρώπινη βούληση, οὔτε ἐπεμβαίνει στά προσωπικά μας σχέδια, ἐκτός ἄν οἱ ἴδιοι ἐλεύθερα τό θελήσουμε καί τοῦ τό ζητήσουμε. Ἡ θαυμαστότερη ἀπόδειξη γιά τόν σεβασμό τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας ἀπό τόν Θεό εἶναι ὅτι αὐτός πού θέλει ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νά σωθοῦν καί νά γνωρίσουν τήν μόνη ἀλήθεια, δέν μπορεῖ νά σώσει τόν ἄνθρωπο πού ἀρνεῖται τήν σωτηρία. Καί δέν μπορεῖ, γιατί δέν θέλει νά καταργήσει τό δικαίωμά του νά κάνει μόνος του καί ἐλεύθερα τήν δική του ἐκλογή. Ἄν ὁ Θεός μᾶς ἔσωζε χωρίς νά θέλαμε, τότε δέν θά διαφέραμε ἀπό τά ἄσπρα περιστέρια καί ἀπό τά ἀθῶα προβατάκια, δέν θά ἤμασταν ἅγιοι ἀλλά ἁγιογραφίες. Ἔτσι, στήν μεταστροφή τοῦ Παύλου ἔχουμε τήν συνεργασία τῆς χάριτος καί τῆς ἐλευθερίας του. Ἡ χάρις τόν κάλεσε καί ὁ Παῦλος δέχτηκε τήν κλήση.
 Τί θά λέγαμε ὅμως γιά ὅλες ἐκεῖνες τίς πολυάριθμες μαρτυρίες μέσα στήν Ἁγία Γραφή, πού παρουσιάζουν τόν Θεό νά προορίζει καί νά καθορίζει τά ἀνθρώπινα  ἀνεξάρτητα ἀπό τήν θέλησή μας; Γιατί ὑπάρχουν πράγματι ἀναρίθμητα γραφικά χωρία, στά ὁποῖα θά μπορούσαμε νά στηρίξουμε τίς ἀπόψεις μιᾶς ντετερμινιστικῆς θεωρίας (τοῦ ἀπόλυτου προορισμοῦ) τό ἴδιο καλά, ὅπως ἀνάλογα χωρία μᾶς βεβαιώνουν γιά τό ἀντίθετο. Λοιπόν, ἡ Γραφή ἀντιφάσκει; Ὅχι βέβαια, καί ἡ ἐξήγηση ὑπάρχει. Ὅλες αὐτές οἱ φαινομενικά ἀρνητικές μαρτυρίες τῆς θέσεώς μας δέν ἀποτελοῦν παρά ἀνθρωποπαθεῖς ἐκφράσεις τῶν θεοπνεύστων συγγραφέων. Γιά νά διατυπώσουν σαφέστερα καί νά περιγράψουν ζωηρότερα οὐράνιες καί πρωτοφανέρωτες παραστάσεις, πού δέν ἔχουν τά ἀντίστοιχά τους στήν φυσική καί καθημερινή ζωή, ἀναγκάζονται νά μιλοῦν, εἰς βάρος ἴσως τῆς ἀκρίβειας, μέ ἀνθρώπινα δεδομένα. Ἔτσι γράφουν ὅτι ὁ Θεός ὀργίζεται καί τιμωρεῖ, ὅτι αὐθαιρετεῖ καί δυναστεύει. Ζωντανεύουν μέ ἐνεργητική σύνταξη, ὅ,τι θά μποροῦσαν νά ἀφηγηθοῦν χρησιμοποιώντας παθητικούς χρόνους. Γιατί φυσικά εἶναι ἀπαράδεκτο, νά πιστέψουμε π.χ. ὅτι ὁ Θεός δέν ἐλεεῖ, ἀλλά σπρώχνει στόν ὄλεθρο.
 Μ’ αὐτό τό σκεπτικό οἱ ἀντιφάσεις τῆς Γραφῆς γιά τήν ἐλεύθερη βούληση τοῦ ἀνθρώπου ἑρμηνεύονται καί κατανοοῦνται. Ὁ νόμος τῆς αἰτιότητος δέν ἰσχύει στήν ἠθική καί πνευματική σφαῖρα, οὔτε κυβερνᾶ τίς πράξεις μας ἡ εἰμαρμένη. Ὁ καθένας εἶναι ὑπεύθυνος γιά τήν ἀσημαντότερη κίνησή του, ὅπως καί γιά τήν σοβαρότερη ἐνέργειά του.Ὅταν λέμε ὅτι ὁ Θεός ἐπιτρέπει ἤ ὄχι αὐτό τό γεγονός, δέν κάνουμε κάτι ἄλλο ἀπό τό νά περιγράφουμε ἀκριβῶς τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου· ὁ ἄνθρωπος ἐλεύθερος ἐνεργεῖ καί ὁ Θεός τόν ἀνέχεται, ἀνέχεται τίς ἐπιτυχίες του ἤ τίς ἀποτυχίες του. Ἐνῶ ὅμως ὁ Θεός δέν παρεμβαίνει στά σχέδιά μας, ξέρει νά ἐκμεταλλεύεται τήν ἱστορία μας γιά τό δικό του σχέδιο -ἔστω καί ἄν αὐτή φαινομενικά δέν τό εὐνοεῖ καθόλου-, ξέρει νά βγάζει γλυκό ἀπό τό πικρό. Ἔτσι, ὅταν ὁ Παῦλος γράφει ὅτι ἡ κοσμική ἐξουσία εἶναι ἀπό τόν Θεό, ἐννοεῖ ὄχι ὅτι δρᾶ σύμφωνα μέ προκαθορισμένο διάγραμμα, ἀλλά ὅτι ἐξυπηρετεῖ, ὅπως καί ἄν δρᾶ, τήν ὑπόθεσή του καί τήν ὑπόθεση τῶν δικῶν του, αὐτῶν πού μέ τήν πίστη παραδίδουν τό θέλημα καί τήν ἐλευθερία τους στά χέρια του.
 Ἡ ζωή τῶν πιστῶν εἶναι ἡ μόνη περίπτωση πού ἐπιτρέπει καί δικαιολογεῖ νά μιλᾶμε γιά παρέμβαση τοῦ Θεοῦ στήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία. Ἀλλ’ αὐτή εἶναι ἀπό τίς ἐξαιρέσεις πού ἐπιβεβαιώνουν τόν κανόνα, καθόσον ἡ παρέμβαση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ πιστός ἀποφασίζει ἐλεύθερα νά ὑποταχθεῖ στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, νά δουλωθεῖ ἑκούσια στόν νόμο του, καί τέλος νά ταυτισθεῖ μέ αὐτόν. Τότε ὁ Θεός ἀναλαμβάνει προσωπικά καί τίς λεπτομέρειες ἀκόμη τῆς ζωῆς του, ἀλλά καί ὁ πιστός ἔχει τήν ἀπαίτηση, θά λέγαμε, ὁ Θεός νά ἐπεμβαίνει καί νά διαχειρίζεται τήν ἐλευθερία πού τοῦ ἔδωσε. Ἔτσι φωτίζονται κι ἀπό μιά ἀλλη ὀπτική γωνία ὅλες ἐκεῖνες οἱ ἀνθρωπομορφικές ἐκφράσεις πού χρησιμοποίησαν ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, γιά νά ἐκφράσουν δικά τους βιώματα• στήν προσωπική τους ζωή ὅλα μεταφράζονταν σάν ἰδιαίτερη φροντίδα τοῦ Θεοῦ, πού μπορεῖ νά  μήν ἐπηρέαζε τήν ἐλευθερία τῶν ἄλλων, ἀλλά διευθετοῦσε τήν δική τους ὑπόθεση κατά τήν ἐπιθυμία τους. Ἀλλά καί αὐτή ἀκόμη ἡ μυστική σχέση τῶν πιστῶν μέ τόν Θεό, πού ἀνέχεται μιά κατά κάποιο τρόπο «νόθευση» τῆς αὐτόνομης ἀνθρώπινης ἐλευθερίας, δέν ἐπιτρέπει οὐσιαστικά νά μιλᾶμε γιά κατάλυσή της. Ἀφ’ ἑνός γιατί δέν πρόκειται γιά ἐξωτερικό καί ἀναπόφευκτο καταναγκασμό ἀλλά γιά ἑκούσια ὑποταγή, καί ἀφ’ ἑτέρου γιατί ὁ πιστός εἶναι ἀνά πᾶσαν στιγμήν ἐλεύθερος νά ἐπαναστατήσει, νά ἀκυρώσει τήν διαθήκη του μέ τόν Θεό, καί νά τόν ἐγκαταλείψει ἀνεμπόδιστος.
 Σάν χαρακτηριστικό παράδειγμα ἑρμηνείας τῆς θέσεως τῆς Γραφῆς πάνω στό θέμα μας ὑπενθυμίζουμε τήν περικοπή Β΄ Θε 1,10-12, στήν ὁποία ὁ Παῦλος γράφει ὅτι «πέμψει αὐτοῖς ὁ Θεός ἐνέργειαν πλάνης εἰς τό πιστεῦσαι αὐτούς τῷ ψεύδει». Διαβάζουμε δηλαδή γιά μιά κίνηση ἐνεργητική τοῦ Θεοῦ πού ἀνεξέλεγκτα στέλνει τούς ἀνθρώπους στήν πλάνη. Ἐν τούτοις τό νόημα τῆς περικοπῆς ὁλοκάθαρα διδάσκει ὅτι αὐτοί οἱ ἄνθρωποι σάπισαν ἀπό μόνοι τους «ἀνθ’ ὧν τήν ἀγάπην τῆς ἀληθείας οὐκ ἐδέξαντο», ἀλλά προτίμησαν τήν ἀπάτη τῆς ἀδικίας. Γι’ αὐτό καί ὁ Θεός τούς κόβει καί τούς πετάει ἀπό τό σῶμα του, τήν Ἐκκλησία του, σάν ἄχρηστο ὑλικό. Τήν καταδίκη τους ὅμως τήν ὑπέγραψαν οἱ ἴδιοι μέ τήν διεφθαρμένη ζωή τους.
 Ἡ τέλεια ἠθική ἐλευθερία βιώνεται μόνο μέσα στήν πίστη, μόνο –τί παράδοξο! – μέσα στήν ὑπακοή καί στήν δουλεία στόν Θεό. Αὐτή ἐξασφαλίζει τήν ἐλευθερία μας καί μαζί τήν εὐτυχία μας. Γιατί εἶναι γνωστό ὅτι ἀνάλογα μέ τήν χρήση τῆς ἐλευθερίας μας χτίζουμε ἤ γκρεμίζουμε τήν εὐτυχία μας.

Στέργιος Ν. Σάκκος

Ἀπολύτρωσις 33 (1978) 43-44

 
Πέμπτη, 28 Δεκέμβριος 2017 03:00

Ἡ σφαγή μετά τήν Ὑπαπαντή

Μελετώντας τά γεγονότα τῆς ἱστορίας τοῦ Χριστοῦ, καθώς συμπλέκονται μέ τήν δική μας ἱστορία, μποροῦμε καλύτερα νά κατανοήσουμε τό σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας καί βαθύτερα νά χαροῦμε τήν πίστη μας. Κι ὅταν κάποιες φορές προβάλλουν σημεῖα πού ἐμποδίζουν τάχα τήν ἱστορική κατοχύρωση τῶν γεγονότων, μήν ὀλιγοπιστήσουμε οὔτε νά τά παρατρέξουμε φοβισμένα μέ τήν ἀνυπόστατη αἰτολογία «πίστευε καί μή ἐρεύνα». Ὄχι! Ἡ πίστη μας πού ἱστορεῖται στήν ἁγία Γραφή δέν φοβᾶται τήν ἔρευνα!
  sfagi nipion Ἕνα σημεῖο πού φαίνεται ὅτι παρακωλύει τήν ὁμαλή ἐξιστόρηση τῶν πραγμάτων καί σαλεύει τήν ἁρμονία τῶν εὐαγγελίων συνδέεται μέ τήν Ὑπαπαντή τοῦ Κυρίου καί μέ τήν σφαγή τοῦ Ἡρώδη. Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὅταν συμπληρώθηκε ὁ χρόνος ὁ καθορισμένος ἀπό τόν νόμο, ἡ Παρθένος καί ὁ Ἰωσήφ «ἀνήγαγον» τό βρέφος Ἰησοῦ «εἰς Ἰεροσόλυμα παραστῆσαι τῷ Κυρίῳ» (Λκ 2,22). Ὁ Ματθαῖος ἐξ ἄλλου μᾶς παραδίδει ὅτι ἀμέσως μετά ἀπό τήν ἀναχώρηση τῶν μάγων, πού ἦρθαν νά προσκυνήσουν τόν «τεχθέντα βασιλέα», ὁ Ἰωσήφ μέ ἐντολή τοῦ ἀγγέλου πῆρε «τό παιδίον καί τήν μητέρα αὐτοῦ» καί ἔφυγε στήν Αἴγυπτο, ἐνῶ ὁ Ἡρώδης «ἰδών ὅτι ἐνεπαίχθη ὑπό τῶν μάγων ἐθυμώθη λίαν» καί ἔδωσε ἐντολή νά σφαγοῦν ὅλα τά παιδιά τῆς περιοχῆς Βηθλεέμ ἀπό δύο ἐτῶν καί κάτω (Μθ 2,13-18). Εὔλογη, λοιπόν, φαίνεται ἡ ἀπορία: Πότε πῆγε στόν Ναό ὁ Ἰησοῦς καί πῶς συμβιβάζεται ἡ διήγηση τοῦ Ματθαίου μέ ἐκείνην τοῦ Λουκᾶ;
   Ἡ προσεκτική μελέτη τῶν δύο διηγήσεων βοηθᾶ νά ξεκαθαρίσουμε τά πράγματα καί δείχνει ὅτι καμία ἀντίφαση δέν ὑπάρχει μεταξύ τους. Σύμφωνα μέ τόν εὐαγγελιστή Λουκᾶ, μετά τό μήνυμα τοῦ ἀγγέλου ὅτι «ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ» καί τήν θαυμαστή παρουσία πλήθους «στρατιᾶς οὐρανίου», πού δοξολογοῦσε τόν Θεό, «οἱ ἄνθρωποι οἱ ποιμένες» ἦρθαν στήν Βηθλεέμ, ὅπου βρῆκαν τήν Παρθένο μαζί μέ τόν Ἰωσήφ «καί τό βρέφος κείμενον ἐν τῇ φάτνῃ» (Λκ 2,8-20). Ὅλα αὐτά συνέβησαν τό βράδυ τῆς Γεννήσεως. Στήν συνέχεια ὁ Λουκᾶς διηγεῖται τήν περιτομή τοῦ Κυρίου καί κατόπιν τήν τελετή τῆς ἀφιερώσεώς του στόν Ναό.
   Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος ἀμέσως μετά ἀπό τήν ἱστόρηση τῆς Γεννήσεως, κάνει λόγο γιά τήν προσκύνηση τῶν μάγων, οἱ ὁποῖοι, ὡς γνωστόν, ἦταν ἡγέτες τῶν ἀνατολικῶν λαῶν Χαλδαίων, Βαβυλωνίων, Περσῶν κτλ., ἀσχολοῦνταν δέ μέ τήν μελέτη τῶν ἄστρων, καί διά τοῦ ἄστρου τούς κάλεσε ὁ Θεός. Δέν ξέρουμε τόν συγκεκριμένο τόπο καταγωγῆς καί διαμονῆς τους. Ἐξυπακούεται ὅτι οἱ μάγοι δέν ξεκίνησαν ἀπό τήν πατρίδα τους ἀμέσως μόλις εἶδαν τό ἄστρο. Μεσολάβησε κάποιος χρόνος ὥσπου νά συνεννοηθοῦν μεταξύ τους, νά ἑτοιμάσουν τά δῶρα καί τίς ἀποσκευές, τούς δούλους πού θά τούς συνόδευαν. Ὅταν τό καραβάνι τους ἔφθασε στήν Ἰερουσαλήμ καί παρουσιάσθηκαν στόν Ἡρώδη γιά νά ζητήσουν ἀπό αὐτόν πληροφορίες γιά τόν νεογέννητο βασιλιά, εἶχε περάσει καιρός ἀπό τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ὁπωσδήποτε ἀρκετοί μῆνες. Ἄν κρίνουμε ἀπό τήν διαταγή τοῦ Ἡρώδη νά σφαγοῦν τά παιδιά ἡλικίας κάτω τῶν δύο ἐτῶν, ἴσως εἶχε περάσει κι ἕνας χρόνος. Γι' αὐτό καί οἱ μάγοι δέν ἦρθαν στό σπήλαιο νά προσκυνήσουν τόν Χριστό, ἀλλά «ἐν τῇ οἰκίᾳ», ὅπου στό μεταξύ εἶχε μεταφερθεῖ ἡ ἁγία οἰκογένεια. Ἤδη στό διάστημα αὐτό, πού δέν εἶχαν ἐκδηλωθεῖ ἀκόμη οἱ ἄγριες διαθέσεις τοῦ Ἠρώδη, μποροῦσαν ἄφοβα ὁ Ἰωσήφ μαζί μέ τήν Παναγία νά τελέσουν τήν ἀφιέρωση τοῦ Ἰησοῦ στόν Ναό, κατά τήν τεσσαρακοστή ἡμέρα τῆς ζωῆς του. Αὐτό τό περιστατικό ἱστορεῖ ὁ Λουκᾶς στό 2,22-38. Ἡ προσκύνηση τῶν μάγων καί ἡ σφαγή ἀπό τόν Ἡρώδη, πού διηγεῖται ὁ Ματθαῖος στό 2ο κεφ. τοῦ εὐαγγελίου του, συνέβησαν ἀργότερα.
   Ὅτι σ' ὅλα αὐτά δέν ὑπάρχει καμία διαφωνία μεταξύ τοῦ εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ καί τοῦ Ματθαίου ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό ἕνα ἀκόμη σημεῖο. Κατά τήν διήγηση τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου φαίνεται ὅτι ὁ δίκαιος Ἰωσήφ εἶχε σκοπό νά ἐγκατασταθεῖ μόνιμα μαζί μέ τήν οἰκογένειά του στήν Βηθλεέμ καί γι' αὐτό παρέμεινε ἐκεῖ μετά τήν ἀπογραφή. Ὁ Θεός τοῦ ἀλλάζει τό σχέδιο καί τόν στέλνει μαζί μέ τήν Πρθένο καί τόν Ἰησοῦ στήν Αἴγυπτο. Καί μετά τήν ἐπιστροφή ἀπό τήν Αἴγυπτο καί πάλι ὁ Ἰωσήφ στήν Ἰουδαία κατευθύνεται, ἀλλά καί πάλι ὁ Θεός μέ ὄνειρο τόν καθοδηγεῖ νά ἐγκατασταθεῖ στήν Ναζαρέτ, «ὅπως πληρωθῇ τό ρηθέν διά τῶν προφητῶν ὅτι Ναζωραῖος κληθήσεται» (Μθ 2,23).
   Δέν διαφωνοῦν λοιπόν μεταξύ τους οἱ ἱεροί εὐαγγελιστές. Εὔστοχα ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος παρατηρεῖ: «Πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι ὁ κάθε εὐαγγελιστής συνυφαίνει ἔτσι τήν ἀφήγησή του, ὥστε ἡ σειρά τῶν γεγονότων νά φαίνεται ὅτι εἶναι διευθετημένη κατά τέτοιο τρόπο, σάν νά μήν παραλείπει τίτοτε». Ἔτσι κάθε εὐαγγέλιο ἔχει τήν αὐτοτέλειά του, ἀλλά καί ἡ παράλληλη μελέτη ὅλων μᾶς δίνει τήν πλήρη εἰκόνα τῶν γεγονότων.

Στέργιος Σάκκος

Ἀπολύτρωσις 46 (1991) 27-28

Παρασκευή, 15 Δεκέμβριος 2017 03:00

Τό ὄνομα Ἐμμανουήλ

Kyrios ihsousΜία ἀπορία διατυπώνεται σχετικά μέ τό ὄνομα Ἐμμανουήλ. Αὐτό τό ὄνομα θά ἔπαιρνε ὁ Μεσσίας ὅπως προφήτευσε ὁ Ἠσαΐας 800 χρόνια πρό Χριστοῦ καί ὅπως προεῖπε ὁ ἄγγελος στόν Ἰωσήφ τήν νύχτα τῆς γεννήσεως τοῦ Κυρίου. Ὁ Χριστός ὅμως κατά τήν ἡμέρα τῆς περιτομῆς του ὀνομάστηκε Ἰησοῦς. Τί συνέβη λοιπόν;
Στήν προφητεία του ὁ Ἠσαΐας ἀπευθυνόμενος στόν «οἶκον Δαυΐδ», στούς ἀπογόνους τοῦ Δαυΐδ, δηλαδή στόν λαό τοῦ Ἰσραήλ, λέει· «Καί καλέσεις τό ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ» (Ἠσ 7,14). Στό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο, ὅπου ὁ ἄγγελος ἐπαναλαμβάνει στόν Ἰωσήφ τά λόγια τοῦ προφήτη, λέει γιά τόν λαό· «καί καλέσουσι τό ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ» (Μθ 1,23). Καί στίς δύο περιπτώσεις ὁ ἰσραηλιτικός λαός εἶναι ἐκεῖνος πού θά δώσει στόν Μεσσία τό ὄνομα Ἐμμανουήλ, πού σημαίνει «ὁ Θεός μεθ' ἡμῶν».
Κατά τήν ὄγδοη ἡμέρα τῆς ἐπίγειας ζωῆς του ὁ Κύριος δέχθηκε τήν περιτομή καί ὀνομάστηκε Ἰησοῦς, πού σημαίνει «ὁ Γιαχβέ σώζει». Βέβαια ὑπῆρχαν καί ἄλλοι Ἰσραηλῖτες μέ τό ὄνομα αὐτό. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ὅμως ἦταν ὄνομα καί πρᾶγμα Ἰησοῦς, Σωτήρ, ὁ ἴδιος ὁ Γιαχβέ πού ἦρθε γιά νά σώσει τούς ἀνθρώπους. Καί τό ἀπέδειξε αὐτό μέ τή ζωή του. Δέν ἔστειλε ἄγγελο ἤ ἀρχάγγελο γιά νά συναναστραφεῖ μαζί μας, νά μᾶς διδάξει καί νά μᾶς σώσει, ἀλλά ἦρθε αὐτός ὁ Μονογενής Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ. Ἕνωσε τήν ἀνθρώπινη φύση μέ τή θεότητά του. Αὐτή τή μεγάλη ἀλήθεια τοῦ θείου σχεδίου ἐκφράζει τό ὄνομα Ἐμμανουήλ.
Ὅταν ἄρχισε τή δημόσια δράση του ὁ Ἰησοῦς Χριστός, δημιούργησε μία κρίση στήν κοινωνία τοῦ Ἰσραήλ. Πολλοί τόν ἀποδοκίμασαν, τόν πολέμησαν καί ἔφτασαν νά τόν καρφώσουν στόν σταυρό. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ ὅμως, οἱ «τεταγμένοι εἰς ζωήν αἰώνιον», βλέποντας ἀπό κοντά τή ζωή του, ἀκούγοντας τή διδασκαλία του, παρακολουθώντας τά θαυμάσια σημεῖα πού ἔκανε, ἀναγνώρισαν στό πρόσωπό του ἀρχικά τόν ἀπεσταλμένο τοῦ Θεοῦ καί στή συνέχεια τόν Μεσσία. Ὅταν μάλιστα ἔγινε τό μεγαλύτερο σημεῖο, ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, ἀπό τό στόμα τοῦ Θωμᾶ ἀκούγεται ἡ ὁμολογία «ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου». Αὐτός πού σάν ταπεινός ἄνθρωπος ἔζησε ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, αὐτός πού συγκλόνισε μέ τή διδασκαλία του καί εὐεργέτησε μέ τά σημεῖα πού ἔκανε, εἶναι ὁ Κύριος, ὁ Θεός πού ἔζησε μαζί μέ μᾶς, ὁ Ἐμμανουήλ.
Ἐμμανουήλ εἶναι τό ὄνομα πού διαλαλεῖ αἰώνια στήν ἀνθρωπότητα τό ἄπειρο ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί τή μεγάλη του συγκατάβαση. Ἀκόμη, σύμφωνα μέ τή διδασκαλία πολλῶν πατέρων, πού ἔζησαν στά χρόνια πού ἔσειαν τήν Ἐκκλησία οἱ χριστολογικές ἔριδες, ὁ τίτλος Ἐμμανουήλ περικλείει τή διδασκαλία γιά τίς δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ· τήν ἀνθρώπινη (μεθ' ἡμῶν) καί τή θεϊκή (ὁ Θεός). Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ἀπαντώντας στό ἐρώτημα γιατί ὁ Κύριος δέν ὀνομάστηκε Ἐμμανουήλ, ἀλλά Ἰησοῦς, ἐκτός ἀπό τό λόγο πού ἤδη ἀναφέραμε, ὅτι δηλαδή τό ὄνομα αὐτό θά τοῦ ἔδιναν οἱ ὄχλοι, ὁ λαός, ἀναφέρει καί ἕναν ἀκόμη, ὅτι συνηθίζει ἡ ἁγία Γραφή «τά συμβαίνοντα πράγματα ἀντί ὀνομάτων τιθέναι». Στό Ἠσ 8,3 π.χ., δίδεται ὡς ὄνομα παιδιοῦ ἡ φράση «ταχέως σκύλευσον ὀξέως προνόμευσον», γιατί μέ τή γέννηση αὐτοῦ τοῦ παιδιοῦ θά γινόταν λαφυραγώγηση. Ἀκόμη, στό Ἠσ 1,26 λέει ὅτι ἡ Ἰερουσαλήμ «κληθήσεται πόλις δικαιοσύνης», γιατί θά ἐπικρατήσει σ' αὐτήν ἡ δικαιοσύνη. Ἔτσι, τό «καλέσουσι Ἐμμανουήλ» σημαίνει θά δοῦν τόν Θεό μαζί μέ τούς ἀνθρώπους. Καί βέβαια ὁ Θεός πάντοτε ἦταν μαζί μέ τούς ἀνθρώπους, ποτέ ὅμως δέν ἦταν τόσο ὁλοφάνερα. Τώρα πού ἐνηνθρώπησε, πού πῆρε σάρκα ἀνθρώπινη, πού «ἐπί γῆς ὤφθη καί τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη» (Βρχ 3,38), οἱ ἄνθρωποι τόν ἀναγνωρίζουν καί ἀναφωνοῦν· «Μεθ' ἡμῶν ὁ Θεός», νά, ὁ «Ἐμμανουήλ»!
Τό ὄνομα Ἐμμανουήλ, λοιπόν, ὡς ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἀναφέρεται στήν ἁγία Γραφή μόνο προφητικά. Ἡ ἔννοιά του ὅμως, τό μεγάλο γεγονός νά ἔρθει ὁ Θεός νά μᾶς ἐπισκεφθεῖ, νά γίνει ἄνθρωπος καί νά μείνει γιά πάντα μαζί μας κι ἐμεῖς μαζί του, τό τονίζει πολλές φορές ὁλόκληρη ἡ Καινή Διαθήκη. Τό ὄνομα Ἐμμανουήλ ἀποτελεῖ ἕνα γλυκόηχο ἀντίλαλο τοῦ ὀνόματος Ἰησοῦς, τόν ἀπόηχο τῆς ἐπιγείου δράσεως τοῦ Κυρίου.
 
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 38 (1983) 170-171
 
 

theotokos  Τήν περί ἀειπαρθενίας τῆς Μαριάμ ἄποψη ἐνισχύει καί τό πρόσωπο τοῦ Ἰωσήφ. Ὁ Ἰωσήφ δέν ἦταν ἄνθρωπος σαρκικοῦ φρονήματος καί ἀκρατής, οὔτε ἐγωιστής. Ἀντίθετα ἦταν ἄνδρας συγκρατημένος, ἀφοῦ δέν κατέστησε τήν μνηστή του γρήγορα γυναίκα του. Διότι γιά τόν γάμο πρό Χριστοῦ δέν ὑπῆρχε ἱερολογία μυστηρίου, τήν ὁποία ἔπρεπε νά περιμένει κανείς γιά νά συνευρεθεῖ μέ τήν γυναίκα του. Μποροῦσε νά κάνει ἔναρξη τοῦ γάμου του καί νά καταστήσει τήν μνηστή του γυναίκα του ὅποτε ἤθελε. Ὁ Ἰωσήφ, λοιπόν, δέν ἦταν ἄνθρωπος πού βιαζόταν νά κάνει κάτι τέτοιο. Ἦταν κι αὐτός σκεῦος ἐκλογῆς ὅπως καί ἡ Μαρία, ὁ ἁγνότερος ἀπό τούς ἄνδρες τῆς γενιᾶς του προφανῶς.

  Ὁ Ἰωσήφ ἦταν ὁ ἄνθρωπος στόν ὁποῖο ἀνατέθηκε ἀπό τόν Θεό ἡ φύλαξη τῆς ἁγνότητας τῆς μητέρας Του. Δέν ἦταν, λοιπόν, τυχαῖος ἄνθρωπος, οὔτε εἶχε τήν νοοτροπία τῶν πολεμίων τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Μαριάμ, οἱ ὁποῖοι, ἄν εἴμαστε εἰλικρινεῖς, πρέπει νά ὁμολογήσουμε ὅτι εἶπαν ὅσα εἶπαν, διότι ἦσαν πολέμιοι τῆς παρθενίας γενικά καί δέν χωροῦσε ὁ νοῦς τους πῶς μπορεῖ ἕνας ἄνθρωπος νά μείνει διά βίου παρθένος. Αὐτοί καί τόν Κύριο ἄν μποροῦσαν νά παρουσιάσουν ὡς μή παρθένον δέν θά δίσταζαν νά τό κάνουν. Ἔπειτα ὁ Ἰωσήφ ὑποτασσόταν στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καί ὡς ἄνθρωπος πλήρως ὑποταγμένος μποροῦσε νά ἀντιλαμβάνεται ὅτι θέλημα τοῦ Θεοῦ ἦταν νά μείνει ἡ μητέρα Του παρθένος, πάναγνος καί μετά τήν γέννησή Του, ὅπως καί πρό αὐτῆς. Ὁ Κύριος φύλαξε ἄμωμη τήν Μαρία, ὄχι μόνο γιά νά ἐξυπηρετηθεῖ ἡ ἐνανθρώπησή του, ἀλλά καί χάριν αὐτῆς τῆς ἴδιας. Αὐτό τό ἀντιλαμβανόταν καί ὁ Ἰωσήφ. Παράδοξο; Μήπως δέν εἶναι περισσότερο παράδοξο πῶς ὁ ζηλωτής τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου, πού διέταζε τόν λιθοβολισμό τῆς κλεψίγαμης γυναίκας, νά μή τηρήσει ἐν προκειμένῳ τόν νόμο, ἀλλά νά θελήσει νά τήν ἀποπέμψει κρυφά καί μετά τήν θεία ἀποκάλυψη νά τήν κρατήσει ὑπό τήν προστασία του; Ἄλλωστε ἡ ὅλη ὑπόθεση τῆς γεννήσεως τοῦ Κυρίου εἶναι ἕνα παράδοξο.

  Τέλος στούς ἐχθρούς τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Μαρίας θέτουμε καί ἐμεῖς τό ἐρώτημα: Πῶς μία γυναίκα μέ ὀκτώ τουλάχιστον παιδιά, κατά τήν γνώμη τους, ἐπικράτησε νά θεωρεῖται παρθένος; Διότι ἤδη κατά τόν δεύτερο αἰώνα τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας ἔχουμε μαρτυρία περί τῆς ἀειπαρθενίας της. Νωρίτερα δέν ἔχουμε μαρτυρία, διότι ζοῦσαν οἱ ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι γνώριζαν προσωπικά τήν Μαρία, γνώριζαν ὅτι ἦταν παρθένος, καί δέν χρειάστηκε νά ἀνακινηθεῖ ζήτημα ἀειπαρθενίας. Ὅλη ἡ Ἐκκλησία πίστευε ἀνέκαθεν σ' αὐτήν. Οἱ ἀρνηθέντες τήν ἀειπαρθενία τῆς Μαρίας εἶναι ἀποκλειστικά αἱρετικοί, καί μάλιστα ἀπό ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἀπορρίπτουν γενικά τήν ἰσόβια παρθενία. Ὥστε οἱ ἀδελφοί τοῦ Κυρίου μέ κανένα τρόπο δέν φαίνονται μέσα στήν Γραφή ὡς παιδιά τῆς μητέρας τοῦ Κυρίου. Δέν μένει, λοιπόν, παρά νά δοῦμε ποιά ἦταν ἡ σχέση τους μέ τόν Ἰησοῦ.

  Εἶναι γνωστές δύο ἐκδοχές. Ἦσαν ἐξάδελφοί του ἤ ἑτεροθαλεῖς ἀδελφοί. Τήν πρώτη ἐκδοχή διατύπωσε πρῶτος ὁ Ἱερώνυμος λέγοντας ὅτι ἀποτελεῖ προσωπική του ἄποψη. Ποτέ στήν ἐκκλησιαστική παράδοση δέν παρουσιάστηκε παρόμοια ἄποψη. Ὁ Ἰωσήφ, κατά τόν Ἱερώνυμο, δέν εἶχε ποτέ σύζυγο ἤ παιδιά, εἶναι δέ καί αὐτός ἀειπάρθενος. Εἶχε ἕναν ἀδελφό ὀνόματι Ἀλφαῖο, ὁ ὁποῖος εἶχε σύζυγο τήν «Μαρίαν τοῦ Κλωπᾶ» καί παιδιά τούς λεγομένους ἀδελφούς τοῦ Κυρίου. Μεταξύ τῶν δώδεκα μαθητῶν τοῦ Κυρίου ἦσαν καί δύο Ἰάκωβοι, ὁ ἕνας γιός τοῦ Ζεβεδαίου καί ὁ ἄλλος γιός τοῦ Ἀλφαίου, ἀνεψιός τοῦ Ἰωσήφ καί φαινομενικά ἐξάδελφος τοῦ Ἰησοῦ. Δύο ἐπίσης ἀπό τούς μαθητές εἶχαν τό ὄνομα Ἰούδας· ὁ ἕνας ἦταν ὁ προδότης καί ὁ ἄλλος ὁ «Ἰούδας Ἰακώβου». Κατά τόν Ἱερώνυμο ἦταν ἀδελφός τοῦ Ἰακώβου καί ὄχι γιός· ἦταν γιός τοῦ Ἀλφαίου καί ἑπομένως ἐξάδελφος τοῦ Ἰησοῦ. Ὥστε οἱ «ἀδελφοί» τοῦ Κυρίου ἦσαν ἐξάδελφοι αὐτοῦ. Ἦσαν ὅμως καί ἐξ αἵματος ἀδελφοί του ἀπό τήν συγγένεια τῆς παρθένου. Ἡ «Μαρία τοῦ Κλωπᾶ» ἦταν, κατά τόν Ἱερώνυμο, ἀδελφή τῆς παρθένου, θυγατέρα τοῦ Κλωπᾶ, σύζυγος τοῦ Ἀλφαίου καί μητέρα τῶν ἐξαδέλφων ἤ «ἀδελφῶν» τοῦ Κυρίου. Στήν γλῶσσα τῶν Ἑβραίων τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ ὑπῆρχε μία μόνο λέξη γιά νά σημάνει τόν ἀδελφό καί τόν ἐξάδελφο. Προσθέτουμε ὅτι καί στήν μετάφραση τῶν ἑβδομήκοντα ὁ ἐξάδελφος ἤ ὁ ἀνεψιός λέγονται καί ἀδελφοί, ἄν καί ἡ ἑλληνική γλῶσσα εἶχε διαφορετικές λέξεις γιά τίς δύο ἔννοιες. Ὁ Λάβαν ἀποκαλεῖ τόν ἀνεψιό του Ἰακώβ ἀδελφό του (Γέ 29,15), οἱ δέ ἐξάδελφοι τῶν θυγατέρων κάποιου Ἐλεάζαρ ἀποκαλοῦνται ἀδελφοί αὐτῶν (Α΄Πα 23,21-22).

  Τήν θεωρία τοῦ Ἱερωνύμου σήμερα δέχονται οἱ δυτικοί καί ὅσοι ἀπό τούς προτεστάντες δέν ἀρνοῦνται τήν ἀειπαρθενία τῆς Μαρίας. Παρόμοια δεχόταν στήν Ἀνατολή καί ὁ Θεοδώρητος. Ἀλλά ἡ θεωρία αὐτή ἔχει πολλά ἀδύνατα σημεῖα:

* Τό ἀειπάρθενον τοῦ Ἰωσήφ, τό ὁποῖο οὔτε ἡ Γραφή οὔτε ἡ Παράδοση ὑπαινίσσονται, οὔτε εἶναι εὔλογη ὑπόθεση.

* Ἔπειτα ἡ Γραφή πουθενά δέν λέγει ὅτι ὁ Ἀλφαῖος ἦταν ἀδελφός τοῦ Ἰωσήφ.

* Οἱ ἀδελφοί τοῦ Κυρίου δέν πίστευαν σ' αὐτόν πρό τῆς ἀναστάσεώς του. Αὐτό τό λέγει, ὅπως εἴδαμε, ρητῶς ἡ Γραφή. Εἶναι ἀδύνατον νά ἦσαν ἀπό τούς δώδεκα μαθητές του, οἱ ὁποῖοι ἐξ ἀρχῆς πίστευσαν σ' αὐτόν. Τοῦτο ἀποκλείει καί ἡ περιφρονητική φράση «οἱ μαθηταί σου», πού ἐκτόξευσαν οἱ ἀδελφοί πρός τόν Ἰησοῦ.

* Δέν ἐπονομάζεται κανείς μέ τό ὄνομα τοῦ ἀδελφοῦ του («Ἰούδας Ἰακώβου»), ἀλλά μέ τό ὄνομα τοῦ πατέρα του.

* Οὔτε γυναίκα ἔγγαμος ἐξακολουθεῖ νά ὀνομάζεται μέ τό ὄνομα τοῦ πατέρα της («Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ»), ἀλλά μέ τό ὄνομα τοῦ ἄνδρα της. Σύγχρονοι θεολόγοι τῆς Δύσεως εἶπαν ὅτι ὁ Κλωπᾶς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Ἀλφαῖος. Ἀλλά ἐκτός τοῦ ὅτι καί αὐτό εἶναι πολύ τολμηρό, μένουν τά ὑπόλοιπα ἀσθενῆ σημεῖα.

  Ἡ δεύτερη ἄποψη εἶναι ἡ ἄποψη τήν ὁποία ἀναφέρουν πολλοί ἀρχαῖοι, δηλαδή οἰ Κλήμης, Ὠριγένης, Δίδυμος ὁ Τυφλός, Εὐσέβιος Καισαρείας, Κύριλλος Ἰεροσολύμων, Μ. Ἀθανάσιος, Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Νύσσης, Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, Ἐπιφάνιος Κύπρου, Ἱλάριος Πικταβίου, Ἀμβρόσιος, Αὐγουστῖνος, Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, Ἱππόλυτος Θηβῶν, Ἀνδρέας Κρήτης, Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Οἰκουμένιος Τρίκκης, Θεοφύλακτος, Ἐπιφάνιος μοναχός, καί αἱ Ἀποστολικαί Διαταγαί. Ἀλλά καί ὅσοι δέν ἀναφέρονται στό θέμα αὐτό, φαίνεται ὅτι δέχονταν τήν ἄποψη, ἐφόσον δέν ἀντέδρασαν στίς γνῶμες τόσο πολλῶν ἀνδρῶν. Βλέπουμε ὅτι καί οἱ ὀρθόδοξοι πατέρες τῆς Δύσεως αὐτήν τήν ἄποψη ἀκολουθοῦν καί ὄχι τήν ἄποψη τοῦ Ἱερωνύμου. Οἱ σύγχρονοι θεολόγοι τῆς Ἐκκλησίας δέχονται ἐπίσης αὐτήν.

  Κατά τήν ἄποψη αὐτήν ὁ Ἰωσήφ, ὅταν μνηστεύθηκε τήν Μαρία, διατελοῦσε ἐν χηρείᾳ καί εἶχε ἀπό τήν προηγούμενη γυναίκα του παιδιά τούς λεγομένους ἀδελφούς καί ἀδελφές τοῦ Κυρίου. Ἦσαν ἑπομένως ὅλοι μεγαλύτεροι τοῦ Ἰησοῦ κατά τήν ἡλικία. Ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ ὅλη συμπεριφορά τους πρός τόν Ἰησοῦ. Στήν ἄποψη αὐτή δέν ὑπάρχουν ἀσθενῆ σημεῖα.

  Δέν εἶναι δέ ἀδύνατη καί μία τρίτη ἐκδοχή, ὅτι ἀπό τούς ὀκτώ τουλάχιστον ἀδελφούς τοῦ Κυρίου ἄλλοι μέν ἦσαν παιδιά τοῦ Ἰωσήφ ἀπό τήν προηγούμενη γυναίκα του καί ἄλλοι ἐξάδελφοι αὐτῶν, λεγόμενοι ὅλοι μαζί «ἀδελφοί».

Στεργίου Σάκκου, Ἡ ἔρευνα τῆς Γραφῆς, 193-196

Τετάρτη, 09 Ιούλιος 2014 03:00

"Δέν ἔχομε καιρό γιά ἀσπασμούς"

doksa Ὑπάρχουν ἥρωες πού ἀναδείχθηκαν μέ τήν αὐτοθυσία τους στήν ὥρα τῆς μάχης. Ὑπάρχουν ὅμως καί ἥρωες πού τούς ἀνέδειξαν τέτοιους ἀκόμη καί οἱ μικρές λεπτομέρειες τῆς ζωῆς. Ὅταν π.χ. κατάφεραν, γιά νά ὑπηρετήσουν μιά ἀνώτερη ἀξία, νά προσπεράσουν τό προσωπικό τους συμφέρον, νά δαμάσουν τά συναισθήματά τους, νά ἀνέβουν πιό πάνω ἀπό τά ἀνθρώπινα μέτρα καί νά θυσιάσουν τίς πιό ἀθῶες χαρές αὐτῆς τῆς γῆς.

 Αὐτά τά χαρακτηριστικά προσδίδει στόν Ἰωάννη Βελισσαρίου, ταγματάρχη τοῦ πεζικοῦ στόν πόλεμο 1912-1913, τό περιστατικό πού διαβάζουμε στά ἀπομνημονεύματα τοῦ στρατηγοῦ Πάγκαλου:

 «Ἐνθυμοῦμαι συγκινητικήν σκηνήν ἐξ ἐκείνων πού δέν λησμονοῦνται ποτέ εἰς τήν ζωήν τοῦ ἀνθρώπου. Εὑρισκόμεθα εἰς τό Ἀσβεστοχῶρι καί διήρχετο ἐκ τῆς κωμοπόλεως, βαδίζον πρός Γιουβέσναν, τό ἡρωϊκόν 1/38 σύνταγμα τοῦ Παπαδοπούλου. Ἡ σύζυγος τοῦ ἀειμνήστου ταγματάρχου Βελισσαρίου (στενοῦ μου φίλου) εὑρίσκετο παραπλεύρως μου, ἐφόσον εἶχεν ἔλθει νά ἐπισκεφθεῖ διά τινάς ἡμέρας τόν σύζυγόν της, ἐπωφεληθεῖσα τῆς εἰρηνικῆς περιόδου. Ὅταν ὁ διοικητής τοῦ 9ου τάγματος ἔφθασεν ἔφιππος μέχρις ἡμῶν, ἡ σύζυγός του ἐζήτησε νά σταματήσει πρός στιγμήν, ὅπως τόν ἀποχαιρετήσει, καί ὁ Ἐθνικός ἐκεῖνος ἥρως, σταματήσας πρός στιγμήν, τῆς εἶπεν ἐκτός ἑαυτοῦ ἐξ ὀργῆς καί δεικνύων διά τῆς χειρός του τήν πυρκαϊάν τῆς καιομένης Μπέροβας: “Δέν ἔχομε καιρό γιά ἀσπασμούς, ἔχομε νά ἐκδικηθοῦμε τ᾿ ἀδέλφια μας, πού τά σφάζει ὁ Βούλγαρος. Καλήν ἀντάμωσιν”. Καί στρεφόμενος πρός ἐμέ, ὁ ἥρως προσέθεσε: “Σέ παρακαλῶ, Θόδωρε, φρόντισε, ἅμα καθαρισθεῖ ἡ Θεσσαλονίκη, νά διευκολύνεις τήν ἀναχώρησή της δι᾿ Ἀθήνας”. Ἐπέπρωτο ἡ ἀτυχής σύζυγός του νά μήν τόν ξαναϊδεῖ».

 Ὁ «μαῦρος καβαλλάρης», ὁ ἥρωας τῶν ἡρώων, ὅπως χαρακτηρίστηκε ὁ Ἰωάννης Βελισσαρίου, ἔπεσε μαχόμενος στίς 13 Ἰουλίου 1913, στή μάχη τοῦ Ὀγνιάρ Μαχαλᾶ, στό ὄρος Ὄρβηλο.

Ἀπολύτρωσις 62 (2007) 221

panagiaΟἱ ἀρνούμενοι τήν ἀειπαρθενία τῆς μητέρας τοῦ Κυρίου ἰσχυρίσθηκαν ὅτι, ἐφόσον στήν ἁγία Γραφή ἀναφέρονται «ἀδελφοί» τοῦ Κυρίου, ἡ Μαρία εἶχε καί ἄλλα παιδιά, τά ὁποῖα ἀπέκτησε μέ τόν Ἰωσήφ. Αἱρετικοί πού ἰσχυρίσθηκαν αὐτό ἦσαν: α) Οἱ γνωστικοί, ἀρχαιότατοι αἱρετικοί, πού ἀναμίγνυαν τίς εἰδωλολατρικές θρησκεῖες μέ τόν Χριστιανισμό. β) Οἱ ἀντιδικομαριανῖτες, οἱ ὁποῖοι ὀνομάζονταν ἔτσι, διότι παρουσιάζονταν ὡς ἀντίδικοι τῆς πίστεως στήν ἀειπαρθενία τῆς Μαρίας. γ) Ὁ ἀρειανός ἰταλός τοῦ ε΄ αἰῶνος Ἑλβίδιος, ὁ ὁποῖος ἦταν σφοδρός πολέμιος τοῦ παρθενικοῦ βίου γενικῶς. δ) Οἱ σύγχρονοι ὀρθολογιστές, προερχόμενοι κυρίως ἀπό τόν προτεσταντισμό.

  Ἀλλά ἄς δοῦμε πρῶτα κι ἐμεῖς ὅλες τίς μαρτυρίες τῆς Γραφῆς περί «ἀδελφῶν» τοῦ Κυρίου.

  1) Ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης λέγει ὅτι ὀἸησοῦς μετά τό σημεῖο τῆς Κανά «κατέβη εἰς Καπερναούμ αὐτός καί ἡ μήτηρ αὐτοῦ καί οἱ ἀδελφοί αὐτοῦ καί οἱ μαθηταί αὐτοῦ» (Ἰω 2,12).

  2) Οἱ τρεῖς συνοπτικοί εὐαγγελιστές ἀναφέρουν ὅτι κάποτε «αὐτοῦ λαλοῦντος τοῖς ὄχλοις ἰδού ἡ μήτηρ καί οἱἀδελφοί αὐτοῦ εἱστήκεισαν ἔξω, ζητοῦντες λαλῆσαι αὐτῷ· εἶπε δέ τις αὐτῷ·Ἰδού ἡ μήτηρ σου καί οἱἀδελφοί σου ἑστήκασιν ἔξω ζητοῦντές σε ἰδεῖν» (Μθ 12,46-47· Μρ 3,31-32· Λκ 8,19-20).

  3) Καί οἱ τέσσερις εὐαγγελιστές ἀναφέρουν ὅτι οἱ Ναζαρηνοί, ἀποροῦντες γιά τήν σοφία καί τήν θαυματουργική δύναμη τοῦ συμπατριώτου τους Ἰησοῦ, ρωτοῦσαν ὁ ἕνας τόν ἄλλο· «Οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; Οὐχί ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριάμ καί οἱ ἀδελφοί αὐτοῦ Ἰάκωβος καί Ἰωσῆς καί Σίμων καί Ἰούδας; Καί αἱ ἀδελφαί αὐτοῦ οὐχί πᾶσαι πρός ἡμᾶς εἰσι; Πόθεν οὖν τούτῳ ταῦτα πάντα;» (Μθ 13,55-56· Μρ 6,3· Λκ 4,22· Ἰω 6,42).

  4) Τέλος ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης ἀναφέρει ἕναν διάλογο μεταξύ τοῦ Κυρίου καί τῶν ἀδελφῶν του. «Ἦν δέ ἐγγύς», λέγει, «ἡ ἑορτή τῶν Ἰουδαίων ἡ σκηνοπηγία. Εἶπον οὖν πρός αὐτόν οἱ ἀδελφοί αὐτοῦ· Μετάβηθι ἐντεῦθεν καί ὕπαγε εἰς τήν Ἰουδαίαν, ἵνα καί οἱ μαθηταί σου θεωρήσωσι τά ἔργα σου ἅ ποιεῖς· οὐδείς γάρ ἐν κρυπτῷ τι ποιεῖ καί ζητεῖ αὐτός ἐν παρρησίᾳ εἶναι. Εἰ ταῦτα ποιεῖς, φανέρωσον σεαυτόν τῷ κόσμῳ. Οὐδέ γάρ οἰ ἀδελφοί αὐτοῦἐπίστευον εἰς αὐτόν» (Ἰω 7,2-5).

  Ἐκ πρώτης ὄψεως, καί χωρίς ἔρευνα τῶν χωρίων, μποροῦμε νά συμπεράνουμε ὁρισμένα στοιχεῖα, τά ὁποῖα θά μᾶς βοηθήσουν στήν περαιτέρω ἔρευνα: α) Οἱ ἀδελφοί τοῦ Κυρίου εἶναι τέσσερις ἀδελφοί ἀναφερόμενοι ὀνομαστικῶς καί τρεῖς τουλάχιστον ἀδελφές, διότι ὀνομάζονται μέ τήν ἀντωνυμία «πᾶσαι». Ἄν ἦσαν δύο θά λέγονταν «ἀμφότεραι». β) Οἱ ἀδελφές τουλάχιστον ἦσαν ἔγγαμες. γ) Οἱ ἀδελφοί δέν πίστευαν στόν Κύριο, δέν τόν ἐκτιμοῦσαν καί τοῦ μιλοῦσαν μέ περιφρόνηση καί εἰρωνεία. δ) Ὡς ἐκ τούτου, καί ὅπως δείχνει ἡ φράση τους «οἱ μαθηταί σου», κανείς ἀπό αὐτούς δέν ἦταν μαθητής τοῦ Κυρίου ἀπό τούς δώδεκα.

  Αὐτά λέγονται ρητῶς στήν Γραφή καί πουθενά δέν ἀναφέρεται ἄν οἱἀδελφοί τοῦ Κυρίου ἦσαν ἤ δέν ἦσαν τέκνα τῆς Παρθένου. Ἄς δοῦμε τώρα πῶς συνάγεται ἐμμέσως μέν, ἀλλά σαφῶς καί ἀβίαστα, ὅτι δέν ἦσαν τέκνα τῆς μητρός τοῦ Κυρίου.

 Πρίν ἀπό τήν γέννηση τοῦἸησοῦὁ μέν Ἰωσήφ ὀνομάζεται συμβατικῶς μόνον «ἀνήρ τῆς Μαρίας» (Μθ 1,16), ἡ δέ Μαρία «γυνή αὐτοῦ» (Μθ 1,20.24). Δέν ὑπάρχει κίνδυνος παρεξηγήσεως τῶν φράσεων αὐτῶν, διότι ἡ Γραφή λέγει κατηγορηματικῶς ὅτι κατά τήν γέννηση τοῦἸησοῦἡ Μαρία ἦταν παρθένος. Μετά τήν γέννηση ὅμως αὐτοῦ, οὐδέποτε ἡ Γραφή ὀνομάζει τόν Ἰωσήφ «ἄνδρα Μαρίας» οὔτε τήν Μαρία «γυναῖκα αὐτοῦ», ἀλλά, καί ὅταν ἀκόμη ὁἄγγελος μιλᾶ πρός τόν ἴδιο τόν Ἰωσήφ, λέγει·«Ἐγερθείς παράλαβε τό παιδίον καί τήν μητέρα αὐτοῦ», ὄχι τήν «γυναῖκά σου». Ἦταν δέ τότε ὁ Κύριος «παιδίον» δύο ἐτῶν, πού σημαίνει ὅτι ἐάν ὁἸωσήφ σκόπευε νά καταστήσει τήν παρθένο Μαρία σύζυγό του, μέχρι τότε θά τό εἶχε κάνει. Καί ἡ φράση αὐτή ἐπαναλαμβάνεται τέσσερις φορές (Μθ 2,13.14.20.21). Μετά ἀπό δώδεκα χρόνια πάλι ὁἸωσήφ δέν ὀνομάζεται ἄνδρας τῆς Μαρίας, ἀλλά λέγει καί γιά τούς δύο ὁ Λουκᾶς· «Καί ἦν Ἰωσήφ καί ἡ μήτηρ αὐτοῦ (τοῦἸησοῦ)...» (Λκ 2,33.43). Ἀφοῦ, λοιπόν, ἐπί δώδεκα ἔτη δέν κατέστησε ὁ Ἰωσήφ τήν παρθένο σύζυγό του, οὔτε μετά ἀπό αὐτά τήν κατέστησε.

  Στήν τελευταία ἀπό τίς τέσσερις μαρτυρίες πού ἐκθέσαμε στήν ἀρχή οἱ ἀδελφοί τοῦ Ἰησοῦ φέρονται πρός αὐτόν ὡς μεγαλύτεροι καί μέ πνεῦμα κηδεμόνος. Πῶς ὅμως δικαιολογεῖται τοῦτο, ἐφόσον, ἐάν ἦσαν ὁμομήτριοι ἀδελφοί του, ἔπρεπε ὁ μεγαλύτερος ἀπό αὐτούς νά ἦταν δώδεκα χρόνια μικρότερος τοῦ Ἰησοῦ καί οἱ ἄλλοι ἀκόμα μικρότεροι; Ποτέ δέν ἀναφέρεται ρητῶς ἤἐμμέσως γάμος τῆς Μαρίας μέ τόν Ἰωσήφ καί ποτέ οἱ ἀδελφοί τοῦ Κυρίου δέν ὀνομάζονται παιδιά τῆς Μαρίας. Ὁ Κύριος πάνω στόν σταυρό «ἰδών τήν μητέρα καί τόν μαθητήν παρεστῶτα ὅν ἠγάπα (τόν Ἰωάννη) λέγει τῇ μητρί αὐτοῦ· Γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου. Εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ·Ἰδού ἡ μήτηρ σου. Καί ἀπ' ἐκείνης τῆς ὥρας ἔλαβεν ὁ μαθητής αὐτήν εἰς τά ἴδια», δηλαδή στό σπίτι του (Ἰω 19,26-27). Ἄν οἱ ἀδελφοί τοῦ Κυρίου ἦσαν τέκνα τῆς Μαρίας, δέν θά ἀνέθετε στόν Ἰωάννη νά γηροκομήσει τήν μητέρα του, οὔτε αὐτή θά τό δεχόταν, καθόσον θά εἶχε ἑπτά ἤ περισσότερα ἄλλα παιδιά.

Στεργίου Ν. Σάκκου, Ἡ ἔρευνα τῆς Γραφῆς, 190-192

Παρασκευή, 15 Δεκέμβριος 2017 02:00

Ἦταν ἀστέρι;

asteriΘαυμαστά καί παράδοξα πράγματα! Στήν ᾿Ιουδαία -ὅπου προϋπῆρχαν οἱ προφῆτες, οἱ πατριάρχες, οἱ δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης- τό μήνυμα γιά τή γέννηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τό ἔφεραν οἱ εἰδωλολάτρες, οἱ μάγοι ἐξ ᾿Ανατολῶν! ῎Εκαναν μακρινό ταξίδι γιά νά τόν δοῦν καί νά τόν προσκυνήσουν καί περιπλανόμενοι ρωτοῦν· «Ποῦ ἐστιν ὁ τεχθείς βασιλεύς τῶν ᾿Ιουδαίων;». Γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς κρύφτηκε καί τό ἀστέρι, ὥστε χάνοντας τόν ὁδηγό τους οἱ μάγοι νά ἀναγκαστοῦν νά ρωτήσουν τούς ᾿Ιουδαίους καί μ᾿ αὐτόν τόν τρόπο νά τούς κινήσουν κι ἐκείνους σέ ἀναζήτηση τοῦ νεογέννητου Μεσσία.
Τό ὅτι γεννήθηκε πρόσωπο ὑψηλό καί ἐπίσημο τό ἤξεραν καλά κι ἦταν σίγουροι, διότι τούς τό μήνυσε τ᾿ ἀστέρι. ῾Ο Θεός δέν τούς ἔστειλε προφήτη, διότι δέν θά τόν παραδέχονταν· οὔτε μέ τίς Γραφές μποροῦσε νά τούς μιλήσει, διότι δέν τίς γνώριζαν. Τούς ἔστειλε, λοιπόν, ἕνα σημάδι γνώριμο καί προσιτό σ᾿ αὐτούς.
Τό ἀστέρι τῶν μάγων δέν ἦταν ἀπ᾿ αὐτά πού βλέπουμε στό στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ τίς νυχτερινές ὧρες. ῏Ηταν κάποια λογική κι ἀόρατη δύναμη, ἕνας ἄγγελος, πού πῆρε τό σχῆμα τοῦ ἄστρου. Πῶς εἴμαστε σίγουροι γι᾿ αὐτό; Μᾶς τό ἀποδεικνύει ἡ πορεία του· Δέν πηγαίνει ἀπ᾿ τήν ἀνατολή στή δύση ἀλλά ἀπό βορρᾶ πρός νότο, ἐφόσον ἡ Παλαιστίνη βρίσκεται στά νότια τῆς Περσίας. Διακρίνεται ἐπίσης κατά τήν ἡμέρα, πράγμα ἀφύσικο γιά ἀστέρι. Χάνεται στήν περιοχή τῶν ᾿Ιεροσολύμων καί ξαναεμφανίζεται ὅταν βγαίνουν οἱ μάγοι ἀπ᾿ αὐτή. ᾿Ακόμη κι ὅταν τούς ὁδήγησε στή φάτνη, δέν φαίνεται σ᾿ αὐτούς ἀπ᾿ τόν οὐρανό, ἀλλά σταματάει ἐκεῖ ἀκριβῶς ὅπου ἦταν τό παιδί, πάνω ἀπ᾿ τό κεφάλι του. ῎Αν ἦταν ἁπλῶς ἕνα ἀστέρι, δέν θά μποροῦσε νά δείξει ἕναν τόσο περιορισμένο χῶρο. Ξέρουμε ὅλοι πολύ καλά ὅτι λόγῳ τοῦ ὑπερβολικοῦ ὕψους δέν εἶναι δυνατόν ἕνα ἀστέρι νά προσδιορίσει οὔτε τόν τόπο μιᾶς ὁλόκληρης πόλης· πόσο μᾶλλον ἕνα ἐλάχιστο σημεῖο μέσα σ᾿ αὐτή. Αὐτό ὅμως τό ἄστρο τοῦ νεογέννητου βασιλιᾶ ἔδειξε τόν μικρό τόπο τῆς φάτνης κι ἀφοῦ μέ ἀσφάλεια ὁδήγησε τούς μάγους κοντά του, ἀπομακρύνθηκε· κι αὐτό δέν εἶναι γνώρισμα κοινοῦ ἀστεριοῦ.
 
᾿Ιω. Χρυσοστόμου, ῾Ομιλία στό ναό τοῦ ἀπ. Παύλου 5· ΡG 63,507-508
 
(᾿Ελεύθερη ἀπόδοση Β.Σ.)
Παρασκευή, 04 Αύγουστος 2023 03:00

Μωυσῆς καί Ἠλίας στή Μεταμόρφωση (Β΄)

ΔΥΟ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ (Β΄)

Γιατί ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας;
metamorfosi Στή Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου παρευρίσκονται ὡς ἐκπρόσωποι τῆς καινῆς διαθήκης οἱ τρεῖς μαθητές Πέτρος, Ἰάκωβος καί Ἰωάννης, καί ὡς ἐκπρόσωποι τῆς παλαιᾶς διαθήκης οἱ δύο προφῆτες Μωϋσῆς καί Ἠλίας. Γιατί ὅμως ὁ Χριστός διάλεξε νά παρουσιάσει ἐκεῖ ἐπάνω στό ὄρος ὡς μάρτυρες τῆς Μεταμορφώσεώς του εἰδικά αὐτά τά δύο πρόσωπα τῆς παλαιᾶς διαθήκης;
 Ἀπαντώντας στό ἐρώτημα αὐτό ἀρχαῖοι καί νεώτεροι ἑρμηνευτές ἐπισημαίνουν κατ' ἀρχήν τά κοινά στοιχεῖα τῶν δύο ἀνδρῶν:

  • Εἶναι καί οἱ δύο μεγάλοι προφῆτες, πού προφήτευσαν τόν Μεσσία. Ὁ Μωϋσῆς, ὁ μεγαλύτερος ἀπό τούς προφῆτες πού ἔγραψαν βιβλία, καί ὁ Ἠλίας, ὁ μεγαλύτερος ἀπό τούς προφῆτες πού δέν ἔγραψαν.
  •  Ἐγκαινιάζουν καί οἱ δύο τήν ἀρχή δύο νέων σημαντικῶν περιόδων. Μέχρι τήν ἐποχή τοῦ Μωϋσῆ ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ γινόταν στούς ἀνθρώπους προφορικά. Αὐτός πρῶτος τήν καταγράφει στήν Πεντάτευχο, δηλ. στά πέντε πρῶτα βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἀρχίζει ἔτσι ἡ ἐποχή τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου, πού δόθηκε μέ τόν Μωϋσῆ. Ἀντίστοιχα, ὁ Ἠλίας ἐγκαινιάζει τήν ἀρχή τοῦ προφητικοῦ νόμου, πού κηρύχθηκε πρώτη φορά ἀπό αὐτόν. Παραδίδει ἄγραφη τήν προφητεία του. Θά γράψουν ἀργότερα οἱ ἄλλοι προφῆτες. Αὐτός μέ μόνο τό προφορικό κήρυγμα καθιερώνεται στίς συνειδήσεις τῶν ἀνθρώπων ὡς ὁ μεγάλος προφήτης καί ἡ διδασκαλία του μεταδίδεται προφορικά ἀπό γενιά σέ γενιά.
  •  Ἐπιτελοῦν καί οἱ δύο θαυμαστά σημεῖα μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ.
  • Νηστεύουν καί οἱ δύο ἐπί 40 ἡμέρες· ὁ Μωϋσῆς ὅταν ἐπρόκειτο νά παραλάβει ἀπό τόν Θεό τό νόμο, καί ὁ Ἠλίας ὅταν καταδιωκόταν ἀπό τήν Ἰεζάβελ.
  • Συνδέονται καί οἱ δύο μέ τά ὄρη. Στό ὄρος Σινᾶ ὁ Μωϋσῆς πῆρε τίς θεοχάρακτες πλάκες τοῦ νόμου. Στό ὄρος Χωρήβ ὁ Ἠλίας δέχθηκε τήν ἐνίσχυση τοῦ Θεοῦ, ὅταν κυνηγημένος ἀπό τόν Ἀχαάβ λιποψύχησε καί φοβήθηκε πώς ἔχει μείνει μόνος λάτρης τοῦ Γιαχβέ. Καί τώρα πάλι σέ «ὄρος ὑψηλόν» (Μθ 17,1· Μρ 9,2) συναντῶνται οἱ δύο μαζί μέ τόν Κύριο καί συνομιλοῦν μαζί του.
  •  Ἔχουν καί οἱ δύο τόν τίτλο τοῦ θεόπτη. Δέν εἶδαν ὅμως τόν ἴδιο τόν Θεό. Ὁ Μωϋσῆς εἶδε τόν γνόφο καί τό φῶς στό Σινᾶ, ὁ Ἠλίας αἰσθάνθηκε τή λεπτά αὔρα στό ὄρος Χωρήβ. Καί μέ τούς δύο τρόπους ὁ Θεός ἁπλῶς ἔκανε αἰσθητή τήν παρουσία του. Δέν ἐμφάνισε τό πρόσωπό του. Τούς τό ἐμφανίζει τώρα ὁ θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός κατά τή Μεταμόρφωσή του.
  •  Εἶναι δύο ἐξέχουσες προσωπικότητες «οἱ ἐπισημότεροι» τῆς παλαιᾶς διαθήκης, κατά τόν Ζιγαβηνό, πού ἐπηρέασαν καί στήριξαν τόν λαό. Γι' αὐτό, μεταξύ τῶν ἄλλων, λέει ὁ Ἰωάννης Χρυσόστομος, τούς παρουσιάζει ὁ Κύριος στούς μαθητές του ὡς ὑποδείγματα ἀρετῆς· «ἠβούλετο γάρ αὐτούς καί τό δημαγωγικόν τό ἐκείνων ζηλῶσαι καί τό εὔτονον, καί τό ἀκαμπές· καί γενέσθαι ἐπιεικεῖς κατά Μωϋσέα καί ζηλωτάς καί τόν Ἠλίαν καί κηδεμονικούς ὁμοίως».
  •  Ὁ Μωϋσῆς εἶναι ὁ μέγιστος νομοθέτης καί ὁ Ἠλίας ὁ σπουδαιότερος προφήτης, ὁ πυρπολούμενος ἀπό τόν ζῆλο τοῦ Θεοῦ. Μέ τήν παρουσία τους, λοιπόν, μαρτυροῦν ὡς ἐκπρόσωποι τῆς παλαιᾶς διαθήκης ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἐκεῖνος γιά τόν ὁποῖο ὑποσχέθηκαν ὅλα τά κείμενα τοῦ νόμου καί τῶν προφητῶν. Ἡ συζήτηση τῶν δύο, ἐπισημαίνει ὁ Κύριλλος, δείχνει ὅτι «οὐκ ἀσύμβατα τοῖς διά τοῦ νόμου καί τῶν προφητῶν».
 Ἐπιπλέον, παρατηρεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ἐπειδή οἱ ὄχλοι ἔλεγαν γιά τόν Ἰησοῦ ὅτι εἶναι ὁ Ἠλίας ἤ ὁ Ἰερεμίας ἤ ἕνας ἀπό τούς ἀρχαίους προφῆτες, παρουσιάζει ἐδῶ τούς δύο κορυφαίους, ὥστε παραβάλλοντάς τους μαζί νά διαπιστώσουν τή μεγάλη διαφορά πού χωρίζει τούς δούλους ἀπό τόν Δεσπότη.
 Ἐπίσης, ὁ ὄχλος κατηγοροῦσε τόν Χριστό ὡς καταπατητή τοῦ νόμου καί σφετεριστή τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ Πατρός, διότι παρουσιαζόταν ὡς Υἱός τοῦ Θεοῦ. Μέ τήν παρουσία τῶν δύο ἀνδρῶν στή Μεταμόρφωση ἀποδεικνύονται ἀβάσιμες αὐτές οἱ κατηγορίες τοῦ ὄχλου. Διότι, ὁ Μωϋσῆς δέν θά ἀνεχόταν τήν καταπάτηση τοῦ νόμου καί ὁ ζηλωτής Ἠλίας δέν θά παρέστεκε κοντά σ' ἕναν πού ἐξίσωσε τόν ἑαυτό του μέ τόν Θεό, χωρίς νά εἶναι ὁ Θεός.

 

Δείχνουν τόν προφητευόμενο
 Μαζί μέ ὅλους τούς παραπάνω λόγους νομίζω ὅτι ἐξηγεῖται πλήρως ἡ παρουσία τῶν δύο προφητῶν καί κατανοεῖται ἀπόλυτα, ὅταν ἐξετασθεῖ ἐπί πλέον ὁ ρόλος της μέσα στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ καί εὑρεθεῖ ἡ σημασία της μέσα στή θεία οἰκονομία.
 Τήν ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ στή γῆ, τήν ἐνσάρκωσή του καί τό σωτήριο ἔργο του ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους προφητεύει ὅλη ἡ παλαιά διαθήκη κατ' ἐξοχήν μέ τούς ἁγίους ἄνδρες της, τούς προφῆτες. Στή χορεία τῶν μεγάλων προφητῶν διακρίνονται κυρίως τρεῖς κορυφαῖοι· ὁ Μωϋσῆς, ὁ Ἠλίας καί ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος. Ὁ τελευταῖος, πού ἔζησε στήν ἐποχή τοῦ Χριστοῦ, ὄχι μόνο προφήτευσε γι' αὐτόν, ἀλλά καί τόν παρουσίασε στά πλήθη διαβεβαιώνοντας· «Ἴδε ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ» (Ἰω 1,36). Ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας, πού ἔζησαν σέ προηγούμενες ἐποχές, προφήτευσαν βέβαια μέ δύναμη τόν ἐρχομό τοῦ Μεσσία, ἀλλά κάποτε ἡ δράση τους ἔληξε καί αὐτοί ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τό προσκήνιο τῆς ἱστορίας.
 Νά, ὅμως τώρα πού ἡ προφητεία τους ἐκπληρώθηκε καί ὁ Θεός φανερώθηκε στούς ἀνθρώπους, οἱ δύο ἐπιφανεῖς ἄνδρες ἔρχονται, τήν ὥρα τῆς μεγαλοπρεποῦς ἐμφανίσεως τοῦ Θεανθρώπου, τή στιγμή πού ὁ Ἰησοῦς μέσα ἀπό τήν ταπεινή ἀνθρώπινη φύση του ἀφήνει νά φανεῖ ἔκπαγλη ἡ θεότητά του, ἔρχονται γιά νά δείξουν καί αὐτοί τόν προφητευόμενο καί νά ἀποδείξουν στόν κόσμο ὅτι εἶναι ἀληθινά ὅσα προφήτευσαν. Δέν μοιάζουν αὐτοί μέ τούς ψευδοπροφῆτες, πού ὅσο ἔχουν καιρό μιλοῦν γιά τά μελλούμενα καί μόλις πλησιάσει ἡ ὥρα τῆς ἐκπληρώσεως ἐξαφανίζονται. Οἱ προφῆτες τοῦ Θεοῦ προκειμένου γιά ἕνα τόσο μεγάλο γεγονός, ὅπως ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Σωτῆρος στόν κόσμο, ἀκόμα κι ὅταν λείπουν ἀναπόφευκτα τήν ὥρα τῆς ἐπισκέψεως, σπᾶνε μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ τά φυσικά ὅρια καί ἐμφανίζονται γιά νά ἐπικυρώσουν τήν προφητεία τους. Ἔτσι, ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας φανερώνονται στή Μεταμόρφωση καί μ' αὐτόν τόν τρόπο καθιστοῦν τήν προφητεία τους ἱστορία καί οἱ ἴδιοι γίνονται πλέον αὐτόπτες. Ὑπῆρξαν θεόπτες, ὅπως εἶπα παραπάνω, τώρα ὅμως καταξιώνεται πραγματικά ἐκεῖνος ὁ χαρακτηρισμός τους, καθόσον βλέπουν τό θεῖο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.
 Γιά τούς λόγους αὐτούς νομίζω κυρίως ὅτι ὄχι μόνο δικαιολογεῖται ἡ παρουσία τῶν δύο συγκεκριμένων ἀνδρῶν κατά τή Μεταμόρφωση, ἀλλά ἦταν καί ἡ πιό ἐνδεδειγμένη καί λειτουργικά δεμένη μέ τό ὅλο σχέδιο τῆς σωτηρίας. Μπροστά στόν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστό συναντῶνται τήν ὥρα ἐκείνη ἡ Παλαιά καί ἡ Καινή Διαθήκη· ἡ Παλαιά μέ τούς ἐκπροσώπους της προφῆτες νά δείχνει ποιός εἶναι ὁ Μεσσίας, καί ἡ Καινή μέ τούς ἐκπροσώπους της μαθητές νά δέχεται τή μαρτυρία τῶν προφητῶν ἀλλά καί τήν ἐμπειρία τῶν αἰσθήσεων. Τί ἄλλο μποροῦσε, πράγματι, νά καταστήσει πιό ἔγκυρο τόν λόγο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί πιό ἀξιόπιστη τή μαρτυρία καί τό κήρυγμα τῆς Καινῆς;
Ὅτι αὐτό, ἐξ ἄλλου, ἦταν ὄντως ἕνα ἰδιαίτερα σημαντικό μάθημα πού ἤθελε νά δώσει ὁ Ἰησοῦς μέ τή Μεταμόρφωση, μᾶς τό βεβαιώνει ἕνας ἀπό τούς μαθητές πού ἦταν παρόντες στό γεγονός. Ὁ ἀπ. Πέτρος γράφοντας ὕστερα ἀπό πολλά χρόνια πρός τούς χριστιανούς τή δεύτερη Ἐπιστολή του καί θέλοντας νά ἀποδείξει τό κῦρος τῆς μαρτυρίας τῶν ἀποστόλων διαλέγει ἀπό ὅλα τά περιστατικά τῆς ζωῆς του μέ τόν Ἰησοῦ τή Μεταμόρφωση, γιά νά πεῖ ὅτι τότε οἱ ἀπόστολοι ἔγιναν «ἐπόπται τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος» (Β΄ Πέ 1,16) καί ἀπό τότε κατέχουν «βεβαιότερον τόν προφητικόν λόγον» (Β΄Πέ 1,19). Αὐτή ἡ ἐμπειρία τῶν ἀποστόλων εἶναι καί ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, τήν ὁποία τίποτε δέν μπορεῖ νά θολώσει ἤ νά σβήσει, ἀλλά μένει μέσα στίς καρδιές τῶν πιστῶν σάν φωτεινό λυχνάρι, μία λαμπρή ἀλήθεια πού μᾶς φωτίζει.

Στέργιος Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 44 (1989) 123-125

 
 
Σάββατο, 05 Αύγουστος 2023 03:00

Μωυσῆς καί Ἠλίας στή Μεταμόρφωση (Α΄)

ΔΥΟ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ (Α΄)

Ἡ μαρτυρία τοῦ Εὐαγγελίου
moysis-ilias A Περιγράφοντας τή Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου τά Εὐαγγέλια (Μθ 17,1-9· Μρ 9,2-9· Λκ 9,28-36) μνημονεύουν καί τούς πέντε μάρτυρες τοῦ γεγονότος, δηλαδή τούς τρεῖς ἀποστόλους Πέτρο, Ἰάκωβο καί Ἰωάννη, καί τούς δύο προφῆτες Μωϋσῆ καί Ἠλία. Καί ἡ μέν παρουσία τῶν τριῶν μαθητῶν δέν μᾶς προβληματίζει, διότι καί ἄλλοτε, ὅπως π.χ. στήν ἀνάσταση τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου (Μρ 5,37· Λκ 8,51), καί ἀργότερα στή Γεθσημανῆ (Μθ 26,37· Μρ 14,33) ὁ Κύριος τούς ξεχωρίζει ἀπό τή συντροφιά τῶν δώδεκα καί τούς παίρνει μαζί του. «Οὗτοι τῶν ἄλλων ἦσαν ὑπερέχοντες», ἐξηγεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Ξεχώριζαν ἀπό τούς ἄλλους, ἀποτελοῦσαν, θά λέγαμε, τόν πυρήνα τῆς συντροφιᾶς καί εἶναι φυσικό νά παρευρίσκονται μόνο αὐτοί σέ ἕνα γεγονός, τό ὁποῖο μάλιστα, ὅπως σημειώνεται στά Εὐαγγέλια, ὁ Κύριος ἤθελε νά κρατήσει μυστικό (Μθ 17,9· Μρ 9,9· Λκ 9,36).
 Ἡ παρουσία ὅμως τῶν δύο προφητῶν δημιουργεῖ ὁρισμένα ἐρωτήματα. Πρῶτα-πρῶτα, πῶς ἀναγνωρίσθηκε ἡ ταυτότητά τους. Πῶς, δηλαδή, κατάλαβαν οἱ μαθητές ὅτι οἱ δύο ἄνδρες μέ τούς ὁποίους συνομιλοῦσε ὁ Κύριος ἦταν ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας; Ἔπειτα, γιατί ὁ Χριστός παίρνει ὡς μάρτυρες τῆς Μεταμορφώσεώς του ὄχι μόνο τούς μαθητές, ἀλλά καί πρόσωπα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης; Καί τρίτον, γιατί διαλέγει εἰδικά αὐτά τά δύο πρόσωπα, τόν Μωϋσῆ καί τόν Ἠλία;
 Τά παραπάνω ἐρωτήματα παρουσιάζουν ἕνα ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον, διότι ὄχι μόνο μᾶς δίνουν τήν εὐκαιρία νά ἐντρυφήσουμε στήν ἱερή ἱστορία, ἀλλά καί μᾶς βοηθοῦν νά προσεγγίσουμε τή Μεταμόρφωση, πού εἶναι ἕνας σημαντικός σταθμός τῆς πίστεώς μας.

Πῶς ἀναγνωρίσθηκαν
 Στό πρῶτο ἐρώτημα, πῶς δηλαδή ἔγινε γνωστή στούς μαθητές ἡ ταυτότητα τῶν δύο προφητῶν, προτείνονται ἀπό τούς ἑρμηνευτές τρεῖς ἀπαντήσεις. Πρῶτον, οἱ ἄνδρες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πιθανόν νά ἐμφανίσθηκαν πάνω στό ὄρος μέ τά γνωρίσματα ἐκεῖνα πού τούς χαρακτηρίζουν στήν ἱστορία. Ὅπως στή χριστιανική εἰκονογραφία π.χ. ὁ ἅγιος Δημήτριος εἰκονίζεται καβαλάρης σέ κόκκινο ἄλογο καί ὁ ἅγιος Γεώργιος σέ ἄσπρο ἄλογο καί ὅλοι τούς ἀναγνωρίζουν ἀπό τίς παραστάσεις αὐτές, ἔτσι καί στόν ἰουδαϊκό κόσμο ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας εἶχαν τή χαρακτηριστική τους παράσταση ὁ καθένας. Ὁ Μωϋσῆς εἰκονίζονταν μέ τίς θεοχάρακτες πλάκες τοῦ νόμου στίς ὁποῖες, ὅπως ἱστορεῖ τό Ἔξ 34,29, τοῦ παρέδωσε ὁ Θεός τόν νόμο στό ὄρος Σινᾶ. Τοῦ Ἠλία τό χαρακτηριστικό εἶναι τό πύρινο ἅρμα, πάνω στό ὁποῖο κατά τή μαρτυρία τοῦ Δ΄ Βα 2,11 ἀναλήφθηκε στούς οὐρανούς.
 Δεύτερον, μερικοί ἑρμηνευτές ὑποστηρίζουν ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς κατεβαίνοντας ἀπό τό ὄρος ἀποκάλυψε στούς μαθητές τήν ταυτότητα τῶν δύο ἀνδρῶν τούς ὁποίους εἶχαν δεῖ προηγουμένως νά συζητοῦν μαζί του.
 Ἄν καί ἡ ἐκδοχή αὐτή, ὅπως καί ἡ προηγούμενη, δέν φαίνεται ἀπίθανη, ἐν τούτοις νομίζω ὅτι δέν μποροῦμε νά τίς υἱοθετήσουμε ἀνεπιφύλακτα, διότι δέν ἀναφέρει τίποτε σχετικό ἡ εὐαγγελική διήγηση.
Πιθανότερη θεωρῶ μία τρίτη πρόταση· ὅτι οἱ δύο προφῆτες ἀναγνωρίσθηκαν ἀπό τή συζήτηση πού εἶχαν μέ τόν Κύριο κατά τή Μεταμόρφωση. Ἀναφέροντας τούς δύο ἄνδρες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης οἱ εὐαγγελιστές σημειώνουν ὅτι «ὤφθησαν μετ' αὐτοῦ (τοῦ Ἰησοῦ) συλλαλοῦντες» (Μθ 17,3· πρβλ. Μρ 9,4· Λκ 9,31). Μάλιστα ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς διασώζει καί τό περιεχόμενο τῆς συζητήσεως· «ἔλεγον τήν ἔξοδον αὐτοῦ ἥν ἔμελλε πληροῦν ἐν Ἰερουσαλήμ». Μιλοῦσαν, δηλαδή, γιά τό πάθος καί τήν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Δέν ἀποκλείεται στή συζήτηση αὐτή νά ἀναφέρθηκαν τά ὀνόματα τῶν δύο ἀνδρῶν· μπορεῖ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος νά τούς προσφώνησε, καθώς μιλοῦσε μαζί τους. Δέν εἶναι ἀπίθανο ἐπίσης νά ἐπανέλαβε ὁ καθένας κάτι ἀπό ἐκεῖνα πού εἶχε προφητεύσει γιά τόν Μεσσία. Ἔτσι οἱ μαθητές πού τούς ἄκουγαν, κατάλαβαν ὅτι ἔχουν μπροστά τους τόν Μωϋσῆ καί τόν Ἠλία.
 Ἐπιπλέον, δέν πρέπει νά λησμονοῦμε τή συμβολή τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖο ἐπισκίασε καί φώτισε τούς μαθητές. Ἀλλά ἐδῶ δέν πρόκειται γιά ἕναν ἁπλό φωτισμό τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Τήν ὥρα ἐκείνη τῆς Μεταμορφώσεως οἱ μαθητές ἔζησαν κάτι ἐντελῶς ἰδιαίτερο καί ἔκτακτο. Καθώς ὁ Ἰησοῦς «μικρόν παραγυμνωσάμενος τῆς θεότητος», ξεσκεπάζοντας γιά λίγο τή θεότητα, ἄφησε νά λάμψει τό θεϊκό του φῶς, κατηύγασε μέ τό φῶς αὐτό τή σκέψη τῶν μαθητῶν καί τούς μετέφερε στήν πνευματική συχνότητα. Μέ τήν ἀποκαλυπτική δύναμη ἐκείνου τοῦ φωτός, λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, οἱ ἀπόστολοι μπόρεσαν νά ἀναγνωρίσουν τούς δύο προφῆτες.

Τί ἐξυπηρετοῦν οἱ μάρτυρες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης
Τό δεύτερο ἐρώτημα, γιατί δηλαδή παρευρίσκονται στή Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου δύο πρόσωπα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, κατανοεῖται καί βρίσκει τήν ἀπάντησή του, ὅταν σταθμίσουμε σωστά τή σπουδαιότητα τοῦ γεγονότος τῆς Μεταμορφώσεως.
 Παρ' ὅλο πού ἡ Ἀνάσταση ἀποτελεῖ τό πρῶτο καί βασικό γεγονός τῆς πίστεως, ἐν τούτοις ἡ Μεταμόρφωση κατέχει τά πρωτεῖα σέ δόξα καί μεγαλεῖο μπροστά στά ἀνθρώπινα μάτια. Διότι τήν Ἀνάσταση δέν τήν εἶδε κανένας καί ὁ ἀναστημένος Χριστός ἐμφανιζόταν μπαίνοντας στή δική μας συχνότητα καί παίρνοντας τίς δικές μας διαστάσεις. Τή Μεταμόρφωση ὅμως τήν ἀντίκρυσαν οἱ μαθητές μπαίνοντας οἱ ἴδιοι στή συχνότητα τοῦ Πνεύματος. Ἔγιναν «ἐπόπται τῆς μεγαλειότητος» τοῦ Θεοῦ, ὅπως θά καταθέσει ἀργότερα ὁ ἀπ. Πέτρος (Β΄Πέ 1,16). Πρώτη φορά συμβαίνει αὐτό ἀπό καταβολῆς κόσμου, διότι «Θεόν οὐδείς ἑώρακε πώποτε» (Ἰω 1,18· πρβλ. Μθ 11,27· Κλ 1,15· Ἑβ 11,27 κ.ἄ.). Τώρα ὁ Θεός φανερώνει τόν ἑαυτό του, ἕνα μέρος βέβαια, ὅσο μποροῦσαν ν' ἀντέξουν τά ἀνθρώπινα μάτια. Καί, ἐφαρμόζοντας τό νόμο ὅτι «ἐπί στόματος δύο μαρτύρων καί ἐπί στόματος τριῶν μαρτύρων στήσεται πᾶν ρῆμα» (Δε 19,15), «μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν» (Μθ 17,2· Μρ 9,3). Σ' αὐτή τήν ἐπίσημη, τήν ἱστορική στιγμή ὁ Ἰησοῦς παίρνει μάρτυρες· μία ἀντιπροσωπεία ἀπό τούς συγχρόνους, τούς τρεῖς μαθητές του, καί μία ἀντιπροσωπεία ἀπό τούς δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἤδη ἀπέλθει ἀπό αὐτό τόν κόσμο. Μ' αὐτό, κατά τήν ἑρμηνεία τῶν πατέρων, ὁ Χριστός δείχνει στόν κόσμο ὅτι «καί θανάτου καί ζωῆς ἐξουσίαν ἔχει». Καί σ' ἕνα τροπάριο τῆς ἑορτῆς ἀξιολογεῖται ἡ παρουσία τῶν δύο προφητῶν ὡς ἀπόδειξη ὅτι ὁ Χριστός «ζώντων καί νεκρῶν κυριεύει».
 Ἀξιοσημείωτη εἶναι ἡ παρατήρηση ἑνός ἀρχαίου διδασκάλου τῆς Ἐκκλησίας μας, τοῦ Τιμοθέου Ἀντιοχείας, ὅτι μέ τήν παρουσία εἰδικά αὐτῶν τῶν δύο προσώπων, τοῦ Μωϋσῆ καί τοῦ Ἠλία, ὁ Κύριος παίρνει μάρτυρες στή Μεταμόρφωσή του ὄχι μόνο ἀπό τή γῆ (τούς μαθητές), ἀλλά καί ἀπό τόν οὐρανό (τόν Ἠλία, πού δέν εἶχε πεθάνει) καί ἀπό τόν ἅδη (τόν Μωϋσῆ).
 Ἡ παρουσία τῶν μαρτύρων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἐπίσης, ἐγγυᾶται τή μέλλουσα δόξα, τήν κοινή ἀνάσταση, βεβαιώνει ὅτι οἱ ἅγιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι ζωντανοί, καί μαρτυρεῖ ὅτι ὑπάρχει σχέση καί ἐπικοινωνία μεταξύ τῶν πνευμάτων. Γνωρίζονται καί ἐπικοινωνοῦν μεταξύ τους οἱ ψυχές στήν ἄλλη ζωή.
 Τέλος, ὁ ἱερός Χρυσόστομος δίνει καί ἕναν ἄλλο λόγο τῆς παρουσίας τῶν δύο ἀνδρῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης στή Μεταμόρφωση. Ἀναφερόμενος στή συζήτησή τους μέ τόν Ἰησοῦ, κατά τήν ὁποία «ἔλεγον τήν ἔξοδον αὐτοῦ» (Λκ 9,31), μιλοῦσαν γιά τό Πάθος, ἐξηγεῖ ὅτι ἡ παρουσία τους ἔχει σκοπό νά γνωστοποιήσει στούς μαθητές τόν σταυρό καί τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί συγχρόνως νά παρηγορήσει τόν Πέτρο καί τούς ἄλλους πού δέν ἤθελαν τόν σταυρό. Ἡ ἄποψη αὐτή μαρτυρεῖται καί στήν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας μας. Στό Κοντάκιο τῆς ἑορτῆς ψάλλουμε· «…καί ὡς ἐχώρουν οἱ μαθηταί σου τήν δόξαν σου, Χριστέ, ὁ Θεός, ἐθεάσαντο· ἵνα, ὅταν σέ ἴδωσι σταυρούμενον, τό μέν πάθος νοήσωσιν ἑκούσιον…».
 Γιατί ὅμως ἀπό ὅλους τούς μεγάλους ἄνδρες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὁ Ἰησοῦς διαλέγει ὡς μάρτυρες τῆς Μεταμορφώσεως τόν Μωϋσῆ καί τόν Ἠλία; Στό ἐρώτημα αὐτό θά ἀπαντήσουμε στό ἑπόμενο ἄρθρο.

Στέργιος Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 44 (1989) 108-110