Καθημερινά οἱ ἐφημερίδες εἶναι γεμάτες ἀπό ληστεῖες, ἁρπαγές, τραυματισμούς, σκοτωμούς! Φόβος καί τρόμος παλαιότερα ἦταν οἱ λήσταρχοι τῶν βουνῶν. Χειρότεροι καί φοβερότεροι οἱ σημερινοί λησταί τῶν πόλεων. Γιά ἐλάχιστα χρήματα χάνονται ζωές. Προστασία ἀπό πουθενά!
Νά, ὅμως καί κάποια ἄλλη παράξενη «ληστεία». Δέν τήν καταγράφει κανένα ἀστυνομικό δελτίο, ἀλλά ἔχει τά περισσότερα θύματα. Τήν ἀναφέρει ἕνα ἀπόστιχο τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Δ’ Κυριακῆς τῶν νηστειῶν.
«Λῃσταῖς λογισμοῖς, περιπεσὼν ὁ Ἀδάμ,
ἐκλάπη τὸν νοῦν, τραυματισθεὶς τὴν ψυχήν,
καὶ ἔκειτο γυμνὸς ἀντιλήψεως·
οὔτε Ἱερεὺς ὁ πρὸ τοῦ νόμου προσέσχεν αὐτῷ,
οὔτε Λευΐτης μετὰ νόμον ἐπεῖδεν αὐτόν,
εἰ μὴ σὺ ὁ παραγενόμενος Θεός, οὐκ ἐκ Σαμαρείας,
ἀλλ' ἐκ τῆς Μαρίας Θεοτόκου, Κύριε δόξα σοι».
Σέ ἐλεύθερη ἀπόδοση ὁ ὕμνος λέει: «Σέ λογισμούς ληστρικούς ἔπεσε ὁ Ἀδάμ. Τραυμάτισαν τήν ψυχή του, τοῦ ἔκλεψαν τόν νοῦν καί τόν ἄφησαν γυμνό, ἀβοήθητο. Οὔτε ὁ ἱερέας πρίν ἀπό τόν νόμο τόν πρόσεξε οὔτε ὁ Λευΐτης τοῦ νόμου τόν εἶδε. Παρά μόνον ἐσύ, ὁ Θεός, πού ἦλθες ὄχι ἀπό τή Σαμάρεια, ἀλλά ἀπό τήν Μαρία Θεοτόκο· Κύριε, δόξα σοι».
Τρία στοιχεῖα συνθέτουν τόν ὕμνο. Ἡ παρακοή καί πτώση τοῦ Ἀδάμ, ἡ παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου (Λκ 10,30-37) καί ἡ ἐκ τῆς Θεοτόκου γέννηση τοῦ Ἰησοῦ. Ληστές μεταφορικά εἶναι οἱ προσωποποιημένοι λογισμοί, πού «κατηγοροῦν ἤ καί ἀθωώνουν τόν ἄνθρωπο» (Ρω 2,15). Οἱ λογισμοί, πού κάνουν τόν ἄνθρωπο δίβουλο καί ἀκατάστατο σέ ὅλη του τή ζωή. Οἱ λογισμοί, πού ἔβαλαν τόν Κάιν νά σκοτώσει τόν Ἄβελ καί τά παιδιά τοῦ Ἰακώβ νά πουλήσουν τόν Ἰωσήφ. Οἱ λογισμοί, πού συλλαμβάνουν τήν ἁμαρτία καί φέρνουν τόν θάνατο. Οἱ λογισμοί ληστές!
Στόν τραυματισμένο καί ληστεμένο ἄνθρωπο κανένας δέν μπόρεσε νά προσφέρει βοήθεια. Καμία προσπάθεια, σύστημα καί φιλοσοφία τῶν ἀνθρώπων δέν λύτρωσε τόν ἄνθρωπο, παρά μόνον «ὁ καλός σαμαρείτης», πού γεννήθηκε ἀπό τήν Θεοτόκο. Τήν ἐφαρμογή τοῦ ὕμνου μᾶς τή δίνει ἕνα ἄλλο τροπάριο ἀπό τήν α’ ὠδή τοῦ Μεγάλου Κανόνος.
«Ὁ λῃσταῖς περιπεσὼν
ἐγὼ ὑπάρχω τοῖς λογισμοῖς μου·
ὅλως ὑπ᾿ αὐτῶν
τετραυμάτισμαι νῦν·
ἐπλήσθην μωλώπων.
Ἀλλ᾿ αὐτός μοι ἐπιστάς,
Χριστὲ Σωτήρ, ἰάτρευσον».
Κύριε, αὐτός πού ἔπεσε στούς ληστές λογισμούς ἐγώ εἶμαι. Μέ τραυμάτισαν, μέ κλέψανε, μέ γέμισαν πληγές. Οἱ ἄνθρωποι μέ εἶδαν καί μέ ἄφησαν στήν ἴδια κατάσταση, γυμνό καί τραυματία. Ἀλλά ἐσύ, Ἰησοῦ, πού ἀνέτειλες ἀπό τήν Μαρία, λυπήσου με καί σῶσε με. Μή μ’ ἀφήσεις στά χέρια τῶν λογισμῶν ληστῶν, ἀλλά δῶσ᾿ μου λογισμούς ἀληθεῖς, σεμνούς, δικαίους, ἁγνούς, προσφιλεῖς, εὔφημους.
Β. Μ.
Ἀπολύτρωσις 43 (1988) 42
Καθημερινά οἱ ἐφημερίδες εἶναι γεμάτες ἀπό ληστεῖες, ἁρπαγές, τραυματισμούς, σκοτωμούς! Φόβος καί τρόμος παλαιότερα ἦταν οἱ λήσταρχοι τῶν βουνῶν. Χειρότεροι καί φοβερότεροι οἱ σημερινοί λησταί τῶν πόλεων. Γιά ἐλάχιστα χρήματα χάνονται ζωές. Προστασία ἀπό πουθενά!
Νά, ὅμως καί κάποια ἄλλη παράξενη «ληστεία». Δέν τήν καταγράφει κανένα ἀστυνομικό δελτίο, ἀλλά ἔχει τά περισσότερα θύματα. Τήν ἀναφέρει ἕνα ἀπόστιχο τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Δ’ Κυριακῆς τῶν νηστειῶν.
«Λῃσταῖς λογισμοῖς, περιπεσὼν ὁ Ἀδάμ,
ἐκλάπη τὸν νοῦν, τραυματισθεὶς τὴν ψυχήν,
καὶ ἔκειτο γυμνὸς ἀντιλήψεως·
οὔτε Ἱερεὺς ὁ πρὸ τοῦ νόμου προσέσχεν αὐτῷ,
οὔτε Λευΐτης μετὰ νόμον ἐπεῖδεν αὐτόν,
εἰ μὴ σὺ ὁ παραγενόμενος Θεός, οὐκ ἐκ Σαμαρείας,
ἀλλ' ἐκ τῆς Μαρίας Θεοτόκου, Κύριε δόξα σοι».
Σέ ἐλεύθερη ἀπόδοση ὁ ὕμνος λέει: «Σέ λογισμούς ληστρικούς ἔπεσε ὁ Ἀδάμ. Τραυμάτισαν τήν ψυχή του, τοῦ ἔκλεψαν τόν νοῦν καί τόν ἄφησαν γυμνό, ἀβοήθητο. Οὔτε ὁ ἱερέας πρίν ἀπό τόν νόμο τόν πρόσεξε οὔτε ὁ Λευΐτης τοῦ νόμου τόν εἶδε. Παρά μόνον ἐσύ, ὁ Θεός, πού ἦλθες ὄχι ἀπό τή Σαμάρεια, ἀλλά ἀπό τήν Μαρία Θεοτόκο· Κύριε, δόξα σοι».
Τρία στοιχεῖα συνθέτουν τόν ὕμνο. Ἡ παρακοή καί πτώση τοῦ Ἀδάμ, ἡ παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου (Λκ 10,30-37) καί ἡ ἐκ τῆς Θεοτόκου γέννηση τοῦ Ἰησοῦ. Ληστές μεταφορικά εἶναι οἱ προσωποποιημένοι λογισμοί, πού «κατηγοροῦν ἤ καί ἀθωώνουν τόν ἄνθρωπο» (Ρω 2,15). Οἱ λογισμοί, πού κάνουν τόν ἄνθρωπο δίβουλο καί ἀκατάστατο σέ ὅλη του τή ζωή. Οἱ λογισμοί, πού ἔβαλαν τόν Κάιν νά σκοτώσει τόν Ἄβελ καί τά παιδιά τοῦ Ἰακώβ νά πουλήσουν τόν Ἰωσήφ. Οἱ λογισμοί, πού συλλαμβάνουν τήν ἁμαρτία καί φέρνουν τόν θάνατο. Οἱ λογισμοί ληστές!
Στόν τραυματισμένο καί ληστεμένο ἄνθρωπο κανένας δέν μπόρεσε νά προσφέρει βοήθεια. Καμία προσπάθεια, σύστημα καί φιλοσοφία τῶν ἀνθρώπων δέν λύτρωσε τόν ἄνθρωπο, παρά μόνον «ὁ καλός σαμαρείτης», πού γεννήθηκε ἀπό τήν Θεοτόκο. Τήν ἐφαρμογή τοῦ ὕμνου μᾶς τή δίνει ἕνα ἄλλο τροπάριο ἀπό τήν α’ ὠδή τοῦ Μεγάλου Κανόνος.
«Ὁ λῃσταῖς περιπεσὼν
ἐγὼ ὑπάρχω τοῖς λογισμοῖς μου·
ὅλως ὑπ᾿ αὐτῶν
τετραυμάτισμαι νῦν·
ἐπλήσθην μωλώπων.
Ἀλλ᾿ αὐτός μοι ἐπιστάς,
Χριστὲ Σωτήρ, ἰάτρευσον».
Κύριε, αὐτός πού ἔπεσε στούς ληστές λογισμούς ἐγώ εἶμαι. Μέ τραυμάτισαν, μέ κλέψανε, μέ γέμισαν πληγές. Οἱ ἄνθρωποι μέ εἶδαν καί μέ ἄφησαν στήν ἴδια κατάσταση, γυμνό καί τραυματία. Ἀλλά ἐσύ, Ἰησοῦ, πού ἀνέτειλες ἀπό τήν Μαρία, λυπήσου με καί σῶσε με. Μή μ’ ἀφήσεις στά χέρια τῶν λογισμῶν ληστῶν, ἀλλά δῶσ᾿ μου λογισμούς ἀληθεῖς, σεμνούς, δικαίους, ἁγνούς, προσφιλεῖς, εὔφημους.
Β. Μ.
Ἀπολύτρωσις 43 (1988) 42
Στό ἔργο τῆς σωτηρίας μας, πού εἶναι τό δυσκολώτερο καί τό σημαντικώτερο ἔργο αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἡ πίστη καί ἡ μετάνοια ἀποτελοῦν τίς δύο μοναδικές δυνάμεις πού μπορεῖ νά διαθέσει ὁ ἄνθρωπος γιά τήν ἐπίτευξή του. Εἶναι ἡ πόρτα πού ἀνοίγει καί ὁ δρόμος πού ἁπλώνεται, γιά νά περάσει στήν ψυχή μας ὁ Τριαδικός Θεός, ὁ ὁποῖος καί θά καλλιεργήσει τή σωτηρία μας.
Ὁ σπόρος τῆς πίστεως δίνεται ἀπό τόν Θεό σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀφοῦ ὁ Θεός «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α’ Τι 2, 4). Ἀλλά ὁ σπόρος μένει ἀνενέργητος καί ἄχρηστος, ἄν, ὅπως λέει ἡ παραβολή, δέν πέσει σέ «γῆ ἀγαθή» (Μθ 13,8· Μρ 4,8· Λκ 8,8). Καί τό στοιχεῖο πού κάνει τήν καρδιά μας εὔφορη εἶναι ἡ μετάνοια. Αὐτή ἡ δύναμη τῆς μετανοίας γίνεται συγχρόνως καί ὁ μοχλός πού δραστηριοποιεῖ τή δύναμη τῆς πίστεως.
Μέσα ἀπ’ αὐτές τίς προδιαγραφές σχετικά μέ τήν πίστη καί τή μετάνοια τό πρόβλημα, γιατί δέν σώζονται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι λύνεται ἤ μᾶλλον κατανοεῖται. Οἱ ἄνθρωποι μποροῦν νά πιστέψουν -ἐξ ἄλλου ἡ πίστη εἶναι λογικώτερη ἀπό τήν ἀπιστία-, ἀλλά δέν μποροῦν νά μετανοήσουν, ἤ σωστότερα δέν θέλουν νά μετανοήσουν. Στήν πίστη, πού ἐπισκέπτεται ὅλες τίς καρδιές, χρειάζεται ἡ ταπεινή καί γενναία μορφή τῆς μετανοίας, γιά νά τήν καλωσορίσει. Ἀλλά μετάνοια σημαίνει ἀπάρνηση τοῦ ἐγώ, σημαίνει ἀλλαγή ζωῆς καί ἀλλοίωση νοοτροπίας, μεταβολή καί μεταστροφή βαθειά καί εἰλικρινῆ. Γι’ αὐτό, ὅσοι κουβαλοῦν μέσα τους τήν ὑστεροβουλία καί τήν ἰδιοτέλεια, τήν ἐπιφύλαξη πού σέ κάνει νά βλέπεις μέ ὕποπτο μάτι καθένα πού ζητᾶ κάτι ἀπό τόν ἑαυτό σου, αὐτοί δυσκολεύονται νά ἀνοίξουν τήν πόρτα στό χτύπημα τοῦ Κυρίου. Ταμπουρώνονται πίσω ἀπό τά «δικά τους» κι ἔτσι διώχνουν καί τήν πίστη.
Ὅσοι ὅμως νιώθουν ὁρμητικά μέσα τους τήν ἀναζήτηση τῆς λυτρώσεως κι ἔχουν κρατήσει ἀνοιχτούς τούς δέκτες τῆς ψυχῆς τους -ἀνοιχτούς μέ τό φρόνημα τῆς προσδοκίας τοῦ Σωτῆρος, ὅ,τι κι ἄν τούς στοιχήσει-, αὐτοί μποροῦν νά συλλαμβάνουν τήν πίστη καί σώζονται. Μέσα τους μπορεῖ νά συντελεσθεῖ ἡ μετάνοια, μπορεῖ νά περπατήσει ἡ πίστη καί μαζί της ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Καί βλέπεις πώς ὅσο προκόβει μιά τέτοια ψυχή στή μετάνοια, τόσο δυναμώνει στήν πίστη· κι ὅσο δυναμώνει στήν πίστη τόσο περισσότερο θέλει νά μετανοεῖ. Πλησιάζεις τόν Θεό μέ ἐπιθυμία νά Τόν γνωρίσεις; Αἰσθάνεσαι ἀμέσως τήν ἀνάγκη νά καθαρισθεῖς, γιατί «ἀνήρ ἁμαρτωλός» εἶσαι. Λούζεσαι μές στό λουτρό τῆς μετανοίας; Ὅλο καί γλυκύτερη σοῦ γίνεται ἡ συντροφιά μέ τό Θεό.
Ἀδελφέ μου, ἐδῶ βρίσκεται τό μυστήριο καί τό μυστικό τῆς σωτηρίας· πίστη καί μετάνοια, δύο δυνάμεις συγγενεῖς μά καί παράλληλες. Ἡ πίστη εἶναι εὔκολη, γιατί τή δίνει ὁ Θεός. Ἡ μετάνοια εἶναι δύσκολη, γιατί τή ζητᾶ ἀπό μᾶς, μά τόν τρόπο νά τή δώσουμε μᾶς ἔδειξε ὁ ἴδιος. «Δός μοι, υἱέ, σήν καρδίαν», λέει (Πρμ 23, 26). Δέν ἔχουμε παρά νά τοῦ δώσουμε τήν καρδιά μας, κι αὐτός θά τήν γεμίσει μετάνοια, θά τῆς χαρίσει πίστη. Σέ τελευταία ἀνάλυση ἡ μόνη δυσκολία βρίσκεται στήν ταπείνωσή μας καί στήν παράδοση τοῦ ἑαυτοῦ μας μ’ ἐμπιστοσύνη στά χέρια Του. Ἐξ ἄλλου αὐτά τά χέρια εἶναι τά χέρια πού μᾶς ἔπλασαν, εἶναι τά χέρια πού μᾶς ἀνέπλασαν, ἀφοῦ τρύπησαν καί μάτωσαν γιά νά μᾶς χαρίσουν τό ζωογόνο αἷμα, τό αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τό αἷμα πού μᾶς καθαρίζει ἀπό κάθε ἁμαρτία καί μᾶς λούζει στή θεία ἀγάπη καί μᾶς δίνει αἰώνια ζωή. Γιά νά χυθεῖ, νά μεταγγισθεῖ ὅμως αὐτό τό αἷμα στόν ὀργανισμό μας, εἶναι ἀνάγκη ν’ ἀνοίξουμε κι ἐμεῖς τίς φλέβες μας· νά ὁμολογήσουμε τίς ἁμαρτίες μας, νά μετανοήσουμε καί νά ἐξομολογηθοῦμε.
Καί ἡ Ἐκκλησία, τό θεῖο αὐτό ἰατρεῖο, πάντοτε, καί ἰδιαίτερα τώρα μέ τήν περίοδο τοῦ Τριωδίου καί τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, μᾶς καλεῖ στόν πνευματικό αὐτό ἀγώνα, στόν ἀγώνα πού ξεκινᾶ μέ πίστη καί μετάνοια, προχωρεῖ μέ πίστη καί μετάνοια καί τερματίζει στή νίκη καί σωτηρία μέ πίστη καί μετάνοια. Αὐτή τήν πίστη κι αὐτή τή μετάνοια συνοψίζουν καί ἐκφράζουν οἱ φωνές, τοῦ τελώνου «ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λκ 18,13), τοῦ ἀσώτου «Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τόν οὐρανόν καί ἐνώπιόν σου· οὐκέτι εἰμί ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου» (Λκ 15,18-19), καί ἡ φωνή τοῦ ληστοῦ· «μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λκ 23,42).
«Γιατί σέ καιρό νηστείας νηστεύουμε τό λάδι καί τά ψάρια καί τρῶμε ἐλιές καί αὐγοτάραχο;»
Ἡ παλιά καί ἀληθινή νηστεία συνίσταται στήν πλήρη ἀποχή τροφῆς ἤ στήν ξηροφαγία. Ἐπειδή ὅμως αὐτή δέν εἶναι δυνατόν νά τηρηθεῖ στίς μεγάλες περιόδους τῶν νηστειῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, λόγῳ δύσκολων συνθηκῶν ζωῆς ἤ ἔλλειψης ζήλου, ἔχουν στήν πράξη ἐπινοηθεῖ διάφορες διευκολύνσεις, ὥστε νά εἶναι δυνατή ἡ ἐφαρμογή τῆς νηστείας ἀπό ὅλους τούς πιστούς.
Στήν ἀρχαία ἐποχή οἱ χριστιανοί μετά τήν ἐνάτη ὥρα (3 μ.μ.) τῶν νηστήσιμων ἡμερῶν κατέλυαν μόνο νερό καί ψωμί. Σιγά-σιγά ὅμως ὄχι μόνο ἡ διάρκεια τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀποχῆς ἀπό τροφή περιορίστηκε στά συνηθισμένα καί στίς ἄλλες μέρες ὅρια γι᾿ αὐτό μετατέθηκαν καί οἱ Ἑσπερινοί τῆς Τεσσαρακοστῆς καί οἱ Προηγιασμένες τό πρωί ἀλλά καί ἄλλα εἴδη τροφῶν ἄρχισαν νά χρησιμοποιοῦνται, ὅπως οἱ καρποί, τά ὄσπρια, τά ὀστρακόδερμα, τά μαλάκια κ.ο.κ.
Μέσα στά πλαίσια αὐτά μπορεῖ νά κατανοηθεῖ καί τό ὅτι τρῶμε ἐλιές κατά τίς ἡμέρες πού δέν τρῶμε λάδι, καί αὐγοτάραχο κατά τίς ἡμέρες πού ἀπέχουμε ἀπό ψάρια. Γιά τό πρῶτο μποροῦμε νά ἐπικαλεστοῦμε τό λόγο ὅτι οἱ ἐλιές τρώγονται ὡς καρπός, ἐνῶ ἡ ἀπαγόρευση τοῦ λαδιοῦ ἀφορᾶ στά φαγητά πού παρασκευάζονται μέ λάδι. Γιά τό δεύτερο ἡ δικαιολογία εἶναι λιγότερο εὔλογη, ἀφοῦ δέν ἰσχύει τό ἴδιο γιά τό γάλα ἤ τά αὐγά, ἀλλά καί αὐτά ἀπαγορεύονται κατά τίς νηστεῖες μας ὡς «καρπός... καί γεννήματα ὧν ἀπεχόμεθα» κατά τόν 56ο κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Γνωρίζω πάντως εὐλαβεῖς χριστιανούς πού κατανοοῦν ὅτι πρόκειται γιά «οἰκονομία», καί κατά τίς ἡμέρες τῶν μεγάλων νηστειῶν, ὅπως καί τήν παραμονή πού θά κοινωνήσουν, ἀπέχουν καί ἀπό ἐλιές καί ἀπό αὐγοτάραχο.
Εἶναι ἀλήθεια πώς αὐτή τήν ἐρώτηση τήν ἀκοῦμε συχνά ἀπό καλοπροαίρετους πιστούς καί συχνότερα ἀπό μερικούς πού εἰρωνεύονται τίς νηστεῖες. Θά μποροῦσε καί στίς δύο περιπτώσεις νά ὑπογραμμιστεῖ ἡ ἐλαστικότητα καί τό φιλάνθρωπο τῶν σχετικῶν ἐθίμων καί τῶν κανόνων τῆς Ἐκκλησίας, πού δέν ἔχουν σκοπό νά ἐξοντώσουν τούς ἀνθρώπους, ἀλλά νά τούς βοηθήσουν νά ἀσκηθοῦν στήν ἐγκράτεια καί νά κυριαρχήσουν στά πάθη τους. Ἄν τούς σκανδαλίζουν οἱ τροφές αὐτές, μποροῦν νά ἀπέχουν ἀπό αὐτές χωρίς κατά τόν ἀπόστολο νά ἐξουθενώνουν τούς «ἐσθίοντας» ἤ νά «κρίνουν» (Ρω 14,3) τήν Ἐκκλησία γιά τήν φιλάνθρωπη τακτική της. Τό νά ἀναλάβει ἡ Ἐκκλησία ἀγώνα γιά τήν ἐκκαθάριση τῶν σχετικῶν μέ τή νηστεία ἐθίμων καί τῶν τροφῶν πού τρώγονται ἤ ὄχι σ᾿ αὐτήν, οὔτε τοῦ παρόντος εἶναι οὔτε μπορεῖ νά μείνει πάντοτε μέσα στά ὅρια τῆς σοβαρότητος. Ἐκεῖνο πού πρωτεύει εἶναι ὁ τονισμός τῆς ἀνάγκης τῆς νηστείας καί τῆς πνευματικῆς ὠφέλειας πού προέρχεται ἀπ᾿ αὐτή, καθώς καί ἡ προσπάθεια γιά τήν κατά τό δυνατόν συμμόρφωση τῶν πιστῶν στίς σχετικές ἐκκλησιαστικές διατάξεις, πού ἀρκετά ἔχουν ἀτονήσει στίς μέρες μας.
Ἰωάννης Φουντούλης
Α. Ἡ σχέση της μέ τήν ἐλπίδα
Καθώς γύρω μας αὐξάνουν καθημερινά τά καταναλωτικά μας ἀγαθά, καθώς ἀπολαμβάνουμε συνεχῶς καί πλουσιότερη τήν τροφή καί καθώς συσσωρεύονται πάνω μας τό ἕνα μετά τό ἄλλο τά βάρη καί οἱ συμφορές τῆς καλοφαγίας καί πολυφαγίας, συνειδητοποιοῦμε ὅλο καί περισσότερο, ὅλο καί καλύτερα πόσο ὠφέλιμη καί πόσο ἀναγκαία εἶναι ἡ νηστεία. Οἱ γιατροί καί οἱ ἐπιστήμονες ἐπισημαίνουν ὅτι πρέπει ἡ δίαιτά μας νά γίνει ἁπλή καί λιτή καί ἔμμεσα ἤ ἄμεσα ἀναγνωρίζουν ὅτι οἱ διατάξεις τῆς Ἐκκλησίας γιά γενική ἐγκράτεια στό φαγητό καί γιά ἀποχή κατά καιρούς ἀπό ὁρισμένες τροφές εἶναι ἡ πιό κατάλληλη καί ἀποτελεσματική ἀντιμετώπιση τῆς πλημμύρας τῶν ἀγαθῶν στή ζωή μας, εἶναι ἡ πιό σωστή στάση γιά τήν ὑγεία καί γιά τήν εὐεξία μας. Ὅλοι συμφωνοῦν ὅτι ἀκόμη κι ἄν δέν ὑπῆρχε ὁ θεσμός τῆς νηστείας, θά ἔπρεπε νά ἐφευρεθεῖ τώρα καί νά ἐπιβληθεῖ, γιά νά μᾶς σώσει ἀπό τόν ὀλέθριο κίνδυνο τοῦ εὐδαιμονισμοῦ, πού ἀπειλεῖ νά μᾶς καταστρέψει περισσότερο ἀπό ὅ,τι μᾶς ἀπείλησε κάποτε ἡ πεῖνα, ἡ πενία, ἡ ἀπορία.
Ἐντούτοις, ὅσο κι ἄν ὁ κόσμος παραδέχεται ἀπό ἀνάγκη τήν ἀξία τῆς νηστείας στήν οὐσία της -διότι βέβαια στόν ἀκριβῆ της τύπο, ὅπως τήν διδάσκει ἡ Ἐκκλησία, δέν ἔχουν ὅλοι τήν ταπείνωση νά τήν ἀποδεχθοῦν-, δέν κατορθώνει νά συλλάβει πλήρως τήν ὑπεροχή της, ἐφόσον τήν κρίνει μόνο ἀπό τήν προσφορά της στή βιολογική μας ὕπαρξη καί δέν τήν θεωρεῖ ὁλοκληρωμένα ὡς προσφορά στόν σύνολο ἄνθρωπο καί πρό πάντων στήν πνευματική του ὑπόσταση. Διότι ἡ νηστεία ὁρίσθηκε ἀπό τόν Θεό μέ στόχο ὄχι μόνο τήν ὑγεία τοῦ σώματος, ἀλλά καί τήν εὐρωστία τοῦ πνεύματος, τήν εὐεξία τῆς ψυχῆς. Ὅταν ὁ Κύριος ἔδινε στούς πρωτοπλάστους τήν ἐντολή νά μή φᾶνε τούς καρπούς ἑνός συγκεκριμένου δένδρου μέσα στόν παράδεισο -οἱ ὁποῖοι, σημειωτέον, ἦταν πολύ ἑλκυστικοί-, θέσπιζε τήν πρώτη πράξη τῆς νηστείας καί ἔθετε τόν πρῶτο ὅρο γιά τήν ὑγεία τῆς ψυχῆς· τήν ἑκούσια δηλαδή ὑποταγή τοῦ ἀνθρώπου στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τήν ἐλεύθερη συμφωνία τοῦ πλάσματος μέ τόν Πλάστη. Ὑπακούοντας ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα στό παράγγελμα τῆς νηστείας φανέρωναν τήν ἐμπιστοσύνη τους καί τήν ἀγάπη τους στόν Κύριο, ἔδειχναν ὅτι ἀναγνωρίζουν τήν αὐθεντία του καί ἐπιθυμοῦν νά τόν εὐχαριστήσουν, καί ἀνέπτυσσαν ἔτσι μία δυνατή σχέση μαζί του, κατόρθωναν μία βαθειά ἐναρμόνιση τῆς ζωῆς τους μέ τή θεία ζωή.
Αὐτή ἡ τέλεια ἁρμονική σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό ἦταν καί ἔμεινε πάντοτε τό θαυμαστό ἀποτέλεσμα τῆς νηστείας. Στούς αἰῶνες πού ἀκολούθησαν μετά τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου, μετά τή διάρρηξη τοῦ δεσμοῦ πίστεως καί ἀγάπης πρός τόν Θεό, πού συνέβη ἀκριβῶς μέ τήν καταπάτηση τῆς νηστείας, ὁ Κύριος δέν ἄφησε τό πλάσμα του νά χάσει κάθε δυνατότητα ἐπαφῆς μαζί του καί νά χαθεῖ. Τοῦ χάρισε τήν ἐλπίδα ὅτι κάποτε θά ἐπιστρέψει πάλι στόν παράδεισο καί θά δεῖ ξανά τό πρόσωπό του, καί τοῦ ἔδωσε ἕνα μέσο γιά νά βρίσκει κοινωνία μαζί του, ὅσο μακριά κι ἄν πλανηθεῖ· τόν νόμο του καί μέσα σ’ αὐτόν τή νηστεία. Μέχρι σήμερα καί μέχρι νά ἔρθει ἡ τελική ἀπολύτρωσή μας, ἡ νηστεία παραμένει γιά ὅλους ὁ θεόσδοτος τρόπος γιά νά ἐπιτύχουμε τήν ἐσωτερική μας ἁρμονία, νά εἰρηνεύσουμε τόν διχασμένο ἑαυτό μας, πού ἐνῶ εἶναι τοῦ Θεοῦ, συγχρόνως ἐπαναστατεῖ ἐναντίον του. Βέβαια, ὅλα τοῦτα ἔγιναν πλήρως κατανοητά μετά τό λυτρωτικό ἔργο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος παραδίδει πλέον τό σῶμα του καί τό αἷμα του γιά τήν καταλλαγή τοῦ ἀποστάτη ἀνθρώπου μέ τόν Δεσπότη Κύριο καί ὁ ὁποῖος ἐπιτυγχάνει ἤδη γιά χάρη μας τή θεία κοινωνία μαζί του. Νηστεύοντας τώρα μέσα στήν Ἐκκλησία συσφίγγουμε τό δεσμό μας μέ τόν Κύριο καί ὁμολογοῦμε ὅτι διατηροῦμε ζωντανή τήν ἐλπίδα πώς κάποτε θά βρεθοῦμε στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι γίνεται φανερό πῶς ἡ νηστεία συνδέεται μέ τήν ἐλπίδα, ὅπως ἡ λατρεία συνδέεται μέ τήν πίστη καί ἡ θυσία μέ τήν ἀγάπη. Καί ἔτσι γίνεται φανερό ἐπίσης πῶς ἡ νηστεία ἀναφέρεται στόν Θεό καί ἡ θυσία στόν συνάνθρωπο. Μέσα στό σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας ἡ νηστεία καταλαμβάνει μία τέτοια θέση πού νά ἐκφράζει τήν ἐν Χριστῷ ἐλπίδα μας καί νά ὑπηρετεῖ τήν ὑπαρξιακή μας ὁλοκλήρωση.
Β. Ἡ συμβολή της στήν οἰκολογία
Ἐδῶ ἀκριβῶς ἔγκειται ἡ ὑπεροχή καί ἡ ἀξία τῆς νηστείας καί ἀπό ἐδῶ ἀπορρέει ἡ ὠφέλεια καί ἡ προσφορά της. Ἡ ἰσσοροπία πού ἐπιφέρει στίς πνευματικές σχέσεις μας ἀντανακλᾶται στήν καλή ὑγεία πού ἐξασφαλίζει γιά τό σῶμα μας, καί ἡ ἀγαλλίαση πού δημιουργεῖ στίς καρδιές μας, ὅταν γίνεται γιά τόν Θεό, ἀντικατοπτρίζεται στήν εὐφροσύνη τοῦ πνεύματός μας. Γι’ αὐτό εἶναι πολύ μονομερής ἡ θεώρηση τῆς νηστείας μόνο ἀπό βιολογική ἄποψη, ἀποκομμένη ἀπό τήν ἀναφορά της στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ καί ἀποσχισμένη ἀπό τή συνάφειά της μέ τήν ἐλπίδα τοῦ Χριστοῦ. Καί εἶναι πολύ ἄδικη ἡ ἐκτίμησή της μόνο σέ σχέση μέ τό στομάχι καί τίς ἀρρώστιες του. Τό εὖρος της εἶναι ὅσο καί τό ὕψος της. Τό μέγεθός της ἔχει τόση χωρητικότητα, ὥστε μπορεῖ νά χωνεύσει ὅλα τά κακά τοῦ εὐδαιμονισμοῦ μας καί νά συλλάβει ὅλες τίς μάστιγες τοῦ πολιτισμοῦ μας. Πράγματι, ἄν δοῦμε βαθύτερα τί βλάπτει τόν κόσμο σήμερα -ὄχι μόνο τόν ἄνθρωπο, ἀλλά καί τή φύση-, ἄν ἐξετάσουμε στή ρίζα τους τόν ὑποσιτισμό καί τόν ὑπερσιτισμό, τήν ἔνδεια καί τήν ἀσυδοσία, ἀκόμη ἄν ἐξετάσουμε στή ρίζα τους τή μόλυνση καί τή ρύπανση τοῦ περιβάλλοντος, τόν ἀποδεκατισμό ἐκλεκτῶν εἰδῶν καί τόν πολλαπλασιασμό μικροβίων καί ἰῶν, τήν καταστροφή τῆς γῆς καί τῆς ἀτμόσφαιρας, μέ ἕνα λόγο ἐκεῖνο πού ὀνομάζουμε οἰκολογικό πρόβλημα, θά ἀντιληφθοῦμε ὅτι αἰτία εἶναι ἡ περιφρόνηση καί ἡ καταπάτηση τῆς ἁγίας ἐντολῆς τῆς νηστείας. Διότι, ἄν ὁ ἄνθρωπος νήστευε ἀληθινά, ἄν δηλαδή σεβόταν τόν ἑαυτό του ὡς πνευματικό ὄν, θά σεβόταν καί τή φύση γύρω του καί θά νοιαζόταν νά μήν ἀφανισθεῖ.
Αὐτό ἀποτελεῖ μία μεγάλη ἀλήθεια, τήν ὁποία ἀξίζει νά προσέξουμε ἰδιαίτερα σήμερα πού βλέπουμε τό σύμπαν νά ἐκφυλίζεται. Ἐκεῖνος πού νηστεύει κατά Θεόν, πιστεύει ὅτι δέν εἶναι μόνο σάρκα καί αἷμα, πού κάποτε θά λειώσουν καί θά χαθοῦν, ἀλλά ὅτι εἶναι μία αἰώνια ὕπαρξη, ψυχή καί σῶμα, πού κάποτε θά βρεθεῖ ἀναστημένη, καί γι’ αὐτό πρέπει νά τήν κρατήσει σέ διαρκῆ κι ἀληθινή κοινωνία μέ τήν πηγή τῆς ζωῆς της, τόν Θεό. Ἔτσι δέν φοβᾶται μήπως ἀρρωστήσει ἤ μήπως πεθάνει τρώγοντας μόνο ἐκεῖνα πού ὁ Κύριος ἐντέλλεται. Ἔτσι βρίσκει τή δύναμη νά νικήσει τή λαιμαργία καί τή γαστριμαργία περιορίζοντας τήν τροφή του στά ἐπιτρεπτά καί ἀναγκαῖα. Καί ἔτσι δέν ἀντικρύζει τή φύση καί τά ἀγαθά της ὡς ἀντικείμενο μόνο ἐκμεταλλεύσεως, ἁρπαγῆς καί βιασμοῦ γιά τήν ἱκανοποίηση τῶν ὀρέξεών του, ἀλλά τήν βλέπει ὡς δῶρο ἀγάπης τοῦ Δημιουργοῦ πρός αὐτόν, οἶκο οἰκεῖο, δικό του σπίτι, πού θέλει νά τό φροντίζει καί νά τό περιποιεῖται, γιά νά τό ἔχει σ’ αὐτή τή ζωή ἀλλά καί στήν ἄλλη, καθόσον κι αὐτό μαζί του θά ἀνακαινισθεῖ τήν ἡμέρα ἐκείνη τῆς Παλιγγενεσίας. Ὅσο οἱ πρωτόπλαστοι ζοῦσαν μέ αὐτό τό φρόνημα, ὁ κόσμος ὅλος διατηροῦνταν «καλός λίαν». Ἀπό τή στιγμή πού παρέβησαν τήν ὑπακοή τῆς νηστείας, ὁ παράδεισος ἔγινε κόλαση. Ἡ φθορά τῆς φύσεως ξεκίνησε ἀπό τή διαφθορά τοῦ ἀνθρώπου, καί ὅπου μέσα στήν ἱστορία συναντοῦμε ἐξαπλωμένη τήν ἀνθρώπινη διαφθορά, ἐκεῖ βρίσκουμε καί διευρυμένη τή φυσική φθορά. Τό ἀντίθετο εἶναι ἡ λύση στό οἰκολογικό μας πρόβλημα. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ζῆ μέ τήν ἐλπίδα τῆς αἰωνίας ὑπάρξεώς του καί ἁγνεύει καί νηστεύει, ὁ κόσμος μας θά συντηρεῖται καθαρός καί ὡραῖος. Κι ὅπου ὑπάρχει ἀγώνας πνευματικός γιά τόν ἐξανθρωπισμό καί γιά τή θέωσή μας, ἐκεῖ θά ἀπαντᾶ προστασία καί μέριμνα γιά τή φύση.
Ἡ Ἐκκλησία μας μέ τή νηστεία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς φέρνει τό δικό της οἰκολογικό ἄγγελμα. Ἡ οἰκολογία δέν ἀναφέρεται μόνο στή φύση· ἀρχίζει ἀπό τόν ἄνθρωπο, τόν οἰκοκύρη τοῦ οἴκου γύρω μας, καί εἶναι τότε ἀσφαλής, ὅταν διασφαλίζει πρῶτα τήν πνευματική ἀκεραιότητα τῆς ὑπάρξεώς μας. Ἀσκώντας τόν ἑαυτό μας νά φυλάγεται ἀπό τή δουλεία στά κτίσματα, ὅσο ἀγαθά κι ἄν εἶναι αὐτά, μαθαίνουμε νά φυλάγουμε τήν κτίση ἀπό τήν τυραννική ἐξουσία μας. Μέ ἕνα τόσο ἁπλό τρόπο, ὅπως ἡ νηστεία, ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ μᾶς χαρίζει ἕνα τόσο σπουδαῖο ἀποτέλεσμα, τήν ἐλευθερία ἀπό τή δυναστεία τῆς φθορᾶς.
Ἐγώ θέλω ἔτσι. Ἔχω ρυθμίσει τά πάντα. Θέλω τότε, θέλω ἐκεῖ, θέλω αὐτά, θέλω τώρα. Ἡ ζωή μου εἶναι μία καί εἶναι μικρή και μοῦ ἀνήκει. Ἄν ἦταν δύο, τό συζητοῦσα μποροῦσαν νά ἔχουν κι ἄλλοι λόγο. Τώρα πού εἶναι μία, μήν τήν ἀγγίζετε.
«Καί ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν», ὁ νεώτερος γιός. Ὅσο γίνεται μακριά ἀπ’ τόν πατέρα. Ἐκεῖ κανένας δέν θά ἄγγιζε τή ζωή του καί τήν ἐλευθερία του.
Ὅμως κι αὐτός ἐδῶ ὁ ὁδοιπόρος ἀπεδήμησε μακριά ἀπ’ τή γῆ τῶν πατέρων του, αὐτός ὅμως ὄχι γιά ν’ ἀντιταταχτεῖ ἀλλά γιά νά ὑποταχτεῖ. Δέν σταματάει πουθενά, δέν βρίσκει πουθενά ἀνάπαυση, εἶναι σέ διαρκῆ ἐγρήγορση. Ποιόν τόπο θά τοῦ δείξει ὁ Θεός; Ὁ ὁδοιπόρος εἶναι ὁ Ἀβραάμ κι ἀνήκει σ’ αὐτούς τούς λίγους πού ἀφήνουν τόν Θεό νά διαλέξει ἀντί γι’ αὐτούς πράγματα πολύ προσωπικά δικά τους, πράγματα αὐτονόητα ὅτι τά διαλέγει ὁ καθένας μόνος του: σέ ποιόν τόπο θά μείνει ἤ ποιά σύζυγο θά πάρει γιά τό γιό του Ἰσαάκ, καί μάλιστα μέ μεσολάβητή τόν δοῦλο του Ἐλεάζαρ. Ὁ μεγάλος ἄρχοντας πατριάρχης σάν ἕνας ὑπηρέτης σκύβει τό κεφάλι σέ ὅλα. Δέν ἔχει δικές του ἐπιλογές.
Ποιός κερδίζει, ποιός χάνει; Παράδοξα πράγματα. Μέ τήν ὑποταγή κερδίζει κανείς αὐτό πού κυνηγάει ὅταν ρίχνεται στήν ἀποστασία καί τό χάνει. Δηλαδή ζωή καί περίσσεια ζωή. Τό πιό σοβαρό σημεῖο σύγκρισης καί σύγκρουσης ὁλωνῶν μας μέ τούς ἄλλους εἶναι αὐτό: τό πῶς διαχειρίζεται καθένας τή ζωή του, πιστεύοντας ὅτι αὐτό πού ἐπιλέγει σ’ ὅλους τούς τομεῖς εἶναι τό καλύτερο. Ἄρα, ἀφοῦ ἐπέλεξε ὅπως ἤθελε, ἔζησε τή ζωή του. Πληρώνοντας πανάκριβα πολλες φορές σέ χρῆμα, σέ ψέμα, σέ ψυχή, σέ αἷμα. Ὅσο γιά κείνη τή μία ζωή τοῦ Ἀβραάμ πού χάθηκε μές στήν ὑποταγή, ἐπεκτάθηκε σ’ ὅλη τήν ἱστορία, ἀφοῦ ἔγινε πατέρας πολλῶν ἐθνῶν, καί σ’ ὅλη τήν αἰωνιότητα, ἀφοῦ ὁ παράδεισος λέγεται ἀλλιῶς μέ τ’ ὄνομά του: κόλπος, ἀγκαλιά, τοῦ Ἀβραάμ.
Πεινάω ἐδῶ σ’ αὐτήν τήν ἐρημιά. Τά γουρούνια περνοῦν καλύτερα ἀπό μένα. Πόσοι ὑπηρέτες τοῦ πατέρα μου χορταίνουν ψωμί κι ἐγώ πεθαίνω! Τοῦς θυμᾶμαι. Κάτι ἄσημοι, κάτι ἀσήμαντοι, κάτι παρακατιανοί ἐκεῖ σέ μιάν ἄκρη μέσα στό σπίτι μου, γαντζωμένοι ἐκεῖ χορταίνουν ψωμί καί λαμπυρίζει ἡ ζωή στά μάτια τους. Θά γυρίσω πίσω καί θά πῶ στόν πατέρα μου νά μέ κάνει σάν ἕνας ἀπό αὐτούς. Σάν ἕναν ὑπηρέτη του. Γιά παραπάνω δέν ἀξίζω.
Γιά ποιόν εἶναι αὐτή ἡ χρυσή στολή στά χέρια τοῦ πατέρα;
Ὄχι ὅτι κι αὐτή τή φορά δέν ἔχω νά σοῦ κάνω ὑποδείξεις γιά τή ζωή μου, Κύριε. Ἔχω, καί μάλιστα πολλές. Στίς ὑποδείξεις, ἰδίως πρός Ἐσένα, τά κατάφερνα πάντοτε καλά. Τώρα ὅμως, κλεισμένος σάν τόν τυφλοπόντικα μές στό λαγούμι πού ἔσκαψα μόνος μου μέ τίς ἐπιλογές μου, δέν μέ παίρνει αὐτή τη φορά νά σοῦ κάνω ἄλλες ὑποδείξεις. Γι’ αὐτό πές μου Ἐσύ κι ἐγώ κι ἐγώ θά προσπαθήσω νά ὑπακούσω.
Συνειδητά ἤ ἀσυνείδητα, ἐν ἐπιγνώσει ἤ ἐν ἀγνοίᾳ τό μεῖζον καί σπουδαῖο θέμα, πού συνέχει τήν καρδιά τοῦ κάθε ἀνθρώπου φτωχοῦ ἤ πλούσιου, διάσημου ἤ ἄσημου, πιστοῦ ἤ ἄπιστου, εἶναι ἡ σωτηρία τῆς μοναδικῆς καί μονάκριβης ψυχῆς του. Ὁ σημερινός ἄνθρωπος ἴσως δείχνει ἀπροβλημάτιστος, καθώς περπατᾶ στό διάστημα καί «ἀπολαμβάνει» τίς δικές του εἰκονικές πραγματικότητες στόν κυβερνοχῶρο. Δέν ἔπαυσε ὅμως νά νιώθει ἀσίγαστη τή φλόγα γιά ζωή, χαρά, πληρότητα. Κι εἶναι ἀκριβῶς αὐτά τά αὐθεντικά ἐκδηλώματα τῆς σωτηρίας.
Ὡστόσο, δέν μπορεῖ κανείς νά ἐπιτύχει μόνος του τή σωτηρία, ὅσο ἄξιος καί ἅγιος κι ἄν εἶναι. Ἀπαιτεῖται ἡ συνεργασία μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ. «Ἑκάτερα συγκεκρᾶσθαι προσήκει (=πρέπει νά συνδυασθοῦν τά δύο)», διδάσκει ὁ Μέγας Βασίλειος. Καί βέβαια ὁ Θεός «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι» (Α' Τι 2,4). Γι᾿ αὐτό τό σκοπό πραγματοποίησε τήν κοσμογονική παρέμβασή του στόν κόσμο. Ἔχει γιά ὅλους ἕτοιμη τή σωτηρία (Α' Πε 1,5). Σώζονται ὅμως μόνο ὅσοι τό θέλουν κι ἐκφράζουν αὐτή τή θέλησή τους μέ τή μετάνοια (πρβλ. Α΄ Τι 4,10).
Τή μετάνοια θέτει ὡς ἀνυπέρθετη προϋπόθεση τῆς σωτηρίας ὁ σωτήρας μας Ἰησοῦς (Λκ 2,11). Μέ τό εὐαγγέλιό του, τό κατεξοχήν καλό ἄγγελμα, καί τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως καλεῖται ὁ καθένας νά κάνει τήν ἐπιλογή του, ἡ ὁποία θά προδικάσει καί τό αἰώνιο μέλλον του, τή σωτηρία ἤ τήν ἀπώλειά του.
Ἡ θεοκίνητη πένα τοῦ ἀποστόλου Παύλου συνιστᾶ· «μετά φόβου καί τρόμου τήν ἑαυτῶν σωτηρίαν κατεργάζεσθε» (Φι 2,12). Δέν ἐπιτρέπεται καμία ὀλιγωρία, ἀμέλεια ἤ ἀναβολή· «Σήμερον ἐάν τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούσητε» (Ἑβ 3,7 πρβλ. Ψα 94,8) «μή εἰς κενόν τήν χάριν τοῦ Θεοῦ δέξασθαι ὑμᾶς», διότι «ἰδού νῦν καιρός εὐπρόσδεκτος, ἰδού νῦν ἡμέρα σωτηρίας» (Β' Κο 6,1-2).
Ρέπει, ἐντούτοις, ὁ ἄνθρωπος στήν ἀμέλεια. Κι ἐνῶ οἱ περισσότεροι δέν ἀπορρίπτουν τό θεϊκό προσκλητήριο, ἀναβάλλουν ὅμως τή συμμόρφωσή τους πρός αὐτό. Δέν διαγράφουν τή μετάνοια, ἀλλά τή μεταθέτουν στό μέλλον κι ἐκθέτουν ἔτσι σέ σοβαρό κίνδυνο τή σωτηρία τῆς ψυχῆς τους. Διότι, ἄν ἐκεῖνος ὁ τραγικός τύραννος τῶν Θηβῶν, ὁ Ἀρχίας, ἀναβάλλοντας «ἐς αὔριον τά σπουδαῖα» ἔχασε τήν ἐξουσία καί μαζί τή ζωή του, ποιός ἐγγυᾶται σέ μᾶς ὅτι θά ἔχουμε δικό μας τό αὔριο, ὥστε τότε νά μετανοήσουμε;
Ἰσχυρό καί ἠχηρό μᾶς ἀπευθύνει τό σωτήριο «νῦν» ἡ Ἐκκλησία μας. Ἀνοίγει μπροστά μας τήν περίοδο τοῦ κατανυκτικοῦ Τριωδίου καί, μέ τήν ἔναρξη τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, προσκαλεῖ νά εἰσέλθουμε στό στάδιο τῶν ἀρετῶν ὅλοι «οἱ βουλόμενοι ἀθλῆσαι». Ἀναλογιζόμενοι «τά πλήθη τῶν πεπραγμένων δεινῶν» μας, ἀλλά καί προσβλέποντας «εἰς τό ἔλεος τῆς εὐσπλαγχνίας» τοῦ Θεοῦ, μέ συντριβή καί ταπείνωση, μέ μετάνοια καί ἐξομολόγηση γινόμαστε ἀποδέκτες τῆς χάριτος καί τῆς βοήθειας τοῦ Θεοῦ.
Αὐτή τήν πολύτιμη προσφορά, αὐτή τή μεγάλη εὐκαιρία, μή τήν ἀμελήσεις, ἀδελφέ μου. Σπεῦσε νά τήν ἀξιοποιήσεις μέ τήν πρέπουσα σοβαρότητα καί χωρίς ἀναβολή !
Παλιά καί πολυσήμαντη ἡ λέξη βρίσκει στίς μέρες μας μία πλούσια καί πολυποίκιλη χρήση, κάποτε δέ καί κατάχρηση. Ἡ σημασία της ἀναδύεται ἀπό τήν ἀνάλυση τῶν συνθετικῶν της. Ὑπέρ + βαίνω = βαίνω ὑπέρ, περνῶ πάνω ἀπό κάποιο ὅριο, τό ξεπερνῶ.
Εἶναι αὐτονόητο, βέβαια, ὅτι αὐτό τό ξεπέρασμα νοηματίζεται ἀπό τή σημασία, τήν ἀξία ἤ ἀπαξία, τοῦ ὁρίου πού ξεπερνᾶ κανείς. Ἡ ὑπέρβαση τοῦ φόβου, γιά παράδειγμα, ἀναδεικνύει τόν γενναῖο· ἡ ὑπέρβαση τοῦ προσωπικοῦ συμφέροντος, τόν ἥρωα· ἡ ὑπέρβαση τῶν προσωπικῶν δικαιωμάτων γιά χάρη τοῦ ἄλλου χαρακτηρίζει τόν ἀλτρουϊστή. Ἀντίθετα, ἡ ὑπέρβαση τοῦ νόμου κάνει τόν παραβάτη· τῶν ἁρμοδιοτήτων, τόν θρασύ καί πολυπράγμονα κ.ο.κ.
Ἐχθροί καί φίλοι, βέβαια, χαίρονται νά συμμετέχουν στά εὐχάριστα. Τό νά θέλεις ὅμως νά μοιραστεῖς τή στενοχώρια τοῦ ἄλλου εἶναι γνώρισμα ἀνθρώπου πού ὑπερισχύει στήν ἀγάπη. Αὐτή τήν ὑπέρβαση θαυμάζει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης. Καί ἡ ζωή τοῦ πιστοῦ εἶναι γεμάτη ἀπό τέτοιες πνευματικές ὑπερβάσεις. Μάλιστα ἡ περίοδος τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, τήν ὁποία διανύουμε, εἶναι ἡ κατεξοχήν περίοδος τῶν πνευματικῶν ὑπερβάσεων. Μᾶς ὑπενθυμίζει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία τό νόημα καί τό στόχο τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί μᾶς καλεῖ σέ μία ἐπανεκκίνηση καί ἀνανέωση τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα.
Βασικά ὅλη ἡ πνευματική ζωή, ἡ ζωή τῆς πίστεως, εἶναι μία ὑπέρβαση. Χωρίς νά ἀρνεῖσαι τήν παροῦσα ζωή, τήν ὑπερβαίνεις γιά ν᾿ ἀγκαλιάσεις τή μέλλουσα· σημειωτέον ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὀνομάζεται «μέλλων αἰών», σέ ἀντίθεση πρός τόν παρόντα, πού χαρακτηρίζει τήν ἀπνευμάτιστη πραγματικότητα αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Καί τό θαυμαστό εἶναι ὅτι, δίνοντας προτεραιότητα στή μέλλουσα πραγματικότητα τοῦ Θεοῦ, κερδίζεις καί ἀξιοποιεῖς καλύτερα τήν παροῦσα.
Ὑπερβαίνει ὁ πιστός τό προσωπικό του θέλημα, γιά νά κάνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Αὐτό ἀπαιτεῖ κατανίκηση τῶν παθῶν, καταπάτηση τῶν ἐγωιστικῶν ὑλικῶν συμφερόντων, μία διαδικασία καθόλου εὐχάριστη. Κι ὅμως, ὅταν κατορθώσει κανείς νά κάνει αὐτή τήν ὑπέρβαση, ἀνακαλύπτει ὅτι τό πραγματικό του συμφέρον δέν εἶναι ἄλλο ἀπό αὐτό πού τοῦ ὑπαγορεύει ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ. Ἀναφέρω ἐνδεικτικά μόνο τό παράδειγμα τῆς νηστείας. Μέσα στόν καταναλωτικό πυρετό τῆς ἐποχῆς μας φαίνεται σάν ἀνυπόφορη στέρηση καί ἀσφαλῶς θεωρεῖται δυσάρεστη ἐκ πρώτης ὄψεως. Κι ὅμως σήμερα ἐπιβεβαιώνεται ἡ χρησιμότητα αὐτῆς τῆς πνευματικῆς ἄσκησης ὄχι μόνο ἀπό ἐκείνους πού τήν παραδέχονται, ἀλλά καί ἀπό ἐκείνους πού τήν περιφρονοῦν μέν, ἀλλά μιλοῦν γιά ἀνάγκη ἀποτοξίνωσης τοῦ ὀργανισμοῦ κτλ.
Νηστεία ἀληθινή εἶναι ἡ ἀποξένωση ἀπό τό κακό, ἡ ἐγκράτεια τῆς γλώσσας, ἡ ἀποχή ἀπό τό θυμό, ὁ χωρισμός ἀπό τίς ἐπιθυμίες, τήν κατάκριση, τό ψέμα καί τήν ψευδορκία, διδάσκει ἡ Ἐκκλησία. Προτείνει, δηλαδή, μία σειρά ὑπερβάσεων μέσα ἀπό τίς ὁποῖες ἀσκεῖται ὁ πιστός. Ὅλες αὐτές οἱ πνευματικές ἀσκήσεις μοιάζουν σάν τό κοντάρι πάνω στό ὁποῖο στηρίζεται ὁ ἀθλητής στό ἅλμα ἐπί κοντῷ, γιά νά ἐκτοξευθεῖ στήν ἐπιτυχία. Γι᾿ αὐτό τήν ἀγαποῦν ἰδιαίτερα οἱ χριστιανοί τήν περιόδο τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς. Καλό ἀγώνα, ἀδελφοί μου. Καί μέ τή νίκη!
Στέργιος Σάκκος