Παλιά καί πολυσήμαντη ἡ λέξη βρίσκει στίς μέρες μας μία πλούσια καί πολυποίκιλη χρήση, κάποτε δέ καί κατάχρηση. Ἡ σημασία της ἀναδύεται ἀπό τήν ἀνάλυση τῶν συνθετικῶν της. Ὑπέρ + βαίνω = βαίνω ὑπέρ, περνῶ πάνω ἀπό κάποιο ὅριο, τό ξεπερνῶ.
Εἶναι αὐτονόητο, βέβαια, ὅτι αὐτό τό ξεπέρασμα νοηματίζεται ἀπό τή σημασία, τήν ἀξία ἤ ἀπαξία, τοῦ ὁρίου πού ξεπερνᾶ κανείς. Ἡ ὑπέρβαση τοῦ φόβου, γιά παράδειγμα, ἀναδεικνύει τόν γενναῖο· ἡ ὑπέρβαση τοῦ προσωπικοῦ συμφέροντος, τόν ἥρωα· ἡ ὑπέρβαση τῶν προσωπικῶν δικαιωμάτων γιά χάρη τοῦ ἄλλου χαρακτηρίζει τόν ἀλτρουϊστή. Ἀντίθετα, ἡ ὑπέρβαση τοῦ νόμου κάνει τόν παραβάτη· τῶν ἁρμοδιοτήτων, τόν θρασύ καί πολυπράγμονα κ.ο.κ.
Ἐχθροί καί φίλοι, βέβαια, χαίρονται νά συμμετέχουν στά εὐχάριστα. Τό νά θέλεις ὅμως νά μοιραστεῖς τή στενοχώρια τοῦ ἄλλου εἶναι γνώρισμα ἀνθρώπου πού ὑπερισχύει στήν ἀγάπη. Αὐτή τήν ὑπέρβαση θαυμάζει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης. Καί ἡ ζωή τοῦ πιστοῦ εἶναι γεμάτη ἀπό τέτοιες πνευματικές ὑπερβάσεις. Μάλιστα ἡ περίοδος τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, τήν ὁποία διανύουμε, εἶναι ἡ κατεξοχήν περίοδος τῶν πνευματικῶν ὑπερβάσεων. Μᾶς ὑπενθυμίζει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία τό νόημα καί τό στόχο τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί μᾶς καλεῖ σέ μία ἐπανεκκίνηση καί ἀνανέωση τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα.
Βασικά ὅλη ἡ πνευματική ζωή, ἡ ζωή τῆς πίστεως, εἶναι μία ὑπέρβαση. Χωρίς νά ἀρνεῖσαι τήν παροῦσα ζωή, τήν ὑπερβαίνεις γιά ν᾿ ἀγκαλιάσεις τή μέλλουσα· σημειωτέον ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὀνομάζεται «μέλλων αἰών», σέ ἀντίθεση πρός τόν παρόντα, πού χαρακτηρίζει τήν ἀπνευμάτιστη πραγματικότητα αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Καί τό θαυμαστό εἶναι ὅτι, δίνοντας προτεραιότητα στή μέλλουσα πραγματικότητα τοῦ Θεοῦ, κερδίζεις καί ἀξιοποιεῖς καλύτερα τήν παροῦσα.
Ὑπερβαίνει ὁ πιστός τό προσωπικό του θέλημα, γιά νά κάνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Αὐτό ἀπαιτεῖ κατανίκηση τῶν παθῶν, καταπάτηση τῶν ἐγωιστικῶν ὑλικῶν συμφερόντων, μία διαδικασία καθόλου εὐχάριστη. Κι ὅμως, ὅταν κατορθώσει κανείς νά κάνει αὐτή τήν ὑπέρβαση, ἀνακαλύπτει ὅτι τό πραγματικό του συμφέρον δέν εἶναι ἄλλο ἀπό αὐτό πού τοῦ ὑπαγορεύει ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ. Ἀναφέρω ἐνδεικτικά μόνο τό παράδειγμα τῆς νηστείας. Μέσα στόν καταναλωτικό πυρετό τῆς ἐποχῆς μας φαίνεται σάν ἀνυπόφορη στέρηση καί ἀσφαλῶς θεωρεῖται δυσάρεστη ἐκ πρώτης ὄψεως. Κι ὅμως σήμερα ἐπιβεβαιώνεται ἡ χρησιμότητα αὐτῆς τῆς πνευματικῆς ἄσκησης ὄχι μόνο ἀπό ἐκείνους πού τήν παραδέχονται, ἀλλά καί ἀπό ἐκείνους πού τήν περιφρονοῦν μέν, ἀλλά μιλοῦν γιά ἀνάγκη ἀποτοξίνωσης τοῦ ὀργανισμοῦ κτλ.
Νηστεία ἀληθινή εἶναι ἡ ἀποξένωση ἀπό τό κακό, ἡ ἐγκράτεια τῆς γλώσσας, ἡ ἀποχή ἀπό τό θυμό, ὁ χωρισμός ἀπό τίς ἐπιθυμίες, τήν κατάκριση, τό ψέμα καί τήν ψευδορκία, διδάσκει ἡ Ἐκκλησία. Προτείνει, δηλαδή, μία σειρά ὑπερβάσεων μέσα ἀπό τίς ὁποῖες ἀσκεῖται ὁ πιστός. Ὅλες αὐτές οἱ πνευματικές ἀσκήσεις μοιάζουν σάν τό κοντάρι πάνω στό ὁποῖο στηρίζεται ὁ ἀθλητής στό ἅλμα ἐπί κοντῷ, γιά νά ἐκτοξευθεῖ στήν ἐπιτυχία. Γι᾿ αὐτό τήν ἀγαποῦν ἰδιαίτερα οἱ χριστιανοί τήν περιόδο τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς. Καλό ἀγώνα, ἀδελφοί μου. Καί μέ τή νίκη!
Στέργιος Σάκκος