Ψυχή καί Χριστός
«Anima naturaliter christiana est», εἶπε κάποτε ὁ σοφός Τερτυλλιανός καί ἀπό τότε πολλές φορές ἡ ἱστορία τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος ἐπαλήθευσε αὐτόν τόν λόγο. «Ἡ ψυχή εἶναι ἀπό τήν φύση της χριστιανική», εἴτε ἀνήκει σέ χριστιανό εἴτε ὄχι, διότι ἔτσι ἔχει βγεῖ μέσα ἀπό τά χέρια τοῦ Δημιουργοῦ της, νά ἀναπαύεται μόνο στόν ἐν Χριστῷ Θεό. Τό εὐαγγέλιο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καί ἡ ζωή τῆς χάριτος, πού αὐτός χαρίζει, ἀποτελοῦν τό μόνο ἔνδυμα πού τήν καλύπτει, τήν μόνη τροφή πού τήν χορταίνει, τό μοναδικό καθεστώς πού τήν ἰσορροπεῖ.
Φαίνεται αὐτό πρῶτα-πρῶτα ἀπό τίς ἀναζητήσεις τοῦ ἀνθρώπου· ἀπό τίς ἀνησυχίες του, πού τόν σπρώχνουν νά παίρνει χίλιους δρόμους ψάχνοντας τήν εὐτυχία, καί ἀπό τίς ἀπογοητεύσεις του, πού τόν γεμίζουν πικρία, καθώς φθάνει κάθε φορά στά σκληρά ἀδιέξοδα. Κυνηγᾶ τήν δόξα ὁ φιλόδοξος, τό χρῆμα ὁ φιλάργυρος, τήν ἡδονή ὁ φιλήδονος, μέ πάθος καί μανία, ἀλλά γιατί ποτέ δέν ἱκανοποιεῖται ἀπό τό θήραμά του; Γιατί ὅσο πιό πολύ κορέννεται, τόσο πιό ἄδειος νιώθει, ὅσο πιό ἀδηφάγα ρουφᾶ, τόσο πιό ἄπληστα διψᾶ; Δέν εἶναι αὐτό μιά τρανή μαρτυρία πώς κάτι ἄλλο ζητᾶ, ἄπειρο καί αἰώνιο καί πολύ προσωπικό, κάτι πού θά ἀναγνωρίσει καί θά τιμήσει τήν ἀξία τῆς ὑπάρξεώς του περισσότερο ἀπό τήν δόξα τῶν ἀνθρώπων, κάτι πού θά ἀσφαλίσει τήν ζωή του καλύτερα ἀπό τό χρῆμα, κάτι πού θά γλυκάνει τό εἶναι του βαθύτερα καί δυνατώτερα ἀπό τήν ἡδονή;
Λέει ὁ ἄφρονας πλούσιος στήν ψυχή του: «Ψυχή, ἔχεις πολλά ἀγαθά κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου» (Λκ 12,19). Ἀλλά ἡ ψυχή μέ τά ἀγαθά αὐτοῦ τοῦ κόσμου δέν ξεκουράζεται· μόνο φορτώνεται καί βαραίνει. Δέν εὐφραίνεται· μόνο ταράσσεται καί ὑποφέρει. Διότι ἐκεῖνο πού τῆς λείπει καί ἐκεῖνο πού τῆς χρειάζεται εἶναι τά ἀγαθά ἑνός ἄλλου κόσμου, ἀπό τόν ὁποῖο κατάγεται καί στόν ὁποῖο ἀνήκει· ἀγαθά ὄχι τῆς γῆς, ἀλλά τοῦ οὐρανοῦ, οὔτε ἁπλῶς «πολλά», ἀλλά ἀτελεύτητα, καί ὄχι μόνο γιά «ἔτη πολλά», ἀλλά γιά τούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ναί, ἐκεῖνο πού λαχταρᾶ ἡ ἀνθρώπινη ψυχή εἶναι ὁ Θεός.
Ποιός θεός ὅμως; Μέσα ἀπό τά ρεύματα τῆς ἱστορίας ἀναδύονται ἑκατοντάδες θεοί, μέ ποικίλες μορφές, ἀναιρώντας ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Ἀπό τά πανάρχαια χρόνια, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ Πλούταρχος, μέχρι σήμερα δέν θά βρεῖτε οὔτε ἕνα λαό οὔτε μία ἐποχή χωρίς θεό. Ἀλλά δέν θά βρεῖτε ἐπίσης οὔτε καί τήν ἱκανοποίηση τῆς ψυχῆς. Στέκεται ἡ ψυχή κάθε φορά μέ πόθο καί δέος μπροστά στήν θεότητα πού ὑψώνει, γιά νά στραφεῖ σέ λίγο ἀπογοητευμένη ἀλλοῦ, ἀναζητώντας ξανά καί ξανά τόν ἄγνωστο θεό της. Νεκροί καί ψεύτικοι οἱ θεοί τῶν ἀνθρώπων! Διότι δέν εἶναι ὁ Θεός πού τούς δημιούργησε γιά τόν ἑαυτό του, ἀλλά οἱ θεοί πού οἱ ἄνθρωποι δημιούργησαν γιά τόν δικό τους ἑαυτό, στομώνοντας ἔτσι μέ σκύβαλα τήν θεϊκή λαχτάρα τῆς ψυχῆς τους. Δέν εἶναι ὁ ζωντανός καί ἀληθινός Θεός, πού θέλει τήν ὑπηρεσία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά εἶναι τά φόβητρα καί τά θέλγητρα τῶν ἀνθρώπων, πού θεοποιοῦνται γιά νά τεθοῦν στήν ὑπηρεσία τους.
Ρίξτε ἕνα βλέμμα στίς θρησκεῖες τοῦ κόσμου. Στήν Αἴγυπτο καί στήν Ἰνδία, στήν ζούγκλα τῆς Ἀφρικῆς καί στόν κάμπο τῆς Μεσοποταμίας θεός γίνεται ὁ ἥλιος καί ὁ ποταμός, τό φετίχ καί τό τοτέμ, ὅσα συντηροῦν καί ὅσα ἀπειλοῦν τήν ἀνθρώπινη ζωή. Στήν Ἑλλάδα; Ἀποθεώνονται οἱ ἀρετές, ἀλλά καί τά πάθη· καί ἐπειδή ἕνας θεός δέν μπορεῖ νά παίζει ὅλους τούς ρόλους, γεννιοῦνται πολλοί, ἄλλοι ἀπό τήν κεφαλή τοῦ Διός, γιά νά εὐνοοῦν τίς ἀνώτερες ἐφέσεις τῆς ψυχῆς, καί ἄλλοι ἀπό τά ὑπογάστριά του, γιά νά ἱκανοποιοῦν τίς κατώτερες ὁρμές. Ἀκόμη καί οἱ Ἰουδαῖοι, στούς ὁποίους ἀποκαλύφθηκε ὁ ἀληθινός Θεός, ὅταν ξέκλιναν ἀπό τήν ὁδό τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, καταντοῦσαν σέ μία ἀνούσια τυπολατρία καί ἀλλοίωναν τήν εἰκόνα τοῦ προσώπου του σύμφωνα μέ τίς ἐπιθυμίες τους. Κι ἐκεῖνοι ὅμως πού πίστευαν μέ μία ἁγνή πίστη στόν Κύριο τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, δέν χόρταιναν μ' αὐτήν τήν πίστη, ἀλλά προσδοκοῦσαν καί καρτεροῦσαν τήν συγκεκριμένη παρουσία τοῦ Θεοῦ καί τήν προσωπική συνάντηση μαζί του.
Καί ὁ Θεός ἦλθε. Στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ φανέρωσε ποιός εἶναι καί μᾶς κάλεσε νά τόν γνωρίσουμε. Ὅσοι ἀνταποκρίθηκαν στήν κλήση βεβαιώνουν μέ τήν ἐμπειρία τους ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Θεός τῆς ψυχῆς μας καί μαρτυροῦν ὅτι ὄντως ἡ ψυχή εἶναι ὄχι ἁπλῶς θεϊκή, ἀλλά χριστιανική, διότι θεός ἄλλος ἐκτός ἀπό τόν Χριστό δέν ὑπάρχει. Ἀποδεικνύεται ἔτσι πόσο πλανῶνται ἐκεῖνοι πού ἐνῶ ἀρνοῦνται τόν Χριστό, ἐφησυχάζουν «ἑαυτούς καί ἀλλήλους» λέγοντας ὅτι δέν εἶναι ἄθεοι, ἀλλά πιστεύουν σέ μία ἀνώτερη δύναμη, σέ κάποιο ὑπερβατικό ὄν. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἐφόσον παραμένουν ἄπιστοι στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἐφόσον δέν θέλουν νά δεχθοῦν ὅτι ὁ Ἰησοῦς, ὁ υἱός τῆς παρθένου Μαρίας, εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, μάταια βαυκαλίζονται ὅτι ἔχουν Θεό. Οἱ ἄπιστοι εἶναι καί αὐτοί ἄθεοι, ὅσους θεούς κι ἄν ἐπικαλοῦνται.
Ἐνασμενίζονται νά νομίζουν μερικοί στήν ἐποχή μας ὅτι ὅλη αὐτή ἡ κίνηση καί ἡ ἀνακίνηση τῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν πού παρατηρεῖται, ἡ ἕλξη καί ἡ γοητεία τῶν γκουρού, ἡ διάδοση τῆς μαύρης καί τῆς λευκῆς μαγείας, ἡ ἔξαρση τῆς θρησκευτικῆς μουσικῆς, ἀποτελοῦν δείγματα ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν Θεό. Χαίρονται οἱ ἀφελεῖς καί φιλοσοφοῦν οἱ κουλτουριάρηδες. Ἀλλά αὐτά εἶναι ἀκριβῶς τά δείγματα πού δείχνουν ὅτι οἱ ἄνθρωποι δέν ἔχουν Θεό καί γι' αὐτό φτιάχνουν συνεχῶς καινούργιους καί ὅλο πιό ἀπατηλούς θεούς. Τό θεῖον δέν τό ἀσφαλίζει οὔτε τό ὄνομα οὔτε ἡ λατρεία οὔτε τό ἱερατεῖο. Μπορεῖ αὐτά νά εἶναι τά πιό ἰσχυρά ὑποκατάστατα, ἀλλά δέν παύουν νά εἶναι ὑποκατάστατα τοῦ Θεοῦ, πού ἀφήνουν γυμνή τήν ψυχή, πεινασμένη καί ἀπορρυθμισμένη μέσα στίς ἀπεγνωσμένες ἀναζητήσεις της.
Ὁ Θεός ὁ ἀληθινός δέν εἶναι ὁ Ἀλλάχ οὔτε εἶναι ὁ Μέγας Ἀρχιτέκτων τοῦ σύμπαντος οὔτε μία συγκεχυμένη δύναμη πού μπορεῖ νά ὑπάρχει παντοῦ, ὅσο καί πουθενά. Εἶναι ἕνας συγκεκριμένος Θεός, πού μπῆκε στήν ἱστορία μας, μᾶς ἔδωσε τά διαπιστευτήριά του, μᾶς ἔδειξε τήν τέλεια ἀγάπη του καί ζήτησε τήν καρδιά μας. Ὁ Θεός αὐτός ἔχει πρόσωπο, ἔχει εὐαγγέλιο, ἔχει σχέδιο καί ἀναπτύσσει προσωπική σχέση μέ τόν ἄνθρωπο. Στήν ἀγκαλιά του ἀναπαύεται ἡ ψυχή μας, ἀπό τά τρυπημένα χέρια του παίρνει ζωή, μέ τόν λόγο του στηρίζεται, στήν παρουσία του εὐφραίνεται «ὡς ἐν ἡμέρᾳ ἑορτῆς» (Σοφονία 3,17). Ὁ Θεός εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, καί ἡ ψυχή μας ἀπό τήν φύση της τοῦ ἀνήκει.
Ἄν ἡ ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ τό φανερώνει αὐτό μιά φορά, τό διατρανώνει πολλές φορές ἡ ὑποταγή στόν Χριστό. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δεχθεῖ τό μήνυμα τοῦ εὐαγγελίου καί γευθεῖ πόσο χρηστός εἶναι ὁ Κύριος, τότε τίποτε δέν μπορεῖ νά τόν χωρίσει ἀπό τήν ἀγάπη του. Ἀκόμη καί ὅταν χρειαστεῖ γιά τό ὄνομά του νά ἀντιμετωπίσει διωγμούς, νά σηκώσει σταυρούς, νά ὑποστεῖ θυσίες καί θλίψεις, δέν ἀνταλλάσσει τόν Χριστό μέ καμία ἄνεση καί καμία δόξα. Ἀλλά τό πιό καταπληκτικό εἶναι ὅτι ὄχι μόνον ὑπομένει, ἀλλά ξέρει καί νά χαίρεται στά παθήματά του. Ὑπάρχει ἄραγε κάτι ἄλλο ἀπό αὐτήν τήν ἀναφαίρετη καί πεπληρωμένη χαρά τοῦ χριστιανοῦ, πιό ἱκανό νά μᾶς πείσει γιά τόν σύνδεσμο πού ἔχουν ἡ ψυχή καί ὁ Χριστός;
Τό μήνυμα αὐτό μπορεῖ νά τό διαπιστώσει ἄμεσα ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, ἄλλοτε μέ τήν ἀγωνία του μέσα στήν σύγχυση τῆς ἐποχῆς καί ἄλλοτε μέ τήν ἱλαρότητά του μέσα στόν ἀγώνα γιά τήν θέωση. Ὁ κόσμος ἀναπόφευκτα χωρίζεται σ' αὐτούς πού ἔχουν Θεό, καί εἶναι οἱ χριστιανοί, καί σ' αὐτούς πού δέν ἔχουν Θεό, καί εἶναι ὄχι μόνον οἱ ἄθεοι ἀλλά καί ὅλοι οἱ ἄπιστοι. Μάταια γυρεύουν οἱ τελευταῖοι τήν γαλήνη καί τήν ἠρεμία στήν γιόγκα καί στό νιρβάνα, στόν στοχασμό καί στήν διανόηση, στά μεταφυσικά ταξίδια καί στίς ἐπικοινωνίες μέ τό ὑπερπέραν. Ἡ μακαριότητα καί ἡ εὐτυχία δέν βρίσκονται μακριά μας οὔτε εἶναι κρυμμένες μέσα στό μισοσκόταδο τῶν ἀποκρύφων θρησκειῶν καί φιλοσοφιῶν. Ὁ Θεός μᾶς ἐγγίζει μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό, πού ἦλθε ἀνάμεσά μας ὅλο φῶς καί γλυκύτητα. «Τό φῶς ἐλήλυθεν εἰς τόν κόσμον», γράφει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης, ἀλλά «ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τό σκότος ἤ τό φῶς· ἦν γάρ πονηρά αὐτῶν τά ἔργα» (Ἰω 3,19). Κι ἕνας μεγάλος ἀναζητητής τῆς ἀλήθειας, ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος, σφραγίζει μέ τό ἀδιαφιλονίκητο κῦρος τῆς προσωπικῆς του ἱστορίας τό γεγονός· «Κύριε, μᾶς ἔπλασες γιά σένα καί ἡ ψυχή μας ἀγωνιᾶ, ἕως ὅτου ἀναπαυθεῖ στούς κόλπους σου!».
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 41 (1986) 145-147
Στή γραφικότατη παραβολή τοῦ σπορέως ὁ Κύριος παρουσιάζει ἁπλά ἀλλά πολύ παραστατικά τή διαδικασία τῆς πνευματικῆς καλλιέργειας, πού εἶναι τό πρωταρχικό στοιχεῖο τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Αὐτή τή θεία διδαχή σχολιάζουν καί ἁπλοποιοῦν μέ τόν τρόπο τους τά τροπάρια τῆς ᾿Εκκλησίας. Εἶναι ἐνδιαφέρον νά μεταφέρουμε ἐδῶ μερικά ἀπό αὐτά τά ὑμνολογικά ἑρμηνεύματα· Καταρχήν οἱ ὑμνογράφοι μιλοῦν γιά τόν σποριά, τόν «ἀθάνατον γεωργόν», πού ἀνέθεσε τό ἔργο τῆς σπορᾶς τοῦ λόγου Του στούς ἀποστόλους, τούς «σπορέας ἁπάντων τῶν καλῶν». Οἱ συνεχιστές τοῦ ἔργου τῶν ἀποστόλων προσδιορίζονται ἐπίσης μέ τόν ἴδιο χαρακτηρισμό· «σπορεύς καλῶν» ὀνομάζεται ὁ ἅγιος ᾿Αβέρκιος (22 ᾿Οκτωβρίου), ἐνῶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος (25 ᾿Ιανουαρίου), ὁ ὁποῖος συνέβαλε στή διατήρηση τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος, ἀποκαλεῖται «σπορεύς ὀρθῶν δογμάτων».
Σύμφωνα μέ τά Εὐαγγέλια ὁ σπόρος εἶναι «ὁ λόγος» (Μρ 4,14), «ὁ λόγος τῆς βασιλείας» (Μθ 13,19), «ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ» (Λκ 8,11). Καί οἱ ὑμνογράφοι μιλοῦν γιά «σπόρον τοῦ λόγου» ἤ «σπέρματα τοῦ λόγου» ἤ «λογικά σπέρματα». Δέν εἶναι ἀνθρώπινος λόγος ἀλλά θεῖος, ἔνθεος, οὐράνιος, εἶναι ὁ σπόρος τοῦ Πνεύματος, τά τῆς χάριτος σπέρματα. ῾Ως ἐκ τούτου ἔχει ἀνεκτίμητη ἀξία· εἶναι σπόρος πολύτιμος, σωτήρια σπέρματα.
Τήν ἀπόδοση τῆς θείας σπορᾶς περιορίζουν ποικίλοι παράγοντες. Οἱ ὑμνογράφοι μνημονεύουν·
α) «Τάς ἀκάνθας τῶν τοῦ βίου συμπτωμάτων», πού εἶναι οἱ μέριμνες τοῦ αἰῶνος τούτου ἀλλά καί ἡ «ἀπάτη τοῦ πλούτου».
β) «Τάς ἀκάνθας τῶν ἡδονῶν», «τήν ἄκανθαν τήν φιλήδονον», δηλαδή τίς ἡδονές τοῦ βίου.
γ) «Τάς ἀκάνθας τῶν παθῶν», τάς «ἀκανθώδεις ἐννοίας τῆς καρδίας», «ὕλην κακίας».
῾Η ρίζα τῶν ἀκανθῶν βρίσκεται μέσα στόν ἄνθρωπο, τονίζουν.
δ) «Τάς ἀκάνθας τῆς πλάνης», τήν «ἀκανθώδη θρησκείαν τῶν εἰδώλων», δηλαδή τήν εἰδωλολατρία. ᾿Εκ πρώτης ὄψεως αὐτό ἀποκλίνει ἀπό τό ἁγιογραφικό κείμενο. Στήν πραγματικότητα ὅμως ὅλα ὅσα ἀναφέρει ὁ Κύριος ὡς ἀγκάθια συνιστοῦν εἰδωλολατρία μέ τήν εὐρεία ἔννοια, μέσα στήν ὁποία περιλαμβάνεται καί ἡ στενή θρησκευτική ἔννοια τήν ὁποία ἀναφέρουν οἱ ὑμνογράφοι.
῾Η «καλή γῆ» τοῦ εὐαγγελικοῦ κειμένου χαρακτηρίζεται στά τροπάρια ἐπίσης «καλή» ἀλλά καί «ἀγαθή» καί «πίων». Εἶναι ἡ «καρδία», κατά τόν Λουκᾶ, ἤ, κατά τή συχνή ὑμνογραφική ἔκφραση, ἡ «ψυχή», ἡ «διάνοια». Δέχεται τά σπέρματα τοῦ λόγου «προθύμως», τά κατέχει, τά κατανοεῖ, τά παραδέχεται, τά καλλιεργεῖ καί γίνεται γῆ καρποφόρος, εὔκαρπος, κατάκαρπος, εὐφοροτάτη.
Ποικίλοι εἶναι οἱ ὑμνογραφικοί χαρακτηρισμοί γιά τόν καρπό τῆς «καλῆς γῆς». ᾿Ονομάζεται συνήθως «στάχυς» ἤ «ἄσταχυς» (=στάχυς) καί σπανιότερα «καρπός», «σῖτος», «γεώργιον».
Πολύ συχνά τονίζεται ἡ πλούσια καρποφορία μέ τόν ὅρο «ἑκατοστεύοντα» καρπόν καί λιγότερο συχνά μέ τούς χαρακτηρισμούς «πολύχουν», «πολύφορον». Δέν γίνεται καθόλου λόγος γιά τίς ἄλλες διαβαθμίσεις τῆς ποσότητας τῆς καρποφορίας -«τριάκοντα», «ἑξήκοντα»- τίς ὁποῖες ἀναφέρει τό εὐαγγελικό κείμενο. Στήν τάξη τῶν καρποφορούντων «ἑκατόν» κατατάσσουν οἱ ὑμνογράφοι ἀποστόλους, ἐπισκόπους, μάρτυρες, ἱερομάρτυρες, ὁσιομάρτυρες, ὁσίους, μοναχούς, παρθένους ἀλλά καί ἐγγάμους. Παρόμοια εἶναι καί ἡ ἄποψη τῶν ἑρμηνευτῶν πατέρων καί ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων, σύμφωνα μέ τούς ὁποίους αὐτήν τήν ποσότητα καρποφορίας ἐπέτυχαν· α) ῞Ολοι οἱ μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι χάριν τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ θυσίασαν τή ζωή τους, καί ὅσοι ὑπέμειναν ποικίλους ἐξωτερικούς πειρασμούς. β) ῞Οσοι ἔφθασαν στήν τελειότητα τῆς ἀρετῆς καί τῆς εὐσεβείας. γ) Οἱ παρθένοι καί ἀφιερωμένοι στόν Θεό. δ) Οἱ ἐρημίτες μοναχοί.
Οἱ ὑμνογράφοι δέν ἀρκοῦνται νά παρουσιάσουν τήν πλούσια καρποφορία πού ἀπήλαυσαν οἱ ἅγιοι μέ τή σπορά καί καλλιέργεια στή δική τους ψυχή καί στίς ψυχές τῶν συνανθρώπων τους. ᾿Ασχολοῦνται καί μέ τά μέσα πού συνέβαλαν στήν καλλιέργεια καί εὐκαρπία. Συγκεκριμένα τονίζουν τήν «πρόρριζον ἐκκοπήν» τῶν ἀκανθῶν, ἡ ὁποία ἐπιτυγχάνεται μέ τό λόγο τοῦ Θεοῦ, τίς προσευχές καί τή θεία ἀγάπη.
᾿Εξάλλου, ἡ καλλιέργεια, τό ὄργωμα, ἡ ἄρδευση γίνονται μέ τή μελέτη καί διάδοση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, τίς προσευχές, τά δάκρυα καί τούς στεναγμούς, τήν ἄσκηση καί τήν κακοπάθεια, «τά πικρά βάσανα», «τῇ φιλοπόνῳ πολιτείᾳ».
᾿Αλλά, γιά νά ἔρθει ἡ καρποφορία, δέν ἀρκεῖ ἡ ἀνθρώπινη προσπάθεια. Σ᾿ αὐτήν προστίθεται ὡς ἐνίσχυση ἡ θεία χάρη, ἡ μεσιτεία τῆς Θεοτόκου καί οἱ πρεσβεῖες τῶν ἁγίων.
Σ. Καρακασίδου
Δρ. Θεολογίας
Ὁ μακάριος ἄνθρωπος
(Ψα 1)
Μακάριος ὁ ἄνθρωπος
πού στή συντροφιά τῶν ἀπίστων δέν πηγαίνει,
στό δρόμο τῶν ἁμαρτωλῶν δέν στέκεται
καί στό κάθισμα τῶν λοιμικῶν δέν κάθεται.
Μέσα στή Βίβλο τοῦ Κυρίου
αὐτός εὐχαριστιέται
κι ὁλημερίς κι ὁλονυχτίς
τήν ἔχει στό μυαλό του.
Μοιάζει ἔτσι μέ τό δένδρο,
πού εἶναι δίπλα σέ ποτάμι φυτεμένο
καί στόν κατάλληλο καιρό
θά δώσει τόν καρπό του
καί πάντοτε τά φύλλα του
τά ἔχει θαλλερά.
Ὅ,τι κι ἄν κάνει, τοῦ εἶναι προκομμένο.
Ἀπρόκοποι οἱ ἄπιστοι, ἀπρόκοποι!
Ἐκεῖνοι μέ τό χνούδι μοιάζουν
πού τό σκορπίζει ὁ ἄνεμος
καί τό ἐξαφανίζει.
Ἔτσι, πῶς νά σταθοῦνε ὄρθιοι
οἱ ἀσεβεῖς στήν κρίση;
Οὔτε καί οἱ ἁμαρτωλοί
στή σύναξη δικαίων!
Τή ζωή τῶν εὐσεβῶν
ὁ Κύριος τήν προσέχει,
ἐνῶ ἡ ζωή τῶν ἀσεβῶν
μόνη της πάει χαμένη.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ὁ ψαλμός συσφίγγει τή φιλία· ἑνώνει τά χωρισμένα· συμφιλιώνει τούς ἐχθρούς. Διότι, ποιός μπορεῖ νά ἐξακολουθεῖ νά θεωρεῖ ἐχθρό ἐκεῖνον μαζί μέ τόν ὁποῖο ὕψωσε τήν ἴδια φωνή πρός τόν Θεό; Ὥστε ἡ ψαλμωδία χορηγεῖ καί τό μέγιστο ἀγαθό, τήν ἀγάπη, διότι ἐπινόησε σάν συνδετικό κρίκο γιά τήν ἕνωση τήν ἀπό κοινοῦ ψαλμωδία καί συναρμονίζει τό λαό στή συμφωνία ἑνός χοροῦ. Ὁ ψαλμός τρέπει σέ φυγή τούς δαίμονες, ἐπιφέρει τή βοήθεια τῶν ἀγγέλων· εἶναι ὅπλο στούς φόβους τῆς νυκτός καί ἀνάπαυση στούς κόπους τῆς ἡμέρας· ἀσφάλεια γιά τά νήπια· κόσμημα γιά τούς ἀκμαίους στήν ἡλικία ἄνδρες· παρηγοριά γιά τούς μεγάλους· στολίδι πάρα πολύ ταιριαστό γιά τίς γυναῖκες.
Μ. Βασιλείου, Ὁμιλία 1η εἰς τόν Α΄ Ψαλμόν,
μετάφραση Σ. Καρακασίδου
Κάνει διακρίσεις ὁ Θεός; Αὐτό τό ἐρώτημα ὑποβάλλει ὁ ἀναγνώστης μας μέ ἀφορμή τό ἁγιογραφικό χωρίο "ὅς (ὁ Θεός) ἐστι σωτήρ πάντων ἀνθρώπων, μάλιστα πιστῶν" (Α΄ Τι 4,10).
"Δεδομένου ὅτι τό "μάλιστα" σημαίνει "πάρα πολύ, ἰδιαίτερα", τό νόημα τοῦ χωρίου εἶναι ὅτι ὁ Θεός σώζει ὅλους τούς ἀνθρώπους ἀλλά στούς πιστούς χαρίζει κάτι παραπάνω, μιά ἄλλου εἴδους σωτηρία; Δηλαδή, κάνει διακρίσεις;"
Ἤδη στήν Παλαιά Διαθήκη ὁ Θεός μέ τό κηρυγμά τῶν προφητῶν καλλιεργεῖ τό λαό καί τόν ἑτοιμάζει γιά τήν ἐσχατολογική σωτηρία, πού θά φέρει ὁ Μεσσίας. Σ’ αὐτή τή σωτηρία εἶναι στραμμένη ἡ ψυχή τοῦ Ἰσραήλ τίς παραμονές τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ σωτήρας μας (Λκ 2,11), ὅπως δείχνει καί τό ὄνομά του «Ἰησοῦς» (ἑβρ. Γεσουάχ=ὁ Γιαχβέ πού σώζει, ὁ Θεός σωτήρας). Τά σημεῖα πού ἐπιτέλεσε, οἱ θεραπεῖες ἀσθενῶν καί οἱ ἀναρίθμητες εὐεργεσίες του στό λαό τόν ἀπέδειξαν σωτήρα. Ἀπαραίτητη προϋπόθεση, βέβαια, γιά τήν ἐπιτέλεση τῶν σημεῖων, τήν παραχώρηση τῆς σωτηρίας πού ζητοῦσαν οἱ ἄνθρωποι, ἦταν ἡ πίστη τους στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἀλλά ὁ Χριστός φέρνει στόν κόσμο μία σωτηρία πολύ σημαντικότερη ἀπό τή σωματική, τή σωτηρία τῆς ψυχῆς. Χαρακτηριστική εἶναι ἡ περίπτωση τῆς θεραπείας τῶν δέκα λεπρῶν (Λκ 17, 12-19). Ὅλοι ζητοῦν καί λαμβάνουν ἀπό τόν Χριστό τή σωτηρία τοῦ σώματός τους, τή θεραπεία. Ἐκεῖνος ὅμως πού ἐπέστρεψε εὐγνώμονα στόν Λυτρωτή ἔλαβε καί τῆς ψυχῆς του τή σωτηρία.
Ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς προσφέρεται σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους, διότι ὁ Θεός «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι» (Α΄ Τι 2,4). Ὄπως σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους χαρίζει τόν ἥλιο, τόν ἀέρα, τά φυσικά ἀγαθά, ἔτσι γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους ἔστειλε τόν Υἱό του, πού χαρακτηρίζεται ὡς σωτήρας τοῦ κόσμου (Α΄ Ἰω 4,14). Μετά τήν ἐνανθρώπηση καί τή λυτρωτική θυσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἀνοιχτή γιά ὅλους ἡ πύλη τῆς σωτηρίας. Σώζονται ὅμως μόνο ἐκεῖνοι πού ἀποφασίζουν νά διαβοῦν αὐτή τήν πύλη. Καί πῶς τή διαβαίνει κανείς; Μέ τή μετάνοια καί τήν πίστη. Αὐτά εἶναι πού κάνουν ὑποκειμενική γιά τόν καθένα τή σωτηρία πού ἀντικειμενικά προσφέρεται σ’ ὅλους.
Γιά νά ἁπλουστεύσω τά παραπάνω, θά ἀναφέρω ἁπλά παραδείγματα ἀπό τή φυσική πραγματικότητα: Ὡς σωτήρας ὅλων ὁ Χριστός ἔχει στρώσει τό τραπέζι καί καλεῖ ὅλους τούς πεινασμένους νά χορτάσουν ἔχει ἀνοίξει τήν πηγή, γιά νά ξεδιψάσουν ὅλοι οἱ διψασμένοι. Χορταίνουν ὅμως μόνο ἐκεῖνοι πού τρῶνε καί πίνουν τά προσφερόμενα. Γιά νά ἀπολαύσει κανείς τή σωτηρία, πού προσφέρει σ’ ὅλους ὁ Χριστός, πρέπει ὁ ἴδιος νά πιστέψει στόν Χριστό, ν’ ἀποδεχθεῖ τό Εὐαγγέλιο του, πού εἶναι «δύναμις... εἰς σωηρίαν» ((Ρω 1,16), καί ν’ ἀποκηρύξει κάθε παράβαση πού ἔκανε στή ζωή του, δηλαδή νά μετανοήσει. Κι ἐπειδή πίστη και μετάνοια ἐκδηλώνουν μόνο οἱ πιστοί, γι’ αὐτό ὁ Παῦλος γράφει στόν Τιμόθεο ὅτι ὁ Θεός εἶναι «σωτήρ πάντων ἀνθρώπων, μάλιστα πιστῶν». Τά λόγια αὐτά, παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, εἶναι συγχρόνως μία ἐνθάρρυνση γιά τόν Τιμόθεο νά μήν ἀποθαρρυνθεῖ, ἀφοῦ ἔχει ἕναν τέτοιο Θεό, οὔτε νά ζητᾶ ἀπό ἀλλοῦ βοήθεια «ἀλλ’ ἑκοντί πάντα φέρειν γενναίως». Ἀξίζει κάθε προσπάθεια καί κάθε θυσία γιά νά οἰκειοποιηθεῖς ὑποκειμενικά τή σωτηρία, πού ἀντικειμενικά προσφέρει σ’ ὅλους ὁ Θεός.
Δέν κάνει, λοιπόν, διακρίσεις ὁ Θεός. Διακρίνονται ὅμως μόνοι τους ὅσοι δέχονται ἤ ὄχι τήν ἀγάπη του, τή σωτηρία, πού αὐτός σ’ ὅλους προσφέρει. Οἱ πρῶτοι ἀρκοῦνται στά φυσικά ἀγθά τῆς παρούσης ζωῆς, χωρίς πολλές φορές νά ἀναγνωρίζουν ὅτι στόν Θεό χρωστοῦν τήν εὐεργεσία. Οἱ ἄλλοι, οἱ πιστοί, ἀποδέχονται καί ἀπολαμβάνουν τή σωτηρία.
Στέργιος Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 57 (2002) 30-31
Ὁ ὕμνος τῆς ἀγάπης
Ἡ ἀξία τῆς γλωσσολαλίας
῞Εναν ἀθάνατο καί αἰώνιο ὁδηγό, ἱκανό γιά κάθε περίσταση καί κατάλληλο γιά κάθε ἐποχή, πού μπορεῖ νά συμβάλει στήν ἀτομική, οἰκογενειακή καί κοινωνική μας εὐτυχία ἀλλά καί στήν πνευματική μας ἀναβάθμιση, παρουσιάζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Εἶναι «ὁ ὕμνος τῆς ἀγάπης», στό 13ο κεφ. τῆς Α' πρός Κορινθίους ᾿Επιστολῆς.
᾿Απαρτίζεται ἀπό τρεῖς ἑνότητες. ῾Η πρώτη συγκρίνει τήν ἀγάπη μέ ἄλλα χαρίσματα καί ἀρετές καί τήν ἀναδεικνύει ἀνώτερη (στίχ. 1-3). ῾Η δεύτερη μᾶς χαρίζει μία καταπληκτική ἀνάλυση τῆς ἀγάπης στά συστατικά της (στίχ. 4-7). ῾Η τρίτη ἀποκαλύπτει τό αἰώνιο βεληνεκές τῆς ἀγάπης (στίχ. 8-13).
Διαχρονική ἀξία ἔχουν τά λόγια τοῦ θείου διδασκάλου. Τό μήνυμά τους ἐνδιαφέρει ἄμεσα καί προσωπικά ὄχι μόνο τούς Κορινθίους τῆς ἐποχῆς του, ἀλλά καί τόν καθένα ἀπό ἐμᾶς, πού κινδυνεύουμε νά γίνουμε ἕρμαια τῆς φιλοσοφίας τῶν καιρῶν μας καί νά ἐμπιστευθοῦμε τή ζωή μας στά ἀποτυχημένα συνθήματά της.
῾Ο ὕμνος ἀρχίζει μέ μία σύγκριση· «᾿Εάν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καί τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δέ μή ἔχω, γέγονα χαλκός ἠχῶν ἤ κύμβαλον ἀλαλάζον» (στίχ. 1). ᾿Εάν ἕνας ἄνθρωπος γνωρίζει ὅλες τίς γλῶσσες τοῦ κόσμου καί τή γλῶσσα τῶν ἀγγέλων ἀκόμη, ἀλλ᾿ ἔχει ἀποσυνδέσει τόν ἑαυτό του ἀπό τή θεία ἀγάπη, μοιάζει μέ χάλκινο ἀντικείμενο ἤ μουσικό ὄργανο, πού ἁπλῶς παράγει θόρυβο.
Οἱ περισσότεροι Κορίνθιοι ἐκτιμοῦσαν πολύ τό χάρισμα τῆς γλωσσολαλίας. Νόμιζαν πώς αὐτό εἶναι τό πιό σπουδαῖο, διότι εἶναι πολύ ἐντυπωσιακό. Γι᾿ αὐτό ὁ ἀπόστολος ἀρχίζει τή σύγκριση ἀκριβῶς ἀπό αὐτό τό προσόν, τό ὁποῖο μάλιστα ἐκλαμβάνει στήν ὑπερβολική του μορφή, σ᾿ ἕνα βαθμό ὑπεράνθρωπο, σέ μία κατάσταση ἀπραγματοποίητη. ῾Υποθέτει δηλαδή ὅτι κάποιος μπορεῖ νά μιλᾶ ὄχι μία ἤ δύο γλῶσσες ἀλλά ὅλες τίς γλῶσσες τῶν ἀνθρώπων κι ἀκόμη καί τίς γλῶσσες τῶν ἀγγέλων. Βέβαια οἱ ἄγγελοι ὡς ἄυλα καί πνευματικά ὄντα δέν ἔχουν γλῶσσα. ῾Οπωσδήποτε ὅμως ὡς λογικά πνεύματα ἔχουν ἕνα τρόπο, γιά νά συνεννοοῦνται μεταξύ τους καί νά ὑμνοῦν τόν Θεό. Αὐτό ὀνομάζει ὁ Παῦλος «γλῶσσα τῶν ἀγγέλων». ᾿Ενῶ λοιπόν οἱ Κορίνθιοι ὑπολογίζουν καί θαυμάζουν ἀφάνταστα τή γλωσσολαλία, ὁ μεγάλος κήρυκας τοῦ εὐαγγελίου τήν θεωρεῖ μηδέν, ὅταν ὁ ἄνθρωπος πού τήν διαθέτει δέν ἔχει μέσα του ἀγάπη. Κι ὅπως τά χάλκινα ἀντικείμενα καί τά κύμβαλα, τά ὑποτυπώδη αὐτά μουσικά ὄργανα, δέν παράγουν ἦχο μελωδικό ἀλλά θόρυβο ἄσημο καί ἐκκωφαντικό, παρόμοια καί τά λόγια ἐκείνου πού γλωσσολαλεῖ δίχως ἀγάπη δέν ἔχουν περιεχόμενο καί νόημα, γλυκύτητα καί ἁρμονία. Γι᾿ αὐτό δέν ὠφελοῦν, ἀλλά κουράζουν καί ἐνοχλοῦν.
῾Υπεράνω τοῦ χαρίσματος τῆς γλωσσολαλίας, πολύ πιό ψηλά, ὑπάρχει ἕνα ἀγαθό, τό μεγαλύτερο ἀπ᾿ ὅλα· εἶναι ἡ ἀγάπη, «ἡ καθ᾿ ὑπερβολήν ὁδός». Τί κι ἄν μπορεῖ κανείς νά μιλᾶ ὅλες τίς γλῶσσες τῆς γῆς καί μάλιστα μέ τή μεγαλύτερη ἀκρίβεια, κομψότητα καί εὐφράδεια; Τί κι ἄν μπορεῖ νά μιλᾶ σάν ἄγγελος; Τοῦ λείπει ἡ ἀγάπη; Εἶναι «οὐδέν» ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. ῾Η ἀγαπῶσα καρδία ἑλκύει τήν εὔνοια καί τή συμπάθεια τοῦ Θεοῦ καί ὄχι ἡ ρέουσα γλῶσσα. Πραγματικά, ὅσο ἐπιβλητικό κι ἄν εἶναι τό χάρισμα, ἄν ἀποσπασθεῖ ἀπό τήν ἀγάπη, ἄν δηλαδή δέν ξεπηδάει ἀπό ἕναν εἰλικρινῆ καί θερμό ζῆλο γιά τόν Θεό καί ἀπό μία φιλάνθρωπη διάθεση πρός τούς ἀδελφούς ἐν Χριστῷ καί πρός ὅλους τούς ἀνθρώπους, εἶναι ἄχρηστο, κενό.
῾Η ἀλήθεια αὐτή ἔχει διαχρονική σημασία, διότι ἡ γλωσσολαλία δέν ἦταν φαινόμενο μόνο τῆς ἐποχῆς τοῦ Παύλου. Μήπως καί σήμερα δέν μᾶς ἐντυπωσιάζει ἡ ἐκμάθηση καί γνώση ὅσο τό δυνατόν περισσοτέρων ξένων γλωσσῶν; Καί βέβαια δέν ἀντιλέγει κανείς ὅτι πρόκειται γιά κάτι τό ἀξιόλογο, μία ἐπιβεβλημένη ἀνάγκη. Μέ τίς νέες συνθῆκες ζωῆς οἱ ἀποστάσεις μεταξύ τῶν περιοχῶν ἔχουν ἐκμηδενισθεῖ. ῎Ετσι π.χ. σήμερα ἡ Νέα ῾Υόρκη εἶναι πιό κοντά στή Θεσσαλονίκη ἀπ᾿ ὅ,τι ἦταν παλαιότερα ἡ Βέροια. ῞Ολη ἡ ἀνθρωπότητα ἔχει τή μορφή μιᾶς οἰκογένειας. Εἶναι, λοιπόν, μία ἰδιαίτερη ἀνάγκη τῆς ζωῆς, τῆς προόδου, τοῦ ἐμπορίου, τῆς ἐπιστήμης, τῆς κοινῆς ἀγορᾶς καί τόσων ἄλλων παραγόντων νά μάθουμε γλῶσσες.
῾Υπάρχουν σήμερα, ὅπως μᾶς πληροφοροῦν οἱ γλωσσολόγοι, περισσότερες ἀπό 1.300 γλῶσσες καί διάλεκτοι. Κάποιοι ἄνθρωποι κατόρθωσαν νά μάθουν μέχρι καί 30 γλῶσσες. Εἶναι ἀξιοθαύμαστοι. ῾Ο θεόπνευστος ἀπόστολος ὅμως συστήνει πώς κι ὅλες τίς γλῶσσες κι ἄν μάθει κανείς καί ὁποιοδήποτε κατόρθωμα κι ἄν κάνη, χωρίς τήν ἀγάπη δέν ἔχει καμία ἀξία. Δέν ὠφελοῦν σέ τίποτε ὅλες οἱ γλῶσσες, ἄν δέν κατέχουμε τή μία γλῶσσα, τή γλῶσσα τοῦ θεοῦ, τήν πατρική ἤ, ὅπως λέμε, τή μητρική γλῶσσα.
Αὐτή ἡ ἀλήθεια φαίνεται πολύ καθαρά στή ζωή τῶν ἱεραποστόλων πού δροῦν σέ ξένες χῶρες. Μπορεῖ νά μήν ἔχουν μάθει ἀκόμη τή γλῶσσα τῶν ἰθαγενῶν, συνεννοοῦνται ὅμως ἄριστα μαζί τους μέ τήν παγκόσμια γλῶσσα, τή γλῶσσα τῆς ἀγάπης. Σ᾿ ὅλα τά μήκη καί τά πλάτη τῆς γῆς τό γέλιο καί τό κλάμα, ὁ πόνος κι ἡ χαρά, τό χάδι κι ἡ καλωσύνη εἶναι τά ἴδια. ᾿Αδικοῦμε τόν ἑαυτό μας, ὅταν γιά ὅλα διαθέτουμε χρόνο πολύ, ὅταν ἔχουμε ὄρεξη καί ζῆλο νά μαθαίνουμε ξένες γλῶσσες, ἀλλά ἀδιαφοροῦμε συστηματικά γιά τή γλῶσσα τοῦ Θεοῦ. ῾Η ἀγάπη δέν εἶναι μία ἁπλῆ συναισθηματική κατάσταση. Εἶναι μία ἐπιστήμη, πού ἀπαιτεῖ εἰδίκευση, μία σπάνια τέχνη, πού συνιστᾶ κατόρθωμα ἀξιοθαύμαστο. Εἶναι ὁδός καί τρόπος ζωῆς ἡ ἀγάπη. ῾Η κατάκτησή της προϋποθέτει κόπο καί προσπάθεια καί ἡ διατήρησή της συνυπονοεῖ σπουδή καί ἀγῶνα, δράση καί ἐνδιαφέρον.
Πόσοι ἄνθρωποι στίς μέρες μας κατακτοῦν τίς κορφές τῆς γνώσεως, διεισδύουν στά ἀνεξερεύνητα βάθη τῆς ἐπιστήμης, ζοῦν καί εἰδικεύονται σέ περίπλοκες τέχνες, ἐνῶ συγχρόνως ἀντιμετωπίζουν μία τραγικότητα μέσα στήν ἴδια τους τήν ὕπαρξη! Βρίσκονται ἔξω ἀπό τήν πραγματικότητα, μακριά ἀπό τήν ἀλήθεια, ἄγευστοι τῆς χαρᾶς πού χαρίζει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Κι ἄν ἀκόμα κατόρθωνα νά μάθω ὅλες τίς γλῶσσες τῶν ἀνθρώπων καί τή γλῶσσα τῶν ἀγγέλων, ἀλλά ἔμενα μακριά ἀπό τή γλῶσσα τοῦ Θεοῦ, δέν θά ἤμουν τίποτε περισσότερο παρά ἕνας ἄνθρωπος πού ἐπιφανειακά μόνο φαίνεται πολιτισμένος, ἐνῶ στήν πραγματικότητα ρυμουλκεῖται ἀπό τίς μηχανές· χωρίς νά ξέρει οὔτε τί θέλει οὔτε τί εἶναι οὔτε ποῦ πάει. Αὐτή ἡ ἐξαθλίωση σηματοδοτεῖ τό τίμημα τῆς ἀπουσίας τῆς θεϊκῆς ἀγάπης ἀπό τή ζωή μας.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 52 (1997) 214-215
"Ο ΑΠΟΘΑΝΩΝ ΔΕΔΙΚΑΙΩΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ"
Ἕνα ἀπό τά χωρία τῆς ἁγ. Γραφῆς πού παρανοοῦν οἱ πολλοί, εἶναι τό Ρω 6,7 («ὁ ἀποθανών δεδικαίωται ἀπό τῆς ἁμαρτίας»). Ὅταν οἱ πολλοί λένε ὁ ἀποθανών δεδικαίωται ἐννοοῦν ὅτι ὁ ἄνθρωπος πού πέθανε ὁποιοσδήποτε κι ἄν ἦταν εἴτε καλός εἴτε κακός ἐφόσον πέθανε ἔχει δικαιωθεῖ καί ἔχει σωθεῖ στήν μετά θάνατον ζωή. Καί κανείς δέν ἐπιτρέπεται νά τόν κρίνει καί νά τόν κατηγορήσει. Ἀλλά πρέπει νά εἶναι σεβαστός πλέον μεταξύ τῶν ζώντων καί ἀπρόσβλητος. Ὑπ' αὐτήν τήν ἔννοια χρησιμοποιοῦν τό χωρίο καί εὐλαβεῖς ἀκόμη χριστιανοί ἀπό ἀμάθεια βεβαίως καί ἁπλότητα καρδίας. Τό χρησιμοποιοῦν δέ καί ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι δέν πιστεύουν στήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς· αὐτοί ὅμως τό χρησιμοποιοῦν μέ τήν ἔννοια ὅτι ὁ νεκρός εἶναι σεβαστός καί ἀπρόσβλητος μεταξύ τῶν ζώντων. Ἀρκετοί χρησιμοποιοῦν τό χωρίο καί σέ ἐπικήδειους ἤ ἐπιμνημόσυνους λόγους ἐννοώντας ὅτι ὁ ἀποθανών ἅπαξ καί πέθανε δικαιώθηκε, δηλαδή τοῦ συγχωρήθηκαν τά πάντα. Ἔτσι δημιουργεῖται ἡ ἀντίληψη ὅτι ὁ θάνατος ἐξιλεώνει τόν ἄνθρωπο ἀπό τίς ἁμαρτίες, ὅλες τίς ἁμαρτίες, καί τόν εἰσάγει καθαρό στήν μέλλουσα ζωή. Μία τέτοια ἀντίληψη ὑπῆρχε καί στόν ἀρχαῖο εἰδωλολατρικό κόσμο καί σέ πολλούς ραββίνους τῶν Ἑβραίων.
Ἀλλά ἡ ἀνωτέρω ἀντίληψη εἶναι προφανῶς ἐσφαλμένη, διότι καταργεῖ τήν κόλαση. Ἐφόσον ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πεθαίνουν, ὅλοι δικαιώνονται καί σώζονται. Ἡ ἀντίληψη αὐτή καταργεῖ ἀκόμη τό μυστήριο τῆς μετανοίας, διότι ἄν ὁ θάνατος ἐξιλεώνει τόν ἄνθρωπο ἀπό τίς ἁμαρτίες, τί χρειάζεται τό μυστήριο τῆς μετανοίας;
Ἡ διδασκαλία τῆς ἁγίας Γραφῆς εἶναι σαφής. Οὔτε ὁ θάνατος οὔτε τίποτε ἄλλο δέν μπορεῖ νά ἐξιλεώσει τόν ἀμετανόητο. Ἀλλά ἡ ἁμαρτία του ὅταν αὐτός πεθάνει, ἀκολουθεῖ τήν ψυχή του καί στήν ἄλλη ζωή ( ). Τό χωρίο «ὁ ἀποθανών δεδικαίωται ἀπό τῆς ἁμαρτίας» ἔχει ἔννοια ἐντελῶς διαφορετική ἀπό ἐκείνη πού δίνουν οἱ ἀμαθεῖς καί ἐπιπόλαιοι. Γιά νά καταλάβουμε δέ τήν σωστή ἔννοια πρέπει νά δοῦμε τό χωρίο ὄχι μεμονωμένο ἀλλά στή συνάφεια τοῦ λόγου. Πρέπει δηλαδή νά προσέξουμε τί λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος πρό τοῦ χωρίου αὐτοῦ καί τί λέγει κατόπιν, ὥστε ἀπό τά συμφραζόμενα νά βοηθηθοῦμε στήν ὀρθή ἐξήγηση αὐτοῦ. Πολλές παρερμηνεῖες γραφικῶν χωρίων ὀφείλονται στό ὅτι τά χωρία αὐτά ἐξηγοῦνται μεμονωμένα (ξεκάρφωτα) ἀπό τό κείμενο τῆς Γραφῆς. Στήν περικοπή λοιπόν ὅπου περιέχεται τό ἐν λόγῳ χωρίο ὁ ἀπόστολος Παῦλος μιλᾶ γιά τό Βάπτισμα. Λέγει δέ ὅτι τό Βάπτισμα ἔχει τό ἑξῆς βαθύ νόημα. Εἶναι τό «ὁμοίωμα» τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ. Τό Βάπτισμα δηλαδή μοιάζει μέ τόν θάνατο τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως ὁ Χριστός σταυρώθηκε καί τάφηκε, ἔτσι καί ἐμεῖς κατά τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος σταυρωνόμαστε καί ἐνταφιαζόμαστε ἤ μᾶλλον συσταυρώνομαστε καί συνενταφιαζόμαστε μέ τόν Χριστό. Καί ὅπως κατά τόν θάνατο τοῦ Χριστοῦ νεκρώθηκε ἡ ἁμαρτία, τήν ὁποία ἐκεῖνος ἀνέλαβε γιά χάρη μας ὡς ἐξιλαστήριο θῦμα, ἔτσι κατά τήν Βάπτιση ὁ παλαιός ἡμῶν ἄνθρωπος τῆς πονηρίας καί τῆς παραβάσεως τόν ὁποῖο ἕκαστος φέρει μέσα του ἐρχόμενος στόν κόσμο, συνεσταυρώθη γιά νά καταργηθεῖ τό σῶμα τῆς ἁμαρτίας «τοῦ μηκέτι δουλεύειν ἡμᾶς τῇ ἁμαρτίᾳ». Ἡ διεφθαρμένη δηλαδή φύση μας σταυρώθηκε μαζί μέ τόν Χριστό, γιά νά καταστεῖ ἀνενέργητη πρός τήν ἁμαρτία ὡς νεκρή, ὥστε τοῦ λοιποῦ νά μή δουλεύουμε πλέον στήν ἁμαρτία. Εἶναι σάν νά φώναζε ὁ θεῖος ἀπόστολος Ἄνθρωπε! Πρόσεχε ἀπό τήν ἁμαρτία. Ἀφ' ἧς στιγμῆς βαπτίσθηκες πέθανες γιά τήν ἁμαρτία. Ἀφ' ἧς στιγμῆς κατῆλθες στήν ἱερά κολυμβήθρα ἐτάφης ἐκεῖ καί μένεις νεκρός γιά τήν ἁμαρτία. Αὐτό τό νόημα τονίζει ὁ ἀπόστολος. Καί εὐθύς προσθέτει· «ὁ γάρ ἀποθανών δεδικαίωται ἀπό τῆς ἁμαρτίας». Ὁ σύνδεσμος γάρ συνδέει μέ τό προηγηθέν χωρίο «ὁ παλαιός ἡμῶν ἄνθρωπος συνεσταυρώθη... τοῦ μηκέτι δουλεύειν ἡμᾶς τῇ ἁμαρτίᾳ» καί βοηθεῖ ἔπειτα ἀπό ὅσα ἐλέχθησαν ἀνωτέρω νά καταλάβουμε εὔκολα ποιά εἶναι ἡ ἀληθινή ἔννοια τοῦ ἑρμηνευομένου χωρίου. Εἶναι αὐτή· ὁ ἀποθανών ἔχει ἀπολυθεῖ, ἔχει ἐλευθερωθεῖ, ἔχει ἀπαλλαγεῖ ἀπό τοῦ ἁμαρτάνειν, διότι ὡς νεκρός δέν εἶναι δυνατόν οὔτε νά ἐπηρεάζεται ἀπό τήν ἁμαρτία οὔτε νά πράττει αὐτήν. Ὁ ἀποθανών ἔχει παύσει ἀπό τοῦ νά ἁμαρτάνει. Ὁ νεκρός ἔχει διακόψει κάθε σχέση μέ τήν ἁμαρτία. Συνδέοντας τώρα τό ἑρμηνευθέν χωρίο μέ τό προηγούμενο ἔχουμε τό ἑξῆς νόημα. Ἐφόσον βαπτισθήκατε, σταυρωθήκατε μαζί μέ τόν Χριστό καί ἀπεθάνετε κατά τόν παλαιό ἄνθρωπο. Ἐφόσον δέ ἀπεθάνετε, δέν μπορεῖτε νά δουλεύετε στήν ἁμαρτία, διότι ὁ ἀποθανών ἔχει παύσει ἀπό τοῦ νά ἁμαρτάνει. Ἡ ἰδέα τήν ὁποία ἐκφράζει ἐδῶ ὁ θεῖος ἀπόστολος εἶναι συγκλονιστική. Ὅπως δέν μποροῦμε ἐμεῖς νά ἐννοήσουμε νεκρό ἁμαρτάνοντα, ἔτσι δέν μπορεῖ καί ὁ Παῦλος νά ἐννοήσει χριστιανό ἁμαρτάνοντα! Ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος βαπτίσθηκε ἀπέθανε καί ἀναστήθηκε νέος ἄνθρωπος, καθαρός καί λαμπρός, μέ προορισμό νά ζῆ μόνο γιά τόν Θεό. Καί γι' αὐτό λίγο παραπάνω λέει· «οὕτω καί ὑμεῖς λογίζεσθε ἑαυτούς νεκρούς εἶναι τῇ ἁμαρτίᾳ ζῶντας δέ τῷ Θεῷ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν. Μή οὖν βασιλευέτω ἡ ἁμαρτία ἐν τῷ θνητῷ ὑμῶν σώματι». Τό ἴδιο λέει καί ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης· «Πᾶς ὁ γεγεννημένος ἐκ τοῦ Θεοῦ ἁμαρτίαν οὐ ποιεῖ, ὅτι σπέρμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ μένει· καί οὐ δύναται ἁμαρτάνειν ὅτι ἐκ τοῦ Θεοῦ γεγέννηται» (Α΄ Ἰω 3,9 καί 5,18). Στό σημεῖο ὅμως αὐτό πρός ἀποφυγήν παρεξηγήσεως πρέπει νά ἔχουμε ὑπ' ὄψιν ὅτι ὅταν ἡ ἁγία Γραφή λέει ὅτι ὁ βαπτισθείς καί ἀναγεννηθείς ἄνθρωπος δέν ἁμαρτάνει ἐννοεῖ ὅτι δέν ἁμαρτάνει σκοπίμως καί ἐκ συστήματος, ἐσκεμμένως καί καθ' ἕξιν, διότι διαφορετικά καί ὁ ἀναγεννημένος χριστιανός ἐνδέχεται νά πέσει σέ σοβαρές ἁμαρτίες, εἴτε ἀπό ἀδυναμία τοῦ χαρακτῆρος εἴτε ἀπό συναρπαγή· ἀλλά εὐθύς μετανοεῖ καί «μεριμνᾷ ὑπέρ τῆς ἁμαρτίας του». Σέ μικρές δέ καί συνήθεις ἁμαρτίες περιπίπτει πολλάκις· ἀλλά καί γιά αὐτές αἰσθάνεται λύπη. Καί ἔτσι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ δέν τόν ἐγκαταλείπει.
Ἡ ἑρμηνεία τήν ὁποία δώσαμε στό χωρίο «ὁ ἀποθανών δεδικαίωται ἀπό τῆς ἁμαρτίας» εἶναι ἡ αὐθεντική ἑρμηνεία τῆς Ἐκκλησίας. «Ὥσπερ ὁ ἀποθανών ἀπήλλακται τό λοιπόν τοῦ ἁμαρτάνειν νεκρός κείμενος, οὕτω καί ὁ ἀναβάς ἀπό τοῦ βαπτίσματος· ἐπειδή γάρ ἅπαξ ἀπέθανεν ἐκεῖ νεκρόν δεῖ μένειν διά παντός τῇ ἁμαρτίᾳ», λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος. Τήν ἴδια ἑρμηνεία δίδουν καί ὁ Μ. Βασίλειος καί ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός καί πολλοί ἄλλοι πατέρες καί ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς χωρίς νά ὑπάρχει καμία μεταξύ αὐτῶν διαφωνία. Χρησιμοποιοῦν μάλιστα στηριζόμενοι στήν φρασεολογία τοῦ ἀποστόλου καί τά ἑξῆς δύο παραδείγματα· ὅπως ὁ δοῦλος ὅταν πεθάνει δέν ἀνήκει πλέον στήν ἐξουσία τοῦ κυρίου του, ἔτσι καί ὁ ἁμαρτωλός ὅταν νεκρώσει ἐντός του τό σῶμα τῆς ἁμαρτίας, παύει νά εἶναι δοῦλος τῆς ἁμαρτίας. Καί ὅπως ὁ νεκρός δέν μπορεῖ οὔτε νά φονεύσει οὔτε νά πορνεύσει οὔτε κάποια ἄλλη ἁμαρτία νά διαπράξει, ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος διά τοῦ βαπτίσματος νέκρωσε μέσα του τό σῶμα τῆς ἁμαρτίας, δέν μπορεῖ πλέον νά ἁμαρτάνει, δέν νοεῖται, δέν ἐπιτρέπεται νά ἁμαρτάνει. Τήν ἰδέα αὐτή ὅτι ὁ χριστιανός εἶναι σταυρωμένος καί νεκρός ὡς πρός τήν ἁμαρτία ἰδιαίτερα τονίζουν ἀπό τούς πατέρες οἱ ἀσκητικοί. Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ὅταν εἶδε ἕνα μοναχό νά διαπληκτίζεται μέ ἄλλον, τόν ρώτησε· «Πότε κατέβηκες ἀπό τόν σταυρό;». Εἶναι σάν νά τοῦ εἶπε ξέχασες ὅτι σταυρώθηκες καί ὅτι ἕνας ἐσταυρωμένος καί νεκρός δέν μπορεῖ νά ἁμαρτάνει;
Στέργιος Ν. Σάκκος
«Τοῦ ὁρισθέντος υἱοῦ Θεοῦ» (Ρω 1,4)
Τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί μάλιστα ἡ θεότητά του ἔγινε συχνά τοῦ σκανδάλου ἡ πέτρα πάνω στήν ὁποία σκόνταψαν οἱ αἱρετικοί πού κατά καιρούς ἐμφανίστηκαν. Εἶναι δέ ἀξιοσημείωτο ὅτι τήν πλάνη καί τήν ἐκτροπή τους προσπάθησαν πάντοτε νά τήν στηρίξουν στήν ἁγία Γραφή, «μεταβάλλοντας τά λεξίδια σέ ξιφίδια» καί διαστρεβλώνοντας τό νόημά της. Ἔτσι, ἄθελά τους συντέλεσαν σέ μία μεγάλη ὠφέλεια τῶν πιστῶν, διότι ἔδωσαν ἀφορμή στούς μεγάλους πατέρες καί διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας νά διασαφηνίσουν τήν ἔννοια ἐπιμάχων χωρίων καί νά μᾶς κληροδοτήσουν τήν σωστή ἑρμηνεία.
Ἕνα τέτοιο χωρίο, πού ἀπό τούς πρώτους ἤδη αἰῶνες ἀπασχόλησε οτύς πατέρες εἶναι τό Ρω 1,3-4· «περί τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ (τοῦ Θεοῦ), τοῦ γενομένου ἐκ σπέρματος Δαυΐδ κατά σάρκα, τοῦ ὁρισθέντος υἱοῦ Θεοῦ ἐν δυνάμει κατά πνεῦμα ἁγιωσύνης ἐξ ἀναστάσεως νεκρῶν, Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν». Ἀπό τόν Ἄρειο, τόν ἀρνητή τῆς θείας φύσεως τοῦ Χριστοῦ, μέχρι τούς σύγχρονους χιλιαστές, ὅλοι ὅσοι ἀμφισβήτησαν τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ ἀναφέρονται καί στό χωρίο αὐτό. Τό ἐνδιαφέρον σημεῖο εἶναι ἡ μετοχή «ὁρισθέντος». Κατά τήν ἐσφαλμένη ἀντίληψη ἀρχαίων καί νεωτέρων ἑρμηνευτῶν μεταφράζεται «αὐτός πού διορίστηκε». Ἀλλά, ἄν ποῦμε ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός διορίστηκε υἱός τοῦ Θεοῦ, σημαίνει ὅτι δέν ἦταν οὐσιαστικά ἀλλά ἁπλῶς τοῦ ἀνετέθη νά παίξει τόν ρόλο τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.
Προσπαθώντας νά ἑρμηνεύσουν τό χωρίο νεώτεροι ἑρμηνευτές καταλήγουν στόν συλλογισμό ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἔγινε ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ σέ κάποιο χρονικό σημεῖο μετά τήν ἀρχή τῆς γήινης ζωῆς του. Συγκεκριμένα, ἡ ἀνάσταση θεωρεῖται ἡ στιγμή κατά τήν ὁποία ὁ Θεός τόν υἱοθέτησε γιά νά εἶναι ὁ Μεσσίας. Ἄλλοι προσπαθοῦν νά μετριάσουν τό πρᾶγμα ὑποστηρίζοντας ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἦταν συνεχῶς ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ, ἀλλά μόνο κατά τήν ἀνάσταση ἔγινε γνωστό αὐτό τό γεγονός. Ἀλλά σαφῶς φαίνεται στήν Γραφή ἡ θεότητα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἄδειασε τόν ἑαυτό του γιά νά γίνει ἕνας ταπεινός ἄνθρωπος. Καί δέν δίστασε καθόλου νά τό κάνει αὐτό, διότι δέν εἶχε ἐξ ἁρπαγμοῦ τήν θεότητα, ἀλλά τήν εἶχε μόνιμο ἰδίωμα, ὅπως ἐπιγραμματικά τό λέει ὁ ἀπ. Παῦλος στήν πρός Φιλιππησίους Ἐπιστολή· «ὅς ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων οὐχ ἁρπαγμόν ἡγήσατο τό εἶναι ἴσα Θεῷ, ἀλλ' ἑαυτόν ἐκένωσε μορφήν δούλου λαβών» (Φι 2,6-7).
Ἡ ἑρμηνεία τοῦ χωρίου εἶναι πολύ ἁπλή, ὅταν τό δοῦμε στήν συνάφειά του καί μέ τό ὅλο πνεῦμα τῆς Καινῆς Διαθήκης. Σαφέστατα λέει ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός στήν φύση του καί στήν προΰπαρξή του, πρίν ἀκόμη δηλαδή γίνει γνωστός στόν κόσμο, εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Αὐτός ἔγινε ἄνθρωπος, πῆρε σάρκα «ἐκ σπέρματος Δαυΐδ», δηλαδή ἀπό τήν γενιά τοῦ Δαυΐδ. Μέ τήν ἐνανθρώπησή του εἶναι σάν νά φόρεσε τήν ἀνθρώπινη φύση πάνω ἀπό τήν θεϊκή, ἡ ὁποία ἔτσι δέν διακρινόταν ἀπό τούς ἀνθρώπους. Πῶς ὅμως θά καταλάβαιναν οἱ ἄνθρωποι ὅτι αὐτός πού ζῆ καί κινεῖται ἀνάμεσά τους, πού τρώει, κοιμᾶται, περπατᾶ, κουράζεται καί ἔχει ὅλες τίς φυσικές ἐκδηλώσεις ἑνός κοινοῦ ἀνθρώπου, εἶναι συγχρόνως καί Θεός ἤ, κατά τήν πατερική ἔκφραση, εἶναι «ἄνθρωπος τό φαινόμενον, Θεός τό κρυπτόμενον»;
Σ' αὐτό ἀκριβῶς τό ἐρώτημα ἀπαντᾶ ἡ μετοχή «ὁρισθέντος» τοῦ χωρίου μας. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ὁρίσθηκε, δηλαδή ἀποδείχθηκε, φανερώθηκε στούς ἀνθρώπους ὅτι εἶναι υἱός τοῦ Θεοῦ «ἐν δυνάμει κατά πνεῦμα ἁγιωσύνης ἐξ ἀναστάσεως νεκρῶν». Τρεῖς μάρτυρες ἀποδεικνύουν στόν κόσμο τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ καί παρουσιάζονται ἐδῶ μέ ἰσάριθμους ἐμπρόθετους προσδιορισμούς:
α) «Ἐν δυνάμει». Εἶναι οἱ δυνάμεις, τά σημεῖα πού ἔκανε ὁ Κύριος κατά τήν ἐπίγεια ζωή του. Αὐτά ἔδιναν κῦρος στήν διδασκαλία του καί φανέρωναν τήν προσωπικότητά του. Ἦταν ἡ ταυτότητα πού ἔδειχνε ποιός εἶναι. Τό ὄργανο πού σάλπιζε «ἐδῶ Θεός».
β) «Κατά πνεῦμα ἁγιωσύνης». Ἡ φράση αὐτή ἀναφέρεται στήν πνευματική κατάσταση τοῦ Ἰησοῦ. Ὅλοι οἱ προφῆτες, οἱ ἱερεῖς καί οἱ βασιλεῖς τῶν Ἰουδαίων ἦταν χριστοί Κυρίου, χρισμένοι ἀπό τόν Κύριο. Καί ἡ χρίση τους ἦταν ἡ ὁρατή πράξη πού διαβεβαίωνε ὅτι ἔχουν μέσα τους Πνεῦμα Θεοῦ. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ὅμως εἶναι ὁ Χριστός Κύριος, δηλαδή αὐτός πού ἔχει ὅλο τό Πνεῦμα. Τό κήρυξε ὁ ἴδιος, ὅταν στήν συναγωγή τῆς Ναζαρέτ ἄρχισε τό κήρυγμά του μέ τήν προφητεία τοῦ Ἠσαΐα «Πνεῦμα Κυρίου ἐπ' ἐμέ, οὗ εἵνεκεν ἔχρισέ με...» (Ἠσ 61,1· πρβλ. Λκ 4,18). Τό ἐπιβεβαίωσε τό Πνεῦμα τό ἅγιο, πού μέ τήν Πεντηκοστή ἦρθε στήν Ἐκκλησία γιά νά συνεχίσει τό ἔργο τοῦ Ἰησοῦ. Τό μαρτυρεῖ ἀκόμη ἡ ἐκπλήρωση τῶν προφητειῶν στό πρόσωπό του. Ἐπειδή εἶχε ὅλο τό Πνεῦμα, ἦταν Χριστός Κύριος, μποροῦσε, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Χρυσό¬στομος, νά δίνει ἀπό τό Πνεῦμα του σ' ἐκείνους πού τόν πίστευαν καί νά τούς κάνει δι' αὐτοῦ ἁγίους.
γ) «Ἐξ ἀναστάσεως νεκρῶν». Ἄν οἱ δυνάμεις συστήνουν τόν Χριστό ὡς Υἱό Θεοῦ, ἡ ἀνάστασή του ἐπικυρώνει ὅλα τά σημεῖα, διότι εἶναι τό μεγαλύτερο σημεῖο, τό σημεῖο τῶν σημείων. Αὐτή ἐπισφραγίζει τήν ἐπίγεια ζωή καί διδασκαλία του καί μαρτυρεῖ περίλαμπρα τήν θεότητά του.
Ἔτσι, βλέπουμε ὅτι στό χωρίο πού ἀναλύσαμε, συμπεριλαμβάνεται ὅλο τό περιεχόμενο τοῦ Εὑαγγελίου: τό θεανδρικό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ καί ἡ ἀνάστασή του.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἡ εἴσοδος τοῦ Ἰησοῦ στά Ἰεροσόλυμα
Ἡ θριαμβευτική εἴσοδος τοῦ Ἰησοῦ στά Ἰεροσόλυμα ἀναφέρεται καί ἀπό τούς τέσσερεις εὐαγγελιστές (πρβλ. Μθ 21,1-11· Μρ 11,1-10· Ἰω 12,12-16). Ἀποτελεῖ ἕναν ἀπό τούς σταθμούς τῆς θείας οἰκονομίας, τόν ὁποῖο γιορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας μέ ἰδιαίτερη λαμπρότητα τήν Κυριακή τῶν Βαΐων· τότε διαβάζεται ἡ ἀντίστοιχη περικοπή ἀπό τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο. Στήν εἴσοδο τῆς ἑβδομάδος τῶν Παθῶν, ὅπου ὁ Ἰησοῦς ἐμφανίζεται στήν ἐσχάτη ταπείνωση καί τέλεια ἐξουθένωση, προβάλλεται ἡ βασιλική δόξα του ὡς μία προαγγελία τοῦ τελικοῦ θριάμβου του, πού θά φανεῖ μέ τήν Ἀνάστασή του. Ἀξίζει νά σημειώσουμε ὅτι ἀπό τό σημεῖο αὐτό καί μέχρι τό τέλος τοῦ εὐαγγελίου ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς διασώζει ἀρκετά περιστατικά καί λόγους πού δέν περιέχονται στά ἄλλα Εὐαγγέλια. Ἀναφέρω ἐνδεικτικά τήν ἀπαίτηση τῶν φαρισαίων νά ἐπιτιμήσει τούς μαθητές ὁ Kύριος καί τήν δική του ἀπάντηση (19,39-44), τήν φιλονικεία μεταξύ τῶν μαθητῶν γιά τό ποιός εἶναι ἀνώτερος (22,24), τήν διαβεβαίωση τοῦ Kυρίου ὅτι προσευχήθηκε ἰδιαίτερα γιά τόν Πέτρο (22,31-32), τήν ἐνίσχυσή του ἀπό τόν ἄγγελο στήν Γεθσημανῆ (22,43-44), τήν μετάνοια τοῦ ληστῆ (23,39-43), τήν ἐμφάνιση τοῦ ἀναστημένου Κυρίου στούς πορευομένους πρός Ἐμμαούς (24,13-35).
19,28. Καὶ εἰπὼν ταῦτα ἐπορεύετο ἔμπροσθεν ἀναβαίνων εἰς Ἰεροσόλυμα.
Τό ταῦτα δέν ἀναφέρεται μόνο στήν προηγούμενη περικοπή, ἀλλά σέ ὅλη γενικά τήν διδασκαλία τοῦ Κυρίου πρός τά πλήθη τά ὁποῖα πορεύονται μαζί του πρός τά Ἰεροσόλυμα. Ἡ μετοχή ἀναβαίνων δηλώνει ὅτι ἡ πορεία εἶναι ἀνηφορική (πρβλ. 18,31).
Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς τονίζει μέ ἔμφαση ὅτι ὁ Κύριος ἐπορεύετο ἔμπροσθεν, στήν ἀρχή τῆς ὅλης πομπῆς. Σάν τό κριάρι πού ὁδηγεῖ τό κοπάδι του, προχωροῦσε ἐπικεφαλῆς τοῦ λαοῦ πού τόν ἀκολουθοῦσε, σπεύδοντας νά ἐκπληρώσει τό σχέδιό του, νά θυσιασθεῖ. Aὐτό τό προβάδισμά του δείχνει τήν ἑκούσια προσέλευσή του στό Πάθος, τήν θέληση καί προθυμία του νά ὑπακούσει στό σχέδιο τοῦ Πατέρα, νά ὑπηρετήσει τήν σωτηρία τοῦ κόσμου.
19,29. Καὶ ἐγένετο ὡς ἤγγισεν εἰς Βηθσφαγῆ καὶ Βηθανίαν πρὸς τὸ ὄρος τὸ καλούμενον ἐλαιῶν, ἀπέστειλε δύο τῶν μαθητῶν αὐτοῦ εἰπών.
Ἡ Βηθσφαγῆ (=τόπος ἄγουρων σύκων) ἦταν πιθανόν ἕνα μικρό χωριό κοντά στό ὄρος τῶν ἐλαιῶν καί στήν Βηθανία, πάνω στόν δρόμο πού ὁδηγοῦσε ἀπό τήν Ἰεριχώ στήν Ἰερουσαλήμ. Oἱ πληροφορίες πού ἔχουμε -βασικά μόνον ἀπό τούς εὐαγγελιστές- δέν μᾶς βοηθοῦν νά ἐντοπίσουμε ἐπακριβῶς τήν θέση τῆς Βηθσφαγῆς. Ἀντιθέτως γνωρίζουμε καλά τήν τοποθεσία τῆς Βηθανίας (=οἶκος φοινίκων). Bρισκόταν στήν ἀνατολική πλευρά τοῦ ὄρους τῶν ἐλαιῶν, σέ ἀπόσταση σαράντα λεπτῶν ἀπό τά Ἰεροσόλυμα. Ἦταν ἡ πατρίδα τῶν ἀδελφῶν Mάρθας, Mαρίας καί Λαζάρου. Ὑπάρχει καί σήμερα στήν ἴδια τοποθεσία χωριό μέ τήν ὀνομασία Ἐλ Ἀζαριέ, πού εἶναι ἐξαραβισμός τοῦ ὀνόματος τοῦ Λαζάρου. Ἡ Bηθανία αὐτή εἶναι διαφορετική ἀπό τήν Bηθανία ὅπου βάπτιζε ὁ Ἰωάννης· ἐκείνη βρισκόταν πέρα ἀπό τόν Ἰορδάνη.
Τὸ ὄρος τὸ καλούμενον ἐλαιῶν ἐκτείνεται στήν νοτιοανατολική πλευρά τῆς πόλεως τῶν Ἰεροσολύμων, ἀπό τήν ὁποία τό χωρίζει ὁ χείμαρρος τῶν Kέδρων. Δέν ἔχει μεγάλο ὑψόμετρο, περίπου 800 μέτρα ἀπό τήν ἐπιφάνεια τῆς Mεσογείου, ἐντούτοις εἶναι ψηλότερο ἀπό τούς λόφους τῆς Ἰερουσαλήμ. Ὅλη ἡ ἐπιφάνειά του ἦταν κατάφυτη ἀπό ἐλαιόδενδρα, γι’ αὐτό καί ὀνομαζόταν ὄρος τῶν ἐλαιῶν. Ἦταν ἕνας ἥσυχος τόπος, γνώριμος στόν Ἰησοῦ καί στήν συνοδεία του· πήγαιναν ἐκεῖ γιά νά προσευχηθοῦν μακριά ἀπό τά πλήθη καί τόν θόρυβο τῆς πόλεως. Aὐτή τήν φορά ὁ Ἰησοῦς τό προσπερνᾶ χωρίς νά ἀπολαύσει τήν γαλήνη του. Ἔχει στραμμένο τό βλέμμα του στήν Ἰερουσαλήμ καί βαδίζει «ἔμπροσθεν» τοῦ πλήθους, ἀποφασισμένος νά ἐκτελέσει τήν τελική φάση τοῦ σχεδίου τῆς θείας οἰκονομίας.
Ὅπως γνωρίζουμε ἀπό τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο, ὁ Ἰησοῦς ἀκολουθώντας τήν ἰουδαϊκή συνήθεια τῆς ἐποχῆς του κατά τίς ἐπίσημες γιορτές τοῦ ἰουδαϊσμοῦ -Πάσχα, Πεντηκοστή, Σκηνοπηγία-, ἀνέβαινε στήν πρωτεύουσα τοῦ Ἰσραήλ, ὅπου βρισκόταν ὁ ναός, τό κέντρο τῆς λατρείας. Ἀλλά ἐνῶ στίς προηγούμενες ἐπισκέψεις φρόντιζε νά μή δημιουργεῖ θόρυβο ἡ παρουσία του, ὥστε νά μήν προκαλοῦνται οἱ ἄρχοντες, αὐτή τήν φορά εἰσέρχεται στήν πόλη μέ ἐπισημότητα. Tό ὅτι ἀπέστειλε δύο τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, στούς ὁποίους ἀνέθεσε μία συγκεκριμένη ἀποστολή, δηλώνει ὅτι κατά κάποιο τρόπο ὀργανώνει ὁ ἴδιος τήν θριαμβευτική εἴσοδό του στά Ἰεροσόλυμα.
Πολλές φορές κατά τήν δημόσια δράση του ὁ Kύριος ἀπέφυγε τίς ἐπευφημίες τοῦ ὄχλου καί τόν ἀπέτρεψε ἀπό ἐκδηλώσεις δόξας καί τιμῆς στό πρόσωπό του. Καθώς ὅμως πορεύεται πρός τό Πάθος, δέν ἀρνεῖται οὔτε ἐμποδίζει τήν θερμή ὑποδοχή τοῦ ὄχλου. Ἔχει δώσει μέχρι τώρα ἀρκετά δείγματα τῆς δυνάμεώς του, ὅπως σχολιάζει ὁ ἅγιος Xρυσόστομος. Ἡ ὥρα τῆς θυσίας εἶναι πλέον πολύ κοντά, γι’ αὐτό «μειζόνως ἐκλάμπει καὶ μετὰ πλείονος ἅπαντα πράττει περιφανείας»68, ὥστε νά δώσει ἔτσι μία τελευταία ὤθηση γιά μετάνοια καί σωτηρία στό πλῆθος πού κατέκλυζε τήν Ἰερουσαλήμ κατά τίς ἡμέρες τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα.
19,30-31. ὑπάγετε εἰς τὴν κατέναντι κώμην, ἐν ᾗ εἰσπορευόμενοι εὑρήσετε πῶλον δεδεμένον, ἐφ’ ὃν οὐδεὶς πώποτε ἀνθρώπων ἐκάθισε· λύσαντες αὐτὸν ἀγάγετε. Καὶ ἐάν τις ὑμᾶς ἐρωτᾷ, διατί λύετε; οὕτως ἐρεῖτε αὐτῷ, ὅτι ὁ Κύριος αὐτοῦ χρείαν ἔχει.
Ὁ Κύριος δέν κατονομάζει τό χωριό στό ὁποῖο στέλνει τούς δύο μαθητές του. Προφανῶς βρισκόταν σέ θέση περίοπτη καί ἐκεῖνος τό δείχνει στούς μαθητές λέγοντας· ὑπάγετε εἰς τὴν κατέναντι κώμην, στόν οἰκισμό πού βρίσκεται ἀπέναντι. Ἐκεῖ, στήν εἴσοδο τοῦ χωριοῦ, θά βροῦν πῶλον, ἕνα πουλάρι, νεαρό γαϊδουράκι, στό ὁποῖο οὐδεὶς πώποτε ἀνθρώπων ἐκάθισε, δέν κάθισε ποτέ κανείς.
Ὁ μωσαϊκός νόμος ὅριζε νά προσφέρονται στόν Θεό οἱ ἀπαρχές (βλ. Ἔξ 22,29· Λε 2,12· Δε 12,6) καί οἱ Ἰουδαῖοι ὄφειλαν νά διαλέγουν γιά τίς θυσίες τους «δάμαλιν ἐκ βοῶν, ἥτις οὐκ εἴργασται, καὶ ἥτις οὐχ εἵλκυσε ζυγόν» (Δε 21,3· πρβλ. Ἀρ 19,2). Γι’ αὐτό, στόν Ἰησοῦ ταίριαζε ἕνας τέτοιος πῶλος, πού νά μήν χρησιμοποιήθηκε στό παρελθόν ἀπό κανέναν. Ἡ πρώτη ὑπηρεσία τοῦ ζώου αὐτοῦ θά προσφερόταν στόν θεάνθρωπο Κύριο. Σ’ αὐτόν, πού ἦλθε στόν κόσμο γιά νά τόν ἀνακαινίσει, ἅρμοζε ὅλα τά δικά του νά εἶναι καινούργια, ξεχωρισμένα μόνο γιά τό πρόσωπό του καί ἀφιερωμένα σ’ αὐτόν (πρβλ. Μθ 27,60· Λκ 23,53· Ἰω 19,41).
Ἡ ἀπόσταση ἀπό τήν Βηθσφαγῆ καί τήν Βηθανία ὥς τά Ἰεροσόλυμα ἦταν μικρή. Tήν διένυαν οἱ ἄνθρωποι περπατώντας, χωρίς νά χρησιμοποιοῦν μεταφορικό μέσον. Ὡστόσο ὁ Κύριος πού ἔκανε τόσες περιοδεῖες διασχίζοντας ὅλη τήν Γαλιλαία καί τήν Ἰουδαία ὁδοιπορώντας, ζητᾶ αὐτή τήν φορά ὑποζύγιο. Προφανῶς ἔχει ἕνα σοφό σχέδιο, τό ὁποῖο ἀρχίζει νά ἐκτελεῖ.
Στούς μαθητές του δίνει τήν παραγγελία νά πᾶνε καί νά λύσουν τόν πῶλο πού θά χρησιμοποιοῦσε· λύσαντες αὐτὸν ἀγάγετε. Ἄν ὅμως τούς ρωτήσει κανείς γιατί τόν λύνουν; Ἄν κάποιοι διαμαρτυρηθοῦν καί τούς ἐμποδίσουν; Ὁ Κύριος προλαβαίνει τήν εὔλογη ἔνσταση καί ἀπορία τῶν μαθητῶν του, καί τούς λέγει· Καὶ ἐάν τις ὑμᾶς ἐρωτᾷ, διατί λύετε; οὕτως ἐρεῖτε αὐτῷ, ὅτι ὁ Κύριος αὐτοῦ χρείαν ἔχει. Στόν Κύριο Ἰησοῦ ἀνήκουν τά πάντα, διότι αὐτός τά δημιούργησε. Ἰδιοκτησία του εἶναι «ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς» (Ψα 23,1). Ὡς ἄνθρωπος δέν ἔκανε χρήση αὐτοῦ τοῦ δικαιώματός του. Σεβάστηκε πάντοτε τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου καί τό δικαίωμα τῆς περιουσίας του, ὅπως φαίνεται σέ σχετικά περιστατικά (βλ. Λκ 5,3). Τώρα ὅμως πού πορεύεται πρός τό Πάθος, θέλει νά δώσει καί κάποια πρόσθετα σημεῖα τῆς θεϊκῆς του ἐξουσίας. Δέν ἀποκλείεται, βέβαια, νά ἦταν γνωστός ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ πώλου, ὁπότε πρόθυμα θά ἀνταποκρινόταν στήν ἐπιθυμία τοῦ Ἰησοῦ καί δέν θά ἔφερνε ἀντίρρηση στούς μαθητές πού θά ἔπαιρναν τό πουλαράκι. Tό πιθανώτερο ὅμως εἶναι ὅτι ἡ προμήθεια καί χρήση τοῦ πώλου δέν ἦταν ἕνα συνηθισμένο γεγονός ἀλλά ἕνα σημεῖο τό ὁποῖο ἐπιτελεῖ ὁ Kύριος.
Εἶναι συγκλονιστικός ὁ λόγος τοῦ Ἰησοῦ· ὁ Κύριος αὐτοῦ χρείαν ἔχει. Ὁ ἀνενδεής Θεός, κατεβαίνοντας τά σκαλοπάτια τῆς ταπεινώσεως γιά τήν δική μας σωτηρία, φθάνει στό σημεῖο νά λέγει ὅτι ἔχει ἀνάγκη ἀπό ἕνα πουλαράκι! Ὁ Ἰησοῦς σέ ὅλη τήν ἐπίγεια πορεία του ἐπέλεξε τήν φτώχεια ὡς γνώρισμά του. Ἀπό τήν φάτνη μέχρι τήν ταφή του δέν ἀπέκτησε τίποτε δικό του. Πολύ ζωηρά περιγράφει ὁ ἴδιος τήν ἀκτημοσύνη του· «αἱ ἀλώπεκες φωλε- οὺς ἔχουσι καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις, ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ» (Μθ 8,20· Λκ 9,58).
19,32-34. Ἀπελθόντες δὲ οἱ ἀπεσταλμένοι εὗρον καθὼς εἶπεν αὐτοῖς, ἑστῶτα τὸν πῶλον· λυόντων δὲ αὐτῶν τὸν πῶλον εἶπον οἱ κύριοι αὐτοῦ πρὸς αὐτούς· τί λύετε τὸν πῶλον; οἱ δὲ εἶπον ὅτι ὁ Κύριος αὐτοῦ χρείαν ἔχει.
Στήν Παλαιστίνη μέχρι καί τίς ἡμέρες τῶν προφητῶν οἱ ἐπίσημοι χρησιμοποιοῦσαν ὄνο γιά τίς μετακινήσεις τους (Ἀρ 22,21ἑ)70. Tήν ἐποχή τῆς Kαινῆς Διαθήκης ὅμως οἱ ρωμαῖοι αὐτοκράτορες καί στρατηγοί εἶχαν καθιερώσει ὡς «ἐπίσημο» ὑποζύγιο τό ἄλογο. Ἔτσι στούς μαθητές θά φαινόταν ἴσως παράδοξη ἡ προτίμηση τοῦ Διδασκάλου τους νά τοῦ φέρουν ἕναν πῶλο καί ὄχι ἕνα ἄλογο, πού θά ταίριαζε γιά τήν εἴσοδο ἑνός βασιλιᾶ. Nιώθουν, ὅμως, εὐχάριστη ἔκπληξη καί ἐντυπωσιάζονται οἱ ἀπεσταλμένοι, ὅταν βρίσκουν τά πράγματα ὅπως ἀκριβῶς τούς τά προεῖπε ὁ Kύριος, γι’ αὐτό ὁ εὐαγγελιστής σημειώνει μέ ἔμφαση· εὗρον καθὼς εἶπεν αὐτοῖς.
Οἱ κύριοι αὐτοῦ θά ἦταν προφανῶς ὁ κάτοχος τοῦ πώλου καί κάποιοι ἄλλοι γνωστοί του, γιά τούς ὁποίους ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος γράφει· «καί τινες τῶν ἐκεῖ ἑστηκότων» (11,5). Ἡ σκηνή εἶναι πολύ γνώριμη γιά τούς ἀνθρώπους τῆς ὑπαίθρου. Ἡ παρουσία κάθε ξένου πού ἐπεμβαίνει στήν ἰδιοκτησία τοῦ συγχωριανοῦ προκαλεῖ εὔλογη διαμαρτυρία τῶν ὑπολοίπων. Στό συγκεκριμένο περιστατικό, αὐθόρμητα διαμαρτύρονται οἱ παρευρισκόμενοι βλέποντας τούς μαθητές νά θέλουν νά λύσουν τόν πῶλο, σάν νά ἦταν ὅλοι ἰδιοκτῆτες τοῦ πώλου.
Οἱ μαθητές εἶχαν ἕτοιμη τήν ἀπάντηση, ὅπως τούς εἶχε πεῖ ὁ Διδάσκαλός τους· ὁ Κύριος αὐτοῦ χρείαν ἔχει. Οἱ ἄνθρωποι δέν ἔφεραν ἄλλη ἀντίρρηση. Τούς καθησύχασε ἴσως καί ἡ διαβεβαίωση· «καὶ εὐθέως αὐτὸν ἀποστέλλει πάλιν ὧδε» (Μρ 11,3). Πέρα ὅμως ἀπό αὐτό, γίνεται φανερό ὅτι ὁ λόγος τοῦ Ἰησοῦ εἶχε κῦρος καί ἐξουσία, ὥστε νά ἐπιβάλλεται. Σύμφωνα μέ τήν ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Xρυσοστόμου, ὁ Kύριος σκηνοθετεῖ αὐτό τό περιστατικό ἔτσι ὥστε νά στηρίξει τήν πίστη τῶν μαθητῶν του στήν ἑκούσια παράδοσή του. Aὐτός πού ἐξ ἀποστάσεως ἀπέσπασε τόν πῶλον χωρίς ἀντιρρήσεις ἀπό τούς ἰδιοκτῆτες, μποροῦσε νά ἐμποδίσει καί τούς ἐχθρούς του νά τόν συλλάβουν. Δέν τό κάνει ὅμως ἀλλά ἑκούσια βαδίζει πρός τόν θάνατο.
19,35. Καὶ ἤγαγον αὐτὸν πρὸς τὸν Ἰησοῦν, καὶ ἐπιρρίψαντες ἑαυτῶν τὰ ἱμάτια ἐπὶ τὸν πῶλον ἐπεβίβασαν τὸν Ἰησοῦν.
Τήν διάθεσή τους νά προσφέρουν στόν Ἰησοῦ κάθε τι δικό τους ἐξέφρασαν οἱ μαθητές ἐπιρρίψαντες ἑαυτῶν τὰ ἱμάτια ἐπὶ τὸν πῶλον, στρώνοντας τά ἐνδύματά τους πάνω στό πουλαράκι, πού προφανῶς, ἐπειδή ἦταν ἀκόμη μικρό, δέν εἶχε σαμάρι. Ἀντί νά ζητήσουν κάποιο πρόχειρο στρωσίδι προτίμησαν νά ἁπλώσουν τά ἱμάτιά τους, δείχνοντας ἔτσι τήν τιμή καί τήν ἀγάπη τους στό πρόσωπο τοῦ Διδασκάλου, ἀλλά καί τήν ὁλοκληρωτική ἀφοσίωσή τους σ’ Αὐτόν.
Τό γεγονός ὅτι ἐπὶ τὸν πῶλον ἐπεβίβασαν τὸν Ἰησοῦν ἀποτελεῖ ἐκπλήρωση τῆς προφητείας τοῦ Ζαχαρία· «Χαῖρε σφόδρα, θύγατερ Σιών· κήρυσσε, θύγατερ Ἰερουσαλήμ· ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεταί σοι, δίκαιος καὶ σῴζων αὐτός, πραῢς καὶ ἐπιβεβηκὼς ἐπὶ ὑποζύγιον καὶ πῶλον νέον» (9,9· πρβλ. Μθ 21,5· Ἰω 12,15). Ταυτόχρονα, συνιστᾶ μία νέα προφητεία, «τῶν ἀκαθάρτων ἐθνῶν τὴν κλῆσιν», σημειώνει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. Ὁ πῶλος, ἑρμηνεύει ὁ ἴδιος πατέρας, προτυπώνει τήν Ἐκκλησία, τόν πρώην ἀκάθαρτο καί ἀδάμαστο λαό τῶν ἐθνῶν, τόν νέο Ἰσραήλ, στόν ὁποῖο θά βασιλεύσει ὁ Ἰησοῦς.
Ἐπιπλέον, ὁ Κύριος ἐπιλέγοντας γιά τήν εἴσοδό του στά Ἰεροσόλυμα ὄχι τό ἄλογο πού εἶναι σύμβολο πολέμου καί κοσμικῆς δυνάμεως ἀλλά τό πουλάρι, σύμβολο τῆς εἰρήνης καί τῆς ταπεινώσεως, μέ τρόπο ἐποπτικό δίνει τό μήνυμά του σέ ὅλους ἐκείνους πού ἔνθερμα τόν ὑποδέχονται καί τόν ἐπευφημοῦν. Ἀποδοκιμάζει καί ἀνατρέπει τίς λανθασμένες μεσσιακές ἀντιλήψεις τους.Ἔρχεται χωρίς ἅρματα, χωρίς νά ἀπαιτεῖ φόρους καί νά περιφέρει δορυφόρους, ἀλλά μέ «πολλήν ἐπιείκειαν».
19,36. Πορευομένου δὲ αὐτοῦ ὑπεστρώννυον τὰ ἱμάτια αὐτῶν ἐν τῇ ὁδῷ.
Ὁ λαός, «ὁ πλεῖστος ὄχλος» (Μθ 21,8), πού εἶχε ἔλθει στά Ἰεροσόλυμα ἐκεῖνες τίς ἡμέρες γιά τόν ἑορτασμό τοῦ Πάσχα, μόλις πληροφορήθηκε ὅτι πλησιάζει στήν πόλη ὁ Ἰησοῦς, βγῆκε νά τόν προϋπαντήσει. Ἡ ἐλπίδα ὅτι ἔφθασε ἡ ὥρα γιά τήν ἐγκαθίδρυση τῆς νέας βασιλείας τοῦ Δαυΐδ ἔκανε τόν ἐνθουσιασμό τοῦ πλήθους ἀσυγκράτητο. Ξεχύθηκαν οἱ ἄνθρωποι στούς δρόμους κρατώντας στά χέρια τους τά «βαΐα τῶν φοινίκων» (Ἰω 12,13). Ἀπό ὅπου περνοῦσε ὁ Ἰησοῦς ἔστρωναν κλαδιά δένδρων (βλ. Μθ 21,8· Μρ 11,8) καί τὰ ἱμάτια αὐτῶν, τά ροῦχα τους, ἐκδηλώνοντας μέ τήν κίνηση αὐτή τόν σεβασμό καί τήν ἀγάπη τους. Δέν ἦταν προμελετημένες ἐνέργειες. Ἦταν μία αὐθόρμητη ἀναγνώριση τοῦ βασιλικοῦ του ἀξιώματος. Συνηθιζόταν στήν Ἀνατολή κυρίως, μέχρι καί τίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰώνα, νά ἐκφράζει ὁ λαός τόν σεβασμό του καί νά ἀποδίδει τιμή σέ ἐπίσημα πρόσωπα στρώνοντας τά ροῦχα του στούς δρόμους ἀπ’ ὅπου ἐκεῖνα θά περνοῦσαν.
19,37. Ἐγγίζοντος δὲ αὐτοῦ ἤδη πρὸς τῇ καταβάσει τοῦ ὄρους τῶν ἐλαιῶν ἤρξατο ἅπαν τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν χαίροντες αἰνεῖν τὸν Θεὸν φωνῇ μεγάλῃ περὶ πασῶν ὧν εἶδον δυνάμεων λέγοντες.
Πλησιάζει ἤδη ὁ Κύριος πρὸς τῇ καταβάσει τοῦ ὄρους τῶν ἐλαιῶν, νά διανύσει τήν κατηφοριά τοῦ ὄρους τῶν Ἐλαιῶν, καί θά συνέχιζε τόν εὐθύ δρόμο πρός τά Ἰεροσόλυμα, πού διαγραφόταν στόν ὁρίζοντα. Ἡ θέα τῆς ἁγίας πόλεως μέ τά λαμπρά κτήρια καί τόν Nαό ξυπνᾶ ἔνδοξες μνῆμες καί λαμπρές προσδοκίες. Ἐνθουσιασμένο ἅπαν τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν, δηλαδή ὁ εὐρύτερος κύκλος τῶν μαθητῶν πού τόν συνόδευαν, ἀλλά καί οἱ ἄνθρωποι πού βγῆκαν ἀπό τά Ἰεροσόλυμα γιά νά τόν προϋπαντήσουν, ξεσποῦν σέ δοξολογία ἐκφράζοντας τήν μεγάλη χαρά τους.
Μεγαλόφωνα ἀναπέμπουν ὕμνους στόν Θεό γιά τά θαυμαστά σημεῖα, περὶ πασῶν ὧν εἶδον δυνάμεων. Ἦταν οἱ ἴδιοι μάρτυρες τῶν σημείων αὐτῶν. Πρόσφατα μάλιστα τούς συγκλόνισε τό καταπληκτικό σημεῖο τῆς ἀναστάσεως τοῦ Λαζάρου (βλ. Ἰω 11,17-44· 12,17-18). Εἶχε γίνει τό ἀντικείμενο τῶν συζητήσεών τους, κορύφωνε τόν ἐνθουσιασμό τους καί τόν ἔκανε παραλήρημα χαρᾶς.
19,38. εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος βασιλεὺς ἐν ὀνόματι Κυρίου· εἰρήνη ἐν οὐρανῷ καὶ δόξα ἐν ὑψίστοις.
Μέ ζητωκραυγές καί ἀλαλαγμούς ὑποδέχεται ὁ λαός τόν Ἰησοῦ στά Ἰεροσόλυμα. Στήν πραγματικότητα τόν ἀναγορεύει βασιλιά του, καθαιρώντας αὐτόματα τόν ἐντόπιο βασιλιά τῆς Γαλιλαίας Ἡρώδη καί τόν Πιλᾶτο, τόν ξένο δυνάστη τῆς Ἰουδαίας. Tήν ἀναγόρευση δηλώνει ἡ κραυγή βασιλεύς, πού λέγεται δημόσια ἀπό τόσο πλῆθος· ἔτσι ἀναγόρευαν τότε οἱ λαϊκές συνελεύσεις ἤ τά στρατεύματα τούς βασιλεῖς καί τούς αὐτοκράτορες. Αὐτό πού δέν πρόλαβαν νά κάνουν τά πλήθη νωρίτερα στήν Γαλιλαία, μετά τόν χορτασμό τῶν πεντακισχιλίων (βλ. Ἰω 6,15), τό κάνει στά Ἰεροσόλυμα σύσσωμος ὁ Ἰσραήλ. Σάν σέ ἐθνική συνέλευση ἀναγνωρίζει τόν Ἰησοῦ ὡς τόν βασιλιά πού τόσους αἰῶνες περίμενε, ὄχι ὑποτελῆ στούς Ρωμαίους ἀλλά πανίσχυρο κυρίαρχο, ὅπως ἦταν ὁ Δαυΐδ. Αὐτό δηλώνει ὁ ψαλμικός στίχος εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος βασιλεὺς ἐν ὀνόματι Κυρίου (πρβλ. Ψα 117, 26). Ἡ ἐπευφημία αὐτή μέσα στήν ἐνθουσιώδη ἀτμόσφαιρα θυμίζει παρόμοιες σκηνές πού διαδραματίζονταν κατά τήν ἑορτή τῆς Σκηνοπηγίας. Tότε οἱ Ἰουδαῖοι κρατώντας κλαδιά φοινίκων ἔκαναν μεγαλοπρεπεῖς πομπές ψάλλοντας καί δοξάζοντας τόν Θεό γιά τίς εὐλογίες μέ τίς ὁποῖες τούς εἶχε εὐεργετήσει κατά τήν ἔξοδό τους ἀπό τήν Aἴγυπτο καί τήν περιπλάνησή τους στήν ἔρημο. Ἀποκορύφωμα καί ἐκπλήρωση ὅλων ἐκείνων τῶν εὐλογιῶν εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Mεσσία ἀνάμεσά τους.
Στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ ἐπευφημεῖται ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας, ὁ ὁποῖος ἐγκαθιστᾶ τήν βασιλεία του στήν γῆ. Ἀλλά γιά νά γίνει κάποιος βασιλιάς δέν ἀρκεῖ νά τόν ἀναγορεύσει ὁ λαός· πρέπει νά δεχθεῖ καί ὁ ἴδιος τήν βασιλεία. Ὁ Ἰησοῦς θέλει νά γίνει βασιλιάς τους, ὄχι ὅμως ἐπίγειος, ἐκδικητής τοῦ Ἰσραήλ, τύραννος τῶν ἐθνῶν, χορηγός ἄρτων καί θεαμάτων· ἡ δική του βασιλεία εἶναι πνευματική καί αἰώνια (βλ. Ἰω 18,36). Ἀλλά ποῦ νά τά πεῖ αὐτά, τήν ὥρα ἐκείνη τοῦ ἀσυγκράτητου ἐνθουσιασμοῦ; Πῶς νά χειραγωγήσει σέ νοήματα πνευματικά τόν ἀκαλλιέργητο καί φανατικό ἐκεῖνο λαό; Δίνει τήν ἀπάντηση μέ μία σιωπηρή κίνηση, πού λέγει ἀπό μόνη της πολλά καί μέ σαφήνεια. Ἐνῶ ὁ λαός τρέχει πρός αὐτόν καί ἑτοιμάζεται νά μπεῖ μαζί του στήν ἁγία πόλη, ὁ Ἰησοῦς ἀναζητάει ἕνα πουλαράκι, κάθεται πάνω σ’ αὐτό καί μπαίνει στά Ἰεροσόλυμα. Καί μόνο ἡ θέα τοῦ πώλου ἀρκεῖ νά ἀποθαρρύνει τόν λαό, καθώς δηλώνει ἀρνητική ἀπάντηση ἐκ μέρους τοῦ Ἰησοῦ στό χρῖσμα πού τοῦ προσφέρεται. Ὁ ἀληθινός Μεσσίας γελοιοποιεῖ τόν φανταστικό ψευτομεσσία πού εἶχε πλάσσει ὁ λαός.
Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι κατά τήν θριαμβευτική εἴσοδο τοῦ Ἰησοῦ στά Ἰεροσόλυμα ψάλλουν πανηγυρικά τόν ὕμνο πού ἔψαλλαν οἱ ἄγγελοι τήν νύχτα τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ· εἰρήνη ἐν οὐρανῷ καὶ δόξα ἐν ὑψίστοις (βλ. Λκ 2,14)83. Kαταλύθηκε πλέον ἡ ἀρχαία ἔχθρα. Ὁ Θεός εἶναι τώρα φιλικός πρός τούς ἀνθρώπους καί οἱ ἄγγελοι τοῦ οὐρανοῦ δοξολογοῦν γι’ αὐτήν τήν καταλλαγή. Σκόπιμα ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς χρησιμοποιεῖ αὐτή τήν διατύπωση παραλείποντας τό ἑβραϊκό «ὡσαννά» (βλ. Μθ 21,9· Μρ 11,9· Ἰω 12,13), ὥστε νά κατανοήσουν καλύτερα τήν ἐπευφημία οἱ ἐξ ἐθνῶν χριστιανοί. Tό νόημα εἶναι: Σήμανε πλέον ἡ ὥρα τῆς συμφιλιώσεως τοῦ Ἰσραήλ μέ τόν Θεό. Αὐτή ἐξασφαλίζει τήν οὐράνια εἰρήνη καί συνιστᾶ τήν δόξα τοῦ ὑψίστου Θεοῦ. Ψάλλοντας, βέβαια, τόν ὕμνο αὐτό οἱ Ἰουδαῖοι δέν μπο- ροῦσαν νά συλλάβουν τήν πνευματική του διάσταση· περιορίζονταν στό ὅραμα μιᾶς ἐπίγειας βασιλείας.
19,39. Καί τινες τῶν Φαρισαίων ἀπὸ τοῦ ὄχλου εἶπον πρὸς αὐτόν· διδάσκαλε, ἐπιτίμησον τοῖς μαθηταῖς σου.
Ἀνάμεσα στόν ὄχλο ὑπῆρχαν καί τινες τῶν φαρισαίων, κάποιοι φαρισαῖοι. Εἶχε ἤδη ληφθεῖ ἡ ἀπόφαση τῆς συλλήψεως τοῦ Ἰησοῦ (βλ. Ἰω 11,56) καί οἱ φαρισαῖοι φροντίζουν νά τόν παρακολουθοῦν ἄγρυπνα καί προσεκτικά. Λαμβάνουν τά ἀπαιτούμενα μέτρα, γιά νά μπορέσουν νά ἐκτελέσουν ἀνενόχλητοι τά φονικά τους σχέδια, χωρίς ἀνεπιθύμητες συνέπειες. Διαπίστωσαν ὅμως ὅτι ἡ συνεχής παρουσία καί ἡ ἀγάπη τοῦ λαοῦ γιά τόν Ἰησοῦ γινόταν μία ἀσφαλής ἀσπίδα, πού θά ἐμπόδιζε τήν πραγματοποίηση τῶν σχεδίων τους. Aὐτό ἐξάπτει τόν γνωστό φθόνο τους καί καθιστᾶ ἀφόρητη γι’ αὐτούς τήν κατάσταση. Αὐτοί σχεδιάζουν τόν θάνατο τοῦ Kυρίου καί ἐκεῖνος εἰσέρχεται θριαμβευτικά ὡς βασιλιάς στά Ἰεροσόλυμα κάτω ἀπό τίς ἐνθουσιώδεις ἐπευφημίες τοῦ λαοῦ! Ἔτριζαν τά δόντια τους ἀπό τήν ἀγανάκτηση, σχολιάζει παραστατικά ὁ ἅγιος Kύριλλος, ἀλλά δέν εἶχαν τήν δυνατότητα νά ἐπιβάλουν τήν σιωπή στό πλῆθος. Γι’ αὐτό καταφεύγουν στόν ἴδιο τόν Ἰησοῦ, ζητώντας τήν δική του ἐπέμβαση.
Ἡ προσφώνηση διδάσκαλε τήν ὥρα ἐκείνη τοῦ θριάμβου ὑποδηλώνει ὅτι οἱ φαρισαῖοι δέν συμφωνοῦν μέ τίς ἐπευφημίες τοῦ πλήθους, πού τόν ἀναγνωρίζει ὡς τόν ἀπεσταλμένο τοῦ Θεοῦ Mεσσία. Γι’ αὐτούς ὁ Ἰησοῦς δέν εἶναι τίποτε περισσότερο ἀπό ἕναν ἁπλό διδάσκαλο. Τόν πλησιάζουν, λοιπόν, μέ τό πρόσχημα τῆς εὐσεβείας ἀλλά μέ ἐμφανῆ τήν ὑποτίμηση πού διαφαίνεται στήν προσταγή· ἐπιτίμησον τοῖς μαθηταῖς σου. Ἀπαιτοῦν, δηλαδή, νά ἐπιπλήξει τούς μαθητές του, γιά νά παύσουν νά τόν ἐπευφημοῦν. Κατά κάποιο τρόπο οἱ ἴδιοι ἐπιτιμοῦν τόν Ἰησοῦ, σάν νά τοῦ λένε· «Διδάσκαλε, πῶς τά ἐπιτρέπεις αὐτά; Πῶς ἀνέχεσαι νά λέγεται γιά τόν ἑαυτό σου ὁ Ψαλμός πού ἀναφέρεται στόν Μεσσία; νά δοξάζεσαι καί νά ὑμνῆσαι ὡς Θεός;».
19,40. Καὶ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· λέγω ὑμῖν ὅτι ἐὰν οὗτοι σιωπήσωσιν, οἱ λίθοι κεκράξονται.
Ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου ἀποκαλύπτει πόσο ἀληθινή εἶναι ἡ ἐκτίμηση τοῦ λαοῦ γιά τό πρόσωπό του καί φανερώνει τήν αὐτοσυνειδησία του, τί ὁ ἴδιος φρονοῦσε γιά τόν ἑαυτό του. Mέ κῦρος καί αὐθεντία πού ἐξουδετερώνει τήν φαινομενική κυριαρχία τῶν φαρισαίων δηλώνει ὅτι τοῦ ἁρμόζουν οἱ ἐκδηλώσεις τοῦ λαοῦ καί, πράγματι, στό πρόσωπό του ἐκπληρώνονται οἱ μεσσιακές προφητεῖες. Ἔτσι οἱ φαρισαῖοι παίρνουν τώρα σαφῆ καί χωρίς περιστροφές τήν ἀπάντηση σ’ ἐκεῖνο πού παλαιότερα τόν εἶχαν ρωτήσει· «εἰ σὺ εἶ ὁ Xριστός, εἰπὲ ἡμῖν παρρησίᾳ» (Ἰω 10,24).
Ἡ παροιμιώδης ἔκφραση οἱ λίθοι κεκράξονται ἀπαντᾶ ἐπίσης στό Tαλμούδ ἀλλά καί σέ ἄλλα κείμενα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Tονίζει τήν ἀλήθεια ἑνός γεγονότος89· κι ἄν ἀκόμη οἱ ἄνθρωποι πού ἔχουν λογική γιά ὁποιοδήποτε λόγο δέν ὁμολογοῦν καί δέν ἀναγνωρίζουν κάτι ἀδιαμφισβήτητο, τότε θά μιλήσουν οἱ πέτρες (πρβλ. Ἀβ 2,11). Στήν προκειμένη περίπτωση ὁ λόγος αὐτός, τόν ὁποῖο μέ αὐστηρότητα καί μεγαλοπρέπεια διατυπώνει ὁ Kύριος, δέν ἦταν ἁπλῶς μία παροιμία ἀλλά μία προφητεία, ἡ ὁποία σύντομα θά ἐκπληρωθεῖ. Τήν ὥρα πού ὁ Ἰησοῦς παρέδωσε τό πνεῦμα του τό καταπέτασμα τοῦ Ναοῦ σχίσθηκε στά δύο, ἀπό πάνω ἕως κάτω, καί ἡ γῆ ἄνοιξε καί οἱ πέτρες σχίσθηκαν καί τά μνήματα ἄνοιξαν καί πολλοί νεκροί ἀναστήθηκαν (βλ. Μθ 27,51-52). Ὅλα αὐτά ἀποτελοῦσαν, ἀναμφισβήτητα, μία ἰσχυρή κραυγή καί ὁμολογία ὅτι ὁ Ἰησοῦς δέν ἦταν ἕνα τυχαῖο πρόσωπο, ἕνας κοινός ἄνθρωπος, ἀλλά ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός. Καί ἀργότερα ἐπίσης, κατά τήν καταστροφή τῆς Ἰερουσαλήμ ἀπό τά ρωμαϊκά στρατεύματα τό 70 μ.Χ., σημειώνεται μία δεύτερη ἐπαλήθευση τῆς προφητείας. Καθώς τά πάντα ξεθεμελιώνονται, οἱ ἄνθρωποι ἀναγκαστικά σιωποῦν καί οἱ λίθοι κράζουν γιά τήν δίκαιη τιμωρία τῆς θεοκτόνου πόλεως.
Στεργίου Σάκκου
Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, τ. Γ΄, σελ. 119-132
«Τό πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ»
Δικαιολογημένα ἀρκετοί δυσκολεύονται στήν κατανόηση τῆς φράσεως «τό πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ» (Ἰω 3,8) καί ζητοῦν νά τήν ἐξηγήσουμε. Πολλοί, νομίζοντας ὅτι γίνεται λόγος γιά τό ἅγιο Πνεῦμα, μπερδεύτηκαν, μέ ἀποτέλεσμα νά θεωρήσουν ὅλο τόν στίχο ἀσυνάρτητο καί νά μή βγάζουν νόημα. Μερικοί, μάλιστα, συνδέουν τό χωρίο μέ ἐκεῖνο τοῦ ἀποστόλου Παύλου «πάντα δέ ταῦτα ἐνεργεῖ τό ἕν καί τό αὐτό Πνεῦμα, διαιροῦν ἰδίᾳ ἑκάστῳ καθώς βούλεται» (Α’ Κο 12,11). Τό Πνεῦμα τό ἅγιο, κατά τόν λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου, μοιράζει τά χαρίσματα στήν Ἐκκλησία, ὅπως αὐτό θέλει. Μέ τόν ἴδιο τρόπο, λένε, καί τό ἴδιο «πνέει», πηγαίνει ὅπου θέλει. Αὐτό ρυθμίζει τήν πνευματική ζωή τῶν πιστῶν καί, ἑπομένως, ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά κάνει τίποτε γιά τήν πνευματική του προκοπή καί σωτηρία.
Κατ’ ἀρχήν θά ξεκινήσουμε ἀπό τήν σημασία τῆς λέξεως «πνεῦμα» στήν ἁγία Γραφή. Δέν σημαίνει μόνο τό ἅγιο Πνεῦμα. Μπορεῖ νά σημαίνει καί τά ἀγαθά πνεύματα, τά πονηρά πνεύματα, τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, τά πνευματικά χαρίσματα κ.ἄ. Στήν συγκεκριμένη περίπτωση «πνεῦμα» λέγεται ὁ ἄνεμος. Τό δεύτερο πού πρέπει νά προσέξουμε εἶναι νά μήν ξεκόψουμε τήν φράση «τό πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ», παίρνοντάς την σάν ἕνα ρητό. Τό νόημα ὅλου τοῦ στίχου εἶναι· «ὁ ἄνεμος ὅπου θέλει πνέει καί ἀκοῦς τήν φωνή του, ἀλλά δέν ξέρεις ἀπό ποῦ ἔρχεται καί ποῦ πηγαίνει. Ἔτσι εἶναι καί ὁ καθένας πού ἔχει γεννηθεῖ ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα».
Σ’ αὐτήν τήν ἑρμηνεία τοῦ στίχου καταλήγουμε ἄν δοῦμε ὅλη τήν συνάφεια τῆς περικοπῆς. Ὁ Κύριος μιλᾶ στόν φαρισαῖο Νικόδημο γιά τήν πνευματική ἀναγέννηση, πού ἐπιτελεῖ μέσα στόν ἄνθρωπο τό ἅγιο Πνεῦμα. Ὅπως ὁ φυσικός ἄνθρωπος ἔχει μέσα του τό αἷμα καί τά σωματικά καί ψυχικά χαρακτηριστικά τοῦ πατέρα του, ἔτσι καί ὁ πνευματικός ἄνθρωπος, ὁ ἀναγεννημένος πνευματικά, ἔχει τά χαρακτηριστικά τοῦ Πνεύματος, ἀπό τό ὁποῖο γεννᾶται. Ἡ συζήτηση εἶναι γιά πράγματα ὑπερφυσικά καί πνευματικά. Ὁ Νικόδημος δυσκολεύεται νά τήν παρακολουθήσει. Γι’ αὐτό ὁ Κύριος τοῦ ἀναφέρει ἕνα παράδειγμα ἀπό τόν αἰσθητό κόσμο. Καί μάλιστα, ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, δέν ὁδηγεῖ τήν σκέψη του «εἰς τήν τῶν σωμάτων παχύτητα», οὔτε πάλι τοῦ μιλᾶ γιά καθαρῶς ἀσώματα πράγματα. Διαλέγει κάτι ἐνδιάμεσο μεταξύ σώματος καί ἀσωμάτου, τόν ἄνεμο. Ὁ Νικόδημος δέν θά ἔπρεπε νά ἐκπλήσσεται πού δέν καταλαβαίνει τήν πνευματική ἀναγέννηση, ἀφοῦ καί στόν φυσικό κόσμο ὑπάρχουν πολλά ἀκατανόητα, ὅπως π.χ. ὁ ἄνεμος. «Τό πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ». Ὁ ἄνεμος πνέει σέ ὅποια κατεύθυνση θέλει, καί κανείς δέν ξέρει οὔτε ἀπό ποῦ ξεκίνησε οὔτε ποιός εἶναι ὁ τόπος τοῦ προορισμοῦ του. Κι ὅμως, κανείς δέν ἀμφισβητεῖ τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνέμου.
Νομίζω πώς δέν πέφταμε ἔξω ἀπό τό νόημα τῶν λόγων τοῦ Ἰησοῦ, ἄν χρησιμοποιούσαμε ἕνα σύγχρονο παράδειγμα: Βλέπουμε, ἀκοῦμε, ἀντιλαμβανόμαστε γύρω μας ἀναρίθμητα πρόσωπα, ὀργανισμούς, ἀντικείμενα. Μελετοῦμε καί παρακολουθοῦμε τήν ζωή καί τήν πορεία τους. Μέ καμία αἴσθηση ὅμως δέν μποροῦμε νά πιάσουμε αύτό πού εἶναι τό πιό σπουδαῖο καί ἀπαραίτητο γιά τήν φυσική ζωή, τό ὀξυγόνο. Κανείς μας δέν βλέπει, δέν ἀκούει, δέν γεύεται ὀξυγόνο. Μήπως γι’ αύτό ἀμφισβητεῖ κανείς τήν ὕπαρξή του;
Στήν φυσική γέννηση βλέπουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος γεννιέται ἀπό τήν κοιλιά τῆς μάνας του καί καταλήγει στήν κοιλιά τῆς μάνας γῆς, στόν τάφο. Ἡ προέλευση, ἡ ζωή καί ἡ κατάληξή του εἶναι φανερή σέ ὅλους. Ἀντίθετα, ἡ πνευματική γέννηση ἔχει μυστική τήν ἀρχή καί τό τέλος της. Ὁ ἄνθρωπος πού ἀναγεννήθηκε πνευματικά μέ τό Πνεῦμα τό ἅγιο, παράλληλα μέ τήν φυσική ζῆ καί μία νέα ζωή, πνευματική. Αὐτή ἡ ζωή ἀρχίζει ἀπό τήν πνευματική ἀναγέννηση καί καταλήγει στήν βασιλεία στοῦ Θεοῦ. Ἔχει ἀόρατη καί τήν ἀρχή καί τό τέλος της, γι’ αὐτό δέν μπορεῖ νά τήν ἀντιληφθεῖ ὁ κόσμος, δέν καταγράφεται στά ληξιαρχεῖα. Εἶναι μυστική ἡ πνευματική, ἡ ἐν Χριστῷ ζωή. Τήν γνωρίζει μόνο τό Πνεῦμα τό ἅγιο, πού τήν δίνει, καί ὁ πνευματικός ἄνθρωπος, ὁ πιστός, πού τήν ζῆ καί ἔχει τήν πνευματική ἐμπειρία. Οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι γύρω, ἐφόσον δέν ἔχουν ἀναγεννηθεῖ, δέν ἔχουν Πνεῦμα ἅγιο καί «νοῦν Χριστοῦ», δέν καταλαβαίνουν τίποτε.
Νά, λοιπόν, γιατί ὁ Κύριος χρησιμοποίησε τό παράδειγμα τοῦ ἀνέμου. Ὅπως δέν ἀμφισβητοῦμε τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνέμου, παρόλο πού μᾶς εἶναι ἄγνωστα ἡ ἀρχή καί τό τέλος του, ἔτσι δέν μποροῦν οἱ φυσικοί ἄνθρωποι, οἱ ἄγευστοι Πνεύματος ἁγίου, νά ἀμφισβητήσουν τήν ὕπαρξη τῆς Πνευματικῆς ζωῆς, ἐπειδή μέ τίς αἰσθήσεις καί τό μυαλό τους δέν μποροῦν νά πιάσουν οὔτε τήν πνευματική ἀναγέννηση, πού εἶναι ἡ ἀρχή τῆς πνευματικῆς ζωῆς, οὔτε καί τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι τό τέρμα της. Θά τά καταλάβουν ὅλα αὐτά πολύ καλά, ὅταν ἀποκτήσουν πνευματικά αἰσθητήρια καί πνευματική ἐμπειρία, ὅταν καί οἱ ἴδιοι ἀναγεννηθοῦν πνευματικά καί ἀρχίσουν νά ζοῦν τήν πνευματική ζωή.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 38 (1983) 106-107
«ΜΗ ΜΟΥ ΑΠΤΟΥ» (Ἰω 20,17)
Ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή, ἡ πιστή τοῦ Κυρίου μαθήτρια, βρίσκεται μπροστά στόν κενό τάφο τοῦ Ἰησοῦ καί κλαίει. Ἐνῶ κλαίει, ρίχνει ἕνα βλέμμα μέσα στόν τάφο καί βλέπει δύο ἀγγέλους νά κάθονται στά δύο ἄκρα τοῦ τάφου. Τήν ρωτοῦν οἱ ἄγγελοι· «Γύναι, τί κλαίεις;» (Ἰω 20,13). Κλαίω, τούς λέγει, διότι «ἦραν τόν Κύριόν μου, καί οὐκ οἶδα ποῦ ἔθηκαν αὐτόν». Λέγοντας αὐτό παρατηρεῖ μία αἰφνίδια ἔκπληξη στά πρόσωπα τῶν ἀγγέλων, ὅπως συμπεραίνει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, καί στρέφει πίσω νά δεῖ τί βλέπουν οἱ ἄγγελοι καί ἐκπλήσσονται. Ἦταν ὁ Ἰησοῦς, τόν ὁποῖο οἱ μέν ἄγγελοι γνώρισαν, διότι τόν εἶδαν μέ τούς ἄυλους ὀφθαλμούς τους στή δόξα του, ἡ δέ Μαρία δέν τόν ἀναγνώρισε -ὅπως καί οἱ πορευόμενοι πρός Ἐμμαούς-, ἀλλά τόν ἐξέλαβε ὡς κηπουρό.
Τήν ἴδια ἐρώτηση τῆς ὑποβάλλει καί ὁ Κύριος· «Γύναι, τί κλαίεις; Τίνα ζητεῖς;». Ἡ Μαρία νομίζοντας ὅτι αὐτός εἶναι ὁ κηπουρός καί ὅτι ἀσφαλῶς γνωρίζει ποῦ εἶναι ὁ άπαχθείς νεκρός Κύριός της, χωρίς ἄλλη ἐξήγηση τόν παρακαλεῖ· Ἄγνωστέ μου κύριε, ἄν ἐσύ πῆρες τόν Κύριό μου ἀπό τόν τάφο, «εἰπέ μοι ποῦ ἔθηκας αὐτόν, κἀγώ αὐτόν ἀρῶ». Πόση στοργή καί πόση τρυφερότητα κρύβεται στίς ἁπλές αὐτές λέξεις! Καί πόση ἁγία ἁπλότητα! Τότε ὁ Κύριος γιά νά ἐπιβραβεύσει τήν τόσο εὐγνώμονη καρδιά της, διανοίγοντας τούς ὀφθαλμούς της ὥστε νά τόν ἀναγνωρίσει, φωνάζει τό ὄνομά της· «Μαρία!». Ἕνας κεραυνός χαρᾶς τήν συγκλονίζει. Ὁρμᾶ καί πέφτει στά πόδια του νά τά καταφιλήσει ἀναφωνώντας· «Ραββουνί!», «καλέ μου Διδάσκαλε!». Ἀλλά ὁ Κύριος τήν ἀποτρέπει λέγοντας· «Μή μου ἅπτου» (Ἰω 20,17).
Γιατί ὁ Κύριος τῆς ἀπαγορεύει νά τόν ἀγγίζει; Δόθηκαν πολλές ἐξηγήσεις, ἄλλες σοβαρές καί ἄλλες ὄχι. Ἄλλοι διορθώνουν τό κείμενο, ἄλλοι τό ἑρμηνεύουν ἀλληγορικῶς, ἄλλοι ἱστορικῶς, ἄλλοι ἐξετάζουν τήν φράση «μή μου ἅπτου» μεμονωμένη καί ἄλλοι στήν συνάφεια τοῦ κειμένου, ἡ ὁποία εἶναι· «Μή μου ἅπτου· οὔπω γάρ ἀναβέβηκα πρός τόν Πατέρα μου· πορεύου δέ πρός τούς ἀδελφούς μου (= τούς μαθητές) καί εἰπέ αὐτοῖς· ἀναβαίνω πρός τόν Πατέρα μου καί Πατέρα ὑμῶν, καί Θεόν μου καί Θεόν ὑμῶν». Οἱ προταθεῖσες διορθώσεις εἶναι: «Μοῦ ἅπτου», «Σύ μου ἅπτου», «Μή σύ πτοοῦ», «Μή πτοοῦ». Ἀπό αὐτές οἱ τρεῖς πρῶτες πρέπει νά ἀπορριφθοῦν ὡς ξένες πρός τήν ἐκφορά καί τήν σύνταξη τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, ἡ δέ τετάρτη, ἄν καί συντακτικῶς ὀρθή καί φυσική, δέν εὐσταθεῖ, διότι εἶναι αὐθαίρετη ἐπέμβαση ἐπί τοῦ κειμένου. Ἀλλά καί ἄν γίνει δεκτή, τά συμφραζόμενα καθίστανται τελείως μετέωρα καί ἀκατανόητα. Οἱ προτείνοντες τήν διόρθωση αὐτή ἑρμηνεύουν· «Μή φοβεῖσαι· εἶμαι ἀκόμη μαζί σας καί δέν ἔχω φθάσει στό φοβερό μεγαλεῖο πού θά ἔχω κοντά στόν Πατέρα μου, διότι δέν ἀνέβηκα ἀκόμη πρός αὐτόν». Ἡ ἑρμηνεία δέν εἶναι ὀρθή, διότι: α) Ἐφόσον ὁ Χριστός δέν εἶχε ἀκόμη τό φοβερό μεγαλεῖο, οὔτε ἡ Μαρία εἶδε τέτοιο μεγαλεῖο, δέν ὑπῆρχε λόγος νά φοβηθεῖ. β) Δέν εἶναι ἀληθινό ὅτι ὁ Κύριος δέν εἶχε ὅλο τό θεῖο μεγαλεῖο ἀμέσως μετά τήν ἀνάσταση, οὔτε συμφωνεῖ αὐτό μέ τό ὀρθόδοξο δόγμα. γ) Ἡ παράδοση τοῦ κειμένου τῆς Καινῆς Διαθήκης, δηλαδή ὅλα τά χειρόγραφά της, ἀγνοοῦν τελείως μία τέτοια γραφή. Μένουμε, λοιπόν, πιστοί στήν γενικῶς παραδεδεγμένη γραφή «Μή μου ἅπτου».
Πρίν προχωρήσουμε στήν ἔκθεση τῶν ὑπολοίπων ἑρμηνειῶν, δεχόμαστε ὁρισμένα δεδομένα. Τό «ἅπτομαι» ἐδῶ σημαίνει ἁπλῶς ἀγγίζω, πιάνω· δέν ἔχει καμία ἀλληγορική σημασία. Ἀπό τήν ἀπαγόρευση τοῦ Κυρίου «μή μου ἅπτου», πού ἐκφέρεται μέ προστακτική ἐνεστῶτος, συνάγεται ὅτι ἡ Μαρία πρόλαβε ἤδη νά περιπτυχθεῖ τά πόδια τοῦ Κυρίου· αὐτό δέχονται ἀπό μέν τούς πατέρες ὁ Χρυσόστομος καί ὅσοι τόν ἀκολουθοῦν, ἀπό δέ τούς συγχρόνους θεολόγους οἱ περισσότεροι καί σπουδαιότεροι. Λίγο μετά ἀπό αὐτήν τήν σκηνή ὁ Κύριος, ἀφοῦ συνάντησε δύο ἄλλες μυροφόρες, τίς ἐπέτρεψε νά περιπτυχθοῦν καί νά φιλήσουν τά πόδια του (Μθ 28,9). Ὁ ἴδιος ἐπίσης παρότρυνε τόν Θωμᾶ νά βάλει τά δάκτυλά του στήν πλευρά καί τίς παλάμες του (Ἰω 20,27), καθώς καί ὅλους τούς μαθητές νά τόν «ψηλαφήσουν», γιά νά πεισθοῦν ὅτι ἔχει σῶμα (Λκ 24,39).
Ὁ Ἀλεξανδρείας Κύριλλος ἑρμηνεύει τό χωρίο ἀλληγορικῶς. Κατ' αὐτόν πρό τῆς ἀναστάσεως μποροῦσε καθένας νά ἀγγίζει τόν Ἰησοῦ, ἀλλά τώρα εἶναι καιρός τῆς θεοπρεποῦς δόξης. Ἐπιτρέπεται νά «ἅπτονται» αὐτοῦ μόνον ὅσοι ἔλαβαν τό ἅγιο Πνεῦμα, τό ὁποῖο ὁ Κύριος ὑποσχέθηκε ὅτι θά στείλει. Ἀλλά μέχρι τῆς στιγμῆς αὐτῆς τό Πνεῦμα δέν δόθηκε στούς ἀνθρώπους, οὔτε στήν Μαρία βεβαίως. Ἑπομένως ἐμποδίζεται νά «ἅπτεται» τοῦ Ἰησοῦ ὡς ἀπροετοίμαστη. Μετά τήν ἀνάληψή του καί τήν ἐπιφοίτηση τοῦ ἁγίου Πνεύματος μποροῦσαν ὅσοι ἔλαβαν τό Πνεῦμα νά «ἅπτονται» καί τοῦ Κυρίου. Εἶναι φανερό ὅτι ὁ Κύριλλος λέγει τό «ἅπτομαι» μέ τήν ἔννοια τοῦ «κοινωνῶ». Ὁ ἴδιος ἄλλωστε ἐξηγεῖ ὅτι μέ αὐτήν τήν ἀπαγόρευση ὁ Κύριος θέτει ὅρο στήν Ἐκκλησία, κατά τόν ὁποῖο κάθε ἀκάθαρτος ἤ ἐστερημένος τοῦ Πνεύματος δέν πρέπει νά κοινωνεῖ τῆς ἁγίας σαρκός του, νά μεταλαμβάνει τό σῶμα του, ὅπως ἀκριβῶς ὁ Μωυσῆς ἀπαγορεύει νά τρώγουν ἀπό τόν πασχάλιο ἀμνό οἱ ἀκάθαρτοι. Ἡ ἑρμηνεία αὐτή εἶναι διδακτική ἀλλά ὄχι ὀρθή, διότι προσκρούει στά προλεχθέντα δεδομένα καί διότι κάθε χωρίο ἱστορικοῦ βιβλίου τῆς Γραφῆς ἔχει μία τουλάχιστον ἱστορική ἑρμηνεία. Ἡ ἱστορική ἑρμηνεία πλουτίζεται ἀπό ἀλληγορικές, ἀλλά δέν ἀντικαθίσταται.
Ἀπό τίς ἱστορικές ἑρμηνεῖες ἀναφέρουμε πρῶτα ἐπιτροχάδην τίς ὁλοφάνερα ἐπιπόλαιες. Λέχθηκε ὅτι ὁ ἀναστάς Κύριος ὑπέφερε ἀκόμη ἀπό τίς πληγές του, καί γι’ αὐτό σπεύδει νά προειδοποιήσει «μή μέ ἀγγίζεις». Λέχθηκε ὅτι δέν ἐπέτρεψε στήν Μαρία νά τόν ἀγγίξει, διότι τό σῶμα του ἦταν τόσο λεπτοφυές, ὥστε δέν ἄντεχε στήν ἐλάχιστη ἐνόχληση ἤ ὅτι δέν εἶχε σῶμα, ἀλλά ἐπρόκειτο νά λάβει μετά τήν ἀνάληψη. Λέχθηκε ὅτι σύμφωνα μέ τόν μωσαϊκό νόμο, κατά τόν ὁποῖο ὁ νεκρός εἶναι ἀκάθαρτος καί μολύνει καθέναν πού τόν ἀγγίζει, ἡ Μαρία δέν ἔπρεπε νά ἀγγίξει τόν Κύριο, γιά νά μή μολυνθεῖ! Εἶναι περιττό νά ἀνασκευάσουμε τίς ἑρμηνεῖες αὐτές, οἱ ὁποῖες εἶναι καί ἐσφαλμένες καί κακόδοξες καί γελοῖες.
Λέχθηκε καί τό ἀντίθετο, ὅτι ὁ Κύριος δέν ἤθελε νά μολυνθεῖ ἀπό τήν Μαρία. Ἀναφέρονται μάλιστα καί ὡς παράλληλα παραδείγματα χωρία ἀπό εἰδωλολάτρες ποιητές, ὅπου ἀναφέρονται τέτοιου εἴδους ἀπαγορεύσεις. Ἀλλά εἶναι τελείως ἄστοχο νά ἑρμηνεύεται ἡ Γραφή διά τῶν θύραθεν ἤ οἱ θύραθεν διά τῆς Γραφῆς. Τό θεῖον δέν μολύνεται ἀπό τίποτε, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, καθώς καί τό ἡλιακό φῶς δέν μολύνεται ὅταν πέφτει πάνω στό βόρβορο. Οὔτε εἶναι δυνατόν νά συντρέχει αὐτός ὁ λόγος, ἐφόσον ὁ Κύριος ἔκτοτε παρέχει τό αἷμα καί τό σῶμα του σέ ἀνθρώπους λιγώτερο καθαρούς ἀπό τήν Μαρία. Νά μήν ξεχνοῦμε δέ καί τούς ἄλλους οἱ ὁποῖοι ἄγγιξαν τόν Κύριο.
Ὁ Χρυσόστομος ἀναφέρει ὅτι διαδιδόταν στήν ἐποχή του μία ἑρμηνεία κατά τήν ὁποία ἡ Μαρία πέφτοντας στά πόδια τοῦ Κυρίου ζητοῦσε ἀπό αὐτόν τό ἅγιο Πνεῦμα ἐνθυμουμένη ὅτι πρό τῆς σταυρώσεώς του εἶπε στούς μαθητάς· «Ἐάν πορευθῶ πρός τόν Πατέρα μου, ἐρωτήσω τόν Πατέρα καί ἄλλον Παράκλητον δώσει ὑμῖν» (Ἰω 14,16). Ἀπορρίπτει δέ τήν ἑρμηνεία αὐτή γιά τούς ἑξῆς λόγους: α) Ἡ Μαρία ἀγνοοῦσε τήν ὑπόσχεση αὐτή, διότι δέν ἦταν παροῦσα ὅταν δόθηκε. β) Ἀπέχει πολύ αὐτή ἡ «φαντασία» ἀπό τό νόημα τοῦ χωρίου. γ) Πῶς ἦταν δυνατόν νά ζητήσει τόν Παράκλητο, ἔστω καί ἄν γνώριζε τήν ὑπόσχεση, ἀφοῦ ὁ Κύριος δέν εἶχε ἀκόμη ἀνεβεῖ πρός τόν Πατέρα;
Ὑποστηρίχθηκε ὅτι ὁ Κύριος μέ τό «μή μου ἅπτου» ἐλέγχει τήν ἀπιστία τῆς Μαρίας, διότι αὐτή θέλησε νά τόν ἀγγίξει γιά νά βεβαιωθεῖ, ὅπως καί ὁ Θωμᾶς, ὅτι ὄντως αὐτός εἶναι ὁ Ἰησοῦς. Αὐτή ἡ γνώμη εἶναι ἐκτός πραγματικότητος. Στήν σχετική περικοπή ὄχι μόνο ἀπιστία τῆς Μαρίας δέν διακρίνεται, ἀλλά ἀντίθετα εἶναι ὁλοφάνερη ἡ αὐθόρμητη χαρά της καθώς βλέπει τόν Διδάσκαλο. Κακῶς δέ λέγεται ὅτι ὁ Θωμᾶς θέλησε νά βεβαιωθεῖ διά τῆς ἁφῆς. Διότι ὁ Θωμᾶς δέν θέλησε, ἐπειδή βεβαιώθηκε καί χωρίς τήν ἁφή, ἀλλά ὁ Κύριος τοῦ ἐπέβαλε νά τόν ἀγγίξει. Τέλος, ἀφοῦ τόν Θωμᾶ, πού δέν θέλησε, τόν παρότρυνε νά τόν ἀγγίξει, πῶς ἦταν δυνατόν νά ἐμποδίσει τήν Μαρία, ἐάν αὐτή μόνη της ἤθελε νά τόν ἀγγίξει ἀπό δυσπιστία;
Ὁ Ὠριγένης ἐξηγεῖ τό χωρίο ἐν συνδυασμῷ πρός τούς λόγους τοῦ Κυρίου· «Βάπτισμα ἔχω βαπτισθῆναι, καί πῶς συνέχομαι ἕως οὗ τελεσθῇ;» (Λκ 12,50). Ὑπάρχει, λέγει, σειρά διαδοχικῶν βαπτισμάτων τοῦ Κυρίου, καθένα ἀπό τά ὁποῖα εἶναι εἰσαγωγή σέ μία κατάσταση τελειότερη ἀπό τήν προηγούμενη. Βάπτισμα ἀπό τόν Πρόδρομο, βάπτισμα Σταυροῦ, βάπτισμα ἀναστάσεως καί τελευταῖο τό βάπτισμα τῆς ἀναλήψεως, ἡ ἄκρα τελείωση. Ὅταν ἡ Μαρία θέλησε νά τόν ἀγγίξει, ὁ Ἰησοῦς δέν εἶχε λάβει ἀκόμη τό τελευταῖο αὐτό βάπτισμα. Ἤθελε ὅμως ὁ ἁπτόμενος αὐτοῦ νά ἅπτεται τελείου ὄντος, γιά νά ὠφελεῖται σέ τέλειο βαθμό. Καί ἐδῶ στό «ἅπτομαι» δίδεται ἑρμηνεία περισσότερο ἀλληγορική, πλησιάζουσα τήν ἔννοια τοῦ «κοινωνῶ».
Σύμφωνα μέ ἄλλη ἑρμηνεία, παρόμοια, ὁ Ἰησοῦς ὡς ἀρχιερεύς, πού προσέφερε τήν τελεία ἐξιλαστήρια θυσία, ἔπρεπε πρῶτα νά ἀνεβεῖ στόν Πατέρα, νά εὐλογηθεῖ, καί ἔπειτα νά κατεβεῖ καί νά μεταδώσει μέ σωματική ἐπαφή τήν ἐκ τοῦ Πατρός εὐλογία. Γι' αὐτό ἐμποδίζει τήν Μαρία νά τόν ἀγγίζει ἐπί τοῦ παρόντος.
Σύμφωνα μέ μία ἀρχαία ἑρμηνεία πού ἀποδίδεται στόν μάρτυρα Ἰουστῖνο, οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου ἔχουν τήν ἑξῆς ἔννοια· «Μή μέ ἀκολουθεῖς μέ τήν ἰδέα ὅτι θά εἴμαστε πάντοτε μαζί ὅπως καί πρό τοῦ σταυροῦ». Ἤθελε ὁ Κύριος σιγά-σιγά νά ἀποβάλουν οἱ μαθητές τήν συνήθεια τῆς σωματικῆς του παρουσίας. Γιά τόν λόγο αὐτό μετά τήν ἀνάσταση παρουσιαζόταν μερικές φορές μόνο καί γιά λίγη ὥρα. Τήν ἄποψη αὐτή ἀκολουθοῦν καί μερικοί σύγχρονοι ξένοι θεολόγοι.
Σύγχρονοι θεολόγοι ἔλαβαν ὡς ἀρχή ὅτι τό «ἅπτομαι» ἐδῶ σημαίνει «λατρεύω», ὅπως καί στόν Ὅμηρο ἡ ἔκφραση «ἅπτομαι τῶν γονάτων» σημαίνει «ἀπονέμω λατρεία». Ἔδωσαν λοιπόν τήν ἀκόλουθη ἑρμηνεία. Ἡ Μαρία πέφτοντας στά πόδια τοῦ Ἰησοῦ ἤθελε μ' αὐτόν τόν τρόπο νά τόν λατρεύσει ὡς Θεό. Ἀλλά ὁ Ἰησοῦς, πού δέν εἶχε ἀκόμη τελειωθεῖ, κατά τήν ἐκδοχήν τους, τήν ἀπέτρεψε λέγοντας· «Μή μέ λατρεύεις, δέν δοξάστηκα ἀκόμη διά τῆς ἀναλήψεως, ἀλλά συνεχίζω νά βρίσκομαι στήν κατάσταση τῆς ταπεινώσεως. Δέν ἔφθασε λοιπόν ἀκόμη ὁ καιρός νά μοῦ ἀποδώσεις λατρεία Θεοῦ». Ἡ ἑρμηνεία αὐτή ἔχει πολλά ἀδύνατα σημεῖα: α) Ἑρμηνεύει τήν Γραφή διά τῶν θύραθεν. Ἡ ὁμηρική φρασεολογία δέν συμπίπτει οὔτε μέ τήν κλασική ἑλληνική, πολύ δέ περισσότερο ξένη εἶναι πρός τήν γλῶσσα τῆς Γραφῆς. β) Καί ἄν ἦταν ἐπιτυχημένη μία τέτοια μέθοδος, στήν προκειμένη περίπτωση ἐπιχειρεῖται πλημμελῶς. Διότι ναί μέν τό «ἅπτομαι τῶν γονάτων» σημαίνει «λατρεύω», ἀλλά τό «ἅπτομαι» μόνο του μέ κανένα τρόπο δέν ἑρμηνεύεται ἔτσι. γ) Εἶναι τελείως ἀπίθανο ἡ τόσο αὐθόρμητη κίνηση τῆς Μαρίας νά προῆλθε ἀπό μία τόσο πολύπλοκη σκέψη, σάν αὐτήν πού ὑποθέτουν αὐτοί οἱ ἑρμηνευτές. Μέχρι τῆς στιγμῆς ἐκείνης ἡ Μαρία οὔτε περί ἀλλαγῆς καταστάσεων γνώριζε τίποτε, οὔτε περί θεώσεως, οὔτε περί ἀπονομῆς λατρείας. Ἀγνοοῦσε προφανῶς ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι καί Θεός, ἴσως δέ οὔτε τήν ἀνάσταση νά μή σκέφθηκε. δ) Ὁ Θωμᾶς ἀπέδωσε λατρεία στόν Χριστό πρό τῆς ἀναλήψεως. Ἀλλά καί πρό τῆς σταυρώσεως μποροῦσε νά ἀπονεμηθεῖ, καί πολλές φορές ἀπονεμήθηκε, λατρεία στόν Κύριο.
Μετριοπαθέστερη παραλλαγή αὐτῆς εἶναι ἡ ἑρμηνεία κατά τήν ὁποία ὁ Κύριος ἤθελε νά πεῖ ὅτι μπορεῖ ἡ Μαρία νά ἅπτεται αὐτοῦ μετά τήν ἀνάληψη. Δέν γίνεται λόγος γιά τελείωση καί ἀπονομή λατρείας. Ἡ ἑρμηνεία αὐτή, σημειωτέον, εἶναι ἡ ἐντύπωση πού σχηματίζει ἐκ πρώτης ὄψεως σχεδόν κάθε ἀναγνώστης τοῦ χωρίου. Ἀλλά προσκρούει βεβαίως σέ ἀνυπέρβλητα ἐμπόδια. Γιατί στόν Θωμᾶ ἐπιτρέπει τήν ἁφή; Μήπως μεταξύ τῶν δύο περιστατικῶν ἔγινε ἡ ἀνάληψη; διερωτῶνται πολλοί σύγχρονοι ἑρμηνευτές. Τοῦτο εἶναι ἀδύνατον, τόσο διότι δέν ἀναφέρεται ἀνάληψη μεταξύ τῶν δύο περιστατικῶν, ὅσον καί διότι ἀναφέρεται αὐτή σαφῶς καί πανηγυρικῶς στό τέλος τῶν τεσσαράκοντα ἡμερῶν. Ἐξάλλου λίγη ὥρα μετά τήν συνάντηση μέ τήν Μαγδαληνή Μαρία ὁ Κύριος ἐπέτρεψε, ὅπως λέχθηκε, νά τόν ἀγγίξουν δύο ἄλλες μυροφόρες γυναῖκες.
Ἄλλη ἑρμηνεία εἶναι· «Μή μέ ἀγγίζεις· ἔχεις καιρόν πρός τοῦτο. Τώρα σπεῦσε νά ἀναγγείλεις στούς μαθητές μου ὅτι...». Ἐδῶ ὅμως ἡ ἀπαγόρευση φαίνεται περιττή.
Καί ἄλλη· «Μή μέ ἀγγίζεις· βεβαίως δέν ἀνέβηκα ἀκόμη πρός τόν Πατέρα μου, ὥστε νά γίνω ἀπρόσιτος, ἀλλά πρόκειται νά ἀνεβῶ. Αὐτό νά πεῖς στούς μαθητές μου». Καί μόνον διά τῆς ἀναστάσεως δηλαδή οἱ σχέσεις τοῦ Κυρίου πρός τούς μαθητές ἔγιναν πνευματικώτερες καί κατά συνέπειαν οἱ φυσικές ἐπαφές δέν ἦσαν πλέον ἐνδεδειγμένες.
Ὑπάρχουν μερικές ἑρμηνεῖες οἱ ὁποῖες λίγο διαφέρουν μεταξύ τους καί οἱ ὁποῖες τονίζουν ὅτι ὁ Κύριος προσωρινά μόνον ἐμποδίζει τήν Μαρία, πρόκειται δέ μετά τήν ἀνάληψή του νά τῆς χαρίσει αὐτό πού ποθεῖ, σέ βαθμό ἀσύγκριτα ἀνώτερο ἀπό ὅσο φαντάστηκε αὐτή. Μοιάζουν κάπως μέ τήν ἑρμηνεία τοῦ Ὠριγένους, χωρίς νά εἶναι ἀλληγορικές. Τέτοια ἑρμηνεία ἔδωσε ὁ πάπας Λέων ὁ Μέγας, καί ἀπό τότε γύρω ἀπό αὐτήν στρέφονται οἱ δυτικοί ἑρμηνευτές. Μετά τήν ἀνάβαση ἡ Μαρία θά ἅπτεται καί θά κρατεῖ τόν Κύριο κατά τρόπο οὐσιαστικώτερο. Θά τόν κατέχει διαρκῶς. Θά τόν ἔχει κτῆμα της ἀναφαίρετο. Θά ἀγγίξει τότε ὅ,τι τό θειότερον κρύπτεται μέσα σ’ αὐτόν. Ὁ Κύριος μετά τήν ἀνάβασή του πρός τόν Πατέρα θά ἐγκαινιάσει νέα τάξη καί νέες σχέσεις, στενώτερες, περισσότερο πνευματικές καί μόνιμες. Αὐτές περίπου εἶναι οἱ ἰδέες γύρω ἀπό τίς ὁποῖες στρέφονται οἱ ἐν λόγῳ ἑρμηνεῖες.
Δέν μένει παρά ἡ ἑρμηνεία πού δίνουν πρῶτος ὁ αὐθεντικώτερος ἑρμηνευτής τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, καί ἐν συνεχείᾳ ὁ Θεόδωρος Μοψουεστίας, ὁ Φώτιος, ὁ Θεοφύλακτος καί ὁ Ζιγαβηνός, υἱοθετεῖ δέ καί ἡ ἐκκλησιαστική συνείδηση τῶν Ὀρθοδόξων. Προφανῶς αὐτήν δέχονται καί ὅσοι ἄλλοι πατέρες ἀσπάζονται τήν ἱστορική ἑρμηνεία. Ἀπό τούς ξένους τήν ἀσπάζονται πολλοί διακεκριμένοι. Αὐτοί οἱ ἑρμηνευτές ἑρμήνευσαν μέ τά δεδομένα πού ἀναφέραμε στήν ἀρχή χωρίς παρεκκλίσεις. Τόνισαν ὅτι ὁ Κύριος ἀποτρέπει τήν Μαρία, ὄχι διότι δέν ἔπρεπε νά τόν ἀγγίξει, ἀλλά διότι ἀποσκοποῦσε νά τῆς διδάξει ὁρισμένα πράγματα.
Ἡ Μαρία βλέποντας τόν ἀγαπητό διδάσκαλο, νομίζει ὅτι ἀναστήθηκε, ὅπως ἀκριβῶς ἀναστήθηκαν ἀπό αὐτόν τόσοι ἄλλοι νεκροί, καί ὅτι θά ἀρχίσει πάλι τήν παλαιά συναναστροφή του μέ τούς μαθητές καί τίς μαθήτριές του, ὅτι θά κηρύττει, θά ἔχει ἀνάγκη τῆς διακονίας της, πρᾶγμα πού τῆς ἔδινε ἰδιαίτερη χαρά. Νομίζει ὅτι ἡ νίκη του καί ἡ δόξα του δέν ἦταν τίποτε ἄλλο, παρά νά ἀποδείξει στούς κακούς φαρισαίους ὅτι ματαίως τόν δολοφόνησαν. Δέν μπόρεσε νά συλλάβει τόν παγκόσμιο, τόν αἰώνιο, τόν πνευματικό χαρακτήρα τῆς νίκης του κατά τοῦ θανάτου. Δέν γνώριζε ὅτι ἡ κατάσταση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Κυρίου δέν εἶναι πλέον ἡ κατάσταση τῆς φθορᾶς, τῶν φυσικῶν ἀναγκῶν, τῆς ταπεινώσεως. Δέν τόν εἶδε ἀκόμη νά παρουσιάζεται «κεκλεισμένων τῶν θυρῶν», ἀλλά μόνον νά πλησιάζει ὡς κηπουρός. Χάρηκε, ὅπως ἀκριβῶς χάρηκαν οἱ ἀδελφές τοῦ Λαζάρου ὅταν εἶδαν τόν ἀδελφό τους ἀναστημένο. Τίποτε περισσότερο δέν ἀντιλήφθηκε. Ἔπρεπε ὅμως νά τά μάθει ὅλα.
Ὥστε ὁ Κύριος ἤθελε νά διδάξει τήν Μαρία τήν Μαγδαληνή ὅτι εἶναι πλέον στήν δόξα του, ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Θεός, πού ἀνήκει τόσο σ' αὐτήν ὅσο καί σέ ὅλο τόν κόσμο, ὅτι πρέπει νά πλησιάζει μέ τόν προσήκοντα σεβασμό. Ἐπειδή ὅμως ἦταν ὑπεροπτικό νά τῆς πεῖ κατευθεῖαν ὅλα αὐτά, ἀνάγει τόν νοῦ της ἐμμέσως καί βαθμηδόν ἐπί τά ὑψηλότερα λέγοντας ὅτι «οὔπω ἀναβέβηκε πρός τόν Πατέρα αὐτοῦ». «Ἐμφαίνεται», λέγει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, «ὅτι ἐκεῖ σπεύδει καί ἐπείγεται· τόν δέ ἐκεῖ μέλλοντα ἀπιέναι καί μηκέτι μετά ἀνθρώπων στρέφεσθαι οὐκ ἔδει μετά τῆς αὐτῆς ὁρᾶν διανοίας, ἧς καί πρό τούτου». Γι’ αὐτό, καί τούς μαθητές του κατά καιρούς μόνον πλησιάζει. Οἱ σχέσεις του μέ τούς μαθητές καί τούς πιστούς δέν θά εἶναι στό ἑξῆς ὅπως ἦσαν προηγουμένως. Θά εἶναι τελείως πνευματικές.
Γιά νά μή λυπηθεῖ ὅμως ἀπό τήν ἀπαγόρευση ἡ Μαρία καί ἀρχίσει νά συλλογίζεται ὅτι περιφρονήθηκε, τήν καθιστᾶ ὁ Κύριος πρώτη εὐαγγελίστρια τῆς ἀναστάσεώς του παραγγέλλοντας νά πεῖ στούς μαθητές ὅ,τι εἶπε αὐτός πρός αὐτήν. Βλέπουμε, λοιπόν, ὅτι τό πρώτιστο ἔργο τοῦ Κυρίου μετά τήν ἀνάστασή του εἶναι νά κηρύξει τήν νέα κατάσταση, νά ἐνημερώσει τό στενό περιβάλλον του γιά τίς νέες μεταβολές καί τά ἀποτελέσματα τῆς νίκης του. Καί ἀρχίζει ἀπό τήν Μαρία διά τοῦ «Μή μου ἅπτου».
Στέργιος Ν. Σάκκος