1453. Κωνσταντινούπολις.
Ἀναπαμό δέν ἔχουν μῆνες τώρα
τοῦ ἀλλόθρησκου οἱ βομβάρδες.
Φωτιές καί μπαλοθιές ἀπανωτές
σπαράζουνε τά σωθικά της.
Ἠχοῦν ὅλα τά σήμαντρα
κι ἡ καθεμιά καμπάνα.
- Ποῦ εἶσαι, Παναγιά τῶν Βλαχερνῶν
καί τοῦ Θεοῦ μας μάνα;
Ποιές ἁμαρτίες μας γέμισαν
τά μάτια σου μέ δάκρυ
κι ἀνημποριά τῆς δέησης τά χέρια;
Τρίτη, 29 Μαΐου 1453.
Ἀλλίμονο! Τό οὐράνιο φῶς πού ἔκαιε
ἐπάνω ἀπό τήν Πόλη
ἀπόψε ἐσβήστη κι εἶπαν ὅλοι:
- Σημάδι εἶναι τοῦ Θεοῦ
πῶς ξεψυχᾶ ἡ Ἑπτάλοφη,
τοῦ Κωνσταντίνου ἡ Πόλη.
Δακρύβρεχτος ὁ αὐτοκράτωρ
τῶν Ρωμαίων ἀναφωνεῖ:
- Ἐπουράνιε Θεέ! Ἔλεος!
Χάνεται τό ρόδο τοῦ ἀγροῦ,
ἡ βασιλεύουσά μου!
Καί σάν ἀετός ὁρμᾶ μέ τό σπαθί,
ὅπου ἀφουγκραζόταν
τήν τελευταία της πνοή...
Κι ἐκεῖ στήν Πύλη τοῦ ἁγίου Ρωμανοῦ
ἐγκαινιάστηκαν οἱ ἁλυσίδες τῆς σκλαβιᾶς,
τῆς θλίψης καί τοῦ πόνου.
Ἐκεῖ στήν Πύλη τοῦ ἁγίου Ρωμανοῦ
ἐντιαφιάστηκε ἡ χιλιόχρονη ἡ ρήγισσα,
ἡ κόρη τοῦ Βοσπόρου.
Δέσποινα Δαμιανίδου