Τό Γενάρη τοῦ 1828 ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης, ἄρρωστος ἀπό βαρειά καρδιακή πάθηση, κληρονομιά τῆς φυλακῆς του, κείτεται σέ κάποιο κρεβάτι τοῦ ξενοδοχείου τοῦ «Χρυσοῦ Ἀχλαδιοῦ» στή Βιέννη. Ὅσο πάει, μέρα μέ τή μέρα, ὅλο καί βαραίνει. Τό καταλαβαίνει, καί τή στερνή του παραγγελιά δίνει στόν ὑπασπιστή του Λασάνη πού τόν παραστέκει:
«Νά στείλετε, τουλάχιστο, τήν καρδιά μου στήν Ἑλλάδα. Ἀνῆκε πάντοτε εἰς τήν πατρίδα μου καί ἐπιθυμῶ ν᾿ ἀποδοθεῖ εἰς τό ἐλεύθερον χῶμα της».
Εἶναι ἕνα χειμωνιάτικο δειλινό, στίς 19 τοῦ Γενάρη. Τώρα πιά ὁ Ὑψηλάντης μέ κόπο μπορεῖ νά μιλάει. Σέ κάποια στιγμή ὁ Λασάνης μπαίνει στό δωμάτιο κρατώντας τήν ἐφημερίδα «Αὐστριακός Παρατηρητής» κι ὁλόχαρος τοῦ διαβάζει τήν εἴδηση, πώς ὁ Καποδίστριας ἔφτασε στή Μάλτα καί μ᾿ ἐγγλέζικη φρεγάτα ἔφυγε γιά τήν Ἑλλάδα.
«Δόξα σοι ὁ Θεός!...» κατορθώνει, μέ σβησμένη φωνή, νά πεῖ ὁ ἀρχηγός.
Κι ὕστερα προσπάθησε ν᾿ ἀνασηκωθεῖ λίγο. Δέν τό καταφέρνει. Νιώθει μεγάλη ἐξάντληση καί γι᾿ αὐτό ζητάει ἀπ᾿ τόν ὑπασπιστή του νά τοῦ τρίψει λίγο τό χέρι του. Κι ἀρχίζει νά σιγοψιθυρίζει: «Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς...».
Δέν πρόκανε ὅμως ν᾿ ἀποτελειώσει τήν προσευχή του. Θόλωσε ὁ νοῦς του, ἡ γλώσσα του μπλέχτηκε, κι ὁ ἄτυχος μονόχειρας ἀρχηγός τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης ἔγειρε νεκρός τό κεφάλι του.
«Ἑλληνικά Ἱστορικά Ἀνέκδοτα»
ἐκδ. Μ. Πεχλιβανίδης, Ἀθήνα)