Ἑλλάδα ἐδῶ!

  makedonia ellinikiΤά μάτια του βυθομετροῦνε τό σκοτάδι ἀνήσυχα. Μέ τσιτωμένες τίς αἰσθήσεις ἀφουγκράζεται. Δίπλα ὁ Μαρδόνιος βηματίζει νευρικά. Αὔριο... μέ τό χάραμα, μέσα στόν ὕπνο θά τούς πιάσει, ἀνέτοιμους. Θά πάρει γδικιωμό γιά τόν ξευτελισμό πού τοῦ ᾿καμαν μιά χούφτα ῞Ελληνες, ξυπόλυτοι ζητιάνοι πάνω σ᾿ ἕνα φλούδι γῆ.

  Φρουμάζει πέρα-δῶθε ὁ στρατηγός. Στή διπλανή σκηνή τρέμουν τά δάχτυλα τοῦ αἰχμάλωτου. Σέ λίγο σφίγγουνε μ᾿ ἀπόφαση τά γκέμια τοῦ ἀλόγου του. Καλπάζει μές στή νύχτα τήν ἀμίλητη στῶν ᾿Αθηναίων τίς προφυλακές· ζητᾶ νά δεῖ τούς στρατηγούς. Οἱ λέξεις τρέχουνε λαχανιασμένες καί κοφτές. Κόμποι ἱδρώτα βρέχουνε τό μέτωπο·

  «῎Ανδρες ἀπ᾿ τήν ᾿Αθήνα, ἀκοῦστε με... ῎Εκαμα τούτη τήν ἀποκοτιά κι ἔφτασα ὥς ἐδῶ· ἡ ἔγνοια τῆς ῾Ελλάδας μέ βασάνιζε... Γιατί κι ἐγώ εἶμαι ῞Ελληνας ἀπό γενιά ἑλληνική... Δέν τό βαστῶ νά βλέπω σκλάβα τήν πατρίδα μου. Γι᾿ αὐτό ἀκοῦστε με... Ξυπνῆστε τό στρατόπεδο, ἀρματωθεῖτε, περιμένετε. Αὔριο, μόλις ὁ ἥλιος πάρει ν᾿ ἀνεβαίνει, θά σᾶς χτυπήσει ὁ Μαρδόνιος ξαφνικά. Μ᾿ ὅλα του τά λεφούσια ἑτοιμάζεται... Γρήγορα, ᾿Αθηναῖοι, ἡ νύχτα σώνεται...».

  Σαστίζουν οἱ ᾿Αθηναῖοι στρατηγοί. Κοιτοῦν ὕποπτα τόν καβαλάρη ἀπ᾿ τῶν Μήδων τό στρατόπεδο. Μά πρίν προφθάσουν νά ρωτήσουν ὄνομα, γενιά, στρέφει ἐκεῖνος τ᾿ ἄτι του· κι ἡ νύχτα ἁρπάζει τή μεταλλική φωνή, τή χύνει ἀνατρίχιασμα στά μαργωμένα τους κορμιά.

  «Εἶμαι ὁ ᾿Αλέξανδρος, τῶν Μακεδόνων βασιλιάς καί στρατηγός. Καί σάν μέ τό καλό λευτερωθεῖς, θυμήσου, ᾿Αθηναῖε κι ὅσοι μαζί σου πολεμοῦν, τήν πατρίδα μου... νά ᾿ρθεις νά τῆς χαρίσεις λευτεριά...» (῾Ηροδότου ῾Ιστοριῶν ΙΧ, 44-45).

  Λύνονται οἱ ἁρμοί, τό δάκρυ τρέμει στά ματόφυλλα. Γιά μιά στιγμή, γιά μιά μόνο στιγμή. ῞Υστερα ἡ νύχτα ἀνάβει στούς πυρσούς, βροντᾶ στίς πανοπλίες πού ἑτοιμάζονται. Στολίζουν οἱ Σπαρτιάτες τά μαλλιά, καθώς τό ᾿χουν συνήθειο τους, οἱ ᾿Αθηναῖοι τραγουδοῦνε προσευχές. Αὔριο...! Γιά τήν τιμή καί τήν ἀξιοπρέπεια! Γιά τά πυρπολημένα τῆς Παλλάδας ἱερά! Γιά τό τεμαχισμένο σῶμα τοῦ Σπαρτιάτη, πού ὁ Ξέρξης τό μαγάρισε! Γιά τά λευκά μαργαριτάρια τῶν νησιῶν π᾿ ἁρπάξανε! Αὔριο... Καῖνε τά μάτια μέ θυμό... Γιά τήν ὡραία γῆ, τή χώρα τή μακεδονίτισσα, τή γῆ πού κατοικοῦνε οἱ θεοί, τή γῆ τῶν βασιλιάδων καί τῆς σάρισας. Γιά τήν αἰχμάλωτη Μακεδονία τους, γιά τήν ῾Ελλάδα τους. Σπαρτιάτες κι ᾿Αθηναῖοι, Κεῖοι καί Νάξιοι, Λευκάδιοι καί ᾿Αμβρακιῶτες πολεμοῦν.

  Τήν ἄλλη μέρα ἡ ῾Ελλάδα μιά γιορτή πυρσῶν. Τινάζουν οἱ ἀθηναῖες κοπελιές τά πέπλα τῆς Παλλάδας τους στό φῶς· χορεύουνε οἱ Σπαρτιάτισσες. Στήνουνε στούς Δελφούς τόν τρίποδα Κεῖοι καί Νάξιοι καί Φλειάσιοι, Κορίνθιοι κι Αἰγινῆτες καί Τροιζήνιοι... Κι ὅλοι μαζί σκύβουνε στό βορρᾶ· καί φιλοῦν τά χέρια τ᾿ ἁλυσόδετα π᾿ ἁπλώθηκαν λυτρωτικά στή χρεία τους, τή χώρα τήν πλατειά, πού ξαγρυπνοῦσε ἀγγελικά πάνω ἀπό τήν κινδυνεύουσα πατρίδα της, ὅπως ἡ μάνα πάνω ἀπό τό μωρό της τό κοιμώμενο...

  Αἰῶνες ἡ Μακεδονία ξαγρυπνᾶ πάνω ἀπό τήν κινδυνεύουσα πατρίδα της.

  Σέ λίγα χρόνια ἡ ῾Ελλάδα, πού ἑνωμένη νίκησε τόν Πέρση, κομματιάζεται, ματόβρεχτο κουρέλι στόν ἐμφύλιο σπαραγμό. Σπάρτη κι ᾿Αθήνα, οἱ πόλεις οἱ ἀδελφές, ἀντίμαχες... ᾿Αποκαΐδια καί ἐρείπια.

  Κι ἡ μάνα γῆ ὑφαίνει σιωπηλά σπόρο τό φῶς στά σπλάχνα της· πάνω ἀπ᾿ τούς Παρθενῶνες καρτερᾶ. Σηκώνει οὐρανός τό δεκαεξάκτινο ἀστέρι της, δένει στίς ἄκρες του τή σπαραγμένη ἑλληνίδα γῆ καί τή λιχνίζει ἑνωμένο φῶς στοῦ κόσμου τίς γωνιές πάνω στό ἄλογο τοῦ στρατηλάτη βασιλιᾶ, τοῦ ὁμώνυμου μ᾿ ἐκεῖνον πού τήν ἔσωσε ἀπό τοῦ Πέρση τό χαμό· Δύση κι ᾿Ανατολή νά τραγουδοῦν ᾿Αλέξανδρο, θρύλο καί ξόρκι τῆς γοργόνας μές στίς θάλασσες, παιάνα στίς στεριές...

  Ξεθάβει ἡ Βεργίνα τά χρυσάφια της· λάρνακες καί στεφάνια, κιούπια βαρύτιμα νά πίνουν τό κρασί, βραχιόλια τῆς μητέρας τοῦ ᾿Αλέξανδρου, τάφοι πού σκέπασαν τό σῶμα τῶν πατέρων του· μιά γῆ κραυγάζουσα τήν ἑλληνίδα φύτρα της χωμένη σάν τό ἔμβρυο στά μυστικά της ἔγκατα.

  Κι ἀπάνω στό φλοιό της ἐκκλησιές, ἀμέτρητα καμπαναριά νά τραγουδοῦν στό θαλασσί τῶν οὐρανῶν, ὄρθρο κι ἑσπερινό, τήν ἄμαχη ἀλήθεια τους, πώς ὅταν κομματιάζεται τό κράτος τοῦ ᾿Αλέξανδρου κι ἡ ῾Ελλάδα σέρνεται στ᾿ ἅρμα τῆς Ρώμης τῆς κοσμοκρατόρισσας, κουρελιασμένη ζητιανεύει οὐρανό, τότε παρά ποτέ. Σηκώνει ἡ ᾿Αθήνα τό βωμό στόν ἄγνωστο Θεό, δυό χέρια τεντωμένα π᾿ ἀνιχνεύουνε. Τή βλέπει ἡ μάνα ἡ Μακεδόνισσα. Βιγλίζει ἀπ᾿ τό βορρᾶ τά τεντωμένα δάχτυλα· καί γίνεται ὅραμα στόν ἀσιάτη ᾿Απόστολο -«ἀνήρ τίς Μακεδών ἑστώς»- μέσα στή νύχτα τήν ἀνάστερη νά ἱκετεύει τοῦ Ταρσέα τήν καρδιά· «Διαβάς εἰς Μακεδονίαν βοήθησον ἡμῖν...».

  ...Νά τή διαβεῖ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, νά τήν ὀργώσει ποταμός ἀπ᾿ τούς Φιλίππους ὥς τήν Κόρινθο τήν ἑλληνίδα γῆ, γιά νά ᾿βρει μές στό χῶμα της τούς θύλακες τῆς περιμένουσας ζωῆς -κοιτάσματα πολιτισμῶν πού θά τινάξουν, μπολιασμένα στήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, εἰρηνοφόρα τόν καινούργιο τους καρπό· Βυζάντιο, λάμψη πορφύρας κι ἐκκλησιᾶς· κόσμος ἑλληνορθόδοξος... Μιά πόλη στό Θερμαϊκό, σμαράγδι τῆς πατρίδας μου, πρώτη μετά τή Βασιλεύουσα, λαμποκοπούσα μές στούς τρούλλους της, στή σκέπη τοῦ ῾Αγίου μυροβλύζουσα, ἁγιοτόκος κι ἁγιάζουσα, στέλνει τ᾿ αὐτάδελφα παιδιά της νά φωτίσουνε τῶν Σλάβων τούς λαούς. ῾Η ὀρθόδοξη Εὐρώπη προσκυνᾶ τό χῶμα τό μακεδονίτικο, πού πρῶτο δέχτηκε τά βήματα τοῦ ἀποστόλου.

  Καί ἡ Μακεδονία ταξιδεύει σιωπηλά, λάμπουσα στό ἀστέρι τῆς Βεργίνας της, στή δόξα τῶν ναῶν της ἰριδίζουσα, πάντοτε βίγλα στό καράβι τῆς ῾Ελλάδας της. Μαζί της σέρνεται στή μακριά σκλαβιά, ὅταν ἀκούγεται θρῆνος μέσα στό Μάη ἡ κραυγή· «῾Εάλω ἡ Πόλις!...» ῎Επεσε ἡ Πόλη, ἡ πόλη ἡ Βασιλεύουσα...

  Στέλνει ἡ Μακεδονία τά παιδιά της στό Μοριά νά πολεμοῦν· κι ἡ ἴδια της προσεύχεται σκαρφαλωμένη στίς ἀκτές τῆς Παναγιᾶς· στά μοναστήρια πού βιγλίζουνε τά πέλαγα ἀνδρειώνει τόν πατρο-Κοσμᾶ.

  Μά ὅταν γιορτάζει ἡ ᾿Αθήνα κι ὁ Μοριάς, προσμένει ἀκόμα σκλάβα ἡ μάνα γῆ. Τοῦρκοι καί Βούλγαροι λογχίζουνε τά στήθια της, σπαράζουν τή βασιλική πορφύρα της, μοιράζουνε στά ζάρια τά κομμάτια της. Κι ἡ μάνα γῆ σηκώνει τά βασανισμένα χέρια της, αὐτά πού ἱκέτεψαν τόν ἀσιάτη ᾿Απόστολο, αὐτά πού σώσαν ἁλυσόδετα τήν ὄμορφη ᾿Αθήνα ἀπ᾿ τό χαμό... Κι οἱ πέτρες ξεπετάγουν οἰμωγή.

  Κάτω στή χώρα τήν ἐλεύθερη, πάνω στό χῶμα τό ἀθηναϊκό, ἕνα παιδί ντυμένο τή στολή τ᾿ ἀνθυπολοχαγοῦ τήν ἀφουγκράζεται. Μέσα της ψηλαφίζει ἡ ἑλληνίδα του καρδιά -μνήμη τῆς γῆς π᾿ ἀντιχτυπάει στό κορμί- τήν ὕστερη φωνή τοῦ μακεδόνα βασιλιᾶ· «Καί σάν μέ τό καλό λευτερωθεῖς, θυμήσου, ᾿Αθηναῖε κι ὅσοι μαζί σου πολεμοῦνε, τήν πατρίδα μου».

  Κι ὁ Παῦλος ξεκινᾶ. Καίει στό αἷμα του ἡ φωνή, ἔνστιχτο ἀμάχητο πού δένει ἄνθρωπο μέ γῆ, ὅπως τό βρέφος μέ τῆς μάνας τό μαστό. Φιλᾶ τή Ναταλία του, τά νήπια πού κρέμονται στήν πατρική ἀγκαλιά, καί ξεκινᾶ...

  Πάνω στό χῶμα τό μακεδονίτικο στάζει τό αἷμα του ὁ Μελᾶς. Σφραγίζει τίς στερνές γραμμές ἀπάνω στό χαρτί· «Μήν κλαῖς γιά μένα, Ναταλία μου. ῞Ο,τι κι ἄν γίνει, ἔκαμα τό χρέος μου».

  Στάζει τό αἷμα του ὁ Μελᾶς, κόμπο τόν κόμπο, ἁγιασμό στή γῆ... νά πιοῦμε ἐμεῖς νά κοινωνήσουμε, νά μεταλάβουμε θυσία κι ἀγρυπνία πάνω ἀπ᾿ τήν πατρίδα μας· νά τή βαστάξουμε στούς ὤμους μας βαρειά καί ἱερή· βαρειά καί ἱερή νά τήν ἀφήσουμε στά χέρια τῶν παιδιῶν μας, πού προσμένουνε...

...................................................................

  Τέλειωνε ἡ ὥρα στό ἀκριτικό σχολεῖο μου μέ τά παιδιά σκυμμένα πάνω ἀπό τό κομμάτι τοῦ ῾Ηρόδοτου· «᾿Ετοῦτο θέλω νά τό ξέρετε» -τούς ἔλεγα- «νά τό διαβάζετε καλά σάν προσευχή»...

  Κι ἀπ᾿ τ᾿ ἀνοιχτό παράθυρο ἔβλεπα τίς γαλάζιες κορυφογραμμές, φρύδια τῆς ὄμορφης Ροδόπης νά κυρτώνουν τούς ὁρίζοντες· κι ἄκουγα τό μουρμουρητό τοῦ ποταμοῦ· αἰῶνες τῶν αἰώνων πού κατέβαιναν... μνῆμες, εἰκόνες καί φωνές· τοῦ ᾿Αλέξανδρου τό λαχανιασμένο μήνυμα κι ἡ τελευταία ἀνάσα τοῦ Μελᾶ, τοῦ Μακεδόνα ἡ ἱκεσία στόν ᾿Απόστολο, βυζαντινά δοξαστικά στίς ἐκκλησιές, τῆς μάρτυρας δασκάλας, τῆς Βελίκας, λόγια πύρινα, τῆς Ναταλίας προσευχές ἀτέλειωτες...

  Στή ρυθμική κατεβασιά τοῦ ποταμοῦ, μέσα στήν ἡσυχία τῆς σιωπῆς, ἄκουγα τήν καρδιά μου πού κτυποῦσε μυστικά πάνω ἀπό τό κομμάτι τοῦ ῾Ηρόδοτου· Γῆ τῆς Μακεδονίας, γῆ τῶν γονιῶν μου καί δική μου γῆ, κομμάτι ἀπό τήν ἑλληνίδα μου ψυχή· ἄσε νά γείρω εὐλαβικά στό χῶμα σου· ἐδῶ στό χῶμα σου τό μουσκεμένο αἷμα νά σοῦ τάξω τήν ὑπόσχεση· ἑλληνική νά σέ φυλάξω μέσα στά λίκνα τῆς ψυχῆς μου τ᾿ ἄδυτα, ἑλληνική νά σέ διδάξω στά παιδιά, καί στῶν παιδιῶν μου τά παιδιά ἑλληνική...

  Γῆ τῆς Μακεδονίας, ἀκριβή μου γῆ, πάνω στό χῶμα σου ἀνάβω προσευχή· ῎Αν χρειαστεῖ, νά τό χαράξω μέ τό αἷμα μου, σύνορο κι ἀπαγόρευση, ἐκεῖνο πού ἔμαθα νά τραγουδῶ παιδί·

  «᾿Εδῶ Μακεδονία! ῾Ελλάδα ἐδῶ!... ...῾Ελλάδα ἐδῶ!»

Μαρία Παστουρματζῆ

Φιλόλογος