Ὁ ἅγιος τοῦ κυπριακοῦ ἀγῶνος

  1956. Μέρα τῆς γιορτῆς τοῦ ἁγίου Γεωργίου καί στήν τουρκική συνοικία τῆς Λευκωσίας ἕνα ἀδίκημα τρομερό διαπράττεται. Μία Τουρκάλα κατηγορεῖ ἕνα ἑλληνοκύπριο παλληκάρι ὅτι σκότωσε τόν τοῦρκο ἀστυνομικό Νιχάτ Βασίφ. Ὁ ἀθῶος νέος δέν εἶνε πρόσωπο τυχαῖο, ἀλλ᾿ ἕνα ὄνομα σπουδαῖο, ἕνας κρίκος γερός ἀνάμεσα στούς πολλούς πού λαμπρύνουν τήν ἀτέλειωτη ἁλυσίδα τοῦ κυπριακοῦ ἔπους 1955-59. Εἶνε ὁ Ἰάκωβος Πατάτσος, «ἡ προσωποποίησις τῆς ἀθωότητος, ἀφωσιωμένος ψυχῇ τε καί σώματι στήν ἰδέα τῆς θρησκείας καί τῆς Πατρίδος».
   Ποιός δέν ξέρει τῆς ΟΧΕΝ (Ὀρθόδοξος Χριστιανική Ἕνωσις Νέων) τό ζωντανό μέλος πού ὀνειρεύεται μία χριστιανική ἐλεύθερη Κύπρο, τόν εὐσυνείδητο κατηχητή τῶν παιδιῶν τοῦ Δημοτικοῦ σχολείου τῆς Ἀγλαντζιᾶς; Ἀπό τότε ὅμως πού σήμανε ὁ ἐθνικός συναγερμός τῆς 1ης Ἀπριλίου τοῦ 1955 ἡ ζωή του χάνει τόν ἥσυχο ρυθμό της. Μέ τίς ὁμάδες κρούσεως τῆς Λευκωσίας ἀναλαμβάνει ριψοκίνδυνες ἀποστολές. Πόσες φορές στίς ἐπιχειρήσεις δέν παραπλανᾶ τόν ἄγγλο δυνάστη καί γλυτώνει τή σύλληψι! Ἀλλά τώρα, πού μία ἀδέσποτη σφαῖρα πληγώνει θανάσιμα τόν ἀστυνομικό Νιχάτ Βασίφ, ὁ Ἰάκωβος δέν ἔχει καμιά ἀνάμειξη. Κι ὅμως, ἡ ἐπιμονή τῆς Τουρκάλας Ἐμινέ τόν ρίχνει στίς Κεντρικές Φυλακές τῆς Λευκωσίας.
   Σ᾿ ἐκεῖνα τά σκοτεινά καί ὑγρά κελλιά πού παγώνουν καί σκιάζουν τήν καρδιά κάθε φυλακισμένου, ὁ 22χρονος λεβέντης βρίσκει φωλιά ζεστή, συντροφιά ζηλευτή. Μέ τήν πιό ἔξαλλη φαντασία του δέν μποροῦσε νά συλλάβη τήν ἔκπληξη πού τόν περίμενε στό διπλανό κελλί. Ποιός νά τοῦ τό ᾿λεγε πώς αὐτές τίς σκληρές ὧρες πού τόν πνίγει τό ἄδικο καί τά βέλη τῆς συκοφαντίας βαθιά τόν πληγώνουν, θά ἔβρισκε γείτονα προσφιλέστατο καί στυλοβάτη ἄξιο, τόν πνευματικό του πατέρα π. Φώτιο Καλογήρου; Μόνον ἐκεῖνο τό παράθυρο μέ τά σίδερα καί τό χοντρό σύρμα πού χωρίζει τά δύο κελλιά γνωρίζει καλά τίς μυστικές καί τονωτικές συζητήσεις πού ἔκαναν οἱ δύο "κατάδικοι".
   Ἐντείνεται ἡ ἀγωνία γιά τό μέλλον τοῦ Πατάτσου στίς 23 Ἰουλίου 1956, τήν τελευταία μέρα τῆς δίκης. Λακωνική καί ἀκριβής ἡ ἀπολογία του· «Εἶμαι ἀθῶος. Εὑρέθην ἐκεῖ τυχαίως... Δέν ἐπυροβόλησα καί οὔτε εἶχα περίστροφον...». Κι ἐνῶ τό δικαστήριο στερεῖται ἀποδείξεων, ὁ ἄγγλος δικαστής Ἔλλισον ἀπαγγέλλει ψύχραιμα τή θανατική του καταδίκη. Ὤ, καί νά κρατοῦσε στά χέρια του ἐκείνη τή στιγμή ὁ φλεγματικός Ἔλλισον ἕναν παλμογράφο, γιά νά καταγράψει τίς ἄτακτες κινήσεις τῆς καρδιᾶς τῆς μάνας τοῦ κατηγορουμένου! Ἴσως τότε θά εἶχε κάποιες ἀναστολές καί ἐνοχές μέσα του γιά τήν τιμωρία ἑνός ἀθώου.
  Τά βήματα τῆς χήρας Ροδού μέχρι τήν ἀποφράδα μέρα κατευθύνονται χωρίς σταματημό πρός τό σπλάγχνο της. Κι ἐκεῖνο ἀντικρύζει καθημερινά τή θλιβερή φιγούρα τῆς μαυροφορεμένης μάνας του, πού τοῦ φέρνει λουλούδια εὐωδιαστά ἀπ᾿ τήν αὐλή τους. Χύνει βάλσαμο στή σπαραγμένη της καρδιά μέ τίς παραμυθητικές του ὑποθῆκες· «Μάνα μου, θέλω νά περνᾶς καλά, νά μή στερῆσαι τίποτε καί νά ᾿σαι περήφανη. Νά πηγαίνεις τακτικά στήν ἐκκλησιά καί νά προσεύχεσαι μέ πίστη...».
  Ξημερώνει ἡ 8η Αὐγούστου 1956, ἡ τελευταία μέρα τῆς ζωῆς του. Κι ὅμως τό παλληκάρι τοῦ Θεοῦ δέν τήν αἰσθάνεται ἔτσι. Ἡ θεοφιλής ψυχή του ἀπ᾿ τή γῆ βιώνει ἤδη τά... πέραν τῆς ἀγχόνης, τή γλυκύτητα τῆς αἰώνιας μακαριότητας. Τίς ἐσωτερικές οὐράνιες πτήσεις του ἐκμυστηρεύεται γραπτά στή μητέρα του· «Εὑρίσκομαι μεταξύ ἀγγέλων. Τώρα ἀπολαμβάνω τούς κόπους μου. Τό πνεῦμα μου φτερουγίζει γύρω ἀπό τόν θρόνο τοῦ Κυρίου. Θέλω νά χαίρης ὅπως κι ἐγώ. Ἄν κλαίης, θά λυποῦμαι. Τ᾿ ὄνομά σου θά γραφῆ στήν ἱστορία, γιατί ἐδέχθης νά θυσιασθῆ τό παιδί σου γιά τήν Πατρίδα. Εἶνε καιρός τώρα νά καμαρώσης τό παιδί σου. Εὑρίσκεται ἐκεῖ ψηλά ὅπου ψάλλουν οἱ ἄγγελοι. Χαῖρε, ἀγαπημένη μου μητέρα. Μή κλαίης, γιά ν᾿ ἀκούσης τήν ἀγγελική φωνή μου, πού ψάλλει Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος Κύριος Σαβαώθ. Ψάλλε καί σύ μαζί μου. Ψάλλε, προσεύχου, δόξαζε τόν Θεόν σ᾿ ὅλη σου τήν ζωήν...».
   Ἔρχεται στίς 8 τό βράδυ ὁ ἱερέας τῶν Κεντρικῶν Φυλακῶν, π. Ἀντώνιος Ἐρω-τοκρίτου. Ἀρχίζει τήν ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου Εὐχελαίου μέ παρευρισκομένους τούς τρεῖς μελλοθανάτους. Μπορεῖ ἐκεῖνες τίς φυλακές νά μήν τίς λούζει τό ἄπλετο φῶς τοῦ ἥλιου, μές στήν καρδιά ὅμως τοῦ Χαρίλαου Μιχαήλ, Ἀνδρέα Ζάκου καί Ἰάκωβου Πατάτσου, μέ τή συμμετοχή τους στό "Ποτήριον τῆς Ζωῆς", κατοικεῖ ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, ὁ Νικητής τοῦ θανάτου.
   Εἶχα τήν εὐτυχῆ συγκυρία νά γνωρίσω στήν Κύπρο τόν τραγικό αὐτόν ἱερέα, πού ἔζησε ἀπό τόσο κοντά τό δρᾶμα τῶν ἀπαγχονισθέντων. Γεμάτη ἀνυπομονησία ζήτησα νά μοῦ μιλήση γι᾿ αὐτούς τούς ἐθνομάρτυρες, πού μέ τά "χριστιανά τέλη" τους καθαγίασαν τόν φρικτό τόπο τοῦ μαρτυρίου τους. Κι εἶδα τά μάτια τοῦ ἀσπρομάλλη γέροντα νά ὑγραίνωνται, σάν θυμήθηκε τί ὁ Ἰάκωβος Πατάτσος τόν ρώτησε στίς τελευταῖες του στιγμές· «Ὅταν θά μᾶς παίρνουν, πάτερ, τί νά ψάλλωμεν;». Πραγματικά, στό δρόμο γιά τήν κρεμάλα ἀντήχησε ἡ φωνή τοῦ ἥρωα πού ἔψαλε ἕνα τροπάριο τοῦ Μ. Σαββάτου· «Ἔκστηθι φρίττων, οὐρανέ, καί σαλευθή-τωσαν τά θεμέλια τῆς γῆς...». Συνέχισε μέ τό «Ὅτε κατῆλθες πρός τόν θάνατον...», ἀλλά δέν τό ἀποτέλειωσε, διότι ἡ ἀγχόνη τοῦ εἶχε ἤδη φράξει τό λαιμό. Μά τέτοια μαρτύρια δέν σκιάζουν τούς τίμιους ἀγωνιστές. Τέτοιες θυσίες ἐμπνέουν καί ἠλεκτρίζουν τίς νέες γενιές.
   Ἀκριβῶς 40 χρόνια ἀπό τότε, στίς 11 καί 14 Αὐγούστου 1996, δύο παλληκάρια τῆς Κύπρου, ὁ Ἀναστάσιος Ἰσαάκ καί ὁ Σολωμός Σολωμοῦ, μέ τή λεβεντιά, τήν τόλμη καί τόν ἀξιοθαύμαστο ἡρωϊσμό τους ἀνασταίνουν, ἐκεῖ στό ὁδόφραγμα τῆς Δερύνειας, τή χορεία τῶν ἐθνομαρτύρων τῆς Ε.Ο.Κ.Α.
  Ἡρωϊκά, χριστιανικά νιάτα τοῦ κυπριακοῦ ἔπους 1955-59, πυροδοτῆστε καί ἄλλα νιάτα τῆς ἐποχῆς μας. Πόσο ἀνάγκη ἔχουν καί ἀπό μία σπίθα τῆς φλόγας σας πρός τόν Θεό καί τήν Πατρίδα, γιά νά ζωογονηθοῦν καί νά πληρωθοῦν οἱ ἄδειες ἀπό ἰδανικά καρδιές τους!
  Ἑλληνίς