Οἱ καταλήψεις τείνουν νά καθιερωθοῦν ὡς θεσμός σέ μία χώρα ἡ ὁποία ἐπιφυλάσσει γιά τά παιδιά της ζοφερό μέλλον καί πρός ἐξιλέωσή της τά ἐπιτρέπει νά ἀσυδοτοῦν ἐπιτείνοντας τόν ἐκμαυλισμό τους.
Οἱ καταλήψεις ὑποβαθμίζουν ἀκόμη περισσότερο τό καταρρέον δημόσιο ἐκπαιδευτικό σύστημα. Τά κόμματα ἐξουσίας ὑποταγμένα στό διευθυντήριο τῶν Βρυξελλῶν ἑλίσσονται διαρκῶς, προκειμένου νά ἐκτελέσουν τίς ἐντολές γιά τήν ἐμπορευματοποίηση τῆς ἐκπαίδευσης μέ τό χαμηλότερο δυνατό πολιτικό κόστος. Τά κόμματα τῆς ᾿Αριστερᾶς θεωροῦν τίς καταλήψεις μορφή κοινωνικῆς πάλης καί τίς στηρίζουν μερικές φορές προκλητικά. Δείχνουν νά ἀγνοοῦν ὅτι στή μεγάλη τους πλειονοψηφία οἱ ὑπέρ τῶν καταλήψεων μαθητές δέν ἔχουν ὡς ὅραμα τήν πολιτικοκοινωνική ἀνατροπή, ἀλλά ἐμφοροῦνται ἀπό τήν ἰδεολογία τοῦ «χαβαλέ».
Ναί, ἁπλῶς δέν θέλουν νά κάνουν μάθημα γιά ποικίλους λόγους, ἀπό τούς ὁποίους σημαντικότεροι εἶναι οἱ ἀκόλουθοι·
* ῾Η κοινωνία ἔχει δείξει τήν ὑποκρισία στό μεγαλεῖο της. ῾Η ἀναξιοκρατία μεσουρανεῖ καί εἶναι εὐκολότερη ἡ ἐπαγγελματική ἀποκατάσταση γιά ὅποιον κρατᾶ τό πλαστικό κομματικό σημαιάκι παρά γιά ἐκεῖνον πού ἀγωνίζεται γιά τήν ἀπόκτηση γνώσεων.
* Τό κράτος, τό ὁποῖο στό παρελθόν εἶχε τή δυνατότητα νά ρυθμίζει τήν ἀνεργία μέσῳ τοῦ πλήθους τῶν ἐπιχειρήσεων καί ὀργανισμῶν δημοσίου χαρακτήρα, ἔχει ἐκποιήσει τήν περιουσία τοῦ λαοῦ στό ἀδηφάγο κεφάλαιο. Καί αὐτό ἐπιθυμεῖ τή διόγκωση τῶν κερδῶν του καί μόνο, ἐκδηλώνοντας ἐντονότερη τήν κοινωνική ἀναλγησία.
* ῾Η πολιτική συσχέτισης τοῦ ἀριθμοῦ τῶν εἰσαγομένων στά ἀνώτατα ἐκπαιδευτικά ἱδρύματα μέ τίς ἀνάγκες τῆς κοινωνίας εἶναι ἀνύπαρκτη. Πλῆθος πανεπιστημίων καί σχολῶν ἐντός αὐτῶν ἱδρύθηκαν μέ μοναδικό σκοπό τήν ἄσκηση μικροπολιτικῆς καί τήν προβολή ἀνύπαρκτης ἀποκέντρωσης. Στήν οὐσία τελικά τό μέτρο ἀποσκοποῦσε στήν μετακύλιση τοῦ χρήματος ἀπό τούς γονεῖς τῶν φοιτητῶν στούς ἰδιοκτῆτες ἐνοικιαζόμενων διαμερισμάτων καί κέντρων ψυχαγωγίας. ῾Η Πολιτεία δέν δεσμεύτηκε ποτέ, οὔτε ἄλλωστε ἦταν δυνατόν νά δεσμευθεῖ, γιά τήν ἐξασφάλιση ἐργασίας στό πλῆθος αὐτό τῶν πτυχιούχων μέ οἰκονομία πού τελεῖ ὑπό κατάρρευση, σέ χώρα πού δέν παράγει σχεδόν τίποτε δευτερογενῶς, ἐνῶ ἐπιμένει νά προβάλλει ὡς ἀξία τήν παροχή ὑπηρεσιῶν καί νά καταναλώνει τά πάντα! Τέλος, τά παιδιά ἔχουν ἀντιληφθεῖ σέ βάθος ὅτι ἐμεῖς οἱ μεγάλοι δέν ἔχουμε διάθεση πρός ἐργασία. Μήπως μάλιστα προκαλοῦμε σ᾿ αὐτά ἀηδία σέ στιγμές περισυλλογῆς τους, καθώς μᾶς βλέπουν μέ μόνα ἰδανικά τήν ἥσσονα προσπάθεια καί τήν κομπίνα καί μόνη ἐλπίδα τόν τζόγο;
Οἱ γονεῖς, παντελῶς ἀδιάφοροι ὅπως μαρτυρεῖ ἡ σπάνια προσέλευσή τους στίς συνελεύσεις τῶν συλλόγων γονέων, δέν παρεμβαίνουν προκειμένου νά παρεμποδίσουν τά παιδιά τους ἀπό τό νά κάνουν κατάληψη... τῆς καφετέριας, διότι, κακά τά ψέματα, ἐκεῖ θά περάσουν ἀτέλειωτες ὧρες, καθώς θά ἐγκαταλείψουν τό ὑπό κατάληψη σχολικό κτήριο στούς ἐλάχιστους, πού αὐτοδικαιώνονται ὡς πολιτικά ὥριμοι. Οἱ καθηγητές, σμικρογραφία τῆς κοινωνίας μας, δέν πολυθλίβονται γιά τίς καταλήψεις. Δέν εἶναι σέ κανέναν μας ἀνεπιθύμητη ἡ παράταση τῶν διακοπῶν! ῞Ολοι λοιπόν, γονεῖς, καθηγητές, μαθητές καί ἀριστερή ἀντιπολίτευση συμβάλλουν τά μέγιστα στή διάλυση τοῦ δημοσίου σχολείου· τά κόμματα ἐξουσίας διευκολύνονται στήν ἄσκηση τῆς πολιτικῆς τους καί οἱ ἔμποροι τῆς ἐκπαίδευσης τρίβουν τά χέρια τους.
Τί θά γίνουν ὅλα αὐτά τά παιδιά, τά ὁποῖα αἰσθάνονται ἀπέχθεια πρός τή φύση καί τήν πρωτογενῆ παραγωγή καί ὀνειρεύονται εὔκολη καί καλά ἀμειβόμενη ἐργασία; ῞Οσο καί ἄν τώρα ἐμφανίζονται ἀδιάφοροι οἱ γονεῖς, ἔχουν ὅμως τήν αἴσθηση ὅτι τά κενά εἶναι ἀδύνατο νά ἀναπληρωθοῦν μέ συνοπτικές διαδικασίες μετά τόν τερματισμό τῆς κατάληψης. Γι᾿ αὐτό θά καταφύγουν στά φροντιστηριακά μαθήματα, προκειμένου νά γευθοῦν τήν ἐπιτυχία τοῦ παιδιοῦ στίς πανελλαδικές ἐξετάσεις. Σταδιακά οἱ κατέχοντες θά στηρίξουν τά ἰδιωτικά ἐκπαιδευτήρια δευτεροβάθμιας ἐκπαίδευσης, πρός μεγάλη χαρά τῶν ἐμπόρων τοῦ εἴδους. ῾Ο ἰδιώτης ἐργοδότης δέν θά ἐκδηλώσει συμπεριφορά ἀνάλογη πρός ἐκείνη τῆς κομματικῆς κρατικῆς μηχανῆς. Θά ἀναζητήσει μεταξύ τῶν ὑποψηφίων γιά τήν κατάληψη τῆς θέσεως πού προσφέρει ἐκεῖνον πού ἔχει στό ἐνεργητικό του τίς καλύτερες σπουδές. Καί ἔχει μεγάλη εὐχέρεια ἐπιλογῆς, καθώς ἡ ζήτηση εἶναι συντριπτικά μεγαλύτερη τῆς προσφορᾶς ἐργασίας στό ἰσχύον κοινωνικοπολιτικό σύστημα. Οἱ πολλοί θά κληθοῦν νά ριχτοῦν στόν τρικυμισμένο ὠκεανό χωρίς σωσίβιο καί θά ἀποδεχθοῦν μοιρολατρικά ἕνα γλίσχρο μισθό μέ ἀβέβαιο ἐργασιακό μέλλον καί πλέον ἀβέβαια ἀσφάλιση. ῎Αλλωστε τά πολυσυζητούμενα στίς ἡμέρες μας stages, δέν εἶναι παρά ἡ ἀσπιρίνη τοῦ συστήματος στούς πάσχοντες ἀπό βαρειᾶς μορφῆς ἀνεργία. Τέλος, ἡ ᾿Αριστερά θά ὑποκινεῖ καταλήψεις στήν πρωτοβάθμια πλέον ἐκπαίδευση, καθώς οἱ ἔφηβοι θά βαριοῦνται ἀκόμη καί νά κάνουν κατάληψη.
Μήπως εἶναι καιρός νά ἐπανεξετάσουν τή θέση τους ὅσοι τάσσονται ὑπέρ τῶν καταλήψεων; Τό σύστημα ὑπηρετεῖται ἀπό πολλούς νεροκουβαλητές, οἱ ὁποῖοι δείχνουν νά τό πετροβολοῦν.
᾿Απόστολος Παπαδημητρίου
Εἶναι λυπηρό καί πολλές φορές ἀποκαρδιωτικό τό φαινόμενο τῆς λεξιπενίας τῶν παιδιῶν μας. Φτάνει ὅμως στά ὅρια τῆς τραγικότητας καί προκαλεῖ καί τήν ἀγανάκτησή μας, ὅταν αὐτή ἡ λεξιπενία «ἐπενδύεται» μέ αἰσχρολογία. Μερικές ἐκφράσεις ἴσως τίς ἔχουμε συνηθίσει καί δέν προκαλοῦν πιά τ᾿ αὐτιά μας. Στίς αὐλές τῶν σχολείων, στούς δρόμους, στά πάρκα καί στά γήπεδα ἔχουν γίνει οἱ «φυσικές» κουβέντες τῶν παιδιῶν μας. Δέν θά ἦταν ὑπερβολή ἄν λέγαμε πώς οἱ μισές λέξεις πού βγαίνουν ἀπό τό στόμα τους εἶναι τό ρῆμα καί τό οὐσιαστικοποιημένο πλέον ἐπίθετο μέ τό ὁποῖο προσφωνοῦνται φίλοι καί ἐχθροί.
Γνωστές, λοιπόν, καταστάσεις ἤ, ἄν θέλετε, ἀκαταστασίες πού δέν λένε νά διορθωθοῦν, ἀφοῦ ἡ τηλεόραση μυριάκις τῆς ἡμέρας καί τῆς νύχτας τίς ἐπαναλαμβάνει. Ὅταν ὅμως οἱ ἐκφράσεις αὐτές βγαίνουν ἀπό χείλη δεκάχρονου μαθητῆ καί μάλιστα σέ ὥρα μαθήματος, τότε εἶναι πού λές ὅτι εἴμαστε πιά πέρα ἀπό τά ὅρια.
Δυστυχῶς συνέβη σέ σχολεῖο τῆς πατρίδας μας. Τήν ὥρα πού ὁ δάσκαλος δίδασκε στήν Δ΄ τάξη Ἱστορία, ὁ μαθητής τοῦ εἶπε ἐν ψυχρῷ: «Τώρα τί τίς θέλουμε, κύριε, αὐτές τίς μ...;». Τό θέμα, ὅπως ἦταν φυσικό, ἔφτασε στόν διευθυντή τοῦ σχολείου καί ἐκεῖνος κάλεσε τή μητέρα τοῦ παιδιοῦ. Καί ἐδῶ εἶναι πού θέλω ἰδιαίτερα νά σταθῶ. Καί στέκομαι μέ δέος καί σεβασμό μπροστά στόν δάσκαλο-διευθυντή πού σάν παλιό μαθητούδι μιά μόνο εἶχε ἀγωνία, πῶς θά ἔλεγε στή μητέρα τή λέξη πού εἶπε ὁ γιός της. Παιδεύτηκε ὁ σεμνός δάσκαλος, μά τοῦ στάθηκε ἀδύνατο. Τό μόνο πού κατάφερε νά κάνει ἦταν νά τή γράψει σ᾿ ἕνα χαρτί καί νά τή δείξει στή μάνα.
Ἄν ἔβλεπε τάχα ὁ δεκάχρονος μαθητής τή σεμνότητα καί τή συστολή τοῦ διευθυντῆ του, ἄν ἔβλεπε τό κοκκίνισμα τῆς μάνας του, πού ἔφτασε ὥς τ᾿ αὐτιά, σάν διάβασε τή φράση πού εἶπε ὁ γιός της, μήπως ἔνιωθε λίγη ἔστω ντροπή γι᾿ αὐτό πού εἶπε;
Νά καταλάβαιναν κάποτε τά παιδιά μας πώς δολοφονώντας τή σεμνότητα καί τήν αἰδώ δολοφονοῦν τό μέλλον τους καί τό μέλλον τῶν παιδιῶν τους! Διότι ποιός δάσκαλος θά βγεῖ μέσα ἀπό αὐτά πού θά ντρέπεται νά προφέρει τέτοιες λέξεις; Κι ὅταν πεθάνει ἡ ντροπή πάνω σ᾿ αὐτή τή γῆ, τότε τί τάχα ἄλλο μπορεῖ νά ζήσει;
Βλέμμα χαμένο στόν ὁρίζοντα.
Βῆμα ἀργό στό πουθενά πού βγάζει.
Θέληση ἀνύπαρκτη.
Νοῦς ταξιδιάρης στό ἀνεπίστρεπτο.
Στά τρυπημένα χέρια
ἀπρόσμενα ἕνα κομποσχοίνι
-μνήμη φίλης δασκάλας, δῶρο δικῆς της προσευχῆς.
Στά τρυπημένα χέρια Σου
ἀφήνει τόν ἀγώνα.
Στό ματωμένο Σου Σταυρό
-κι ἄς μήν τό ξέρει
- ἀφήνεται.
Καί γονατίζει ἡ σκέψη ἀδύναμη
-ἱκεσία στῆς δικῆς Σου δύναμης τή μεγαλοθυμία:
Ἀπ᾿ τοῦ λευκοῦ θανάτου
τήν ἀνήμπορη πορεία ξεσήκωσε ὄρθιες τίς ψυχές πού περιμένουν.
Τά πληγωμένα χέρια τους
προσμένουν τά δικά Σου πληγωμένα
νά κρατήσουν.
Στερέωσε τά βήματα
μακριά ἀπό «οὐσίες» νά ἀντέχουν...
Καί καθώς τότε προσευχήθηκες γιά τούς δικούς Σου,
ζήτα καί τώρα δύναμη
γιά τά παιδιά Σου αὐτά.
Γίνε Ἐσύ ἡ ἀντοχή στῆς στέρησης τούς κόπους,
Ἐσύ ὁ φίλος, ὁ Θεός, ἡ Ἰθάκη τοῦ ἀγώνα...
Α.Π.Β.
Χερουβίμ μέ φλογίνη ρομφαία
φρουροῦσαν τήν ὁδό τοῦ Παραδείσου
καί οἱ πρωτόπλαστοι
κινήσανε ν᾿ ἀνοίξουν ἄλλους δρόμους.
Ἐλεύθερα διαλέξαν τό σκοτάδι.
Σκλάβοι τοῦ ἄπιαστου ὀνείρου παραπαίουν.
Ἀγκάθια καί τριβόλια ἡ ζωή τους
κι ὅλος ὁ πλοῦτος
δυό δερμάτινοι χιτῶνες.
Μά νά, θωρῶ ἕναν ἄγγελο καί πάλι
χωρίς ρομφαία τούτη τή φορά.
Θαυμάζει, ἀπορεῖ καί χαιρετάει
σάν ρήγισσα τοῦ κόσμου
μιά κόρη πού στό στέμμα της φοράει
ὁλόλαμπρα διαμάντια στή σειρά:
ταπείνωση, σεμνότητα, ἀγάπη,
πίστη, ἐλπίδα καί ὑπακοή,
ἀδιάλειπτη, καθάρια προσευχή.
«Χαῖρε, κεχαριτωμένη Μαρία·
ὁ Κύριος μετά σοῦ».
Σκύβει αὐτή καί ταπεινά ρωτάει
νά μάθει τοῦ Θεοῦ της τή βουλή.
Στό «ναί» της ἀναρρίγησε ἡ πλάση
καί ξέσπασαν τά οὐράνια
σέ «Ὡσαννά!».
Θαρρεῖς πώς τραγουδοῦσαν
οἱ προφῆτες
μέ τάγματα ἀγγελικά
τό πρῶτο Εὐαγγέλιο ξανά.
Μιά αἰώνια γλυκαυγή χρυσανατέλλει
στήν παραδείσια ἀπροσπέλαστη χαρά.
Γιά τήν ταπείνωσή σου καί τή χάρη
θερμά σ᾿ εὐχαριστοῦμε, Παναγιά,
πού ἄνοιξες τό δρόμο πού ὁδηγοῦσε
στό σπίτι τοῦ οὐράνιου μας Πατέρα,
στή λύτρωση καί στήν ἐλευθεριά.
Δέσποινα Δαμιανίδου
Δασκάλα
Στήν κόγχη τοῦ ἱεροῦ
σάν δυό φτερά
τά χέρια σου ἀνοίγεις, Πλατυτέρα.
Καί σάν νεφέλη ἀνυψώνεις μυστικά
κάθε μας δέηση
στόν οὐράνιο Πατέρα.
Ἄλλοτε Ὁδηγήτρια κυρά
καί ἄλλοτε Βρεφοκρατοῦσα,
τό βλέμμα σου, καλή μας Παναγιά,
-βύθος ἀμέτρητο- μιλᾶ
γιά τήν ἀγάπη σου τήν πελαγίσια.
Ἄγρυπνη στέκεις πάντα σιωπηλά
σέ κάθε τέμπλο καί προσκυνητάρι.
Ν᾿ ἀφουγκραστεῖς κάθε ἀνθρώπινη χαρά
καί νά δεχθεῖς τό δάκρυνο μαργαριτάρι.
Κλίμακα οὐράνια, ἀνεβάζεις κάθε νοῦ
στοῦ παραδείσου τούς οὐράνιους λειμῶνες
καί μέ τό βρέφος πού κρατᾶς στήν ἀγκαλιά
μύρο ἀκένωτο ἀναβλύζεις στούς αἰῶνες.
Τῆς Ἐκκλησίας μας εἶσαι θησαυρός.
Μέ τήν πρεσβεία σου κάθε ψυχή πλουτίζεις.
Καί μέ τή χάρη πού σοῦ ἔδωσε ὁ Θεός
χαρά μές στήν καρδιά ὅλων σκορπίζεις.
Δέσποινα Δαμιανίδου
Δασκάλα
Ὀρθοδοξία, πατρίδα μου!
Στήν ἀγκαλιά σου γεννήθηκα
κι ἀπό τά θεῖα σου νάματα
πῆρα πνοή κι ἀναστήθηκα.
Μέσα στό λίκνο σου μ᾿ ἔθρεψαν
ἀγγέλων ὕμνοι καί ἄσματα,
ἡ βιοτή τῶν ἁγίων σου
καί τοῦ Χριστοῦ μας τά θαύματα.
Ὀρθοδοξία εἶσαι μάνα,
τ᾿ ἀθάνατο εἶσαι νερό.
Εἶσαι τό φῶς καί ἡ ἀλήθεια
καί πῶς νά σέ ἀρνηθῶ!
Θέλω κοντά σου νά μείνω,
στόν ἥλιο σου τό λαμπρό.
Ἀπ᾿ τίς καθάριες πηγές σου
νά πίνω, νά ξεδιψῶ.
Ἐμπρός οἱ ἅγιοι πατέρες μας
σημαιοφόροι βαδίζουνε
καί τίς ἀλήθειες τῆς πίστης μας
κληρονομιά μᾶς χαρίζουνε.
Σκυταλοδρόμοι, στά ἴχνη τους
θέλουμε νά συνεχίσουμε
καί πιό ψηλά τή σημαία σου,
Ὀρθοδοξία, νά στήσουμε.
Δέσποινα Δαμιανίδου
Δασκάλα
Τά χρόνια φύγανε σά λαθρομετανάστες,
καπνός στό δρόμο μου οἱ σκιές π᾿ ὅλο πυκνώνουν
κι ἀθώρητος μέ πλησιάζει ὁ Ἄλλος
μέ βῆμα σιγαλό σά βελουδένιο.
Τήν ὥρα τῆς συγκομιδῆς στή ζυγαριά τῆς κρίσης
τό ξέρω πώς δέ θά ᾿μαι ἐγώ πού θά μετρήσω
πόσον καιρό σπατάλησα σ᾿ ἄσκοπες ἐπιδόσεις
καί πόσον ἐξαγόρασα δουλεύοντας μ᾿ εὐθύνη.
Τώρα μοῦ μένει νά πατῶ μ᾿ ἀξιοπρέπεια
τ᾿ ὀλισθηρό κατώφλι τῆς ἐξόδου
χωρίς συναισθηματικές πλειοδοσίες.
Μέ καρτερεῖ μιά θάλασσα ἀσύνορη,
γαληνεμένη ἐλπίζω,
μέ τοῦ ζεφύρου τίς μυρίπνοες αὖρες
κι ἐκεῖνες τίς ἐξαίσιες μουσικές π᾿ ἀγάπησα
καί τίς ἀκούω καμιά φορά
ἀπό μακριά, ἀπό βαθιά, ἀπό πέρα.
Ἑορταζόντων ἦχος ἀκατάπαυστος.
Ἰ. Ἀ. Νικολαΐδης
Θά ξαναρχίσω πάλι...
Κι ἄν σύννεφα πλακῶσαν τήν ψυχή,
κι ἄν βούιξε τοῦ κόσμου τούτου ἡ Κίρκη,
νά μέ πλανέψει ἀπ᾿ τῆς καθάριας βιοτῆς τή στράτα
κι ἄν ἄμετρες οἱ ἀποκλίσεις
κι ἀπρόβλεπτα, στοῦ δρόμου μου τό κέντρο, στηθῆκαν οἱ παγίδες,
τοῦ ὀνείρου δέν σταμάτησαν τά θέλγητρα κι οἱ ἐλπίδες.
Τῆς πρώτης τῆς ἀγάπης τά σκιρτήματα
τά πάγωσα στῆς ἔπαρσής μου τούς χειμῶνες
καί μακριά Σου ἀβάστακτες οἱ ἀλγηδόνες.
Δέν θά σταθῶ συντρίμμια νά μετρῶ
τόσα πολλά ἐντός μου καί τριγύρω.
Τά ἀπύθμενα νά λογαριάζω
δέν θά σταθῶ παγιδευμένη στό βυθό.
Θά ξαναρχίσω πάλι...
Τούς κτύπους τῆς καρδιᾶς μου ἐνώπιόν Σου θά μετρῶ·
θά ψάλω πάλι τό τραγούδι τοῦ Δαυΐδ, τῆς Σουλαμίτιδας τό ἄσμα·
θά βυθιστῶ μές στό καθάριο τοῦ οὐρανοῦ Σου,
χωρίς πισογυρίσματα καί ἀποσπάσεις περιττές τοῦ νοῦ μου.
Θά ξαναρχίσω πάλι...
ὅπως Σέ πρωτογνώρισα σάν ἤμουνα παιδί
μ᾿ ἁπλότητα, μ᾿ εὐθύτητα καί μέ ταπεινοσύνη·
θά προσκυνῶ καί θά εὐλογῶ
μέ τῆς καρδιᾶς μου τήν πνοή
τό ἄμετρό Σου ἔλεος καί τήν Ἀγάπη,
πού ἀποκλίσεις ἄμετρες καλύπτει, Λυτρωτή.
Γ.Δ.
Ἀδελφέ μου,
πόσο στάθηκα κοντά σου
στή μπόρα πού σέ βρῆκε;
Πόσο μοιράστηκαν
τά φτερά μου
τό βάρος τῶν δικῶν σου;
Πόσο σέ κατάλαβα
καί σ᾿ ἔνιωσα;
Πόσο δική μου
ἔκανα τή χαρά σου;
Πόσο πρόσεξα
μήπως γίνω πρόσκομμα
ἀρνητικό στήν πορεία σου;
Πόσο μέ ἀπορρόφησαν
τά δικά μου κι οἱ δικοί μου
(θαρρεῖς κι ἐσύ
δέν εἶσαι δικός μου);
Πόσο θυσίασα
ἀπό τό χρόνο μου
γιά τίς ἀνάγκες σου;
Πόσο σέ σκέφτομαι
κάθε μέρα λέγοντας:
«Κύριε, ἐλέησε
τόν ἀδελφό μου»;
Ἀπόψε καταθέτω
μπροστά στό Σταυρό
δύο δάκρυα μετάνοιας
καί ἱκετεύω:
- Κύριε, βοήθησέ με
νά ἀγαπήσω
«τόν πλησίον μου
ὡς ἐμαυτόν».
Κ. Βασιλείου