Μία ἀπό τίς δύσκολες παραβατικές συμπεριφορές τῶν παιδιῶν εἶναι ἡ κλοπή. Ἕνα φαινόμενο συχνό στήν παιδική ἡλικία πού ἀναστατώνει τούς γονεῖς καί γίνεται πιό σοβαρό ὅταν τά παιδιά εἰσέρχονται στήν ἐφηβεία. Ἄν, λοιπόν, ἕνα παιδί ἤ ἕνας ἔφηβος κλέβει, οἱ γονεῖς του εἶναι πολύ φυσικό νά ἀνησυχοῦν καί νά διερωτῶνται τί ὁδήγησε τό παιδί τους στήν κλοπή. Φοβοῦνται μήπως μέ τήν παραβατική αὐτή συμπεριφορά ἐξελιχθεῖ σέ ἕναν «ἀνήλικο ἐγκληματία».
Εἶναι βέβαια φυσιολογικό γιά ἕνα πολύ μικρό παιδί νά πάρει κάτι, π.χ ἕνα παιχνιδάκι πού τό σχῆμα ἤ τό χρῶμα του τοῦ ἔχει διεγείρει τή φαντασία, τό ἐνδιαφέρον ἤ τήν περιέργεια. Αὐτό δέν θά πρέπει νά θεωρηθεῖ ὡς κλοπή. Συνήθως στήν ἡλικία τῶν τριῶν ἕως πέντε ἐτῶν, τά παιδιά καταλαβαίνουν ὅτι εἶναι λάθος νά παίρνουν κάτι πού ἀνήκει σέ ἄλλο πρόσωπο.
Οἱ γονεῖς ὀφείλουν νά διδάσκουν στά παιδιά τους μέ τρόπο ἐνεργητικό τόν σεβασμό ἀπέναντι στούς συνανθρώπους καί στά πράγματά τους, τά ὁποῖα δέν μᾶς ἀνήκουν. Παρότι τά μεγαλύτερα παιδιά καί οἱ ἔφηβοι γνωρίζουν πολύ καλά ὅτι ἡ κλοπή εἶναι συμπεριφορά μή ἀποδεκτή, ἐντούτοις κλέβουν γιά διάφορους λόγους:
Οἱ γονεῖς θά πρέπει νά ἐξετάσουν κατά πόσο τό παιδί τους ἔκλεψε ἀπό μία ἐσωτερική ψυχική ἀνάγκη, ὥστε νά δείξουν περισσότερη προσοχή, ἀγάπη καί ἐνδιαφέρον οἱ ἴδιοι ἀπέναντί του. Σέ αὐτή τήν περίπτωση τό παιδί μπορεῖ νά ἐκφράσει τόν θυμό του. Θά προσπαθήσει νά «πάρει ἐκδίκηση» ἀπό τούς γονεῖς του. Τό κλεμμένο ἀντικείμενο μπορεῖ νά ἀποτελέσει τό ὑποκατάστατο γιά τήν ἀγάπη καί τή στοργή πού ζητάει ἀπό τούς γονεῖς του καί ἡ ὁποία τοῦ λείπει. Οἱ γονεῖς θά πρέπει νά ἔχουν εὐαίσθητες κεραῖες καί νά ἀνταποκριθοῦν θετικά, ἀναγνωρίζοντας τήν ἀξία τοῦ παιδιοῦ τους καί τή θέση του ὡς σπουδαίου μέλους τῆς οἰκογένειάς τους.
Ἄν οἱ γονεῖς λάβουν τά κατάλληλα μέτρα, στίς περισσότερες περιπτώσεις ἡ κλοπή σταματάει καθώς τό παιδί μεγαλώνει. Πῶς θά διαχειριστοῦν οἱ γονεῖς τό θέμα, ὅταν ἀντιληφθοῦν ὅτι τό παιδί τους ἔχει κλέψει;
Ἀναλόγως τῆς ἡλικίας καθιστοῦν σαφές στό παιδί τους ὅτι ἡ συμπεριφορά του εἶναι ἐντελῶς ἀπαράδεκτη γιά τήν οἰκογενειακή παράδοση, τήν ἐκκλησιαστική κοινότητα καί τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Κάνουν ἀναφορά στόν νόμο τοῦ Θεοῦ «οὐ κλέψεις» (Ἔξ 20,14) καί κυρίως στήν πηγή τοῦ κακοῦ «οὐκ ἐπιθυμήσεις ὅσα τῷ πλησίον σου ἐστί» (Ἔξ 20,17). Δέν θά ἐπιθυμήσεις ὅ,τι ἀνήκει στόν συνάνθρωπό σου. Σχολιάζοντας τή θεϊκή ἐντολή ἐπισημαίνουν τή ρίζα τοῦ κακοῦ, τήν ἀκόρεστη ἐπιθυμία γιά κατοχή ὑλικῶν ἀγαθῶν καί τήν ἐξάρτησή μας ἀπό αὐτά.
Ὅταν τό παιδί ἔχει πληρώσει ἤ ἔχει ἐπιστρέψει τό κλεμμένο ἀντικείμενο, τό θέμα ἔχει λήξει πλέον καί οἱ γονεῖς δέν πρέπει νά ἐπανέλθουν. Τοῦ δίνουν ἔτσι τή δυνατότητα νά κάνει μία νέα ἀρχή στή ζωή του, ἀφοῦ ἔχει ἤδη ἐναποθέσει καί τό ψυχικό βάρος σέ διακριτικό πνευματικό.
Ἄν ὅμως ἡ κλοπή εἶναι ἐπίμονη καί συνοδεύεται καί ἀπό ἄλλες προβληματικές ἤ παραβατικές συμπεριφορές, μπορεῖ νά ἀποτελεῖ μία ἔνδειξη γιά πιό σοβαρό πρόβλημα στή συναισθηματική ἀνάπτυξη τοῦ παιδιοῦ ἤ γιά δυσλειτουργία καί προβλήματα στήν οἰκογένεια. Τά παιδιά πού κλέβουν ἐπανειλημμένα μπορεῖ νά ἔχουν δυσκολία νά ἐμπιστευτοῦν τούς ἄλλους καί νά δημιουργήσουν στενές σχέσεις μαζί τους. Ἀντί νά αἰσθάνονται τά ἴδια ἔνοχα γιά τήν πράξη τους, κατηγοροῦν τούς ἄλλους γιά τή συμπεριφορά τους μέ τό σαθρό ἐπιχείρημα: «Ἀπό τή στιγμή πού ἀρνοῦνται νά μοῦ δώσουν ὅ,τι μοῦ χρειάζεται, θά τό πάρω»! Ἐάν, παρ᾽ ὅλες τίς προσπάθειες πού καταβάλλουν οἱ γονεῖς, ἡ κατάσταση δέν διορθώνεται ἀλλά μᾶλλον χειροτερεύει, οἱ γονεῖς θά πρέπει νά ζητήσουν τή βοήθεια τοῦ εἰδικοῦ παιδοψυχιάτρου.
Ἀθανάσιος Γκάτζιος
Τελείωσε καί τό ἀποκριάτικο ξεφάντωμα. Ἀσφαλῶς ἡ οἰκονομική κρίση δέν ἐπέτρεψε νά ἐπαναληφθοῦν οἱ σπατάλες τοῦ παρελθόντος, δέν σημαίνει ὅμως ὅτι ἔλειψαν αὐτές παντελῶς. Σέ κάθε δῆμο διετέθησαν κονδύλια γιά τίς ἀποκριάτικες ἐκδηλώσεις.
Ὑποστηρίζουν κάποιοι: «Εἶναι ἀνάγκη γιά τούς ἀνθρώπους τό πανηγύρι, πόσο μᾶλλον γιά ἀνθρώπους πού δυσκολεύονται ἤ ἀκόμη καί συνθλίβονται οἰκονομικά. Εἶναι κάποια, ἔστω καί βραχύβια, ἐκτόνωση, μετά ἀπό τήν ὁποία ἐπανέρχονται στή σκληρή πραγματικότητα ἀνανεωμένοι. Ἡ μέθεξη στά δρώμενα δρᾶ ἀντικαταθλιπτικά».
Τή θέση αὐτή ὑποστήριξαν στό παρελθόν ξένοι ταξιδιῶτες, οἱ ὁποῖοι συμμετεῖχαν σέ γιορτές τοῦ ὑπόδουλου στούς Τούρκους Γένους. Ἐκεῖνο πού δέν εἶχαν κατανοήσει ἐκεῖνοι ἦταν ὅτι ὁ πανηγυρισμός εἶχε ὡς ἐπίκεντρο τήν Ἐκκλησία καί ὅτι τό πανηγύρι ἦταν πρωτίστως θρησκευτικό. Οἱ πιστοί προσέρχονταν μέ πίστη νά τιμήσουν τόν Θεό καί τούς ἁγίους του καί προσπαθοῦσαν νά δομήσουν τήν προσωπική, οἰκογενειακή καί κοινωνική τους ζωή μέ βάση τίς ἐντολές τοῦ Εὐαγγελίου. Δέν ἦταν τό πανηγύρι φυγή ἀπό τή σκληρή πραγματικότητα τοῦ καθημερινοῦ βίου, ἦταν ἡ ἐνδυνάμωση, γιά νά ἀντέξουν αὐτήν. Δέν ἰσχύει τό ἀνάλογο στή μέθεξη τῶν ἀποκριάτικων δρωμένων, ὥστε νά δίδεται ἡ ἴδια ἑρμηνεία ἀπό «γόητες πού προκόβουν στό κακό πλανώντας καί πλανώμενοι» (βλ. Β΄ Τι 3,13).
Ἡ φυγή ἀπό τήν πραγματικότητα σέ καμιά περίπτωση δέν συνιστᾶ λύση τοῦ προβλήματος. Δέν εἶναι δυνατόν νά ἀντλήσει κάποιος δυνάμεις, γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν σωρευμένων βιοτικῶν προβλημάτων μετέχοντας σέ ἐπιχείρηση ἐκχυδαϊσμοῦ καί ἐξαχρείωσης. Βέβαια, πρέπει νά δεχθοῦμε καί κάτι σημαντικό, πού διαφεύγει συνήθως ἀπό τούς ἐλάχιστους ἐπικριτές τῶν δρωμένων: Ὁ ἐκχυδαϊσμός καί ἡ ἐξαχρείωση τῆς καθημερινῆς ζωῆς ἔχει ὑπερβεῖ πλέον κατά πολύ τά ἀντίστοιχα τῆς περιόδου τῆς ἀποκριᾶς. Μάλιστα ἡ μικρή ὀθόνη ἔχει καταστεῖ ὀχετός, πού ἀποβάλλει τά λύματα πνευματικοῦ βορβόρου στό ἐσωτερικό κάθε οἰκίας!
Ἡ χώρα μας διέρχεται κρίση πρωτίστως ἀξιῶν καί ὄχι οἰκονομική. Ἔχουμε καταστεῖ περίγελως τῶν οἰκονομικά εὐρωστότερων λαῶν τῆς Εὐρώπης καί ἐμμένουμε στήν ἀθλιότητα μή ἔχοντας τήν παραμικρή διάθεση αὐτοκριτικῆς. Τό θλιβερό εἶναι ὅτι οἱ πρωταγωνιστές τῶν δρωμένων κατά τήν περίοδο τῆς ἀποκριᾶς τονίζουν κατά κόρον τήν προσήλωση στήν παράδοσή μας. Καί ἐννοοῦν παράδοση κάθε τι πού ἀντιμάχεται τήν Ἐκκλησία, ἀπό τά κατάλοιπα τῆς ἀφροδισιακῆς καί διονυσιακῆς λατρείας μέχρι τήν ἀπαξίωση τοῦ ἐτήσιου θρησκευτικοῦ πανηγυριοῦ, ἐπίκεντρο τοῦ ὁποίου ἔχει καταστεῖ πλέον ἡ ὁλονύκτια διασκέδαση κατά τήν παραμονή καί ἡ ἀποκοπή του ἀπό τή θεία Λειτουργία τῆς ἑπομένης. Γιά ὅλα αὐτά ἔχουμε ἐθιστεῖ στό ψεῦδος καί τό ἀποδεχόμαστε μέ εὐχαρίστηση, καθώς ἡ ἀλήθεια εἶναι συνήθως πικρή καί μᾶς πονᾶ.
Τή Μεγάλη Τεσσαρακοστή ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μᾶς εἰσάγει σέ περίοδο ἑτοιμασίας μέ νηστεία, προσευχή καί ἐγκράτεια. Ἔχοντας, ὅσοι νηστεύουμε, παρεξηγήσει τήν οὐσία τῶν πραγμάτων ἐπιδιώκουμε τήν ἐξεζητημένη νηστεία τῶν ἐναλλακτικῶν ἀπολαύσεων, πού στηρίζεται στά πανάκριβα θαλασσινά καί σέ ὑποκατάστατα ζωικῶν τροφῶν μέ βάση τή βιομηχανική ἐπεξεργασία τῆς σόγιας, τοῦ συμβόλου τῆς νέας τάξης στό χῶρο τῆς γεωργίας. Χωρίς νά συνειδητοποιοῦμε, ἀναλαμβάνουμε τόν ρόλο τοῦ Φαρισαίου, παρά τήν ἔγκαιρη ἐπισήμανση τοῦ τρομεροῦ πάθους τῆς ὑπερηφάνειας κατά τήν ἀρχή τοῦ Τριωδίου. Εἴμαστε ἕτοιμοι νά προβάλουμε τήν ὑπεροχή μας ἔναντι τῶν ἄλλων πού δέν εἶναι σάν ἐμᾶς καί νά στηλιτεύσουμε τή σάπια κοινωνία, γιά τό κατάντημα τῆς ὁποίας φταῖνε μόνο οἱ ἄλλοι. Καί ὅμως «πολλά πταίομεν ἅπαντες». Εἶναι καιρός νά συνειδητοποιήσουμε τήν κατάντιά μας καί νά ἐπανέλθουμε στήν ὁδό τῆς μετανοίας, ἀπό τήν ὁποία μᾶς ἀπομάκρυνε ἡ ἀλαζονεία μας. Ἡ νύχτα τῶν δεινῶν μας θά εἶναι μακρᾶς διαρκείας, παρά τά περί τοῦ ἀντιθέτου διατυμπανιζόμενα. Μέ τή μετάνοια μποροῦμε νά δώσουμε νόημα στά ὅσα συμβαίνουν, ὥστε νά πορευθοῦμε μέ ὑπομονή καί ἀντοχή πρός μιά αἴσια ἔκβαση. Χωρίς νόημα οἱ δοκιμασίες γίνονται ἀφόρητες καί δέν ἀρκοῦν τότε οἱ ὀλιγοήμερες διαφυγές, ἀλλά ἀναζητοῦνται διέξοδοι διαρκείας, ὅπως ὁ ἐθισμός σέ ποικίλες οὐσίες πού ἐγγυῶνται τή λήθη, τόν κατευνασμό ἤ τήν ψευδῆ εὐφορία, καί ὁ τερματισμός τοῦ βίου, ὅταν αὐτός μᾶς συντρίβει ἤ ἔχει καταστεῖ χωρίς νόημα.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος νά ἐπιλέξει. Ἀλλά ἀκριβῶς ἐπειδή εἶναι ἐλεύθερος, εἶναι ὑπεύθυνος.
Ἀπ. Παπαδημητρίου
Σωτήριος ἱστορικός σταθμός
Στενός καί αἰωνόβιος ὁ δεσμός τῆς πατρίδος μας μέ τήν ὀρθόδοξη πίστη! Αὐτή ἡ πίστη ἀνέστησε ἀπό τήν στάχτη τήν Ἑλλάδα, πού παρέπαιε στά σκοτάδια τῆς εἰδωλολατρίας, ρημαγμένη ἀπό τήν διχόνοια καί στερημένη ἀπό τήν ἀρχαία δόξα της. Ὅταν ταπεινωμένη καί ἐξαθλιωμένη κατακτήθηκε ἀπό τούς Ρωμαίους (146 π.Χ.), ὅλοι μιλοῦσαν γιά τό τέλος τῆς Ἑλλάδος· «finis Graeciae»! Πῶς ἔγινε ἡ ἀνάσταση τῆς νεκρωμένης Ἑλλάδος; Πῶς; Ὁ νεκρεγέρτης Ἰησοῦς Χριστός μας, πού μέ τόν λόγο του ἀνόρθωσε παραλύτους καί ἀνέστησε νεκρούς, εὐδόκησε καί ἔστειλε στήν πατρίδα μας τόν ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν, τόν ἀπόστολο Παῦλο. Ἐκεῖνος δίδαξε τήν ἀλήθεια τῆς σωτηρίας καί ἔφερε τό φῶς τοῦ Χριστοῦ. Κήρυξε τό ἅγιο Εὐαγγέλιο, πού ἐξαγγέλλει τό γεγονός τοῦ θανάτου καί τῆς άναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καί μεταγγίζει τήν ἀληθινή ζωή.
Ἡ Ἑλλάδα ἀποδέχθηκε τό Εὐαγγέλιο καί βίωσε ἕνα διπλό θαῦμα: Ὄχι μόνο ξανάζησε ἡ νεκρή, ἀλλά ἐπιπλέον ἀπό ἐξαθλιωμένη σκλάβα βρέθηκε ἀρχόντισσα κυρίαρχη τοῦ κόσμου. Τήν τίμησε ὁ Θεός μέ εὔνοια ξεχωριστή. Ἔντυσε μέ ἱερότητα τήν προικισμένη γλῶσσα της. Στά ἑλληνικά μεταφράστηκε ἡ Παλαιά Διαθήκη. Τήν μετάφραση αὐτή υἱοθέτησε ἡ Ἐκκλησία. Στά ἑλληνικά, ἐπίσης, γράφτηκαν τά βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης καί διατυπώθηκαν ἔννοιες καί ὅροι θεολογικοί. Ἀπό τήν πρώτη γνωριμία της μέ τόν Χριστό ἡ Ἑλλάδα βάδισε σφιχτοδεμένη μέ τήν Ὀρθοδοξία, ἔγινε ἡ φημισμένη Ρωμανία, ἡ ἔνδοξη Ρωμιοσύνη. Ἔγραψε λαμπρές σελίδες στήν ἱστορία της στηριγμένη στόν σταυρό τοῦ Χριστοῦ καί στήν προστασία τῆς Παναγίας Μητέρας του, πού κατέστη ἡ κραταιά προστασία, ἡ ὑπέρμαχος Στρατηγός τοῦ Ἔθνους μας.
Μία ἐπιπλέον μαρτυρία, ἕνα ζωντανό μνημεῖο αὐτῆς τῆς σχέσης τοῦ Ἑλληνισμοῦ μέ τήν πίστη ἀποτελεῖ ἡ Ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν ἤ τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου. Ἡ Ἀκολουθία αὐτή σχετίζεται μέ δύο γεγονότα· τόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου καί τήν πολιορκία τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τούς Ἀβάρους. ῎Ετσι συνδέεται ἡ ἱστορία τῆς πατρίδος μας μέ τήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ· ἡ ἱστορία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, πρωτεύουσας τῆς Ρωμιοσύνης, μέ τό μεγάλο γεγονός τῆς ἱστορίας τοῦ κόσμου, τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ.
Ἱστορικό τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου
Στόν καιρό τῆς δόξας της ἡ αὐτοκρατορία τοῦ Βυζαντίου, ὀρθότερα τῆς Ρωμανίας, ἐκτεινόταν σέ Εὐρώπη καί Ἀσία. Περιλάμβανε καί τούς Ἁγίους Τόπους. Τόν 7ο αἰ. οἱ Πέρσες καταπάτησαν ἀνατολικές περιοχές τῆς αὐτοκρατορίας, εἰσέβαλαν στά ᾿Ιεροσόλυμα καί ἅρπαξαν τόν τίμιο Σταυρό, πού ἦταν ὑψωμένος ἐκεῖ ἀπό τήν ἐποχή τῆς ἁγίας ῾Ελένης. Τόν μετέφεραν στήν πρωτεύουσά τους, τήν Κτησιφώντα. Μεγάλη συμφορά γιά τούς Ὀρθοδόξους· ὅπως ἐκείνη πού ἔζησαν οἱ ᾿Ισραηλῖτες στά χρόνια τοῦ Σαμουήλ, ὅταν ἀλλόφυλοι ἅρπαξαν τήν Κιβωτό τῆς Διαθήκης! Καί τότε εἶχε γίνει σάλος. Κι ὅταν οἱ Ἰσραηλῖτες κατώρθωσαν νά ἐπαναφέρουν στήν θέση της τήν Κιβωτό τῆς Διαθήκης γιόρτασαν καί πανηγύρισαν τό γεγονός (βλ. Α´Βα κεφ. 4-6). Ὁμοίως καί ὁ αὐτοκράτορας Ἡράκλειος, ἐκφράζοντας τήν ἀγωνία, τόν πόνο, τήν λαχτάρα τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ, θεώρησε μεγάλη ζημία καί ὄλεθρο τήν ἁρπαγή τοῦ Σταυροῦ. Σάν ἄλλος Μέγας ᾿Αλέξανδρος, λοιπόν, μέ μιά γενναία ἐκστρατεία διέσχισε χῶρες καί χῶρες πρός τήν ἀνατολή, ἔφθασε μέχρι ἔξω ἀπό τήν Κτησιφώντα, νίκησε σέ ἀλλεπάλληλες μάχες τούς Πέρσες καί πῆρε πίσω τόν τίμιο Σταυρό (14 Σεπτεμβρίου 628).
᾿Αλλά τόν καιρό πού ὁ αὐτοκράτορας μέ τόν στρατό του ἀπουσίαζε σ᾿ αὐτήν τήν ἐκστρατεία, ἔγινε μία παρασπονδία. Οἱ ῎Αβαροι, ἄλλοι ἐχθροί, παραβίασαν τήν συνθήκη τους μέ τήν αὐτοκρατορία καί ἔκαναν μιά φοβερή, λυσσώδη ἐπιδρομή, γιά νά κυριεύσουν τήν Κωνσταντινούπολη. Ἡ ἄμυνα τῆς Πόλης ἦταν μικρή, διότι ὁ στρατός ἔλειπε. Ὁ πρωθυπουργός Βῶνος καί ὁ πατριάρχης Σέργιος κινητοποιήθηκαν δραστήρια, γιά νά τήν σώσουν. Ὁ Ἡράκλειος, πού βρισκόταν στήν Σεβάστεια, μόλις πληρορορήθηκε τό γεγονός, ἔστειλε δώδεκα χιλιάδες στρατό. Ὁ πατριάρχης κάλεσε τούς πιστούς νά πέσουν στά γόνατα, στήν προσευχή, νά ζητήσουν τήν βοήθεια τῆς Παναγίας. Περιέφερε τήν εἰκόνα της στά τείχη, γιά νά ἐμψυχώσει τούς λιγοστούς ὑπερασπιστές τῆς Πόλης. Καί τό μεγάλο θαῦμα ἔγινε! Τό ὁμολόγησαν οἱ ἴδιοι οἱ ἐχθροί, τό κατέγραψαν οἱ ἱστορικοί: Ἡ πολιοῦχος τῆς Πόλης Παναγία, ἀναδείχθηκε «ὑπέρμαχος Στρατηγός» καί τήν ἔσωσε. Ἀσφάλισε τά φρούρια στήν στεριά, καί στήν θάλασσα σήκωσε ἀνεμοστρόβιλο καί τρικυμία, ὥστε νά καταποντισθοῦν τά καράβια καί οἱ ἐχθροί νά κατατροπωθοῦν τήν νύχτα τῆς 7ης πρός τήν 8η Αὐγούστου τοῦ ἔτους 626. Μετά ἀπό τήν θαυμαστή σωτηρία, ὅλοι οἱ πιστοί συγκεντρώθηκαν στόν ἱερό ναό τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν καί μέ δάκρυα ἀνέπεμψαν τήν ὁλόθερμη εὐχαριστία τους στήν ὑπεραγία Θεοτόκο, πού τούς χάρισε τήν νίκη. Ἔψαλαν τό Κοντάκιο τῶν Χαιρετισμῶν· δέν ὑπῆρχαν ἀκόμη οἱ παρακλητικοί κανόνες. Ἐπειδή μάλιστα, ὅπως ἐξηγεῖ τό Συνναξάρι τοῦ Σαββάτου τῆς Ε´ Ἑβδομάδος τῶν νηστειῶν, «ὀρθοστάδην (=ἱστάμενος ὄρθιος) τότε πᾶς ὁ λαός» ἔψαλε τόν Ὕμνο πρός τήν Θεοτόκο, ὀνομάστηκε Ἀκάθιστος Ὕμνος.
Ποιός καί πότε συνέθεσε τόν Ὕμνο
Προφανῶς ὁ Ὕμνος δέν συντέθηκε ἐκείνη τήν στιγμή, μέσα στίς κλαγγές τῶν ὅπλων. Δέν ἀποπνέει πολεμικό τόνο. Δέν περιέχει σαφεῖς ἀναφορές οὔτε ὑπαινιγμούς γιά ἐχθρική ἀπειλή, ὅπως θά ἔπρεπε, ἄν σχετιζόταν μέ τήν πολιορκία τῆς Βασιλεύουσας. Ἀντίθετα μάλιστα διακρίνεται γιά τόν βαθιά εἰρηνικό, λυρικό καί δεητικό χαρακτήρα. Προϋποθέτει πολιτική σταθερότητα, καλή καί ἤρεμη ἐκκλησιαστική κατάσταση. Οὔτε πάλι μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι συντέθηκε, ἀφοῦ κατατροπώθηκαν οἱ ἐχθροί, διότι ὁ ὑμνωδός θά ἀναφερόταν στήν πολιορκία, στίς δεινές συμφορές τοῦ λαοῦ, καθώς καί στό θαῦμα τῆς Παναγίας. Ἀσφαλῶς προϋπῆρχε καί ψαλλόταν πρός τιμήν τῆς Παναγίας. Ὁπωσδήποτε ὅμως ἐκεῖνες τίς ὧρες συντέθηκε τό Κοντάκιο «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ», πού ἀντικατέστησε τό ἀρχικό «Τό προσταχθέν μυστικῶς», γιά νά ἀποδώσει μέ εὐγνωμοσύνη στήν ὑπεραγία Θεοτόκο τά εὐχαριστήρια γιά τήν νίκη. Παρόμοια θαύμ¬ατα σω-τηρίας ἀπό ἐχθρικές ἐπιθέσεις σημειώθηκαν καί ἀργότερα. Τό ἴδιο Συναξάρι μνημονεύει καί δύο ἐπίσης ἀποτυχημένες πολιορκίες τῶν Ἀράβων· ἐπί τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Πωγωνάτου (Σεπτέμβριος 673) καί ἐπί Λέοντος τοῦ Ἰσαύρου (16 Αύγούστου 717/8). Καί τότε ἡ σωτηρία τῆς Πόλεως ἀποδόθηκε στήν Παναγία καί ὁ λαός τήν χαιρέτισε μέ εὐγνωμοσύνη γιά τήν προστασία της. Τό ἴδιο συνέβη καί ἐπί Μιχαήλ Γ´ (18 Ἰουνίου 860).
Ὑποθέτω -παρατρέχοντας τίς διαφωνίες διαφόρων εἰδικῶν- ὅτι εἴτε μετά τή θαυμαστή διάσωση τοῦ 626 εἴτε μετά ἀπό κάποια παρόμοια πε-ρίσταση, ἔχει συντεθεῖ καί τό 5ο δίστιχο Χαιρετισμῶν στόν 23ο Οἶκο (Ψ), «Χαῖρε δι᾿ ἧς ἐγείρονται τρόπαια, χαῖρε δι᾿ ἧς ἐχθροὶ καταπίπτουσι», πού ἀντικατέστησε τό ἀρχικό. Ἐνῶ οἱ προηγούμενοι Χαιρετισμοί ἀναφέρονται στήν πνευματική προστασία τῆς Παναγίας, ἐδῶ τό ὕφος ἀλλάζει, γίνεται ἐπικό, γιά νά τῆς ἀποδοθεῖ ἡ συμβολή στήν κατατρόπωση τῶν ἐχθρῶν τῆς Αὐτοκρατορίας. Ἄν καί δέν ὑπάρχουν μέχρι σήμερα τεκμήρια ἀπό τήν χειρόγραφη παράδοση, νομίζω ὅτι ἡ ἱστορία εὐοδώνει τήν ὑπόθεση αὐτή, διότι ἡ Ἀκολουθία τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου στήν σημερινή της μορφή παγιώθηκε μόλις τόν 11ο αἰώνα. Δεδομένου ὅτι οἱ Χαιρετισμοί ἦταν ἕνα πολυχρησιμοποιούμενο Κοντάκιο, σειρά ὕμνων, δέν θά ἦταν ἀπίθανο σέ κάποια σημεῖα ἕνας στίχος νά ἀντικαταστάθηκε, γιά νά ἐκφράσει ἀκριβέστερα τά αἰσθήματα τῆς στιγμῆς. Ἐξάλλου, μέχρι σήμερα, ὁ ποιητής αὐτοῦ τοῦ τόσο λαοφιλοῦς Ὕμνου παραμένει ἄγνωστος. Ἡ ἀνωνυμία προσδίδει στόν Ὕμνο μία ἰδιαιτερότητα· ὁ καθένας μπορεῖ νά τόν θεωρεῖ δικό του, νά τόν προσ¬οικειώνεται, νά τόν ψάλλει μέ τήν καρδιά του καί κάποιες φορές ἴσως νά τόν προσαρμόζει στά συγκεκριμένα αἰσθήματά του.
Οἱ ἐρευνητές ὑποθέτουν ὡς ποιητές τοῦ Κοντακίου τῶν Χαιρετισμῶν διάφορα πρόσωπα, πού ἔζησαν ἀπό τόν 6ο μέχρι τόν 9ο αἰώνα, ὅπως: τόν Ρωμανό Μελωδό (6ος αἰ.), τόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Σέργιο (7ος αἰ.), τόν Γεώργιο Πισίδη (7ος αἰ.), τόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γερμανό τόν Α´ (7ος-8ος αἰ.), τόν Κοσμᾶ Μελωδό (8ος αἰ.), τόν Γεώργιο Νικομηδείας (Σικελιώτη) (9ος αἰ.), τόν ἱερό Φώτιο (9ος αἰ.). Γιά κανέναν ὅμως δέν εἶναι ἀπόλυτα βέβαιοι.
Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος συνδέεται μέ τήν ἑορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ὅπως προαναφέρθηκε, ἐξυμνεῖ τήν σάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ καί ψάλλεται κατά τήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Μία εὔλογη ἐξήγηση εἶναι ἡ ἑξῆς: Ἡ μεγάλη ἑορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου ἑορτάζεται πάντοτε, ὅπως γνωρίζουμε, κατά τήν Μ. Τεσσαρακοστή καί λόγῳ τοῦ πένθιμου χαρακτῆρος τῆς περιόδου στερεῖται προεορτίων καί μεθεορτίων. Τήν ἔλλειψη αὐτή καλύπτει ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος. Τμηματικά ψάλλεται στό Μικρό Ἀπόδειπνο κάθε Παρασκευή κατά τίς τέσσερις πρῶτες ἑβδομάδες τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καί ὁλόκληρος τήν Παρασκευή τῆς Ε' Ἑβδομάδος. Τό βράδυ τῆς Παρασκευῆς ἀνήκει λειτουργικά στό Σάββατο. Ὅλα τά Σάββατα, ἐκτός ἀπό τό Μέγα, καί οἱ Κυριακές ἀποτελοῦν τίς μόνες ἡμέρες τῆς περιόδου τῶν νηστειῶν, κατά τίς ὁποῖες ἐπιτρέπεται ὁ ἑορτασμός χαρμόσυνων γεγονότων.
Ἡ ἱστορία τοῦ Κοντακίου
Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος (Χαιρετισμοί) ἀνήκει στήν ὁμάδα ἐκείνη τῶν θρησκευτικῶν ὕμνων πού ὀνομάζονται Κοντάκια. Βέβαια σήμερα ὡς Κοντάκιο νοεῖται συνήθως ἕνα Τροπάριο, τό Προοίμιο, ἡ ἀπαρχή τοῦ πολύστροφου Κοντακίου. Ἀποτελεῖ κατάλοιπο ἀπό τά ἀρχαῖα. Τέτοια σύντομα Κοντάκια ὑπάρχουν στήν λειτουργική χρήση γιά κάθε ἡμέρα τοῦ ἔτους καί χρησιμοποιοῦνται στόν Ὄρθρο, στήν Θεία Λειτουργία καί σέ ἄλλες Ἀκολουθίες.
Τό ὄνομα Κοντάκιο προῆλθε πιθανόν ἀπό τό «κοντόν» ξύλο, ὅπου τύλιγαν τήν μεμβράνη, στήν ὁποία ἦταν γραμμένο τό Κοντάκιο. Τό πρῶτο τροπάριο τοῦ Κοντακίου λέγεται «Προοίμιον» ἤ «Κουκούλιον». Περιέχει συνοπτικά τήν ὑπόθεση γιά τήν ὁποία συντέθηκε ὁ ὕμνος. Οἱ ἑπόμενες στροφές ὀνομάζονται Οἶκοι καί περιέχουν λεπτομέρειες. Τά Κοντάκια εἶχαν μελωδία, ψάλλονταν δηλαδή.
Γιά τήν ἱστορία σημειώνω ὅτι ἡ ἀρχαία λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας περιλάμβανε πολλά ἀναγνώσματα ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί λίγους ὕμνους. Τό ἀρχέγονο αὐτό τυπικό μέ τά πολλά ἀναγνώσματα διατηρεῖται σήμερα στίς Ἀκολουθίες τῶν Μεγάλων Ὡρῶν, πού τελοῦνται κατά τήν παραμονή τῶν Μεγάλων Δεσποτικῶν Ἑορτῶν. Στήν συνέχεια καλλιεργήθηκε μία πλούσια ποιητική παραγωγή, ἡ ὁποία ἐκτόπισε τά ἀναγνώσματα. Κάτι ἀνάλογο συνέβη μέ τήν ἐμφάνιση τῶν Κανόνων· μέ τήν μεγάλη μουσική ποικιλία τους παραγκώνισαν, ἀκρωτηρίασαν ἤ καί μετέτρεψαν σέ ἀναγνώσεις τά ἄσματα τῶν Κοντακίων καί τούς ἄλλους ὕμνους. Τό μοναδικό χρησιμοποιούμενο μέχρι καί σήμερα πλῆρες Κοντάκιο εἶναι ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος, μέ ἐμμελῶς ἀπαγγελλόμενο κείμενο. Ἀποτελεῖ καί αὐτό ἀπόδειξη τῆς λειτουργικῆς μοναδικότητος καί τῆς μεγάλης ἀπήχησης πού εἶχε στόν λαό.
Ἡ δομή τοῦ Κοντακίου
Τό ἀρχικό Προοίμιο τοῦ Ἀκαθίστου εἶναι:
«Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς λαβὼν ἐν γνώσει, ἐν τῇ σκηνῇ τοῦ Ἰωσὴφ σπουδῇ ἐπέστη ὁ ἀσώματος λέγων τῇ ἀπειρογάμῳ· ὁ κλίνας τῇ καταβάσει τοὺς οὐρανοὺς χωρεῖται ἀναλλοιώτως ὅλος ἐν σοί· ὃν καὶ βλέπων ἐν μήτρᾳ σου, λαβόντα δούλου μορφήν, ἐξίσταμαι κραυγάζειν σοι· Χαῖρε, νύμφη ἀνύμφευτε».
Μετά τό Προοίμιο ἀκολουθοῦν οἱ 24 «Οἶκοι», πού διατάσσονται μέ ἀλφαβητική ἀκροστιχίδα (Α-Ω). Σύμφωνα μέ τούς μελετητές τοῦ Ὕμνου οἱ δώδεκα πρῶτοι Οἶκοι (Α-Μ) συνιστοῦν τό ἱστορικό-διηγηματικό μέρος. Ἀναφέρονται στόν Εὐαγγελισμό, τήν ἐπί¬σκεψη τῆς Παρθένου στήν Ἐλισάβετ, τίς ὑποψίες τοῦ μνήστορος καί προστάτη τῆς Παρθένου Ἰωσήφ, τήν Γέννηση, τούς ποιμένες, τούς μάγους, τόν Ἡρώδη, τήν προσκύνηση τῶν ποιμένων καί τῶν μάγων, τήν φυγή τοῦ Χριστοῦ στήν Αἴγυπτο, τήν Ὑπα- παντή τοῦ Κυρίου.
Τό δεύτερο μέρος (Οἶκοι Ν-Ω) εἶναι τό δογματικό-θεολογικό. Ἐδῶ γίνεται λόγος γιά τήν ἄσπορο σύλληψη καί σάρκωση τοῦ Κυρίου, τήν θεότητα καί ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ, τήν θέωση τῶν ἀνθρώπων καί τήν θεομητορική ἀξία τῆς Παναγίας. Στοιχεῖα τῆς μιᾶς ἑνότητος, βέβαια, ἀπαντῶνται καί στήν ἄλλη.
Πολλοί θεωροῦν ὅτι τό θεολογικό μέρος προέρχεται ἀπό τά ἀπόκρυφα. Ἐντούτοις, δέν χρειάζεται νά ἐπικαλεσθοῦμε τά ἀπόκρυφα, γιά θέματα πού ἡ ἁγία Γραφή ἀναφέρει. Ἕνα τέτοιο θέμα π.χ. εἶναι ἡ φυγή τῆς ἁγίας οἰκογένειας στήν Αἴγυπτο. Τά ἀπόκρυφα παρουσιάζουν λεπτομέρειες καί περιστατικά κατά τήν διάρκεια τῆς πορείας, γιά τά ὁποῖα δέν κάνει λόγο πουθενά οὔτε ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος καί φυσικά οὔτε ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος. Ἐξάλλου, στό Ἠσ 19,1 διαβάζουμε: «Ἰδοὺ Κύριος κάθηται ἐπὶ νεφέλης κούφης καὶ ἥξει εἰς Αἴγυπτον, καὶ σεισθήσεται τὰ χειροποίητα Αἰγύπτου ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ, καὶ ἡ καρδία αὐτῶν ἡττηθήσεται ἐν αὐτοῖς». Ὁ προφήτης παρουσιάζει τόν ὑπέρθεο Κύριο καθήμενον «ἐπί νεφέλης κούφης» -ἡ νεφέλη, ὡς γνωστόν, ἀποτελεῖ προτύπωση τῆς Παναγίας- νά ἔρχεται στήν γῆ πού εἶναι γεμάτη εἴδωλα, ὅπως ἡ παλαιά Αἴγυπτος, καί νά καταλύει τήν πλάνη καί τό σκότος. Ὅπως ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος μέ τό «ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα τὸν υἱόν μου» (Μθ 2,15) μνημομεύει τήν σχετική προφητεία τοῦ Ὠσηέ 11,1, κατά τόν ἴδιο τρόπο ὁ ὑμνογράφος ἐμπνέεται καί λαμβάνει ἀφορμή ἀπό τήν προφητεία τοῦ Ἠσαΐα, γιά νά γράψει στόν 11ο Οἶκο (Λ): «Λάμψας ἐν τῇ Αἰγύπτῳ, φωτισμὸν ἀληθείας, ἐδίωξας τοῦ ψεύδους τὸ σκότος· τὰ γὰρ εἴδωλα ταύτης, Σωτήρ, μὴ ἐνέγκαντά σου τὴν ἰσχὺν πέπτωκεν, οἱ τούτων δὲ ῥυσθέντες, ἐβόων πρὸς τὴν Θεοτόκον...».
Στό ἱστορικό μέρος ὁ ὑμνογράφος ἐμπνέεται κυρίως ἀπό τό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο καί κατά δεύτερο λόγο ἀπό τό κατά Ματθαῖον. Στό διδακτικό μέρος τροφοδοτεῖ τήν ποίηση τοῦ ὑμνογράφου κυρίως ὁ δάσκαλος τοῦ εὐαγγελιστῆ Λουκᾶ, ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἐνδεικτικά μνημονεύω μερικές φράσεις καί παραπέμπω στά ἀντίστοιχα χωρία τῆς Καινῆς Διαθήκης: «ἡ τἀναντία εἰς ταὐτὸ ἀγα¬γοῦ¬σα» (πρβλ. Ἐφ 2,14), «πέτρα ἡ ποτίσασα» (πρβλ. Α´ Κο 10,4), «σοφίας Θεοῦ δοχεῖον» (πρβλ. Α´ Κο 1,24), «ἀρχηγὸς νοητῆς ἀναπλάσεως» (πρβλ. Α´ Κο 15,45-46), «σχίσας τὸ χειρόγραφον» (πρβλ. Κλ 2,14· Ἐφ 2,14), «σῶσαι θέλων τὸν κόσμον» (πρβλ. Α´ Τι 2,4). Ἐπίσης «ὅλος ἦν ἐν τοῖς κάτω καὶ τῶν ἄνω οὐδόλως ἀπῆν» (πρβλ. Ἰω 1,13)
Οἱ περιττοί Οἶκοι (Α, Γ, Ε, Η κτλ.) ἀκολουθοῦνται ἀπό ἕξι διπλές ἀπο-στροφές πρός τήν Παναγία, οἱ ὁποῖες ἀρχίζουν μέ τό «Χαῖρε»· ἀπό αὐτό προῆλθε καί τό λαϊκό ὄνομα τοῦ ὕμνου «Χαιρετισμοί». Στό τέλος κάθε Οἴκου ὑπάρχει τό «ἐφύμνιο», δηλαδή ἡ τελευταία λέ¬ξη ἤ φράση πού ἐπαναλαμβάνεται ὡς ἐπωδός. Στόν Ἀκάθιστο διακρίνουμε δύο ἐφύμνια: Τό «Χαῖρε, νύμφη ἀνύμφευτε» γιά τούς περιττούς Οἴκους· καί γιά τούς ἄρτιους τό «Ἀλληλούια» (=αἰνεῖτε τόν Θεό, βλ. Ἀπ 19,1.6).
Οὐσιαστικά ὁ χαιρετισμός μας πρός τήν ὑπεραγία Θεοτόκο, τήν «ἀνύμφευτη νύμφη» καί «Θεόνυμφη», εἶναι χαιρετισμός πρός τόν Κύριο. Ἐκεῖνον τιμοῦμε, προσ¬κυνοῦμε καί λατρεύουμε τιμώντας καί ἐγκωμιάζοντας τήν Παναγία μητέρα του, ἡ ὁποία τόσο ἰδιαίτερα καί μοναδικά συνδέεται μαζί του. Συνεπῶς, ὅσο κι ἄν φαίνονται πληθωρικά τά ἐγκώμια, κανένα δέν εἶναι ὑπερβολικό, διότι ὅ,τι κι ἄν λεχθεῖ εἶναι φτωχό καί ἐλάχιστο μπροστά στήν σωτήρια προσφορά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὡραιότατα τό διατυπώνει ὁ 20ός Οἶκος (Υ) τοῦ Ἀκαθίστου: «Ὕμνος ἅπας ἡττᾶται συνεκτείνεσθαι σπεύδων τῷ πλήθει τῶν πολλῶν οἰκτιρμῶν σου. Ἰσαρίθμους γὰρ τῇ ψάμμῳ ᾠδὰς ἂν προσφέρομέν σοι, βασιλεῦ ἅγιε, οὐδὲν τελοῦμεν ἄξιον ὧν δέδωκας ἡμῖν».
Ὡς πρός τήν μορφή ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία καί ὡραιότητα, πού συναγωνίζεται τό ὑψηλό του περιεχόμενο. Ἔχει συντεθεῖ σύμφωνα μέ τούς κανόνες τῆς ὁμοτονίας, τῆς ἰσοσυλλαβίας καί μερικῶς τῆς ὁμοιοκαταληξίας. Σέ γλῶσσα πλουσιώτατη καί ρέουσα, διανθίζεται μέ ἄφθονα ἐπίθετα, ἀντιθέσεις, παρηχήσεις, ὁμόηχα, ὁμοιοτέλευτα καί διάφορα σχήματα λόγου. Οἱ ἀλλεπάλληλες ἐκφράσεις χαρᾶς, ἀγαλλιάσεως καί λυτρώσεως τοῦ προσδίδουν ἕναν τόνο ἐνθουσιαστικό καί θριαμβικό.
Ἀσματικός Κανόνας τῶν Χαιρετισμῶν
Ἐκτός ἀπό τό Κοντάκιο τῶν Χαιρετισμῶν ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος περιέχει καί τόν πανηγυρικό μεγαλειωδέστατο ἀσματικό Κανόνα «Χριστοῦ βίβλον ἔμψυχον...». Πρόκειται γιά ἔργο τοῦ ὑμνογράφου ἁγίου Ἰωσήφ. Ἡ λέξη «Κανών» σημαίνει τήν εὐθεῖα ράβδο, πού χρησιμεύει γιά τήν μέτρηση, τόν καθορισμό· γενικά τό μέτρο, τό ὑπόδειγμα, τόν ρυθμιστή, τήν γενική ἀρχή σύμφωνα μέ τήν ὁποία λειτουργεῖ κάτι. Στήν ἐκκλησιαστική γλῶσσα ἡ λέξη εἶναι πολυσήμαντη καί μπορεῖ νά σημαίνει:
1. Τόν κανόνα τῶν θεοπνεύστων βιβλίων τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης· γι᾽ αὐτό ὀνομάζονται «κανονικά», γιά νά ἀντιδιαστέλλονται ἀπό τά ἀπόκρυφα καί τά ψευδεπίγραφα.
2. Κάθε ἀπόφαση Τοπικῆς ἤ Οἰκουμενικῆς Συνόδου γιά θέματα ζωῆς καί λατρείας. Οἱ συνοδικές ἀποφάσεις γιά δογματικά ζητήματα ὀνομάζονται Ὅροι.
3. Τήν πνευματική θεραπευτική ἀγωγή («ἐπιτίμιο»), πού ἐπιβάλλει ὁ πνευματικός στόν πιστό πρός συναίσθηση καί παιδαγωγία.
4. Στήν ὑμνολογία «Κανών» λέγεται ὁ μεγάλος ὕμνος, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖται ἀπό «ᾨδές» (ἀπό τό ρῆμα «ᾄδω»)· ὁ ἀριθμός τους ποικίλλει, χωρίς ὅμως νά ὑπερ¬βαί¬νουν τίς ἐννέα, ὅσες δηλαδή εἶναι καί οἱ ᾨδές πού περιέχονται στήν ἁγία Γραφή, τίς ὁποῖες ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία χρησιμοποιοῦσε στήν λατρεία της. Συνήθως παραλείπεται ἡ δεύτερη ᾨδή. Ἔτσι οἱ περισσότεροι Κανόνες ἔχουν ὀκτώ ᾨδές.
Κάθε ᾨδή ἀποτελεῖται ἀπό τόν «Εἱρμό» καί ἀπό τρία ὥς ἕξι τροπάρια. Εἱρμός (ἀπό τό ρῆμα «εἵρω» = συνάπτω, συνδέω, συμπλέκω) λέγεται ἡ πρώτη στροφή κάθε ᾨδῆς, σύμφωνα πρός τήν ὁποία ρυθμίζονται καί ἐκτελοῦνται, «τρέπονται» οἱ ὑπόλοιπες στροφές (Τροπάρια).
Οἱ Κανόνες -ὅπως καί τά Κοντάκια- πολλές φορές ἔχουν «ἀκροστιχίδα». Ὁ «Κανών» τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου περιέχει ὀκτώ ᾨδές. Κάθε ᾨδή του περιέχει τόν Εἱρμό καί τέσσερα ἤ πέντε Τροπάρια. Ἀποτελεῖ πράγματι ἕνα ξεχείλισμα δοξολογίας καί ἐγκωμίων, καθώς δονεῖται ἀπό τά 60 περίπου «Χαῖρε». Μέ τά 37 Τροπάριά του σχηματίζει τήν ἀκροστιχίδα «Χαρᾶς δοχεῖον, σοὶ πρέπει χαίρειν μόνῃ Ἰωσήφ». Τό ὄνομα Ἰωσήφ ἀποκαλύπτει τόν ποιητή τοῦ Κανόνα. Πρόκειται γιά τόν ἅγιο Ἰωσήφ (ἑορτάζει στίς 3 Ἀπριλίου) ἀπό τήν Σικελία, μέγιστο ὑμνογράφο, ὁ ὁποῖος ὑπέμεινε διω-γμούς, ἐξορίες καί φυλακίσεις γιά τήν ὀρθόδοξη πίστη. Ἔζησε τόν 9ο αἰώνα καί συνέθεσε πλῆθος Κανόνων σφραγίζοντάς τους μέ τό ὄνομά του. Οἱ Εἱρμοί στόν παρόντα Κανόνα δέν εἶναι δικοί του· τούς δανείστηκε ἀπό τόν Κανόνα τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Πιθανώτατα ἀνήκουν στόν Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό.
Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος, αὐτό τό ἀριστούργημα τῆς βυζαντινῆς ὑμνογραφίας, ψάλλεται ἐδῶ καί δεκατρεῖς αἰῶνες ἐπίσημα καί πανηγυρικά στούς ναούς μας καί πληρώνει τίς καρδιές τῶν πιστῶν μέ εὐφροσύνη καί κατάνυξη. Οἱ ἱερές μονές ἀλλά καί πολλοί χριστιανοί τόν ἔχουν ἐντάξει στήν καθημερινή τους προσευχή, ἀπαγγέλλουν καθημερινά τούς Χαιρετισμούς, συνήθως στό Ἀπόδειπνο. Κανένα ἄλλο κείμενο δέν χρησιμοποιήθηκε τόσο πολύ ὅσο αὐτό, γιά νά ἐκφράσει τά ἐγκώμια, τήν δοξολογία καί τήν δέησή μας πρός τήν μητέρα τοῦ Κυρίου μας καί δική μας μητέρα.
Στεργίου Σάκκου, Ὦ Πανύμνητε Μῆτερ, σελ.15-31.
Ὕμνους θεσπέσιους ἀναπέμπει ἡ Ἐκκλησία μας μέ τίς ποικίλες ἀκολουθίες της πρός τόν πολυέλεο Θεό γιά τίς ἄπειρες δωρεές του. Ὡστόσο, σ’ ἕναν ἀπό τούς Οἴκους τῆς Δ´ στάσεως τῶν Χαιρετισμῶν ταπεινά ὁμολογοῦμε• Ὕμνος ἅπας ἡττᾶται συνεκτείνεσθαι σπεύδων τῷ πλήθει τῶν πολλῶν οἰκτιρμῶν σου• ἰσαρίθμους γὰρ τῇ ψάμμῳ ᾠδὰς ἂν προσφέρωμέν σοι, Βασιλεῦ ἅγιε, οὐδὲν τελοῦμεν ἄξιον, ὧν δέδωκας ἡμῖν τοῖς σοὶ βοῶσιν• ἀλληλούϊα! Σάν ποταμός ξεχύνονται στήν ζωή μας οἱ οἰκτιρμοί, τά ἐλέη τοῦ Θεοῦ, καί ὁ ὕμνος μας, σάν νά θέλει νά ἀναμετρηθεῖ μ᾿ αὐτό τό ρεῦμα, σπεύδει νά ἁπλωθεῖ σέ ὅλο τό μῆκος τοῦ ποταμοῦ, ἀλλά μένει πίσω. Κάθε ὕμνος νικᾶται, ὑστερεῖ, ὅσο κι ἄν τρέχει, δέν κατορθώνει νά φθάσει τό πλῆθος τῶν πολλῶν οἰκτιρμῶν σου, Κύριε. Κι ἄν ἀκόμη σοῦ προσφέρουμε ὠδές ἰσάριθμες μέ τούς κόκκους τῆς ἄμμου, ἅγιε Βασιλιᾶ, καί πάλι δέν ἐπιτελοῦμε τίποτε ἄξιο πρός ὅσα ἔχεις δωρίσει σέ μᾶς πού ἀναφωνοῦμε «ἀλληλούϊα» (=αἰνεῖτε τόν Θεό).
Δέν ἔχει ὅρια ὁ ἄπειρος Θεός• ἄπειρα εἶναι τά μεγαλεῖα του ἀλλά καί οἱ εὐεργεσίες του ἀπέραντες, ἀναρίθμητες. Ἄν ἐπιχειρούσαμε νά καταγράψουμε ἁπλῶς στό χαρτί τίς δωρεές τοῦ Θεοῦ, θά κυριευόμασταν ἀπό κατάπληξη, θά παρέλυε τό χέρι μας, θά γονατίζαμε συντετριμμένοι! Πῶς νά ἀνταποκριθοῦμε στίς ὕψιστες εὐλογίες του ἐμεῖς, τά φτωχά καί ἀδύναμα πλάσματά του; Κι ἄν ὅλη τήν ζωή μας ἀφι- ερώναμε στό νά εὐχαριστοῦμε ἀκατάπαυστα τόν μέγιστο Εὐεργέτη μας, δέν θά μπορούσαμε νά προσφέρουμε τήν ἀντάξια εὐχαριστία. Εὔστοχα ὁμολογοῦμε στούς Αἴνους τοῦ βαρέος ἤχου• «Τί ἀνταποδώσωμεν τῷ Κυρίῳ περὶ πάντων, ὧν ἀνταπέδωκεν ἡμῖν; Δι’ ἡμᾶς Θεὸς ἐν ἀνθρώποις• διὰ τὴν καταφθαρεῖσαν φύσιν ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο, καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν• πρὸς τοὺς ἀχαρίστους ὁ εὐεργέτης• πρὸς τοὺς αἰχμαλώτους ὁ ἐλευθερωτής• πρὸς τοὺς ἐν σκότει καθημένους ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης• ἐπὶ τὸν Σταυρὸν ὁ ἀπαθής• ἐπὶ τὸν ἅδην τὸ φῶς• ἐπὶ τὸν θάνατον ἡ ζωή• ἡ ἀνάστασις διὰ τοὺς πεσόντας•πρὸς ὃν βοήσωμεν•ὁ Θεὸς ἡμῶν δόξα σοι». Πραγματικά, ὅταν ὁ ἄνθρωπος μελετᾶ ἀπό τό ἕνα μέρος τήν ἀθλιότητά του, τίς ἀδυναμίες του, τό χρέος του πρός τόν Θεό, κι ἀπό τό ἄλλο μέρος τίς εὐεργεσίες, τίς δωρεές, τήν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ, τότε δέν βρίσκει λόγια νά εὐχαριστήσει τόν μέγιστο Εὐεργέτη του.
Μία ἀμυδρή εἰκόνα τῶν ἀπείρων εὐεργεσιῶν τοῦ Θεοῦ θά ἐπιχειρήσω νά σᾶς παρουσιάσω. Καί παίρνω ὡς ὁδηγό στήν προσπάθεια αὐτή δύο ζευγάρια χαιρετισμῶν πού ἀπευθύνουμε στήν Παναγία μας στήν Δ´στάση τῆς ἀκολουθίας.
α) «Χαῖρε, ὅτι τὸν πολύφωτον ἀνατέλλεις φωτισμόν͘ χαῖρε ὅτι τὸν πολύρρυτον ἀναβλύζεις ποταμόν!» Ὅλα τά φῶτα τά ὑλικά δέν μποροῦν νά φωτίσουν οὔτε τήν συνείδηση οὔτε τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε νά γνωρίσει τόν ἑαυτό του. Ὅλοι οἱ προβολεῖς, ὅλες οἱ ἑστίες φωτός καί ἀκτινοβολίες, πού ἀνακάλυψε ἡ ἐπιστήμη, δέν μποροῦν νά φωτίσουν τό σκοτεινό μνῆμα γιά νά δεῖ ὁ ἐναγώνιος ἄνθρωπος τί ὑπάρχει πέραν τοῦ τάφου. Σ᾿ αὐτό τό ζοφερό σκοτάδι ἔρχεται καί τόν συναντᾶ ὁ πολύφωτος φωτισμός, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, πού λέγει «ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου» (Ἰω 8,12• πρβλ. 12,46). Μέ τήν διδασκαλία του, μέ τήν ζωή του, μέ τήν ἀνάστασή του ρίχνει φῶς στά δυσεπίλυτα προβλήματα, στά μυστήρια τῆς ζωῆς. Ψάλλουμε στόν ἀναστάσιμο Κανόνα• «νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανὸς τε καὶ γῆ καὶ τὰ καταχθόνια». Ὁ ἀναστημένος Κύριος μᾶς ὁδήγησε στήν ἀνθρωπογνωσία καί στήν ἀληθινή θεογνωσία. Ἔσπασε τίς πλάκες τοῦ μνήματος καί μᾶς ἀποκάλυψε ὄχι τήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς, γιά τήν ὁποία μιλοῦσαν καί ἄλλες θρησκεῖες καί φιλοσοφίες, ἀλλά τήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων. Βιώνοντας αὐτήν τήν ὕψιστη εὐεργεσία ἕνα γνήσιο παιδί τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Γ. Βερίτης, παιανίζει• «Πλάκες πού στέκατε βαρειές στά μνήματα καί στίς καρδιές, σᾶς ἔσπασε ὁ Χριστός μου!». Μέγιστος εὐεργέτης μας ὁ Χριστός!
Χαρακτηρίζεται ἀκόμη ὡς «ὁ πολύρρυτος ποταμός». Ἔρχεται στήν ζωή μας γιά νά μᾶς δροσίσει, νά μᾶς ποτίσει στήν ξηρασία, στήν ἀνομβρία πού στεγνώνει τήν ψυχή. Μές στούς αἰῶνες ἀκούγεται γλυκειά ἡ φωνή του• «ἐὰν τις διψᾶ, ἐρχέσθω πρὸς με καὶ πινέτω» (Ἰω 7,37). Ὦ σεῖς πού διψᾶτε γιά τήν ἀλήθεια, πού διψᾶτε γιά τήν χαρά, ὦ σεῖς πού καίγεστε μέσα στά καμίνια τῶν παθῶν καί τῆς ἀθλιότητος, ἐλᾶτε νά ξεδιψάσετε, ἐλᾶτε! Ποιός δέν διψᾶ γιά ἀλήθεια; Ποιός δέν διψᾶ γιά χαρά; Ποιός δέν διψᾶ γιά λύτρωση; Ὅλοι διψοῦμε, καί τίποτε δέν μπορεῖ νά μᾶς ξεδιψάσει. Τήν δίψα αὐτήν δέν τήν σβήνουν τά ποτά καί τά ἀναψυκτικά. Δέν τήν δροσίζουν τά ναρκωτικά. Ὄχι! Αὐτά τήν αὐξάνουν περισσότερο, ὅπως τό θαλασσόνερο κάνει πιό ἔντονη καί πιό μαρτυρική τήν ἀνάγκη τοῦ διψασμένου γιά νερό. Τήν δίψα τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς μόνον ὁ Κύριος τήν ἱκανοποιεῖ. Ὁ ἴδιος βεβαιώνει• «ὃς δ’ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα» (Ἰω 4,14). Αὐτός εἶναι ὁ δροσοβόλος πολύρρυτος ποταμός.
β) Τό δεύτερο ζευγάρι τῶν χαιρετισμῶν• «Χαῖρε ἡ τὸν φθορέα τῶν φρενῶν καταργοῦσα, χαῖρε ἡ τὸν σπορέα τῆς ἁγνείας τεκοῦσα», εἶναι ἐμπνευσμένο ἀπό τήν ἁγία Γραφή καί μάλιστα ἀπό τίς Ἐπιστολές τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Ὁ «φθορέας τῶν φρενῶν» μας εἶναι ὁ σατανᾶς. Αὐτός διαστρέφει τά κριτήρια γιά τήν σωστή ἀξιολόγηση τῶν πραγμάτων, καταστρέφει τόν τρόπο τῆς σκέψης. Αὐτός δημιουργεῖ ἀνθρώπους μέ «ἀδόκιμον νοῦν», μέ σάπια καί ἄρρωστα μυαλά. Καί ὅπως στήν φυσική μας ζωή δέν ὑπάρχει ἀρρώστια χειρότερη ἀπό τήν τρέλα, ἔτσι καί στήν πνευματική ζωή ἡ πιό σοβαρή ἀρρώστια εἶναι αὐτή ἀκριβῶς, νά καταστραφεῖ ἡ πυξίδα τῆς ψυχῆς μας, ὁ νοῦς, πού ὁδηγεῖ κάθε μας βῆμα, πού κατευθύνει κάθε μας πράξη. Ὅταν ὁ νοῦς εἶναι φωτισμένος ὁδηγούμαστε στόν σωστό δρόμο, μποροῦμε νά ξεχωρίσουμε ποῦ εἶναι ἡ ἀλήθεια καί ποῦ τό ψέμα, ποῦ εἶναι τό σκοτάδι καί ποῦ τό φῶς, ποῦ εἶναι ὁ δρόμος καί ποῦ ὁ κρημνός. Ἔρχεται, λοιπόν, ὁ ἀλητήριος, ὁ κακοῦργος, ὁ σατανᾶς καί εἰσχωρεῖ μέσα στήν σκέψη μας, ὅπως τό σκουλήκι στό μῆλο, ὅπως ὁ ἰός καί τό μικρόβιο στόν ὀργανισμό μας. Καταστρέφει τόν νοῦ μας, κι ἔτσι δέν σκεφτόμαστε καί δέν ἐνεργοῦμε σωστά. Δέν πλησιάζουμε τόν πατέρα μας, τόν Θεό, ἀλλά τόν ἐχθρό μας διάβολο• δέν ἀγαποῦμε τήν ἀλήθεια ἀλλά τό ψέμα, δέν κατευθυνόμαστε στήν σωτηρία ἀλλά στήν καταστροφή. Ἀντίθετα, ὁ Χριστός ἔρχεται καί μᾶς χαρίζει τήν «ἁγνεία», τήν σωφροσύνη, ἀποκαθιστᾶ τήν φθορά καί μᾶς ἐπαναφέρει στό ἀρχαῖο κάλλος. Μέ τό Βάπτισμα μᾶς δίδει νοῦ φωτισμένο, τόν δικό του νοῦ• «ἡμεῖς νοῦν Χριστοῦ ἔχομεν» (Α´ Κο 2,16), διακηρύττει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Μέσα στήν ἁγία Ἐκκλησία του, καλλιεργούμενοι μέ τό Εὐαγγέλιο καί ἁγιαζόμενοι μέ τήν χάρη τῶν μυστηρίων, ἀνανεώνουμε, ἀνακαινουργιώνουμε καθημερινά τόν νοῦ μας, τό φρόνημά μας. Γράφει πάλι ὁ ἀπόστολος Παῦλος• «μὴ συσχηματίζεσθαι τῷ αἰῶνι τούτῳ, ἀλλά μεταμορφοῦσθαι τῇ ἀνακαινώσει τοῦ νοὸς ἡμῶν, εἰς τὸ δοκιμάζειν ὑμᾶς τί τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ τὸ ἀγαθὸν καὶ εὐάρεστον καὶ τέλειον» (Ρω 12,2). Ἀνακαινουργιώνουμε τό νοῦ μας, τό φρόνημά μας καί μποροῦμε ἔτσι νά διακρίνουμε ποιό εἶναι τό θέ- λημα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι γλυτώνουμε ἀπό τόν σεισμό τῆς ἁμαρτίας, ἀπό τά πυρά τοῦ ἐχθροῦ μας πού θέλει νά καταστρέψει τόν νοῦ μας καί ἐπιστρέφουμε στόν δρόμο τῆς σωτηρίας.
Ἀλλά ἡ κορυφαία, ἡ μέγιστη εὐεργεσία τοῦ Χριστοῦ πρός τό γένος μας εἶναι ὅτι μᾶς λυτρώνει ἀπό τόν βραχνά τῆς ἁμαρτίας. Γι᾿ αὐτό τόν σκοπό κατέβηκε στήν γῆ ὁ πανάγαθος Θεός, γιά νά γίνει, ὅπως ψάλλουμε σέ ἕναν ἄλλον Οἶκο τῶν χαιρετισμῶν «ὁ πάντων χρεωλύτης ἀνθρώπων». Ἦρθε γιά νά σχίσει τό χειρόγραφο τῶν ἁμαρτιῶν μας, ὅπως παραστατικά διδάσκει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Κολασσαεῖς Ἐπιστολή (βλ. 2,14-15). Παρουσιάζει ἐκεῖ ὁ ἀπόστολος μία μεγαλοπρεπέστατη εἰκόνα θριάμβου. Ὁ σατανᾶς μᾶς ἔχει ὅλους δεμένους καί μπροστά στά μάτια μας κραδαίνει ἕνα χειρόγραφο, ἕνα γραμμάτιο πού ἀποδεικνύει ὅτι εἴμαστε σκλάβοι του, δέν μποροῦμε νά σηκώσουμε κεφάλι. Καί ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς Χριστός καί ἀναλαμβάνει τόν ἀγώνα. Ξεντύνεται, ὅπως ξεντύνονται οἱ ἀθλητές στό στάδιο•«ἀπεκδυσάμενος», γράφει ὁ ἀπόστολος, γυμνός ἀνέβηκε ἐπάνω στόν σταυρό ὁ Κύριος καί ἐκεῖ κάρφωσε τό χειρόγραφο τῶν ἁμαρτιῶν μας. Μέ τήν θυσία του, μέ τό αἷμα του κατήργησε τήν ἔχθρα καί μᾶς συμφιλίωσε μέ τόν Θεό, γκρέμισε τό μεσότοιχο πού μᾶς χώριζε ἀπό τόν Θεό καί ἀπό τούς συνανθρώπους μας, μᾶς χάρισε τήν εἰρήνη καί τήν ἑνότητα (βλ. Ἐφ 2,14-15).
Νά, λοιπόν, ὁ μεγάλος Εὐεργέτης μας! Εἶναι ὁ «πολύφωτος φωτισμός», πού μᾶς φωτίζει καί μᾶς ὁδηγεῖ στήν ἀλήθεια καί στήν σωτηρία. Εἶναι ὁ «πολύρρυτος ποταμός» πού μᾶς ξεδιψάει καί μᾶς χαρίζει τό ἀθάνατο νερό γιά νά ἔχουμε αἰώνια ζωή. Εἶναι αὐτός πού κατήργησε τόν «φθορέα τῶν φρενῶν» μας καί μᾶς ἀποκατέστησε μέ νοῦν σώφρονα, μέ νοῦν Χριστοῦ. Εἶναι αὐτός πού ἀνέλαβε νά ξοφλήσει ὅλα τά χρέη μας, ὥστε ἐλεύθεροι καί πλούσιοι νά ζήσουμε στήν οὐράνια βασιλεία του. Ὅποιος, βέβαια, δέν μετανόησε, ὅποιος δέν μελετάει τήν Γραφή, ὅποιος δέν πιστεύει, ὅποιος δέν κοινωνεῖ τά ἄχραντα Μυστήρια, δέν μπορεῖ νά νιώσει τόν Χριστό εὐεργέτη. Ὅποιος ὅμως γεύθηκε μέ τήν πίστη καί τήν μετάνοια καί τήν ἐν Χριστῷ ζωή ὅλες αὐτές τίς εὐεργεσίες, τίς μεγάλες εὐεργεσίες τοῦ Χριστοῦ, νιώθει ἐπιτακτική τήν ἀνάγκη μέρα καί νύχτα νά δοξάζει, νά εὐχαριστεῖ, νά ἐξυμνεῖ τόν μεγάλο Εὐεργέτη. Καί μετά ἀπό πολλές δοξολογίες, μετά ἀπό ὁλόθερμες εὐχαριστίες περιορίζεται νά πεῖ• «Ὕμνος ἅπας ἡττᾶται συνεκτείνεσθαι σπεύδων τῷ πλήθει τῶν πολλῶν οἰκτιρμῶν σου•ἰσαρίθμους γὰρ τῇ ψάμμῳ ᾠδὰς ἂν προσφέρωμέν σοι, Βασιλεῦ ἅγιε, οὐδὲν τελοῦμεν ἄξιον, ὧν δέδωκας ἡμῖν τοῖς σοὶ βοῶσιν• ἀλληλούϊα!». Ὁποιοδήποτε ἀνταπό¬δομά μας πρός τόν Κύριο, ὅποια θερμή καί καρδιόβαλτη εὐχαριστία μας, εἶναι πάμφτωχη, ἀπελπιστικά πενιχρή γιά νά εὐχαριστήσει ἐπάξια τόν Εὐεργέτη.
Ἀλλά, θά πεῖ κανείς, τί μπορεῖ νά προσφέρει στόν Θεό ἡ εὐχαριστία μας; Γιατί ὁ ἀπόστολος Παῦλος παραγγέλλει κατ᾿ ἐπανάληψη στίς Ἐπιστολές του νά εὐχαριστοῦμε τόν Θεό (βλ. Β´ Κο 4,15• 9,12• Ἐφ 5,4• Φι 4,6• Κλ 2,7• 4,2• Α´ Θε 1,2• 5,18• Β´ Θε 1,3• Α´ Τι 2,1• 4,3); Ἔχει ἀνάγκη ὁ Θεός ἀπό τίς δικές μας εὐχαριστίες; Ἀσφαλῶς, ὄχι! Ἀναμφίβολα, δέν ἀπολαμβάνει οὔτε κερδίζει τίποτε ἀπό μᾶς. Κι ὅμως, πολύ χαίρεται, ἀναπαύεται, εὐα¬ρε¬στεῖται ὁ Θεός, ὅταν τόν εὐχαριστοῦμε. Γιατί; Διότι, ὅταν τόν εὐ¬χαριστοῦμε, συνδεόμαστε μαζί του καί ἀπολαμβάνουμε πλουσιώτερα τήν χάρη του. Νά γιατί θέλει ὁ Θεός νά τόν εὐχαριστοῦμε!
Ἡ εὐγνωμοσύνη, ἐξάλλου, εἶναι μία ἀπό τίς βασικές φυσικές ἀρετές πού πρέπει νά χαρακτηρίζει τόν ἄνθρωπο, ἀλλά πού, δυστυχῶς, σπάνια τήν συναντοῦμε. Ἄν πικραίνονται οἱ γονεῖς ἀπό τά ἀχάριστα παιδιά τους, οἱ εὐεργέτες ἀπό τούς ἀγνώμονες εὐεργετημένους, πολύ περισσότερο πικραίνουμε ἐμεῖς τόν Θεό, ὅταν στεκόμαστε μέ ἀχαριστία ἔναντι τῶν μεγάλων του δωρεῶν.
Θά ἀναφέρω ἕνα παράδειγμα, ἕνα πραγματικό περιστατικό, γιά νά δείξω πόσο ἀπαίσια καί ἐγκληματική εἶναι ἡ ἀχαριστία. Πρίν ἀπό χρόνια, ἕνας νεαρός σπούδαζε στήν Ἀθήνα ἰατρική. Καταγόταν ἀπό κάποιο μικρό κι ἀπόμακρο χωριό τῆς Πίνδου. Δούλευαν σκληρά στό χωριό οἱ φτωχοί γονεῖς καί τά ἄλλα παιδιά τῆς οἰκογένειας καί ζοῦσαν μέ πολλές στερήσεις, γιά νά ἐξασφαλίσουν κάθε δυνατή ἄνεση στίς σπουδές τοῦ φοιτητῆ. Ἦρθε ὁ καιρός τῶν διακοπῶν καί ὁ φοιτητής γύρισε στήν οἰκογένειά του. Τόν δέχθηκαν μέ μεγάλη χαρά καί πολλή ἀγάπη, τόν περιποιήθηκαν ὅσο μποροῦσαν καλύτερα, τοῦ πρόσφεραν ὅ,τι ἐκλεκτώτερο εἶχαν. Τόν καμάρωναν ὅλοι, ἦταν τό καύχημα τῆς οἰκογένειας. Ὅταν οἱ διακοπές τελείωσαν, ὁ πατέρας φόρτωσε τό μουλάρι μέ ἀγαθά, ἔβαλε καί τόν φοιτητή γιό καβάλα, γιά νά μήν κουραστεῖ, καί πεζοπορώντας ὁ ἴδιος, τόν κατέβασε στήν Καλαμπάκα, ἀπ᾿ ὅπου θά ἔπαιρνε τό τραῖνο γιά τήν Ἀθήνα. Ἐκεῖ, στόν σιδηροδρομικό σταθμό, συνάντησαν κάποιους συμφοιτητές τοῦ παιδιοῦ ἀπό τήν γύρω περιοχή. Σέ κάποια στιγμή, καθώς περιμένοντας μιλοῦσαν ὅλοι μαζί, ἕνας πρόσεξε τόν πατέρα, πού καθόταν παράμερα, καί ρώτησε τόν γιό: «Ὁ πατέρας σου εἶναι καί δέν μᾶς τόν σύστησες;». Καί ὁ νεαρός φοιτητής, πού ντράπηκε νά συστήσει τόν πατέρα του, διότι ἦταν φτωχικά ντυμένος καί σκευρωμένος ἀπό τήν πολλή δουλειά, ἀπάντησε: «Ὄχι, εἶναι ὁ ἀγωγιάτης»! Τό ἄκουσε ὁ πατέρας καί πόνεσε πολύ, ἀλλά συγκρατήθηκε, δέν μίλησε. Ξεπροβόδισε στοργικά τόν γιό του καί φαρμακωμένος γύρισε στό χωριό. Ὅταν ἐκεῖ τόν καλωσόρισαν καί τόν ρώτησαν «πῶς τά πέρασες, πατέρα;», ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Δέν εἶμαι πατέρας ἐγώ, ἀγωγιάτης εἶμαι». Καί τήν ἴδια στιγμή ἔπεσε κάτω νεκρός ἀπό συγκοπή καρδιᾶς. Τόν εἶχε σκοτώσει ἡ ἀχαριστία τοῦ παιδιοῦ του!
Ἀσύγκριτα μεγαλύτερη εἶναι, ὡστόσο, ἡ δική μας ἀχαριστία ἔναντι τοῦ Θεοῦ. Δέν θέλουμε νά τόν λέμε «πατέρα». Τόν περιφρονοῦμε, ὅπως ὁ νεαρός ἐκεῖνος φοιτητής τόν «ἀγωγιάτη». Δέν βρίσκει ὁ Θεός θέση στήν ζωή μας, δέν χωρᾶ μές στήν καρδιά μας. Γι᾿ αὐτό ἕνα ἀπό τά πικρά παράπονά του εἶναι τό παράπονο γιά τήν ἀχαριστία τῶν παιδιῶν του. Τό μεταφέρει πολύ ζωηρά ὁ προφήτης Ἠσαΐας στό πρῶτο κεφάλαιο τῆς προφητείας του͘ «῎Ακουε οὐρανὲ καὶ ἐνωτίζου γῆ, ὅτι Κύριος ἐλάλησεν» (στ. 2). Μάρτυρες ἐπικαλεῖται ὁ Θεός τόν οὐρανό καί τήν γῆ, πού παρακολουθοῦν τήν ζωή τῶν ἀνθρώπων ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς ὕπαρξής τους. Καί τί καταθέτει μπροστά σ᾿ αὐτούς τούς μάρτυρες; Τόν πόνο του, τό παράπονό του• «Υἱοὺς ἐγέννησα καὶ ὕψωσα, αὐτοὶ δέ με ἠθέτησαν» (στ. 2). Γέννησα παιδιά καί τά μεγάλωσα, τά ἀνέδειξα, αὐτά ὅμως μέ καταφρόνησαν, μέ ἀρνήθηκαν. Καί συνεχίζει͘ «Ἔγνω βοῦς τὸν κτησάμενον καὶ ὄνος τὴν φάτνην τοῦ κυρίου αὐτοῦ. ᾿Ισραὴλ δέ με οὐκ ἔγνω καὶ ὁ λαός με οὐ συνῆκεν» (στ. 3). Γνωρίζει τό βόδι τό ἀφεντικό του καί τό γαϊδούρι γνωρίζει ὅτι τό παχνί πού τρώει εἶναι τοῦ κυρίου του. Ὁ Ἰσραήλ ὅμως, πού τόσο τόν εὐεργέτησα, ὁ λαός μου ὁ Ἰσραήλ δέν μέ κατανόησε καί δέν μέ ἀναγνωρίζει.
Τό παράπονο γιά τήν ἀχαριστία τῶν ἀνθρώπων τό ἀκοῦμε καί στήν Καινή Διαθήκη ἀπό τά χείλη τοῦ Κυρίου. Μετά τήν θεραπεία τῶν δέκα λεπρῶν, ὅταν μόνον ὁ ἕνας ἀπό τούς δέκα ἐπέστρεψε γιά νά εὐχαριστήσει, ὁ Κύριος μέ δικαιολογημένο παράπονο ρώτησε• «οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δὲ ἐννέα ποῦ;» (Λκ 17,17). Κι ὅταν, μετά ἀπό τά τόσα σημεῖα πού ἔκανε καί τίς τόσες εὐεργεσίες πού σκόρπισε, ἀντιμετώπιζε σκληρή καί ἀμετανόητη τήν πόλη τῆς Ἰερουσαλήμ, ἐξέφρασε καί πάλι μέ πόνο τό παράπονό του• «Ἰερουσαλήμ, Ἰερουσαλήμ, ἡ ἀποκτέννουσα τοὺς προφήτας καὶ λιθοβολοῦσα τοὺς ἀπεσταλμένους πρὸς αὐτήν! Ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῖν τὰ τέκνα σου ὃν τρόπον ἐπισυνάγει ὄρνις τὰ νοσσία ἑαυτῆς ὑπὸ τὰς πτέρυγας, καὶ οὐκ ἠθελήσατε» (Μθ 23,37• πρβλ. Λκ 13,34).
Τό παράπονο τοῦ Κυρίου τό ἀκοῦμε, καί δονεῖ καί συγκλονίζει τίς καρδιές μας, καθώς ψάλλεται τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα: «Λαός μου, τὶ ἐποίησά σοι ἤ τί σοι παρηνώχλησα; Τοὺς τυφλοὺς σου ἐφώτισα, τοὺς λεπρούς σου ἐκαθάρισα, ἄνδρα ὄντα ἐπὶ κλίνης ἠνωρθωσά-μην. Λαός μου, τὶ ἐποίησά σοι, καὶ τί μοι ἀνταπέδωκας; Ἀντὶ τοῦ μάννα, χολήν• ἀντὶ τοῦ ὕδατος, ὄξος• ἀντὶ τοῦ ἀγαπᾶν με, σταυρῷ με προσηλώσατε».
Εἴμαστε ὅμως ἀχάριστοι κι ἐμεῖς, ὁ νέος Ἰσραήλ, διότι δέν εὐχαριστοῦμε τόν Θεό. Ἀλλά κι ἄν ἐπιχειρούσαμε νά ἐκφράσουμε τήν εὐχαριστία μας πρός τόν Θεό, τάχα θά τό κατορθώναμε; Τί θά μπορούσαμε νά ἀνταποδώσουμε στίς τόσες δωρεές του; Ὁ μακαριστός ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος ἔλεγε στά κηρύγματά του• «Φαντασθεῖτε νά ἐρχόταν κάθε μήνα ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου, νά χτυπᾶ τήν πόρτα μας κρατώντας ἕνα διπλότυπο καί νά μᾶς ἐνημερώνει τί ἀκριβῶς χρωστοῦμε στόν Θεό γιά τά δισεκατομμύρια κιλοβάτ ἐνέργειας πού σκορπάει ὁ ἥλιος γιά νά μᾶς θερμάνει, γιά νά μᾶς φωτίσει καί γιά νά μᾶς δώσει ζωή!». Πραγματικά, ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι χρωστοῦμε στόν Θεό ἕνα ὁλόκληρο σύμπαν•͘ τόν ἥλιο, τήν βροχή, τά λουλούδια, τίς θάλασσες, τίς πηγές, ὅλα τά ἀγαθά πού ἀπολαμβάνουμε.
Ὁ ἅγιος Αὐγουστῖνος δίδασκε ὅτι χρωστοῦμε στόν Θεό ἕνα σύμπαν, διότι ἕνα σύμπαν δημιούργησε ὁ Θεός καί τό δημιούργησε γιά μᾶς. Χρωστοῦμε, ἐπίσης, ἕναν ἄνθρωπο, διότι ὁ Θεός μᾶς ἔπλασε. Μᾶς ἔπλασε μάλιστα μέ ἰδιαίτερη φροντίδα καί μᾶς τίμησε μέ τό «κατ᾿ εἰκόνα» καί τό «καθ᾿ ὁμοίωσιν». Ἑπομένως, τοῦ ἀνήκουμε, εἴμαστε περιουσία του. Κι ὅταν μετά τήν πτώση μας χάσαμε τήν δόξα πού μᾶς χάρισε, Ἐκεῖνος ἦλθε καί μᾶς ἀνέπλασε. Γιά τήν ἀνάπλασή μας, δέν ἀρκέστηκε στόν παντοδύναμό του λόγο οὔτε στήν ἰδιαίτερη στοργή καί φροντίδα του. Γιά νά μᾶς ἀναπλάσει πρόσφερε τό ἴδιο του τό αἷμα! Θυσιάσθηκε γιά μᾶς ἐπάνω στόν Σταυρό. Ἑπομένως, χρωστοῦμε στόν Θεό, ὄχι μόνον ἕνα σύμπαν, ὄχι μόνον ἕναν ἄνθρωπο, ἀλλά καί ἕναν Θεό!
Ἄνοιξε, Κύριε, τήν καρδιά μας, φώτισε τήν σκέψη μας νά μελετήσουμε καί νά κατανοήσουμε αὐτές τίς μεγάλες ἀλήθειες ἐμεῖς πού λεγόμαστε χριστιανοί, ἀλλά μᾶς ἔχουν ἀπορροφήσει τά βιοτικά, μᾶς ἔχει ἀποκοιμίσει ὁ εὐδαιμονισμός καί δέν σκεπτόμαστε τίποτε πέρα ἀπό τά φθαρτά, σάν νά εἴμαστε βοσκηματώδη ζῶα! Ναί. Χρωστοῦμε στόν Θεό ἕναν Θεό, διότι ἕνας Θεός ἔγινε ἄνθρωπος καί θυσιάσθηκε γιά τήν ἀναγέννησή μας καί τήν σωτηρία μας!
Νά δώσουμε, λοιπόν, στόν Θεό ἕνα σύμπαν; Ποῦ νά τό βροῦμε οἱ φτωχοί; Νά δώσουμε ἕναν Θεό; Οὔτε σκέψη. Τρελαίνεται ὁ νοῦς μου καί μόνο νά μελετήσω ἕνα τέτοιο θέμα. Τουλάχιστον νά τοῦ δώσουμε ἕναν ἄνθρωπο, τόν ἑαυτό μας. Καί ἀπό τόν ἑαυτό μας, ὁ Θεός ζητάει τήν καρδιά μας• «δός μοι, υἱέ, σὴν καρδίαν», ἀντηχεῖ ἡ φωνή του μές στούς αἰῶνες (Πρμ 23,26). Κύριε, τί τήν θέλεις τήν καρδιά μου ἐσύ ὁ παντοδύναμος καί πλούσιος Θεός; Καί Ἐκεῖνος ἀπαντᾶ: Παιδί μου, δός μου τήν καρδιά σου! Νά τήν ζεστάνω μέ τήν ἀγάπη μου, νά τήν ἀσφαλίσω μέ τήν στοργή μου στά παντοδύναμά μου χέρια. Δός μου τήν καρδιά σου, νά τήν ἐξευγενίσω, νά τήν ἁγιάσω, γιά νά εἶναι εὐτυχισμένη ἐδῶ, καί αἰώνια στήν βασιλεία τῶν οὐρανῶν!
Στόν βίο τοῦ ἁγ. Ἱερωνύμου, ὁ ὁποῖος πέρασε τά χρόνια τῆς ζωῆς του στό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ, ἀναφέρεται ὅτι κάποια χριστουγεννιάτικη νύχτα εἶδε σέ ὅραμα τόν Κύριο νά τοῦ λέει• «Ἱερώνυμε, δέν θά μοῦ δώσεις τίποτε;». «Τί νά σοῦ δώσω, Κύριε; Ὅλα σοῦ τά δίδω», τοῦ ἀπάντησε ὁ ἅγιος Ἱερώνυμος. «Δέν θέλω οὔτε τά χρήματά σου οὔτε τά συγγράμματά σου οὔτε τίς ὁμιλίες σου οὔτε τήν σοφία σου, Ἱερώνυμε». «Τί θέλεις, Κύριε, ἀπό μένα;», ρωτᾶ ὁ ἅγιος, καί λαμβάνει τήν ἀπάντηση: «Τίς ἁμαρτίες σου, Ἱερώνυμε». Πόση εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Κυρίου μας! Ζητάει ἀπό μᾶς τίς ἁμαρτίες μας,͘ τά πάθη μας, τήν ἀθλιότητά μας, τήν βρομιά μας, τόν βοῦρκο μας, αὐτό ζητάει ὁ Κύριος νά τοῦ προσφέρουμε.
Νά γιατί ἡ ὕψιστη εὐχαριστία μας πρός τόν Κύριο εἶναι ἡ Θ. Εὐχαριστία. Τόν εὐχαριστοῦμε, βέβαια, κι ὅταν τόν ἀγαποῦμε, κι ὅταν τηροῦμε τίς ἐντολές του καί δείχνουμε ἔτσι ἔμπρακτα τήν ἀγάπη μας. Τόν εὐχαριστοῦμε ἰδιαίτερα μέ τήν ἐλεημοσύνη καί τήν συγχωρητικότητα. Ἀλλά ἡ ὕψιστη μορφή εὐχαριστίας εἶναι αὐτή πού ὀνομάζεται «θεία Εὐχαριστία» καί προσφέρεται τήν ὥρα τῆς θείας Λειτουργίας μέ τό Μυστήριο. Ὅταν μετά ἀπό τό μυστήριο τῆς ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως, ὅπου καταθέτουμε μέ συντριβή τά ἁμαρτήματά μας στό πετραχήλι τοῦ πνευματικοῦ, πλησιάζουμε καί κοινωνοῦμε σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον», τότε ὁ Κύριος δέχεται τήν πιό δυνατή καί γνήσια εὐχαριστία μας!
Καί ὅμως, ἀλίμονο, τί τραγικό! Ὑπάρχουν χριστιανοί -δέν ἀναφέρομαι σέ ἀνθρώπους ἄθεους καί εἴρωνες- χριστιανοί πού θέλουν νά λογαριάζονται μέλη τῆς ὀρθοδό¬ξου Ἐκκλησίας, καί ὅμως δέν ἔχουν ἐξομολογηθεῖ ποτέ! Κοινωνοῦν ἴσως κάποιες φορές, ἀλλά δίχως προετοιμασία καί Ἐξομολόγηση. «Στῶμεν καλῶς», ἀδέλφια μου, «στῶμεν μετὰ φόβου»! Μία τέτοια προσέλευση στό μυστήριο τῆς θείας Κοινωνίας δέν εἶναι εὐχαριστία, εἶναι περιφρόνηση, καταφρόνια στόν Κύριο καί καταδίκη τῆς ψυχῆς μας!
Ὁ Κύριος ζητᾶ τίς ἁμαρτίες μας. Ὁ Κύριος ἐκλιπαρεῖ τήν μετάνοιά μας. Ὁ Κύριος θέλει τήν Ἐξομολόγησή μας. Ξέρετε ποιός εἶναι ὁ ὕμνος πού περισσότερο ἀπ᾿ ὅλους τόν εὐφραίνει; Ὁ ὕμνος τοῦ ἄσωτου υἱοῦ• «πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου» (Λκ 15,21). Ὁ ὕμνος τοῦ τελώνη• «ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λκ 18,13). Ὁ ὕμνος πού ἐπάνω στόν σταυρό ἔδωσε στόν εὐγνώμονα ληστή τό κλειδί γιά νά ξεκλειδώσει τόν παράδεισο καί νά γίνει ὁ πρῶτος κάτοικός του•͘ «μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λκ 23,42). Στ᾿ ἀλήθεια, ἰσάριθμες μέ τούς κόκκους τῆς ἄμμου κι ἄν εἶναι οἱ εὐχαριστίες μας, πῶς νά συγκριθοῦν πρός τό ὕψος μιᾶς τέτοιας θεϊκῆς ἀγάπης;
Στεργίου Σάκκου, Αὐγή μυστικῆς ἡμέρας, σελ. 103-120.
Δημιούργημα τοῦ παντοδύναμου, πάνσοφου καί πανάγαθου Θεοῦ εἶναι ὁ πανέμορφος κόσμος πού μᾶς περιβάλλει. Καί εἶναι γεγονός ὅτι ἡ τάξη, ἡ ἀκρίβεια, ἡ ἁρμονία, ἡ σκοπιμότητα, ὁ ρυθμός τοῦ σύμπαντος καθιστοῦν τόν κόσμο -ὄνομα καί πρᾶγμα- πραγματικό «κόσμημα». Ἡ ἀπεραντοσύνη τοῦ οὐρανοῦ καί ἡ γοητεία τῆς θάλασσας, τά φωτεινά ἄστρα καί τά ψηλά βουνά, ἡ πλούσια βλάστηση καί τό ζωικό βασίλειο, μά πάνω ἀπ’ ὅλα, ὁ ἄνθρωπος, τό ἔκπαγλο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, μαρτυροῦν πόσο «καλὰ λίαν» (Γέ 1,31) τά ἔπλασε ὅλα ὁ Δημιουργός.
Μέσα σ’ αὐτόν τόν ὑπέροχο κόσμο φύτεψε ὁ Θεός τόν παράδεισο, μία σμικρογραφία τοῦ κόσμου, ὅπου συγκέντρωσε ὅλα τά καλά καί τά ὡραῖα τοῦ σύμπαντος γιά τόν ἄνθρωπο, τόν ὁποῖο ἀγάπησε. Μέ τόν παράδεισο ὁ Κύριος μᾶς χάρισε ὁλόκληρη τήν κτίση σάν ἕναν οἶκο, γιά νά μένουμε μέσα σ᾿ αὐτόν. Ὁ ἴδιος ὡς οἰκοδόμος τῆς κτίσεως, ὡς οἰκονόμος της καί πρῶτος ἀξιωματικά οἰκολόγος, ἔθεσε τούς ὅρους τῆς σχέσεώς μας μέ αὐτήν· μᾶς ἔβαλε μέσα στόν παράδεισο «ἐργάζεσθαι αὐτὸν καὶ φυλάσσειν» (Γέ 2,15), γιά νά τόν ἐργαζόμαστε καί νά τόν φυλάγουμε.
Ὅλα ἀπό ἀγάπη γιά τόν ἄνθρωπο τά ἔπλασε ὁ Θεός, καί τόν ἄνθρωπο τόν ἔπλασε γιά τόν ἑαυτό του. Ἐκεῖνος ὅμως πρόδωσε τήν ἀγάπη τοῦ Δημιουργοῦ του. Παρέβη τήν θεϊκή ἐντολή, πού εἶχε σκοπό νά δοκιμάσει τήν ἐλεύθερη βούλησή του, κι ἔγινε ἀποστάτης, μέ ἀποτέλεσμα νά βρεθεῖ ἐξόριστος ἀπό τόν παράδεισο. Τότε ἦταν πού ἀγρίεψε καί ὅλη ἡ δημιουργία· γέμισε ἀγκάθια καί τριβόλια, ἀγρίμια καί θηρία. Ἀπό τότε, «πᾶσα ἡ κτίσις συστενάζει καὶ συνωδίνει» (Ρω 8,22) μαζί μέ τόν πεσμένο ἄνθρωπο, πού ἀλλοτριωμένος ἀπό τόν Κτίστη του ταλαιπωρεῖται, αὐτοκαταστρέφεται καί συμπαρασύρει στήν καταστροφή καί ὅλη τήν κτίση. Ἔτσι βλέπουμε σήμερα γύρω μας τόν παράδεισο νά ἔχει γίνει κόλαση. Ὁ οὐρανός εἶναι θολός ἀπό θανατερούς καπνούς καί χάσκει ἀνοιχτός μέ τίς τρύπες τοῦ ὄζοντος, ἀπό ὅπου μᾶς πυροβολοῦν ἀνεμπόδιστα φονικές κοσμικές ἀκτινοβολίες. Ὁ ἥλιος μᾶς καίει μέ τό φῶς του, ἡ γῆ σαλεύεται ἀπό τά θεμέλιά της. Οἱ πηγές στερεύουν, τά δάση καίγονται, οἱ τροφές καταστρέφουν. Οἱ θάλασσες, οἱ ποταμοί καί ὁ ἀέρας μολύνονται ἀπό ἐπικίνδυνα χημικά λύματα -παραγωγή τῆς τεχνολογικῆς προόδου μας- πού σκορποῦν ραγδαῖα τόν ὄλεθρο σέ κάθε τι ζωντανό. Οἱ εἰκόνες τῆς Ἀποκαλύψεως (κεφ. 8 καί 9) ζωντανεύουν ἐφιαλτικά μπροστά μας. Γιατί; Ποιός καταστρέφει τήν κτίση καί μᾶς ρημάζει; Κάτω ἀπό τό μαστίγιο τῆς οἰκολογικῆς καταστροφῆς, πού χαράσσει ὀδυνηρά τό κορμί μας μέ δάκρυα καί αἷμα, ἀναγκαζόμαστε νά τό ὁμολογήσουμε μέ συντριβή· οἱ βάνδαλοι εἴμαστε ἐμεῖς! Ἡ ἀπληστία μας, ἡ μανία νά καταναλώνουμε ὅλο καί περισσότερα, ἡ μέθη τοῦ εὐδαιμονισμοῦ μᾶς σπρώχνουν νά ἀσχημονοῦμε εἰς βάρος τῆς φύσεως. Παράγουμε ὑπέρμετρα βιάζοντας τήν φύση καί σπαταλοῦμε ἄμετρα φθείροντας τόν ἑαυτό μας.
Στήν ἑορτή τῆς θείας Ἀναλήψεως ψάλλουμε: «Γηράσαντα, Κύριε, κόσμον πολλοῖς ἁμαρτήμασι...». Κύριε, ὁ κόσμος γήρασε, πάλιωσε, καταστράφηκε. Καί ποιά εἶναι ἡ αἰτία αὐτῆς τῆς καταστροφῆς; «Πολλοῖς ἁμαρτήμασι», οἱ ἁμαρτίες μας! Ὁ Θεός τά ἔκανε ὅλα ὄμορφα, ἀλλά τά δικά μας πολλά ἁμαρτήματα διασάλευσαν τήν ἁρμονία καί ἀναστάτωσαν τό σύμπαν. Ἐπειδή διέκοψε τήν σχέση του μέ τόν Θεό ὁ ἄνθρωπος κατήντησε σέ δυσαρμονία πρός τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του καί πρός τόν συνάνθρωπό του καί πρός τήν κτίση. Ἔτσι προέκυψε ἡ οἰκολογική καταστροφή· αὐτός πού θά φύλαγε καί θά προστάτευε τήν κτίση, τήν καταστρέφει ἀσυλλόγιστα καί βάναυσα περιφρονώντας τόν Κτίστη καί ἀδιαφορώντας γιά τό ἅγιο θέλημά του. Οἰκολογική καταστροφή εἶναι ἡ ἀσπλαγχνία τῶν γονέων, ἡ ἀνταρσία τῶν παιδιῶν, ἡ διαστροφή τῆς φύσεως ἀνδρῶν καί γυναικῶν, ἡ ὁμοφιλοφυλία καί τόσα ἄλλα θλιβερά πού σάν γάγγραινα ἁπλώνονται στήν κοινωνία μας. Καί εἶναι στ᾿ ἀλήθεια φρικτό ὅτι σήμερα γίνονται σύλλογοι καί κόμματα οἰκολογικά, ὀργανώνονται ἐκδηλώσεις καί ἐξορμήσεις γιά τόν περιορισμό τῆς οἰκολογικῆς καταστροφῆς, γιά τήν διάσωση τῆς χλωρίδας καί τῆς πανίδας, καί κανένα ἐνδιαφέρον δέν ἐκδηλώνεται γιά τόν ἴδιο τόν φθορέα τῆς φύσεως, τόν διεφθαρμένο ἄνθρωπο.
Τί τραγικό! Ὁ «κόσμος» ἀπό κόσμημα κατήντησε νά σημαίνει ἐκείνους πού παραβαίνουν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, πού βαδίζουν ἐνάντια στόν Θεό καί τό σχέδιό του (βλ. Ἰα 4,4· Α´ Ἰω 2,15-16· 5,19). Ἐντούτοις, δέν ἔπαψε ποτέ νά εἶναι τό ἀντικείμενο τῆς ἀγάπης καί τῆς φροντίδας τοῦ Θεοῦ· «οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰω 3, 16). Γι᾿ αὐτό ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐπινόησε τρόπο ἀνανέωσης, ἀνάπλασης τοῦ γηρασμένου ἀπό τήν ἁμαρτία κόσμου. Ἦρθε, λοιπόν, ὁ Κύριος, ὁ «κοσμήτωρ» πού ἔπλασε τόν κόσμο, νά ἀνακαινουργιώσει τόν φθαρμένο κόσμο μας. Δέν ἄντεχε νά τόν βλέπει χαλασμένο! Ἀκοῦμε στήν ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν· «σῶσαι θέλων τὸν κόσμον ὁ τῶν ὅλων κοσμήτωρ, πρὸς τοῦτο αὐτεπάγγελτος ἦλθε». Μέ τήν θέλησή του, χωρίς κανείς νά τόν ἀναγκάσει, μόνον ἀπό μεγάλη ἀγάπη γιά τόν ἄνθρωπο, ἦλθε στόν κόσμο ὁ Δημιουργός του, γιά νά τόν φτιάξει ξανά καινούργιο, ὄμορφο, νά τόν ἀναδημιουργήσει.
Αὐτήν τήν νέα δημιουργία τήν βλέπουμε πρῶτα πρῶτα στό ἴδιο τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος -«ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο» (Ἰω 1,14)-, καί στόν κόσμο φανερώθηκε ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ Χριστός. Δέν ἔχει σχέση μέ τόν παλιωμένο ἄνθρωπο, διότι δέν ἔχει τήν καταγωγή του ἀπό τόν προπάτορα Ἀδάμ. Ἡ σύλληψή του εἶναι ἄσπορος, ἡ γέννησή του ἄφθορος, ἐκ Παρθένου. Εἶναι ὁ Ἀναμάρτητος! Ἔτσι ἀρχίζει ἡ ἀναδημιουργία. Στήν συνέχεια, μέ τά καταπληκτικά σημεῖα τά ὁποῖα ὁ Χριστός ἐπιτελεῖ ἡ ἀναδημιουργία γίνεται ὁλοένα καί πιό φανερή. Ἡ ἀνάστασή του, τέλος, τό πιό καταπληκτικό γεγονός τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας, γίνεται ἡ μήτρα, ὁ σπόρος, ἡ ἀπαρχή τῆς ἀναγεννήσεως ὅλων τῶν ἀνθρώπων.
Ὁ Ἀναστημένος μπολιάζει μέ τήν θεανθρώπινη φύση του τήν ἀνθρωπότητα καί ἔτσι τήν ἀνακαινίζει. Μέ τόν λόγο του σάν μέ μαχαίρι τέμνει τό σάπιο εἶναι μας καί μέ τό μυστήριο τῆς χάριτός του χύνει μέσα στίς φλέβες μας τό Αἷμα του, βάζει μέσα στό κορμί μας τό Σῶμα του καί μᾶς δίνει νέα ζωή, θεϊκή, μᾶς κάνει θεούμενους ἀνθρώπους μέσα στήν «καινὴ κτίσι» (Γα 6,15), στήν Ἐκκλησία του. Νά γιατί κινοῦνται σέ λανθασμένη κατεύθυνση οἱ σημερινοί οἰκολόγοι, πού φροντίζουν γιά τήν σωτηρία τῆς ἄψυχης φύσεως ἀδιαφορώντας γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Μοιάζουν μέ τούς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ πού ἀναγνώριζαν, βέβαια, τά θαύματα πού ἔκανε, ἔδειχναν ἐνδιαφέρον γιά τίς θεραπεῖες τοῦ σώματος, ἀλλά ἀγνοοῦσαν ἤ ἀδιαφοροῦσαν ἤ περιφρονοῦσαν τόν σκοπό γιά τόν ὁποῖο τά ἔκανε, τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς.
Στήν ζωή τῶν ἁγίων βλέπουμε χειροπιαστή τήν νεουργία τῆς κτίσεως͘ ἰδιαίτερα στήν μορφή ἐκείνης πού εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλους τούς ἁγίους, τῆς Παναγίας. Δίπλα στόν Υἱό της, τό πρότυπο τῆς νέας ἀνθρωπότητος, στέκεται, νέος κι αὐτή ἄνθρωπος, ἡ ἀειπάρθενος Θεοτόκος. Ἀποτελεῖ τήν νέα γῆ, ἀπό τήν ὁποία βλάστησε χωρίς σπέρμα -δημιουργικά καί πάλι- ἡ καινούργια ζωή. Τήν γῆ αὐτή ὁ Κτίστης τήν φυλάγει, ὅπως ἤθελε νά φυλάγουμε τόν παράδεισο, ἄφθορη, παρθενική. Τήν καθιστᾶ ὁ Θεάνθρωπος τόν πρῶτο ἀνθρωπόθεο, γιά νά δείξει σέ μᾶς ποιός εἶναι ὁ προορισμός καί ἡ ἀποστολή μας.
Πῶς ὅμως μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ ἡ δική μας ἀνακαίνιση; Μέ τήν ἔνταξή μας, τήν ἐνσωμάτωσή μας στήν νέα κτίση πού ὁ Χριστός μᾶς χάρισε μετά τήν ἀνάστασή του, στήν Ἐκκλησία. Διαβάζουμε στήν πρός Γαλάτας Ἐπιστολή· «ἐν γὰρ Χριστῷ ᾿Ιησοῦ οὔτε περιτομή τι ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία, ἀλλὰ καινὴ κτίσις» (6,15). «Ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ», δηλαδή στόν χριστιανισμό, δέν ἔχει καμία ἰσχύ καί ἀξία οὔτε ὁ ἰουδαϊσμός οὔτε ἡ εἰδωλολατρία· ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι μιά καινούργια δημιουργία.
Γιά νά ἐνσωματωθεῖ ὁ ἄνθρωπος στήν νέα κτίση τῆς Ἐκκλησίας, χρειάζεται νά ὁμολογήσει τήν πίστη του στόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό καί νά βαπτισθεῖ στό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Μέ τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος γίνεται μέλος στό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ πρῶτα πραγματοποιεῖται μία νεκρανάσταση· πεθαίνει ὁ παλαιός ἄνθρωπος, ὁ Ἀδάμ, καί γεννιέται ὁ χριστιανός, ἕνας καινούργιος ἄνθρωπος, ἐνδεδυμένος τόν Χριστό. Ψάλλουμε κατά τήν τέλεση τοῦ μυστηρίου· «ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε» (βλ. Γα 3,27).
Ὁ ἐνδεδυμένος τόν Χριστό ἄνθρωπος ἔχει «νοῦν Χριστοῦ» (Α´ Κο 2,16), «καρδιά Χριστοῦ», «βούληση Χριστοῦ». Ἔχει, ἐπίσης, συνείδηση «ἐν Πνεύματι ἁγίῳ». Γι’ αὐτό ἀποτελεῖ μέσα στόν κόσμο ἕνα νέο εἶδος ἀνθρώπου. Γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Ρωμαίους Ἐπιστολή του· «συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διὰ τοῦ βαπτίσματος εἰς τὸν θάνατον, ἵνα ὥσπερ ἠγέρθη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν διὰ τῆς δόξης τοῦ πατρός, οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν» (Ρω 6,4). Μιά καινούργια ζωή ξεκινᾶ μετά τό Βάπτισμα, ἀναστημένη ἀπό τά πάθη, ξένη πρός τήν νοοτροπία αὐτοῦ τοῦ κόσμου.
Ἡ καινούργια αὐτή ζωή τοῦ ἀναγεννημένου πιστοῦ ρυθμίζεται ἀπό τήν καινούργια νομοθεσία, τήν Καινή Διαθήκη. Θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι τό περιεχόμενό της ὁρίζεται ἐπιγραμματικά ὡς ἑξῆς· «πίστις δι᾿ ἀγάπης ἐνεργουμένη» (Γα 5,6). Ἡ πίστη συνδέει τόν ἄνθρωπο μέ τόν Θεό καί τοῦ ἐξασφαλίζει τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά εἶναι καί αὐτός ἕνας μικρός θεός ἐπί τῆς γῆς. Ἡ ἀγάπη τόν συνδέει μέ τόν συνάνθρωπο καί τόν ἀδελφοποιεῖ.
Ἡ ἐντολή τῆς ἀγάπης χαρακτηρίσθηκε ἀπό τόν Κύριο καινούργια· «ἐντολὴν καινὴν δίδωμι ὑμῖν ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ἰω 13,34). Δέν ἦταν ἄγνωστο, βέβαια, ὥς τότε τό πανανθρώπινο αἴσθημα τῆς ἀγάπης. Εἶναι, ὡστόσο, καινούργια ἡ ἐντολή τοῦ Χριστοῦ, διότι συμπληρώνεται μέ τό «καθὼς ἠγάπησα ὑμᾶς» (Ἰω 13,34). Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό καινούργιο στοιχεῖο. Ἡ ἀγάπη αὐτή φθάνει ὥς τήν θυσία· «μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει, ἵνα τις τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῇ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐ-τοῦ» (Ἰω 15,13), εἶχε πεῖ ὁ Κύριος στούς μαθητές του λίγο πρίν ἀπό τό Πάθος. Τόση εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Κυρίου γιά μᾶς, ὥστε ἄφησε τήν δόξα τοῦ οὐρανοῦ καί ὑπέμεινε γιά τήν σωτηρία μας μία σειρά ταπεινώσεων (βλ. Φι 2,6-8), φθάνοντας ὥς τήν ἔσχατη θυσία, τήν θυσία τοῦ σταυροῦ. Γι᾿ αὐτό, ὁ χριστοποιημένος ἄνθρωπος ἀγαπᾶ μέ θυσιαστική ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη του ἐκδηλώνεται μέ τήν ἐλεημοσύνη, τήν συγχωρητικότητα, τήν ἀνεξικακία. Πρόκειται γιά ἐκδηλώσεις ἄγνωστες στόν κόσμο πού ζῆ μακριά ἀπό τόν Θεό, στοιχεῖα ὅμως ταυτότητος γιά ἐκεῖνον πού θέλει νά εἶναι γνήσιος μιμητής τοῦ Χριστοῦ, ἄξιος νά φέρει τό ὄνομὰ του.
Βέβαια, καθώς ζῆ μέσα στόν κόσμο ὁ χριστιανός διατρέχει τόν κίνδυνο νά παρασυρθεῖ ἀπό τό ρεῦμα τοῦ κόσμου. Γι᾿ αὐτό ἔχει ἀνάγκη ἀπό συνεχῆ ἀνανέωση. Ἄν ὁ πιστός δέν γίνεται συνεχῶς πιστότερος, παύει νά εἶναι πιστός. Ἄν ὁ καλός δέν γίνεται καλύτερος, παύει νά εἶναι καλός. Καί ἄν ὁ ἅγιος δέν γίνεται ἁγιώτερος, χάνει τήν ἁγιότητά του. Γι᾿ αὐτό ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ παραγγέλλει· «ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι» (Ἀπ 22,11). Τότε εἶναι ἀληθινή ἡ πίστη, ἡ καλωσύνη, ἡ ἁγιότητα, ὅταν συνεχῶς ἀνανεώνονται καί αὐξάνουν.
Μέσα στήν Ἐκκλησία προσφέρεται ἡ δυνατότητα τῆς ἀνανεώσεως. Μέ τήν μαθητεία στίς ἅγιες Γραφές ὁ νοῦς τοῦ πιστοῦ τρέφεται καί τό φρόνημά του ἀνανεώνεται. Μέ τήν συμμετοχή του στόν πνευματικό ἀγώνα, ὡς μέλος τῆς στρατευομένης Ἐκκλησίας ἀνανεώνει τήν βούλησή του, τήν ἀπόφαση γιά μιά ζωή κοντά στόν Θεό. Μέ τήν μυστηριακή ζωή, τέλος, ὁ πιστός ἀνανεώνει συνεχῶς τό αἷμα τῆς καρδιᾶς του. Δέχεται μετάγγιση αἵματος ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό καί ζῆ τήν τελειότερη αἱμοκάθαρση, ἐφόσον τό αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ «καθαρίζει ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἁμαρ¬τίας» (Α´ Ἰω 1,7).
Προφητικά ὁ Ἠσαΐας μετέφερε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ· «ἰδοὺ ἐγὼ ποιῶ καινά» (43,19). Ὁ ἀπόστολος Παῦλος βεβαίωσε τό γεγονός· «τὰ ἀρχαῖα παρῆλθεν, ἰδοὺ γέγονε καινὰ τὰ πάντα» (Β´ Κο 5,17). Ἡ Ἐκκλησία ὁμολογεῖ· νέαν ἔδειξε κτίσιν ἐμφανίσας ὁ κτίστης ἡμῖν τοῖς ὑπ᾿ αὐτοῦ γενομένοις. Ὁ Κύριος μέ τήν ἐνανθρώπησή του, πράγματι, ἀνακαίνισε τόν ἄνθρωπο. Ἔθεσε ἔτσι τά θεμέλια καί τήν βάση γιά τήν σωστή οἰκολογία καί τήν ἀσφάλεια τῆς κτίσεως. Ἡ Ἐκκλησία συνεχίζοντας τό ἔργο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μέσα στόν κόσμο μέ τό Εὐαγγέλιο καί τά Μυστήριά της προσφέρει πνευματική καλλιέργεια καί θαυμαστή ἀλλοίωση. Μέσα στήν ἀτμόσφαιρα τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἀκόμη κι αὐτά τά φυσικά ἀγαθά ἁγιάζονται καί ἱεροποιοῦνται. Τό κοινό νερό γίνεται μυστηριακά «λουτρὸ παλιγγενεσίας» (Ττ 3,5), τό ἁπλό λάδι μεταβάλλεται σέ «χρῖσμα ἀγαλλιάσεως», τό καθημερινό ψωμί καί κρασί μεταποιεῖται σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ. Ἡ σχέση μας μέ τήν κτίση ἀποκαθίσταται. Τήν ἀπολαμβάνουμε «μετὰ εὐχαριστίας» (Α´ Τι 4,4) καί τήν ἁγιάζουμε «διὰ λόγου Θεοῦ καὶ ἐντεύξεως» (Α´ Τι 4,5).
Σέ ὅλο τό μεγαλεῖο της, ὡστόσο, ἡ νεουργία τῆς κτίσεως θά φανεῖ μετά τήν Δευτέρα Παρουσία. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει στήν πρός Ρωμαίους Ἐπιστολή· «ἡ γὰρ ἀποκαραδοκία τῆς κτίσεως τὴν ἀποκάλυψιν τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ ἀπεκδέχεται» (8,19). Ἡ δημιουργία ἀποκαραδοκεῖ, περιμένει μέ λαχτάρα τήν ἀπολύτρωσή μας. Τότε, ὅταν οἱ ἄνθρωποι θά ἀπολαμβάνουν τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν σωμάτων τους, θά ἀπολαύσει καί ἡ δημιουργία τήν ἀπελευθέρωσή της ἀπό τήν δουλεία τῆς φθορᾶς καί τῆς ματαιότητος, ἀπό τήν δυναστεία τοῦ χρόνου καί τῆς παρακμῆς (βλ. Ρω 8,20-21). Ἡ ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου εἶναι ἀδιάψευστη. Ὅπως θά «μετασχηματίσει τὸ σῶμα τῆς ταπεινώσεως ἡμῶν εἰς τὸ γενέσθαι αὐτὸ σύμμορφον τῷ σώματι τῆς δόξης αὐτοῦ» (Φι 3,21), ἔτσι θά ξαναπλάσει τήν φύση·͘ «καινοὺς δὲ οὐρανοὺς καὶ γῆν καινὴν κατὰ τὸ ἐπάγγλεμα αὐτοῦ προσδοκῶμεν», βεβαιώνει ὁ ἀπόστολος Πέτρος (Β´ Πέ 3,13· πρβλ. Ἠσ 65,17· 66,22). Καί ἡ Ἀποκάλυψη μιλᾶ γιά καινούργιο οὐρανό, καινούργια γῆ, καινούργια Ἰερουσαλήμ (βλ. 21,1-2). «Ἰδοὺ καινὰ ποιῶ πάντα» (Ἀπ 21,5), προαναγγέλλει ὁ Κύριος. Μετά τήν Δευτέρα Παρουσία, ἐγκαινιάζεται μία νέα ζωή, πού δέν περιγράφεται μέ τά ἀνθρώπινα δεδομένα· ἡ αἰώνια ζωή μαζί μέ τόν Χριστό, μέ ἀγαθά «ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν» (Α´ Κο 2,9).
Στεργίου Σάκκου, Αὐγή μυστικῆς ἡμέρας, σελ. 77-90.
Ὁ Μωυσῆς προσεύχεται
Μετά τήν ἔξοδό του ἀπό τήν ἔρημο Ραφιδείν ὁ ἰσραηλιτικός λαός συναντᾶ τόν πρῶτο ἐχθρικό λαό, τούς Ἀμαληκῖτες (Ἔξ 17,8-16). Οἱ ἐχθροί κάνουν ἀλλεπάλληλες ἐπιθέσεις καί ἐμποδίζουν τόν λαό τοῦ Θεοῦ νά προχωρήσει πρός τή γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Ὁ Μωυσῆς παραγγέλλει στόν πιστό ὑπασπιστή του, τόν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ, νά διαλέξει λίγους ἄνδρες δυνατούς καί μαζί μ’ αὐτούς νά πολεμήσει τόν Ἀμαλήκ. Ὁ ἴδιος μαζί μέ τόν Ἀαρών καί τόν Ὤρ ἀνεβαίνει στό βουνό πού ἦταν ἐκεῖ κοντά καί, κρατώντας τήν «ῥάβδον τοῦ Θεοῦ» στά δυό του χέρια, τά ὑψώνει στόν οὐρανό καί προσεύχεται γιά τούς μαχητές τοῦ Ἰσραήλ. Καί τότε γίνεται τό θαῦμα. Ὅσην ὥρα κρατᾶ ὁ Μωυσῆς τά χέρια ὑψωμένα, νικᾶ ὁ Ἰσραήλ. Μόλις κουράζεται καί τά κατεβάζει, νικᾶ ὁ Ἀμαλήκ. Τό ἀντιλαμβάνονται αὐτό οἱ δύο συνοδοί τοῦ Μωυσῆ καί γίνονται βοηθοί του. Τόν βάζουν νά καθίσει σέ μιά πέτρα καί, ὁ ἕνας ἀπό τά δεξιά, ὁ ἄλλος ἀπό τά ἀριστερά, κρατοῦν τά χέρια του γιά νά μήν κουράζονται. Ἔτσι, νικώντας συνεχῶς ὁ Ἰησοῦς μέ τούς μαχητές του κατετρόπωσε καί κατέσφαξε τόν Ἀμαλήκ.
Ἕνα γεγονός-τύπος
Τό γεγονός τῆς ἐρήμου Ραφιδείν καί ἡ ἱστορία τοῦ Ἀμαλήκ, πού ἐξαφανίσθηκε σάν λαός ἀπό τό πρόσωπο τῆς γῆς, γεννᾶ πολλές ἀπορίες στόν ἀναγνώστη. Ὁ Θεός ξεχώρισε τόν περιούσιο λαό του ἀπό ὅλα τά ἔθνη καί καθόρισε τή στάση του πρός ἐκεῖνα. Ἀπό ἄλλα ἔθνη ἀπαγόρευσε μόνο νά παίρνουν οἱ Ἰσραηλῖτες γυναῖκες, μέ ἄλλα ἀπαγόρευσε κάθε σχέση καί μέ ἄλλα συνέστησε φιλία ἤ συμπάθεια. Ὁ Ἀμαλήκ ὅμως εἶναι τό ἔθνος γιά τό ὁποῖο ὁ Θεός ἀπείλησε ὁλοκληρωτικό ἀφανισμό καί ἔδωσε ἐντολή στούς Ἰσραηλῖτες νά τό μισοῦν πάντα. Κι εὐχαριστήθηκε μέ ὅσους ὑπηρέτησαν στό σχέδιο αὐτό, ἐνῶ τιμώρησε ὅσους συμπάθησαν Ἀμαληκίτη. Ὅλα αὐτά ἑρμηνεύονται ὅταν, στό θαῦμα πού ἔγινε κατά τή μάχη τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ, δοῦμε τόν τύπο τοῦ σταυροῦ. Ἔτσι ἄλλωστε βλέπουν τό γεγονός καί οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἡ δύναμη τοῦ σταυροῦ
Ἀπό τούς πρώτους ἀκόμη αἰῶνες τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, οἱ Ἰουδαῖοι ἀντιλέγοντας στήν ἑρμηνεία τῶν πατέρων, ἰσχυρίζονται ὅτι κανένας τύπος τοῦ σταυροῦ δέν διεγράφη, καί ὅτι ἡ προσευχή τοῦ Μωυσῆ εἶναι ἡ δύναμη πού νίκησε τόν Ἀμαλήκ. Βέβαια κανείς πιστός δέν ἀμφιβάλλει ὅτι ἡ προσευχή εἶναι δύναμη μεγάλη. Στήν περίπτωση ὅμως αὐτή, ἡ νικηφόρα δύναμη δέν εἶναι μόνο ἡ προσευχή ἀλλά ἡ προσευχή μέ τόν σταυρό, ὅπως ἀφήνει ἡ Γραφή νά ἐννοήσουμε. Ὁ Μωυσῆς προσεύχεται βέβαια συνέχεια, ἀλλά δέν ἔχει συνέχεια ὑψωμένα τά χέρια του μέ τή ράβδο, καί ἡ νίκη ἐναλλάσσεται μέ τήν ἧττα, ἀνάλογα μέ τή στάση τοῦ Μωυσῆ. Ὁ Μωυσῆς ἔχοντας ὑψωμένα τά χέρια καί κρατώντας τή ράβδο εἰκονίζει τόν Γολγοθᾶ. Οἱ δύο συνοδοί του, Ἀαρών καί Ὤρ, εἰκονίζουν τούς δύο ληστές. Ὅπως ἐκεῖνοι σταυρώθηκαν δεξιά καί ἀριστερά τοῦ Κυρίου, ἔτσι κι αὐτοί στέκονταν ὅλη τήν ἡμέρα ἕνας στά δεξιά κι ἕνας στ’ ἀριστερά τοῦ Μωυσῆ. Ὁ Ἀαρών, πού ἀργότερα ἔγινε ἀρχιερέας, παραστεκόταν ὡς ἐκπρόσωπος τῆς ἱερωσύνης, ἐνῶ ὁ Ὤρ, πού καταγόταν ἀπό τή βασιλική φυλή τοῦ Ἰούδα, ὡς ἐκπρόσωπος τῆς βασιλείας. Καί οἱ δύο, μαζί μέ τόν μεγάλο προφήτη Μωυσῆ, προτύπωναν τό τριπλό ἀξίωμα τοῦ Ἐσταυρωμένου Κυρίου: προφητικό, ἀρχιερατικό, βασιλικό.
Ὁ Ἀμαλήκ ὑποχωροῦσε μόνο ἐφόσον διατηροῦνταν τό σχῆμα τοῦ σταυροῦ. Καί ὅπως ὅταν ὁ δοῦλος Μωυσῆς ἅπλωσε τά χέρια νικήθηκε ὁ Ἀμαλήκ, ἔτσι κι ὅταν ὁ Κύριός του Ἰησοῦς ἅπλωσε τά χέρια του στόν σταυρό, καταλύθηκε τό κράτος τοῦ νοητοῦ Ἀμαλήκ, τοῦ σατανᾶ. Αὐτός πού κατετρόπωσε τόν Ἀμαλήκ λεγόταν Ἰησοῦς, κι αὐτός πού κατέλυσε τό κράτος τοῦ διαβόλου ὀνομαζόταν κι αὐτός Ἰησοῦς. Καί ὅπως ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ ἔμεινε στήν ἱστορία σάν στρατηλάτης κατά τοῦ Ἀμαλήκ, ἔτσι καί ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος ἐμφανίσθηκε στόν κόσμο σάν στρατηλάτης κατά τοῦ σατανᾶ. Καί ὁ ἀρχαῖος Ἰησοῦς πολέμησε μέ λίγους δυνατούς πού τούς διάλεξε μόνος του, καί ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς ἔκανε τόν πόλεμό του κατά τοῦ σατανᾶ μέ λίγους ἀποστόλους, πού τούς διάλεξε ὁ ἴδιος. Ὁ Κύριός μας τήν ὥρα πού ἦταν πάνω στόν σταυρό νικοῦσε τόν σατανᾶ. Ἐπειδή ὅμως αὐτό δέν ἦταν δυνατό νά τό προτυπώσει μόνος ὁ Μωυσῆς σάν ἁπλός ἄνθρωπος, γι’ αὐτό τόν Κύριο σάν Ἐσταυρωμένο τόν προτυπώνει ὁ Μωυσῆς, ἐνῶ σάν νικητή τοῦ σατανᾶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ. Βλέπουμε, λοιπόν, ὅτι πολλά πρόσωπα συγχρόνως προτύπωναν τόν Κύριο.
Δυνατοί μέ τόν σταυρό
Ὁ Ἀμαλήκ ἐμπόδιζε τόν Ἰσραήλ νά βαδίσει πρός τή γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Ὁ σατανᾶς ἐμποδίζει τούς πιστούς νά μποῦν στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν, τήν πνευματική γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Ἀλλά τά παιδιά τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν ἀγκαλιάζουμε καί παίρνουμε πάνω στούς ὤμους μας τόν σταυρό, πού τότε προτύπωσε ὁ Μωυσῆς, καταδιώκουμε τόν νοητό Ἀμαλήκ καί ἀνοίγουμε τόν δρόμο πρός τούς οὐρανούς. Τῶν χριστιανῶν ἡ προσευχή πρέπει νά γίνεται μέ σταυρό, ὅπως πολλές φορές διδάσκει ἡ Παλαιά καί ἡ Καινή Διαθήκη. Μόνο ἡ σταυρική θυσία τοῦ Θεανθρώπου δίνει νόημα στίς προσευχές μας, γιατί μόνο ἡ ἀνεξάντλητη ἀξιομισθία της δίνει ἐξιλαστική δύναμη καί ἀξία σ’ αὐτές, καθώς διδάσκει ἡ Ἐκκλησία. Μόνο ὁ σταυρός τοῦ Κυρίου ἀνεβάζει τίς προσευχές μας στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ. Χωρίς αὐτόν τά ἔργα καί ἡ θυσία τοῦ μεγαλύτερου ἁγίου εἶναι νόμισμα τοῦ ὁποίου καταργήθηκε ἡ ἀξία, καί κάθε ἅγιος εἶναι ἀνάξιος νά εἰσακουσθεῖ.
Ἡ ἐκπομπή τῆς προσευχῆς μας φθάνει στ’ αὐτιά τοῦ Θεοῦ μόνον ὅταν μεταδοθεῖ μέ τήν κεραία τοῦ σταυροῦ τοῦ Κυρίου. Καί ἔχουμε τόν σταυρό τοῦ Κυρίου μόνον ὅταν ζοῦμε σταυρωμένοι. Ὅταν προσευχόμαστε, γράφουμε τόν σταυρό ἐξωτερικά καί ἐσωτερικά. Ἐξωτερικά, κάνοντας τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, ἐσωτερικά ἔχοντας ἀγωνία, κόπο, ἱδρώτα, θυσία. Αὐτό εἶναι σταυρός καί ὄχι τά ξερά λόγια. Ἡ προσευχή μας, λοιπόν, νά γίνεται μέ σταυρό. Γι’ αὐτό ἄλλωστε ἀρχίζουμε καί τελειώνουμε κάνοντας τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Ἀλλά τό σημεῖο αὐτό νά εἶναι ἔκφραση τῆς ἐσωτερικῆς μας διαθέσεως καί ἀγωνίας καί ὄχι τυπική κίνηση. Μέ τυπικές κινήσεις προσεύχονται μόνον οἱ μωαμεθανοί. Τί θά διαφέρουμε ἀπό αὐτούς ἐμεῖς, ἄν ἡ κίνησή μας, πού διαγράφει τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, δέν εἶναι ἐνσυνείδητη, ζωντανή καί καθαρή; Πῶς θά εἰσακουσθοῦμε, ἄν λείψει τό ἐσωτερικό ἀντίκρυσμα τῆς κινήσεώς μας καί ἀντί σταυροῦ παίζουμε κιθάρα; Γιατί χωρίς τήν οὐσία του ὁ τύπος στρεβλώνεται καί παραμορφώνεται. Καί τότε παθαίνουμε ὅ,τι πάθαινε ὁ Ἰσραήλ, ὅταν ὁ Μωυσῆς κατέβαζε τά χέρια του. Νά κάνουμε, λοιπόν, τόν σταυρό μας καθαρά καί ἐνσυνείδητα, γιατί ἀλλοιῶς νικᾶ ὁ ἐχθρός.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 37 (1982) 115-116
Ὁ πάπας Φραγκίσκος λίγο πρίν τήν ἐπίσκεψή του στό Φανάρι, στίς 5 Νοεμβρίου, δήλωσε: «Δέν ὑπάρχει ὑγιής Ἐκκλησία, ὅταν οἱ πιστοί, οἱ κληρικοί καί οἱ διάκονοι δέν εἶναι ἑνωμένοι περί τόν Ἐπίσκοπό τους. Ἡ Ἐκκλησία ἡ ὁποία δέν εἶναι ἑνωμένη περί τόν Ἐπίσκοπο εἶναι μία ἄρρωστη Ἐκκλησία. Ὁ Ἰησοῦς θέλησε αὐτήν τήν ἕνωση ὅλων τῶν πιστῶν μέ τόν Ἐπίσκοπο. Τό ἴδιο καί τῶν ἱερέων καί τῶν διακόνων. Ὅλοι ὀφείλουν νά ἔχουν τή συνείδηση ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος καθιστᾶ ὁρατό τόν δεσμό τοῦ καθενός μέ τήν Ἐκκλησία, καί τῆς Ἐκκλησίας μέ τούς Ἀποστόλους καί μέ τίς ἄλλες κοινότητες, οἱ ὁποῖες ἐπίσης εἶναι ἑνωμένες μέ τούς Ἐπισκόπους καί μέ τόν Πάπα στή Μία, Μοναδική Ἐκκλησία, πού εἶναι ἡ δική μας, ἡ Ἱεραρχική Ἁγία Μητέρα Ἐκκλησία».
Ἀσφαλῶς οἱ τόσο βαρυσήμαντες δηλώσεις -πέραν τοῦ γεγονότος ὅτι λέχθηκαν λίγες ἡμέρες πρό τῆς ἐπισκέψεως τοῦ ποντίφηκα στό Φανάρι καί τῶν συμπροσευχῶν του μέ τούς Ὀρθοδόξους δημιουργοῦν πολλά ἐρωτήματα καί προσβάλλουν τήν ἀλήθεια τῆς ὀρθόδοξης πίστης μας. Παρά τό ἐπικοινωνιακό καί «προοδευτικό» του πρόσωπο ὁ ἰησουΐτης πάπας καθόλου δέν ἀφίσταται στά ἐκκλησιολογικά ζητήματα ἀπό τή γραμμή τοῦ προκατόχου του ὑπερσυντηρητικοῦ Βενεδίκτου οὔτε καί ἀπό τήν παπική ἐγκύκλιο «Ἵνα ἓν ὦσιν» τοῦ πάπα Ἰωάννου Παύλου Β΄ (1995). Ἐπιπλέον, ὑπερβαίνει τή Β΄ Βατικάνεια Σύνοδο, ἡ ὁποία ἀναφέρει ὅτι «ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἐνυπάρχει στήν Καθολική Ἐκκλησία, πού διοικεῖται ἀπό τόν διάδοχo τοῦ Πέτρου καί ἀπό τούς Ἐπισκόπους σέ κοινωνία μαζί του». Ἐκείνη μάλιστα μιλᾶ μόνον γιά «ἐλλείψεις» τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
Αἰνιγματική σημασία ἔχει καταρχάς ἡ φράση «ἱεραρχική Ἐκκλησία», μέ τήν ὁποία ὑπονοεῖται προφανῶς ἡ ἕνωση -ἤ εὐστοχότερα ἡ ὑποταγή τῶν πιστῶν καί τῶν κατώτερων κληρικῶν μέ τούς ἐπισκόπους καί αὐτῶν μέ τήν κορυφή, τήν κεφαλή, τόν Πάπα. Στά καθ᾽ ἡμᾶς ὅμως ἡ πληρότητα τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ἑνότητα πού ἡ ἴδια ἔχει στήν πίστη, στήν παράδοση καί στή ζωή μέ τήν ἁπανταχοῦ Ἐκκλησία. Τήν ἑνότητα αὐτή τήν ἐπιβεβαιώνει εἰδικά ὁ ἐπίσκοπος πού ἔχει ὡς ἀξίωμα καί λειτούργημά του νά διαφυλάττει καί νά διατηρεῖ σέ διαρκῆ ἑνότητα μέ τούς ἄλλους ἐπισκόπους τή συνέχεια καί τήν ταυτότητα τῆς μιᾶς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Τό σημαντικό ἐπίσης εἶναι ὅτι, ἄν καί ἡ τοπική ἐκκλησία ἐξαρτᾶται ἀπό ὅλες τίς ἄλλες, δέν «ὑποτάσσεται» σέ καμία ἀπό αὐτές. Ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι εἶναι «ἴσοι κατὰ χάριν», ἐνῶ οἱ ὅποιες διακρίσεις ἀφοροῦν στήν «τάξη» καί ὄχι στήν «ὑποταγή». Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι καρπός τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἑνότητα πίστεως καί ζωῆς, ἀδιάσπαστη συνέχεια τῆς Παράδοσης1.
Εὔστοχα ὁ ρῶσος θεολόγος π. Γ. Φλωρόφσκυ γράφει: «Οἱ Ὀρθόδοξοι εἶναι ὑποχρεωμένοι νά ὑποστηρίξουν ὅτι τό μόνον “εἰδικόν” ἤ “διακριτικόν” γνώρισμα, ὅσον ἀφορᾶ εἰς τήν θέσιν των» μέσα στόν διαιρεμένο χριστιανικό κόσμο, «εἶναι τό γεγονός ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἡ αὐτή μέ τήν Ἐκκλησίαν ὅλων τῶν ἐποχῶν καί μάλιστα μέ τήν “πρώτην Ἐκκλησίαν”2. Μέ ἄλλα λόγια δέν εἶναι μία Ἐκκλησία ἀπό τίς πολλές, «ἀλλά ἡ Ἐκκλησία». Ἐξάλλου στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν ἔχουμε μόνον τήν ἀδιάκοπη ἱστορική συνέχεια ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Κυρίου καί τῶν Ἀποστόλων· κυρίως ἔχουμε τό ἴδιο πνεῦμα, τήν ἴδια πίστη, γιά τήν ὁποία διακηρύττουμε: «Αὕτη ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων».
Μέχρι τώρα οἱ θιασῶτες τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μᾶς βομβάρδιζαν μέ τή θεωρία τῶν κλάδων, ὅτι δηλαδή καμία Ἐκκλησία ἀπό μόνη της δέν ἔχει ὁλόκληρη τήν ἀλήθεια καί γιά νά βρεθεῖ ἡ ἀλήθεια θά πρέπει ὅλες νά ἑνωθοῦν. Τώρα, ὁ «ἀλάθητος» σπέρνει νέα μικρόβια.
Ὅ,τι καί νά ποῦν ὅμως, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ Κιβωτός καί Μητέρα καί Ἐλπίδα, τό Παιδευτήριον τῶν ψυχῶν, τό Σῶμα καί ἡ Νύμφη τοῦ Χριστοῦ κατέχει τήν ὑγιαίνουσα διδασκαλία (πρβλ. Α΄ Τι 1,10· Ττ 2,1) καί τήν εὐαγγελίζεται στόν κόσμο μέσα στούς αἰῶνες. Ὄχι μόνον δέν εἶναι ἀσθενής, ἀλλά ἡ ἴδια χαρίζει τήν ὑγεία, γιατί εἶναι ἡ μοναδική ταμιοῦχος τῆς χάριτος καί διαθέτει τά ἀποτελεσματικά καί αἰώνια «φάρμακα».
Ἔτσι, τονίζει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἰεροσολύμων, ἡ Ἐκκλησία «καθολικῶς ἰατρεύει καὶ θεραπεύει ἅπαν τὸ τῶν ἁμαρτιῶν εἶδος»3, πού διαπράττουν τά μέλη της εἴτε μέ τήν ψυχή εἴτε μέ τό σῶμα. Ἡ ἴδια ἔχει τή δύναμη νά καταρτίζει τούς ἁγίους, διότι εἶναι «ἰατρεῖον ψυχῶν». Γι’ αὐτό καί ὅλοι ἐμεῖς, ἰδιαίτερα μάλιστα κατά τήν κατανυκτική περίοδο πού διανύουμε, βρισκόμαστε μέσα στό σπίτι τοῦ πατέρα μας, στό πνευματικό ἰατρεῖο τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος, ἐπιθυμώντας καί ἀγωνιζόμενοι μέ τή βοήθεια τοῦ ἁγίου Πνεύματος νά καταστήσουμε «καθαρὰν τὴν εἰκόνα ἡμῶν».
Σέ ὅλους τούς ἐπίβουλους καί ἀμφισβητίες τῆς μοναδικότητας τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας δέν ἔχουμε παρά νά ἀντιτάξουμε τή φωνή τοῦ ἱεροῦ Φωτίου, πού διασχίζοντας τούς αἰῶνες, ξεκάθαρα καί ἀπερίφραστα διακηρύττει: «Μία εἶναι ἡ καθολική καί ἀποστολική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Δέν εἶναι περισσότερες οὔτε δύο. Συναγωγές πονηρευομένων εἶναι οἱ ἐκτός αὐτῆς συγκεντρώσεις καί σύναξη παραβατῶν. Αὐτό τό φρόνημα ἔχουμε οἱ ἀληθινοί χριστιανοί, ἔτσι πιστεύουμε, ἔτσι κηρύττουμε»5.
Εὐδ. Αὐγουστίνου
1 Βλ. Ἀλ. Σμέμαν, Ἡ ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας στό σύγχρονο κόσμο, σ. 114ἑ.
2 Γ. Φλωρόφσκυ, Τό σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ, σ. 105.
3 ΒΕΠΕΣ 39, σ. 241.
4 Γ. Φλωρόφσκυ, ἔ.ἀ., σ. 85.
5 Ἐπιστ. 284.
Ξένε, ἄν βρισκόσουν στήν Ἑκατονταπυλιανή τῆς Πάρου τό 1840, θά ἄκουγες καμπάνες νά χτυποῦν πένθιμα, κλαγγές ὅπλων νά ἠχοῦν δυνατά. Θά ἔβλεπες ἐπίσημα πρόσωπα, ἀξιωματικούς, πολλούς νησιῶτες νά περιστοιχίζουν ἕνα φέρετρο. Μέ ρωτᾶς ποιός εἶναι ὁ νεκρός; Μιά γυναίκα ντυμένη μέ τή στολή τοῦ ἀντιστρατήγου. Νά, δίπλα της τό πρωτοπαλλήκαρό της κι οἱ συμπολεμιστές της τή συνοδεύουν στήν τελευταία της κατοικία δακρύβρεχτοι, ἀναπολώντας τά ἔνδοξα περασμένα. Κηδεύεται μέ τιμές ἀντιστρατήγου ἡ ἡρωίδα τῆς Μυκόνου, ἡ Μαντώ Μαυρογένους.
Λίγα χρόνια πρίν ξεσπάσει ἡ Ἐπανάσταση τοῦ 1821, ἡ νεαρή Μαντώ ἀναχωρεῖ ἀπό τήν Τεργέστη. Ἐκεῖ γεννήθηκε, μορφώθηκε κι ἔμαθε τέλεια τήν ἰταλική, τή γαλλική καί τουρκική γλῶσσα. Ὁ πλούσιος ἔμπορας πατέρας της, Νικόλαος, ἐπιστρέφει στήν ἀγαπημένη του πατρίδα τή Μύκονο. Τή Μαντώ ὅμως ἀφήνει στήν Τῆνο. Κατά προτροπή του, ὁ ἐνάρετος θεῖος της ἱερέας Μαῦρος ἀναλαμβάνει τή διαπαιδαγώγησή της.
Μάρτιος τοῦ 1821. Ἕνα ὑδραίικο ἱστιοφόρο φέρνει στό νησί τους χαρμόσυνες εἰδήσεις γιά τήν ἔκρηξη τῆς Ἐπανάστασης στήν Πελοπόννησο. Ἀπό τή στιγμή ἐκείνη ἡ Μαντώ ζῆ, ἀναπνέει καί κινεῖται μόνο γιά τήν ἀπελευθέρωση τοῦ Γένους. Ξεσηκώνει τήν πατρίδα της τή Μύκονο. Συγκινεῖ τούς προκρίτους μέ τό παράδειγμα καί τά πύρινα λόγια της: «Ἔρχομαι νά προσφέρω τήν περιουσίαν μου διά τόν ἀγῶνα τοῦ Γένους... Ἑνώσωμεν τάς δυνάμεις μας μέ τάς δυνάμεις τῶν ἀδελφῶν μας πού πολεμοῦν αὐτήν τήν ὥραν διά τήν ἀναγέννησιν τοῦ Ἔθνους! Ἀποτινάξωμεν τόν ἀτιμωτικόν ζυγόν!... Μή χάνωμεν καιρόν. Ἐμπρός! Εἰς τήν θάλασσαν τά καράβια μας!».
Ἀπό τήν πρώτη στιγμή πού ἀποβιβάστηκε στή Μύκονο πολλοί γοητεύονται ἀπό τήν ὀμορφιά της, τή χάρη καί τή γλυκύτητα τῶν τρόπων της. Μνηστῆρες τήν περιτριγυρίζουν. Ἐκείνη ὅμως ἀποστασιοποιεῖται ἀπό τέτοιες σχέσεις. Προτεραιότητα ἡ λευτεριά. «Ἡ καρδία της θά ἦτο τό ἔπαθλον τοῦ νικητοῦ τῶν Τούρκων», σημειώνει ὁ Πουκεβίλ.
Τά νησιά τοῦ Αἰγαίου, τό ἕνα μετά τό ἄλλο, ὑψώνουν τή σημαία τῆς Ἐπαναστάσεως. Ἡ Μαντώ σκέφτεται πρῶτα ν' ἀσφαλίσει τή Μύκονο. Συγκροτεῖ ἐθελοντικό στρατό. Ὅλοι τήν ψηφίζουν ἀρχηγό. Χαρακτηριστικά τά λόγια της: «Ἡ πατρίς μου νά ἐλευθερωθῆ καί ἀδιάφορον τί θά ἀπογίνω». Ξοδεύει γιά τόν Ἀγώνα, δίχως νά λυπᾶται, τήν τεράστια περιουσία της. Κι ὅσο τά χρόνια διαβαίνουν καί τά χρήματα ἐξατμίζονται, μέ χαρά πουλᾶ τά χρυσαφικά της κι ἄλλα ἀκριβά πράγματα τοῦ ἀρχοντικοῦ της. Οἱ συγγενεῖς της, προπάντων ἡ μητέρα της, ἐξαγριώνονται.
Ἡ φρικτή καταστροφή τῆς αἱματοβαμμένης Χίου, τόν Μάρτιο τοῦ 1822, ἀνάβει τίς καρδιές τῶν κατοίκων τῆς Μυκόνου γιά ἐκδίκηση. Εἶναι ἀποφασισμένοι νά πολεμήσουν μέ τά πλοῖα τους τούς Τούρκους στή Χίο. Τότε ἐμφανίζεται στήν πλατεία τῆς Μυκόνου ἡ Μαντώ μαυροντυμένη, μέ πένθιμο πέπλο στό κεφάλι καί μέ τά συνετά της λόγια κατευνάζει τά πνεύματα: «Ἡ δίψα τῆς ἐκδικήσεως μή σᾶς παρασύρει εἰς ἀσυνέτους πράξεις... Ἀντί νά ἀφήσετε ἀνυπερασπίστους τάς γυναῖκας ἐδῶ, τρέχοντες κατά τοῦ ἐχθροῦ, ὁπλισθῆτε διά νά εἶσθε ἕτοιμοι νά τόν ἀποκρούσετε, ἐάν τυχόν θελήση νά ἐπαναλάβη εἰς τήν Μύκονον τάς θηριωδίας πού διέπραξεν εἰς τήν Χίον».
Πόσο ἡ ἱστορία τή δικαίωσε! Τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1822, Τοῦρκοι καί Ἀλγερινοί, πατοῦν τή Μύκονο φωνάζοντας «Ἀλλάχ! Ἀλλάχ! Θάνατος στούς ἀπίστους!». Ἡ Μαντώ ἀτρόμητη κατευθύνει τή σκληρή μάχη, κραδαίνοντας τό ξίφος της. Τά παλληκάρια της πυροδοτοῦνται ἀπό τήν πατριωτική φλόγα τῆς νεαρῆς Ἀμαζόνας. Ὁ ἐχθρός τρέπεται σέ φυγή κι ἡ Μύκονος ἀναπνέει ἐλεύθερα. Μέ τήν ἀρχηγό τους οἱ μαχητές ἀναπέμπουν μές στήν ἐκκλησία δοξολογία εὐχαριστίας.
Καί ποῦ στή συνέχεια δέν δίνει δυναμικό τό παρών της ἡ ἡρωίδα τῆς Μυκόνου! Ἡ Εὔβοια, τό Πήλιο, ἡ Φωκίδα πόσα δέν τῆς χρωστοῦν, πού μέ αὐταπάρνηση κατεργάζεται τή λευτεριά τους!
Ἔρχεται στιγμή πού ὁ Ἀγώνας κινδυνεύει νά χαθεῖ ἀπό τά κομματικά πάθη. Γέφυρα καί εἰρηνοποιός ἀνάμεσα στούς ἀντιμαχόμενους ἀρχηγούς τῆς Ἐπανάστασης γίνεται ἡ γλυκύτατη Μαντώ. «Τασσομένη ἀδιαφόρως ὑπό τάς διαταγάς οἱουδήποτε ἀρχηγοῦ εἴτε ἐκτελοῦσα ἡ ἰδία χρέη ἀρχηγοῦ εἰς ἕνα καί μόνον ἀπέβλεπε σκοπόν: νά ἐκδιώξη τούς Τούρκους ἐκ τῆς γῆς τῆς πατρίδος της», μαρτυροῦν ξένοι φιλέλληνες.
Ὁ πρῶτος Κυβερνήτης τῆς Ἑλλάδας, Ἰωάννης Καποδίστριας, τιμᾶ τή Μαντώ καί ἐπικυρώνει ἐπίσημα τόν βαθμό τοῦ ἀντιστρατήγου πού ἤδη φέρει. Αὐτή διαλέγει ὁ Κυβερνήτης, γιά νά ἀναλάβει τή διεύθυνση τοῦ ὀρφανοτροφείου στήν Αἴγινα. Περισσότερα ἀπό 500 ὀρφανά βρίσκουν θαλπωρή στήν πλούσια καρδιά της.
Αὐτή ἡ ἀρχοντογυναίκα πού θυσίασε τά ὑπέρογκα χρηματικά ποσά της γιά τόν Ἀγώνα, αὐτή πού πρόσφερε τίς στρατιωτικές της ὑπηρεσίες σέ στεριές καί θάλασσες γιά τήν ἀποτίναξη τοῦ τουρκικοῦ ζυγοῦ, ζῆ τά τελευταῖα της χρόνια ἐντελῶς ξεχασμένη, φτωχή, προπάντων παραπονεμένη καί ἀδικημένη. Τό κράτος τῆς ἔδωσε μία πολύ μικρή σύνταξη καί τή χαρακτήρισε χήρα καί ἀπόμαχη! Δίκαια σέ ἀναφορά της στόν βασιλιά Ὄθωνα ἔντονα διαμαρτύρεται: «... ἡ ὑποφαινομένη, Μεγαλειότατε, οὔτε χήρα ἤμουν ποτέ, ἀλλ' οὔτε ὑπανδρευμένη, διά νά εἶναι δυνατόν νά κατασταθῶ χήρα, καί οὔτε εἰς τόν πόλεμον ποτέ ἐπληγώθην διά νά κατασταθῶ ἀπόμαχος...». Ἔτσι καταπικραμένη, στά 43 της χρόνια, φεύγει ἀπ' αὐτή τή ζωή.
Ξένε, σάν ἐπισκεφθεῖς τή Μύκονο, θά σέ καλωσορίσει στήν παραλία ἡ προτομή της μέ τά ὑπέροχα λόγια της πού χαράχτηκαν ἀπό κάτω:
«Ἡ ἀγάπη τῆς πατρίδος μου, ἡ πίστις εἰς τήν θρησκείαν μου, ἡ δίψα δικαίας ἐκδικήσεως ἐξῆραν τήν ψυχήν μου, καί μοῦ ἐνέσπειραν τόν πόθον τῶν μαχῶν».
Ἑλληνίς
Μεγάλη Τεσσαρακοστή καί πάλι, καί οἱ ἀκολουθίες τῶν Χαιρετισμῶν πρός τήν Παναγία μας ἀνανεώνουν μέσα μας τήν μεγάλη ἀλήθεια ὅτι οἱ πιστοί ἀπολαμβάνουμε στήν ζωή μας -καί ποιός μπορεῖ νά τό ἀμφισβητήσει αὐτό; τήν μοναδική εὐλογία ἡ μητέρα τοῦ Κυρίου, ἡ Θεοτόκος Μαρία, νά εἶναι καί δική μας μητέρα. Πῶς;
Οἱ ἄνθρωποι στήν αὐγή τῆς ὕπαρξής μας, τότε στήν Ἐδέμ, γίναμε ἀντάρτες• ἐναντιωθήκαμε στόν ἴδιο τόν δημιουργό μας. Ὁ Θεός μᾶς εἶχε προειδοποιήσει: Κάτι τέτοιο, δηλαδή ἡ αὐτονόμησή μας ἀπό τόν μόνο ἀθάνατο, θά σήμαινε ἀναπότρεπτα τόν θάνατό μας• ὅπως καί ἔγινε: παραδοθήκαμε στόν θάνατο, στήν φθορά. Καί θά ἔπρεπε ὁ Κύριος νά μᾶς ἐξαφανίσει ἀπό τό πρόσωπο τῆς γῆς, νά μήν ὑπάρχουμε. Ὅμως ἐπειδή εἶναι ἀγάπη καί ἐπειδή δέν μᾶς δημιούργησε γιά νά πεθάνουμε, θέλησε νά μᾶς σώσει. Θέλησε νά μᾶς ἀνασύρει ἀπό τόν βυθό τῆς πτώσης μας. Καί τί ἔκανε; Ἔκανε τά πάντα. Μᾶς ἔδωσε νόμο, σημεῖα, ἔστειλε γιά τόν σωφρονισμό μας δίκαιους καί προφῆτες, μέχρι πού στό τέλος ἔγινε καί ὁ ἴδιος ἄνθρωπος.
Πῆρε τήν ἀνθρώπινη φύση καί τήν ἔκανε δική του, τήν ἔκανε ἑαυτό του, δηλαδή ἔγινε ἕνας ἀπό μᾶς, ἔγινε ἀδελφός μας (βλ. Ἑβ 2, 11-12). Καί ὄχι μόνον ἔγινε ἀδελφός μας μέ τήν γενική ἔννοια πού ἰσχύει γιά ὅλους μας, ὅτι ὅλοι εἴμαστε ἀδέλφια, ἀφοῦ ὅλοι μετέχουμε στήν ἀνθρώπινη φύση, ἀλλά ἔγινε ἀδελφός μας μ’ ἕναν τρόπο πολύ πιό οὐσιαστικό καί βαθύ. Πῶς; Ἱδρύοντας τήν Ἐκκλησία του.
Τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία του; Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό σῶμα του, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (βλ. Α΄ Κο 12,27). Ὅλοι ὅσοι βαπτιζόμαστε στό ὄνομά Του ἀποτελοῦμε τό σῶμα του. Mέ ἄλλα λόγια ὁ Θεός, ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, μετά τήν ἀνάσταση καί τήν ἀνάληψή του εἶναι παρών στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος ὡς μία συλλογική ὕπαρξη, ὡς Ἐκκλησία. Καί ἐφόσον ἐμεῖς ἀποτελοῦμε τό σῶμα του, ὁ Χριστός εἶναι ὄχι ἁπλῶς ὁ πρωτότοκος ἀδελφός μας (βλ. Ρω 8,29) ἀλλά ὁ ἑαυτός μας, ὁ νοῦς μας, τά σπλάχνα μας, τό εἶναι μας (βλ. Α΄ Κο 2,16• Γα 4,6• Φι 1,8).
Ἀφοῦ λοιπόν εἴμαστε τόσο καί τέτοιοι ἀδελφοί τοῦ Χριστοῦ, εἴμαστε κατά χάριν καί υἱοί τοῦ Θεοῦ καί ἔχουμε κατά χάριν καί μητέρα μας τήν μητέρα του. Καί ὅπως ὁ Θεός ἀντικρίζει στό πρόσωπο τοῦ κάθε πιστοῦ τόν φυσικό του Υἱό, ἀφοῦ μέσα στήν Ἐκκλησία γίναμε «σύναιμοι» καί «σύσσωμοι» μαζί Του, καί ἡ Παναγία μας στό πρόσωπο ὅλων μας, τοῦ καθενός ἀπό μᾶς, βλέπει τόν Υἱό της. Καί ὅπως ἐνδιαφερόταν γιά τόν Υἱό της, καί ὅπως ἀγαπᾶ τόν Υἱό της καί ὅπως θυσίασε τόν ἑαυτό της γιά τόν Υἱό της, ἀγαπᾶ κι ἐμᾶς καί ἐνδιαφέρεται καί πρεσβεύει γιά μᾶς.
Ἀλλά γιά νά γευθοῦμε τούς καρπούς τῆς πρεσβείας της, πρέπει νά τηρεῖται μιά βασική προϋπόθεση: πρέπει νά ἔχουμε προσευχή ζωντανή καί δυνατή. Ἀλλιῶς δέν γίνεται. Ἡ πρεσβεία τῶν ἁγίων εἶναι δένδρο πού καρποφορεῖ ὅταν ποτίζεται μέ τήν ἰσχυρή προσευχή μας. Αὐτή συγκινεῖ τόν Κύριο.
Καί ἰσχυρή προσευχή δέν θά πεῖ νά κραυγάζουμε καί νά ξεσηκώνουμε τόν τόπο, ὄχι. Ἰσχυρή προσευχή θά πεῖ προσευχή πού προέρχεται ἀπό καθαρή καρδιά. Ἡ καθαρή καρδιά εἶναι ἐκείνη πού κάνει τόν Θεό νά σκύβει πατρικά πάνω ἀπό τό πλάσμα του. Καί πῶς καθαρίζει ἡ καρδιά μας; Καθαρίζει μέ τήν μετάνοια, μέ τήν ἐπιστροφή μας στόν Θεό, μέ τήν ἀπόφαση νά εἴμαστε ἀγωνιστές, ὅπως μᾶς θέλει ὁ Κύριος. Νά Τοῦ τά προσφέρουμε ὅλα, νά μήν κρατοῦμε τίποτε γιά τόν ἑαυτό μας. Προτεραιότητά μας νά εἶναι ὁ Θεός καί ἡ βασιλεία του. Αὐτό ἑλκύει τό θεῖο ἔλεος.
Ὄχι ὅτι θά τό κατορθώσουμε μέ τίς δυνάμεις μας. Μέ τήν δύναμή μας δέν μποροῦμε νά ἐπιτύχουμε τίποτε στήν πραγματικότητα. «Χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (Ἰω 15,5), προειδοποιεῖ ὁ Χριστός. Ἀλλά τότε; Ἡ προσπάθεια καί ὁ ἀγώνας μας δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μόνον ἡ ἀποδοχή Του, τό «ναί» πού λέμε στόν Θεό. «Ναί, θέλουμε, ἀποδεχόμαστε, Κύριε, τήν σωτήρια προσφορά σου». Ὅλα τά ἄλλα τά ἀναλαμβάνει ἐκεῖνος. Ἄν αὐτό τό «ναί» εἶναι καρδιόβγαλτο, ἄν αὐτό τό «ναί» εἶναι ἡ κατάθεση τῆς ἐλευθερίας μας στά χέρια τοῦ Θεοῦ, δεσμεύει τόν Κύριο νά μᾶς προσφέρει τά πάντα, καί τήν βασιλεία του καί τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του καί τήν μητέρα του νά εἶναι ὄντως μητέρα μας.
Εὐάγγελος Ἀλ. Δάκας
Στόν διπλό αὐτό Χαιρετισμό τοῦ ἑβδόμου Οἴκου (Η), μέ τόν ὁποῖο ἀρχίζει ἡ δεύτερη στάση τῶν Χαιρετισμῶν, ἡ Παναγία μας συνδέεται μέ δύο μεγάλα μεγέθη, τήν πίστη καί τήν χάρη. Ὡς στερρὸν τῆς πίστεως ἔρεισμα, στέρεο καί ἀσάλευτο στήριγμα τῆς πίστεως, τήν χαιρετίζει ὁ πρῶτος στίχος. Ἄς ξεκινήσουμε, λοιπόν, τήν προσέγγιση τοῦ Χαιρετισμοῦ ἀπό τήν σημασία τοῦ ὅρου «πίστις».
Ἡ λέξη «πίστις» χρησιμοποιεῖται στήν Καινή Διαθήκη μέ τίς ἑξῆς τέσσερις σημασίες:
α) Ἀπό πλευρᾶς τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ φερέγγυα ἐπαγγελία, ἡ ἀξιόπιστη πρότασή του πρός τούς ἀνθρώπους. Τό ὅτι π.χ. ὁ Θεός ἀνέστησε τόν Ἰησοῦ, ὅπως κηρύττει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στούς Ἀθηναίους (Πρξ 17, 31), εἶναι ἡ πίστη, ἡ ἐγγύηση τήν ὁποία παρέχει στούς ἀνθρώπους.
β) Ἀπό πλευρᾶς τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἡ ἐπίμονη ἀφοσίωση, ἡ ἀταλάντευτη ἐμπιστοσύνη, τό νά πιστεύουν τά μή βλεπόμενα πράγματα καί νά κατέχουν τά ἐλπιζόμενα (βλ. Ἑβ 11,1). Εἶναι ἡ μυστική ἐκείνη φλόγα πού σέ κινητοποιεῖ νά τολμήσεις τά ἀδύνατα, «ὥστε ὄρη μεθιστάνειν» (Α´Κο 13,2· πρβλ. Μθ 17,20· 21,21· Μρ 11,23).
γ) Πίστη ὀνομάζεται, ἀκόμη, ἡ διδαχή τοῦ Χριστοῦ, τό δόγμα τοῦ χριστιανισμοῦ· «τό ῥῆμα τῆς πίστεως ὃ κηρύσσομεν» (Ρω 10,8· πρβλ. Ἐφ 4,5).
δ) Ὁ χριστιανισμός, ἡ Ἐκκλησία (βλ. Γα 6,10· Φι 1,25). Αὐτό πού κακῶς ἐπικράτησε νά λέγεται σήμερα χριστιανική θρησκεία ὁ ἀπόστολος Παῦλος τό ὀνομάζει πίστη ἤ ἐκκλησία, χρησιμοποιώντας τίς δύο λέξεις ὡς συνώνυμες (βλ. Γα 1,13.23).
Ἄν ἡ Ἐκκλησία ἐγκωμιάζει τήν πανάμωμη Κόρη τῆς Ναζαρέτ γιά τήν ἄσπιλη ἁγνότητά της, ἄν τήν μεγαλύνει γιά τήν ἀπόλυτη ταπεινοφροσύνη της, ἄν τήν θαυμάζει γιά τήν ἄριστη γνώση τῆς ἁγίας Γραφῆς, ὅπως φανερώνεται στόν ὑπέροχο ὕμνο πού ἡ ἴδια συνέθεσε (βλ. Λκ 1,46-55), ἄν μένει ἔκθαμβη μπροστά στήν δυνατή προσευχή της, στήν ἄμετρη ὑπομονή της, στήν ἄκρα ἐχεμύθεια καί στά τόσα ἄλλα χαρίσματά της, πρωτίστως καί κυρίως εἶναι ἀξιοθαύμαστη ἡ ἐξαιρετική πίστη τῆς Παρθένου. Στό πρόσωπο τῆς Κεχαριτωμένης ἀπαντοῦν καί οἱ τέσσερις ἔννοιες τῆς πίστεως πού ἀνέφερα: Ὅ,τι φανέρωσε ὁ Θεός στούς ἀνθρώπους, ὅ,τι δίδαξε ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία τήν ὁποία ἵδρυσε ὁ Θεάνθρωπος, ὅλα συνδέονται ἀδιάρρηκτα μέ Ἐκείνην πού ἔγινε ἡ μητέρα του, ὁ χρυσός κρίκος μεταξύ γῆς καί οὐρανοῦ, Ἐκείνην πού χάρισε στόν Θεό τήν ἀνθρώπινη σάρκα της, ὥστε νά περπατήσει ὡς ἄνθρωπος στήν γῆ ὁ Θεός!
Οὐρανομήκης ἡ πίστη τῆς Παναγίας μας! Ἰλιγγιᾶ ὁ νοῦς, ὅταν προσπαθεῖ νά τήν συλλάβει! Ἄς γονατίσουμε ταπεινά, ἀδελφοί μου, γιά νά μαθητεύσουμε σ᾿ αὐτόν τόν κολοσσό τῆς πίστεως. Ποιά φλόγα, ποιά φωτιά πυρπολοῦσε τήν ὕπαρξή της, ὥστε νά ἐκδηλώσει τήν μέγιστη ἀνταπόκριση στήν ἐπαγγελία τοῦ Θεοῦ, μέ ἀπόλυτη ἀφοσίωση νά θέσει τόν ἑαυτό της στήν ὑπηρεσία τοῦ θείου σχεδίου, νά ἐνστερνισθεῖ τήν διδαχή τοῦ Θεανθρώπου καί νά καταστεῖ ὄχι μόνον τό πρῶτο καί ἐξέχον μέλος τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας του, ἀλλά καί ἡ προτύπωση τῆς Ἐκκλησίας καί τό παντέλειο πρότυπο κάθε πιστοῦ, τό στήριγμα τῆς πίστεως;
«Χωρὶς δὲ πίστεως ἀδύνατον εὐαρεστῆσαι» (Ἑβ 11,6), κανείς δέν μπορεῖ νά ἀρέσει στόν Θεό χωρίς πίστη. Στήν ἱστορία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἐμφανίσθηκαν καί ἄλλοι ἄνθρωποι, ἄνδρες καί γυναῖκες, πού μέ τήν πίστη τους εὐαρέστησαν στόν Θεό. Ἕναν μακρύ κατάλογο ἀναφέρει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Ἑβραίους Ἐπιστολή (κεφ. 11). Καί συνεχίζεται ὁ κατάλογος στό διάβα τῶν αἰώνων μέ τά πρόσωπα τῆς Καινῆς Διαθήκης καί μέ τά πιστά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, πού σέ τόσες ταλαιπωρίες ὑποβλήθηκαν καί στό μαρτύριο ὁδηγήθηκαν ὁμολογώντας ἔτσι τήν ἀσάλευτη πίστη τους στόν Ἰησοῦ Χριστό. Ἀλλά ἡ πανάσπιλη Παρθένος ξεχωρίζει ἀπό ὅλους αὐτούς -καί ἀπό ὅσους μέχρι τήν συντέλεια τοῦ κόσμου θά ἀναφανοῦν-, ὅσο λαμπρότερη φαντάζει στά μάτια μας ἡ σελήνη ἀπό τά ἄπειρα ἀστέρια πού φωτίζουν τόν οὐρανό. Ἡ μοναδική πίστη της εἵλκυσε τό βλέμμα τοῦ Θεοῦ καί γιά τήν πίστη της δέχθηκε τήν ἀγγελική διαβεβαίωση «εὗρες γὰρ χάριν παρὰ τῷ Θεῷ» (Λκ 1,30).
Ἀπό τά πρῶτα χρόνια τῆς ζωῆς της ἡ πάνσεπτη Μαριάμ ἄρεσε στόν Θεό καί συνδέθηκε μαζί του. Ἡ εὐσέβεια καί ἡ ἀγάπη της γιά Ἐκεῖνον, ἡ ταπείνωση καί ἡ ἁπλότητα καί ὅλα τά ἄλλα χαρίσματά της ἦταν τῆς πίστεως βλαστοί, ἀπό τήν πίστη της ἀρδεύονταν καί τήν κατέστησαν ἕναν χριστομίμητο ἄνθρωπο. Ἀλλά τό ὕψος καί ἡ ἔνταση τῆς πίστεως ἐκδηλώνεται κυρίως μέ τήν ὑποταγή. Ὤ ἡ ὑποταγή της στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, πού τήν ἀνέδειξε χωρίο τοῦ Ἀχωρήτου, Μητέρα τοῦ Ἀνάρχου!
Ὅταν ὁ ἀπεσταλμένος ἀπό τόν Θεό ἄγγελος τῆς φανερώνει τήν θεία βουλή, ὁ Θεός περιμένει τήν ἀπάντηση τῆς Μαρίας. Ζητᾶ τήν ἐλεύθερη συγκατάθεση τῆς δούλης του, ὅπως ὁ νυμφίος περιμένει τήν ἀπάντηση τῆς ὑποψήφιας νύμφης. Καί Ἐκείνη ἐλεύθερα, ὑπεύθυνα καί ἑκούσια δέχεται νά συνεργασθεῖ γιά τήν ἐκπλήρωση τοῦ σχεδίου τῆς θείας Οἰκονομίας. Πιστεύει ὅτι ὅσα λέχθηκαν θά πραγματοποιηθοῦν καί ἐμπιστεύεται ὁλοκληρωτικά τόν ἑαυτό της στά χέρια τοῦ Θεοῦ· «ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμά σου» (Λκ 1,38). Τήν μακαρίζει γιά τήν γιγάντια πίστη της ἡ συγγενής της Ἐλισάβετ· «μακαρία ἡ πιστεύσασα ὅτι ἔσται τελείωσις τοῖς λελαλημένοις αὐτῇ παρὰ Κυρίου» (Λκ 1,45) καί ὁ διδάσκαλος τοῦ γένους Ἠλίας Μηνιάτης συγκλονισμένος ἀναφωνεῖ: «Ὦ θαυμαστή δύναμις μιᾶς Παρθένου, ὁπού μέ ἕνα γένοιτο κάμνει τόν Θεό νά ἀλλάζει μέ τήν γῆν τούς ἀστέρας»!
Ἀπό τήν ὥρα ἐκείνη ἡ Θεοτόκος ἐνταφιάζει τόν ἑαυτό της μέσα στήν Θεότητα καί ὁ Θεός ἀνασταίνει ἐν Χριστῷ τήν κεχαριτωμένη ὕπαρξή της στήν ζωή τῆς πίστεως. Αὐτό εἶναι πίστη, ἀδελφοί μου, ἕνας θάνατος καί μία ἀνάσταση: Πεθαίνω γιά τόν κόσμο καί ζῶ γιά τόν Θεό. Πεθαίνει ἡ δική μου λογική, καί ἀνασταίνεται μέσα μου τό ὑπέρλογο τοῦ Θεοῦ. Πεθαίνει τό δικό μου θέλημα καί ζῶ πλέον μία νέα, ἀναστημένη ζωή, ὅπως ὑπαγορεύει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ! Αὐτή τήν πίστη στόν ὑπέρτατο καί ὑπερτέλειο βαθμό διέθετε ἡ πανάχραντη Δέσποινα. Μ᾿ αὐτή τήν πίστη παρακολούθησε βῆμα πρός βῆμα, στιγμή πρός στιγμή τήν ἐπίγεια ζωή καί τήν δράση τοῦ Θεανθρώπου Υἱοῦ της· ἀπό τότε πού ὡς βρέφος τόν θήλαζε καί συνοδευόμενη ἀπό τόν μνήστορα Ἰωσήφ, τόν νομιζόμενο πατέρα τοῦ Ἰησοῦ, ἔπαιρνε τόν σκληρό δρόμο τῆς προσφυγιᾶς στήν Αἴγυπτο, γιά νά σώσει τό νεογέννητο ἀπό τήν μανία τοῦ Ἡρώδη, μέχρι τήν ὥρα πού κάτω ἀπό τόν σταυρό ἔνιωθε τήν ρομφαία τοῦ πόνου νά διαπερνᾶ τά μητρικά σπλάγχνα της. Κατανοώντας ὅσο κανείς ἄλλος τό κάθε τι, ἀφοῦ τό ἅγιο Πνεῦμα τήν εἶχε ἐπισκιάσει, ὑποτασσόταν ταπεινά καί σιωπηλά σέ ὅ,τι ὅριζε ὁ Θεός. Νά ἡ «ὑπερβάλλουσα» πίστη τῆς Θεοτόκου, γιά τήν ὁποία ἀναδείχθηκε τό στερρὸν τῆς πίστεως ἔρεισμα. Ἔγινε τό ἀσάλευτο στήριγμα γιά τήν πίστη μας τήν προσωπική, ἀλλά ἐπίσης στήριγμα καί κριτήριο γιά τήν ὀρθόδοξη πίστη τῆς Ἐκκλησίας ἀνά τούς αἰῶνες.
«Σημεῖον ἀντιλεγόμενον» εἶναι ἀνά τούς αἰῶνες ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, ἀλλά καί τό Εὐαγγέλιό του καί ἡ ἁγία Ἐκκλησία του. Παρόμοια καί ἡ κεχαριτωμένη Μητέρα του εἶναι «σημεῖον ἀντιλεγόμενον». Σύνοδοι Οἰκουμενικές θέσπισαν μαζί μέ τό Χριστολογικό καί τό Θεομητορικό δόγμα. Ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ἀποδεικνύει ὅτι λανθασμένη τοποθέτηση στό δόγμα τῆς Παρθένου σαλεύει ὅλο τό οἰκοδόμημα τῆς πίστεως. Καί σήμερα ἀποτελεῖ σημεῖο καί κριτήριο, βάθρο σταθερό τῆς πίστεως τό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου. Οἱ παπικοί τήν ὑπερτιμοῦν. Μέ τό ἀνυπόστατο δόγμα πού ἐπινόησαν ὅτι ἡ Παρθένος συνελήφθη «ἀσπόρως», ὄχι μέ τόν φυσικό τρόπο, καί μέ τήν ἀπέραντη «Μαριολογία» νομίζουν ὅτι τιμοῦν τήν Παναγία μας, ἀλλά στήν πραγματικότητα τήν προσβάλλουν καί τήν ἀδικοῦν, διότι τήν παρουσιάζουν περίπου σάν θεά. Οἱ προτεστάντες ἀπό τήν ἄλλη πλευρά τήν ὑποτιμοῦν καί τήν θεωροῦν σάν μία ἁπλή γυναίκα, πού γέννησε μέν τόν 'Ιησοῦ ἐκ Πνεύματος ἁγίου, ἀλλά στήν συνέχεια γέννησε μέ τόν Ἰωσήφ καί ἄλλα παιδιά. Μόνον ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τιμᾶ καί μεγαλύνει ὅπως πρέπει τήν Μητέρα τοῦ Κυρίου καί τήν προβάλλει ὡς βάση καί στήριγμά της.
Στό σημεῖο αὐτό θά ἐπαναλάβω κάτι πού πρέπει πολύ βαθιά νά χαραχθεῖ στήν σκέψη καί στήν καρδιά μας γιά νά μήν παρασυρθοῦμε σέ πλάνη καί λαθέψουμε στήν πίστη μας: Θεμέλιο μοναδικό καί ἀναντικατάστατο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός (βλ. Α´ Κο 3,11). Εἶναι δέ αὐτάρκης καί αὐτοδύναμος ὁ μοναδικός Σωτήρας μας. Δέν χρειάζεται βοήθεια ἀπό κανέναν, οὔτε ἄνθρωπο οὔτε ἄγγελο. Θέλει ὅμως καί εὐδοκεῖ ὁ πανάγαθος Κύριος νά δίνει καί στούς δικούς του, στούς ἀγαπητούς του, τήν χαρά νά συμμετέχουν καί αὐτοί στό ψυχοσωτήριο ἔργο του, νά ἀπολαμβάνουν τήν παντοδυναμία του καί νά κοινωνοῦν στήν λαμπρότητα τῆς δόξας του. Ἔτσι χρησιμοποιεῖ τούς ἀγγέλους ὡς «λειτουργικὰ πνεύματα εἰς διακονίαν ἀποστελλόμενα διὰ τοὺς μέλλοντας κληρονομεῖν σωτηρίαν» (Ἑβ 1,14). Παρόμοια καθιστᾶ τούς ἁγίους ἀποστόλους θεμελίους λίθους τῆς Ἐκκλησίας του (βλ. Ἐφ 2,20· Ἀπ 21,14), ἀλλά καί τούς τόσους ἄλλους ἁγίους, πού διακρίθηκαν μέσα στήν Ἐκκλησία, τούς ἐπικαλούμαστε οἱ πιστοί ὡς «στύλους τῆς Ἐκκλησίας» (π.χ. τόν Μ. Ἀθανάσιο, τόν ἅγιο Στυλιανό κ.ἄ.). Ἐξαιρέτως καί πολύ περισσότερο ἰσχύει αὐτή ἡ τιμή γιά τήν παναγία Μητέρα τοῦ Θεανθρώπου. Τήν τιμοῦμε καί τήν προσκυνοῦμε «δουλικῶς ἀλλ᾿ οὐ λατρευτικῶς». Ἡ λατρευτική προσκύνηση ἀνήκει μόνο στόν Θεό.
Στόν δεύτερο στίχο χαιρετίζοντας τήν Παναγία μας τήν χαρακτηρίζουμε ὡς λαμπρὸν τῆς χάριτος γνώρισμα. Εἶναι ἡ «Κεχαριτωμένη» (Λκ 1,28), πού σημαίνει «ὁ ἄνθρωπος τῆς χάριτος». Γιά νά καταλάβουμε, λοιπόν, τό νόημα τοῦ Χαιρετισμοῦ πρέπει νά γνωρίζουμε τί σημαίνει «χάρις».
Χρησιμοποιοῦμε καί σήμερα τήν λέξη χάρη. Λέμε π.χ. «κάνε μου μιά χάρη», «γιά χάρη μου...» ἤ «ἔδωσε χάρη, ἀμνηστεία». Μέσα στήν θεόπνευστη Γραφή, ὡστόσο, ἡ ἔννοια «χάρις» εἶναι ἀσύγκριτα πλουσιώτερη καί βαθύτερη. Ἔχει τόσο θεολογικό πλοῦτο καί βάθος, ὥστε δύσκολα μπορεῖ κανείς νά τήν περιγράψει καί νά τήν ἐκφράσει. Εἶναι ὅ,τι διαθέτει ὁ Θεός γιά τήν σωτηρία μας. Ἕνα μόνον μᾶς σώζει, ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ· «χάριτί ἐστε σεσωσμένοι» (Ἐφ 2,5), «ἐπεφάνη γὰρ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σωτήριος πᾶσιν ἀνθρώποις» (Ττ 2,11), διδάσκει ὁ ἀπόστολος Παῦλος.
«Χάρις» στήν γλῶσσα τῆς ἁγίας Γραφῆς ὀνομάζεται ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, καί συγκεκριμένα ἡ ἀγάπη του πρός τούς ἁμαρτωλούς. ῾Ο Θεός, ὁ πλάστης μας καί δημιουργός τοῦ κόσμου, θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι εἶχε ἀρχικά τήν ὑποχρέωση νά ἀγαπάει τά πλάσματά του. ᾿Από τότε ὅμως πού ἐμεῖς γίναμε ἀντάρτες, ἀναρχικοί, ἀποστάτες, ἀφοῦ καταπατήσαμε τήν ἐντολή του καί συμμαχήσαμε μέ τόν ἐχθρό, ὁ Θεός εἶχε κάθε δικαίωμα νά μᾶς ἀποβάλει ἀπό τήν ἀγάπη του, νά μᾶς ἀποπαιδώσει. Καί ὅμως, καί μετά τήν πτώση μας ἐξακολουθεῖ νά μᾶς ἀγαπάει. Αὐτή ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρός τόν πεπτωκότα ἄνθρωπο ὀνομάζεται «χάρις».
Ἔκφραση τῆς θείας χάριτος ἀποτελεῖ τό θαυμαστό σχέδιο τῆς θείας Οἰκονομίας, τό σχέδιο τῆς σωτηρίας μας. Ἔτσι ἐκδηλώθηκε ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἦρθε νά ἀναζητήσει καί νά ἀγκαλιάσει τόν παραστρατημένο ἄνθρωπο, νά τόν σηκώσει καί νά τόν καθαρίσει ἀπό τόν βοῦρκο τῆς ἁμαρτίας, νά τόν σώσει καί νά τόν ἀνεβάσει στόν οὐρανό. Κατέβηκε στήν γῆ ὁ Θεός, ὑπέμεινε σταυρό καί θάνατο, ἔφθασε ὥς τόν ᾅδη, γιά νά χαρίσει σέ μᾶς τήν λύτρωση ἀπό τήν ἁμαρτία. Καί δέν ἀρκέσθηκε μόνο σ᾽ αὐτήν τήν δωρεά. Ἡ ἀγάπη του μᾶς χάρισε, ἐπιπλέον, τήν υἱοθεσία, καί μᾶς κατέστησε κληρονόμους τῆς βασιλείας του, συγκληρονόμους τοῦ Υἱοῦ του (βλ. Ρω 8,17· Γα 4,7)! Ποιό ἀνθρώπινο παράδειγμα θά μποροῦσε νά ἐκφράσει μιά τέτοια ἀγάπη;
῎Αν ἤμουν ζωγράφος, θά ζωγράφιζα ἕναν κόκκινο οὐρανό μ᾽ ἕνα λευκό σύννεφο πού θά ἔπεφτε στήν ἄγονη γῆ ὡς εὐεργετική βροχή καί θά τήν μετέβαλλε σέ παράδεισο. ῾Η εἰκόνα αὐτή θά ἦταν μία συμβολική ἀναπαράσταση τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. ῾Ο κόκκινος οὐρανός συμβολίζει τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ· τό λευκό σύννεφο τήν χάρη του, τήν ἀγάπη του εἰδικά γιά μᾶς τούς ἁμαρτωλούς· καί ἡ εὐεργετική βροχή παριστάνει τό ἔλεος πού μᾶς συγχωρεῖ, τό φῶς πού μᾶς φωτίζει, τήν δύναμη πού μᾶς δυναμώνει ἐγκαθιστώντας στόν κόσμο τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τήν στρατευομένη ἐκκλησία του.
Σύμβολο ἐκφραστικό τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ ὁ σταυρός τοῦ Κυρίου μας. Καθώς ἑνώνει οὐρανό καί γῆ, ἀνατολή καί δύση, εἰκονίζει τήν ἀπέραντη ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ, πού χωρᾶ ὅλα τά πλάσματά του, καί τούς ταπεινούς δικαίους καί τούς μετανοοῦντες ἁμαρτωλούς. Αὐτό εἶναι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, ἡ θεϊκή ἀγκαλιά πού μᾶς συνέχει ὅλους (βλ. Β´ Κο 5,14). Καί «θρόνος τῆς χάριτος», στόν ὁποῖο μέ παρρησία μποροῦμε νά πλησιάζουμε «ἵνα λάβωμεν ἔλεον καὶ χάριν εὕρωμεν εἰς εὔκαιρον βοήθειαν» (Ἑβ 4,16), εἶναι ὁ σταυρός τοῦ Κυρίου μας. Ἀπό αὐτόν ἀναβλύζει ἡ θεία χάρις.
Ἀλλά ὅπως ἡ λέξη «πίστις» ἔτσι καί ἡ «χάρις» σέ ὁρισμένα χωρία τῆς ἁγίας Γραφῆς δηλώνει τήν Ἐκκλησία. Στήν πρός Ρωμαίους Ἐπιστολή π.χ. ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει ὅτι διά τῆς πίστεως ὁ Κύριος μᾶς πῆρε ἀπό τό χέρι καί μᾶς ἔφερε καί μᾶς τοποθέτησε σ᾽ ἕνα καθεστώς, στό καθεστώς τῆς χάριτος, τήν Ἐκκλησία του (βλ. Ρω 5,1-2). Καί ὅταν γράφει πρός τόν μαθητή του Τίτο ὅτι φανερώθηκε ἡ σωτήριος χάρις τοῦ Θεοῦ «παιδεύουσα ἡμᾶς ἵνα ἀρνησάμενοι τὴν ἀσέβειαν καὶ τὰς κοσμικὰς ἐπιθυμίας σωφρόνως καὶ δικαίως καὶ εὐσεβῶς ζήσωμεν ἐν τῷ νῦν αἰῶνι» (2,12), στήν Ἐκκλησία ἀναφέρεται. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τά Ἐκπαιδευτήρια τοῦ Θεοῦ· μᾶς ἐκπαιδεύει, ὥστε νά ἀρνηθοῦμε τήν ἀσέβεια καί τίς κοσμικές ἐπιθυμίες, καί νά ζήσουμε μέ σωφροσύνη, δικαιοσύνη καί εὐσέβεια. Ἡ Ἐκκλησία, ἐπίσης, εἶναι ὁ διαχειριστής τῆς θείας χάριτος. Μόνος του ὁ ἄνθρωπος, κι ἄν ἀκόμη κάνει νηστεῖες, προσευχές, ἀγαθοεργίες, καί σημεῖα ἄν ἐπιτελεῖ, ἐφόσον δέν ἔχει ἐπαφή μέ τήν Ἐκκλησία καί δέν ζῆ μυστηριακή ζωή, στερεῖται τήν χάρη τοῦ Θεοῦ καί βρίσκεται ἐκτός σωτηρίας.
Πῶς ἐφαρμόζεται στήν ζωή τῶν ἀνθρώπων ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ; Πῶς ἐκδηλώνεται στήν φυσική πραγματικότητα; Ὅπως, ἄν θέλαμε νά μελετήσουμε π.χ. τήν ἀξία τοῦ ἠλεκτρισμοῦ, θά μελετούσαμε τίς ἐφαρμογές του, ἔτσι γιά νά κατανοήσουμε τί σημαίνει «χάρις Θεοῦ», θά ἐντρυφήσουμε στούς βίους τῶν ἁγίων μας. Αὐτοί ἀποτελοῦν τήν ἐφαρμογή, τό ἐπιτυχημένο πείραμα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ μέσα στήν ἱστορία. Ὅλοι οἱ ἅγιοι, ἀπόστολοι, μάρτυρες, ὅσιοι, πατέρες καί διδάσκαλοι, ὁμολογητές, νεομάρτυρες εἶναι βλαστοί ἀλλά καί γνωρίσματα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Παραχώρησαν τήν προσπάθεια, τόν ἀγώνα τους στήν θεία χάρη καί, σέ συνεργασία μαζί της, ξεπέρασαν τήν ἀδυναμία τῆς ἀνθρώπινης φύσης, συνέτριψαν τίς παγίδες τοῦ σατανᾶ, ἔμειναν ἀπρόσβλητοι στούς πειρασμούς αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἔφθασαν στά ὕψη τῆς ἁγιότητος. Στήν χάρη τοῦ Θεοῦ χρωστοῦν καί οἱ δίκαιοι τήν δικαιοσύνη τους καί οἱ ἁμαρτωλοί τήν κάθαρση καί τήν σωτηρία τους.
Στήν κορυφή τῆς θαυμαστῆς χορείας τῶν ἁγίων, τό ἐξοχώτερο ἀπό ὅλα τά παραδείγματα, τό ἀπαράμιλλο λαμπρὸν τῆς χάριτος γνώρισμα εἶναι ἀναντίρρητα ἡ Παναγία μας, ἡ «κεχαριτωμένη» Παρθένος. Ἡ ὑπεραγία προσωπικότητά της εἵλκυσε τήν παντοδύναμη χάρη τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος «ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν» (βλ. πρβλ. Πρμ 3,34· Ἰα 4,6· Α´ Πέ 5,5). Αὐτή ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ λάμπρυνε τόσο τήν ταπεινή κόρη τῆς Ναζαρέτ, ὥστε τήν ἀνέδειξε λαμπρότερη κι ἀπό τίς ἀκτίνες τοῦ ἥλιου, «λαμπροτέρα λαμπηδόνων ἡλιακῶν», τήν κατέστησε τό «πυρίμορφον ὄχημα τοῦ Λόγου». Ὡς «μητέρα τοῦ Φωτός» μεσουρανεῖ στό πνευματικό στερέωμα δίπλα στόν ἄδυτο νοητό Ἥλιο, τόν Μονογενῆ Υἱό της. Ἐκείνου τήν ἄρρητη λαμπρότητα ἀντικατοπτρίζει ἡ Θεομήτωρ καί τήν διαχέει σέ ὅλη τήν πλάση· καταυγάζει τίς ψυχές τῶν ἁγίων καί τίς ἑλκύει στήν χάρη τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτό ἀνά τούς αἰῶνες οἱ πιστοί μέ βαθύτατη εὐγνωμοσύνη κλίνουν γόνυ εὐλαβικά στήν Κεχαριτωμένη καί μέ συγκλονισμό ψυχῆς τήν χαιρετίζουν· χαῖρε λαμπρὸν τῆς χάριτος γνώρισμα!
Ὅλοι ὅσοι εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, τό χρωστοῦμε στήν χάρη τοῦ Θεοῦ. Εὐλογημένο τό ὄνομά του καί δοξασμένη ἡ ἀγάπη του! Πόσες φορές πέ-σαμε καί μέ τήν χάρη του μᾶς σήκωσε, μᾶς ἀνέστησε! Πόσες φορές ἡ ἁμαρτία λέρωσε τήν ψυχή μας καί ἡ χάρη του μᾶς καθάρισε! Πόσες φορές πληγωθήκαμε ἀπό τά βέλη τοῦ πονηροῦ καί ἡ θεία χάρη μᾶς θεράπευσε! ῾Η χάρη τοῦ Κυρίου εἶναι τό ὀξυγόνο τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Μόνον -προσοχή!«μὴ εἰς κενὸν τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ δέξασθαι ὑμᾶς» (Β´ Κο 6,1), παραγγέλλει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, μήν πάει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ χαμένη. Δέν θά πάει χαμένη, ἄν πλησιάζουμε τόν σταυρό τοῦ Χριστοῦ μας μέ μετάνοια, ἄν προσερχόμαστε τακτικά καί συνειδητά στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, ἄν μένουμε σταθεροί στό καθεστώς αὐτό τῆς θείας χάριτος.
Κάθε ζωντανό μέλος τῆς Ἐκκλησίας ἐπιθυμεῖ νά βάλει στήν ζωή του πρότυπο τήν Κεχαριτωμένη καί μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ ἀγωνίζεται νά βαδίσει στά ἴχνη της. Ἔτσι ὁ πιστός ἀξιώνεται νά συλλάβει κι αὐτός μέσα του τόν Χριστό! Ἀξιώνεται νά χαρίσει μέ τήν σειρά του στήν ἀνθρωπότητα ἕναν μικρό Χριστό, τόν ἑαυτό του ἀναγεννημένο, γνήσιο μιμητή τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι γίνεται καί αὐτός μέσα στόν κόσμο ἕνα γνώρισμα τῆς χάριτος, πού ἀκτινοβολεῖ λίγη ἀπό τήν ἀτέλειωτη λαμπρότητα τῆς Παναγίας μας.
Στεργίου Σάκκου, Ὦ πανύμνητε Μῆτερ, σελ. 97-111.