Δημιούργημα τοῦ παντοδύναμου, πάνσοφου καί πανάγαθου Θεοῦ εἶναι ὁ πανέμορφος κόσμος πού μᾶς περιβάλλει. Καί εἶναι γεγονός ὅτι ἡ τάξη, ἡ ἀκρίβεια, ἡ ἁρμονία, ἡ σκοπιμότητα, ὁ ρυθμός τοῦ σύμπαντος καθιστοῦν τόν κόσμο -ὄνομα καί πρᾶγμα- πραγματικό «κόσμημα». Ἡ ἀπεραντοσύνη τοῦ οὐρανοῦ καί ἡ γοητεία τῆς θάλασσας, τά φωτεινά ἄστρα καί τά ψηλά βουνά, ἡ πλούσια βλάστηση καί τό ζωικό βασίλειο, μά πάνω ἀπ’ ὅλα, ὁ ἄνθρωπος, τό ἔκπαγλο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, μαρτυροῦν πόσο «καλὰ λίαν» (Γέ 1,31) τά ἔπλασε ὅλα ὁ Δημιουργός.
Μέσα σ’ αὐτόν τόν ὑπέροχο κόσμο φύτεψε ὁ Θεός τόν παράδεισο, μία σμικρογραφία τοῦ κόσμου, ὅπου συγκέντρωσε ὅλα τά καλά καί τά ὡραῖα τοῦ σύμπαντος γιά τόν ἄνθρωπο, τόν ὁποῖο ἀγάπησε. Μέ τόν παράδεισο ὁ Κύριος μᾶς χάρισε ὁλόκληρη τήν κτίση σάν ἕναν οἶκο, γιά νά μένουμε μέσα σ᾿ αὐτόν. Ὁ ἴδιος ὡς οἰκοδόμος τῆς κτίσεως, ὡς οἰκονόμος της καί πρῶτος ἀξιωματικά οἰκολόγος, ἔθεσε τούς ὅρους τῆς σχέσεώς μας μέ αὐτήν· μᾶς ἔβαλε μέσα στόν παράδεισο «ἐργάζεσθαι αὐτὸν καὶ φυλάσσειν» (Γέ 2,15), γιά νά τόν ἐργαζόμαστε καί νά τόν φυλάγουμε.
Ὅλα ἀπό ἀγάπη γιά τόν ἄνθρωπο τά ἔπλασε ὁ Θεός, καί τόν ἄνθρωπο τόν ἔπλασε γιά τόν ἑαυτό του. Ἐκεῖνος ὅμως πρόδωσε τήν ἀγάπη τοῦ Δημιουργοῦ του. Παρέβη τήν θεϊκή ἐντολή, πού εἶχε σκοπό νά δοκιμάσει τήν ἐλεύθερη βούλησή του, κι ἔγινε ἀποστάτης, μέ ἀποτέλεσμα νά βρεθεῖ ἐξόριστος ἀπό τόν παράδεισο. Τότε ἦταν πού ἀγρίεψε καί ὅλη ἡ δημιουργία· γέμισε ἀγκάθια καί τριβόλια, ἀγρίμια καί θηρία. Ἀπό τότε, «πᾶσα ἡ κτίσις συστενάζει καὶ συνωδίνει» (Ρω 8,22) μαζί μέ τόν πεσμένο ἄνθρωπο, πού ἀλλοτριωμένος ἀπό τόν Κτίστη του ταλαιπωρεῖται, αὐτοκαταστρέφεται καί συμπαρασύρει στήν καταστροφή καί ὅλη τήν κτίση. Ἔτσι βλέπουμε σήμερα γύρω μας τόν παράδεισο νά ἔχει γίνει κόλαση. Ὁ οὐρανός εἶναι θολός ἀπό θανατερούς καπνούς καί χάσκει ἀνοιχτός μέ τίς τρύπες τοῦ ὄζοντος, ἀπό ὅπου μᾶς πυροβολοῦν ἀνεμπόδιστα φονικές κοσμικές ἀκτινοβολίες. Ὁ ἥλιος μᾶς καίει μέ τό φῶς του, ἡ γῆ σαλεύεται ἀπό τά θεμέλιά της. Οἱ πηγές στερεύουν, τά δάση καίγονται, οἱ τροφές καταστρέφουν. Οἱ θάλασσες, οἱ ποταμοί καί ὁ ἀέρας μολύνονται ἀπό ἐπικίνδυνα χημικά λύματα -παραγωγή τῆς τεχνολογικῆς προόδου μας- πού σκορποῦν ραγδαῖα τόν ὄλεθρο σέ κάθε τι ζωντανό. Οἱ εἰκόνες τῆς Ἀποκαλύψεως (κεφ. 8 καί 9) ζωντανεύουν ἐφιαλτικά μπροστά μας. Γιατί; Ποιός καταστρέφει τήν κτίση καί μᾶς ρημάζει; Κάτω ἀπό τό μαστίγιο τῆς οἰκολογικῆς καταστροφῆς, πού χαράσσει ὀδυνηρά τό κορμί μας μέ δάκρυα καί αἷμα, ἀναγκαζόμαστε νά τό ὁμολογήσουμε μέ συντριβή· οἱ βάνδαλοι εἴμαστε ἐμεῖς! Ἡ ἀπληστία μας, ἡ μανία νά καταναλώνουμε ὅλο καί περισσότερα, ἡ μέθη τοῦ εὐδαιμονισμοῦ μᾶς σπρώχνουν νά ἀσχημονοῦμε εἰς βάρος τῆς φύσεως. Παράγουμε ὑπέρμετρα βιάζοντας τήν φύση καί σπαταλοῦμε ἄμετρα φθείροντας τόν ἑαυτό μας.
Στήν ἑορτή τῆς θείας Ἀναλήψεως ψάλλουμε: «Γηράσαντα, Κύριε, κόσμον πολλοῖς ἁμαρτήμασι...». Κύριε, ὁ κόσμος γήρασε, πάλιωσε, καταστράφηκε. Καί ποιά εἶναι ἡ αἰτία αὐτῆς τῆς καταστροφῆς; «Πολλοῖς ἁμαρτήμασι», οἱ ἁμαρτίες μας! Ὁ Θεός τά ἔκανε ὅλα ὄμορφα, ἀλλά τά δικά μας πολλά ἁμαρτήματα διασάλευσαν τήν ἁρμονία καί ἀναστάτωσαν τό σύμπαν. Ἐπειδή διέκοψε τήν σχέση του μέ τόν Θεό ὁ ἄνθρωπος κατήντησε σέ δυσαρμονία πρός τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του καί πρός τόν συνάνθρωπό του καί πρός τήν κτίση. Ἔτσι προέκυψε ἡ οἰκολογική καταστροφή· αὐτός πού θά φύλαγε καί θά προστάτευε τήν κτίση, τήν καταστρέφει ἀσυλλόγιστα καί βάναυσα περιφρονώντας τόν Κτίστη καί ἀδιαφορώντας γιά τό ἅγιο θέλημά του. Οἰκολογική καταστροφή εἶναι ἡ ἀσπλαγχνία τῶν γονέων, ἡ ἀνταρσία τῶν παιδιῶν, ἡ διαστροφή τῆς φύσεως ἀνδρῶν καί γυναικῶν, ἡ ὁμοφιλοφυλία καί τόσα ἄλλα θλιβερά πού σάν γάγγραινα ἁπλώνονται στήν κοινωνία μας. Καί εἶναι στ᾿ ἀλήθεια φρικτό ὅτι σήμερα γίνονται σύλλογοι καί κόμματα οἰκολογικά, ὀργανώνονται ἐκδηλώσεις καί ἐξορμήσεις γιά τόν περιορισμό τῆς οἰκολογικῆς καταστροφῆς, γιά τήν διάσωση τῆς χλωρίδας καί τῆς πανίδας, καί κανένα ἐνδιαφέρον δέν ἐκδηλώνεται γιά τόν ἴδιο τόν φθορέα τῆς φύσεως, τόν διεφθαρμένο ἄνθρωπο.
Τί τραγικό! Ὁ «κόσμος» ἀπό κόσμημα κατήντησε νά σημαίνει ἐκείνους πού παραβαίνουν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, πού βαδίζουν ἐνάντια στόν Θεό καί τό σχέδιό του (βλ. Ἰα 4,4· Α´ Ἰω 2,15-16· 5,19). Ἐντούτοις, δέν ἔπαψε ποτέ νά εἶναι τό ἀντικείμενο τῆς ἀγάπης καί τῆς φροντίδας τοῦ Θεοῦ· «οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰω 3, 16). Γι᾿ αὐτό ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐπινόησε τρόπο ἀνανέωσης, ἀνάπλασης τοῦ γηρασμένου ἀπό τήν ἁμαρτία κόσμου. Ἦρθε, λοιπόν, ὁ Κύριος, ὁ «κοσμήτωρ» πού ἔπλασε τόν κόσμο, νά ἀνακαινουργιώσει τόν φθαρμένο κόσμο μας. Δέν ἄντεχε νά τόν βλέπει χαλασμένο! Ἀκοῦμε στήν ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν· «σῶσαι θέλων τὸν κόσμον ὁ τῶν ὅλων κοσμήτωρ, πρὸς τοῦτο αὐτεπάγγελτος ἦλθε». Μέ τήν θέλησή του, χωρίς κανείς νά τόν ἀναγκάσει, μόνον ἀπό μεγάλη ἀγάπη γιά τόν ἄνθρωπο, ἦλθε στόν κόσμο ὁ Δημιουργός του, γιά νά τόν φτιάξει ξανά καινούργιο, ὄμορφο, νά τόν ἀναδημιουργήσει.
Αὐτήν τήν νέα δημιουργία τήν βλέπουμε πρῶτα πρῶτα στό ἴδιο τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος -«ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο» (Ἰω 1,14)-, καί στόν κόσμο φανερώθηκε ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ Χριστός. Δέν ἔχει σχέση μέ τόν παλιωμένο ἄνθρωπο, διότι δέν ἔχει τήν καταγωγή του ἀπό τόν προπάτορα Ἀδάμ. Ἡ σύλληψή του εἶναι ἄσπορος, ἡ γέννησή του ἄφθορος, ἐκ Παρθένου. Εἶναι ὁ Ἀναμάρτητος! Ἔτσι ἀρχίζει ἡ ἀναδημιουργία. Στήν συνέχεια, μέ τά καταπληκτικά σημεῖα τά ὁποῖα ὁ Χριστός ἐπιτελεῖ ἡ ἀναδημιουργία γίνεται ὁλοένα καί πιό φανερή. Ἡ ἀνάστασή του, τέλος, τό πιό καταπληκτικό γεγονός τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας, γίνεται ἡ μήτρα, ὁ σπόρος, ἡ ἀπαρχή τῆς ἀναγεννήσεως ὅλων τῶν ἀνθρώπων.
Ὁ Ἀναστημένος μπολιάζει μέ τήν θεανθρώπινη φύση του τήν ἀνθρωπότητα καί ἔτσι τήν ἀνακαινίζει. Μέ τόν λόγο του σάν μέ μαχαίρι τέμνει τό σάπιο εἶναι μας καί μέ τό μυστήριο τῆς χάριτός του χύνει μέσα στίς φλέβες μας τό Αἷμα του, βάζει μέσα στό κορμί μας τό Σῶμα του καί μᾶς δίνει νέα ζωή, θεϊκή, μᾶς κάνει θεούμενους ἀνθρώπους μέσα στήν «καινὴ κτίσι» (Γα 6,15), στήν Ἐκκλησία του. Νά γιατί κινοῦνται σέ λανθασμένη κατεύθυνση οἱ σημερινοί οἰκολόγοι, πού φροντίζουν γιά τήν σωτηρία τῆς ἄψυχης φύσεως ἀδιαφορώντας γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Μοιάζουν μέ τούς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ πού ἀναγνώριζαν, βέβαια, τά θαύματα πού ἔκανε, ἔδειχναν ἐνδιαφέρον γιά τίς θεραπεῖες τοῦ σώματος, ἀλλά ἀγνοοῦσαν ἤ ἀδιαφοροῦσαν ἤ περιφρονοῦσαν τόν σκοπό γιά τόν ὁποῖο τά ἔκανε, τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς.
Στήν ζωή τῶν ἁγίων βλέπουμε χειροπιαστή τήν νεουργία τῆς κτίσεως͘ ἰδιαίτερα στήν μορφή ἐκείνης πού εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλους τούς ἁγίους, τῆς Παναγίας. Δίπλα στόν Υἱό της, τό πρότυπο τῆς νέας ἀνθρωπότητος, στέκεται, νέος κι αὐτή ἄνθρωπος, ἡ ἀειπάρθενος Θεοτόκος. Ἀποτελεῖ τήν νέα γῆ, ἀπό τήν ὁποία βλάστησε χωρίς σπέρμα -δημιουργικά καί πάλι- ἡ καινούργια ζωή. Τήν γῆ αὐτή ὁ Κτίστης τήν φυλάγει, ὅπως ἤθελε νά φυλάγουμε τόν παράδεισο, ἄφθορη, παρθενική. Τήν καθιστᾶ ὁ Θεάνθρωπος τόν πρῶτο ἀνθρωπόθεο, γιά νά δείξει σέ μᾶς ποιός εἶναι ὁ προορισμός καί ἡ ἀποστολή μας.
Πῶς ὅμως μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ ἡ δική μας ἀνακαίνιση; Μέ τήν ἔνταξή μας, τήν ἐνσωμάτωσή μας στήν νέα κτίση πού ὁ Χριστός μᾶς χάρισε μετά τήν ἀνάστασή του, στήν Ἐκκλησία. Διαβάζουμε στήν πρός Γαλάτας Ἐπιστολή· «ἐν γὰρ Χριστῷ ᾿Ιησοῦ οὔτε περιτομή τι ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία, ἀλλὰ καινὴ κτίσις» (6,15). «Ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ», δηλαδή στόν χριστιανισμό, δέν ἔχει καμία ἰσχύ καί ἀξία οὔτε ὁ ἰουδαϊσμός οὔτε ἡ εἰδωλολατρία· ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι μιά καινούργια δημιουργία.
Γιά νά ἐνσωματωθεῖ ὁ ἄνθρωπος στήν νέα κτίση τῆς Ἐκκλησίας, χρειάζεται νά ὁμολογήσει τήν πίστη του στόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό καί νά βαπτισθεῖ στό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Μέ τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος γίνεται μέλος στό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ πρῶτα πραγματοποιεῖται μία νεκρανάσταση· πεθαίνει ὁ παλαιός ἄνθρωπος, ὁ Ἀδάμ, καί γεννιέται ὁ χριστιανός, ἕνας καινούργιος ἄνθρωπος, ἐνδεδυμένος τόν Χριστό. Ψάλλουμε κατά τήν τέλεση τοῦ μυστηρίου· «ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε» (βλ. Γα 3,27).
Ὁ ἐνδεδυμένος τόν Χριστό ἄνθρωπος ἔχει «νοῦν Χριστοῦ» (Α´ Κο 2,16), «καρδιά Χριστοῦ», «βούληση Χριστοῦ». Ἔχει, ἐπίσης, συνείδηση «ἐν Πνεύματι ἁγίῳ». Γι’ αὐτό ἀποτελεῖ μέσα στόν κόσμο ἕνα νέο εἶδος ἀνθρώπου. Γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Ρωμαίους Ἐπιστολή του· «συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διὰ τοῦ βαπτίσματος εἰς τὸν θάνατον, ἵνα ὥσπερ ἠγέρθη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν διὰ τῆς δόξης τοῦ πατρός, οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν» (Ρω 6,4). Μιά καινούργια ζωή ξεκινᾶ μετά τό Βάπτισμα, ἀναστημένη ἀπό τά πάθη, ξένη πρός τήν νοοτροπία αὐτοῦ τοῦ κόσμου.
Ἡ καινούργια αὐτή ζωή τοῦ ἀναγεννημένου πιστοῦ ρυθμίζεται ἀπό τήν καινούργια νομοθεσία, τήν Καινή Διαθήκη. Θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι τό περιεχόμενό της ὁρίζεται ἐπιγραμματικά ὡς ἑξῆς· «πίστις δι᾿ ἀγάπης ἐνεργουμένη» (Γα 5,6). Ἡ πίστη συνδέει τόν ἄνθρωπο μέ τόν Θεό καί τοῦ ἐξασφαλίζει τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά εἶναι καί αὐτός ἕνας μικρός θεός ἐπί τῆς γῆς. Ἡ ἀγάπη τόν συνδέει μέ τόν συνάνθρωπο καί τόν ἀδελφοποιεῖ.
Ἡ ἐντολή τῆς ἀγάπης χαρακτηρίσθηκε ἀπό τόν Κύριο καινούργια· «ἐντολὴν καινὴν δίδωμι ὑμῖν ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ἰω 13,34). Δέν ἦταν ἄγνωστο, βέβαια, ὥς τότε τό πανανθρώπινο αἴσθημα τῆς ἀγάπης. Εἶναι, ὡστόσο, καινούργια ἡ ἐντολή τοῦ Χριστοῦ, διότι συμπληρώνεται μέ τό «καθὼς ἠγάπησα ὑμᾶς» (Ἰω 13,34). Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό καινούργιο στοιχεῖο. Ἡ ἀγάπη αὐτή φθάνει ὥς τήν θυσία· «μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει, ἵνα τις τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῇ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐ-τοῦ» (Ἰω 15,13), εἶχε πεῖ ὁ Κύριος στούς μαθητές του λίγο πρίν ἀπό τό Πάθος. Τόση εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Κυρίου γιά μᾶς, ὥστε ἄφησε τήν δόξα τοῦ οὐρανοῦ καί ὑπέμεινε γιά τήν σωτηρία μας μία σειρά ταπεινώσεων (βλ. Φι 2,6-8), φθάνοντας ὥς τήν ἔσχατη θυσία, τήν θυσία τοῦ σταυροῦ. Γι᾿ αὐτό, ὁ χριστοποιημένος ἄνθρωπος ἀγαπᾶ μέ θυσιαστική ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη του ἐκδηλώνεται μέ τήν ἐλεημοσύνη, τήν συγχωρητικότητα, τήν ἀνεξικακία. Πρόκειται γιά ἐκδηλώσεις ἄγνωστες στόν κόσμο πού ζῆ μακριά ἀπό τόν Θεό, στοιχεῖα ὅμως ταυτότητος γιά ἐκεῖνον πού θέλει νά εἶναι γνήσιος μιμητής τοῦ Χριστοῦ, ἄξιος νά φέρει τό ὄνομὰ του.
Βέβαια, καθώς ζῆ μέσα στόν κόσμο ὁ χριστιανός διατρέχει τόν κίνδυνο νά παρασυρθεῖ ἀπό τό ρεῦμα τοῦ κόσμου. Γι᾿ αὐτό ἔχει ἀνάγκη ἀπό συνεχῆ ἀνανέωση. Ἄν ὁ πιστός δέν γίνεται συνεχῶς πιστότερος, παύει νά εἶναι πιστός. Ἄν ὁ καλός δέν γίνεται καλύτερος, παύει νά εἶναι καλός. Καί ἄν ὁ ἅγιος δέν γίνεται ἁγιώτερος, χάνει τήν ἁγιότητά του. Γι᾿ αὐτό ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ παραγγέλλει· «ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι» (Ἀπ 22,11). Τότε εἶναι ἀληθινή ἡ πίστη, ἡ καλωσύνη, ἡ ἁγιότητα, ὅταν συνεχῶς ἀνανεώνονται καί αὐξάνουν.
Μέσα στήν Ἐκκλησία προσφέρεται ἡ δυνατότητα τῆς ἀνανεώσεως. Μέ τήν μαθητεία στίς ἅγιες Γραφές ὁ νοῦς τοῦ πιστοῦ τρέφεται καί τό φρόνημά του ἀνανεώνεται. Μέ τήν συμμετοχή του στόν πνευματικό ἀγώνα, ὡς μέλος τῆς στρατευομένης Ἐκκλησίας ἀνανεώνει τήν βούλησή του, τήν ἀπόφαση γιά μιά ζωή κοντά στόν Θεό. Μέ τήν μυστηριακή ζωή, τέλος, ὁ πιστός ἀνανεώνει συνεχῶς τό αἷμα τῆς καρδιᾶς του. Δέχεται μετάγγιση αἵματος ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό καί ζῆ τήν τελειότερη αἱμοκάθαρση, ἐφόσον τό αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ «καθαρίζει ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἁμαρ¬τίας» (Α´ Ἰω 1,7).
Προφητικά ὁ Ἠσαΐας μετέφερε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ· «ἰδοὺ ἐγὼ ποιῶ καινά» (43,19). Ὁ ἀπόστολος Παῦλος βεβαίωσε τό γεγονός· «τὰ ἀρχαῖα παρῆλθεν, ἰδοὺ γέγονε καινὰ τὰ πάντα» (Β´ Κο 5,17). Ἡ Ἐκκλησία ὁμολογεῖ· νέαν ἔδειξε κτίσιν ἐμφανίσας ὁ κτίστης ἡμῖν τοῖς ὑπ᾿ αὐτοῦ γενομένοις. Ὁ Κύριος μέ τήν ἐνανθρώπησή του, πράγματι, ἀνακαίνισε τόν ἄνθρωπο. Ἔθεσε ἔτσι τά θεμέλια καί τήν βάση γιά τήν σωστή οἰκολογία καί τήν ἀσφάλεια τῆς κτίσεως. Ἡ Ἐκκλησία συνεχίζοντας τό ἔργο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μέσα στόν κόσμο μέ τό Εὐαγγέλιο καί τά Μυστήριά της προσφέρει πνευματική καλλιέργεια καί θαυμαστή ἀλλοίωση. Μέσα στήν ἀτμόσφαιρα τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἀκόμη κι αὐτά τά φυσικά ἀγαθά ἁγιάζονται καί ἱεροποιοῦνται. Τό κοινό νερό γίνεται μυστηριακά «λουτρὸ παλιγγενεσίας» (Ττ 3,5), τό ἁπλό λάδι μεταβάλλεται σέ «χρῖσμα ἀγαλλιάσεως», τό καθημερινό ψωμί καί κρασί μεταποιεῖται σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ. Ἡ σχέση μας μέ τήν κτίση ἀποκαθίσταται. Τήν ἀπολαμβάνουμε «μετὰ εὐχαριστίας» (Α´ Τι 4,4) καί τήν ἁγιάζουμε «διὰ λόγου Θεοῦ καὶ ἐντεύξεως» (Α´ Τι 4,5).
Σέ ὅλο τό μεγαλεῖο της, ὡστόσο, ἡ νεουργία τῆς κτίσεως θά φανεῖ μετά τήν Δευτέρα Παρουσία. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει στήν πρός Ρωμαίους Ἐπιστολή· «ἡ γὰρ ἀποκαραδοκία τῆς κτίσεως τὴν ἀποκάλυψιν τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ ἀπεκδέχεται» (8,19). Ἡ δημιουργία ἀποκαραδοκεῖ, περιμένει μέ λαχτάρα τήν ἀπολύτρωσή μας. Τότε, ὅταν οἱ ἄνθρωποι θά ἀπολαμβάνουν τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν σωμάτων τους, θά ἀπολαύσει καί ἡ δημιουργία τήν ἀπελευθέρωσή της ἀπό τήν δουλεία τῆς φθορᾶς καί τῆς ματαιότητος, ἀπό τήν δυναστεία τοῦ χρόνου καί τῆς παρακμῆς (βλ. Ρω 8,20-21). Ἡ ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου εἶναι ἀδιάψευστη. Ὅπως θά «μετασχηματίσει τὸ σῶμα τῆς ταπεινώσεως ἡμῶν εἰς τὸ γενέσθαι αὐτὸ σύμμορφον τῷ σώματι τῆς δόξης αὐτοῦ» (Φι 3,21), ἔτσι θά ξαναπλάσει τήν φύση·͘ «καινοὺς δὲ οὐρανοὺς καὶ γῆν καινὴν κατὰ τὸ ἐπάγγλεμα αὐτοῦ προσδοκῶμεν», βεβαιώνει ὁ ἀπόστολος Πέτρος (Β´ Πέ 3,13· πρβλ. Ἠσ 65,17· 66,22). Καί ἡ Ἀποκάλυψη μιλᾶ γιά καινούργιο οὐρανό, καινούργια γῆ, καινούργια Ἰερουσαλήμ (βλ. 21,1-2). «Ἰδοὺ καινὰ ποιῶ πάντα» (Ἀπ 21,5), προαναγγέλλει ὁ Κύριος. Μετά τήν Δευτέρα Παρουσία, ἐγκαινιάζεται μία νέα ζωή, πού δέν περιγράφεται μέ τά ἀνθρώπινα δεδομένα· ἡ αἰώνια ζωή μαζί μέ τόν Χριστό, μέ ἀγαθά «ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν» (Α´ Κο 2,9).
Στεργίου Σάκκου, Αὐγή μυστικῆς ἡμέρας, σελ. 77-90.