Παρασκευή, 12 Απρίλιος 2019 00:32

Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος

Akathistos Ymnos  Σωτήριος ἱστορικός σταθμός
 Στενός καί αἰωνόβιος ὁ δεσμός τῆς πατρίδος μας μέ τήν ὀρθόδοξη πίστη! Αὐτή ἡ πίστη ἀνέ­στη­σε ἀπό τήν στάχτη τήν Ἑλ­λά­δα, πού παρέπαιε στά σκοτά­δια τῆς εἰδωλολατρίας, ρη­μα­γμένη ἀπό τήν διχό­νοια καί στερημένη ἀπό τήν ἀρχαία δόξα της. Ὅταν ταπεινωμένη καί ἐξα­θλι­ωμένη κατα­κτή­θηκε ἀπό τούς Ρωμαίους (146 π.Χ.), ὅλοι μιλοῦσαν γιά τό τέλος τῆς Ἑλ­λάδος· «finis Graeci­ae»! Πῶς ἔγινε ἡ ἀνάσταση τῆς νεκρωμένης Ἑλλάδος; Πῶς; Ὁ νεκρεγέρτης Ἰησοῦς Χριστός μας, πού μέ τόν λόγο του ἀνόρθωσε παραλύτους καί ἀνέ­στη­σε νεκρούς, εὐ­δό­κησε καί ἔστειλε στήν πατρίδα μας τόν ἀ­πόστολο τῶν ἐθνῶν, τόν ἀπόστολο Παῦλο. Ἐ­­κεῖνος δίδαξε τήν ἀλήθεια τῆς σωτηρίας καί ἔφερε τό φῶς τοῦ Χριστοῦ. Κήρυξε τό ἅγιο Εὐαγγέλιο, πού ἐξαγγέλλει τό γεγονός τοῦ θα­νάτου καί τῆς άναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καί με­ταγ­γί­ζει τήν ἀληθινή ζωή.
 Ἡ Ἑλλάδα ἀποδέχθηκε τό Εὐαγγέλιο καί βίωσε ἕνα διπλό θαῦμα: Ὄχι μόνο ξανάζησε ἡ νεκρή, ἀλλά ἐπιπλέον ἀπό ἐξαθλιωμέ­νη σκλάβα βρέθηκε ἀρχόντισσα κυρίαρχη τοῦ κόσμου. Τήν τίμησε ὁ Θεός μέ εὔνοια ξε­χωριστή. Ἔντυσε μέ ἱερότητα τήν προικισμένη γλῶσσα της. Στά ἑλληνικά μεταφράστηκε ἡ Παλαιά Διαθήκη. Τήν μετάφρα­ση αὐτή υἱοθέτησε ἡ Ἐκκλησία. Στά ἑλ­ληνικά, ἐπίσης, γράφτηκαν τά βιβλία τῆς Και­νῆς Διαθήκης καί διατυπώθηκαν ἔννοιες καί ὅροι θεολογικοί. Ἀπό τήν πρώτη γνωριμία της μέ τόν Χριστό ἡ Ἑλλάδα βάδισε σφιχτοδεμένη μέ τήν Ὀρθοδοξία, ἔγινε ἡ φημισμέ­νη Ρωμανία, ἡ ἔνδοξη Ρωμιοσύνη. Ἔγραψε λαμπρές σελίδες στήν ἱστορία της στηριγμένη στόν σταυρό τοῦ Χριστοῦ καί στήν προστασία τῆς Παναγίας Μητέρας του, πού κατέστη ἡ κραταιά προστασία, ἡ ὑπέρμαχος Στρατηγός τοῦ Ἔθνους μας.
 Μία ἐπιπλέον μαρτυρία, ἕνα ζωντανό μνημεῖο αὐτῆς τῆς σχέσης τοῦ Ἑλληνισμοῦ μέ τήν πίστη ἀποτελεῖ ἡ Ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν ἤ τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου. Ἡ Ἀ­κολουθία αὐτή σχετίζεται μέ δύο γεγονότα· τόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου καί τήν πολιορκία τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τούς Ἀβάρους. ῎Ετσι συνδέεται ἡ ἱστορία τῆς πα­τρί­δος μας μέ τήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ· ἡ ἱστορία τῆς Κωνσταντι­νου­πόλεως, πρωτεύουσας τῆς Ρω­μιοσύ­νης, μέ τό μεγάλο γεγονός τῆς ἱστορίας τοῦ κόσμου, τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θε­οῦ.

Ἱστορικό τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου
  Στόν καιρό τῆς δόξας της ἡ αὐτοκρατορία τοῦ Βυζαντίου, ὀρθότερα τῆς Ρωμανίας, ἐ­κτεινόταν σέ Εὐρώπη καί Ἀσία. Περιλάμβανε καί τούς Ἁγίους Τόπους. Τόν 7ο αἰ. οἱ Πέρσες καταπάτησαν ἀνατολικές περιοχές τῆς αὐτοκρατορίας, εἰσέβαλαν στά ᾿Ιεροσόλυμα καί ἅρπαξαν τόν τίμιο Σταυρό, πού ἦ­ταν ὑ­ψωμένος ἐκεῖ ἀπό τήν ἐποχή τῆς ἁγίας ῾Ελένης. Τόν μετέφεραν στήν πρωτεύουσά τους, τήν Κτησιφώντα. Μεγάλη συμφορά γιά τούς Ὀρθοδόξους· ὅπως ἐκείνη πού ἔζησαν οἱ ᾿Ισραηλῖτες στά χρόνια τοῦ Σαμουήλ, ὅταν ἀλλόφυλοι ἅρπαξαν τήν Κιβωτό τῆς Διαθή­κης! Καί τότε εἶχε γίνει σάλος. Κι ὅταν οἱ Ἰσραη­λῖ­τες κατώρθωσαν νά ἐπαναφέρουν στήν θέση της τήν Κιβωτό τῆς Διαθήκης γιόρτασαν καί πανη­γύρισαν τό γεγονός (βλ. Α´Βα κεφ. 4-6). Ὁμοίως καί ὁ αὐτοκράτορας Ἡράκλει­ος, ἐκφράζοντας τήν ἀγωνία, τόν πόνο, τήν λα­χτάρα τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ, θεώρησε μεγά­λη ζημία καί ὄλεθρο τήν ἁρ­παγή τοῦ Σταυροῦ. Σάν ἄλλος Μέγας ᾿Αλέ­ξανδρος, λοι­πόν, μέ μιά γενναία ἐκστρατεία διέσχισε χῶρες καί χῶρες πρός τήν ἀνατο­λή, ἔφθασε μέχρι ἔξω ἀπό τήν Κτησιφών­τα, νίκησε σέ ἀλλεπάλληλες μάχες τούς Πέρσες καί πῆρε πίσω τόν τίμιο Σταυρό (14 Σεπτεμβρίου 628).
 ᾿Αλλά τόν καιρό πού ὁ αὐτοκράτορας μέ τόν στρατό του ἀπουσίαζε σ᾿ αὐτήν τήν ἐκ­στρατεία, ἔγινε μία παρασπονδία. Οἱ ῎Αβαροι, ἄλλοι ἐχθροί, παραβίασαν τήν συνθήκη τους μέ τήν αὐτοκρατορία καί ἔκαναν μιά φοβερή, λυσσώδη ἐπιδρομή, γιά νά κυριεύσουν τήν Κωνσταντινούπολη. Ἡ ἄ­μυ­να τῆς Πόλης ἦταν μικρή, διότι ὁ στρατός ἔλειπε. Ὁ πρωθυπουργός Βῶνος καί ὁ πατριάρχης Σέργιος κινητοποιήθηκαν δραστήρια, γιά νά τήν σώσουν. Ὁ Ἡράκλειος, πού βρισκόταν στήν Σεβάστεια, μόλις πληρορορήθηκε τό γε­γονός, ἔστειλε δώδεκα χιλιάδες στρατό. Ὁ πατριάρχης κάλεσε τούς πιστούς νά πέσουν στά γόνατα, στήν προσευχή, νά ζητήσουν τήν βοήθεια τῆς Παναγίας. Περιέφερε τήν εἰκόνα της στά τείχη, γιά νά ἐμψυχώσει τούς λιγοστούς ὑπερασπιστές τῆς Πόλης. Καί τό μεγάλο θαῦμα ἔγινε! Τό ὁμολόγησαν οἱ ἴδιοι οἱ ἐχθροί, τό κατέγραψαν οἱ ἱστορικοί: Ἡ πολιοῦχος τῆς Πόλης Παναγία, ἀναδείχθηκε «ὑπέρμαχος Στρατηγός» καί τήν ἔ­σωσε. Ἀσφάλισε τά φρούρια στήν στεριά, καί στήν θάλασσα σήκωσε ἀνεμοστρόβιλο καί τρικυμία, ὥστε νά καταποντισθοῦν τά καράβια καί οἱ ἐχθροί νά κατατροπωθοῦν τήν νύχτα τῆς 7ης πρός τήν 8η Αὐγούστου τοῦ ἔτους 626. Μετά ἀπό τήν θαυμαστή σωτηρία, ὅλοι οἱ πιστοί συγκεντρώθηκαν στόν ἱερό ναό τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν καί μέ δάκρυα ἀνέπεμψαν τήν ὁλόθερμη εὐχαριστία τους στήν ὑπεραγία Θεοτόκο, πού τούς χάρισε τήν νίκη. Ἔψαλαν τό Κοντάκιο τῶν Χαιρετισμῶν· δέν ὑπῆρχαν ἀκόμη οἱ παρακλητικοί κανόνες. Ἐπειδή μάλιστα, ὅ­πως ἐξηγεῖ τό Συνναξάρι τοῦ Σαββάτου τῆς Ε´ Ἑβδομάδος τῶν νηστειῶν, «ὀρθοστάδην (=ἱστάμενος ὄρθιος) τότε πᾶς ὁ λαός» ἔψαλε τόν Ὕμνο πρός τήν Θεοτόκο, ὀνομάστηκε Ἀκάθιστος Ὕμνος.

Ποιός καί πότε συνέθεσε τόν Ὕμνο
 Προφανῶς ὁ Ὕμνος δέν συντέθηκε ἐκείνη τήν στιγμή, μέσα στίς κλαγγές τῶν ὅπλων. Δέν ἀποπνέει πολεμικό τόνο. Δέν περιέχει σαφεῖς ἀναφορές οὔτε ὑπαινιγμούς γιά ἐ­χθρική ἀπειλή, ὅπως θά ἔπρεπε, ἄν σχετιζόταν μέ τήν πολιορκία τῆς Βασιλεύουσας. Ἀντίθετα μάλιστα διακρίνεται γιά τόν βαθιά εἰρηνικό, λυρικό καί δεητικό χαρακτήρα. Προϋποθέτει πολιτική σταθερότητα, καλή καί ἤρεμη ἐκκλησιαστική κατάσταση. Οὔτε πάλι μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι συντέθηκε, ἀ­φοῦ κατατροπώθηκαν οἱ ἐχθροί, διό­τι ὁ ὑ­μνωδός θά ἀναφερόταν στήν πολιορκία, στίς δεινές συμφορές τοῦ λαοῦ, καθώς καί στό θαῦμα τῆς Παναγίας. Ἀσφαλῶς προϋ­πῆρχε καί ψαλλόταν πρός τιμήν τῆς Παναγίας. Ὁπωσδήποτε ὅμως ἐκεῖνες τίς ὧ­ρες συντέθηκε τό Κοντάκιο «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ», πού ἀντικατέστησε τό ἀρχικό «Τό προσταχθέν μυστικῶς», γιά νά ἀποδώσει μέ εὐγνωμοσύνη στήν ὑπεραγία Θεοτό­κο τά εὐχαριστήρια γιά τήν νίκη. Παρόμοια θαύμ¬ατα σω-τηρίας ἀπό ἐχθρικές ἐ­πιθέσεις σημειώθηκαν καί ἀργότερα. Τό ἴδιο Συναξάρι μνημονεύει καί δύο ἐπίσης ἀποτυχημένες πολιορκίες τῶν Ἀράβων· ἐπί τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Πωγωνάτου (Σεπτέμβριος 673) καί ἐπί Λέοντος τοῦ Ἰσαύρου (16 Αύγούστου 717/8). Καί τότε ἡ σω­τηρία τῆς Πόλεως ἀποδόθηκε στήν Παναγία καί ὁ λαός τήν χαιρέτισε μέ εὐγνωμοσύνη γιά τήν προστασία της. Τό ἴδιο συνέβη καί ἐπί Μιχαήλ Γ´ (18 Ἰουνίου 860).
 Ὑποθέτω -παρατρέχοντας τίς διαφωνί­ες διαφόρων εἰδικῶν- ὅτι εἴτε μετά τή θαυμαστή διάσωση τοῦ 626 εἴτε μετά ἀπό κάποια παρόμοια πε-ρίσταση, ἔχει συντεθεῖ καί τό 5ο δίστιχο Χαιρετισμῶν στόν 23ο Οἶ­κο (Ψ), «Χαῖρε δι᾿ ἧς ἐγείρονται τρόπαια, χαῖρε δι᾿ ἧς ἐχθροὶ καταπίπτουσι», πού ἀν­τικατέστησε τό ἀρχικό. Ἐνῶ οἱ προηγούμε­νοι Χαιρετισμοί ἀναφέρονται στήν πνευματική προστασία τῆς Παναγίας, ἐδῶ τό ὕφος ἀλλάζει, γίνεται ἐπικό, γιά νά τῆς ἀ­ποδοθεῖ ἡ συμβολή στήν κατατρόπωση τῶν ἐχθρῶν τῆς Αὐτοκρατορίας. Ἄν καί δέν ὑ­πάρχουν μέχρι σήμερα τεκμήρια ἀπό τήν χειρόγραφη παράδοση, νομίζω ὅτι ἡ ἱστορία εὐοδώνει τήν ὑπόθεση αὐτή, διότι ἡ Ἀκολουθία τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου στήν ση­με­ρινή της μορφή παγιώθηκε μόλις τόν 11ο αἰώνα. Δεδομένου ὅτι οἱ Χαιρετισμοί ἦταν ἕνα πολυχρησι­μοποιούμενο Κοντάκιο, σειρά ὕμνων, δέν θά ἦταν ἀπίθανο σέ κάποια σημεῖα ἕνας στίχος νά ἀντικαταστάθηκε, γιά νά ἐκφράσει ἀκριβέστερα τά αἰσθήματα τῆς στιγμῆς. Ἐξ­άλλου, μέχρι σήμερα, ὁ ποιητής αὐτοῦ τοῦ τόσο λαοφιλοῦς Ὕμνου παραμένει ἄγνωστος. Ἡ ἀνωνυμία προσδίδει στόν Ὕ­μνο μία ἰδιαιτερότητα· ὁ καθένας μπορεῖ νά τόν θεωρεῖ δικό του, νά τόν προσ¬οι­κει­ώ­­νεται, νά τόν ψάλλει μέ τήν καρδιά του καί κάποιες φορές ἴσως νά τόν προσαρ­μό­ζει στά συγκεκριμένα αἰσθήματά του.
 Οἱ ἐρευνητές ὑποθέτουν ὡς ποιητές τοῦ Κοντακίου τῶν Χαιρετισμῶν διάφορα πρόσ­ωπα, πού ἔζησαν ἀπό τόν 6ο μέχρι τόν 9ο αἰώνα, ὅπως: τόν Ρωμανό Μελωδό (6ος αἰ.), τόν Πατριάρχη Κων­σταντινουπό­λεως Σέργιο (7ος αἰ.), τόν Γεώργιο Πισίδη (7ος αἰ.), τόν Πα­τριάρχη Κωνσταντι­νου­πό­λεως Γερμανό τόν Α´ (7ος-8ος αἰ.), τόν Κοσμᾶ Μελωδό (8ος αἰ.), τόν Γεώργιο Νικομηδείας (Σικελιώ­τη) (9ος αἰ.), τόν ἱερό Φώτιο (9ος αἰ.). Γιά κα­νέναν ὅμως δέν εἶναι ἀπόλυτα βέβαιοι.
Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος συνδέεται μέ τήν ἑ­ορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ὅπως προαναφέρ­θηκε, ἐξυμνεῖ τήν σάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ καί ψάλ­λεται κατά τήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Μία εὔ­λο­γη ἐξήγηση εἶναι ἡ ἑ­ξῆς: Ἡ μεγάλη ἑορτή τοῦ Εὐ­αγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου ἑορτάζεται πάντοτε, ὅπως γνω­ρίζουμε, κατά τήν Μ. Τεσσαρακοστή καί λόγῳ τοῦ πένθιμου χαρακτῆρος τῆς περιόδου στερεῖται προεορτίων καί μεθεορτίων. Τήν ἔλλειψη αὐτή καλύπτει ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος. Τμηματικά ψάλ­λεται στό Μικρό Ἀπόδειπνο κάθε Παρασκευή κατά τίς τέσσερις πρῶτες ἑβδομάδες τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καί ὁλόκληρος τήν Παρασκευή τῆς Ε' Ἑβδομάδος. Τό βράδυ τῆς Παρα­σκευ­ῆς ἀνήκει λειτουργικά στό Σάββατο. Ὅλα τά Σάββατα, ἐκτός ἀπό τό Μέγα, καί οἱ Κυριακές ἀποτελοῦν τίς μόνες ἡμέρες τῆς περιόδου τῶν νηστειῶν, κατά τίς ὁποῖες ἐπι­τρέ­πεται ὁ ἑ­ορτασμός χαρμόσυνων γεγονότων.

Ἡ ἱστορία τοῦ Κοντακίου
 Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος (Χαιρετισμοί) ἀνήκει στήν ὁμάδα ἐκείνη τῶν θρησκευτικῶν ὕμνων πού ὀνομάζονται Κοντάκια. Βέβαια σήμερα ὡς Κον­τάκιο νοεῖται συνήθως ἕνα Τροπάριο, τό Προοίμιο, ἡ ἀπαρχή τοῦ πολύστροφου Κοντα­κίου. Ἀποτελεῖ κατάλοιπο ἀπό τά ἀρχαῖα. Τέτοια σύντομα Κον­τ­άκια ὑπάρχουν στήν λειτουργική χρή­ση γιά κάθε ἡμέρα τοῦ ἔτους καί χρη­σιμο­ποι­οῦνται στόν Ὄρ­θρο, στήν Θεία Λειτουργία καί σέ ἄλλες Ἀ­κο­λου­θίες.
 Τό ὄνομα Κοντάκιο προῆλθε πιθανόν ἀπό τό «κοντόν» ξύλο, ὅπου τύλιγαν τήν μεμβρά­νη, στήν ὁποία ἦταν γραμμένο τό Κοντάκιο. Τό πρῶτο τροπάριο τοῦ Κοντακίου λέγεται «Προοίμιον» ἤ «Κου­κούλιον». Περιέχει συνοπτικά τήν ὑπόθεση γιά τήν ὁποία συντέθηκε ὁ ὕμνος. Οἱ ἑπόμενες στροφές ὀνομάζονται Οἶκοι καί περιέχουν λεπτο­μέ­ρειες. Τά Κοντάκια εἶχαν μελωδία, ψάλλονταν δηλαδή.
 Γιά τήν ἱστορία σημειώνω ὅτι ἡ ἀρχαία λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας περιλάμβανε πολλά ἀναγνώσ­ματα ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί λίγους ὕμνους. Τό ἀρχέγονο αὐτό τυπικό μέ τά πολλά ἀναγνώσματα διατηρεῖται σήμερα στίς Ἀκολουθίες τῶν Με­γά­λων Ὡρῶν, πού τελοῦνται κατά τήν παραμονή τῶν Μεγάλων Δεσποτικῶν Ἑορτῶν. Στήν συνέχεια καλλιεργήθηκε μία πλούσια ποιητική παραγωγή, ἡ ὁποία ἐκτόπισε τά ἀναγνώσμα­τα. Κάτι ἀνάλογο συνέβη μέ τήν ἐμφάνιση τῶν Κανόνων· μέ τήν μεγάλη μουσική ποικιλία τους παραγκώνισαν, ἀκρωτηρίασαν ἤ καί μετέτρεψαν σέ ἀναγνώσεις τά ἄσματα τῶν Κοντακίων καί τούς ἄλλους ὕ­μνους. Τό μοναδικό χρησιμοποιούμενο μέχρι καί σήμερα πλῆρες Κοντάκιο εἶναι ὁ Ἀκάθιστος Ὕ­μνος, μέ ἐμμελῶς ἀπαγγελλόμενο κείμενο. Ἀ­ποτελεῖ καί αὐτό ἀπόδειξη τῆς λει­τουρ­­γικῆς μο­­­­­­­­ναδικότητος καί τῆς μεγάλης ἀπήχησης πού εἶχε στόν λαό.

Ἡ δομή τοῦ Κοντακίου
 Τό ἀρχικό Προοίμιο τοῦ Ἀκαθίστου εἶναι:
«Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς λαβὼν ἐν γνώσει, ἐν τῇ σκηνῇ τοῦ Ἰωσὴφ σπου­­δῇ ἐπέστη ὁ ἀσώματος λέγων τῇ ἀ­πειρογάμῳ· ὁ κλίνας τῇ καταβάσει τοὺς οὐρανοὺς χωρεῖται ἀναλλοιώτως ὅλος ἐν σοί· ὃν καὶ βλέπων ἐν μήτρᾳ σου, λαβόντα δούλου μορφήν, ἐξίσταμαι κραυγάζειν σοι· Χαῖρε, νύμ­φη ἀνύμφευτε».
 Μετά τό Προοίμιο ἀκολουθοῦν οἱ 24 «Οἶκοι», πού διατάσσονται μέ ἀλφαβητική ἀ­κροστιχίδα (Α-Ω). Σύμφωνα μέ τούς μελε­τη­τές τοῦ Ὕμνου οἱ δώδεκα πρῶτοι Οἶκοι (Α-Μ) συνιστοῦν τό ἱστο­ρι­κό-διηγηματικό μέρος. Ἀναφέρονται στόν Εὐαγ­γε­λισμό, τήν ἐπί¬σκεψη τῆς Παρθένου στήν Ἐλισάβετ, τίς ὑποψίες τοῦ μνήστορος καί προστάτη τῆς Παρθένου Ἰωσήφ, τήν Γέννηση, τούς ποιμέ­νες, τούς μάγους, τόν Ἡρώδη, τήν προσκύνηση τῶν ποιμέ­νων καί τῶν μάγων, τήν φυ­γή τοῦ Χριστοῦ στήν Αἴγυπτο, τήν Ὑπα- παν­τή τοῦ Κυρίου.
 Τό δεύτερο μέρος (Οἶκοι Ν-Ω) εἶναι τό δογματικό-θεολογικό. Ἐδῶ γίνεται λόγος γιά τήν ἄσπορο σύλληψη καί σάρκωση τοῦ Κυρίου, τήν θεότητα καί ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ, τήν θέωση τῶν ἀνθρώπων καί τήν θεομητορική ἀξία τῆς Παναγίας. Στοιχεῖα τῆς μιᾶς ἑνότητος, βέβαια, ἀπαντῶνται καί στήν ἄλλη.
 Πολλοί θεωροῦν ὅτι τό θεολογικό μέρος προ­έρχεται ἀπό τά ἀπόκρυφα. Ἐντούτοις, δέν χρει­ά­ζεται νά ἐπικαλεσθοῦμε τά ἀπόκρυφα, γιά θέματα πού ἡ ἁγία Γραφή ἀναφέρει. Ἕνα τέτοιο θέμα π.χ. εἶναι ἡ φυγή τῆς ἁγίας οἰκογένειας στήν Αἴγυπτο. Τά ἀ­πόκρυφα παρουσιάζουν λεπτομέρειες καί πε­ριστατικά κατά τήν διάρκεια τῆς πορεί­ας, γιά τά ὁποῖα δέν κάνει λόγο πουθενά οὔτε ὁ εὐαγ­γε­λι­στής Ματθαῖος καί φυσικά οὔτε ὁ Ἀκάθιστος Ὕ­μνος. Ἐξάλλου, στό Ἠσ 19,1 διαβάζουμε: «Ἰδοὺ Κύριος κάθηται ἐπὶ νε­φέ­λης κούφης καὶ ἥξει εἰς Αἴγυπτον, καὶ σεισθήσεται τὰ χειροποίητα Αἰ­γύ­πτου ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ, καὶ ἡ καρδία αὐτῶν ἡτ­τηθήσεται ἐν αὐτοῖς». Ὁ προφήτης παρου­σιάζει τόν ὑπέρθεο Κύριο καθήμενον «ἐπί νεφέ­λης κούφης» -ἡ νεφέλη, ὡς γνωστόν, ἀ­ποτελεῖ προ­τύπωση τῆς Παναγίας- νά ἔρ­χεται στήν γῆ πού εἶναι γεμάτη εἴδωλα, ὅ­πως ἡ παλαιά Αἴγυπτος, καί νά καταλύει τήν πλάνη καί τό σκότος. Ὅπως ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος μέ τό «ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλε­σα τὸν υἱόν μου» (Μθ 2,15) μνημομεύει τήν σχετική προφητεία τοῦ Ὠσηέ 11,1, κατά τόν ἴδιο τρό­πο ὁ ὑμνο­γρά­φος ἐμπνέεται καί λαμβάνει ἀφορ­μή ἀπό τήν προφητεία τοῦ Ἠσαΐα, γιά νά γράψει στόν 11ο Οἶ­κο (Λ): «Λάμψας ἐν τῇ Αἰ­γύπτῳ, φωτισμὸν ἀ­λη­θείας, ἐδίωξας τοῦ ψεύδους τὸ σκότος· τὰ γὰρ εἴδωλα ταύτης, Σωτήρ, μὴ ἐνέγκαντά σου τὴν ἰ­σχὺν πέπτωκεν, οἱ τούτων δὲ ῥυ­σθέντες, ἐβόων πρὸς τὴν Θεοτόκον...».
 Στό ἱστορικό μέρος ὁ ὑμνογράφος ἐμπνέεται κυρίως ἀπό τό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο καί κατά δεύτερο λόγο ἀπό τό κατά Ματ­θαῖ­ον. Στό διδα­κτικό μέρος τροφοδοτεῖ τήν ποίηση τοῦ ὑμνο­γρά­φου κυρίως ὁ δάσκαλος τοῦ εὐαγγελιστῆ Λουκᾶ, ὁ ἀπόστολος Παῦ­λος. Ἐνδεικτικά μνημονεύω με­ρικές φράσεις καί παραπέμπω στά ἀντίστοιχα χωρία τῆς Καινῆς Διαθήκης: «ἡ τἀναντία εἰς ταὐτὸ ἀ­γα¬γοῦ¬σα» (πρβλ. Ἐφ 2,14), «πέτρα ἡ ποτίσασα» (πρβλ. Α´ Κο 10,4), «σοφίας Θεοῦ δοχεῖον» (πρβλ. Α´ Κο 1,24), «ἀρχηγὸς νο­η­τῆς ἀνα­πλάσεως» (πρβλ. Α´ Κο 15,45-46), «σχίσας τὸ χειρόγραφον» (πρβλ. Κλ 2,14· Ἐφ 2,14), «σῶσαι θέλων τὸν κόσμον» (πρβλ. Α´ Τι 2,4). Ἐπίσης «ὅλος ἦν ἐν τοῖς κάτω καὶ τῶν ἄνω οὐ­δόλως ἀπῆν» (πρβλ. Ἰω 1,13)
Οἱ περιττοί Οἶκοι (Α, Γ, Ε, Η κτλ.) ἀ­κο­λουθοῦν­ται ἀπό ἕξι διπλές ἀπο-στροφές πρός τήν Παν­αγία, οἱ ὁποῖες ἀρχίζουν μέ τό «Χαῖρε»· ἀπό αὐτό προῆλθε καί τό λαϊκό ὄ­νομα τοῦ ὕμνου «Χαιρετισμοί». Στό τέλος κά­θε Οἴκου ὑπάρχει τό «ἐφύ­μνιο», δηλαδή ἡ τελευταία λέ¬ξη ἤ φράση πού ἐπαναλαμ­βάνεται ὡς ἐπωδός. Στόν Ἀκάθιστο διακρίνουμε δύο ἐφύμνια: Τό «Χαῖρε, νύμφη ἀ­νύμφευτε» γιά τούς περιττούς Οἴκους· καί γιά τούς ἄρτιους τό «Ἀλληλούια» (=αἰνεῖτε τόν Θεό, βλ. Ἀπ 19,1.6).
 Οὐσιαστικά ὁ χαιρετισμός μας πρός τήν ὑ­περαγία Θεοτόκο, τήν «ἀνύμφευτη νύμ­φη» καί «Θεόνυμφη», εἶναι χαιρετισμός πρός τόν Κύριο. Ἐκεῖνον τιμοῦμε, προσ¬κυ­νοῦμε καί λατρεύουμε τιμώντας καί ἐγ­κω­μιά­ζον­τας τήν Παναγία μητέρα του, ἡ ὁποία τόσο ἰδιαίτερα καί μοναδικά συν­δέεται μαζί του. Συνεπῶς, ὅσο κι ἄν φαίνονται πληθωρικά τά ἐγκώμια, κανένα δέν εἶναι ὑπερβολικό, διότι ὅ,τι κι ἄν λεχθεῖ εἶναι φτωχό καί ἐ­λά­χιστο μπροστά στήν σωτήρια προσφορά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὡραιότατα τό διατυπώνει ὁ 20ός Οἶκος (Υ) τοῦ Ἀκαθί­στου: «Ὕ­μνος ἅπας ἡττᾶται συνεκτείνεσθαι σπεύδων τῷ πλήθει τῶν πολλῶν οἰ­κτιρμῶν σου. Ἰσαρίθμους γὰρ τῇ ψάμμῳ ᾠ­δὰς ἂν προσ­φέρομέν σοι, βασιλεῦ ἅγιε, οὐ­δὲν τελοῦμεν ἄξιον ὧν δέδωκας ἡμῖν».
 Ὡς πρός τήν μορφή ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος πα­ρουσιάζει μεγάλη ποικιλία καί ὡραιότητα, πού συναγωνίζεται τό ὑψηλό του περιεχόμενο. Ἔχει συντεθεῖ σύμφωνα μέ τούς κανόνες τῆς ὁμοτονίας, τῆς ἰσοσυλλαβίας καί μερικῶς τῆς ὁμοιοκαταληξίας. Σέ γλῶσσα πλουσιώτατη καί ρέουσα, διανθίζεται μέ ἄφθονα ἐπίθετα, ἀντιθέσεις, παρηχήσεις, ὁμόηχα, ὁμοιοτέλευτα καί διάφορα σχήματα λόγου. Οἱ ἀλλεπάλληλες ἐκφράσεις χαρᾶς, ἀγαλλιάσεως καί λυτρώσεως τοῦ προσδίδουν ἕναν τόνο ἐνθουσιαστικό καί θριαμβικό.

Ἀσματικός Κανόνας τῶν Χαιρετισμῶν
 Ἐκτός ἀπό τό Κοντάκιο τῶν Χαιρετισμῶν ὁ Ἀ­κάθιστος Ὕμνος περιέχει καί τόν πανηγυρικό με­γαλειωδέστατο ἀσματικό Κανόνα «Χριστοῦ βί­βλον ἔμψυχον...». Πρόκειται γιά ἔργο τοῦ ὑμνογράφου ἁγίου Ἰωσήφ. Ἡ λέξη «Κανών» σημαίνει τήν εὐθεῖα ράβδο, πού χρησιμεύει γιά τήν μέ­τρη­ση, τόν καθορισμό· γενικά τό μέτρο, τό ὑπόδειγμα, τόν ρυθμιστή, τήν γενική ἀρχή σύμφωνα μέ τήν ὁποία λειτουργεῖ κάτι. Στήν ἐκκλησιαστική γλῶσ­σα ἡ λέξη εἶναι πολυσήμαντη καί μπορεῖ νά σημαίνει:
 1. Τόν κανόνα τῶν θεοπνεύστων βιβλίων τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης· γι᾽ αὐτό ὀνο­μά­ζονται «κανονικά», γιά νά ἀντιδιαστέλλονται ἀπό τά ἀπόκρυφα καί τά ψευδεπίγραφα.
 2. Κάθε ἀπόφαση Τοπικῆς ἤ Οἰκου­με­νι­κῆς Συν­­όδου γιά θέματα ζωῆς καί λατρείας. Οἱ συν­οδικές ἀποφάσεις γιά δογματικά ζητήματα ὀνο­μάζονται Ὅροι.
 3. Τήν πνευματική θεραπευτική ἀγωγή («ἐπιτί­μιο»), πού ἐπιβάλλει ὁ πνευματικός στόν πιστό πρός συναίσθηση καί παιδαγωγία.
 4. Στήν ὑμνολογία «Κανών» λέγεται ὁ με­γά­λος ὕμνος, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖται ἀπό «ᾨδές» (ἀ­πό τό ρῆμα «ᾄδω»)· ὁ ἀριθμός τους ποικίλλει, χωρίς ὅμως νά ὑπερ¬βαί¬νουν τίς ἐννέα, ὅσες δη­λαδή εἶναι καί οἱ ᾨδές πού περιέχονται στήν ἁ­γία Γραφή, τίς ὁ­ποῖες ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία χρη­­σι­μο­ποι­οῦσε στήν λατρεία της. Συνήθως παραλείπεται ἡ δεύτερη ᾨδή. Ἔτσι οἱ περισσότεροι Κανόνες ἔχουν ὀκτώ ᾨδές.
Κάθε ᾨδή ἀποτελεῖται ἀπό τόν «Εἱρμό» καί ἀπό τρία ὥς ἕξι τροπάρια. Εἱρμός (ἀπό τό ρῆμα «εἵ­ρω» = συνάπτω, συνδέω, συμπλέκω) λέγεται ἡ πρώτη στροφή κάθε ᾨ­δῆς, σύμφωνα πρός τήν ὁποία ρυθμίζονται καί ἐκτελοῦνται, «τρέπονται» οἱ ὑπόλοιπες στροφές (Τροπάρια).
 Οἱ Κανόνες -ὅπως καί τά Κοντάκια- πολ­λές φορές ἔχουν «ἀκροστιχίδα». Ὁ «Κα­νών» τοῦ Ἀ­κα­θίστου Ὕμνου περιέχει ὀκτώ ᾨδές. Κάθε ᾨδή του περιέχει τόν Εἱρμό καί τέσσερα ἤ πέντε Τρο­πά­ρια. Ἀποτελεῖ πρά­γματι ἕνα ξεχείλισμα δο­ξο­λο­γίας καί ἐγκωμίων, καθώς δονεῖται ἀπό τά 60 περίπου «Χαῖρε». Μέ τά 37 Τροπάριά του σχημα­τί­ζει τήν ἀκροστιχίδα «Χαρᾶς δοχεῖον, σοὶ πρέπει χαίρειν μόνῃ Ἰωσήφ». Τό ὄνομα Ἰωσήφ ἀποκα­λύπτει τόν ποιητή τοῦ Κανόνα. Πρόκειται γιά τόν ἅγιο Ἰωσήφ (ἑορτάζει στίς 3 Ἀπριλίου) ἀπό τήν Σι­κελία, μέγιστο ὑμνο­γράφο, ὁ ὁποῖος ὑπέμεινε διω-γμούς, ἐξορίες καί φυλακίσεις γιά τήν ὀρθόδοξη πίστη. Ἔζησε τόν 9ο αἰώνα καί συνέθεσε πλῆ­­θος Κανόνων σφραγίζοντάς τους μέ τό ὄνο­μά του. Οἱ Εἱρμοί στόν παρόντα Κανόνα δέν εἶναι δικοί του· τούς δανείστηκε ἀπό τόν Κανόνα τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Πιθανώτατα ἀνήκουν στόν Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό.
 Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος, αὐτό τό ἀριστούργημα τῆς βυζαντινῆς ὑμνογραφίας, ψάλλεται ἐδῶ καί δεκατρεῖς αἰῶνες ἐπίσημα καί πανηγυρικά στούς ναούς μας καί πληρώνει τίς καρδιές τῶν πιστῶν μέ εὐφροσύνη καί κατάνυξη. Οἱ ἱερές μονές ἀλλά καί πολλοί χριστιανοί τόν ἔχουν ἐντάξει στήν καθημερινή τους προσευχή, ἀπαγγέλλουν καθημε­ρινά τούς Χαιρετισμούς, συνήθως στό Ἀπό­δει­πνο. Κανένα ἄλλο κείμενο δέν χρησιμοποιήθηκε τόσο πολύ ὅσο αὐτό, γιά νά ἐκ­φράσει τά ἐγκώ­μια, τήν δοξολογία καί τήν δέησή μας πρός τήν μητέρα τοῦ Κυρίου μας καί δική μας μητέρα.

Στεργίου Σάκκου, Ὦ Πανύμνητε Μῆτερ, σελ.15-31.

Κατηγορία Ὑμνολογικά
Παρασκευή, 20 Μάρτιος 2015 00:13

Ὕμνος ἅπας ἡττᾶται

 fotodoxonὝμνους θεσπέσιους ἀναπέμπει ἡ Ἐκκλησία μας μέ τίς ποικίλες ἀκολουθίες της πρός τόν πολυέλεο Θεό γιά τίς ἄπειρες δωρεές του. Ὡστόσο, σ’ ἕναν ἀπό τούς Οἴκους τῆς Δ´ στά­σεως τῶν Χαιρετισμῶν ταπεινά ὁμολογοῦμε• Ὕμνος ἅπας ἡττᾶται συνεκτείνεσθαι σπεύ­δων τῷ πλήθει τῶν πολλῶν οἰκτιρμῶν σου• ἰσαρίθμους γὰρ τῇ ψάμμῳ ᾠδὰς ἂν προσ­φέρωμέν σοι, Βασιλεῦ ἅγιε, οὐδὲν τελοῦμεν ἄξιον, ὧν δέδωκας ἡμῖν τοῖς σοὶ βοῶσιν• ἀλληλούϊα! Σάν ποταμός ξεχύνονται στήν ζωή  μας οἱ οἰκτιρμοί, τά ἐλέη τοῦ Θεοῦ, καί ὁ ὕμνος μας, σάν νά θέλει νά ἀναμετρηθεῖ μ᾿ αὐτό τό ρεῦμα, σπεύδει νά ἁπλωθεῖ σέ ὅλο τό μῆκος τοῦ ποταμοῦ, ἀλλά μένει πίσω. Κάθε ὕμνος νι­κᾶται, ὑστερεῖ, ὅσο κι ἄν τρέχει, δέν κατορθώ­νει νά φθάσει τό πλῆθος τῶν πολλῶν οἰ­κτιρ­μῶν σου, Κύριε. Κι ἄν ἀκόμη σοῦ προσ­­φέρου­με ὠδές ἰσάριθμες μέ τούς κόκκους τῆς ἄμμου, ἅγιε Βασιλιᾶ, καί πάλι δέν ἐπι­τε­λοῦμε τίποτε ἄξιο πρός ὅσα ἔχεις δωρίσει σέ μᾶς πού ἀνα­φωνοῦμε «ἀλληλούϊα» (=αἰνεῖτε τόν Θεό).
 Δέν ἔχει ὅρια ὁ ἄπειρος Θεός• ἄπειρα εἶναι τά μεγαλεῖα του ἀλλά καί οἱ εὐεργεσίες του ἀ­πέραντες, ἀναρίθμητες. Ἄν ἐπιχειρούσαμε νά καταγράψουμε ἁπλῶς στό χαρτί τίς δωρεές τοῦ Θεοῦ, θά κυριευόμασταν ἀπό κατάπληξη, θά παρέλυε τό χέρι μας, θά γονατίζαμε συντε­τριμμένοι! Πῶς νά ἀνταποκριθοῦμε στίς ὕψι­στες εὐλογίες του ἐμεῖς, τά φτωχά καί ἀδύ­να­μα πλάσματά του; Κι ἄν ὅλη τήν ζωή μας ἀ­φι­- ερώναμε στό νά εὐχαριστοῦμε ἀκατάπαυ­στα τόν μέγιστο Εὐεργέτη μας, δέν θά μπο­ρούσαμε νά προσφέρουμε τήν ἀντάξια εὐχα­ριστία. Εὔ­στοχα ὁμολογοῦμε στούς Αἴνους τοῦ βαρέος ἤ­χου• «Τί ἀνταποδώσωμεν τῷ Κυρίῳ περὶ   πάν­­­των, ὧν ἀνταπέδωκεν ἡμῖν; Δι’ ἡμᾶς Θεὸς ἐν ἀνθρώποις• διὰ τὴν καταφθαρεῖσαν φύσιν ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο, καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν• πρὸς τοὺς ἀχαρίστους ὁ εὐεργέτης• πρὸς τοὺς αἰχμαλώτους ὁ ἐλευθερωτής• πρὸς τοὺς ἐν σκότει καθημένους ὁ ἥλιος τῆς δι­και­οσύνης• ἐπὶ τὸν Σταυρὸν ὁ ἀπαθής• ἐπὶ τὸν ἅδην τὸ φῶς• ἐπὶ τὸν θάνατον ἡ ζωή• ἡ ἀνά­στασις διὰ τοὺς πεσόντας•πρὸς ὃν βοή­σω­μεν•ὁ Θεὸς ἡμῶν δόξα σοι». Πραγματικά, ὅταν ὁ ἄνθρω­πος μελετᾶ ἀπό τό ἕνα μέρος τήν ἀ­θλιότητά του, τίς ἀδυναμίες του, τό χρέος του πρός τόν Θεό, κι ἀπό τό ἄλλο μέρος τίς εὐ­εργεσίες, τίς δωρεές, τήν εὐσπλαγχνία τοῦ Θε­οῦ, τότε δέν βρίσκει λόγια νά εὐχαριστήσει τόν μέγιστο Εὐ­εργέτη του.
 Μία ἀμυδρή εἰκόνα τῶν ἀπείρων εὐεργε­σι­ῶν τοῦ Θεοῦ θά ἐπιχειρήσω νά σᾶς παρου­σι­άσω. Καί παίρνω ὡς ὁδηγό στήν προσπάθεια αὐτή δύο ζευγάρια χαιρετισμῶν πού ἀ­πευ­θύ­νουμε στήν Παναγία μας στήν Δ´στάση τῆς ἀκολουθίας.
α) «Χαῖρε, ὅτι τὸν πολύφωτον ἀνατέλλεις φωτισμόν͘ χαῖρε ὅτι τὸν πολύρρυτον ἀνα­βλύ­ζεις ποταμόν!» Ὅλα τά φῶτα τά ὑλικά δέν μποροῦν νά φω­τίσουν οὔτε τήν συνείδηση οὔτε τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε νά γνωρίσει τόν ἑαυτό του. Ὅλοι οἱ προβολεῖς, ὅλες οἱ ἑστί­ες φωτός καί ἀκτινοβολίες, πού ἀνακά­λυ­ψε ἡ ἐπιστήμη, δέν μποροῦν νά φωτίσουν τό σκο­τεινό μνῆμα γιά νά δεῖ ὁ ἐναγώνιος ἄν­θρωπος τί ὑπάρχει πέραν τοῦ τάφου. Σ᾿ αὐτό τό ζοφερό σκοτάδι ἔρχεται καί τόν συναντᾶ ὁ πολύφωτος φωτισμός, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, πού λέγει «ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου» (Ἰω 8,12• πρβλ. 12,46). Μέ τήν διδασκαλία του, μέ τήν ζωή του, μέ τήν ἀνάστασή του ρίχνει φῶς στά δυσεπί­λυτα προβλήματα, στά μυστήρια τῆς ζωῆς. Ψάλλουμε στόν ἀναστάσιμο Κανόνα• «νῦν πάν­τα πεπλήρωται φωτός, οὐρανὸς τε καὶ γῆ καὶ τὰ καταχθόνια». Ὁ ἀναστημένος Κύ­ριος μᾶς ὁδήγησε στήν ἀνθρωπογνωσία καί στήν ἀλη­θινή θεογνωσία. Ἔσπασε τίς πλάκες τοῦ μνή­ματος καί μᾶς ἀποκάλυψε ὄχι τήν ἀ­θανασία τῆς ψυχῆς, γιά τήν ὁποία μιλοῦσαν καί ἄλλες θρησκεῖες καί φιλοσοφίες, ἀλλά τήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων. Βιώνοντας αὐτήν τήν ὕψιστη εὐ­εργεσία ἕνα γνήσιο παιδί τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Γ. Βερίτης, παιανίζει• «Πλάκες πού στέ­κατε βα­ρειές στά μνήματα καί στίς καρδιές, σᾶς ἔσπασε ὁ Χριστός μου!». Μέγιστος εὐερ­γέτης μας ὁ Χριστός!
 Χαρακτηρίζεται ἀκόμη ὡς «ὁ πολύρρυτος ποταμός». Ἔρχεται στήν ζωή μας γιά νά μᾶς δροσίσει, νά μᾶς ποτίσει στήν ξηρασία, στήν ἀνομβρία πού στεγνώνει τήν ψυχή. Μές στούς αἰῶνες ἀκούγεται γλυκειά ἡ φωνή του• «ἐὰν τις διψᾶ, ἐρχέσθω πρὸς με καὶ πινέτω» (Ἰω 7,37). Ὦ σεῖς πού διψᾶτε γιά τήν ἀλήθεια, πού διψᾶτε γιά τήν χαρά, ὦ σεῖς πού καίγεστε μέσα στά καμίνια τῶν παθῶν καί τῆς ἀθλι­ό­τητος, ἐλᾶτε νά ξεδιψάσετε, ἐλᾶτε! Ποιός δέν διψᾶ γιά ἀλήθεια; Ποιός δέν διψᾶ γιά χαρά; Ποιός δέν διψᾶ γιά λύτρωση; Ὅλοι διψοῦμε, καί τί­ποτε δέν μπορεῖ νά μᾶς ξεδιψάσει. Τήν δίψα αὐτήν δέν τήν σβήνουν τά ποτά καί τά ἀνα­ψυ­κτικά. Δέν τήν δροσίζουν τά ναρκωτικά. Ὄχι! Αὐτά τήν αὐξάνουν περισσότερο, ὅπως τό θα­λασσόνερο κάνει πιό ἔντονη καί πιό μαρ­τυρική τήν ἀνάγκη τοῦ διψασμένου γιά νερό. Τήν δίψα τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς μόνον ὁ Κύ­ριος τήν ἱκανοποιεῖ. Ὁ ἴδιος βεβαιώνει• «ὃς δ’ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ δι­ψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα» (Ἰω 4,14). Αὐτός εἶ­ναι ὁ δροσοβόλος πολύρρυτος ποταμός.
 β) Τό δεύτερο ζευγάρι τῶν χαιρετισμῶν• «Χαῖρε ἡ τὸν φθορέα τῶν φρενῶν καταρ­γοῦσα, χαῖρε ἡ τὸν σπορέα τῆς ἁγνείας τε­κοῦ­σα», εἶναι ἐμπνευσμένο ἀπό τήν ἁγία Γραφή καί μάλιστα ἀπό τίς Ἐπιστολές τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Ὁ «φθορέας τῶν φρενῶν» μας εἶναι ὁ σατανᾶς. Αὐτός διαστρέφει τά κριτήρια γιά τήν σωστή ἀξιολόγηση τῶν πραγμάτων, κατα­στρέφει τόν τρόπο τῆς σκέψης. Αὐτός δημι­ουργεῖ ἀνθρώ­πους μέ «ἀδόκιμον νοῦν», μέ σά­πια καί ἄρρω­στα μυαλά. Καί ὅπως στήν φυσική μας ζωή δέν ὑπάρχει ἀρρώστια χειρότερη ἀπό τήν τρέ­λα, ἔτσι καί στήν πνευματική ζωή ἡ πιό σο­βα­ρή ἀρρώστια εἶναι αὐτή ἀκριβῶς, νά κατα­στραφεῖ ἡ πυξίδα τῆς ψυχῆς μας, ὁ νοῦς, πού ὁδηγεῖ κάθε μας βῆμα, πού κατευ­θύνει κάθε μας πράξη. Ὅταν ὁ νοῦς εἶναι φω­τισμένος ὁδηγούμαστε στόν σωστό δρόμο, μποροῦμε νά ξεχωρίσουμε ποῦ εἶναι ἡ ἀλήθεια καί ποῦ τό ψέμα, ποῦ εἶναι τό σκοτάδι καί ποῦ τό φῶς, ποῦ εἶναι ὁ δρόμος καί ποῦ ὁ κρημνός. Ἔρ­χε­ται, λοιπόν, ὁ ἀλητήριος, ὁ κακοῦργος, ὁ σα­τανᾶς καί εἰσχωρεῖ μέσα στήν σκέψη μας, ὅπως τό σκουλήκι στό μῆλο, ὅπως ὁ ἰός καί τό μικρόβιο στόν ὀργανισμό μας. Καταστρέφει τόν νοῦ μας, κι ἔτσι δέν σκεφτόμαστε καί δέν ἐνερ­γοῦμε σωστά. Δέν πλησιάζουμε τόν πατέρα μας, τόν Θεό, ἀλλά τόν ἐχθρό μας διάβολο• δέν ἀγαποῦμε τήν ἀλήθεια ἀλλά τό ψέμα, δέν κα­τευθυνόμαστε στήν σωτηρία ἀλλά στήν κα­τα­στροφή. Ἀντίθετα, ὁ Χριστός ἔρχεται καί μᾶς χαρίζει τήν «ἁγνεία», τήν σωφροσύνη, ἀποκα­θιστᾶ τήν φθορά καί μᾶς ἐπαναφέρει στό ἀρ­χαῖο κάλλος. Μέ τό Βάπτισμα μᾶς δίδει νοῦ φωτισμένο, τόν δικό του νοῦ• «ἡμεῖς νοῦν Χρι­στοῦ ἔχομεν» (Α´ Κο 2,16), διακηρύττει ὁ ἀπό­στολος Παῦλος. Μέσα στήν ἁγία Ἐκκλησία του, καλλιεργούμενοι μέ τό Εὐαγγέλιο καί ἁγιαζό­μενοι μέ τήν χάρη τῶν μυστηρίων, ἀνανε­ώ­νουμε, ἀνακαινουργιώνουμε καθημερινά τόν νοῦ μας, τό φρόνημά μας. Γράφει πάλι ὁ ἀπόστολος Παῦλος• «μὴ συσχηματίζεσθαι τῷ αἰ­ῶνι τούτῳ, ἀλλά μεταμορφοῦσθαι τῇ ἀνακαι­νώσει τοῦ νοὸς ἡμῶν, εἰς τὸ δοκιμάζειν ὑμᾶς τί τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ τὸ ἀγαθὸν καὶ εὐά­ρε­στον καὶ τέλειον» (Ρω 12,2). Ἀνακαινουρ­γιώ­νουμε τό νοῦ μας, τό φρόνημά μας καί μπο­ροῦμε ἔτσι νά διακρίνουμε ποιό εἶναι τό θέ­- λημα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι γλυτώνουμε ἀπό τόν σει­σμό τῆς ἁμαρτίας, ἀπό τά πυρά τοῦ ἐχθροῦ μας πού θέλει νά καταστρέψει τόν νοῦ μας καί ἐπιστρέφουμε στόν δρόμο τῆς σωτηρίας.
 Ἀλλά ἡ κορυφαία, ἡ μέγιστη εὐεργεσία τοῦ Χριστοῦ πρός τό γένος μας εἶναι ὅτι μᾶς λυτρώνει ἀπό τόν βραχνά τῆς ἁμαρτίας. Γι᾿ αὐτό τόν σκοπό κατέβηκε στήν γῆ ὁ πανάγαθος Θε­ός, γιά νά γίνει, ὅπως ψάλλουμε σέ ἕναν ἄλλον Οἶκο τῶν χαιρετισμῶν «ὁ πάντων χρεω­λύτης ἀνθρώπων». Ἦρθε γιά νά σχίσει τό χειρόγρα­φο τῶν ἁμαρτιῶν μας, ὅπως παρα­στα­τικά δι­δά­σκει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Κολασ­σαεῖς Ἐπιστολή (βλ. 2,14-15). Παρου­σιάζει ἐκεῖ ὁ ἀπόστολος μία μεγαλο­πρεπέ­στατη εἰ­κόνα θριάμβου. Ὁ σατανᾶς μᾶς ἔχει ὅλους δε­μένους καί μπροστά στά μάτια μας κραδαίνει ἕνα χειρόγραφο, ἕνα γραμμάτιο πού ἀποδει­κνύει ὅτι εἴμαστε σκλάβοι του, δέν μποροῦμε νά σηκώσουμε κεφάλι. Καί ἔρ­χεται ὁ Ἰησοῦς Χριστός καί ἀναλαμβάνει τόν ἀγώνα. Ξεντύ­νεται, ὅπως ξεντύνονται οἱ ἀθλη­τές στό στά­διο•«ἀπεκδυσάμενος», γράφει ὁ ἀπόστο­λος, γυμνός ἀνέβηκε ἐπάνω στόν σταυ­ρό ὁ Κύριος καί ἐκεῖ κάρφωσε τό χειρόγραφο τῶν ἁμαρ­τι­ῶν μας. Μέ τήν θυσία του, μέ τό αἷμα του κα­τήργησε τήν ἔχθρα καί μᾶς συμ­φι­λίωσε μέ τόν Θεό, γκρέμισε τό μεσότοιχο πού μᾶς χώ­ριζε ἀπό τόν Θεό καί ἀπό τούς συνανθρώπους μας, μᾶς χάρισε τήν εἰρήνη καί τήν ἑνότητα (βλ. Ἐφ 2,14-15).
 Νά, λοιπόν, ὁ μεγάλος Εὐεργέτης μας! Εἶναι ὁ «πολύφωτος φωτισμός», πού μᾶς φωτίζει καί μᾶς ὁδηγεῖ στήν ἀλήθεια καί στήν σω­τη­ρία. Εἶναι ὁ «πολύρρυτος ποταμός» πού μᾶς ξεδι­ψάει καί μᾶς χαρίζει τό ἀθάνατο νερό γιά νά ἔχουμε αἰώνια ζωή. Εἶναι αὐτός πού κατήρ­γησε τόν «φθορέα τῶν φρενῶν» μας καί μᾶς ἀ­ποκατέ­στη­σε μέ νοῦν σώφρονα, μέ νοῦν Χρι­στοῦ. Εἶναι αὐτός πού ἀνέλαβε νά ξοφλήσει ὅλα τά χρέη μας, ὥστε ἐλεύθεροι καί πλούσιοι νά ζήσουμε στήν οὐράνια βασιλεία του. Ὅ­ποιος, βέβαια, δέν μετανόησε, ὅποιος δέν με­λετάει τήν Γραφή, ὅποιος δέν πιστεύει, ὅποιος δέν κοινωνεῖ τά ἄχραντα Μυστήρια, δέν μπο­ρεῖ νά νιώσει τόν Χριστό εὐεργέτη. Ὅποιος ὅμως γεύθηκε μέ τήν πίστη καί τήν μετάνοια καί τήν ἐν Χριστῷ ζωή ὅλες αὐτές τίς εὐερ­γε­σίες, τίς μεγάλες εὐερ­γεσίες τοῦ Χριστοῦ, νιώ­θει ἐπι­τακτική τήν ἀ­νάγκη μέρα καί νύχτα νά δοξάζει, νά εὐχα­ρι­στεῖ, νά ἐξυμνεῖ τόν μεγάλο Εὐεργέτη. Καί μετά ἀπό πολλές δοξολογίες, μετά ἀπό ὁλόθερμες εὐχαριστίες περιορίζε­ται νά πεῖ• «Ὕμνος ἅπας ἡττᾶται συνεκτείνε­σθαι σπεύ­δων τῷ πλήθει τῶν πολλῶν οἰ­κτιρ­μῶν σου•ἰσαρίθμους γὰρ τῇ ψάμμῳ ᾠδὰς ἂν προσ­­­­φέ­ρωμέν σοι, Βασι­λεῦ ἅγιε, οὐδὲν τελοῦ­μεν ἄξιον, ὧν δέδωκας ἡμῖν τοῖς σοὶ βοῶσιν• ἀλ­ληλούϊ­α!». Ὁποιο­δή­ποτε ἀνταπό¬δομά μας πρός τόν Κύριο, ὅποια θερμή καί καρδιόβαλτη εὐ­χαρι­στία μας, εἶναι πάμφτωχη, ἀπελπι­στι­κά πενιχρή γιά νά εὐχα­ρι­στήσει ἐπάξια τόν Εὐερ­γέ­τη.
 Ἀλλά, θά πεῖ κανείς, τί μπορεῖ νά προσφέ­ρει στόν Θεό ἡ εὐχαριστία μας; Γιατί ὁ ἀ­πό­στολος Παῦλος παραγγέλλει κατ᾿ ἐπανάλη­ψη στίς Ἐπιστολές του νά εὐχαριστοῦμε τόν Θεό (βλ. Β´ Κο 4,15• 9,12• Ἐφ 5,4• Φι 4,6• Κλ 2,7• 4,2•  Α´ Θε 1,2• 5,18• Β´ Θε 1,3• Α´ Τι 2,1• 4,3); Ἔχει ἀνάγκη ὁ Θεός ἀπό τίς δι­κές μας εὐ­χα­ριστίες; Ἀσφαλῶς, ὄχι! Ἀναμ­φί­βολα, δέν ἀπολαμβάνει οὔτε κερδίζει τίποτε ἀπό μᾶς. Κι ὅ­μως, πολύ χαίρεται, ἀναπαύεται, εὐα¬ρε¬στεῖται ὁ Θεός, ὅταν τόν εὐχαριστοῦμε. Γιατί; Διότι, ὅταν τόν εὐ¬χαριστοῦμε, συνδεόμαστε μαζί του καί ἀπολαμβάνουμε πλου­σιώ­τερα τήν χάρη του. Νά γιατί θέλει ὁ Θεός νά τόν εὐχα­ρι­στοῦ­με!
Ἡ εὐγνωμοσύνη, ἐξάλλου, εἶναι μία ἀπό τίς βασικές φυσικές ἀρετές πού πρέπει νά χαρα­κτηρίζει τόν ἄνθρωπο, ἀλλά πού, δυστυχῶς, σπάνια τήν συναντοῦμε. Ἄν πικραίνονται οἱ γονεῖς ἀπό τά ἀχάριστα παιδιά τους, οἱ εὐερ­γέτες ἀπό τούς ἀγνώμονες εὐεργετημένους, πολύ περισσότερο πικραίνουμε ἐμεῖς τόν Θεό, ὅταν στεκόμαστε μέ ἀχαριστία ἔναντι τῶν με­γάλων του δωρεῶν.
 Θά ἀναφέρω ἕνα παράδειγμα, ἕνα πραγμα­τικό περιστατικό, γιά νά δείξω πόσο ἀπαίσια καί ἐγκληματική εἶναι ἡ ἀχαριστία. Πρίν ἀπό χρόνια, ἕνας νεαρός σπούδαζε στήν Ἀθήνα ἰα­τρική. Καταγόταν ἀπό κάποιο μικρό κι ἀπό­μακρο χωριό τῆς Πίνδου.    Δούλευαν σκληρά στό χωριό οἱ φτωχοί γονεῖς καί τά ἄλλα παιδιά τῆς οἰκογένειας καί ζοῦσαν μέ πολλές στερή­σεις, γιά νά ἐξασφαλίσουν κάθε δυνατή ἄνεση στίς σπουδές τοῦ φοιτητῆ. Ἦρθε ὁ καιρός τῶν διακοπῶν καί ὁ φοιτητής γύρισε στήν οἰκογέ­νειά του. Τόν δέχθηκαν μέ μεγάλη χαρά καί πολλή ἀγάπη, τόν περιποιήθηκαν ὅσο μποροῦσαν καλύτερα, τοῦ πρόσφεραν ὅ,τι ἐκλε­κτώτερο εἶχαν. Τόν καμάρωναν ὅλοι, ἦταν τό καύχημα τῆς οἰκογένειας. Ὅταν οἱ διακοπές τελείωσαν, ὁ πατέρας φόρτωσε τό μουλάρι μέ ἀγαθά, ἔβαλε καί τόν φοιτητή γιό καβάλα, γιά νά μήν κουραστεῖ, καί πεζοπορώντας ὁ ἴδιος, τόν κατέβασε στήν Καλαμπάκα, ἀπ᾿ ὅπου θά ἔπαιρνε τό τραῖνο γιά τήν Ἀθήνα. Ἐκεῖ, στόν σι­δηροδρομικό σταθμό, συνάντησαν κάποιους συμφοιτητές τοῦ παιδιοῦ ἀπό τήν γύρω περι­οχή. Σέ κάποια στιγμή, καθώς περιμένοντας μιλοῦσαν ὅλοι μαζί, ἕνας πρόσεξε τόν πατέρα, πού καθόταν παράμερα, καί ρώτησε τόν γιό: «Ὁ πατέρας σου εἶναι καί δέν μᾶς τόν σύστη­σες;». Καί ὁ νεαρός φοιτητής, πού ντράπηκε νά συστήσει τόν πατέρα του, διότι ἦταν φτω­χικά ντυμένος καί σκευρωμένος ἀπό τήν πολλή δουλειά, ἀπάντησε: «Ὄχι, εἶναι ὁ ἀγωγιάτης»! Τό ἄκουσε ὁ πατέρας καί πόνεσε πολύ, ἀλλά συγκρατήθηκε, δέν μίλησε. Ξεπροβόδισε στορ­γικά τόν γιό του καί φαρμακωμένος γύρισε στό χωριό. Ὅταν ἐκεῖ τόν καλωσόρισαν καί τόν ρώτησαν «πῶς τά πέρασες, πατέρα;», ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Δέν εἶμαι πατέρας ἐγώ, ἀγωγιάτης εἶμαι». Καί τήν ἴδια στιγμή ἔπεσε κάτω νεκρός ἀπό συγκοπή καρδιᾶς. Τόν εἶχε σκοτώσει ἡ ἀχαριστία τοῦ παιδιοῦ του!
 Ἀσύγκριτα μεγαλύτερη εἶναι, ὡστόσο, ἡ δική μας ἀχαριστία ἔναντι τοῦ Θεοῦ. Δέν θέλουμε νά τόν λέμε «πατέρα». Τόν περιφρονοῦμε, ὅ­πως ὁ νεαρός ἐκεῖνος φοιτητής τόν «ἀγω­γιά­τη». Δέν βρίσκει ὁ Θεός θέση στήν ζωή μας, δέν χωρᾶ μές στήν καρδιά μας. Γι᾿ αὐτό ἕνα ἀπό τά πικρά παράπονά του εἶναι τό παρά­πονο γιά τήν ἀχαριστία τῶν παιδιῶν του. Τό μεταφέρει πολύ ζωηρά ὁ προφήτης Ἠσαΐας στό πρῶτο κεφάλαιο τῆς προφητείας του͘ «῎Α­κουε οὐρανὲ καὶ ἐνωτίζου γῆ, ὅτι Κύριος ἐλά­λησεν» (στ. 2). Μάρτυρες ἐπικαλεῖται ὁ Θε­ός τόν οὐρανό καί τήν γῆ, πού παρακολουθοῦν τήν ζωή τῶν ἀνθρώπων ἀπό τήν πρώτη στι­γμή τῆς ὕπαρξής τους. Καί τί καταθέτει μπροστά σ᾿ αὐτούς τούς μάρτυρες; Τόν πόνο του, τό παράπονό του• «Υἱοὺς ἐγέννησα καὶ ὕψωσα, αὐτοὶ δέ με ἠθέτησαν» (στ. 2). Γέννησα παιδιά καί τά μεγάλωσα, τά ἀνέδειξα, αὐτά ὅμως μέ καταφρόνησαν, μέ ἀρνήθηκαν. Καί συνεχίζει͘ «Ἔγνω βοῦς τὸν κτησάμενον καὶ ὄνος τὴν φά­τνην τοῦ κυρίου αὐτοῦ. ᾿Ισραὴλ δέ με οὐκ ἔγνω καὶ ὁ λαός με οὐ συνῆκεν» (στ. 3). Γνω­ρί­ζει τό βόδι τό ἀφεντικό του καί τό γαϊδούρι γνωρίζει ὅτι τό παχνί πού τρώει εἶναι τοῦ κυ­ρίου του. Ὁ Ἰσραήλ ὅμως, πού τόσο τόν εὐ­ερ­γέτησα, ὁ λαός μου ὁ Ἰσραήλ δέν μέ κα­τανόησε καί δέν μέ ἀναγνωρίζει.
Τό παράπονο γιά τήν ἀχαριστία τῶν ἀν­θρώπων τό ἀκοῦμε καί στήν Καινή Διαθήκη ἀπό τά χείλη τοῦ Κυρίου. Μετά τήν θεραπεία τῶν δέκα λεπρῶν, ὅταν μόνον ὁ ἕνας ἀπό τούς δέκα ἐπέστρεψε γιά νά εὐχαριστήσει, ὁ Κύριος μέ δικαιολογημένο παράπονο ρώτησε• «οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δὲ ἐννέα ποῦ;» (Λκ 17,17). Κι ὅταν, μετά ἀπό τά τόσα σημεῖα πού ἔκανε καί τίς τόσες εὐεργεσίες πού σκόρπισε, ἀντιμετώπιζε σκληρή καί ἀμετανόητη τήν πό­λη τῆς Ἰερουσαλήμ, ἐξέφρασε καί πάλι μέ πό­νο τό παράπονό του• «Ἰερουσαλήμ, Ἰερου­σα­λήμ, ἡ ἀποκτέννουσα τοὺς προφήτας καὶ λιθοβολοῦσα τοὺς ἀπεσταλμένους πρὸς αὐτήν! Πο­σάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῖν τὰ τέκνα σου ὃν τρόπον ἐπισυνάγει ὄρνις τὰ νοσσία ἑαυτῆς ὑπὸ τὰς πτέρυγας, καὶ οὐκ ἠθελήσατε» (Μθ 23,37• πρβλ. Λκ 13,34).
 Τό παράπονο τοῦ Κυρίου τό ἀκοῦμε, καί δονεῖ καί συγκλονίζει τίς καρδιές μας, καθώς ψάλ­λεται τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα: «Λαός μου, τὶ ἐποί­­ησά σοι ἤ τί σοι παρηνώχλησα; Τοὺς τυ­φλοὺς σου ἐφώτισα, τοὺς λεπρούς σου ἐκα­θάρισα, ἄνδρα ὄντα ἐπὶ κλίνης ἠνωρθωσά­-μην. Λαός μου, τὶ ἐποίησά σοι, καὶ τί μοι ἀν­τα­­πέ­δω­κας; Ἀντὶ τοῦ μάννα, χολήν• ἀντὶ τοῦ ὕ­­δατος, ὄξος• ἀντὶ τοῦ ἀγαπᾶν με, σταυρῷ με προ­­ση­λώσατε».
 Εἴμαστε ὅμως ἀχάριστοι κι ἐμεῖς, ὁ νέος Ἰσραήλ, διότι δέν εὐχαριστοῦμε τόν Θεό. Ἀλλά κι ἄν ἐπιχειρούσαμε νά ἐκφράσουμε τήν εὐ­χα­ριστία μας πρός τόν Θεό, τάχα θά τό κατορ­θώναμε; Τί θά μπορούσαμε νά ἀνταποδώσουμε στίς τόσες δωρεές του; Ὁ μακαριστός ἐπί­σκο­πος Αὐγουστῖνος ἔλεγε στά κηρύγματά του• «Φαντασθεῖτε νά ἐρχόταν κάθε μήνα ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου, νά χτυπᾶ τήν πόρτα μας κρα­τών­τας ἕνα διπλότυπο καί νά μᾶς ἐνημερώνει τί ἀκριβῶς χρωστοῦμε στόν Θεό γιά τά δισεκατομμύρια κιλοβάτ ἐνέργειας πού σκορπάει ὁ ἥλιος γιά νά μᾶς θερμάνει, γιά νά μᾶς φωτίσει καί γιά νά μᾶς δώσει ζωή!». Πραγματικά, ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι χρωστοῦμε στόν Θεό ἕνα ὁλό­κλη­ρο σύμπαν•͘ τόν ἥλιο, τήν βροχή, τά λουλούδια, τίς θάλασσες, τίς πηγές, ὅλα τά ἀγαθά πού ἀπολαμβάνουμε.
 Ὁ ἅγιος Αὐγουστῖνος δίδασκε ὅτι χρω­στοῦ­με στόν Θεό ἕνα σύμπαν, διότι ἕνα σύμπαν δη­μιούργησε ὁ Θεός καί τό δημιούργησε γιά μᾶς. Χρωστοῦμε, ἐπίσης, ἕναν ἄνθρωπο, διότι ὁ Θε­ός μᾶς ἔπλασε. Μᾶς ἔπλασε μάλιστα μέ ἰδιαί­τερη φροντίδα καί μᾶς τίμησε μέ τό «κατ᾿ εἰ­κόνα» καί τό «καθ᾿ ὁμοίωσιν». Ἑπομένως, τοῦ ἀνήκουμε, εἴμαστε περιουσία του. Κι ὅταν μετά τήν πτώση μας χάσαμε τήν δόξα πού μᾶς χά­ρισε, Ἐκεῖνος ἦλθε καί μᾶς ἀνέπλασε. Γιά τήν ἀνάπλασή μας, δέν ἀρκέστηκε στόν παντο­δύ­ναμό του λόγο οὔτε στήν ἰδιαίτερη στοργή καί φρον­τίδα του. Γιά νά μᾶς ἀναπλάσει πρόσφερε τό ἴδιο του τό αἷμα! Θυσιάσθηκε γιά μᾶς ἐπάνω στόν Σταυρό. Ἑπομένως, χρωστοῦμε στόν Θεό, ὄχι μόνον ἕνα σύμπαν, ὄχι μόνον ἕναν ἄν­θρω­πο, ἀλλά καί ἕναν Θεό!
Ἄνοιξε, Κύριε, τήν καρδιά μας, φώτισε τήν σκέψη μας νά μελετήσουμε καί νά κατανοή­σουμε αὐτές τίς μεγάλες ἀλήθειες ἐμεῖς πού λεγόμαστε χριστιανοί, ἀλλά μᾶς ἔχουν ἀπορ­ροφήσει τά βιοτικά, μᾶς ἔχει ἀποκοιμίσει ὁ εὐ­δαιμονισμός καί δέν σκεπτόμαστε τίποτε πέρα ἀπό τά φθαρτά, σάν νά εἴμαστε βο­σκη­ματώδη ζῶα! Ναί. Χρωστοῦμε στόν Θεό ἕναν Θεό, διότι ἕνας Θεός ἔγινε ἄνθρωπος καί θυ­σιάσθηκε γιά τήν ἀναγέννησή μας καί τήν σω­τηρία μας!
 Νά δώσουμε, λοιπόν, στόν Θεό ἕνα σύμπαν; Ποῦ νά τό βροῦμε οἱ φτωχοί; Νά δώσουμε ἕναν Θεό; Οὔτε σκέψη. Τρελαίνεται ὁ νοῦς μου καί μόνο νά μελετήσω ἕνα τέτοιο θέμα. Του­λά­χι­στον νά τοῦ δώσουμε ἕναν ἄνθρωπο, τόν ἑ­αυ­τό μας. Καί ἀπό τόν ἑαυτό μας, ὁ Θεός ζη­τάει τήν καρδιά μας• «δός μοι, υἱέ, σὴν καρ­δί­­αν», ἀν­τηχεῖ ἡ φωνή του μές στούς αἰ­ῶνες (Πρμ 23,26). Κύριε, τί τήν θέλεις τήν καρ­διά μου ἐσύ ὁ παντοδύναμος καί πλούσιος Θε­ός; Καί Ἐ­κεῖ­νος ἀπαντᾶ: Παιδί μου, δός μου τήν καρ­διά σου! Νά τήν ζεστάνω μέ τήν ἀγάπη μου, νά τήν ἀσφαλίσω μέ τήν στοργή μου στά παντο­δύ­ναμά μου χέρια. Δός μου τήν καρδιά σου, νά τήν ἐξευγενίσω, νά τήν ἁγιάσω, γιά νά εἶναι εὐτυχισμένη ἐδῶ, καί αἰώνια στήν βα­σιλεία τῶν οὐρανῶν!
Στόν βίο τοῦ ἁγ. Ἱερωνύμου, ὁ ὁποῖος πέ­ρασε τά χρόνια τῆς ζωῆς του στό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ, ἀναφέρεται ὅτι κάποια χριστου­γεν­νιάτικη νύχτα εἶδε σέ ὅραμα τόν Κύριο νά τοῦ λέει• «Ἱερώνυμε, δέν θά μοῦ δώσεις τίποτε;». «Τί νά σοῦ δώσω, Κύριε; Ὅλα σοῦ τά δίδω», τοῦ ἀπάντησε ὁ ἅγιος Ἱερώνυμος. «Δέν θέλω οὔτε τά χρήματά σου οὔτε τά συγγράμματά σου οὔτε τίς ὁμιλίες σου οὔτε τήν σοφία σου, Ἱερώνυμε». «Τί θέλεις, Κύριε, ἀπό μένα;», ρωτᾶ ὁ ἅγιος, καί λαμβάνει τήν ἀπάντηση: «Τίς ἁμαρτίες σου, Ἱερώνυμε». Πόση εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Κυρίου μας! Ζητάει ἀπό μᾶς τίς ἁμαρτίες μας,͘ τά πάθη μας, τήν ἀθλιότητά μας, τήν βρο­μιά μας, τόν βοῦρκο μας, αὐτό ζητάει ὁ Κύριος νά τοῦ προσφέρουμε.
 Νά γιατί ἡ ὕψιστη εὐχαριστία μας πρός τόν Κύριο εἶναι ἡ Θ. Εὐχαριστία. Τόν εὐχαριστοῦμε, βέβαια, κι ὅταν τόν ἀγαποῦμε, κι ὅταν τηροῦμε τίς ἐντολές του καί δείχνουμε ἔτσι ἔμπρακτα τήν ἀγάπη μας. Τόν εὐχαριστοῦμε ἰδιαίτερα μέ τήν ἐλεημοσύνη καί τήν συγχωρητικότητα. Ἀλλά ἡ ὕψιστη μορφή εὐχαριστίας εἶναι αὐτή πού ὀνομάζεται «θεία Εὐχαριστία» καί προσ­φέρεται τήν ὥρα τῆς θείας Λειτουργίας μέ τό Μυ­στήριο. Ὅταν μετά ἀπό τό μυστήριο τῆς ἱε­­ρᾶς Ἐξομολογήσεως, ὅπου καταθέτουμε μέ συν­τριβή τά ἁμαρτήματά μας στό πετραχήλι τοῦ πνευματικοῦ, πλησιάζουμε καί κοινωνοῦμε σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον», τότε ὁ Κύριος δέχεται τήν πιό δυνατή καί γνήσια εὐχαριστία μας!
Καί ὅμως, ἀλίμονο, τί τραγικό! Ὑπάρχουν χριστιανοί -δέν ἀναφέρομαι σέ ἀνθρώπους ἄθεους καί εἴρωνες- χριστιανοί πού θέλουν νά λογαριάζονται μέλη τῆς ὀρθοδό¬ξου Ἐκ­κλη­σίας, καί ὅμως δέν ἔχουν ἐξομολογηθεῖ ποτέ! Κοι­νω­νοῦν ἴσως κάποιες φορές, ἀλλά δίχως προε­τοιμασία καί Ἐξομολόγηση. «Στῶμεν κα­λῶς», ἀδέλφια μου, «στῶμεν μετὰ φόβου»! Μία τέ­τοια προσέλευση στό μυστήριο τῆς θείας Κοι­­νω­νίας δέν εἶναι εὐχαριστία, εἶναι περι­φρό­­νη­ση, καταφρόνια στόν Κύριο καί καταδίκη τῆς ψυ­­χῆς μας!
 Ὁ Κύριος ζητᾶ τίς ἁμαρτίες μας. Ὁ Κύριος ἐκλιπαρεῖ τήν μετάνοιά μας. Ὁ Κύριος θέλει τήν Ἐξομολόγησή μας. Ξέρετε ποιός εἶναι ὁ ὕμνος πού περισσότερο ἀπ᾿ ὅλους τόν εὐ­φραί­νει; Ὁ ὕμνος τοῦ ἄσωτου υἱοῦ• «πάτερ, ἥμαρ­τον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐ­κέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου» (Λκ 15,21). Ὁ ὕμνος τοῦ τελώνη• «ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λκ 18,13). Ὁ ὕμνος πού ἐπάνω στόν σταυρό ἔδωσε στόν εὐγνώμονα ληστή τό κλειδί γιά νά ξεκλειδώσει τόν παράδεισο καί νά γίνει ὁ πρῶτος κάτοικός του•͘ «μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λκ 23,42). Στ᾿ ἀλήθεια, ἰσάριθμες μέ τούς κόκκους τῆς ἄμμου κι ἄν εἶναι οἱ εὐχαριστίες μας, πῶς νά συγκριθοῦν πρός τό ὕψος μιᾶς τέτοιας θεϊ­κῆς ἀγάπης;

Στεργίου Σάκκου, Αὐγή μυστικῆς ἡμέρας, σελ. 103-120.

Κατηγορία Ὑμνολογικά
Πέμπτη, 04 Απρίλιος 2024 19:00

Νέαν ἔδειξε κτίσιν

 G HairetismoiΔημιούργημα τοῦ παντοδύναμου, πάνσοφου καί πανάγαθου Θεοῦ εἶναι ὁ  πανέμορφος κόσμος πού μᾶς περιβάλλει. Καί εἶναι γεγονός ὅτι ἡ τάξη, ἡ ἀκρίβεια, ἡ ἁρμονία, ἡ σκοπι­μό­τητα, ὁ ρυθμός τοῦ σύμπαντος καθιστοῦν τόν κόσμο -ὄνομα καί πρᾶγμα- πραγματικό «κό­σμη­μα». Ἡ ἀπεραντοσύνη τοῦ οὐρανοῦ καί ἡ γοητεία τῆς θάλασσας, τά φωτεινά ἄστρα καί τά ψηλά βουνά, ἡ πλούσια βλάστηση καί τό ζωικό βασίλειο, μά πάνω ἀπ’ ὅλα, ὁ ἄνθρωπος, τό ἔκ­παγλο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, μαρ­τυροῦν πόσο «καλὰ λίαν» (Γέ 1,31) τά ἔπλασε ὅλα ὁ Δημιουργός.
 Μέσα σ’ αὐτόν τόν ὑπέροχο κόσμο φύτεψε ὁ Θεός τόν παράδεισο, μία σμικρογραφία τοῦ κόσμου, ὅπου συγκέντρωσε ὅλα τά καλά καί τά ὡραῖα τοῦ σύμπαντος γιά τόν ἄνθρωπο, τόν ὁποῖο ἀγάπησε. Μέ τόν παράδεισο ὁ Κύ­ριος μᾶς χάρισε ὁλόκληρη τήν κτίση σάν ἕναν οἶκο, γιά νά μένουμε μέσα σ᾿ αὐτόν. Ὁ ἴδιος ὡς οἰκοδόμος τῆς κτίσεως, ὡς οἰκονόμος της καί πρῶτος ἀξιωματικά οἰκολόγος, ἔθεσε τούς ὅρους τῆς σχέσεώς μας μέ αὐτήν· μᾶς ἔβαλε μέσα στόν παράδεισο «ἐργάζεσθαι αὐτὸν καὶ φυλάσσειν» (Γέ 2,15), γιά νά τόν ἐργαζόμαστε καί νά τόν φυλάγουμε.
 Ὅλα ἀπό ἀγάπη γιά τόν ἄνθρωπο τά ἔπλα­σε ὁ Θεός, καί τόν ἄνθρωπο τόν ἔπλασε γιά τόν ἑαυτό του. Ἐκεῖνος ὅμως πρόδωσε τήν ἀγάπη τοῦ Δημιουργοῦ του. Παρέβη τήν θεϊ­κή ἐν­το­λή, πού εἶχε σκοπό νά δοκιμάσει τήν ἐ­λεύθερη βούλησή του, κι ἔγινε ἀποστάτης, μέ ἀποτέ­λεσμα νά βρεθεῖ ἐξόριστος ἀπό τόν πα­ρά­δει­σο. Τότε ἦταν πού ἀγρίεψε καί ὅλη ἡ δη­μι­ουρ­γία· γέμισε ἀγκάθια καί τριβόλια, ἀγρί­μια καί θηρία. Ἀπό τότε, «πᾶσα ἡ κτίσις συστενάζει καὶ συνωδίνει» (Ρω 8,22) μαζί μέ τόν πεσμένο ἄνθρωπο, πού ἀλλοτριωμένος ἀπό τόν Κτίστη του ταλαιπωρεῖται, αὐτοκαταστρέ­φε­ται καί συμπαρασύρει στήν καταστροφή καί ὅλη τήν κτίση. Ἔτσι βλέπουμε σήμερα γύρω μας τόν παράδεισο νά ἔχει γίνει κόλαση. Ὁ οὐ­ρανός εἶναι θολός ἀπό θανατερούς καπνούς καί χά­σκει ἀνοιχτός μέ τίς τρύπες τοῦ ὄζοντος, ἀπό ὅπου μᾶς πυροβολοῦν ἀνεμπόδιστα φο­νικές κοσμικές ἀκτινοβολίες. Ὁ ἥλιος μᾶς καίει μέ τό φῶς του, ἡ γῆ σαλεύεται ἀπό τά θεμέλιά της. Οἱ πηγές στερεύουν, τά δάση καίγονται, οἱ τροφές καταστρέφουν. Οἱ θάλασσες, οἱ πο­ταμοί καί ὁ ἀέρας μολύνονται ἀπό ἐπικίνδυνα χημικά λύματα -παραγωγή τῆς τεχνολογικῆς προόδου μας- πού σκορποῦν ραγδαῖα τόν ὄλε­θρο σέ κάθε τι ζωντανό. Οἱ εἰκόνες τῆς Ἀποκαλύψεως (κεφ. 8 καί 9) ζωντανεύουν ἐφιαλ­τικά μπροστά μας. Γιατί; Ποιός καταστρέφει τήν κτίση καί μᾶς ρημάζει; Κάτω ἀπό τό μα­στίγιο τῆς οἰκολογικῆς καταστροφῆς, πού χα­ράσσει ὀδυνηρά τό κορμί μας μέ δάκρυα καί αἷμα, ἀναγκαζόμαστε νά τό ὁμολογήσουμε μέ συντριβή· οἱ βάνδαλοι εἴμαστε ἐμεῖς! Ἡ ἀπλη­στία μας, ἡ μανία νά καταναλώνουμε ὅλο καί περισσότερα, ἡ μέθη τοῦ εὐδαιμονισμοῦ μᾶς σπρώχνουν νά ἀσχημονοῦμε εἰς βάρος τῆς φύ­σεως. Παράγουμε ὑπέρμετρα βιάζοντας τήν φύση καί σπαταλοῦμε ἄμετρα φθείροντας τόν ἑαυτό μας.
 Στήν ἑορτή τῆς θείας Ἀναλήψεως ψάλλουμε: «Γηράσαντα, Κύριε, κόσμον πολλοῖς ἁμαρτή­μασι...». Κύριε, ὁ κόσμος γήρασε, πάλιωσε, καταστράφηκε. Καί ποιά εἶναι ἡ αἰτία αὐτῆς τῆς καταστροφῆς; «Πολλοῖς ἁμαρτήμασι», οἱ ἁ­μαρτίες μας! Ὁ Θεός τά ἔκανε ὅλα ὄμορφα, ἀλλά τά δικά μας πολλά ἁμαρτήματα διασά­λευσαν τήν ἁρμονία καί ἀναστάτωσαν τό σύμ­παν. Ἐπειδή διέκοψε τήν σχέση του μέ τόν Θεό ὁ ἄνθρωπος κατήντησε σέ δυσαρμονία πρός τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του καί πρός τόν συνάνθρω­πό του καί πρός τήν κτίση. Ἔτσι προέκυψε ἡ οἰκολογική καταστροφή· αὐτός πού θά φύ­λα­γε καί θά προστάτευε τήν κτίση, τήν κα­τα­στρέφει ἀσυλλόγιστα καί βάναυσα περιφρονώντας τόν Κτίστη καί ἀδιαφορώντας γιά τό ἅγιο θέλημά του. Οἰκολογική καταστροφή εἶναι ἡ ἀσπλαγχνία τῶν γονέων, ἡ ἀνταρσία τῶν παιδιῶν, ἡ διαστροφή τῆς φύσεως ἀνδρῶν καί γυναικῶν, ἡ ὁμοφιλοφυλία καί τόσα ἄλλα θλι­βερά πού σάν γάγγραινα ἁπλώνονται στήν κοινωνία μας. Καί εἶναι στ᾿ ἀλήθεια φρικτό ὅτι σήμερα γίνονται σύλλογοι καί κόμματα οἰκο­λογικά, ὀρ­γανώνονται ἐκδηλώσεις καί ἐξορ­μήσεις γιά τόν περιορισμό τῆς οἰκολογικῆς καταστροφῆς, γιά τήν διάσωση τῆς χλωρίδας καί τῆς πανίδας, καί κανένα ἐνδιαφέρον δέν ἐκδη­λώνεται γιά τόν ἴδιο τόν φθορέα τῆς φύ­σεως, τόν διεφθαρμένο ἄνθρωπο.
  Τί τραγικό! Ὁ «κόσμος» ἀπό κόσμημα κα­τήν­τησε νά σημαίνει ἐκείνους πού παραβαί­νουν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, πού βαδίζουν ἐνάν­τια στόν Θεό καί τό σχέδιό του (βλ. Ἰα 4,4· Α´ Ἰω 2,15-16· 5,19). Ἐντούτοις, δέν ἔ­πα­ψε ποτέ νά εἶναι τό ἀντικείμενο τῆς ἀγάπης καί τῆς φρον­τίδας τοῦ Θεοῦ· «οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μο­νογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπό­ληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰω 3, 16). Γι᾿ αὐτό ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐπινόησε τρόπο ἀνα­νέωσης, ἀνάπλασης τοῦ γηρασμέ­νου ἀπό τήν ἁμαρτία κόσμου. Ἦρθε, λοιπόν, ὁ Κύριος, ὁ «κοσμήτωρ» πού ἔπλασε τόν κόσμο, νά ἀνα­καινουργιώσει τόν φθαρμένο κόσμο μας. Δέν ἄντεχε νά τόν βλέπει χαλασμένο! Ἀκοῦμε στήν ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν· «σῶσαι θέλων τὸν κόσμον ὁ τῶν ὅλων κοσμήτωρ, πρὸς τοῦτο αὐτεπάγγελτος ἦλθε». Μέ τήν θέλησή του, χω­ρίς κανείς νά τόν ἀναγκάσει, μόνον ἀπό μεγάλη ἀγάπη γιά τόν ἄνθρωπο, ἦλθε στόν κόσμο ὁ Δημιουργός του, γιά νά τόν φτιάξει ξανά καινούργιο, ὄμορφο, νά τόν ἀναδημι­ουρ­γήσει.
  Αὐτήν τήν νέα δημιουργία τήν βλέπουμε πρῶτα πρῶτα στό ἴδιο τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χρι­στοῦ. Ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος -«ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο» (Ἰω 1,14)-, καί στόν κόσμο φα­νε­­ρώ­θηκε ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ Χριστός. Δέν ἔχει σχέση μέ τόν παλιωμένο ἄνθρωπο, διότι δέν ἔχει τήν καταγωγή του ἀπό τόν προπάτορα Ἀδάμ. Ἡ σύλληψή του εἶναι ἄσπορος, ἡ γέν­νη­σή του ἄφθορος, ἐκ Παρθένου. Εἶναι ὁ Ἀνα­μάρ­τητος! Ἔτσι ἀρχίζει ἡ ἀναδημιουργία. Στήν συν­έχεια, μέ τά καταπληκτικά σημεῖα τά ὁποῖα ὁ Χριστός ἐπιτελεῖ ἡ ἀναδημιουργία γίνεται ὁλοένα καί πιό φανερή. Ἡ ἀνάστασή του, τέ­λος, τό πιό καταπληκτικό γεγονός τῆς ἀν­θρώ­πινης ἱστο­ρίας, γίνεται ἡ μήτρα, ὁ σπόρος, ἡ ἀπαρχή τῆς ἀναγεννήσεως ὅλων τῶν ἀνθρώ­πων.
  Ὁ Ἀναστημένος μπολιάζει μέ τήν θεανθρώ­πινη φύση του τήν ἀνθρωπότητα καί ἔτσι τήν ἀνακαινίζει. Μέ τόν λόγο του σάν μέ μαχαίρι τέμνει τό σάπιο εἶναι μας καί μέ τό μυστήριο τῆς χάριτός του χύνει μέσα στίς φλέβες μας τό Αἷμα του, βάζει μέσα στό κορμί μας τό Σῶμα του καί μᾶς δίνει νέα ζωή, θεϊκή, μᾶς κάνει θεούμενους ἀνθρώπους μέσα στήν «καινὴ κτί­σι» (Γα 6,15), στήν Ἐκκλησία του. Νά γιατί κινοῦνται σέ λανθασμένη κατεύθυνση οἱ σημερι­νοί οἰκο­λό­γοι, πού φροντίζουν γιά τήν σωτηρία τῆς ἄψυχης φύσεως ἀδιαφορώντας γιά τήν σωτη­ρία τοῦ ἀνθρώπου. Μοιάζουν μέ τούς ἀν­θρώ­πους τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ πού ἀνα­γνώ­ριζαν, βέβαια, τά θαύματα πού ἔκανε, ἔ­δειχναν ἐνδιαφέρον γιά τίς θεραπεῖες τοῦ σώματος, ἀλλά ἀγνοοῦσαν ἤ ἀδιαφοροῦσαν ἤ πε­ρι­φρο­νοῦσαν τόν σκοπό γιά τόν ὁποῖο τά ἔκα­νε, τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς.
Στήν ζωή τῶν ἁγίων βλέπουμε χειροπιαστή τήν νεουργία τῆς κτίσεως͘ ἰδιαίτερα στήν μορ­φή ἐκείνης πού εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλους τούς ἁγί­­ους, τῆς Παναγίας. Δίπλα στόν Υἱό της, τό πρό­τυπο τῆς νέας ἀνθρωπότητος, στέκεται, νέος κι αὐτή ἄνθρωπος, ἡ ἀειπάρθενος Θεοτό­κος. Ἀποτελεῖ τήν νέα γῆ, ἀπό τήν ὁποία βλά­στησε χωρίς σπέρμα -δημιουργικά καί πά­λι- ἡ καινούργια ζωή. Τήν γῆ αὐτή ὁ Κτίστης τήν φυλάγει, ὅπως ἤθελε νά φυλάγουμε τόν πα­ράδεισο, ἄφθορη, παρθενική. Τήν καθιστᾶ ὁ Θεάνθρωπος τόν πρῶτο ἀνθρωπόθεο, γιά νά δείξει σέ μᾶς ποιός εἶναι ὁ προορισμός καί ἡ ἀποστολή μας.
  Πῶς ὅμως μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ ἡ δική μας ἀνακαίνιση; Μέ τήν ἔνταξή μας, τήν ἐνσω­μά­τωσή μας στήν νέα κτίση πού ὁ Χριστός μᾶς χάρισε μετά τήν ἀνάστασή του, στήν Ἐκκλησία. Διαβάζουμε στήν πρός Γαλάτας Ἐπιστολή· «ἐν γὰρ Χριστῷ ᾿Ιησοῦ οὔτε περιτομή τι ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία, ἀλλὰ καινὴ κτίσις» (6,15). «Ἐν Χρι­στῷ ᾿Ιησοῦ», δηλαδή στόν χριστιανισμό, δέν ἔχει καμία ἰσχύ καί ἀξία οὔτε ὁ ἰουδαϊσμός οὔ­τε ἡ εἰδωλολατρία· ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι μιά καινούργια δημιουργία.
  Γιά νά ἐνσωματωθεῖ ὁ ἄνθρωπος στήν νέα κτί­ση τῆς Ἐκκλησίας, χρειάζεται νά ὁμολογή­σει τήν πίστη του στόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό καί νά βαπτισθεῖ στό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Μέ τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος γίνεται μέλος στό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ πρῶτα πρα­γματοποιεῖται μία νεκρανάσταση· πεθαί­νει ὁ παλαιός ἄνθρωπος, ὁ Ἀδάμ, καί γεννιέται ὁ χριστιανός, ἕνας καινούργιος ἄνθρωπος, ἐν­δεδυμένος τόν Χριστό. Ψάλλουμε κατά τήν τέ­λεση τοῦ μυστηρίου· «ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβα­πτί­σθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε» (βλ. Γα 3,27).
  Ὁ ἐνδεδυμένος τόν Χριστό ἄνθρωπος ἔχει «νοῦν Χριστοῦ» (Α´ Κο 2,16), «καρδιά Χριστοῦ», «βούληση Χρι­στοῦ». Ἔχει, ἐπίσης, συνείδηση «ἐν Πνεύ­ματι ἁγίῳ». Γι’ αὐτό ἀποτελεῖ μέσα στόν κόσμο ἕνα νέο εἶδος ἀνθρώπου. Γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Ρωμαίους Ἐ­πι­στολή του· «συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διὰ τοῦ βαπτίσματος εἰς τὸν θάνατον, ἵνα ὥσπερ ἠγέρ­­θη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν διὰ τῆς δόξης τοῦ πα­τρός, οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν» (Ρω 6,4). Μιά καινούργια ζωή ξεκινᾶ μετά τό Βά­πτισμα, ἀναστημένη ἀπό τά πάθη, ξένη πρός τήν νοοτροπία αὐτοῦ τοῦ κόσμου.
  Ἡ καινούργια αὐτή ζωή τοῦ ἀναγεννημένου πιστοῦ ρυθμίζεται ἀπό τήν καινούργια νομο­θεσία, τήν Καινή Διαθήκη. Θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι τό περιεχόμενό της ὁρίζεται ἐπι­γραμματικά ὡς ἑξῆς· «πίστις δι᾿ ἀγάπης ἐνερ­γουμένη» (Γα 5,6). Ἡ πίστη συνδέει τόν ἄν­θρω­πο μέ τόν Θεό καί τοῦ ἐξασφαλίζει τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά εἶναι καί αὐτός ἕνας μικρός θεός ἐπί τῆς γῆς. Ἡ ἀγάπη τόν συνδέει μέ τόν συνάνθρωπο καί τόν ἀδελφοποιεῖ.
  Ἡ ἐντολή τῆς ἀγάπης χαρακτηρίσθηκε ἀπό τόν Κύριο καινούργια· «ἐντολὴν καινὴν δίδωμι ὑμῖν ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ἰω 13,34).  Δέν ἦταν ἄγνωστο, βέβαια, ὥς τότε τό παναν­θρώ­πινο αἴσθημα τῆς ἀγάπης. Εἶναι, ὡστόσο, και­νούρ­για ἡ ἐντολή τοῦ Χριστοῦ, διότι συμ­πλη­ρώνεται μέ τό «καθὼς ἠγάπησα ὑμᾶς» (Ἰω 13,34). Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό και­νούρ­γιο στοι­χεῖο. Ἡ ἀγάπη αὐτή φθάνει ὥς τήν θυσία· «μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει, ἵνα τις τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῇ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐ-τοῦ» (Ἰω 15,13), εἶχε πεῖ ὁ Κύριος στούς μαθητές του λίγο πρίν ἀπό τό Πάθος. Τόση εἶναι ἡ ἀγά­πη τοῦ Κυρίου γιά μᾶς, ὥστε ἄφησε τήν δόξα τοῦ οὐρανοῦ καί ὑπέμεινε γιά τήν σω­τη­ρία μας μία σειρά ταπεινώσεων (βλ. Φι 2,6-8), φθά­νοντας ὥς τήν ἔσχατη θυσία, τήν θυσία τοῦ σταυροῦ. Γι᾿ αὐτό, ὁ χριστοποι­η­μένος ἄνθρω­πος ἀγαπᾶ μέ θυσιαστική ἀγάπη. Ἡ ἀγά­πη του ἐκδηλώνεται μέ τήν ἐλεημοσύνη, τήν συγχωρητικότητα, τήν ἀνεξικακία. Πρόκει­ται γιά ἐκδηλώσεις ἄγνωστες στόν κόσμο πού ζῆ μακριά ἀπό τόν Θεό, στοιχεῖα ὅμως ταυτό­τη­τος γιά ἐκεῖνον πού θέλει νά εἶναι γνήσιος μι­μητής τοῦ Χριστοῦ, ἄξιος νά φέρει τό ὄνομὰ του.
  Βέβαια, καθώς ζῆ μέσα στόν κόσμο ὁ χρι­στια­νός διατρέχει τόν κίνδυνο νά παρασυρθεῖ ἀπό τό ρεῦμα τοῦ κόσμου. Γι᾿ αὐτό ἔχει ἀνάγκη ἀπό συνεχῆ ἀνανέωση. Ἄν ὁ πιστός δέν γίνε­ται συ­νεχῶς πιστότερος, παύει νά εἶναι πι­στός. Ἄν ὁ καλός δέν γίνεται καλύτερος, παύει νά εἶναι καλός. Καί ἄν ὁ ἅγιος δέν γίνεται ἁ­γιώτερος, χάνει τήν ἁγιότητά του. Γι᾿ αὐτό ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ παραγγέλλει· «ὁ ἅγιος ἁγια­σθήτω ἔτι» (Ἀπ 22,11). Τότε εἶναι ἀληθινή ἡ πίστη, ἡ καλω­σύνη, ἡ ἁγιότητα, ὅταν συνεχῶς ἀνανεώ­νονται καί αὐξάνουν.
  Μέσα στήν Ἐκκλησία προσφέρεται ἡ δυνα­τότητα τῆς ἀνανεώσεως. Μέ τήν μαθητεία στίς ἅγιες Γραφές ὁ νοῦς τοῦ πιστοῦ τρέφεται καί τό φρόνημά του ἀνανεώνεται. Μέ τήν συμ­με­το­χή του στόν πνευματικό ἀγώνα, ὡς μέλος τῆς στρατευομένης Ἐκκλησίας ἀνανεώνει τήν βούλησή του, τήν ἀπόφαση γιά μιά ζωή κοντά στόν Θεό. Μέ τήν μυστηριακή ζωή, τέλος, ὁ πι­στός ἀνανεώνει συνεχῶς τό αἷμα τῆς καρ­διᾶς του. Δέχεται μετάγγιση αἵματος ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό καί ζῆ τήν τε­λει­ότερη αἱμοκάθαρση, ἐφόσον τό αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ «καθαρίζει ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἁμαρ¬τίας» (Α´ Ἰω 1,7).
Προφητικά ὁ Ἠσαΐας μετέφερε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ· «ἰδοὺ ἐγὼ ποιῶ καινά» (43,19). Ὁ ἀπό­στολος Παῦλος βεβαίωσε τό γεγονός· «τὰ ἀρ­χαῖα παρῆλθεν, ἰδοὺ γέγονε καινὰ τὰ πάντα» (Β´ Κο 5,17). Ἡ Ἐκκλησία ὁμολογεῖ· νέαν ἔδει­ξε κτίσιν ἐμφανίσας ὁ κτίστης ἡμῖν τοῖς ὑπ᾿ αὐτοῦ γενομένοις. Ὁ Κύριος μέ τήν ἐναν­θρώ­πησή του, πράγματι, ἀνακαίνισε τόν ἄν­θρωπο. Ἔθεσε ἔτσι τά θεμέλια καί τήν βάση γιά τήν σωστή οἰκολογία καί τήν ἀσφάλεια τῆς κτί­σε­ως. Ἡ Ἐκκλησία συνεχίζοντας τό ἔργο τοῦ Ἰη­σοῦ Χριστοῦ μέσα στόν κόσμο μέ τό Εὐ­αγγέλιο καί τά Μυστήριά της προσφέρει πνευ­μα­τική καλλιέργεια καί θαυμαστή ἀλλοίωση. Μέ­σα στήν ἀτμόσφαιρα τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἀκόμη κι αὐτά τά φυσικά ἀγαθά ἁγιάζονται καί ἱε­ροποιοῦνται. Τό κοινό νερό γίνεται μυ­στη­ριακά «λουτρὸ παλιγγενεσίας» (Ττ 3,5), τό ἁπλό λάδι μεταβάλλεται σέ «χρῖσμα ἀγαλλιά­σεως», τό καθημερινό ψωμί καί κρασί μετα­ποιεῖται σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ. Ἡ σχέση μας μέ τήν κτίση ἀποκαθίσταται. Τήν ἀπο­λαμ­βάνουμε «με­τὰ εὐχαριστίας» (Α´ Τι 4,4) καί τήν ἁγιά­ζουμε «διὰ λόγου Θεοῦ καὶ ἐντεύξεως» (Α´ Τι 4,5).
 Σέ ὅλο τό μεγαλεῖο της, ὡστόσο, ἡ νεουργία τῆς κτίσεως θά φανεῖ μετά τήν Δευτέρα Πα­ρουσία. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει στήν πρός Ρωμαίους Ἐπιστολή· «ἡ γὰρ ἀποκα­ρα­δοκία τῆς κτίσεως τὴν ἀποκάλυψιν τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ ἀπεκδέχεται» (8,19). Ἡ δημιουργία ἀποκαραδοκεῖ, περιμένει μέ λαχτάρα τήν ἀπο­λύτρωσή μας. Τότε, ὅταν οἱ ἄνθρωποι θά ἀ­πολαμβάνουν τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν σω­μάτων τους, θά ἀπολαύσει καί ἡ δημιουργία τήν ἀπελευθέρωσή της ἀπό τήν δουλεία τῆς φθορᾶς καί τῆς ματαιότητος, ἀπό τήν δυνα­στεία τοῦ χρόνου καί τῆς παρακμῆς (βλ. Ρω 8,20-21). Ἡ ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου εἶναι ἀδιά­ψευστη. Ὅπως θά «μετασχηματίσει τὸ σῶμα τῆς ταπεινώσεως ἡμῶν εἰς τὸ γενέσθαι αὐτὸ σύμμορφον τῷ σώματι τῆς δόξης αὐτοῦ» (Φι 3,21), ἔτσι θά ξαναπλάσει τήν φύση·͘ «καινοὺς δὲ οὐρανοὺς καὶ γῆν καινὴν κατὰ τὸ ἐπάγγλεμα αὐτοῦ προσδοκῶμεν», βεβαιώνει ὁ ἀπόστολος Πέτρος (Β´ Πέ 3,13· πρβλ. Ἠσ 65,17· 66,22). Καί ἡ Ἀποκάλυψη μιλᾶ γιά καινούργιο οὐρανό, καινούργια γῆ, και­νούργια Ἰερουσαλήμ (βλ. 21,1-2). «Ἰδοὺ καινὰ ποιῶ πάντα» (Ἀπ 21,5), προαναγγέλλει ὁ Κύ­ρι­ος. Μετά τήν Δευτέρα Παρουσία, ἐγκαινιά­ζεται μία νέα ζωή, πού δέν περιγράφεται μέ τά ἀν­θρώπινα δεδομένα· ἡ αἰώνια ζωή μαζί μέ τόν Χριστό, μέ ἀγαθά «ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν» (Α´ Κο 2,9).

Στεργίου Σάκκου, Αὐγή μυστικῆς ἡμέρας, σελ. 77-90.

 

Κατηγορία Ὑμνολογικά
Σάββατο, 02 Αύγουστος 2014 03:00

Στούς τελευταίους Χαιρετισμούς

 xairetismoiἩ γριά ἡ Παντέλαινα ἦταν μιά φοβερή γριά. Δέν ξέρω σήμερα νά πῶ ἄν ἦταν ἄσχημη ἤ ὄχι. Ἐκεῖνο πού ξέρω εἶναι πώς ἀπό τή μιά ἡ παραξενιά ἡ δική της κι ἀπό τήν ἄλλη ἡ ἐγκατάλειψη τῶν δικῶν της ἀνθρώπων, τήν ἔκαναν νά φαίνεται στά παιδικά μας μάτια πολύ φοβερή. Τό δίχως ἄλλο ἦταν μιά ἐγκαταλελειμμένη δυστυχισμένη γυναίκα. Κι ἐγώ, ὅπως ὅλα τά παιδιά, τή φοβόμουνα, ὅμως στό βάθος μου ἔνιωθα μιά συμπάθεια γι᾿ αὐτήν καί μιά λύπη. Ἦταν βουτηγμένη στή βρωμιά καί μύριζε κι ἀπό μακριά. Χοντρή καί δυσκίνητη καθώς ἦταν, δέν ἔφευγε ποτέ ἀπό τό σπίτι της. Μόνο σάν ἔπιαναν οἱ ἀνοιξιάτικες μέρες, ἔβγαζε μέ δυσκολία μιά καρέκλα δίπλα στό ξεπόρτι της, καρσί στόν ἥλιο, καί καθόταν ἐκεῖ νωχελικά. Δυότρεῖς φορές πού τόλμησα νά σταματήσω λίγο γιά νά τή χαιρετήσω, μέ κοίταξε μέ κεῖνα τά σβησμένα μάτια της· ὄχι ἄγρια, ὄχι! Μέ κοίταξε πονεμένα. Ἔτσι ὅπως κοιτάζει ὁ ἄνθρωπος σάν εἶναι πληγωμένος.
 -Τίνος εἶσαι; μέ ρώτησε μιά μέρα πού τή χαιρέτησα.
 -Τοῦ Νικόλα, τῆς ἀποκρίθηκα καί ἔνιωσα τά πόδια μου νά τρέμουν.
  Ἕνα ἀπόγευμα, ἀκριβῶς τήν ὥρα πού ὁ ἥλιος ἔστελνε τά τελευταῖα του χάδια στό ξεπόρτι τῆς γριᾶς Παντέλαινας, ἐγώ περνοῦσα βιαστικός ἀπό μπροστά της.
 -Ποῦ τρέχεις ἔτσι βιαστικός;
 Σταμάτησα ξαφνιασμένος, γιατί ἡ γριά, ἄν δέν τῆς μιλοῦσες πρῶτα ἐσύ, δέν ἄνοιγε ποτέ πρώτη κουβέντα.
 -Εἶναι οἱ τελευταῖοι Χαιρετισμοί ἀπόψε, τῆς ἀπάντησα βιαστικά, καί θά πᾶμε μέ τή μάνα μου στήν ἐκκλησία. Οἱ τελευταῖοι Χαιρετισμοί;
 -Ἀπόψε εἶναι οἱ τελευταῖοι Χαιρετισμοί; Ἄστραψε τό βλέμμα της καί τό νωχελικό της σῶμα τινάχτηκε ὄρθιο.
 -Θά σοῦ δώσω δέκα λίρες ἄν δέν πᾶς στήν ἐκκλησία καί μείνεις μαζί μου, γιά νά μοῦ διαβάσεις τούς Χαιρετισμούς.
 Τό γέρικο χέρι της ἅρπαξε τό δικό μου καί τό ἔσφιγγε μέ τόση δύναμη πού μοῦ ᾿ρθαν δάκρυα ἀπό τόν πόνο.
 -Νά ρωτήσω τή μάνα μου, εἶπα περισσότερο γιά νά ξεφύγω κι ἀποφασισμένος νά μή γυρίσω πίσω.
 -Θά σοῦ δώσω εἴκοσι λίρες, ἐπέμενε γεμάτη ἀγωνία ἡ γριά.
 -Δέν εἶναι γιά τά χρήματα, κατάφερα μέ κόπο νά πῶ. Πρέπει πρῶτα νά ρωτήσω τή μάνα μου. Μέ περιμένει καί θ᾿ ἀνησυχήσει ἄν δέν πάω.
 -Καλά, εἶπε καί χαλάρωσε τό σφίξιμο. Ἡ μάνα σου εἶναι καλή γυναίκα καί θά σέ ἀφήσει. Πήγαινε, ρώτα την κι ἔλα. Ἐγώ θά σέ περιμένω.
 Ἔφυγα τρέχοντας γιά τό σπίτι μου κι οὔτε πού τό ᾿χα σκοπό νά πῶ κουβέντα στή μάνα μου. Μά ἡ μάνα ἡ δική μου ἤξερε πάντα νά διαβάζει τά μάτια μου. Σιγάσιγά τῆς τά εἶπα ὅλα. Ὕστερα ἐκείνη μέ κοίταξε πολλή ὥρα σκεφτική.
 -Καί νομίζεις, μοῦ εἶπε στό τέλος, νομίζεις πώς ἡ Παναγιά θά ᾿θελε ν᾿ ἀφήσουμε μέ τό παράπονο τή γριαΠαντέλαινα;
 -Θά ᾿ρθεις καί σύ μαζί μου; φώναξα λυτρωμένος ἀπό τό φόβο νά βρεθῶ μόνος μέ τή γριά μέσα στή νύχτα.
 -Θά πᾶμε μαζί, μ᾿ ἀπάντησε ἀποφασισμένη. Πάρε τό βιβλιαράκι σου καί πᾶμε. Εἶναι ἁμαρτία ἀπό τόν Θεό, ἀφοῦ τό ζήτησε, νά μήν πᾶμε.
 Καθόταν ἀκόμα ἔξω ἀπό τό ξεπόρτι της κι ἄς εἶχε δύσει πρό πολλοῦ ὁ ἥλιος. Μᾶς εἶδε ἀπό μακριά καί σηκώθηκε.
 -Τό ἤξερα πώς θά ᾿ρχόσασταν, εἶπε ἁπλά κι ἐγώ εἶδα τά μάτια της γεμάτα δάκρυα.
 Μπῆκα γιά πρώτη φορά στό σπίτι της. Ἡ βρωμιά καί ἡ ἐγκατάλειψη μ᾿ ἔκαναν ν᾿ ἀνατριχιάσω. Μά καί ἡ μάνα μου τό καταλάβαινα πώς ἦταν ἀναστατωμένη.
 -Συγχωρῆστε μου τήν ἀκαταστασία, εἶπε σχεδόν ντροπαλά. Μήτε τά χέρια μου πιάνουν μήτε τά πόδια μου μποροῦν.
 Μ᾿ ἔβαλε καί κατέβασα ἀπό τό εἰκονοστάσι τή μεγάλη εἰκόνα τῆς Παναγιᾶς, τήν προσκύνησε κι ὕστερα τήν κράτησε στήν ἀγκαλιά της.
 -Ἄρχισε, παιδί μου, μοῦ εἶπε κι ἐγώ ἄρχισα νά διαβάζω.
 Ὅπου ξέραμε ψάλλαμε μαζί μέ τή μάνα μου καί ὅταν φτάσαμε στό «Τῇ Ὑπερμάχῳ» ἡ γριαΠαντέλαινα σηκώθηκε ὄρθια κι ἄρχισε καί κείνη νά ψάλλει μαζί μας. Τά μάτια της θαρρεῖς κι ἦταν δυό βρύσες ἀσταμάτητες. Μά καί τά μάτια τῆς μάνας μου δέν πήγαιναν πίσω. Σάν ἀποτελειώσαμε ὅλα τά «Χαῖρε» καί ψάλαμε καί «Τήν ὡραιότητα τῆς Παρθενίας σου» ἡ γριαΠαντέλαινα μᾶς κοίταξε γαληνεμένη.
 -Τήν εὐχή τῆς Παναγιᾶς νά ᾿χετε! εἶπε μόνο, κι ἦταν ἐκείνη τήν ὥρα τόσο γλυκό τό πρόσωπό της πού ἀπόρησα πῶς ἦταν δυνατόν νά τή φοβᾶμαι.
 Ὕστερα ἡ μάνα μου ἔβαλε νερό νά βράσει καί μένα μ᾿ ἔστειλε στό σπίτι μέ τίς εἴκοσι κυπριακές λίρες στήν τσέπη, ἀφοῦ ἡ γριά ἐπέμενε σώνει καί καλά νά τίς πάρω. Ἄργησε νά γυρίσει ἡ μάνα μου κι ἐγώ ᾿ξιστόρησα στόν πατέρα μου καί στ᾿ ἀδέρφια μου τό τί κάναμε μέ τό νί καί μέ τό σίγμα. Ὅταν πολύ ἀργότερα γύρισε κι ἐκείνη, μᾶς εἶπε πώς τήν ἔλουσε καί πώς τῆς συμμάζεψε, ὅσο ἦταν δυνατόν, τό σπίτι.
 Κοιμήθηκα ἐκεῖνο τό βράδυ χαρούμενος γιά τή χαρά πού δώσαμε στή γριαΠαντέλαινα, μά καί γιά τή μικρή περιουσία πού φούσκωνε τήν τσέπη τοῦ παντελονιοῦ μου. Ξύπνησα εὐδιάθετος καί πῆγα στό σχολεῖο. Ὅλα τά παιδιά εἶχαν ἀντιληφθεῖ τήν ἀπουσία μου ἀπό τήν ἐκκλησία καί μ᾿ ἀπορία μέ ρωτοῦσαν. Μά ἐγώ δέν εἶπα τό μυστικό μου. Μονάχα τούς εἶπα πώς ἤμουν σέ μιά δουλειά μέ τή μάνα μου.
 Σάν σχόλασα, ἔτρεξα γιά νά περάσω πρῶτος ἀπό τό ξεπόρτι τῆς γριᾶς Παντέλαινας καί νά τή χαιρετήσω. Τό ξεπόρτι ἦταν ἀνοιχτό καί μέσα ἦταν κόσμος. Κάπου ἀνάμεσα εἶδα τή μάνα μου. Μέ εἶδε καί ἦρθε κοντά μου.
 -Ἡ γριά ἔφυγε, μοῦ εἶπε καί τά μάτια της γέμισαν δάκρυα.
 Ἔφυγε; Καί ποῦ πῆγε; ρώτησα δίχως νά καταλαβαίνω.
 -Κοντά στήν Παναγιά, μοῦ εἶπε. Πῆγε νά τῆς πεῖ ἀπό κοντά τά «χαῖρε»!
 Πᾶνε πάνω ἀπό τριάντα χρόνια πού ἔφυγα δακρυσμένος ἀπό ἐκεῖνο τό ἔρμο ξεπόρτι, μά κάθε πού ᾿ρχονται οἱ τελευταῖοι Χαιρετισμοί ἡ σκέψη μου πετάει ἐκεῖ. Καί καθώς τά ψελλίζω ἕναἕνα τά «χαῖρε», παρακαλῶ τήν Παναγιά καί γιά ὅλες τίς γριές Παντέλαινες πού, παντέρημες, ἄλλη ἀπαντοχή δέν ἔχουν παρά μόνο τή δική της παρηγοριά καί τή δική μας ἐλάχιστη ἀνθρώπινη εὐαισθησία.
 

Ἑ. Β.
    

Κατηγορία Διηγήματα