Ἡ βάπτιση τοῦ Κυρίου ἀπό τόν Ἰωάννη τόν βαπτιστή στόν Ἰορδάνη εἶναι ἕνα ἀποκαλυπτικό γεγονός πού συγκλονίζει. Δέν ἀναφέρομαι μόνο στήν φανέρωση τῆς ἁγίας Τριάδος, ἀλλά καί σέ μία σειρά ἐκπληκτικῶν μυστηρίων πού μᾶς ἀποκαλύπτουν τόν σκοπό καί τόν στόχο τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου.
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς, ὁ Θεός πού ἔγινε ἄνθρωπος, εἶναι ἀναμάρτητος. Εἶναι ἐκεῖνος γιά τόν ὁποῖο ἡ Γραφή λέει ὅτι «ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ» (Α΄ Πέ 2,22). Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ὁ Ἰωάννης βάπτιζε «εἰς μετάνοιαν» (Μθ 3,11), γιά νά καλλιεργήσει στούς ἀνθρώπους ἀφ’ ἑνός μέν τήν συνείδηση τῆς ἁμαρτωλότητας καί ἀφ’ ἑτέρου τήν ἐπιθυμία νά ἀπαλλαγοῦν ἀπ’ αὐτή τήν κατάσταση. Τότε γιατί βαπτίσθηκε ὁ ἀναμάρτητος Χριστός;
Βαπτίσθηκε ὁ Κύριος, διότι κατ’ ἀρχήν ἔπρεπε ὁ Ἰωάννης νά βεβαιωθεῖ ὅτι αὐτός εἶναι ὁ προσδοκώμενος Μεσσίας. Ὁ Θεός τοῦ εἶχε ἀποκαλύψει ὅτι «ἐκεῖνος στόν ὁποῖο θά δεῖς τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νά κατεβαίνει καί νά μένει ἐπάνω του, αὐτός εἶναι» (βλ. Ἰω 1,33). Γι’ αὐτό ἀποκαλύπτεται ἡ ἁγία Τριάδα, γι’ αὐτό ἀκούγεται ἡ φωνή τοῦ Πατρός καί γι’ αὐτό τό Πνεῦμα ἐμφανίζεται σάν περιστέρι. Ὅπως λέει ὁ ἴδιος ὁ Ἰωάννης· «Ἐγώ εἶδα τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νά κατεβαίνει καί νά μένει ἐπάνω του καί μαρτυρῶ γι᾽ αὐτό τό γεγονός καί εἶμαι ἀπολύτως βέβαιος ὅτι αὐτός εἶναι ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ» (βλ. Ἰω 1,33-34). Καί ἔπρεπε νά βεβαιωθεῖ γι’ αὐτό ὁ Ἰωάννης, ὥστε στήν συνέχεια νά δείξει τόν Ἰησοῦ στούς μαθητές του καί νά τούς προτρέψει νά τόν ἀκολουθήσουν. Συγκροτεῖται ἔτσι σταδιακά ἡ ἀποστολική ὁμάδα τῶν δώδεκα, ἡ ὁποία θά ἀποτελέσει ἀργότερα καί τόν πυρήνα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἕνας ἄλλος λόγος ξεχωριστῆς σημασίας πού ὁ Κύριος βαπτίζεται εἶναι γιά νά προκαλέσει καί νά παραπλανήσει τόν Σατανᾶ. Ὁ Σατανᾶς γνωρίζει πολύ καλά κάθε ἄνθρωπο, διότι μᾶς δεσμεύει ὅλους μέ τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας. Τόν ἀναμάρτητο Ἰησοῦ ὅμως δέν τόν γνώριζε, δέν μποροῦσε νά τόν ἐλέγξει. Τοῦ ἦταν «ἄγνωστη χώρα». Τόν βλέπει νά βαπτίζεται ὅπως οἱ ὑπόλοιποι ἄνθρωποι καί θεωρεῖ ὅτι εἶναι καί αὐτός ἁμαρτωλός. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ὁ Ἰησοῦς δέν ἐξομολογεῖται ὅπως ἔκαναν ὅσοι βαπτίζονταν, ἐνῶ συγχρόνως ἀκούγεται ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ νά λέει· «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα» (Μθ 3,17). Ὅλα αὐτά τοῦ προκαλοῦν σύγχυση, δέν μπορεῖ νά καταλάβει τί συμβαίνει καί ἀρχίζει νά ἀνησυχεῖ. Ἔχει μπροστά του ἕναν ἄνθρωπο πού δέν μπορεῖ νά ἐλέγξει καί ὁ ὁποῖος μαρτυρεῖται ἀπό τόν οὐρανό ὅτι εἶναι ὁ ἀγαπητός, δηλαδή ὁ μονογενής, υἱός τοῦ Θεοῦ. Τί σημαίνει αὐτό; Τί θά πεῖ ὅτι εἶναι ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ; Πρέπει νά τόν φοβᾶται;
Γι᾽ αὐτό ἀπό ἐκείνη τή στιγμή καί ἔπειτα ὁ Σατανᾶς τόν πολεμᾶ εὐθέως. Μετά τό βάπτισμά του ὁ Ἰησοῦς θά πάει στήν ἔρημο καί θά νηστεύσει γιά 40 ἡμέρες· τότε ὁ Σατανᾶς θά ἔλθει καί θά τόν πειράξει τρεῖς φορές λέγοντάς του· «Εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ...» (Μθ 4,3). Ὅ,τι ἄκουσε ἀπό τόν οὐρανό στόν Ἰορδάνη. Ἀλλά ὁ Ἰησοῦς δέν θά ἐνδώσει, δέν θά τοῦ ἀποκαλύψει τί σημαίνει «ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ». Γι’ αὐτό καί ὁ Σατανᾶς θά συνεχίσει νά τόν πολεμᾶ μέ ἀκόμη μεγαλύτερη ἔνταση, μέχρι νά τόν ὁδηγήσει καί στόν τελευταῖο καί πιό σκληρό πειρασμό, στόν σταυρό, ὥστε νά μπορέσει νά καταλάβει περί τίνος πρόκειται. Ἀλλά καί ἐκεῖ ὁ Ἰησοῦς δέν θά τοῦ ἀποκαλυφθεῖ, θά πεθάνει. Αὐτό ἐπεδίωκε ἄλλωστε. Ἔτσι ὥστε μέ τήν ἀνάστασή του νά συντρίψει τήν δύναμη τοῦ διαβόλου πού εἶναι ὁ θάνατος καί νά ἀπελευθερώσει τόν ἄνθρωπο ἀπό αὐτόν τόν ὄλεθρο.
Ὁ τρίτος λόγος πού ὁ Κύριος βαπτίζεται εἶναι αὐτός τόν ὁποῖο ἐπικαλεῖται, ὅταν ὁ ταπεινός Ἰωάννης τοῦ λέει· «Ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ σοῦ βαπτισθῆναι, καὶ σὺ ἔρχῃ πρός με;» (Μθ 3,14). Καί τί λέει ὁ Κύριος; «Ἄφες ἄρτι», ἄφησέ τα αὐτά τώρα. «Οὕτω γὰρ πρέπον ἐστὶν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην» (Μθ 3,15). Τώρα αὐτό πού πρέπει νά κάνουμε εἶναι νά ἐκτελέσουμε κάθε «δικαιοσύνην».
Τί θά πεῖ «δικαιοσύνη»; Θά πεῖ ἐντολή τοῦ Θεοῦ, θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καί τί θά πεῖ «νά ἐκτελέσουμε κάθε ἐντολή τοῦ Θεοῦ»; Ποιά εἶναι ἡ ἐντολή τοῦ Θεοῦ πού ἐκτελεῖ ὁ Κύριος ὅταν βαπτίζεται; Ἀκριβῶς αὐτό, τό νά βαπτισθεῖ. Ὁ Ἰωάννης ἐστάλη ἀπό τόν Θεό νά βαπτίζει, αὐτό ἦταν τό καθῆκον του καί αὐτή τήν ἐντολή ἔλαβε ἀπό τόν Κύριο. Καί θέλημα τοῦ Θεοῦ ἦταν ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖτες νά βαπτισθοῦν. Καί ὁ Ἰησοῦς πηγαίνει καί βαπτίζεται ὅπως ὅλοι οἱ Ἑβραῖοι, δέν ἐξαιρεῖ τόν ἑαυτό του ἀπ’ αὐτή τήν διαδικασία. Πηγαίνει καί βαπτίζεται σάν ἁμαρτωλός ἐνῶ εἶναι ἀναμάρτητος, ἀκριβῶς γιά νά ἐκτελέσει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι προφανές γιά μᾶς τό νόημα αὐτῆς τῆς κίνησης. Ὁ Ἰησοῦς ὑπάκουσε στόν Θεό κατά πάντα. Τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἦταν ὁ υἱός του νά γίνει ἄνθρωπος. Καί ὄχι μόνο νά γίνει ἄνθρωπος ἀλλά καί νά περάσει ἀπό τό βάπτισμα τοῦ Ἰωάννη, ὅπως περνοῦσαν ὅλοι οἱ ἁμαρτωλοί, καί νά πεθάνει ὅπως πεθαίνουν καί ὅλοι οἱ ἁμαρτωλοί· καί ἄς μήν εἶχε σχέση μέ τήν ἁμαρτία. Λέει ὁ ἀπ. Παῦλος· «Πόσο ὑπάκουσε; Μέχρι ποῦ ὑπάκουσε; Μέχρι θανάτου» (βλ. Φι 2,8). Ὑπάκουσε καί πέθανε, γιά νά μείνει ὡς ἄνθρωπος πιστός στόν ἅγιο Θεό. Αὐτό θέλει νά μᾶς διδάξει μέ τό βάπτισμά του, ὅτι πρέπει νά ὑπακοῦμε στόν Θεό, ὅποιο καί ἄν εἶναι τό θέλημά του.
Τό βάπτισμα ἦταν βέβαια ἐξευτελισμός, ταπείνωση γιά τόν υἱό τοῦ Θεοῦ. Γιά μᾶς ὅμως δέν εἶναι ἐξευτελισμός οἱ ἐντολές Του, ὄχι. Ἡ εὐσέβεια, λέει ὁ ἀπ. Παῦλος, εἶναι πορισμός εὐλογημένης ζωῆς καί ἐδῶ, σ᾽ αὐτόν τόν κόσμο (βλ. Α΄ Τι 6,6), καί φυσικά στήν αἰωνιότητα. Καί δέν δεχόμαστε νά ὑπακούσουμε στόν νόμο τοῦ Κυρίου; Ἔχει πόνους, βέβαια, ἡ ζωή τῆς ὑπακοῆς, ἔχει ὀδύνη. Ἀλλά ἄν ὑπακούσουμε κατά πάντα ἔχει καί δόξα καί μᾶς κάνει πολῖτες τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Εὐάγγελος Ἀ. Δάκας
Δρ Θεολογίας - Φιλόλογος
Ἀπολύτρωσις 70 (2015) 4-6
Ἡ ἀπόθεση τοῦ ἀσθενοῦς σαρκίου «εἰς γῆν ἐξ ἧς προῆλθεν» ἔχει κάτι τό ἱεροπρεπές καί τό ὁσιακό στήν περίπτωση τοῦ Παπαδιαμάντη. Σέ ἐπιστολή, πού ἔστειλε ὁ π. Γεώργιος Ρήγας στόν ἐκδότη Ἠλ. Δικαῖο, γράφει καί τ᾿ ἀκόλουθα γιά τίς τελευταῖες στιγμές τῆς ἐπιγείου ζωῆς τοῦ Παπαδιαμάντη:
«Ἠσθένησε τήν 29ην Νοεμβρίου τοῦ 1910. Τήν τρίτην ἡμέραν τῆς ἀσθενείας του ἐλιποθύμησεν. Ὅταν δέ συνῆλθε, “τί μοῦ συνέβη;”, εἶπε. “Δέν εἶναι τίποτε• μιά λιποθυμία μικρά”, τοῦ εἶπον αἱ περιστοιχίζουσαι αὐτῶν τρεῖς ἀδελφαί του. “Τόσα ἔτη”, λέγει ὁ Ἀλέξανδρος, “ἐγώ δέν ἐλιποθύμησα• δέν ἐννοεῖτε ὅτι αὐτά εἶναι προοίμια τοῦ θανάτου μου; Φέρετε ἀμέσως τόν παπά καί μήν ἀναβάλλετε”. Ἐθρήνουν τότε αἱ ἀδελφαί του, ὁ δέ Παπαδιαμάντης βλέπων αὐτάς καί συλλογιζόμενος ὅτι ἐάν ἀποθάνῃ δέν ἔχουσιν ἄλλον βοηθόν καί συντηρητήν, ταῖς ἀπέτεινε τούς ἑξῆς παρηγόρους λόγους: “Ἔχω καλούς φίλους, οἱ ὁποῖοι θά ἐκδώσουν τάἔργα μου• ἡσυχάστε, φιλόστοργές μου ἀδελφές”. Μέτ᾿ ὀλίγον κληθέντες ἦλθον συγχρόνως καί ὁ ἱερεύς καί ὁ ἰατρός.Ὁ Παπαδιαμάντης πρό πάντων ἦτο χριστιανός καί χριστιανός εὐσεβής. Μόλις εἶδε τόν ἰατρόν, εἶπεν εἰς αὐτόν: “Τί θέλεις σύ ἐδῶ;”. “Ἦρθα νά σέ δῶ”, τοῦ λέγει ὁ ἰατρός. “Νά ἡσυχάσεις”, τοῦ λέγει ὁ ἀσθενής, “ἐγώ θά κάμω πρῶτα τά ἐκκλησιαστικά (δηλ. θά ἐπικαλεσθῶ τήν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ) καί ὕστερα νά ᾿ρθεῖς ἐσύ”... Εἶχε σώας τάς φρένας του μέχρι τέλους καί ἐπεθύμει νά συγγράψῃ διήγημα. Ὁ νοῦς του μέχρι τῆς τελευταίας του ἀναπνοῆς ἦτο ἀφιερωμένος εἰς τόν Θεόν. Μόνος του, ὀλίγας ὥρας πρίν ἀποθάνῃ, ἔστειλε νά κληθῇ ὁ ἱερεύς διά νά κοινωνήσῃ: “Ξεύρεις! μήπως ἀργότερα δέν καταπίνω!”, ἔλεγεν. Ἦτο ἡ παραμονή τοῦ θανάτου του καί ὥς τις εἰρωνεία τοῦ ἀνηγγέλθη ἡ ἀπονομή τῆς παρασημοφορίας του διά τοῦ Σταυροῦ τοῦ Σωτῆρος.
Τήν ἑσπέραν τῆς 2ας Ἰανουαρίου, παραμονήν τοῦ θανάτου του, “Ἀνάψτε ἕνα κερί”, εἶπε, “φέρτε μου ἕνα βιβλίο” (Σημ. δηλ. ἐκκλησιαστικόν βιβλίον). Τό κηρίον ἠνάφθη. Ἐπρόκειτο δέ νά ἔλθῃ καί τό βιβλίον. Ἀλλά πάλιν ἀποκαμών ὁ Παπαδιαμάντης εἶπεν: “Ἀφῆστε τό βιβλίο• ἀπόψε θά εἰπῶ ὅσα ἐνθυμοῦμαι ἀπ᾿ ἔξω”. Καί ἤρχισε ψάλλων τρεμουλιαστά: “Τήν χεῖράν σου τήν ἁψαμένην...” (Σημ. Εἶναι τοῦτο τροπάριον ἐκ τῶν Ὡρῶν τῆς παραμονῆς τῶν Φώτων). Αὐτό ἦτο καί τό τελευταῖον ψάλσιμον τοῦ Παπαδιαμάντη, ὅστις τήν ἰδίαν νύκτα, κατά τήν 2αν μετά τό μεσονύκτιον, ὅταν ἐξημέρωνεν ἡ 3η Ἰανουαρίου, παρέδωκε τήν ψυχήν του εἰς χεῖρας τοῦ Πλάστου. Ἡ Σκίαθος ὅλη ἔκλαυσε καί κλαίει διά τήν ἀπώλειαν τοῦ Παπαδιαμάντη...».
Σήμερα μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ὄχι μόνο ἡ «Σκίαθος» ἀλλ᾿ ἡ ὀρθόδοξη Ἑλλάδα ὁλόκληρη θρήνησε τήν κοίμηση τοῦ Ἀλεξάνδρου. Ὅσο δέ περνάει ὁ καιρός καί γνωρίζουμε περισσότερο τό ἔργο του, τόσο ἡ ἐκτίμησή μας μεγαλώνει πρός τήν ὑψηλή τέχνη του καί ὁ θαυμασμός μας πρός τό πρόσωπό του γίνεται πιό ἔνθερμος.
Π. Β. Πάσχος
Ὁ ἐρχομός ἑνός καινούργιου ἔτους ἀποτελεῖ συνήθως ἀφετηρία γιά κάποιους στοχασμούς, ἄλλοτε ἁπλούς καί ἄλλοτε σύνθετους. Στό σημείωμα πού ἀκολουθεῖ θά προσπαθήσω νά μείνω κάπου στό μέσον.
Τό σύνολο τῶν πραγμάτων τοῦ φυσικοῦ κόσμου περικλείεται μέσα σ᾿ ἕνα εὐρύ πλαίσιο, τό χῶρο. Τό σύνολο τῶν φαινομένων -φυσικῶν, φυσιολογικῶν, ψυχικῶν- περικλείεται μέσα σ᾿ ἕνα δεύτερο καί ἐπίσης εὐρύ πλαίσιο, τό χρόνο. Οἱ ἔννοιες τοῦ χώρου καί τοῦ χρόνου συνυφαίνονται μεταξύ τους καί ἀλληλοσυμπληρώνονται δίνοντας τή φιλοσοφική ἔννοια τοῦ χωροχρόνου.
Περιοριζόμενοι στήν ἔννοια τοῦ χρόνου -πράγμα πού τό ἐπιβάλλει ἡ ἐπικαιρότητα- μποροῦμε νά ξεκινήσουμε ἀπό τή θεμελιακή τοποθέτηση ὅτι ἡ ἔναρξη τοῦ χρόνου ὁριοθετεῖται μέ τή δημιουργία τοῦ κτιστοῦ κόσμου. Στήν ἄκτιστη πραγματικότητα τῆς Ἁγίας Τριάδας ὁ χρόνος εἶναι ἀνυπόστατος· ὑπάρχει μόνο ἡ ἀσύνορη αἰωνιότητα. Ὅμως μερικές ἐπιμέρους παρατηρήσεις εἶναι ἀπαραίτητες.
Ὁ χρόνος εἶναι μία συνεχής ροή, μιά κίνηση. Τά περιστατικά πού συμβαίνουν ετε στό ἐξωτερικό μας περιβάλλον, στόν φυσικό δηλαδή κόσμο, ετε στή συνείδησή μας, τόν ψυχικό μας δηλαδή κόσμο, ετε στόν ἱστορικό καί κοινωνικό χῶρο, μέ τήν ἀέναη διαδοχή τους μᾶς βοηθοῦν νά σχηματίσουμε ἀπό παιδιά τήν ἀντίληψη τοῦ χρόνου. Δικαιολογημένα, λοιπόν, ὁ Ἡράκλειτος παρομοιάζει τό χρόνο μέ τό νερό ἑνός ποταμοῦ πού ρέει ἀσταμάτητα. Ἀλλά καί ὁ Ἀριστοτέλης παρατηρεῖ· «φανερόν ὅτι οὐκ ἔστιν ἄνευ κινήσεως καί μεταβολῆς χρόνος», καί «τότε φαμέν γεγονέναι χρόνον, ὅταν τοῦ προτέρου καί τοῦ ὑστέρου ἐν τῇ κινήσει ασθησιν λάβωμεν». Συμπερασματικά μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἡ ἀντίληψη τοῦ χρόνου περιλαμβάνει δύο στοιχεῖα: α) τήν ἰδιότητα τῆς διάρκειας καί β) τίς σχέσεις τοῦ ταυτόχρονου καί τῆς διαδοχῆς. Στή χρονική σχέση τῆς διαδοχῆς διακρίνουμε τό παρελθόν, τό παρόν καί τό μέλλον.
Ὁ χρόνος δέν ἀποτελεῖ μονοσήμαντη ἔννοια. Ἄν τόν δοῦμε ἀπό καθαρά ἐνδοκοσμική ἄποψη, ξεχωρίζουμε δύο κατηγορίες: τόν ἀντικειμενικό, φυσικό, καί τόν ὑποκειμενικό, ψυχολογικό χρόνο. Ὡστόσο μέσα στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο ὁ χρόνος χάνει τή γνωστή κινητική του ἰδιότητα καί μεταβάλλεται σ᾿ ἕνα συνεχές καί ἀρράγιστο παρόν. Πρόκειται γιά τόν λειτουργικό χρόνο, ὅπου καταργεῖται ἡ ασθηση τῆς διαδοχῆς καί ὅλα τά γεγονότα τῆς σωτηρίας μας τελοῦνται ἀδιαλείπτως μέ τήν ἀμεσότητα τοῦ παρόντος: Σήμερον γεννᾶται, σήμερον σταυροῦται, σήμερον ἀνίσταται ὁ λυτρωτής Χριστός.
Ὁ ἄνθρωπος, βέβαια, εἶναι μία φυσική καί μεταφυσική συγχρόνως ὕπαρξη πλασμένη ἀπό τόν Θεό «κατ᾿ εἰκόνα» καί «καθ᾿ ὁμοίωσιν». Τό «κατ᾿ εἰκόνα» εἶναι ἕνα ὀντολογικό δεδομένο. Τό «καθ᾿ ὁμοίωσιν» ὅμως ἀποτελεῖ τελικό στόχο, προορισμό. Ἑπομένως, γιά νά πετύχει ἡ στόχευση, χρειάζεται μία πορεία πρός τά ἐμπρός μέ ὑπέρβαση τοῦ ἑαυτοῦ μας, μιά κατεύθυνση πρός τό «πέραν»· «ὅλο μακρύτερα νά πηγαίνουμε, ὅλο ψηλότερα ν᾿ ἀνεβαίνουμε». Ἔτσι καταλήξαμε πάλι στήν ἀρχική ἀντίληψη τῆς κίνησης, θεωρημένη τώρα ἀπό ἄλλη σκοπιά. Ἡ στατικότητα, ἡ στασιμότητα σημαίνει ἀπώλεια. Ἡ ζωή μας στόν κόσμο τοῦτο ὀφείλει νά εἶναι in statu viae (σέ κατάσταση δρόμου, πορείας). Γι᾿ αὐτό καί ὁ πιστός δέν μπορεῖ παρά νά εἶναι Homo viator (ἄνθρωπος ταξιδευτής, ὁδοιπόρος). Πόσο ὡραῖα καί ἐπιγραμματικά ἐκφράζει τήν ἀλήθεια αὐτή ὁ ἀπόστολος Παῦλος· «Τά μέν ὀπίσω ἐπιλανθανόμενος τοῖς δέ ἔμπροσθεν ἐπεκτεινόμενος» (Φι 3,14). Ἐπηρεασμένος ἀπό τόν Παῦλο καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης τήν πορεία μας αὐτή τή χαρακτηρίζει ὡς «ἐπέκτασιν».
Ἑπομένως ἡ ἔλευση τοῦ νέου ἔτους συνεπάγεται ἀνανέωση τοῦ συμβολαίου τῆς εὐθύνης, ὥστε νά φθάσουμε στό «ἐν εἰρήνῃ καί μετανοίᾳ». Ἡ παράταση τῆς ζωῆς σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο ἔχει νόημα, ὅταν ὁ χρόνος ἀξιοποιεῖται. Καί τό ἀρχαῖο ἐκεῖνο «χρόνου φείδου» δηλώνει ὅτι ὁ ἐφησυχασμός, ἡ ἀδράνεια, ἡ σπατάλη τοῦ χρόνου ὁδηγοῦν στόν πνευματικό μαρασμό, στή φθορά. Ἀντίθετα ἡ σωστή ἀξιοποίηση τοῦ χρόνου γίνεται μέ τά ἔργα τῆς ἀγάπης. «Τοιοῦτοι γάρ τῆς ἀγάπης οἱ ὀφθαλμοί· οὐχ ὁδῷ διακόπτονται, οὐ χρόνῳ μαραίνονται». Μέσα, λοιπόν, στή σύγχρονη ταραχή καί ἀνεμοζάλη μακάρι ὁ καινούργιος χρόνος νά μᾶς καταστήσει συμμέτοχους στήν ἀκατάλυτη ἐλπίδα τῶν μελλοντικῶν ἀγαθῶν πού μᾶς περιμένουν, γιατί «τό τοῦ Κυρίου Πάσχα προέρχεται καί καιροί συνάγονται καί μετακόσμια ἁρμόζεται καί διδάσκων ἁγίους ὁ Λόγος εὐφραίνεται»• δηλαδή: Τό Πάσχα τοῦ Κυρίου προχωρεῖ καί οἱ χρόνοι συγκλίνουν καί οἱ ὑπερφυσικές πραγματικότητες ἐναρμονίζονται καί ὁ Λόγος (τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδας) εὐφραίνεται καθώς διδάσκει τούς ἁγίους.
Ἰ. Ἀ. Νικολαΐδης
1η Ἰανουαρίου τοῦ 1788 καί ὁ πρῶτος συνεταιρισμός στήν Εὐρώπη βάζει τό θεμέλιό του. Ἄνδρες, γυναῖκες καί παιδιά, κάτοικοι τῶν Ἀμπελακίων τῆς ἐπαρχίας Λάρισας καί τῶν γύρω χωριῶν, συγκροτοῦν ἕνα πρότυπο συνεταιριστικό σῶμα.
Στόχος τοῦ Συνεταιρισμοῦ ἦταν κατά βάση ἡ πληρωμή τῶν φόρων στούς τούρκους κατακτητές, ἡ τροφοδοσία τῶν ἀπόρων συγχωριανῶν καί, τέλος, ἡ συντήρηση νοσοκομείων, σχολείων, ἐκκλησιῶν κτλ.
Ὁ Συνεταιρισμός Ἀμπελακίων, ἄν καί λειτούργησε σέ καθεστώς κατοχῆς, διατηρήθηκε γιά ἀρκετά χρόνια, δημιουργώντας ἕνα ἰδανικό πρότυπο γιά τίς κοινωνίες τοῦ μέλλοντος.
Ἡ πυροδότηση γιά τήν πρωτοποριακή αὐτή δημιουργία ὀφείλεται στόν Μητροπολίτη Πλαταμῶνος Διονύσιο, ὁ ὁποῖος στηρίχθηκε στό πνεῦμα κοινωνικῆς ἀλληλεγγύης καί ἀδελφότητας πού ἐπικρατοῦσε στά Ἀμπελάκια καί σ᾿ ὅλη τή γύρω περιοχή. Ἡ βαθειά εὐσέβεια τῶν χωρικῶν, ἡ ὁποία ἐκφραζόταν μέ τήν ἔμπρακτη ἀγάπη, εἶχε καλλιεργηθεῖ ἀπό τούς διδασκάλους τῆς περίφημης Σχολῆς τῶν Ἀμπελακίων, Νεόφυτο Δούκα, Εὐγένιο Βούλγαρη κ.ἄ.
Ἡ χριστοκεντρική βάση καί ἡ ἁγιογραφική θεμελίωση τοῦ πετυχημένου αὐτοῦ πειράματος δηλώνεται ξεκάθαρα στό προοίμιο τοῦ καταστατικοῦ του:
«“Οὗ γάρ εἰσιν δύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τό ἐμόν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν”, λέγει ὁ Κύριος στά Εὐαγγέλια.
Καί ὁ προφήτης - βασιλεύς: “Ἀρχή τῶν λόγων σου ἀλήθεια”, καί “Ὁ φόβος Κυρίου ἁγνός, διαμένων εἰς αἰῶνα αἰῶνος” καί “Γάρ οἱ δοῦλοι σου φυλάσσουσιν αὐτά• ἐν τῷ φυλάσσειν αὐτά ἀνταπόδοσις πολλή”.
Συνεπῶς ἐμεῖς, οἱ ἔμποροι καί βιοτέχνες κόκκινων νημάτων αὐτῆς τῆς πολιτείας, ἀποθέτοντας τή ζωή μας στόν ἀκρογωνιαῖο λίθο, στό ὄνομα τοῦ Κυρίου μας, ἀποφασίσαμε...»
1η Ἰανουαρίου... Ἀπό Θεοῦ ἄρξασθε καί σύν Θεῷ ἐργάζεσθε... Κι ὁ κόπος θά ᾿ναι εὐλογημένος!
Συνέκδημος
Ἀπολύτρωσις 58 (2003) 11
Στήν ἐποχή μας, πού μᾶς καταδιώκει καί μᾶς κυβερνᾶ ὁ χρόνος, νιώθουμε πόσο πρόσκαιρη καί παροδική εἶναι ἡ ζωή πάνω στή γῆ. Πάντα λαχταροῦμε νά μάθουμε τό μέλλον, τό αὔριο· νά γνωρίζουμε «χρόνους ἤ καιρούς» (Πρξ 1,7).
Εἶναι ἡ ἀβεβαιότητα τῆς γήινης ζωῆς ἀλλά καί ὁ πόθος γιά ἀθανασία καί αἰωνιότητα. Σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο ἡ τάση μας αὐτή βρίσκει τήν πλήρωσή της ἀπόλυτα μέσα σέ μιά αἰώνια βασιλεία: στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν, στήν Ἐκκλησία πού κεφαλή καί ἀρχηγό ἔχει τόν αἰώνιο Κύριο. Ὁ χρόνος ὑποτάσσεται σ᾿ Αὐτόν καί δέν καταδυναστεύει, ἀλλά ὑπηρετεῖ τούς πολίτες τῆς βασιλείας του. Πράγματι·
* Ὁ Κύριος εἶναι «βασιλεύς τῶν αἰώνων» (Α΄ Τι 1,17). Αὐτός πού κυβερνᾶ τό χρόνο καί μένει ἔξω ἀπό τό χρόνο καί τήν κυριαρχία του.
* Ἡ ἔννοια τοῦ χρόνου καταργεῖται μέσα στό χῶρο τῆς βασιλείας Του. Ὅλα κινοῦνται σέ ἕνα ἀδιάκοπο παρόν· «Χίλια ἔτη ἐν ὀφθαλμοῖς σου ὡς ἡ ἡμέρα ἡ ἐχθές, ἥτις διῆλθε, καί φυλακή ἐν νυκτί» (Ψα 89,4).
* Χρησιμοποιεῖ τό χρόνο, γιά νά φανερώνει τήν ἀγάπη Του καί τό ἔλεός Του στούς πιστούς, νά δίνει καιρό καί εὐκαιρία μετανοίας στούς ἀνθρώπους· «Μακροθυμεῖ εἰς ἡμᾶς, μή βουλόμενός τινας ἀπολέσθαι, ἀλλά πάντας εἰς μετάνοιαν χωρῆσαι» (Β΄ Πε 3,9).
* Ὁ χρόνος γίνεται στά χέρια Του «σημεῖον», πού δείχνει τήν παντοδυναμία Του· «Ἔστη ὁ ἥλιος καί ἡ σελήνη ἐν στάσει, ἕως ἠμύνατο ὁ Θεός τούς ἐχθρούς αὐτῶν. Καί ἔστη ὁ ἥλιος κατά μέσον τοῦ οὐρανοῦ, οὐ προεπορεύετο εἰς δυσμάς εἰς τέλος ἡμέρας μιᾶς» (Ἰη 10,13).
* Οἱ νίκες καί οἱ χαρές, πού χαρίζει στούς δικούς Του, δέν ἐπηρεάζονται, οὔτε μειώνονται ἀπό τό χρόνο, ἀλλά διαρκοῦν αἰώνια, διότι ἔχουν τό σημάδι τῆς σωτηρίας.
* Παίρνει τό χρόνο ὁ Κύριος καί μᾶς τόν κάνει δῶρο, μακραίνοντας τίς μέρες τῆς ζωῆς μας· «Μακρότητι ἡμερῶν ἐμπλήσω αὐτόν καί δείξω αὐτῷ τό σωτήριόν μου» (Ψα 90,16).
* Κι ὅταν ὁ χρόνος γίνεται μάστιγα γιά τό λαό του μέ τίς συμφορές πού φέρνει, ξέρει νά τόν ἁπαλύνει καί νά συντομεύει τίς θλίψεις· «Καί εἰ μή ἐκολόβωσε Κύριος τάς ἡμέρας, οὐκ ἄν ἐσώθη πᾶσα σάρξ· ἀλλά διά τούς ἐκλεκτούς οὕς ἐξελέξατο, ἐκολόβωσε τάς ἡμέρας» (Μρ 13,20).
Ἀλλά ὁ Θεός δέν ὑποτάσσει μόνο τό χρόνο· ὑποτάχθηκε κι ὁ Ἴδιος στό χρόνο, ὅταν ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά ὑπηρετήσει τή σωτηρία μας.
* Ἄχρονος καί ἄπειρος Αὐτός γεννᾶται ἐν χρόνῳ καί ζῆ μέσα στόν ἀνθρώπινο χρόνο μέ τούς περιορισμούς του (Βαρούχ 3,38).
* Θυσιάζεται πάνω στό σταυρό καί παραδίδει τό πνεῦμα Του· «Ἦν δέ ὡσεί ὥρα ἕκτη καί σκότος ἐγένετο ἐφ᾿ ὅλην τήν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης» (Λκ 23,44).
Στόν Κύριο τοῦ χρόνου, στόν Βασιλέα τῶν αἰώνων, πού κάνει προσιτή γιά μᾶς τήν αἰωνιότητα, πρέπει αἰώνια δοξολογία· «Εὐλογητός Κύριος εἰς τόν αἰῶνα. Γένοιτο, γένοιτο» (Ψα 88,53).
Δ. Παπαδημητρίου - Χατζηαθανασίου
Ποιός δέν ἀγαπᾶ τό κέρδος;
Tό κέρδος! Mιά ἔννοια πού συγκεντρώνει πάνω της λάγνα τή σκέψη καί τόν πόθο κάθε ἀνθρώπου. Ποιός δέν θέλει νά κερδίσει ὁτιδήποτε, μεγάλο ἤ ἔστω καί μικρό; Ποιός δέν ὀνειρεύεται νά αὐξήσει τά ὑπάρχοντά του, νά πολλαπλασιάσει τά ἀγαθά του; Δέν εἶναι μόνο ὁ ἔμπορος, ὁ ἐπιχειρηματίας, ὁ ἐπαγγελματίας, πού μέ τήν ἐλπίδα τοῦ κέρδους ὑποβάλλεται σέ κόπους καί ταλαιπωρίες. Δέν εἶναι μόνο ὅσοι μηχανεύονται μύριους τρόπους -ὄχι πάντοτε θεμιτούς- γιά νά αὐξήσουν τίς ἀπολαβές τους, νά ἐπεκτείνουν τίς ἐπιρροές τους. Ὁ καθένας στόν τομέα του θέλει νά κερδίσει, νά πάει μπροστά, νά ἀξιοποιήσει κάθε δυνατότητα, νά ἐκμεταλλευθεῖ κάθε εὐκαιρία πρός ὄφελός του.
Mά πέρα ἀπό τά ὑλικά κέρδη εἶναι καί τό κέρδος τό πνευματικό, πού συγκεντρώνει τήν προσοχή τοῦ πιστοῦ καί τόν κινητοποιεῖ σέ ἀγώνα. Ὁ Παροιμιαστής μακαρίζει τόν ἄνθρωπο πού ἀπέκτησε «σοφίαν» καί «φρόνησιν» καί ἀναγνωρίζει ὅτι «κρεῖσσον αὐτήν ἐμπορεύεσθαι χρυσίου καί ἀργυρίου θησαυρούς» (Πρμ 3,14). Kι ἄν γιά τό ὑλικό κέρδος καταβάλλονται κόποι καί προσπάθειες μή χαθεῖ, μή μειωθεῖ, πολύ περισσότερο γιά τό πνευματικό κέρδος ἀξίζει κάθε θυσία. Aὐτό συνιστᾶ καί ὁ λόγος τῆς ἁγίας Γραφῆς, ἐπίκαιρος πάντοτε καί ἰδιαίτερα στήν ἀρχή τῆς νέας χρονιᾶς πού μᾶς χαρίζει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Γράφει θεόπνευστα ὁ ἀπόστολος Παῦλος στούς χριστιανούς τῆς Ἐφέσου ἀλλά καί στούς πιστούς κάθε τόπου καί ἐποχῆς• «βλέπετε οὖν πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, μή ὡς ἄσοφοι ἀλλ’ ὡς σοφοί, ἐξαγοραζόμενοι τόν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσιν» (5,15).
Προσοδοφόρο ἐμπόριο
Πορεία ἀέναη ἡ ζωή τοῦ καθενός, μᾶς καθιστᾶ ὁδοιπόρους στό στρατί πού ξεκινᾶ ἀπό τή γῆ κι ἔχει τό τέρμα του στόν οὐρανό. Περνᾶ ὁ χρόνος, διαπιστώνουμε. Kαί στήν πραγματικότητα, ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι σάν διαβατάρικα πουλιά περνοῦμε, γερνοῦμε, φεύγουμε. Mά -τό σκεφθήκαμε τάχα;- τό κάθε βῆμα μας πάνω στή γῆ, ἡ κάθε μέρα, τό κάθε λεπτό προσδιορίζει τήν ποιότητα τοῦ εἶναι μας καί προοιωνίζει τό αἰώνιο μέλλον μας. Mέ ἐμποροπανήγυρη παρομοιάζουν οἱ Πατέρες τήν παροῦσα ζωή. «Ὅποιος ξέρει νά ἐμπορεύεται (πνευματικά)», λέγει ὁ ἅγιος Mᾶρκος ὁ ἐρημίτης «κερδίζει πολλά, ὅποιος δέν ξέρει ὑφίσταται ζημίες». Ἡ ἴδια ἡ ζωή μᾶς ἀναδεικνύει καλούς ἐμπόρους -½ς «μεγαλέμποροι» ἐγκωμιάζονται οἱ ἅγιοι τῆς Ἑκκλησίας μας- καί μᾶς ἐξασφαλίζει μεγάλα πνευματικά κέρδη, ἐφόσον ἀξιοποιοῦμε σωστά τό χρόνο μας. Στήν ἀντίθετη περίπτωση, μᾶς ὁδηγεῖ στήν πνευματική πτώχευση, πού ἐπιφέρει τήν αἰώνια καταδίκη.
«Πονηραί ἡμέραι»
Kεφάλαιο σπουδαῖο, ἱερό θά ἔλεγα, ὁ χρόνος. Kι αὐξάνει περισσότερο ἡ ἀξία του, καθώς οἱ ἡμέρες τῆς ζωῆς μας εἶναι «πονηραί». Ἔτσι ὀνομάζονται στή φυσική ζωή οἱ ἡμέρες πού σημαδεύονται ἀπό δεινά φυσικά -ἀρρώστιες, ἐπιδημίες, σεισμούς, πλημμύρες, καταιγίδες, πυρκαγιές- ἤ κοινωνικά -πολέμους, βομβαρδισμούς, αἰχμαλωσίες, πεῖνες, κτλ. Στήν πνευματική ζωή «πονηρές» λέγονται οἱ ἡμέρες πού ἐπηρεάζονται ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ πονηροῦ. Eἶναι οἱ ἡμέρες κατά τίς ὁποῖες ὁ σατανᾶς, «ὁ κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου» (Ἐφ 6,12), προβάλλει ἐμπόδια πολλαπλά, πειρασμούς καί κινδύνους πού ἀπειλοῦν τήν ψυχή καί τή σωτηρία τῶν πιστῶν. Mοιάζουν οἱ πονηρές ἡμέρες μέ «νύχτα ζοφερή καί μαύρη, γράφει παραστατικά ὁ ἅγιος Mακάριος ὁ Aἰγύπτιος. «Ὁ ἄνθρωπος τότε πέφτει στήν ἐξουσία τοῦ διαβόλου, βυθίζεται μές στή νύχτα καί στό σκοτάδι, κλονίζεται καί σείεται ἀπό τόν δεινό ἄνεμο τῆς ἁμαρτίας... καί δέν μένει ἐλεύθερο καί ἀπαθές κανένα μέλος τῆς ψυχῆς• τοῦ σώματος• ὅλα τά κατακλύζει ἡ ἁμαρτία».
Oἱ «πονηρές ἡμέρες» διαμορφώνουν ἕνα περιβάλλον ἄγριο καί συγκεχυμένο, ὅπου κυριαρχεῖ ὁ φόβος καί ἡ ἀπογοήτευση, ἡ ἀπελπισία καί ἡ ὑστερία. Tέτοια ἦταν ἡ πνευματική κατάσταση τῆς κοινωνίας τοῦ 1ου αἰ. μ.X., ἀλλά μήπως παρόμοια δέν εἶναι, εἴκοσι αἰῶνες ἀργότερα, καί ἡ σημερινή ἐποχή; Σέ μιά τέτοια ἀτμόσφαιρα τό θεοκίνητο χέρι τοῦ ἀποστόλου καταγράφει τήν προτροπή: «Προσέξτε πῶς ζῆτε! Ἐξαγοράστε τό χρόνο σας!».
Ἐμπορεύσου σοφά!
Ἡ ἄσχημη κατάσταση τοῦ κόσμου δέν πρέπει νά γίνει ἀφορμή ἀπελπισίας γιά τόν πιστό, νά τόν ἀποτελματώσει στήν ἀδράνεια καί στήν ἀπραξία. Mέσα στίς ποικίλες δυσκολίες τῶν «πονηρῶν ἡμερῶν» ἐκεῖνος ἔχει νά ἐπιτελέσει ἕνα δύσκολο ἔργο• νά ἐξαγοράσει τίς «πονηρές ἡμέρες» καί νά κερδίσει ἔτσι τήν αἰωνιότητα. Θά μιμηθεῖ τόν στρατιώτη πού στή μάχη φροντίζει νά κινεῖται μέ ταχύτητα, γιά νά προλάβει τόν ἐχθρό ἀλλά καί μέ ἀκρίβεια, γιά νά ἀποφύγει τόν κίνδυνο. Ἡ χριστιανική πίστη δέν εἶναι κάτι τό στατικό. Eἶναι μία συνεχής κατάσταση μάχης ἐναντίον τῶν δυνάμεων τοῦ σκότους, πού δροῦν στόν κόσμο καί προσπαθοῦν νά κερδίσουν ἔδαφος στήν ψυχή κάθε ἀνθρώπου, ἀσφαλῶς καί τοῦ πιστοῦ.
Ἡ ἐγκατάλειψη τῆς μάχης ἤ -τό χειρότερο- ἡ συνθηκολόγηση μέ τίς δυνάμεις τοῦ σκότους δέν συνιστοῦν χριστιανική τακτική. Mή ζῆτε «ὡς ἄσοφοι, ἀλλ᾽ ὡς σοφοί», παροτρύνει ὁ ἀπόστολος. Kαί σοφία σημαίνει τήν κατανόηση καί ἐφαρμογή τοῦ θείου θελήματος. Δέν ὑπάρχει τίποτε πιό καταλυτικό ἀπό τήν παραμέριση τοῦ θείου θελήματος καί τήν ἐκκοσμίκευση τοῦ φρονήματος τοῦ χριστιανοῦ. Aὐτό ἀπονευρώνει καί ἀπονεκρώνει κάθε πνευματική ἰκμάδα. Eἶναι ἡ μεγαλύτερη ζημία.
Προσωπικά καί κοινωνικά κέρδη
Eἶναι φανερό ὅτι «ἐξαγορασμός τοῦ χρόνου» σημαίνει ἀξιοποίηση τῶν περιστάσεων -καί τῶν πιό ἀντίξοων καί ἀρνητικῶν- γιά τό πνευματικό συμφέρον, ἀκατάπαυστη μάχη σ᾽ ἕνα διπλό μέτωπο• στήν καρδιά καί στό περιβάλλον μας. Kίνητρο, κριτήριο καί δύναμη στή διεξαγωγή αὐτῆς τῆς διπλῆς μάχης εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο βέβαια δέν ἐξαντλεῖται στά αὐστηρά θρησκευτικά καθήκοντά μας, ἀλλά ἔχει ρόλο ρυθμιστικό σέ ὅλες τίς ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς. Ἡ ἐφαρμογή τοῦ θείου θελήματος, παρ᾽ ὅλο πού μᾶς κοστίζει εἶν᾽ ἀλήθεια, ἀμείβει πλούσια τό τώρα τῆς κάθε μέρας, ἀποδίδει τεράστια πνευματικά κέρδη. Kαί πρῶτα-πρῶτα ἐξουδετερώνει τούς ἐχθρούς τοῦ χρόνου:
Ἀλλά ὁ «ἐξαγορασμός τοῦ καιροῦ» εἶναι ἐπικερδής πνευματικά καί σέ κοινωνικό ἐπίπεδο. Ὁ πιστός, ἐπειδή ἀκριβῶς γνωρίζει ὅτι ὁ Θεός θέλει τή σωτηρία τοῦ κόσμου, στρατεύεται ëκούσια. Τρέχει νά προλάβει νά κάνει κάτι γιά τή σωτηρία ἔστω καί μίας ψυχῆς. Ἔτσι καθίσταται συνεργός τοῦ Θεοῦ.
Θαρσεῖτε!
Ἄν οἱ μέρες μας εἶναι πονηρές, ἄν ὁ ὁρίζοντας ὅλο καί περισσότερο σκοτεινιάζει καί τά μηνύματα ἀπό τούς διαφόρους τομεῖς τῆς κοινωνίας μας δέν ἀκούγονται καθόλου εὐοίωνα, μήν ἀποθαρρυνθοῦμε. Mέσα στό χρόνο τοῦ Θεοῦ ἀκόμη καί τό κακό μπορεῖ νά ἐξυπηρετήσει τό ἀγαθό. Ξέρει ὁ Θεός νά σπέρνει καί ἐκεῖ ὅπου ὀργώνει ὁ διάβολος. ᾽Aρκεῖ ἐμεῖς, τά παιδιά του, νά θελήσουμε νά μεταφέρουμε στόν κόσμο μας τό σπόρο του. Nά ἐπιδιώκουμε τά καλύτερα μές στούς χειρότερους καιρούς καί νά ἐλπίζουμε τό καλύτερο μές στίς πιό μεγάλες συμφορές! Aὐτό νά εἶναι τό ἐμβατήριό μας, ὅταν οἱ μέρες εἶναι κακές. Aὐτό εἶναι τό «κερδοφόρο» λειτούργημα τοῦ χριστιανοῦ καί τό ἐλπιδοφόρο μήνυμα τοῦ Eὐαγγελίου στήν ἀπελπισία τοῦ κόσμου μας.
Στέργιος N. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 63 (2008) 4-6
Τώρα, ἀγαπητοί μου, τώρα πού ἕνα νέο ἔτος ἀνατέλλει στόν ὁρίζοντα τῆς ἀνθρωπότητος, ἄς κάνουμε μερικές σκέψεις.
Ἐάν ὑπῆρχε στόν οὐρανό ἕνας ἐξώστης καί ἀπ’ ἐκεῖ μ’ ἕνα τηλεσκόπιο βλέπαμε τό σύμπαν, ὤ τότε! Τό θέαμα πού θά παρουσιαζόταν στά μάτια μας θά ἦταν καταπληκτικό. Θά βλέπαμε, ὄχι ἕνας ἥλιος, ὅπως φαίνεται ἀπό τή γῆ, ἀλλά πολλοί ἥλιοι, ἑκατομμύρια ἥλιοι, γαλαξίες, ἄστρα καί κομῆτες νά κινοῦνται στό ἄπειρο μέ ἰλιγγιώδη ταχύτητα. Ὅλα ἐκτελοῦν κάποιο προορισμό, πού γιά τό καθένα ἔχει ὁρίσει ὁ Δημιουργός.
Ναί! Ὅλα, ἀπό τά πιό μικρά ἕως τά πιό μεγάλα, ὅλα ἔχουν προορισμό. Τίποτε δέν εἶναι τυχαῖο, τίποτε δέν εἶναι ἄσκοπο. Καί ὁ ἄνθρωπος, ἐρωτᾶται, ὁ ἄνθρωπος πού εἶναι ἡ κορωνίδα τῆς δημιουργίας δέν ἔχει προορισμό; Ἡ λογική μᾶς ὑποχρεώνει νά παραδεχθοῦμε ὅτι καί ὁ ἄνθρωπος ἔχει προορισμό. Ποιός δέ εἶναι ὁ προορισμός τοῦ ἀνθρώπου; Ἀπαντᾶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἡ ἁγία Γραφή. Προορισμός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τό κατ’ εἰκόνα Θεοῦ νά τό κάνει καθ’ ὁμοίωσιν. Νά ἐξυψωθεῖ, νά μοιάσει μέ τόν Θεό. Ὁ προορισμός τοῦ ἀνθρώπου μέ μία λέξη, ὅπως λένε οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἡ θέωση. Καί αὐτός ὁ προορισμός ἐπιτυγχάνεται, ἐάν ὁ ἄνθρωπος πιστέψει τόν Χριστό ὡς Σωτήρα καί Λυτρωτή καί μιμηθεῖ τήν ἁγία του ζωή, ἐφαρμόσει τίς θεῖες ἐντολές του, νικήσει τίς κακίες καί τά πάθη, ἀποκτήσει τίς Εὐαγγελικές ἀρετές καί μάλιστα τήν ἀγάπη, τήν ἀγάπη στόν Θεό καί τήν ἀγάπη στόν πλησίον. Μιμητής τοῦ Χριστοῦ ὁ ἄνθρωπος, γίνεται μικρόχριστος, μικρός Θεός, ὄντως βασιλεύς καί κυρίαρχος, εὐτυχής καί μακάριος, μέτοχος καί κληρονόμος τῆς αἰωνίου ζωῆς καί μακαριότητος.
Ναί! Αὐτός εἶναι ὁ προορισμός τοῦ ἀνθρώπου. Μεγάλος καί ὑψηλός. Γιά τήν πραγματοποίηση δέ τοῦ προορισμοῦ τούτου δίνεται στόν ἄνθρωπο χρόνος. Μέσα δέ στό διάστημα τοῦ χρόνου, πού ἔχει ὁρίσει ὁ Θεός, καλεῖται ὁ χριστιανός νά ἐργασθεῖ πνευματικά. Ἔτσι ὁ χρόνος ἀξιοποιεῖται.
Ἀλλά γίνεται ἀπ’ ὅλους ἡ ἀξιοποίηση καί ἐκμετάλλευση τοῦ χρόνου ὅπως θέλει ὁ Χριστός πού συνέστησε μία ἀδιάλειπτη πνευματική ἐργασία γιά τήν ἠθική τελειοποίησή μας, γιά τήν ἐπιτυχία τοῦ προορισμοῦ μας; Δυστυχῶς τό μεγαλύτερο μέρος τῶν ἀνθρώπων δέν κάνουμε καλή χρήση τοῦ χρόνου πού μᾶς δίνει ὁ Θεός. Μεριμνοῦμε καί τυρβάζουμε περί πολλά, ἐνῶ ἑνός ἐστι χρεία. Τό δέ ἕνα αὐτό εἶναι ὁ Χριστός, τό νά πιστέψουμε δηλαδή στό λόγο του καί νά ζήσουμε σύμφωνα μέ τίς θεῖες ἐντολές του.
Γιά ἄλλα ζητήματα, πού εἶναι μικρότερης ἀξίας, οἱ ἄνθρωποι δίνουν μεγάλη σημασία στό χρόνο. Κοιτάζουν τά ρολόγια τους γιά νά εἶναι συνεπεῖς στήν ὥρα τῆς ἐργασίας. Μετροῦν καί τά λεπτά τῆς ὥρας ἀκόμη. Γιατί ἡ πείρα διδάσκει ὅτι καί τά λίγα λεπτά τῆς ὥρας ἔχουν τήν ἀξία τους. Θέλετε παραδείγματα; Λίγα λεπτά καθυστερήσεως καί ὁ ταξιδιώτης χάνει τό λεωφορεῖο. Λίγα λεπτά καθυστερήσεως καί ἡ αἴτησις γιά κάποιο ζήτημα θεωρεῖται ἐκπρόθεσμη. Λίγα λεπτά καί ὁ ἀσθενής, πού εἶχε ἀνάγκη ἀμέσου ἰατρικῆς ἐπεμβάσεως, πεθαίνει. Λίγα λεπτά καθυστερήσεως γιά νά δοθεῖ τό κόκκινο φῶς καί ἡ ἁμαξοστοιχία συγκρούεται μέ θλιβερά ἀποτελέσματα. Λίγα λεπτά… καί ὁ Ναπολέων πού ἀνέμενε στρατιωτική βοήθεια χάνει τή μάχη τοῦ Βατερλώ καί ἐξορίζεται στήν Ἁγία Ἑλένη.
Ἀλλά ἐνῶ ὁ κόσμος -πλήν τῶν ὀκνηρῶν- προκειμένου γιά ὑλικά συμφέροντα δεικνύεται ἐργατικός, ἐπιμελής, ταχύς καί βιαστικός, γιά τήν ἠθική του ὅμως καί πνευματική τελειοποίηση παραμένει ἀμελής, ἀδιάφορος, καί ἀφήνει ὄχι λεπτά, ἀλλά καί ὧρες καί μέρες καί χρόνια νά φεύγουν πνευματικῶς ἀνεκμετάλλευτα. Κυνηγός σκιῶν καί ὄχι τῆς πραγματικότητος.
Ἐάν γιά τήν ἐπιτυχία ὑλικῶν πραγμάτων ἔχουν ἀξία τά λεπτά τῆς ὥρας, πόσο μᾶλλον ἔχουν ἀξία τά λεπτά τῆς ὥρας γιά τήν πνευματική ζωή! Πόσα μποροῦμε νά πράξουμε κατά τό διάστημα τοῦ χρόνου! Ἀκριβής ἐκτέλεση τῶν καθηκόντων, ἱερές σκέψεις, θερμές προσευχές, εἰλικρινής μετάνοια καί ἐξομολόγηση, ἀνάγνωση Εὐαγγελίου, ἀκρόαση κηρυγμάτων, κατανυκτικός ἐκκλησιασμός, ἐπίσκεψη ἀσθενῶν, βοήθεια πασχόντων ἀδελφῶν, διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου… Νά μέ τί μποροῦμε νά πλουτίσουμε τό χρόνο τῆς ζωῆς μας καί νά γίνουμε πλούσιοι, πνευματικῶς μεγαλέμποροι, σύμφωνα μέ τή θεόπνευστη προτροπή τοῦ ἀποστόλου Παύλου, πού λέει˙ «Ἀδελφοί, βλέπετε οὖν πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, μή ὡς ἄσοφοι ἀλλ᾽ ὡς σοφοί, ἐξαγοραζόμενοι τόν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι» (Ἐφ 5,15-16).
Ὤ, πόσο πολύτιμος εἶναι ὁ χρόνος γιά τή σωτηρία τῆς ἀθάνατης ψυχῆς μας! Ἕνας ἄνθρωπος, πού ζῆ 70 χρόνια ἐδῶ στόν πλανήτη μας, ἐάν ὁ χρόνος αὐτός μετρηθεῖ σέ λεπτά τῆς ὥρας, θά δοῦμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἔζησε 36.792.000 λεπτά. Ἔζησε ἑκατομμύρια λεπτά! Ὤ, πόσα καλά θά μποροῦσε νά πράξει καί γιά τόν ἑαυτό του καί γιά τόν πλησίον του καί γιά τήν ἀνθρωπότητα ἐν γένει!
Ἀλλά δυστυχῶς οἱ ἄνθρωποι –πλήν ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων– δέν ἐκτιμοῦμε τήν ἀξία τοῦ χρόνου γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς. Ὧρες ὁλόκληρες ξοδεύονται γιά μάταια καί ἁμαρτωλά πράγματα, ὅπως εἶναι ἡ παρακολούθηση αἰσχρῶν ἐκπομπῶν τοῦ ραδιοφώνου καί τῆς τηλεοράσεως, ἡ χαρτοπαιξία, πού ὀργιάζει ἰδίως τήν Πρωτοχρονιά, κι ἄλλα πολλά. Ἀλίμονο! Γιά τόν διάβολο ὅλος ὁ χρόνος. Γιά τόν Χριστό; Οὔτε ἕνα λεπτό τῆς ὥρας!
Οἱ μόνοι πού εἶναι σέ θέση νά ἐκτιμήσουν τήν ἀξία τοῦ χρόνου εἶναι οἱ ἄνθρωποι πού πέθαναν ἀμετανόητοι γιά ὅσα κακά ἔκαναν ἐδῶ στή γῆ καί τώρα βρίσκονται στόν ἄλλο κόσμο, πού δέν εἶναι παραμύθι ἀλλ’ εἶναι μία σκληρή πραγματικότητα. Ἐάν ἦταν δυνατόν νά ρωτηθεῖ ἕνας ἀπ’ αὐτούς τί θέλει, τίποτ’ ἄλλο δέν θά ζητοῦσε, οὔτε πλούτη οὔτε αἰσχρούς ἔρωτες οὔτε τιμές καί ἀξιώματα οὔτε τίποτε ἄλλο ἀπ’ αὐτά πού κυνηγοῦν οἱ ἄνθρωποι ἐδῶ στή γῆ, ἀλλ’ ἕνα καί μόνο θά ζητοῦσε ἀπό τόν Θεό. Ἕνα καί μόνο λεπτό τῆς ὥρας! Ναί, ἕνα λεπτό τῆς ὥρας. Διότι καί ἕνα λεπτό τῆς ὥρας φθάνει γιά νά πεῖ ὁ ἁμαρτωλός ἕνα λόγο μετανοίας, σάν ἐκεῖνο πού εἶπε μέσα σ’ ἕνα λεπτό ὁ ληστής στό σταυρό: «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου».
Χριστιανοί μου!
Νέο ἔτος, νέα παράταση ζωῆς. Μή σπαταλᾶτε τό χρόνο σας. Μήν καῖτε τά λεπτά τοῦ χρόνου. Ὁ χρόνος εἶναι ἀνεκτίμητος. Φεύγει καί δέν ἐπιστρέφει πιά. «Χρόνου φείδου»!
Ἐπίσκοπος
Αὐγουστῖνος Καντιώτης
Τό πρῶτο μήνυμα τοῦ νέου ἔτους μᾶς τό προσφέρει ἡ Δεσποτική γιορτή πού σημαδεύει τήν πρώτη ἡμέρα τοῦ μήνα, ἡ Περιτομή τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μέ τήν γιορτή αὐτή τιμοῦμε τό γεγονός ὅτι ὁ Κύριος ἐκπλήρωσε τόν νόμο καί πῆρε τό ὄνομα Ἰησοῦς, πού θά πεῖ Θεός-Σωτήρας.
Οἱ θεοφώτιστοι Πατέρες μας διαβλέπουν στήν περιτομή τοῦ Κυρίου τό μήνυμα τῆς ὑπακοῆς. Ὁ Χριστός περιτέμνεται, ὑφίσταται δηλαδή ἕνα ταπεινωτικό πάθημα, ἐπώδυνο καί ἀποκρουστικό, ὅπως εἶναι ἡ περιτομή, γιά νά ὑπακούσει στόν νόμο, νά δηλώσει ὑποταγή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἔστω κι ἄν αὐτός ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ δέν χρειάζεται οὔτε τό πάθημα νά ὑποστεῖ οὔτε τήν ὑποταγή νά δηλώσει. Καί ἐμεῖς, οἱ χριστιανοί του, ὅσοι «εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθημεν» καί «Χριστόν ἐνεδύθημεν» (Γα 3,27),μαθαίνουμε ὅτι ἔχουμε χρέος νά ὑπακοῦμε στόν νόμο τοῦ Θεοῦ, ὄχι κατά τήν λογική μας ἀλλά κατά τήν ἐντολή του, ἔστω κι ἄν φαίνεται παράδοξη στόν κόσμο μας καί στίς συνήθειές μας. Μιμούμενοι τήν ὑπακοή τοῦ Χριστοῦ μποροῦμε χαρισματικά νά ἐλευθερωθοῦμε ἀπό τήν ἁμαρτία, τήν ὁποία Ἐκεῖνος δικαιωματικά κατήργησε ὑπακούοντας στόν νόμο.
Ἀλλά ἡ τελετουργία τῆς περιτομῆς, ὅπως πρωτοδόθηκε ἀπό τόν Θεό στόν Ἀβραάμ, δέν δήλωνε μόνο τήν ὑπακοή τοῦ ἀνθρώπου. Φανέρωνε κάτι πολύ σπουδαιότερο, τήν σχέση ἀπόλυτης ἐμπιστοσύνης πού τόν συνδέει μέ τόν Θεό. Διότι ἡ περιτομή ἦταν τό σημάδι τοῦ Θεοῦ πάνω στόν ἄνθρωπο, ἡ ἀπόδειξη ὅτι ἐκεῖνος ἀνήκει ὁλοκληρωτικά στόν Θεό. Αὐτή ἡ ἱερή σχέση δέν καταργεῖται μέ τήν κατάργηση τοῦ τύπου. Ἀπό τήν στιγμή πού περιτμήθηκε ὁ Χριστός, ὅλοι οἱ Χριστιανοί ὡς μέλη στό δικό του σῶμα εἴμαστε πλέον περιτετμημένοι στό ὄνομά του˙καί ἡ περιτομή ὡς σημάδι στήν σάρκα μας δέν μᾶς χρειάζεται. Μᾶς χρειάζεται ὅμως ἡ ἀχειροποίητη περιτομή ὡς συνείδηση καί ὡς βίωμα μέσα στήν καρδιά μας, ὡς γεγονός μέσα στό εἶναι μας. Μᾶς χρειάζεται μία νοοτροπία πού θά ἀφαιρεῖ ἀπό τήν καρδιά μας τό θέλημα τοῦ κόσμου καί θά κρατᾶ ζωντανό καί καθοδηγητικό στήν ζωή μας τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Αὐτή τήν ἀχειροποίητη περιτομή τήν παίρνουμε μέ τά μυστήρια τοῦ Βαπτίσματος καί τοῦ Χρίσματος καί τήν ἀνανεώνουμε μέ τό μυστήριο τῆς μετανοίας καί τῆς ἐξομολογήσεως.
Γιορτάζοντας, λοιπόν, τήν περιτομή τοῦ Χριστοῦ, βιώνουμε τήν προσωπική μας πνευματική περιτομή. Ἀνανεώνουμε τήν ἀπόφασή μας νά ἀνήκουμε στόν Κύριο. Ἡ πεποίθηση ὅτι εἴμαστε δικοί του μᾶς σπρώχνει νά κάνουμε τό θέλημά του. Αὐτή εἶναι ἡ εὐχή καί ἡ προσευχή μου γιά τόν καθένα μας, ἀδελφοί μου. Στήν νέα χρονιά νά πολιτευόμαστε καθημερινά ὡς ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ!
Στέργιος Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 65 (2010) 3
Καθώς τό ἄστρο τῆς Βηθλεέμ ἀνατέλλει καί φέτος στόν κόσμο κι ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης προβάλλει λαμπρός μέσα στό στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας, διαφαίνονται καθάρα κάποιες σκιές, πού ξεπηδοῦν ἀπό τό χῶρο τοῦ σκότους καί ζητοῦν νά ἀμαυρώσουν τό φῶς. Χρησιμοποιοῦν τό ὄνομα τῆς ἐπιστήμης, γιά νά μᾶς ξεγελοῦν ἀποκρύπτοντας τίς δόλιες προθέσεις τους, καί φοροῦν τό ἔνδυμα τοῦ προοδευτισμοῦ, γιά νά μᾶς ἐντυπωσιάζουν φωσφορίζοντας μέ τήν ψεύτικη λάμψη τους. Τό ἀποτέλεσμα ὅμως δέν ἀφήνει καμία ἀμφιβολία· θολώνουν μέσα στίς καρδιές τῶν ἀδυνάτων τήν πίστη.
Εἶναι οἱ θεωρίες πού χαρακτηρίζουν μῦθο τόν Χριστιανισμό, καί τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἕνα ἁπλό μυθολογικό θέμα, πού συναντᾶται παραλλαγμένο στίς θρησκευτικές παραδόσεις, δηλαδή στίς μυθολογίες, πολλῶν λαῶν. Εἶναι οἱ «ἐπιστημονικές» καί «κοινωνιολογικές» ἀπόψεις πού ἰσχυρίζονται ὅτι τό δόγμα τῆς Ἐκκλησίας δέν στηρίζεται στήν ἱστορία, στά γεγονότα πού ἔπραξε ὁ Θεάνθρωπος στή γῆ γιά τή σωτηρία μας, ἀλλά ὀφείλεται στίς δοξασίες τῶν μελῶν της, στίς πεποιθήσεις πού δημιούργησαν ἱκανοποιώντας τήν ἀνάγκη τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς νά ἐξηγήσει τή ζωή καί τόν θάνατο.
Ἔτσι, λένε ὅτι οἱ πρῶτοι χριστιανοί ὅλα ὅσα ἔνιωσαν γιά τή γέννηση ἑνός θεοῦ, πού θά τούς λύτρωνε ἀπό τήν κοινωνική, τήν ἠθική καί πνευματική ἀθλιότητα, τά ἀπέδωσαν στόν Ἰησοῦ, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νά ὑπῆρξε ὡς ἱστορικό πρόσωπο, πού ἐξιδανικεύθηκε ὅμως καί πῆρε τή μορφή τῶν προσδοκιῶν τους, ἤ μπορεῖ καί νά μήν ὑπῆρξε καθόλου, ἀλλά πλάστηκε καί ἔλαβε σκάρκα καί ὀστᾶ ἀπό τίς ἐπιθυμίες τους! Γιά νά κατευνάσουν δέ τά εὐλαβῆ πνεύματα, διευκρινίζουν ὅτι μῦθος δέν σημαίνει παραμύθι, ὅπως εἶναι οἱ λαϊκές φανταστικές διηγήσεις, ἀλλά σημαίνει μιά βιωμένη πραγματικότητα (Erlebnis), καί στή συγκεκριμένη περίπτωση ἐκεῖνα πού ἔζησε μία κοινότητα ἀνθρώπων στήν προσπάθειά της νά λύσει τά μυστήρια τοῦ κόσμου, ὄχι βέβαια στόν χῶρο τοῦ ἀντικειμένου, ἀλλά στόν χῶρο τοῦ ὑποκειμένου. Ἑπομένως, ὑποστηρίζουν, ὁ χαρακτηρισμός μῦθος δέν προσβάλλει τήν πίστη, ἀλλά ἀντίθετα τῆς δίνει διαστάσεις ὑπαρξιακές καί τήν προβάλλει ὡς μία ἀνώτερη μορφή ἀποκαλύψεως, τήν ἀναδεικνύει μία ἰσχυρή δύναμη ἱκανή νά δημιουργήσει ἱστορία. Ἐπιπλέον, ἡ πίστη ὡς μῦθος γίνεται εὐκολώτερα δεκτή ἀπό περισσότερους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι μποροῦν ἄνετα νά ἀνεχθοῦν ἕναν Χριστό πού ἔρχεται ὄχι γιά νά κρίνει τόν κόσμο μέ τή συγκεκριμένη παρουσία του, ἀλλά γιά νά ἀνταποκριθεῖ σέ μία ὑποκειμενική ἀναγκαιότητα μέ τό μυθικό του πρόσωπο.
Πόσο ἀλλότρια εἶναι αὐτά τά πράγματα πρός τήν Ἐκκλησία καί πόσο ἀλλοτριώνουν τήν ἀληθινή πίστη μόλις εἶναι ἀναγκαῖο νά τό ποῦμε. Κατ’ ἀρχήν, μία τέτοιου εἴδους θεώρηση τῆς ὑποθέσεως τῆς σωτηρίας εἰσάγει μία ἄλλη μορφή εἰδωλολατρίας. Ὅπως τό ἐγώ τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν ἀχαλίνωτη φαντασία του φτιάχνει ψεύτικους θεούς, ἔτσι πάλι τό ἀνθρώπινο ἐγώ, μέ τά καταναγκαστικά βιώματά του, πλάθει τόν μῦθο τοῦ Σωτήρα. Ἔπειτα, μ’ αὐτόν τόν τρόπο τό οἰκοδόμημα τοῦ Χριστιανισμοῦ μετατίθεται πάνω σ’ ἕναν μῦθο, πού ἀκόμη κι ἄν δέν εἶναι παραμύθι, δέν παύει νά ἔχει τή σαθρότητα ἑνός ὑποκειμενικοῦ παράγοντος, εἴτε φαντασία τόν ὀνομάσουμε εἴτε ὑπαρξιακή λειτουργία εἴτε ὁμαδική συνείδηση. Βάση τῆς πίστεως, δηλαδή, παρουσιάζεται ἡ «ἐμπειρία», ἡ ὁποία ὁραματίζεται προφητεῖες καί συνθέτει μυθιστορίες. Ἡ πίστη μας, ὅμως, ἑδραιώνεται πάνω σέ γερά θεμέλια, φτιαγμένα ἀπό τήν ἀντικειμενική πραγματικότητα. Βάση της εἶναι ἡ ἱστορία· καί ὅταν λέμε ἱστορία, ἐννοοῦμε γεγονότα, πού συνέβησαν μέσα στόν χρόνο, ἐλέγχονται μέ τίς αἰσθήσεις καί ἐπικυρώνονται ἀπό ἀδιαμφισβήτητους μάρτυρες. Αὐτή ἡ ἱστορία ἐπαληθεύει τήν προφητεία καί καθώς εἶναι διαρκῶς μία παροῦσα πραγματικότητα, γεννᾶ σέ κάθε ἐποχή τήν ἐμπειρία στόν πιστό. Ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται ἡ μεγάλη διαφορά τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ μέ τίς μυθολογίες τῶν ἀνθρώπων. Ἡ θεία ἀποκάλυψη, πού ἐκφράζεται μέ ποικίλους τρόπους μέσα στήν ἀνθρώπινη ἱστορία, περιέχει πολλά στοιχεῖα ὑπερφυσικά καί ὑπέρλογα, δέν ἔχει ὅμως οὔτε ἴχνος ἀπό στοιχεῖα ἀνιστόρητα ἤ μυθικά.
Πράγματι, μέσα σ’ ὅλη τήν ἁγία Γραφή, ἀκόμη καί στήν Παλαιά Διαθήκη, ἡ ὁποία γράφτηκε σέ περιόδους, ὅπου ὁ μῦθος εἶχε τήν πρωτεύουσα θέση, δέν ὑπάρχει οὔτε ἕνα δεῖγμα μύθου, μέ τήν ἔννοια μέ τήν ὁποία τόν ὁρίζουν οἱ κριτικοί της. Ἄν ἐξαιρέσουμε δύο ἤ τρεῖς -καί μόνο δύο ἤ τρεῖς- περιπτώσεις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, στίς ὁποῖες ἀναφέρονται πλαστές καί χαριτωμένες διηγήσεις, δέν βρίσκουμε τίποτε ἄλλο παρά σκέτη ἱστορία. Ἐπειδή, ὅμως, στήν ἱστορία αὐτή συνδιαλέγεται ὁ Θεός μέ τούς ἀνθρώπους καί οἱ ἄνθρωποι μέ τόν Θεό, καί συνυφαίνεται ἡ ἱστορία τῶν ἀνθρώπων μέ τήν ἱστορία τοῦ Θεοῦ, οἱ συγγραφεῖς, προκειμένου νά γίνουν κατανοητοί, χρησιμοποιοῦν ἀνθρωπομορφικές ἤ ἀνθρωποπαθεῖς ἐκφράσεις καί παραστάσεις. Ὅπως, δηλαδή, γιά νά συνεννοηθοῦμε μέ κάποιον, τοῦ ὁποίου δέν γνωρίζουμε τή γλῶσσα, χρησιμοποιοῦμε νεύματα, ἔτσι, γιά νά συνεννοηθεῖ ὁ Θεός μαζί μας, παρουσιάζεται σάν νά ἔχει χέρια, πόδια, μάτια κτλ., σάν νά ζηλοτυπεῖ, νά ὀργίζεται κ.ἄ. «Θεοπρεπῶς» νά ἐννοοῦνται αὐτά, συμβουλεύουν οἱ ἅγιοι πατέρες, καί ὄχι «ἀνθρωποπαθῶς».
Ἐξάλλου, εἶναι ὁλοφάνερο καί ἀπό μία μόνο ἀνάγνωση τῆς Βίβλου ὅτι ἐκεῖνο πού σφοδρότατα καταπολεμᾶ ἡ Γραφή εἶναι ἡ εἰδωλολατρία καί μυθολογία. Πῶς εἶναι δυνατόν νά μάχεται μέ συμμάχους τούς ἐχθρούς της; Ἁρμόζει ἐδῶ ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἰησοῦ πρός ἐκείνους πού τοῦ ἔλεγαν ὅτι «ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τά δαιμόνια» (Μθ 12,24)· «Πᾶσα βασιλεία μερισθεῖσα καθ’ ἑαυτήν ἐρημοῦται, καί πᾶσα πόλις ἤ οἰκία μερισθεῖσα καθ’ ἑαυτήν οὐ σταθήσεται. Καί εἰ ὁ σατανᾶς τόν σατανᾶν ἐκβάλλει, ἐφ’ ἑαυτόν ἐμερίσθη· πῶς οὖν σταθήσεται ἡ βασιλεία αὐτοῦ;» (Μθ,25-26). Ἄν ὁρισμένα γεγονότα τῆς Γραφῆς φαίνονται ὑπερβολικά καί ἔξω ἀπό τή γνωστή φυσική τάξη, αὐτό ἀποτελεῖ θέμα σωστῆς ἑρμηνείας, φωτισμένου νοῦ καί ταπεινῆς καρδιᾶς.
Ἀγνοοῦμε τίς συνθῆκες καί τίς περιστάσεις τοῦ χρόνου καί τοῦ τόπου στόν ὁποῖο διεξήχθησαν τά παρωχημένα γεγονότα, καί ἀδυνατοῦμε νά σταθμίσουμε τόν θεῖο παράγοντα, πού καθορίζει οὐσιαστικά τήν ἐξέλιξη τῆς ἱστορίας. Γιά ἕνα πρᾶγμα, ὅμως, μποροῦμε νά εἴμαστε βέβαιοι· ὅτι ὁ Θεός τῆς Γραφῆς εἶναι Θεός ζωντανός, πραγματικός, πού δίνει ἀμέτρητες μαρτυρίες τῆς ζωῆς καί τῆς παρουσίας του μέσα στόν κόσμο, δίπλα στόν ἄνθρωπο. Εἶναι ὁ Θεός πού ἀποκαλύπτει ὁ ἴδιος τόν ἑαυτό του ἀφήνοντας παντοῦ τά σημάδια του, καί ὄχι οἱ θεοί πού φτιάχνουν οἱ ἄνθρωποι προβάλλοντας τόν ἑαυτό τους σέ μυθικά πλάσματα.
Ἕνα ἁπλό παράδειγμα ἀρκεῖ. Τό 1500 π.Χ. ὁ Μωϋσῆς γράφει ὅτι ὁ παντοδύναμος καί πάνσοφος Θεός δημιούργησε πρό ἀμνημονεύτων χρόνων τό σύμπαν. Τόν 7ο, 6ο καί 5ο ἀκόμη αἰ. π.Χ. ἡ μυθολογία λέει ὅτι μιά φορά κι ἕναν καιρό ἦταν ἕνας Οὐρανός καί μία Γῆ, πού παντρεύτηκαν καί γέννησαν τόν κόσμο. Στό πρῶτο κείμενο μιλᾶ ἡ ἀποκεκαλυμμένη Ἀλήθεια· στά ἄλλα παραληρεῖ ἡ φαντασία τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὅλοι οἱ λαοί βρίθουν ἀπό μύθους, οἱ ὁποῖοι μάλιστα περιστρέφονται γύρω ἀπό ὁρισμένα κοινά θέματα, ὅπως, γιά παράδειγμα, ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου. Καί εἶναι ὁπωσδήποτε ἐπιστημονικό καί ἀδιάβλητο συμπέρασμα ὅτι μέσα στήν ἀνθρώπινη ψυχή ὑπάρχουν ἀρχέτυπα, δηλαδή ἔννοιες καί εἰκόνες κληρονομημένες ἀπό τήν πρώτη ἀρχή τοῦ ἀνθρώπου, πού βρίσκουν διάφορη ἔκφραση στούς διάφορους λαούς. Ἀλλά εἶναι λάθος ὅτι ὁ Χριστιανισμός εἶναι κι αὐτός μία μυθική παραλλαγή. Ἄν στίς μυθολογίες τῶν λαῶν βρίσκεται κάποιος ἱστορικός πυρήνας, στή διδασκαλία τῆς Γραφῆς βρίσκεται ὁλόκληρη ἡ ἱστορία τῶν σχέσεων Θεοῦ καί ἀνθρώπων, ἁπλῆ καί ἀτόφια.
Ἡ ἀνθρωπότητα ὅλη περίμενε ἕναν Λυτρωτή καί ἔπλαθε μύθους γιά τόν ἐρχομό του. Ἀλλά ὁ Λυτρωτής ἦλθε μέ ἕναν τρόπο πού κανείς δέν τόν φαντάσθηκε οὔτε μποροῦσε νά τόν φαντασθεῖ. Γεννήθηκε ἀθόρυβα ἀπό μία Παρθένο, ἄδοξος καί κατατρεγμένος, καί ἦταν τόσο τέλειος Θεός, ὅσο ἦταν καί τέλειος ἄνθρωπος. Τό χρονικό τῶν Χριστουγέννων, ὅπως τό διηγοῦνται οἱ εὐαγγελιστές, δίνει ἕνα ράπισμα στούς ἰσχυρισμούς τῶν μυθολογικῶν σχολῶν μέ τή φυσικότητα καί τή λιτότητά του. Ἀλλά καί ἡ πραγματικότητα τῶν καιρῶν μας προσφέρει τή δική της ἀποστομωτική ἀπάντηση. Διότι καί σήμερα ἡ ἀλύτρωτη ἀνθρωπότητα περιμένει ἕναν Σωτήρα καί πλάθει μύθους καί ἀναδεικνύει ἥρωες· ὁ μῦθος τῆς ἐπιστήμης, ὁ θρῦλος τῆς εἰρήνης καί τοῦ οἰκουμενισμοῦ, ὁ ἥρωας τραγουδιστής τῆς ρόκ, οἱ μαινάδες τοῦ σέξ, ὁ παράδεισος τῶν ναρκωτικῶν, ἡ λάμψη τῆς πολιτικῆς καί ἡ αἴγλη τῆς κουλτούρας, εἶναι ἀπομυθοποίηση τῶν πάντων καί αὐτῆς ἀκόμη τῆς ἀληθινῆς ἱστορίας. Ἀρνεῖται σήμερα ἡ ὑλιστική φιλοσοφία τῆς ἐποχῆς μας τόν Θεό. Ἀρνεῖται τό θαῦμα καί τό μυστήριο. Ἀρνεῖται τό σύμπαν ὅλο ὡς δημιούργημα τοῦ Θεοῦ καί χαρακτηρίζει μῦθο τίς θεόπνευστες ἀλήθειες τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Ἀλλά ὁ δικός της μῦθος τῆς ἀρνήσεως ἀπαιτεῖ πολύ μεγαλύτερη πίστη, γιά νά γίνει δεκτός, καί χρειάζεται αὐτός ὄντως ἀπομυθοποίηση, γιά νά δεῖ ἡ ἀνθρωπότητα τήν ἀλήθεια. Κι ἡ ἀλήθεια εἶναι ἁπλή καί σαφής· ὑπάρχει Λυτρωτής γιά ὅλους καί εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, πού ἔζησε ὡς τέλειος ἄνθρωπος μέσα στήν ἱστορία μας καί ἀποδείχθηκε τέλειος Θεός μέ τά μαρτυρημένα θαύματά του, μέ τήν ἅγια ζωή του καί πρό πάντων μέ τό ἱστορικό γεγονός τῆς ἀναστάσεώς του. Αὐτός εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Κύριός μας, εἶναι ὁ Ἐμμανουήλ, ὁ Θεός μαζί μας.
Στέργιος Σάκκος