Super User

Super User

Πέμπτη, 23 Ιανουάριος 2025 02:00

Ὑλικό γιά γιορτή Τριῶν Ἱεραρχῶν

treis ierarxes

ΔΕΙΤΕ ἐδῶ ΚΑΙ ΕΠΙΛΕΞΤΕ ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΓΙΟΡΤΗ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ

 

 

Κυριακή, 05 Ιανουάριος 2025 02:00

Γιατί βαπτίσθηκε ὁ Χριστός;

vaptisi-c Ἡ βάπτιση τοῦ Κυρίου ἀπό τόν Ἰωάννη τόν βαπτιστή στόν Ἰορδάνη εἶναι ἕνα ἀποκα­λυπτικό γεγονός πού συγκλονίζει. Δέν ἀναφέ­ρομαι μόνο στήν φανέρωση τῆς ἁγίας Τρι­άδος, ἀλλά καί σέ μία σειρά ἐκπληκτικῶν μυ­στηρίων πού μᾶς ἀποκαλύπτουν τόν σκοπό καί τόν στό­χο τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λό­γου.

 Ὁ Κύριος Ἰησοῦς, ὁ Θεός πού ἔγινε ἄν­θρωπος, εἶναι ἀναμάρτητος. Εἶναι ἐκεῖνος γιά τόν ὁποῖο ἡ Γραφή λέει ὅτι «ἁμαρτίαν οὐκ ἐ­ποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐ­τοῦ» (Α΄ Πέ 2,22). Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ὁ Ἰωάννης βάπτιζε «εἰς μετάνοιαν» (Μθ 3,11), γιά νά καλλιεργήσει στούς ἀνθρώπους ἀφ’ ἑνός μέν τήν συνείδηση τῆς ἁμαρτωλότητας καί ἀφ’ ἑτέρου τήν ἐπιθυμία νά ἀπαλλαγοῦν ἀπ’ αὐτή τήν κατάσταση. Τότε γιατί βαπτίσθηκε ὁ ἀνα­μάρτητος Χριστός;

 Βαπτίσθηκε ὁ Κύριος, διότι κατ’ ἀρχήν ἔ­πρεπε ὁ Ἰωάννης νά βεβαιωθεῖ ὅτι αὐτός εἶναι ὁ προσδοκώμενος Μεσσίας. Ὁ Θεός τοῦ εἶχε ἀποκαλύψει ὅτι «ἐκεῖνος στόν ὁποῖο θά δεῖς τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νά κατεβαίνει καί νά μένει ἐπάνω του, αὐτός εἶναι» (βλ. Ἰω 1,33). Γι’ αὐτό ἀποκαλύπτεται ἡ ἁγία Τριάδα, γι’ αὐτό ἀκού­γεται ἡ φωνή τοῦ Πατρός καί γι’ αὐτό τό Πνεῦ­μα ἐμφανίζεται σάν περιστέρι. Ὅπως λέει ὁ ἴδιος ὁ Ἰωάννης· «Ἐγώ εἶδα τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νά κατεβαίνει καί νά μένει ἐπάνω του καί μαρτυρῶ γι᾽ αὐτό τό γεγονός καί εἶμαι ἀπολύτως βέβαιος ὅτι αὐτός εἶναι ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ» (βλ. Ἰω 1,33-34). Καί ἔπρεπε νά βε­βαιωθεῖ γι’ αὐτό ὁ Ἰ­ωάννης, ὥστε στήν συν­έχεια νά δείξει τόν Ἰησοῦ στούς μαθητές του καί νά τούς προτρέψει νά τόν ἀκολουθήσουν. Συγκροτεῖται ἔτσι στα­διακά ἡ ἀποστο­λική ὁμά­δα τῶν δώδεκα, ἡ ὁποία θά ἀ­ποτελέσει ἀργότερα καί τόν πυρήνα τῆς Ἐκ­κλη­σίας.

 Ἕνας ἄλλος λόγος ξεχωριστῆς ση­μα­σίας πού ὁ Κύριος βαπτίζεται εἶναι γιά νά προκαλέσει καί νά παραπλανήσει τόν Σατανᾶ. Ὁ Σατανᾶς γνωρίζει πολύ καλά κάθε ἄνθρωπο, διότι μᾶς δεσμεύει ὅλους μέ τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας. Τόν ἀναμάρ­τητο Ἰησοῦ ὅμως δέν τόν γνώ­ριζε, δέν μποροῦσε νά τόν ἐλέγξει. Τοῦ ἦταν «ἄ­γνωστη χώρα». Τόν βλέπει νά βαπτίζεται ὅπως οἱ ὑπόλοιποι ἄνθρω­ποι καί θεωρεῖ ὅτι εἶναι καί αὐτός ἁ­μαρτωλός. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ὁ Ἰησοῦς δέν ἐξομο­λο­γεῖ­ται ὅπως ἔκα­ναν ὅσοι βαπτίζονταν, ἐνῶ συγχρόνως ἀ­κούγεται ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ νά λέει· «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀ­γα­πητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα» (Μθ 3,17). Ὅλα αὐτά τοῦ προκαλοῦν σύγχυση, δέν μπο­ρεῖ νά κα­ταλάβει τί συμβαίνει καί ἀρχίζει νά ἀνη­συχεῖ. Ἔχει μπροστά του ἕναν ἄνθρωπο πού δέν μπορεῖ νά ἐλέγξει καί ὁ ὁ­ποῖος μαρτυρεῖται ἀπό τόν οὐρανό ὅτι εἶναι ὁ ἀγαπητός, δηλαδή ὁ μονογενής, υἱός τοῦ Θεοῦ. Τί σημαίνει αὐτό; Τί θά πεῖ ὅτι εἶναι ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ; Πρέπει νά τόν φοβᾶται;

 Γι᾽ αὐτό ἀπό ἐκείνη τή στιγμή καί ἔ­πειτα ὁ Σατανᾶς τόν πολεμᾶ εὐθέως. Μετά τό βάπτισμά του ὁ Ἰησοῦς θά πάει στήν ἔρημο καί θά νηστεύσει γιά 40 ἡ­μέρες· τότε ὁ Σατανᾶς θά ἔλθει καί θά τόν πειράξει τρεῖς φορές λέγοντάς του· «Εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ...» (Μθ 4,3). Ὅ,τι ἄκουσε ἀπό τόν οὐρανό στόν Ἰορδάνη. Ἀλλά ὁ Ἰησοῦς δέν θά ἐνδώσει, δέν θά τοῦ ἀποκαλύψει τί σημαίνει «ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ». Γι’ αὐτό καί ὁ Σατανᾶς θά συν­εχίσει νά τόν πολεμᾶ μέ ἀκόμη μεγα­λύ­τερη ἔνταση, μέχρι νά τόν ὁδηγήσει καί στόν τελευταῖο καί πιό σκληρό πει­ρα­σμό, στόν σταυρό, ὥστε νά μπο­ρέσει νά καταλάβει περί τίνος πρόκειται. Ἀλλά καί ἐκεῖ ὁ Ἰησοῦς δέν θά τοῦ ἀποκα­λυ­φθεῖ, θά πεθάνει. Αὐτό ἐπεδί­ωκε ἄλ­λω­στε. Ἔτσι ὥστε μέ τήν ἀνά­στασή του νά συντρίψει τήν δύναμη τοῦ διαβόλου πού εἶναι ὁ θάνατος καί νά ἀπελευ­θε­ρώσει τόν ἄνθρωπο ἀπό αὐτόν τόν ὄλε­θρο.

 Ὁ τρίτος λόγος πού ὁ Κύριος βα­πτί­ζεται εἶναι αὐτός τόν ὁποῖο ἐπικαλεῖται, ὅταν ὁ ταπεινός Ἰωάννης τοῦ λέει· «Ἐ­γὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ σοῦ βαπτι­σθῆναι, καὶ σὺ ἔρχῃ πρός με;» (Μθ 3,14). Καί τί λέει ὁ Κύριος; «Ἄφες ἄρτι», ἄφησέ τα αὐτά τώ­ρα. «Οὕτω γὰρ πρέπον ἐστὶν ἡμῖν πλη­ρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην» (Μθ 3,15). Τώρα αὐτό πού πρέπει νά κάνουμε εἶναι νά ἐκτελέσουμε κάθε «δικαιοσύνην».

 Τί θά πεῖ «δικαιοσύνη»; Θά πεῖ ἐν­τολή τοῦ Θεοῦ, θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καί τί θά πεῖ «νά ἐκτελέσουμε κάθε ἐντολή τοῦ Θεοῦ»; Ποιά εἶναι ἡ ἐντολή τοῦ Θεοῦ πού ἐκτελεῖ ὁ Κύριος ὅταν βαπτί­ζεται; Ἀκριβῶς αὐτό, τό νά βαπτισθεῖ. Ὁ Ἰ­ωάννης ἐστάλη ἀπό τόν Θεό νά βα­πτί­ζει, αὐτό ἦταν τό καθῆκον του καί αὐτή τήν ἐντολή ἔλαβε ἀπό τόν Κύριο. Καί θέλημα τοῦ Θεοῦ ἦταν ὅλοι οἱ Ἰσρα­ηλῖτες νά βαπτισθοῦν. Καί ὁ Ἰησοῦς πηγαίνει καί βαπτίζεται ὅπως ὅλοι οἱ Ἑβραῖοι, δέν ἐξαιρεῖ τόν ἑαυτό του ἀπ’ αὐτή τήν διαδικασία. Πηγαίνει καί βα­πτί­ζεται σάν ἁμαρτωλός ἐνῶ εἶναι ἀναμάρτητος, ἀκριβῶς γιά νά ἐκτελέσει τό θέ­λημα τοῦ Θεοῦ.

 Εἶναι προφανές γιά μᾶς τό νόημα αὐ­τῆς τῆς κίνησης. Ὁ Ἰησοῦς ὑπά­κου­σε στόν Θεό κα­τά πάντα. Τό θέλημα τοῦ Θε­οῦ ἦταν ὁ υἱός του νά γίνει ἄν­θρω­πος. Καί ὄχι μόνο νά γίνει ἄν­θρωπος ἀλλά καί νά περάσει ἀπό τό βάπτισμα τοῦ Ἰω­­άννη, ὅ­πως περνοῦσαν ὅλοι οἱ ἁμαρ­τωλοί, καί νά πεθάνει ὅπως πεθαί­νουν καί ὅλοι οἱ ἁμαρτωλοί· καί ἄς μήν εἶχε σχέση μέ τήν ἁ­μαρτία. Λέει ὁ ἀπ. Παῦ­λος· «Πό­σο ὑ­πάκουσε; Μέχρι ποῦ ὑπάκουσε; Μέχρι θανάτου» (βλ. Φι 2,8). Ὑ­πάκουσε καί πέ­θανε, γιά νά μείνει ὡς ἄνθρωπος πι­στός στόν ἅγιο Θεό. Αὐτό θέλει νά μᾶς διδάξει μέ τό βάπτισμά του, ὅτι πρέπει νά ὑπα­κοῦμε στόν Θεό, ὅποιο καί ἄν εἶναι τό θέ­λημά του.

  Τό βάπτισμα ἦταν βέβαια ἐξευ­τε­λι­σμός, ταπείνωση γιά τόν υἱό τοῦ Θεοῦ. Γιά μᾶς ὅμως δέν εἶναι ἐξευτελισμός οἱ ἐντολές Του, ὄχι. Ἡ εὐσέβεια, λέει ὁ ἀπ. Παῦλος, εἶναι πορισμός εὐλο­γη­μέ­νης ζω­ῆς καί ἐδῶ, σ᾽ αὐτόν τόν κόσμο (βλ. Α΄ Τι 6,6), καί φυσικά στήν αἰω­νι­ότητα. Καί δέν δεχόμαστε νά ὑπακού­σουμε στόν νόμο τοῦ Κυρίου; Ἔχει πό­νους, βέβαια, ἡ ζωή τῆς ὑπα­κοῆς, ἔχει ὀδύνη. Ἀλλά ἄν ὑπακούσουμε κατά πάντα ἔχει καί δόξα καί μᾶς κάνει πο­λῖτες τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Εὐάγγελος Ἀ. Δάκας

Δρ Θεολογίας - Φιλόλογος

Ἀπολύτρωσις 70 (2015) 4-6

Πέμπτη, 01 Ιανουάριος 2015 02:00

Τό τέλος τοῦ φτωχοῦ ἁγίου

 papadiamadisἩ ἀπόθεση τοῦ ἀσθενοῦς σαρκίου «εἰς γῆν ἐξ ἧς προῆλθεν» ἔχει κάτι τό ἱεροπρεπές καί τό ὁσιακό στήν περίπτωση τοῦ Παπαδιαμάντη. Σέ ἐπιστολή, πού ἔστειλε ὁ π. Γεώργιος Ρήγας στόν ἐκδότη Ἠλ. Δικαῖο, γράφει καί τ᾿ ἀκόλουθα γιά τίς τελευταῖες στιγμές τῆς ἐπιγείου ζωῆς τοῦ Παπαδιαμάντη:

 «Ἠσθένησε τήν 29ην Νοεμβρίου τοῦ 1910. Τήν τρίτην ἡμέραν τῆς ἀσθενείας του ἐλιποθύμησεν. Ὅταν δέ συνῆλθε, “τί μοῦ συνέβη;”, εἶπε. “Δέν εἶναι τίποτε• μιά λιποθυμία μικρά”, τοῦ εἶπον αἱ περιστοιχίζουσαι αὐτῶν τρεῖς ἀδελφαί του. “Τόσα ἔτη”, λέγει ὁ Ἀλέξανδρος, “ἐγώ δέν ἐλιποθύμησα• δέν ἐννοεῖτε ὅτι αὐτά εἶναι προοίμια τοῦ θανάτου μου; Φέρετε ἀμέσως τόν παπά καί μήν ἀναβάλλετε”. Ἐθρήνουν τότε αἱ ἀδελφαί του, ὁ δέ Παπαδιαμάντης βλέπων αὐτάς καί συλλογιζόμενος ὅτι ἐάν ἀποθάνῃ δέν ἔχουσιν ἄλλον βοηθόν καί συντηρητήν, ταῖς ἀπέτεινε τούς ἑξῆς παρηγόρους λόγους: “Ἔχω καλούς φίλους, οἱ ὁποῖοι θά ἐκδώσουν τάἔργα μου• ἡσυχάστε, φιλόστοργές μου ἀδελφές”. Μέτ᾿ ὀλίγον κληθέντες ἦλθον συγχρόνως καί ὁ ἱερεύς καί ὁ ἰατρός.Ὁ Παπαδιαμάντης πρό πάντων ἦτο χριστιανός καί χριστιανός εὐσεβής. Μόλις εἶδε τόν ἰατρόν, εἶπεν εἰς αὐτόν: “Τί θέλεις σύ ἐδῶ;”. “Ἦρθα νά σέ δῶ”, τοῦ λέγει ὁ ἰατρός. “Νά ἡσυχάσεις”, τοῦ λέγει ὁ ἀσθενής, “ἐγώ θά κάμω πρῶτα τά ἐκκλησιαστικά (δηλ. θά ἐπικαλεσθῶ τήν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ) καί ὕστερα νά ᾿ρθεῖς ἐσύ”... Εἶχε σώας τάς φρένας του μέχρι τέλους καί ἐπεθύμει νά συγγράψῃ διήγημα. Ὁ νοῦς του μέχρι τῆς τελευταίας του ἀναπνοῆς ἦτο ἀφιερωμένος εἰς τόν Θεόν. Μόνος του, ὀλίγας ὥρας πρίν ἀποθάνῃ, ἔστειλε νά κληθῇ ὁ ἱερεύς διά νά κοινωνήσῃ: “Ξεύρεις! μήπως ἀργότερα δέν καταπίνω!”, ἔλεγεν. Ἦτο ἡ παραμονή τοῦ θανάτου του καί ὥς τις εἰρωνεία τοῦ ἀνηγγέλθη ἡ ἀπονομή τῆς παρασημοφορίας του διά τοῦ Σταυροῦ τοῦ Σωτῆρος.

 Τήν ἑσπέραν τῆς 2ας Ἰανουαρίου, παραμονήν τοῦ θανάτου του, “Ἀνάψτε ἕνα κερί”, εἶπε, “φέρτε μου ἕνα βιβλίο” (Σημ. δηλ. ἐκκλησιαστικόν βιβλίον). Τό κηρίον ἠνάφθη. Ἐπρόκειτο δέ νά ἔλθῃ καί τό βιβλίον. Ἀλλά πάλιν ἀποκαμών ὁ Παπαδιαμάντης εἶπεν: “Ἀφῆστε τό βιβλίο• ἀπόψε θά εἰπῶ ὅσα ἐνθυμοῦμαι ἀπ᾿ ἔξω”. Καί ἤρχισε ψάλλων τρεμουλιαστά: “Τήν χεῖράν σου τήν ἁψαμένην...” (Σημ. Εἶναι τοῦτο τροπάριον ἐκ τῶν Ὡρῶν τῆς παραμονῆς τῶν Φώτων). Αὐτό ἦτο καί τό τελευταῖον ψάλσιμον τοῦ Παπαδιαμάντη, ὅστις τήν ἰδίαν νύκτα, κατά τήν 2αν μετά τό μεσονύκτιον, ὅταν ἐξημέρωνεν ἡ 3η Ἰανουαρίου, παρέδωκε τήν ψυχήν του εἰς χεῖρας τοῦ Πλάστου. Ἡ Σκίαθος ὅλη ἔκλαυσε καί κλαίει διά τήν ἀπώλειαν τοῦ Παπαδιαμάντη...».

 Σήμερα μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ὄχι μόνο ἡ «Σκίαθος» ἀλλ᾿ ἡ ὀρθόδοξη Ἑλλάδα ὁλόκληρη θρήνησε τήν κοίμηση τοῦ Ἀλεξάνδρου. Ὅσο δέ περνάει ὁ καιρός καί γνωρίζουμε περισσότερο τό ἔργο του, τόσο ἡ ἐκτίμησή μας μεγαλώνει πρός τήν ὑψηλή τέχνη του καί ὁ θαυμασμός μας πρός τό πρόσωπό του γίνεται πιό ἔνθερμος.

Π. Β. Πάσχος

Παρασκευή, 30 Δεκέμβριος 2022 02:00

Νέο ἔτος, ἀνανέωση τῆς εὐθὐνης

roloi Ὁ ἐρχομός ἑνός καινούργιου ἔτους ἀποτελεῖ συνήθως ἀφετηρία γιά κάποιους στοχασμούς, ἄλλοτε ἁπλούς καί ἄλλοτε σύνθετους. Στό σημείωμα πού ἀκολουθεῖ θά προσπαθήσω νά μείνω κάπου στό μέσον.
 Τό σύνολο τῶν πραγμάτων τοῦ φυσικοῦ κόσμου περικλείεται μέσα σ᾿ ἕνα εὐρύ πλαίσιο, τό χῶρο. Τό σύνολο τῶν φαινομένων -φυσικῶν, φυσιολογικῶν, ψυχικῶν- περικλείεται μέσα σ᾿ ἕνα δεύτερο καί ἐπίσης εὐρύ πλαίσιο, τό χρόνο. Οἱ ἔννοιες τοῦ χώρου καί τοῦ χρόνου συνυφαίνονται μεταξύ τους καί ἀλληλοσυμπληρώνονται δίνοντας τή φιλοσοφική ἔννοια τοῦ χωροχρόνου.
 Περιοριζόμενοι στήν ἔννοια τοῦ χρόνου -πράγμα πού τό ἐπιβάλλει ἡ ἐπικαιρότητα- μποροῦμε νά ξεκινήσουμε ἀπό τή θεμελιακή τοποθέτηση ὅτι ἡ ἔναρξη τοῦ χρόνου ὁριοθετεῖται μέ τή δημιουργία τοῦ κτιστοῦ κόσμου. Στήν ἄκτιστη πραγματικότητα τῆς Ἁγίας Τριάδας ὁ χρόνος εἶναι ἀνυπόστατος· ὑπάρχει μόνο ἡ ἀσύνορη αἰωνιότητα. Ὅμως μερικές ἐπιμέρους παρατηρήσεις εἶναι ἀπαραίτητες.
 Ὁ χρόνος εἶναι μία συνεχής ροή, μιά κίνηση. Τά περιστατικά πού συμβαίνουν ετε στό ἐξωτερικό μας περιβάλλον, στόν φυσικό δηλαδή κόσμο, ετε στή συνείδησή μας, τόν ψυχικό μας δηλαδή κόσμο, ετε στόν ἱστορικό καί κοινωνικό χῶρο, μέ τήν ἀέναη διαδοχή τους μᾶς βοηθοῦν νά σχηματίσουμε ἀπό παιδιά τήν ἀντίληψη τοῦ χρόνου. Δικαιολογημένα, λοιπόν, ὁ Ἡράκλειτος παρομοιάζει τό χρόνο μέ τό νερό ἑνός ποταμοῦ πού ρέει ἀσταμάτητα. Ἀλλά καί ὁ Ἀριστοτέλης παρατηρεῖ· «φανερόν ὅτι οὐκ ἔστιν ἄνευ κινήσεως καί μεταβολῆς χρόνος», καί «τότε φαμέν γεγονέναι χρόνον, ὅταν τοῦ προτέρου καί τοῦ ὑστέρου ἐν τῇ κινήσει ασθησιν λάβωμεν». Συμπερασματικά μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἡ ἀντίληψη τοῦ χρόνου περιλαμβάνει δύο στοιχεῖα: α) τήν ἰδιότητα τῆς διάρκειας καί β) τίς σχέσεις τοῦ ταυτόχρονου καί τῆς διαδοχῆς. Στή χρονική σχέση τῆς διαδοχῆς διακρίνουμε τό παρελθόν, τό παρόν καί τό μέλλον.
Ὁ χρόνος δέν ἀποτελεῖ μονοσήμαντη ἔννοια. Ἄν τόν δοῦμε ἀπό καθαρά ἐνδοκοσμική ἄποψη, ξεχωρίζουμε δύο κατηγορίες: τόν ἀντικειμενικό, φυσικό, καί τόν ὑποκειμενικό, ψυχολογικό χρόνο. Ὡστόσο μέσα στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο ὁ χρόνος χάνει τή γνωστή κινητική του ἰδιότητα καί μεταβάλλεται σ᾿ ἕνα συνεχές καί ἀρράγιστο παρόν. Πρόκειται γιά τόν λειτουργικό χρόνο, ὅπου καταργεῖται ἡ ασθηση τῆς διαδοχῆς καί ὅλα τά γεγονότα τῆς σωτηρίας μας τελοῦνται ἀδιαλείπτως μέ τήν ἀμεσότητα τοῦ παρόντος: Σήμερον γεννᾶται, σήμερον σταυροῦται, σήμερον ἀνίσταται ὁ λυτρωτής Χριστός.
 Ὁ ἄνθρωπος, βέβαια, εἶναι μία φυσική καί μεταφυσική συγχρόνως ὕπαρξη πλασμένη ἀπό τόν Θεό «κατ᾿ εἰκόνα» καί «καθ᾿ ὁμοίωσιν». Τό «κατ᾿ εἰκόνα» εἶναι ἕνα ὀντολογικό δεδομένο. Τό «καθ᾿ ὁμοίωσιν» ὅμως ἀποτελεῖ τελικό στόχο, προορισμό. Ἑπομένως, γιά νά πετύχει ἡ στόχευση, χρειάζεται μία πορεία πρός τά ἐμπρός μέ ὑπέρβαση τοῦ ἑαυτοῦ μας, μιά κατεύθυνση πρός τό «πέραν»· «ὅλο μακρύτερα νά πηγαίνουμε, ὅλο ψηλότερα ν᾿ ἀνεβαίνουμε». Ἔτσι καταλήξαμε πάλι στήν ἀρχική ἀντίληψη τῆς κίνησης, θεωρημένη τώρα ἀπό ἄλλη σκοπιά. Ἡ στατικότητα, ἡ στασιμότητα σημαίνει ἀπώλεια. Ἡ ζωή μας στόν κόσμο τοῦτο ὀφείλει νά εἶναι in statu viae (σέ κατάσταση δρόμου, πορείας). Γι᾿ αὐτό καί ὁ πιστός δέν μπορεῖ παρά νά εἶναι Homo viator (ἄνθρωπος ταξιδευτής, ὁδοιπόρος). Πόσο ὡραῖα καί ἐπιγραμματικά ἐκφράζει τήν ἀλήθεια αὐτή ὁ ἀπόστολος Παῦλος· «Τά μέν ὀπίσω ἐπιλανθανόμενος τοῖς δέ ἔμπροσθεν ἐπεκτεινόμενος» (Φι 3,14). Ἐπηρεασμένος ἀπό τόν Παῦλο καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης τήν πορεία μας αὐτή τή χαρακτηρίζει ὡς «ἐπέκτασιν».
 Ἑπομένως ἡ ἔλευση τοῦ νέου ἔτους συνεπάγεται ἀνανέωση τοῦ συμβολαίου τῆς εὐθύνης, ὥστε νά φθάσουμε στό «ἐν εἰρήνῃ καί μετανοίᾳ». Ἡ παράταση τῆς ζωῆς σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο ἔχει νόημα, ὅταν ὁ χρόνος ἀξιοποιεῖται. Καί τό ἀρχαῖο ἐκεῖνο «χρόνου φείδου» δηλώνει ὅτι ὁ ἐφησυχασμός, ἡ ἀδράνεια, ἡ σπατάλη τοῦ χρόνου ὁδηγοῦν στόν πνευματικό μαρασμό, στή φθορά. Ἀντίθετα ἡ σωστή ἀξιοποίηση τοῦ χρόνου γίνεται μέ τά ἔργα τῆς ἀγάπης. «Τοιοῦτοι γάρ τῆς ἀγάπης οἱ ὀφθαλμοί· οὐχ ὁδῷ διακόπτονται, οὐ χρόνῳ μαραίνονται». Μέσα, λοιπόν, στή σύγχρονη ταραχή καί ἀνεμοζάλη μακάρι ὁ καινούργιος χρόνος νά μᾶς καταστήσει συμμέτοχους στήν ἀκατάλυτη ἐλπίδα τῶν μελλοντικῶν ἀγαθῶν πού μᾶς περιμένουν, γιατί «τό τοῦ Κυρίου Πάσχα προέρχεται καί καιροί συνάγονται καί μετακόσμια ἁρμόζεται καί διδάσκων ἁγίους ὁ Λόγος εὐφραίνεται»• δηλαδή: Τό Πάσχα τοῦ Κυρίου προχωρεῖ καί οἱ χρόνοι συγκλίνουν καί οἱ ὑπερφυσικές πραγματικότητες ἐναρμονίζονται καί ὁ Λόγος (τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδας) εὐφραίνεται καθώς διδάσκει τούς ἁγίους.

Ἰ. Ἀ. Νικολαΐδης

Τρίτη, 26 Δεκέμβριος 2023 02:00

1η Ἰανουαρίου

 simera jan1η Ἰανουαρίου τοῦ 1788 καί ὁ πρῶτος συνεταιρισμός στήν Εὐρώπη βάζει τό θεμέλιό του. Ἄνδρες, γυναῖκες καί παιδιά, κάτοικοι τῶν Ἀμπελακίων τῆς ἐπαρχίας Λάρισας καί τῶν γύρω χωριῶν, συγκροτοῦν ἕνα πρότυπο συνεταιριστικό σῶμα.
 Στόχος τοῦ Συνεταιρισμοῦ ἦταν κατά βάση ἡ πληρωμή τῶν φόρων στούς τούρκους κατακτητές, ἡ τροφοδοσία τῶν ἀπόρων συγχωριανῶν καί, τέλος, ἡ συντήρηση νοσοκομείων, σχολείων, ἐκκλησιῶν κτλ.
 Ὁ Συνεταιρισμός Ἀμπελακίων, ἄν καί λειτούργησε σέ καθεστώς κατοχῆς, διατηρήθηκε γιά ἀρκετά χρόνια, δημιουργώντας ἕνα ἰδανικό πρότυπο γιά τίς κοινωνίες τοῦ μέλλοντος.
 Ἡ πυροδότηση  γιά τήν πρωτοποριακή αὐτή δημιουργία ὀφείλεται στόν Μητροπολίτη Πλαταμῶνος Διονύσιο, ὁ ὁποῖος στηρίχθηκε στό πνεῦμα κοινωνικῆς ἀλληλεγγύης καί ἀδελφότητας πού ἐπικρατοῦσε στά Ἀμπελάκια καί σ᾿ ὅλη τή γύρω περιοχή. Ἡ βαθειά εὐσέβεια τῶν χωρικῶν, ἡ ὁποία ἐκφραζόταν μέ τήν ἔμπρακτη ἀγάπη, εἶχε καλλιεργηθεῖ ἀπό τούς διδασκάλους τῆς περίφημης Σχολῆς τῶν Ἀμπελακίων, Νεόφυτο Δούκα, Εὐγένιο Βούλγαρη κ.ἄ.
 Ἡ χριστοκεντρική βάση καί ἡ ἁγιογραφική θεμελίωση τοῦ πετυχημένου αὐτοῦ πειράματος δηλώνεται ξεκάθαρα στό προοίμιο τοῦ καταστατικοῦ του:
 «“Οὗ γάρ εἰσιν δύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τό ἐμόν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν”, λέγει ὁ Κύριος στά Εὐαγγέλια.
 Καί ὁ προφήτης - βασιλεύς: “Ἀρχή τῶν λόγων σου ἀλήθεια”, καί “Ὁ φόβος Κυρίου ἁγνός, διαμένων εἰς αἰῶνα αἰῶνος” καί “Γάρ οἱ δοῦλοι σου φυλάσσουσιν αὐτά• ἐν τῷ φυλάσσειν αὐτά ἀνταπόδοσις πολλή”.
 Συνεπῶς ἐμεῖς, οἱ ἔμποροι καί βιοτέχνες κόκκινων νημάτων αὐτῆς τῆς πολιτείας, ἀποθέτοντας τή ζωή μας στόν ἀκρογωνιαῖο λίθο, στό ὄνομα τοῦ Κυρίου μας, ἀποφασίσαμε...»
 1η Ἰανουαρίου... Ἀπό Θεοῦ ἄρξασθε καί σύν Θεῷ ἐργάζεσθε... Κι ὁ κόπος θά ᾿ναι εὐλογημένος!
                

Συνέκδημος

Ἀπολύτρωσις 58 (2003) 11

Τετάρτη, 01 Ιανουάριος 2025 02:00

Χρόνος δυνάστης ἤ ὑπηρέτης;

time Στήν ἐποχή μας, πού μᾶς καταδιώκει καί μᾶς κυβερνᾶ ὁ χρόνος, νιώθουμε πόσο πρόσκαιρη καί παροδική εἶναι ἡ ζωή πάνω στή γῆ. Πάντα λαχταροῦμε νά μάθουμε τό μέλλον, τό αὔριο· νά γνωρίζουμε «χρόνους ἤ καιρούς» (Πρξ 1,7).
 Εἶναι ἡ ἀβεβαιότητα τῆς γήινης ζωῆς ἀλλά καί ὁ πόθος γιά ἀθανασία καί αἰωνιότητα. Σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο ἡ τάση μας αὐτή βρίσκει τήν πλήρωσή της ἀπόλυτα μέσα σέ μιά αἰώνια βασιλεία: στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν, στήν Ἐκκλησία πού κεφαλή καί ἀρχηγό ἔχει τόν αἰώνιο Κύριο. Ὁ χρόνος ὑποτάσσεται σ᾿ Αὐτόν καί δέν καταδυναστεύει, ἀλλά ὑπηρετεῖ τούς πολίτες τῆς βασιλείας του. Πράγματι·
* Ὁ Κύριος εἶναι «βασιλεύς τῶν αἰώνων» (Α΄ Τι 1,17). Αὐτός πού κυβερνᾶ τό χρόνο καί μένει ἔξω ἀπό τό χρόνο καί τήν κυριαρχία του.
* Ἡ ἔννοια τοῦ χρόνου καταργεῖται μέσα στό χῶρο τῆς βασιλείας Του. Ὅλα κινοῦνται σέ ἕνα ἀδιάκοπο παρόν· «Χίλια ἔτη ἐν ὀφθαλμοῖς σου ὡς ἡ ἡμέρα ἡ ἐχθές, ἥτις διῆλθε, καί φυλακή ἐν νυκτί» (Ψα 89,4).
* Χρησιμοποιεῖ τό χρόνο, γιά νά φανερώνει τήν ἀγάπη Του καί τό ἔλεός Του στούς πιστούς, νά δίνει καιρό καί εὐκαιρία μετανοίας στούς ἀνθρώπους· «Μακροθυμεῖ εἰς ἡμᾶς, μή βουλόμενός τινας ἀπολέσθαι, ἀλλά πάντας εἰς μετάνοιαν χωρῆσαι» (Β΄ Πε 3,9).
* Ὁ χρόνος γίνεται στά χέρια Του «σημεῖον», πού δείχνει τήν παντοδυναμία Του· «Ἔστη ὁ ἥλιος καί ἡ σελήνη ἐν στάσει, ἕως ἠμύνατο ὁ Θεός τούς ἐχθρούς αὐτῶν. Καί ἔστη ὁ ἥλιος κατά μέσον τοῦ οὐρανοῦ, οὐ προεπορεύετο εἰς δυσμάς εἰς τέλος ἡμέρας μιᾶς» (Ἰη 10,13).
* Οἱ νίκες καί οἱ χαρές, πού χαρίζει στούς δικούς Του, δέν ἐπηρεάζονται, οὔτε μειώνονται ἀπό τό χρόνο, ἀλλά διαρκοῦν αἰώνια, διότι ἔχουν τό σημάδι τῆς σωτηρίας.
* Παίρνει τό χρόνο ὁ Κύριος καί μᾶς τόν κάνει δῶρο, μακραίνοντας τίς μέρες τῆς ζωῆς μας· «Μακρότητι ἡμερῶν ἐμπλήσω αὐτόν καί δείξω αὐτῷ τό σωτήριόν μου» (Ψα 90,16).
* Κι ὅταν ὁ χρόνος γίνεται μάστιγα γιά τό λαό του μέ τίς συμφορές πού φέρνει, ξέρει νά τόν ἁπαλύνει καί νά συντομεύει τίς θλίψεις· «Καί εἰ μή ἐκολόβωσε Κύριος τάς ἡμέρας, οὐκ ἄν ἐσώθη πᾶσα σάρξ· ἀλλά διά τούς ἐκλεκτούς οὕς ἐξελέξατο, ἐκολόβωσε τάς ἡμέρας» (Μρ 13,20).
 Ἀλλά ὁ Θεός δέν ὑποτάσσει μόνο τό χρόνο· ὑποτάχθηκε κι ὁ Ἴδιος στό χρόνο, ὅταν ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά ὑπηρετήσει τή σωτηρία μας.
* Ἄχρονος καί ἄπειρος Αὐτός γεννᾶται ἐν χρόνῳ καί ζῆ μέσα στόν ἀνθρώπινο χρόνο μέ τούς περιορισμούς του (Βαρούχ 3,38).
* Θυσιάζεται πάνω στό σταυρό καί παραδίδει τό πνεῦμα Του· «Ἦν δέ ὡσεί ὥρα ἕκτη καί σκότος ἐγένετο ἐφ᾿ ὅλην τήν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης» (Λκ 23,44).
 Στόν Κύριο τοῦ χρόνου, στόν Βασιλέα τῶν αἰώνων, πού κάνει προσιτή γιά μᾶς τήν αἰωνιότητα, πρέπει αἰώνια δοξολογία· «Εὐλογητός Κύριος εἰς τόν αἰῶνα. Γένοιτο, γένοιτο» (Ψα 88,53).

Δ. Παπαδημητρίου - Χατζηαθανασίου

Πέμπτη, 29 Δεκέμβριος 2016 02:00

Τό κέρδος μας

Ποιός δέν ἀγαπᾶ τό κέρδος;


kerdos Tό κέρδος! Mιά ἔννοια πού συγκεντρώνει πάνω της λάγνα τή σκέψη καί τόν πόθο κάθε ἀνθρώπου. Ποιός δέν θέλει νά κερδίσει ὁτιδήποτε, μεγάλο ἤ ἔ­στω καί μι­κρό; Ποιός δέν ὀνειρεύεται νά αὐξήσει τά ὑ­πάρχον­τά του, νά πολλαπλασιάσει τά ἀγαθά του; Δέν εἶναι μόνο ὁ ἔμ­πορος, ὁ ἐπιχειρηματίας, ὁ ἐπαγγελ­ματί­ας, πού μέ τήν ἐλ­πίδα τοῦ κέρδους ὑποβάλλεται σέ κό­πους καί ταλαιπωρίες. Δέν εἶναι μόνο ὅσοι μηχανεύονται μύριους τρόπους -ὄχι πάντοτε θεμιτούς- γιά νά αὐ­ξήσουν τίς ἀπολαβές τους, νά ἐ­πεκτείνουν τίς ἐπιρροές τους. Ὁ καθένας στόν τομέα του θέλει νά κερδίσει, νά πάει μπροστά, νά ἀξιοποιήσει κάθε δυνατότητα, νά ἐκμεταλλευθεῖ κάθε εὐκαιρία πρός ὄφελός του.
 Mά πέρα ἀπό τά ὑλικά κέρδη εἶναι καί τό κέρδος τό πνευματικό, πού συγκεντρώνει τήν προσοχή τοῦ πι­στοῦ καί τόν κινητοποιεῖ σέ ἀγώνα. Ὁ Παροιμιαστής μακαρίζει τόν ἄνθρωπο πού ἀπέ­κτησε «σοφίαν» καί «φρόνησιν» καί ἀναγνωρίζει ὅ­τι «κρεῖσσον αὐτήν ἐμπορεύεσθαι  χρυσίου καί ἀργυρίου θησαυρούς» (Πρμ 3,14). Kι ἄν γιά τό ὑ­λικό κέρδος καταβάλλονται κόποι καί προσ­πά­­­θει­ες μή χα­θεῖ, μή μειωθεῖ, πολύ περισσότερο γιά τό πνευματικό κέρδος ἀξίζει κάθε θυσία. Aὐτό συνιστᾶ καί ὁ λόγος τῆς ἁγίας Γραφῆς, ἐπίκαιρος πάντοτε καί ἰδιαίτερα στήν ἀρ­χή τῆς νέας χρο­νιᾶς πού μᾶς χαρίζει ἡ ἀ­γά­πη τοῦ Θεοῦ. Γράφει θεόπνευστα ὁ ἀπό­στολος Παῦ­λος στούς χριστιανούς τῆς Ἐφέσου ἀλ­λά καί στούς πιστούς κάθε τόπου καί ἐποχῆς• «βλέπετε οὖν πῶς ἀ­κρι­βῶς περιπατεῖτε, μή ὡς ἄσοφοι ἀλλ’ ὡς σο­φοί, ἐξ­α­γο­ρα­ζό­μενοι τόν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰ­σιν» (5,15).

Προσοδοφόρο ἐμπόριο


 Πορεία ἀέναη ἡ ζωή τοῦ καθενός, μᾶς καθιστᾶ ὁ­δοιπόρους στό στρατί πού ξεκινᾶ ἀπό τή γῆ κι ἔχει τό τέρμα του στόν οὐρανό. Περνᾶ ὁ χρόνος, διαπιστώνουμε. Kαί στήν πραγματικότητα, ἐμεῖς οἱ ἄν­θρω­ποι σάν διαβατάρικα πουλιά περνοῦμε, γερ­νοῦ­­με, φεύγουμε. Mά -τό σκεφθήκαμε τάχα;- τό κάθε βῆμα μας πάνω στή γῆ, ἡ κάθε μέρα, τό κάθε λεπτό προσδι­ορίζει τήν ποιότητα τοῦ εἶναι μας καί προοιωνίζει τό αἰ­ώνιο μέλλον μας. Mέ ἐμποροπανήγυρη παρομοιάζουν οἱ Πατέρες τήν παροῦσα ζωή.    «Ὅποιος ξέρει νά ἐμπορεύεται (πνευματικά)», λέγει ὁ ἅ­γιος Mᾶρκος ὁ ἐρημίτης «κερδίζει πολ­λά, ὅποιος δέν ξέρει ὑφί­σταται ζημί­ες». Ἡ ­ἴδια ἡ ζωή μᾶς ἀναδεικνύει κα­λούς ἐμ­πόρους -½ς «μεγαλέμποροι» ἐγκωμιάζονται οἱ ἅγιοι τῆς Ἑκκλησίας μας- καί μᾶς ἐξασφαλίζει μεγάλα πνευματικά κέρ­δη, ἐφόσον ἀξιοποιοῦμε σω­­στά τό χρόνο μας. Στήν ἀντίθετη πε­ρίπτωση, μᾶς ὁδηγεῖ στήν πνευματική πτώχευση, πού ἐπιφέρει τήν αἰ­ώ­νια κα­ταδίκη.

«Πονηραί ἡμέραι»


 Kεφάλαιο σπουδαῖο, ἱερό θά ἔλεγα, ὁ χρόνος. Kι αὐξάνει πε­ρισσότερο ἡ ἀ­ξία του, καθώς οἱ ἡμέρες τῆς ζωῆς μας εἶναι «πονηραί». Ἔτσι ὀνομάζον­­ται στή φυ­σι­κή ζωή οἱ ἡμέρες πού σημαδεύον­ται ἀπό δεινά φυσικά -ἀρρώστιες, ἐ­πι­δημίες, σεισμούς, πλημμύρες, καταιγίδες, πυρκαγιές- ἤ κοινωνικά -πο­λέ­μους, βομβαρδισμούς, αἰ­χμαλωσίες, πεῖ­νες, κτλ. Στήν πνευ­­ματική ζωή «πο­νηρές» λέ­γον­­ται οἱ ἡμέρες πού ἐ­πη­­­ρεάζονται ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ πονηροῦ. Eἶναι οἱ ἡ­μέ­ρες κατά τίς ὁποῖες ὁ σατανᾶς, «ὁ κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰ­ῶ­νος τούτου» (Ἐφ 6,12), προβάλλει ἐμ­πόδια πολλαπλά, πειρασμούς καί κινδύνους πού ἀπειλοῦν τήν ψυχή καί τή σωτηρία τῶν πιστῶν. Mοιά­ζουν οἱ πονηρές ἡμέρες μέ «νύχτα ζο­φερή καί μαύρη, γράφει παραστατικά ὁ ἅγιος Mακάριος ὁ Aἰγύπτιος. «Ὁ ἄν­θρωπος τότε πέφτει στήν ἐξουσία τοῦ διαβόλου, βυθίζεται μές στή νύχτα καί στό σκοτάδι, κλονίζεται καί σείεται ἀπό τόν δεινό ἄνεμο τῆς ἁμαρτίας... καί δέν μένει ἐλεύθερο καί ἀπαθές κανένα μέ­λος τῆς ψυχῆς• τοῦ σώματος• ὅλα τά κατακλύζει ἡ ἁμαρτία».
 Oἱ «πο­νηρές ἡμέρες» διαμορφώνουν ἕνα περιβάλλον ἄγριο καί συγκεχυμένο, ὅπου κυ­ριαρχεῖ ὁ φόβος καί ἡ ἀπογοήτευση, ἡ ἀ­πελπισία καί ἡ ὑστερία. Tέτοια ἦταν ἡ πνευματική κα­τά­στα­ση τῆς κοινωνίας τοῦ 1ου αἰ. μ.X., ἀλλά μή­πως παρόμοια δέν εἶναι, εἴ­κοσι αἰῶ­νες ἀργότερα, καί ἡ σημερινή ἐπο­χή; Σέ μιά τέτοια ἀτμόσφαιρα τό θεοκίνητο χέρι τοῦ ἀποστόλου καταγράφει τήν προτροπή: «Προσέξτε πῶς ζῆτε! Ἐξα­γο­ράστε τό χρόνο σας!».

Ἐμπορεύσου σοφά!


 Ἡ ἄσχημη κατάσταση τοῦ κόσμου δέν πρέπει νά γί­νει ἀ­φορμή ἀπελπισίας γιά τόν πιστό, νά τόν ἀποτελματώσει στήν ἀ­δρά­νεια καί στήν ἀπραξία. Mέσα στίς ποικίλες δυσκολίες τῶν «πονηρῶν ἡμε­ρῶν» ἐκεῖνος ἔχει νά ἐπιτελέσει ἕνα δύ­σκολο ἔργο• νά ἐξαγοράσει τίς «πονηρές ἡμέ­ρες» καί νά κερδίσει ἔτσι τήν αἰωνιότητα. Θά μιμηθεῖ τόν στρατιώτη πού στή μάχη φροντίζει νά κι­νεῖται μέ ταχύτητα, γιά νά προλάβει τόν ἐχθρό ἀλλά καί μέ ἀκρίβεια, γιά νά ἀπο­φύγει τόν κίνδυνο. Ἡ χριστιανική πί­στη δέν εἶναι κάτι τό στατικό. Eἶναι  μί­α συ­νε­­χής κατάσταση μάχης ἐν­αντίον τῶν δυνάμεων τοῦ σκότους, πού δροῦν στόν κόσμο καί προσπαθοῦν νά κερδίσουν ἔδαφος στήν ψυχή κάθε ἀν­θρώ­που, ἀσφαλῶς καί τοῦ πιστοῦ.
 Ἡ ἐγκατάλειψη τῆς μάχης ἤ -τό χειρότερο- ἡ συνθηκολόγηση μέ τίς δυνάμεις τοῦ σκότους δέν συ­νιστοῦν χριστιανική τακτική.  Mή ζῆτε «ὡς ἄσοφοι, ἀλλ᾽ ὡς σοφοί», παροτρύνει ὁ ἀπόστολος. Kαί σοφία ση­μαίνει τήν κατανόηση καί ἐ­φαρμογή τοῦ θείου θελήματος. Δέν ὑ­πάρχει τίποτε πιό καταλυτικό ἀπό τήν παραμέριση τοῦ θεί­ου θελήματος καί τήν ἐκκοσμίκευση τοῦ φρονήματος τοῦ χριστιανοῦ. Aὐτό ἀπο­νευρώνει καί ἀπο­νε­κρώνει κάθε πνευματική ἰκμάδα. Eἶναι ἡ μεγαλύτερη ζημία.
 

Προσωπικά καί κοινωνικά κέρδη


 Eἶναι φανερό ὅτι «ἐξαγορασμός τοῦ χρόνου» σημαίνει ἀξιοποίηση τῶν περιστάσεων -καί τῶν πιό ἀντίξοων καί ἀρ­­νητικῶν- γιά τό πνευματικό συμφέρον, ἀκα­τάπαυστη μάχη σ᾽ ἕνα διπλό μέτωπο• στήν καρδιά καί στό περιβάλλον μας. Kί­νητρο, κριτήριο καί δύναμη στή διεξαγωγή αὐτῆς τῆς δι­πλῆς μάχης εἶναι τό θέ­λημα τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο βέ­βαια δέν ἐξ­αντλεῖται στά αὐστηρά θρησκευτικά κα­θήκοντά μας, ἀλλά ἔ­χει ρόλο ρυθμιστικό σέ ὅλες τίς ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς. Ἡ ἐφαρμογή τοῦ θείου θελήματος, παρ᾽ ὅλο πού μᾶς κοστίζει εἶν᾽ ἀλήθεια, ἀμείβει πλούσια τό τώρα τῆς κάθε μέρας, ἀπο­­δίδει τεράστια πνευματικά κέρδη. Kαί πρῶ­τα-πρῶτα ἐξουδετερώνει τούς ἐ­χθρούς τοῦ χρόνου:

  • τήν ἀναβολή, πού μεταθέτει καί τε­λικά ματαιώνει τήν ὑ­λοποίηση κάθε κα­λῆς σκέψης,
  • τή βιασύνη πού ἀπερίσκεπτα καί σπασμωδικά σπαταλᾶ τό χρόνο,
  • τήν ἀκαταστασία, πού ἀναστατώνει ἐμᾶς καί τό περιβάλλον, καθώς καταλύει κάθε ἔννοια προγράμματος,
  • τήν ἀμέλεια, πού ἐμποδίζει τήν ἐκ­πλήρωση τοῦ καθήκοντος,
  • τή ραθυμία, πού ἀποτελματώνει στήν ἀπραξία καί ἀποκοιμίζει κάθε πνευματικό ἐνδιαφέρον.

 Ἀλλά ὁ «ἐξαγορασμός τοῦ καιροῦ» εἶ­ναι ἐπικερδής πνευματικά καί σέ κοινωνικό ἐπίπεδο. Ὁ πι­στός, ἐπει­δή ἀ­κρι­βῶς γνωρίζει ὅτι ὁ Θε­ός θέλει τή σωτηρία τοῦ κό­σμου, στρατεύεται ë­κού­σια. Τρέχει νά προλάβει νά κά­νει κάτι γιά τή σωτηρία ἔστω καί μίας ψυχῆς. Ἔτσι καθίσταται συνεργός τοῦ Θεοῦ.

Θαρσεῖτε!


 Ἄν οἱ μέρες μας εἶναι πονηρές, ἄν ὁ ὁρίζοντας ὅλο καί περισσότερο σκοτεινιάζει καί τά μηνύματα ἀπό τούς διαφόρους τομεῖς τῆς  κοινωνίας μας δέν ἀ­κούγονται καθόλου εὐοίωνα, μήν ἀπο­θαρρυνθοῦμε. Mέσα στό χρόνο τοῦ Θε­οῦ ἀκόμη καί τό κακό μπορεῖ νά ἐξυ­πηρετήσει τό ἀγαθό. Ξέρει ὁ Θεός νά σπέρνει καί ἐκεῖ ὅπου ὀργώνει ὁ διάβολος. ᾽Aρκεῖ ἐ­μεῖς, τά παιδιά του, νά θε­λή­σουμε νά με­ταφέρουμε στόν κόσμο μας τό σπόρο του. Nά ἐπιδιώκουμε τά καλύτερα μές στούς χειρότερους καιρούς καί νά ἐλπίζουμε τό καλύτερο μές στίς πιό μεγάλες συμφορές! Aὐτό νά εἶναι τό ἐμ­βατήριό μας, ὅταν οἱ μέ­ρες εἶναι κακές. Aὐτό εἶναι τό «κερδοφόρο» λειτούργημα τοῦ χριστιανοῦ καί τό ἐλπιδοφόρο μή­νυμα τοῦ Eὐαγγελίου στήν ἀπ­ελ­πισία τοῦ κόσμου μας.

 

Στέργιος N. Σάκκος

Ἀπολύτρωσις 63 (2008) 4-6

Πέμπτη, 28 Δεκέμβριος 2017 02:00

Χριστιανοί μου, μήν καῖτε τά λεπτά σας!

 Hands-of-timeΤώρα, ἀγαπητοί μου, τώρα πού ἕνα νέο ἔτος ἀνατέλλει στόν ὁρίζοντα τῆς ἀν­θρω­πό­τητος, ἄς κάνουμε μερικές σκέψεις.
 Ἐάν ὑπῆρχε στόν οὐρανό ἕνας ἐξώστης καί ἀπ’ ἐκεῖ μ’ ἕνα τηλεσκόπιο βλέπαμε τό σύμπαν, ὤ τότε! Τό θέαμα πού θά παρουσιαζόταν στά μά­τια μας θά ἦταν καταπληκτικό. Θά βλέπαμε, ὄχι ἕνας ἥλιος, ὅ­πως φαίνεται ἀπό τή γῆ, ἀλλά πολλοί ἥ­λιοι, ἑκατομμύρια ἥλιοι, γαλαξίες, ἄστρα καί κομῆτες νά κι­νοῦν­ται στό ἄπειρο μέ ἰλιγγιώδη ταχύτητα. Ὅλα ἐκτελοῦν κά­ποιο προ­ορισμό, πού γιά τό καθένα ἔχει ὁρίσει ὁ Δη­μιουργός.
Ναί! Ὅλα, ἀπό τά πιό μικρά ἕως τά πιό με­γά­λα, ὅλα ἔχουν προορισμό. Τίποτε δέν εἶ­ναι τυ­χαῖ­ο, τίποτε δέν εἶναι ἄσκοπο. Καί ὁ ἄν­θρω­πος, ἐρωτᾶται, ὁ ἄνθρωπος πού εἶναι ἡ κορωνίδα τῆς δημιουργίας δέν ἔχει προορισμό; Ἡ λογική μᾶς ὑποχρεώνει νά παραδεχθοῦμε ὅτι καί ὁ ἄν­θρω­πος ἔχει προορισμό. Ποιός δέ εἶναι ὁ προορισμός τοῦ ἀνθρώπου; Ἀπαντᾶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἡ ἁγία Γραφή. Προ­ορι­σμός τοῦ ἀν­θρώπου εἶναι τό κατ’ εἰκόνα Θεοῦ νά τό κάνει καθ’ ὁμοίωσιν. Νά ἐξυψωθεῖ, νά μοιάσει μέ τόν Θεό. Ὁ προορισμός τοῦ ἀνθρώπου μέ μία λέξη, ὅπως λένε οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἡ θέωση. Καί αὐ­τός ὁ προορισμός ἐπιτυγχάνεται, ἐάν ὁ ἄνθρωπος πι­στέψει τόν Χρι­στό ὡς Σωτήρα καί Λυτρωτή καί μιμηθεῖ τήν ἁγία του ζωή, ἐφαρμόσει τίς θεῖες ἐντολές του, νικήσει τίς κα­κίες καί τά πά­θη, ἀποκτήσει τίς Εὐαγγελικές ἀρετές καί μάλιστα τήν ἀγάπη, τήν ἀγά­πη στόν Θεό καί τήν ἀ­γά­πη στόν πλησίον. Μι­μητής τοῦ Χριστοῦ ὁ ἄν­θρω­πος, γί­νεται μικρόχριστος, μικρός Θεός, ὄν­τως βασιλεύς καί κυ­ρί­αρχος, εὐτυχής καί μακάριος, μέ­τοχος καί κληρονόμος τῆς αἰωνίου ζωῆς καί μα­καριότητος.
Ναί! Αὐτός εἶναι ὁ προορισμός τοῦ ἀνθρώπου. Μεγάλος καί ὑ­ψη­λός. Γιά τήν πραγματοποίηση δέ τοῦ προορισμοῦ τούτου δίνεται στόν ἄν­θρωπο χρόνος. Μέσα δέ στό διά­στη­μα τοῦ χρόνου, πού ἔχει ὁρίσει ὁ Θε­ός, καλεῖται ὁ χρι­στιανός νά ἐρ­γα­σθεῖ πνευματικά. Ἔτσι ὁ χρόνος ἀξιο­ποι­εῖ­­ται.
Ἀλλά γίνεται ἀπ’ ὅλους ἡ ἀ­ξι­ο­ποί­η­ση καί ἐκμετάλλευση τοῦ χρό­νου ὅπως θέλει ὁ Χριστός πού συνέστησε μία ἀ­διάλειπτη πνευματική ἐργασία γιά τήν ἠ­θι­κή τελειοποίησή μας, γιά τήν ἐ­πι­τυχία τοῦ προορισμοῦ μας; Δυ­­­σ­τυ­χῶς τό μεγαλύτερο μέ­ρος τῶν ἀν­θρώ­πων δέν κάνουμε κα­λή χρήση τοῦ χρόνου πού μᾶς δίνει ὁ Θεός. Μεριμνοῦμε καί τυρβάζουμε περί πολλά, ἐνῶ ἑνός ἐστι χρεία. Τό δέ ἕνα αὐτό εἶναι ὁ Χριστός, τό νά πιστέψουμε δηλαδή στό λό­γο του καί νά ζήσουμε σύμ­­­φωνα μέ τίς θεῖες ἐν­τολές του.
 Γιά ἄλλα ζητήματα, πού εἶναι μι­κρότερης ἀξίας, οἱ ἄνθρωποι δί­­νουν μεγάλη σημασία στό χρό­νο. Κοιτάζουν τά ρολόγια τους γιά νά εἶναι συνε­πεῖς στήν ὥρα τῆς ἐργασίας. Μετροῦν καί τά λε­πτά τῆς ὥρας ἀ­κόμη. Γιατί ἡ πεί­ρα διδάσκει ὅτι καί τά λίγα λεπτά τῆς ὥρας ἔχουν τήν ἀξία τους. Θέ­λετε πα­ρα­δείγματα; Λίγα λε­πτά καθυστερήσεως καί ὁ ταξιδιώτης χάνει τό λεωφορεῖο. Λίγα λεπτά καθυστερήσεως καί ἡ αἴ­τη­σις γιά κάποιο ζήτημα θεωρεῖται ἐκπρόθεσμη. Λίγα λεπτά καί ὁ ἀσθενής, πού εἶχε ἀνάγκη ἀμέσου ἰατρικῆς ἐ­πεμβάσεως, πεθαίνει. Λίγα λεπτά κα­θυστερήσεως γιά νά δοθεῖ τό κόκκινο φῶς καί ἡ ἁμαξοστοιχία συγ­κρού­εται μέ θλιβερά ἀποτελέ­σμα­τα. Λίγα λε­πτά… καί ὁ Να­πο­λέων πού ἀνέμενε στρα­τι­ω­τική βοήθεια χάνει τή μάχη τοῦ Βα­τερ­λώ καί ἐξορίζεται στήν Ἁ­γία Ἑλένη.
 Ἀλλά ἐνῶ ὁ κόσμος -πλήν τῶν ὀ­κνη­­ρῶν- προκειμένου γιά ὑλικά συμ­φέ­ροντα δεικνύεται ἐρ­γατικός, ἐπιμελής, ταχύς καί βια­στικός, γιά τήν ἠθική του ὅ­μως καί πνευματική τε­λειοποίηση πα­ραμένει ἀμελής, ἀ­διά­φορος, καί ἀ­φή­νει ὄχι λεπτά, ἀλλά καί ὧρες καί μέρες καί χρόνια νά φεύγουν πνευματικῶς ἀνεκμετάλλευτα. Κυνηγός σκιῶν καί ὄ­χι τῆς πρα­γματικότητος.
 Ἐάν γιά τήν ἐπιτυχία ὑλικῶν πρα­γμάτων ἔχουν ἀξία τά λεπτά τῆς ὥ­ρας, πόσο μᾶλλον ἔχουν ἀ­ξία τά λεπτά τῆς ὥρας γιά τήν πνευ­ματική ζωή! Πό­σα μποροῦμε νά πράξουμε κατά τό δι­ά­στημα τοῦ χρόνου! Ἀ­κριβής ἐκτέλεση τῶν καθηκόντων, ἱερές σκέψεις, θερ­μές προσευχές, εἰλικρινής με­τάνοια καί ἐξομολόγηση, ἀνά­γνω­ση Εὐ­αγγε­λίου, ἀκρόαση κη­ρυγμάτων, κα­τανυ­κτι­κός ἐκ­κλη­σιασμός, ἐπίσκεψη ἀσθε­νῶν, βο­ήθεια πασχόντων ἀδελφῶν, δι­ά­δοση τοῦ Εὐαγγελίου… Νά μέ τί μπο­ροῦμε νά πλουτίσουμε τό χρό­νο τῆς ζωῆς μας καί νά γί­νουμε πλούσιοι, πνευματικῶς με­γαλέμποροι, σύμφωνα μέ τή θε­­όπνευστη προτροπή τοῦ ἀποστόλου Παύλου, πού λέει˙ «Ἀ­δελ­φοί, βλέ­­πετε οὖν πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, μή ὡς ἄσοφοι ἀλλ᾽ ὡς σοφοί, ἐξαγοραζόμενοι τόν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πο­νηραί εἰσι» (Ἐφ 5,15-16).
 Ὤ, πόσο πολύτιμος εἶναι ὁ χρό­­νος γιά τή σωτηρία τῆς ἀθάνατης ψυχῆς μας! Ἕνας ἄνθρωπος, πού ζῆ 70 χρόνια ἐδῶ στόν πλανήτη μας, ἐάν ὁ χρόνος αὐτός μετρηθεῖ σέ λε­πτά τῆς ὥ­ρας, θά δοῦμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐ­τός ἔ­­ζησε 36.792.000 λεπτά. Ἔζησε ἑ­κα­τομμύρια λεπτά! Ὤ, πόσα κα­­λά θά μπο­­ροῦσε νά πράξει καί γιά τόν ἑαυτό του καί γιά τόν πλησίον του καί γιά τήν ἀνθρωπότητα ἐν γένει!
 Ἀλλά δυστυχῶς οἱ ἄνθρωποι –πλήν ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων– δέν ἐκτιμοῦμε τήν ἀξία τοῦ χρόνου γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς. Ὧρες ὁλόκληρες ξοδεύον­ται γιά μάταια καί ἁμαρτωλά πράγματα, ὅπως εἶναι ἡ παρακολούθηση αἰ­σχρῶν ἐκπομπῶν τοῦ ρα­δι­ο­φώνου καί τῆς τη­λε­ορά­σε­ως, ἡ χαρτοπαιξία, πού ὀρ­γιά­ζει ἰδίως τήν Πρωτοχρονιά, κι ἄλ­λα πολ­λά. Ἀλί­μο­νο! Γιά τόν διάβολο ὅ­λος ὁ χρόνος. Γιά τόν Χριστό; Οὔ­τε ἕ­να λε­πτό τῆς ὥρας!
 Οἱ μόνοι πού εἶναι σέ θέση νά ἐκτιμήσουν τήν ἀξία τοῦ χρόνου εἶ­­ναι οἱ ἄν­­θρωποι πού πέθαναν ἀμετανόητοι γιά ὅσα κακά ἔκαναν ἐδῶ στή γῆ καί τώ­ρα βρί­σκον­ται στόν ἄλλο κόσμο, πού δέν εἶ­ναι παραμύθι ἀλλ’ εἶναι μία σκληρή πραγματικότητα. Ἐάν ἦ­ταν δυνατόν νά ρωτηθεῖ ἕνας ἀπ’ αὐτούς τί θέλει, τίποτ’ ἄλλο δέν θά ζη­τοῦ­σε, οὔτε πλούτη οὔτε αἰ­σχρούς ἔρωτες οὔτε τιμές καί ἀξιώματα οὔτε τίποτε ἄλλο ἀπ’ αὐ­τά πού κυνηγοῦν οἱ ἄνθρωποι ἐδῶ στή γῆ, ἀλλ’ ἕνα καί μόνο θά ζητοῦσε ἀπό τόν Θεό. Ἕνα καί μόνο λεπτό τῆς ὥ­ρας! Ναί, ἕνα λε­πτό τῆς ὥ­ρας. Διότι καί ἕνα λε­πτό τῆς ὥ­ρας φθάνει γιά νά πεῖ ὁ ἁμαρτωλός ἕνα λόγο μετανοίας, σάν ἐ­κεῖνο πού εἶπε μέσα σ’ ἕνα λεπτό ὁ λη­στής στό σταυ­ρό: «Μνήσθητί μου, Κύ­ριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου».
 Χριστιανοί μου!
 Νέο ἔτος, νέα παράταση ζω­ῆς. Μή σπαταλᾶτε τό χρόνο σας. Μήν καῖτε τά λεπτά τοῦ χρόνου. Ὁ χρό­νος εἶναι ἀνεκτίμητος. Φεύγει καί δέν ἐπιστρέφει πιά. «Χρόνου φείδου»!

Ἐπίσκοπος
Αὐγουστῖνος Καντιώτης

Δευτέρα, 31 Δεκέμβριος 2018 02:00

Ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ

peritomi Τό πρῶτο μήνυμα τοῦ νέου ἔ­τους μᾶς τό προσφέρει ἡ Δε­σπο­τική γιορτή πού σημαδεύει τήν πρώτη ἡμέ­ρα τοῦ μήνα, ἡ Περιτομή τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μέ τήν γιορτή αὐ­τή τι­μοῦμε τό γεγονός ὅτι ὁ Κύριος ἐκ­πλήρωσε τόν νόμο καί πῆρε τό ὄνομα Ἰη­σοῦς, πού θά πεῖ Θεός-Σωτήρας.

 Οἱ θεοφώτιστοι Πατέρες μας διαβλέπουν στήν περιτομή τοῦ Κυ­ρίου τό μήνυμα τῆς ὑπακοῆς. Ὁ Χριστός περιτέμνεται, ὑφίσταται δηλαδή ἕνα τα­πεινωτικό πάθημα, ἐ­πώδυνο καί ἀπο­κρου­στικό, ὅπως εἶ­ναι ἡ περιτομή, γιά νά ὑπακούσει στόν νόμο, νά δηλώσει ὑπο­ταγή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἔστω κι ἄν αὐτός ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ δέν χρειάζεται οὔτε τό πάθημα νά ὑποστεῖ οὔτε τήν ὑποταγή νά δηλώσει. Καί ἐ­μεῖς, οἱ χριστιανοί του, ὅσοι «εἰς Χριστόν ἐβαπτί­σθη­μεν» καί «Χριστόν ἐνεδύθημεν» (Γα 3,27),μαθαίνουμε ὅτι ἔ­χου­με χρέος νά ὑ­πα­κοῦμε στόν νόμο τοῦ Θεοῦ, ὄχι κατά τήν λογική μας ἀλ­λά κατά τήν ἐντολή του, ἔστω κι ἄν φαίνεται πα­ράδοξη στόν κόσμο μας καί στίς συνή­θειές μας. Μι­μούμενοι τήν ὑ­πα­κοή τοῦ Χριστοῦ μποροῦμε χα­ρι­σμα­­τικά νά ἐλευθερωθοῦμε ἀ­πό τήν ἁ­μαρτία, τήν ὁποία Ἐκεῖνος δι­και­ω­μα­τι­κά κατήργησε ὑπακούοντας στόν νό­μο.

 Ἀλλά ἡ τελετουργία τῆς περιτο­μῆς, ὅπως πρωτοδόθηκε ἀπό τόν Θεό στόν Ἀβραάμ, δέν δήλωνε μό­νο τήν ὑπακοή τοῦ ἀνθρώπου. Φα­νέ­ρω­­νε κάτι πολύ σπουδαιότερο, τήν σχέ­­ση ἀ­πό­λυτης ἐμ­πι­στοσύνης πού τόν συν­δέ­ει μέ τόν Θε­­ό. Διό­­τι ἡ πε­ρι­τομή ἦταν τό ση­μάδι τοῦ Θε­οῦ πάνω στόν ἄνθρωπο, ἡ ἀπόδειξη ὅτι ἐκεῖνος ἀνήκει ὁλοκληρωτικά στόν Θεό. Αὐτή ἡ ἱερή σχέση δέν καταργεῖται μέ τήν κατάργηση τοῦ τύπου. Ἀπό τήν στιγμή πού περιτμήθηκε ὁ Χριστός, ὅλοι οἱ Χρι­στιανοί ὡς μέλη στό δικό του σῶμα εἴμαστε πλέον περιτετμημένοι στό ὄ­νο­μά του˙καί ἡ περιτομή ὡς σημάδι στήν σάρκα μας δέν μᾶς χρειάζεται. Μᾶς χρει­άζεται ὅμως ἡ ἀχειροποίητη περιτομή ὡς συνείδηση καί ὡς βίωμα μέσα στήν καρδιά μας, ὡς γεγονός μέσα στό εἶναι μας. Μᾶς χρειάζεται μία νοοτροπία πού θά ἀφαιρεῖ ἀπό τήν καρδιά μας τό θέλημα τοῦ κό­σμου καί θά κρα­τᾶ ζωντανό καί καθοδηγητικό στήν ζωή μας τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Αὐτή τήν ἀ­χει­ροποίητη περιτομή τήν παίρνουμε μέ τά μυ­στή­ρια τοῦ Βαπτίσματος καί τοῦ Χρίσματος καί τήν ἀνανεώνουμε μέ τό μυ­στήριο τῆς μετανοίας καί τῆς ἐξο­μολογήσεως.

 Γιορτάζοντας, λοιπόν, τήν περιτομή τοῦ Χριστοῦ, βιώνουμε τήν προσωπική μας πνευματική περιτομή. Ἀ­να­νε­ώ­νουμε τήν ἀπόφασή μας νά ἀνή­­­κουμε στόν Κύριο. Ἡ πεποίθηση ὅτι εἴ­μαστε δι­κοί του μᾶς σπρώχνει νά κάνουμε τό θέ­λη­μά του. Αὐτή εἶναι ἡ εὐχή καί ἡ προσ­ευχή μου γιά τόν καθένα μας, ἀ­δελ­φοί μου. Στήν νέα χρονιά νά πολιτευόμαστε κα­θημερινά ὡς ἄν­θρωποι τοῦ Θεοῦ!

Στέργιος Σάκκος

Ἀπολύτρωσις 65 (2010) 3

Παρασκευή, 26 Δεκέμβριος 2014 02:00

Ἱστορία καί μῦθος

  gennisi 1 Καθώς τό ἄστρο τῆς Βηθλεέμ ἀνατέλλει καί φέτος στόν κόσμο κι ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης προβάλλει λαμπρός μέσα στό στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας, διαφαίνονται καθάρα κάποιες σκιές, πού ξεπηδοῦν ἀπό τό χῶρο τοῦ σκότους καί ζητοῦν νά ἀμαυρώσουν τό φῶς. Χρησιμοποιοῦν τό ὄνομα τῆς ἐπιστήμης, γιά νά μᾶς ξεγελοῦν ἀποκρύπτοντας τίς δόλιες προθέσεις τους, καί φοροῦν τό ἔνδυμα τοῦ προοδευτισμοῦ, γιά νά μᾶς ἐντυπωσιάζουν φωσφορίζοντας μέ τήν ψεύτικη λάμψη τους. Τό ἀποτέλεσμα ὅμως δέν ἀφήνει καμία ἀμφιβολία· θολώνουν μέσα στίς καρδιές τῶν ἀδυνάτων τήν πίστη.
   Εἶναι οἱ θεωρίες πού χαρακτηρίζουν μῦθο τόν Χριστιανισμό, καί τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἕνα ἁπλό μυθολογικό θέμα, πού συναντᾶται παραλλαγμένο στίς θρησκευτικές παραδόσεις, δηλαδή στίς μυθολογίες, πολλῶν λαῶν. Εἶναι οἱ «ἐπιστημονικές» καί «κοινωνιολογικές» ἀπόψεις πού ἰσχυρίζονται ὅτι τό δόγμα τῆς Ἐκκλησίας δέν στηρίζεται στήν ἱστορία, στά γεγονότα πού ἔπραξε ὁ Θεάνθρωπος στή γῆ γιά τή σωτηρία μας, ἀλλά ὀφείλεται στίς δοξασίες τῶν μελῶν της, στίς πεποιθήσεις πού δημιούργησαν ἱκανοποιώντας τήν ἀνάγκη τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς νά ἐξηγήσει τή ζωή καί τόν θάνατο.
Ἔτσι, λένε ὅτι οἱ πρῶτοι χριστιανοί ὅλα ὅσα ἔνιωσαν γιά τή γέννηση ἑνός θεοῦ, πού θά τούς λύτρωνε ἀπό τήν κοινωνική, τήν ἠθική καί πνευματική ἀθλιότητα, τά ἀπέδωσαν στόν Ἰησοῦ, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νά ὑπῆρξε ὡς ἱστορικό πρόσωπο, πού ἐξιδανικεύθηκε ὅμως καί πῆρε τή μορφή τῶν προσδοκιῶν τους, ἤ μπορεῖ καί νά μήν ὑπῆρξε καθόλου, ἀλλά πλάστηκε καί ἔλαβε σκάρκα καί ὀστᾶ ἀπό τίς ἐπιθυμίες τους! Γιά νά κατευνάσουν δέ τά εὐλαβῆ πνεύματα, διευκρινίζουν ὅτι μῦθος δέν σημαίνει παραμύθι, ὅπως εἶναι οἱ λαϊκές φανταστικές διηγήσεις, ἀλλά σημαίνει μιά βιωμένη πραγματικότητα (Erlebnis), καί στή συγκεκριμένη περίπτωση ἐκεῖνα πού ἔζησε μία κοινότητα ἀνθρώπων στήν προσπάθειά της νά λύσει τά μυστήρια τοῦ κόσμου, ὄχι βέβαια στόν χῶρο τοῦ ἀντικειμένου, ἀλλά στόν χῶρο τοῦ ὑποκειμένου. Ἑπομένως, ὑποστηρίζουν, ὁ χαρακτηρισμός μῦθος δέν προσβάλλει τήν πίστη, ἀλλά ἀντίθετα τῆς δίνει διαστάσεις ὑπαρξιακές καί τήν προβάλλει ὡς μία ἀνώτερη μορφή ἀποκαλύψεως, τήν ἀναδεικνύει μία ἰσχυρή δύναμη ἱκανή νά δημιουργήσει ἱστορία. Ἐπιπλέον, ἡ πίστη ὡς μῦθος γίνεται εὐκολώτερα δεκτή ἀπό περισσότερους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι μποροῦν ἄνετα νά ἀνεχθοῦν ἕναν Χριστό πού ἔρχεται ὄχι γιά νά κρίνει τόν κόσμο μέ τή συγκεκριμένη παρουσία του, ἀλλά γιά νά ἀνταποκριθεῖ σέ μία ὑποκειμενική ἀναγκαιότητα μέ τό μυθικό του πρόσωπο.
   Πόσο ἀλλότρια εἶναι αὐτά τά πράγματα πρός τήν Ἐκκλησία καί πόσο ἀλλοτριώνουν τήν ἀληθινή πίστη μόλις εἶναι ἀναγκαῖο νά τό ποῦμε. Κατ’ ἀρχήν, μία τέτοιου εἴδους θεώρηση τῆς ὑποθέσεως τῆς σωτηρίας εἰσάγει μία ἄλλη μορφή εἰδωλολατρίας. Ὅπως τό ἐγώ τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν ἀχαλίνωτη φαντασία του φτιάχνει ψεύτικους θεούς, ἔτσι πάλι τό ἀνθρώπινο ἐγώ, μέ τά καταναγκαστικά βιώματά του, πλάθει τόν μῦθο τοῦ Σωτήρα. Ἔπειτα, μ’ αὐτόν τόν τρόπο τό οἰκοδόμημα τοῦ Χριστιανισμοῦ μετατίθεται πάνω σ’ ἕναν μῦθο, πού ἀκόμη κι ἄν δέν εἶναι παραμύθι, δέν παύει νά ἔχει τή σαθρότητα ἑνός ὑποκειμενικοῦ παράγοντος, εἴτε φαντασία τόν ὀνομάσουμε εἴτε ὑπαρξιακή λειτουργία εἴτε ὁμαδική συνείδηση. Βάση τῆς πίστεως, δηλαδή, παρουσιάζεται ἡ «ἐμπειρία», ἡ ὁποία ὁραματίζεται προφητεῖες καί συνθέτει μυθιστορίες. Ἡ πίστη μας, ὅμως, ἑδραιώνεται πάνω σέ γερά θεμέλια, φτιαγμένα ἀπό τήν ἀντικειμενική πραγματικότητα. Βάση της εἶναι ἡ ἱστορία· καί ὅταν λέμε ἱστορία, ἐννοοῦμε γεγονότα, πού συνέβησαν μέσα στόν χρόνο, ἐλέγχονται μέ τίς αἰσθήσεις καί ἐπικυρώνονται ἀπό ἀδιαμφισβήτητους μάρτυρες. Αὐτή ἡ ἱστορία ἐπαληθεύει τήν προφητεία καί καθώς εἶναι διαρκῶς μία παροῦσα πραγματικότητα, γεννᾶ σέ κάθε ἐποχή τήν ἐμπειρία στόν πιστό. Ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται ἡ μεγάλη διαφορά τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ μέ τίς μυθολογίες τῶν ἀνθρώπων. Ἡ θεία ἀποκάλυψη, πού ἐκφράζεται μέ ποικίλους τρόπους μέσα στήν ἀνθρώπινη ἱστορία, περιέχει πολλά στοιχεῖα ὑπερφυσικά καί ὑπέρλογα, δέν ἔχει ὅμως οὔτε ἴχνος ἀπό στοιχεῖα ἀνιστόρητα ἤ μυθικά.
   Πράγματι, μέσα σ’ ὅλη τήν ἁγία Γραφή, ἀκόμη καί στήν Παλαιά Διαθήκη, ἡ ὁποία γράφτηκε σέ περιόδους, ὅπου ὁ μῦθος εἶχε τήν πρωτεύουσα θέση, δέν ὑπάρχει οὔτε ἕνα δεῖγμα μύθου, μέ τήν ἔννοια μέ τήν ὁποία τόν ὁρίζουν οἱ κριτικοί της. Ἄν ἐξαιρέσουμε δύο ἤ τρεῖς -καί μόνο δύο ἤ τρεῖς- περιπτώσεις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, στίς ὁποῖες ἀναφέρονται πλαστές καί χαριτωμένες διηγήσεις, δέν βρίσκουμε τίποτε ἄλλο παρά σκέτη ἱστορία. Ἐπειδή, ὅμως, στήν ἱστορία αὐτή συνδιαλέγεται ὁ Θεός μέ τούς ἀνθρώπους καί οἱ ἄνθρωποι μέ τόν Θεό, καί συνυφαίνεται ἡ ἱστορία τῶν ἀνθρώπων μέ τήν ἱστορία τοῦ Θεοῦ, οἱ συγγραφεῖς, προκειμένου νά γίνουν κατανοητοί, χρησιμοποιοῦν ἀνθρωπομορφικές ἤ ἀνθρωποπαθεῖς ἐκφράσεις καί παραστάσεις. Ὅπως, δηλαδή, γιά νά συνεννοηθοῦμε μέ κάποιον, τοῦ ὁποίου δέν γνωρίζουμε τή γλῶσσα, χρησιμοποιοῦμε νεύματα, ἔτσι, γιά νά συνεννοηθεῖ ὁ Θεός μαζί μας, παρουσιάζεται σάν νά ἔχει χέρια, πόδια, μάτια κτλ., σάν νά ζηλοτυπεῖ, νά ὀργίζεται κ.ἄ. «Θεοπρεπῶς» νά ἐννοοῦνται αὐτά, συμβουλεύουν οἱ ἅγιοι πατέρες, καί ὄχι «ἀνθρωποπαθῶς».
   Ἐξάλλου, εἶναι ὁλοφάνερο καί ἀπό μία μόνο ἀνάγνωση τῆς Βίβλου ὅτι ἐκεῖνο πού σφοδρότατα καταπολεμᾶ ἡ Γραφή εἶναι ἡ εἰδωλολατρία καί μυθολογία. Πῶς εἶναι δυνατόν νά μάχεται μέ συμμάχους τούς ἐχθρούς της; Ἁρμόζει ἐδῶ ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἰησοῦ πρός ἐκείνους πού τοῦ ἔλεγαν ὅτι «ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τά δαιμόνια» (Μθ 12,24)· «Πᾶσα βασιλεία μερισθεῖσα καθ’ ἑαυτήν ἐρημοῦται, καί πᾶσα πόλις ἤ οἰκία μερισθεῖσα καθ’ ἑαυτήν οὐ σταθήσεται. Καί εἰ ὁ σατανᾶς τόν σατανᾶν ἐκβάλλει, ἐφ’ ἑαυτόν ἐμερίσθη· πῶς οὖν σταθήσεται ἡ βασιλεία αὐτοῦ;» (Μθ,25-26). Ἄν ὁρισμένα γεγονότα τῆς Γραφῆς φαίνονται ὑπερβολικά καί ἔξω ἀπό τή γνωστή φυσική τάξη, αὐτό ἀποτελεῖ θέμα σωστῆς ἑρμηνείας, φωτισμένου νοῦ καί ταπεινῆς καρδιᾶς.
   Ἀγνοοῦμε τίς συνθῆκες καί τίς περιστάσεις τοῦ χρόνου καί τοῦ τόπου στόν ὁποῖο διεξήχθησαν τά παρωχημένα γεγονότα, καί ἀδυνατοῦμε νά σταθμίσουμε τόν θεῖο παράγοντα, πού καθορίζει οὐσιαστικά τήν ἐξέλιξη τῆς ἱστορίας. Γιά ἕνα πρᾶγμα, ὅμως, μποροῦμε νά εἴμαστε βέβαιοι· ὅτι ὁ Θεός τῆς Γραφῆς εἶναι Θεός ζωντανός, πραγματικός, πού δίνει ἀμέτρητες μαρτυρίες τῆς ζωῆς καί τῆς παρουσίας του μέσα στόν κόσμο, δίπλα στόν ἄνθρωπο. Εἶναι ὁ Θεός πού ἀποκαλύπτει ὁ ἴδιος τόν ἑαυτό του ἀφήνοντας παντοῦ τά σημάδια του, καί ὄχι οἱ θεοί πού φτιάχνουν οἱ ἄνθρωποι προβάλλοντας τόν ἑαυτό τους σέ μυθικά πλάσματα.
   Ἕνα ἁπλό παράδειγμα ἀρκεῖ. Τό 1500 π.Χ. ὁ Μωϋσῆς γράφει ὅτι ὁ παντοδύναμος καί πάνσοφος Θεός δημιούργησε πρό ἀμνημονεύτων χρόνων τό σύμπαν. Τόν 7ο, 6ο καί 5ο ἀκόμη αἰ. π.Χ. ἡ μυθολογία λέει ὅτι μιά φορά κι ἕναν καιρό ἦταν ἕνας Οὐρανός καί μία Γῆ, πού παντρεύτηκαν καί γέννησαν τόν κόσμο. Στό πρῶτο κείμενο μιλᾶ ἡ ἀποκεκαλυμμένη Ἀλήθεια· στά ἄλλα παραληρεῖ ἡ φαντασία τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὅλοι οἱ λαοί βρίθουν ἀπό μύθους, οἱ ὁποῖοι μάλιστα περιστρέφονται γύρω ἀπό ὁρισμένα κοινά θέματα, ὅπως, γιά παράδειγμα, ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου. Καί εἶναι ὁπωσδήποτε ἐπιστημονικό καί ἀδιάβλητο συμπέρασμα ὅτι μέσα στήν ἀνθρώπινη ψυχή ὑπάρχουν ἀρχέτυπα, δηλαδή ἔννοιες καί εἰκόνες κληρονομημένες ἀπό τήν πρώτη ἀρχή τοῦ ἀνθρώπου, πού βρίσκουν διάφορη ἔκφραση στούς διάφορους λαούς. Ἀλλά εἶναι λάθος ὅτι ὁ Χριστιανισμός εἶναι κι αὐτός μία μυθική παραλλαγή. Ἄν στίς μυθολογίες τῶν λαῶν βρίσκεται κάποιος ἱστορικός πυρήνας, στή διδασκαλία τῆς Γραφῆς βρίσκεται ὁλόκληρη ἡ ἱστορία τῶν σχέσεων Θεοῦ καί ἀνθρώπων, ἁπλῆ καί ἀτόφια.
   Ἡ ἀνθρωπότητα ὅλη περίμενε ἕναν Λυτρωτή καί ἔπλαθε μύθους γιά τόν ἐρχομό του. Ἀλλά ὁ Λυτρωτής ἦλθε μέ ἕναν τρόπο πού κανείς δέν τόν φαντάσθηκε οὔτε μποροῦσε νά τόν φαντασθεῖ. Γεννήθηκε ἀθόρυβα ἀπό μία Παρθένο, ἄδοξος καί κατατρεγμένος, καί ἦταν τόσο τέλειος Θεός, ὅσο ἦταν καί τέλειος ἄνθρωπος. Τό χρονικό τῶν Χριστουγέννων, ὅπως τό διηγοῦνται οἱ εὐαγγελιστές, δίνει ἕνα ράπισμα στούς ἰσχυρισμούς τῶν μυθολογικῶν σχολῶν μέ τή φυσικότητα καί τή λιτότητά του. Ἀλλά καί ἡ πραγματικότητα τῶν καιρῶν μας προσφέρει τή δική της ἀποστομωτική ἀπάντηση. Διότι καί σήμερα ἡ ἀλύτρωτη ἀνθρωπότητα περιμένει ἕναν Σωτήρα καί πλάθει μύθους καί ἀναδεικνύει ἥρωες· ὁ μῦθος τῆς ἐπιστήμης, ὁ θρῦλος τῆς εἰρήνης καί τοῦ οἰκουμενισμοῦ, ὁ ἥρωας τραγουδιστής τῆς ρόκ, οἱ μαινάδες τοῦ σέξ, ὁ παράδεισος τῶν ναρκωτικῶν, ἡ λάμψη τῆς πολιτικῆς καί ἡ αἴγλη τῆς κουλτούρας, εἶναι ἀπομυθοποίηση τῶν πάντων καί αὐτῆς ἀκόμη τῆς ἀληθινῆς ἱστορίας. Ἀρνεῖται σήμερα ἡ ὑλιστική φιλοσοφία τῆς ἐποχῆς μας τόν Θεό. Ἀρνεῖται τό θαῦμα καί τό μυστήριο. Ἀρνεῖται τό σύμπαν ὅλο ὡς δημιούργημα τοῦ Θεοῦ καί χαρακτηρίζει μῦθο τίς θεόπνευστες ἀλήθειες τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Ἀλλά ὁ δικός της μῦθος τῆς ἀρνήσεως ἀπαιτεῖ πολύ μεγαλύτερη πίστη, γιά νά γίνει δεκτός, καί χρειάζεται αὐτός ὄντως ἀπομυθοποίηση, γιά νά δεῖ ἡ ἀνθρωπότητα τήν ἀλήθεια. Κι ἡ ἀλήθεια εἶναι ἁπλή καί σαφής· ὑπάρχει Λυτρωτής γιά ὅλους καί εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, πού ἔζησε ὡς τέλειος ἄνθρωπος μέσα στήν ἱστορία μας καί ἀποδείχθηκε τέλειος Θεός μέ τά μαρτυρημένα θαύματά του, μέ τήν ἅγια ζωή του καί πρό πάντων μέ τό ἱστορικό γεγονός τῆς ἀναστάσεώς του. Αὐτός εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Κύριός μας, εἶναι ὁ Ἐμμανουήλ, ὁ Θεός μαζί μας.

Στέργιος Σάκκος