Ποιός δέν ἀγαπᾶ τό κέρδος;
Tό κέρδος! Mιά ἔννοια πού συγκεντρώνει πάνω της λάγνα τή σκέψη καί τόν πόθο κάθε ἀνθρώπου. Ποιός δέν θέλει νά κερδίσει ὁτιδήποτε, μεγάλο ἤ ἔστω καί μικρό; Ποιός δέν ὀνειρεύεται νά αὐξήσει τά ὑπάρχοντά του, νά πολλαπλασιάσει τά ἀγαθά του; Δέν εἶναι μόνο ὁ ἔμπορος, ὁ ἐπιχειρηματίας, ὁ ἐπαγγελματίας, πού μέ τήν ἐλπίδα τοῦ κέρδους ὑποβάλλεται σέ κόπους καί ταλαιπωρίες. Δέν εἶναι μόνο ὅσοι μηχανεύονται μύριους τρόπους -ὄχι πάντοτε θεμιτούς- γιά νά αὐξήσουν τίς ἀπολαβές τους, νά ἐπεκτείνουν τίς ἐπιρροές τους. Ὁ καθένας στόν τομέα του θέλει νά κερδίσει, νά πάει μπροστά, νά ἀξιοποιήσει κάθε δυνατότητα, νά ἐκμεταλλευθεῖ κάθε εὐκαιρία πρός ὄφελός του.
Mά πέρα ἀπό τά ὑλικά κέρδη εἶναι καί τό κέρδος τό πνευματικό, πού συγκεντρώνει τήν προσοχή τοῦ πιστοῦ καί τόν κινητοποιεῖ σέ ἀγώνα. Ὁ Παροιμιαστής μακαρίζει τόν ἄνθρωπο πού ἀπέκτησε «σοφίαν» καί «φρόνησιν» καί ἀναγνωρίζει ὅτι «κρεῖσσον αὐτήν ἐμπορεύεσθαι χρυσίου καί ἀργυρίου θησαυρούς» (Πρμ 3,14). Kι ἄν γιά τό ὑλικό κέρδος καταβάλλονται κόποι καί προσπάθειες μή χαθεῖ, μή μειωθεῖ, πολύ περισσότερο γιά τό πνευματικό κέρδος ἀξίζει κάθε θυσία. Aὐτό συνιστᾶ καί ὁ λόγος τῆς ἁγίας Γραφῆς, ἐπίκαιρος πάντοτε καί ἰδιαίτερα στήν ἀρχή τῆς νέας χρονιᾶς πού μᾶς χαρίζει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Γράφει θεόπνευστα ὁ ἀπόστολος Παῦλος στούς χριστιανούς τῆς Ἐφέσου ἀλλά καί στούς πιστούς κάθε τόπου καί ἐποχῆς• «βλέπετε οὖν πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, μή ὡς ἄσοφοι ἀλλ’ ὡς σοφοί, ἐξαγοραζόμενοι τόν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσιν» (5,15).
Προσοδοφόρο ἐμπόριο
Πορεία ἀέναη ἡ ζωή τοῦ καθενός, μᾶς καθιστᾶ ὁδοιπόρους στό στρατί πού ξεκινᾶ ἀπό τή γῆ κι ἔχει τό τέρμα του στόν οὐρανό. Περνᾶ ὁ χρόνος, διαπιστώνουμε. Kαί στήν πραγματικότητα, ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι σάν διαβατάρικα πουλιά περνοῦμε, γερνοῦμε, φεύγουμε. Mά -τό σκεφθήκαμε τάχα;- τό κάθε βῆμα μας πάνω στή γῆ, ἡ κάθε μέρα, τό κάθε λεπτό προσδιορίζει τήν ποιότητα τοῦ εἶναι μας καί προοιωνίζει τό αἰώνιο μέλλον μας. Mέ ἐμποροπανήγυρη παρομοιάζουν οἱ Πατέρες τήν παροῦσα ζωή. «Ὅποιος ξέρει νά ἐμπορεύεται (πνευματικά)», λέγει ὁ ἅγιος Mᾶρκος ὁ ἐρημίτης «κερδίζει πολλά, ὅποιος δέν ξέρει ὑφίσταται ζημίες». Ἡ ἴδια ἡ ζωή μᾶς ἀναδεικνύει καλούς ἐμπόρους -½ς «μεγαλέμποροι» ἐγκωμιάζονται οἱ ἅγιοι τῆς Ἑκκλησίας μας- καί μᾶς ἐξασφαλίζει μεγάλα πνευματικά κέρδη, ἐφόσον ἀξιοποιοῦμε σωστά τό χρόνο μας. Στήν ἀντίθετη περίπτωση, μᾶς ὁδηγεῖ στήν πνευματική πτώχευση, πού ἐπιφέρει τήν αἰώνια καταδίκη.
«Πονηραί ἡμέραι»
Kεφάλαιο σπουδαῖο, ἱερό θά ἔλεγα, ὁ χρόνος. Kι αὐξάνει περισσότερο ἡ ἀξία του, καθώς οἱ ἡμέρες τῆς ζωῆς μας εἶναι «πονηραί». Ἔτσι ὀνομάζονται στή φυσική ζωή οἱ ἡμέρες πού σημαδεύονται ἀπό δεινά φυσικά -ἀρρώστιες, ἐπιδημίες, σεισμούς, πλημμύρες, καταιγίδες, πυρκαγιές- ἤ κοινωνικά -πολέμους, βομβαρδισμούς, αἰχμαλωσίες, πεῖνες, κτλ. Στήν πνευματική ζωή «πονηρές» λέγονται οἱ ἡμέρες πού ἐπηρεάζονται ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ πονηροῦ. Eἶναι οἱ ἡμέρες κατά τίς ὁποῖες ὁ σατανᾶς, «ὁ κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου» (Ἐφ 6,12), προβάλλει ἐμπόδια πολλαπλά, πειρασμούς καί κινδύνους πού ἀπειλοῦν τήν ψυχή καί τή σωτηρία τῶν πιστῶν. Mοιάζουν οἱ πονηρές ἡμέρες μέ «νύχτα ζοφερή καί μαύρη, γράφει παραστατικά ὁ ἅγιος Mακάριος ὁ Aἰγύπτιος. «Ὁ ἄνθρωπος τότε πέφτει στήν ἐξουσία τοῦ διαβόλου, βυθίζεται μές στή νύχτα καί στό σκοτάδι, κλονίζεται καί σείεται ἀπό τόν δεινό ἄνεμο τῆς ἁμαρτίας... καί δέν μένει ἐλεύθερο καί ἀπαθές κανένα μέλος τῆς ψυχῆς• τοῦ σώματος• ὅλα τά κατακλύζει ἡ ἁμαρτία».
Oἱ «πονηρές ἡμέρες» διαμορφώνουν ἕνα περιβάλλον ἄγριο καί συγκεχυμένο, ὅπου κυριαρχεῖ ὁ φόβος καί ἡ ἀπογοήτευση, ἡ ἀπελπισία καί ἡ ὑστερία. Tέτοια ἦταν ἡ πνευματική κατάσταση τῆς κοινωνίας τοῦ 1ου αἰ. μ.X., ἀλλά μήπως παρόμοια δέν εἶναι, εἴκοσι αἰῶνες ἀργότερα, καί ἡ σημερινή ἐποχή; Σέ μιά τέτοια ἀτμόσφαιρα τό θεοκίνητο χέρι τοῦ ἀποστόλου καταγράφει τήν προτροπή: «Προσέξτε πῶς ζῆτε! Ἐξαγοράστε τό χρόνο σας!».
Ἐμπορεύσου σοφά!
Ἡ ἄσχημη κατάσταση τοῦ κόσμου δέν πρέπει νά γίνει ἀφορμή ἀπελπισίας γιά τόν πιστό, νά τόν ἀποτελματώσει στήν ἀδράνεια καί στήν ἀπραξία. Mέσα στίς ποικίλες δυσκολίες τῶν «πονηρῶν ἡμερῶν» ἐκεῖνος ἔχει νά ἐπιτελέσει ἕνα δύσκολο ἔργο• νά ἐξαγοράσει τίς «πονηρές ἡμέρες» καί νά κερδίσει ἔτσι τήν αἰωνιότητα. Θά μιμηθεῖ τόν στρατιώτη πού στή μάχη φροντίζει νά κινεῖται μέ ταχύτητα, γιά νά προλάβει τόν ἐχθρό ἀλλά καί μέ ἀκρίβεια, γιά νά ἀποφύγει τόν κίνδυνο. Ἡ χριστιανική πίστη δέν εἶναι κάτι τό στατικό. Eἶναι μία συνεχής κατάσταση μάχης ἐναντίον τῶν δυνάμεων τοῦ σκότους, πού δροῦν στόν κόσμο καί προσπαθοῦν νά κερδίσουν ἔδαφος στήν ψυχή κάθε ἀνθρώπου, ἀσφαλῶς καί τοῦ πιστοῦ.
Ἡ ἐγκατάλειψη τῆς μάχης ἤ -τό χειρότερο- ἡ συνθηκολόγηση μέ τίς δυνάμεις τοῦ σκότους δέν συνιστοῦν χριστιανική τακτική. Mή ζῆτε «ὡς ἄσοφοι, ἀλλ᾽ ὡς σοφοί», παροτρύνει ὁ ἀπόστολος. Kαί σοφία σημαίνει τήν κατανόηση καί ἐφαρμογή τοῦ θείου θελήματος. Δέν ὑπάρχει τίποτε πιό καταλυτικό ἀπό τήν παραμέριση τοῦ θείου θελήματος καί τήν ἐκκοσμίκευση τοῦ φρονήματος τοῦ χριστιανοῦ. Aὐτό ἀπονευρώνει καί ἀπονεκρώνει κάθε πνευματική ἰκμάδα. Eἶναι ἡ μεγαλύτερη ζημία.
Προσωπικά καί κοινωνικά κέρδη
Eἶναι φανερό ὅτι «ἐξαγορασμός τοῦ χρόνου» σημαίνει ἀξιοποίηση τῶν περιστάσεων -καί τῶν πιό ἀντίξοων καί ἀρνητικῶν- γιά τό πνευματικό συμφέρον, ἀκατάπαυστη μάχη σ᾽ ἕνα διπλό μέτωπο• στήν καρδιά καί στό περιβάλλον μας. Kίνητρο, κριτήριο καί δύναμη στή διεξαγωγή αὐτῆς τῆς διπλῆς μάχης εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο βέβαια δέν ἐξαντλεῖται στά αὐστηρά θρησκευτικά καθήκοντά μας, ἀλλά ἔχει ρόλο ρυθμιστικό σέ ὅλες τίς ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς. Ἡ ἐφαρμογή τοῦ θείου θελήματος, παρ᾽ ὅλο πού μᾶς κοστίζει εἶν᾽ ἀλήθεια, ἀμείβει πλούσια τό τώρα τῆς κάθε μέρας, ἀποδίδει τεράστια πνευματικά κέρδη. Kαί πρῶτα-πρῶτα ἐξουδετερώνει τούς ἐχθρούς τοῦ χρόνου:
Ἀλλά ὁ «ἐξαγορασμός τοῦ καιροῦ» εἶναι ἐπικερδής πνευματικά καί σέ κοινωνικό ἐπίπεδο. Ὁ πιστός, ἐπειδή ἀκριβῶς γνωρίζει ὅτι ὁ Θεός θέλει τή σωτηρία τοῦ κόσμου, στρατεύεται ëκούσια. Τρέχει νά προλάβει νά κάνει κάτι γιά τή σωτηρία ἔστω καί μίας ψυχῆς. Ἔτσι καθίσταται συνεργός τοῦ Θεοῦ.
Θαρσεῖτε!
Ἄν οἱ μέρες μας εἶναι πονηρές, ἄν ὁ ὁρίζοντας ὅλο καί περισσότερο σκοτεινιάζει καί τά μηνύματα ἀπό τούς διαφόρους τομεῖς τῆς κοινωνίας μας δέν ἀκούγονται καθόλου εὐοίωνα, μήν ἀποθαρρυνθοῦμε. Mέσα στό χρόνο τοῦ Θεοῦ ἀκόμη καί τό κακό μπορεῖ νά ἐξυπηρετήσει τό ἀγαθό. Ξέρει ὁ Θεός νά σπέρνει καί ἐκεῖ ὅπου ὀργώνει ὁ διάβολος. ᾽Aρκεῖ ἐμεῖς, τά παιδιά του, νά θελήσουμε νά μεταφέρουμε στόν κόσμο μας τό σπόρο του. Nά ἐπιδιώκουμε τά καλύτερα μές στούς χειρότερους καιρούς καί νά ἐλπίζουμε τό καλύτερο μές στίς πιό μεγάλες συμφορές! Aὐτό νά εἶναι τό ἐμβατήριό μας, ὅταν οἱ μέρες εἶναι κακές. Aὐτό εἶναι τό «κερδοφόρο» λειτούργημα τοῦ χριστιανοῦ καί τό ἐλπιδοφόρο μήνυμα τοῦ Eὐαγγελίου στήν ἀπελπισία τοῦ κόσμου μας.
Στέργιος N. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 63 (2008) 4-6
Τώρα, ἀγαπητοί μου, τώρα πού ἕνα νέο ἔτος ἀνατέλλει στόν ὁρίζοντα τῆς ἀνθρωπότητος, ἄς κάνουμε μερικές σκέψεις.
Ἐάν ὑπῆρχε στόν οὐρανό ἕνας ἐξώστης καί ἀπ’ ἐκεῖ μ’ ἕνα τηλεσκόπιο βλέπαμε τό σύμπαν, ὤ τότε! Τό θέαμα πού θά παρουσιαζόταν στά μάτια μας θά ἦταν καταπληκτικό. Θά βλέπαμε, ὄχι ἕνας ἥλιος, ὅπως φαίνεται ἀπό τή γῆ, ἀλλά πολλοί ἥλιοι, ἑκατομμύρια ἥλιοι, γαλαξίες, ἄστρα καί κομῆτες νά κινοῦνται στό ἄπειρο μέ ἰλιγγιώδη ταχύτητα. Ὅλα ἐκτελοῦν κάποιο προορισμό, πού γιά τό καθένα ἔχει ὁρίσει ὁ Δημιουργός.
Ναί! Ὅλα, ἀπό τά πιό μικρά ἕως τά πιό μεγάλα, ὅλα ἔχουν προορισμό. Τίποτε δέν εἶναι τυχαῖο, τίποτε δέν εἶναι ἄσκοπο. Καί ὁ ἄνθρωπος, ἐρωτᾶται, ὁ ἄνθρωπος πού εἶναι ἡ κορωνίδα τῆς δημιουργίας δέν ἔχει προορισμό; Ἡ λογική μᾶς ὑποχρεώνει νά παραδεχθοῦμε ὅτι καί ὁ ἄνθρωπος ἔχει προορισμό. Ποιός δέ εἶναι ὁ προορισμός τοῦ ἀνθρώπου; Ἀπαντᾶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἡ ἁγία Γραφή. Προορισμός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τό κατ’ εἰκόνα Θεοῦ νά τό κάνει καθ’ ὁμοίωσιν. Νά ἐξυψωθεῖ, νά μοιάσει μέ τόν Θεό. Ὁ προορισμός τοῦ ἀνθρώπου μέ μία λέξη, ὅπως λένε οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἡ θέωση. Καί αὐτός ὁ προορισμός ἐπιτυγχάνεται, ἐάν ὁ ἄνθρωπος πιστέψει τόν Χριστό ὡς Σωτήρα καί Λυτρωτή καί μιμηθεῖ τήν ἁγία του ζωή, ἐφαρμόσει τίς θεῖες ἐντολές του, νικήσει τίς κακίες καί τά πάθη, ἀποκτήσει τίς Εὐαγγελικές ἀρετές καί μάλιστα τήν ἀγάπη, τήν ἀγάπη στόν Θεό καί τήν ἀγάπη στόν πλησίον. Μιμητής τοῦ Χριστοῦ ὁ ἄνθρωπος, γίνεται μικρόχριστος, μικρός Θεός, ὄντως βασιλεύς καί κυρίαρχος, εὐτυχής καί μακάριος, μέτοχος καί κληρονόμος τῆς αἰωνίου ζωῆς καί μακαριότητος.
Ναί! Αὐτός εἶναι ὁ προορισμός τοῦ ἀνθρώπου. Μεγάλος καί ὑψηλός. Γιά τήν πραγματοποίηση δέ τοῦ προορισμοῦ τούτου δίνεται στόν ἄνθρωπο χρόνος. Μέσα δέ στό διάστημα τοῦ χρόνου, πού ἔχει ὁρίσει ὁ Θεός, καλεῖται ὁ χριστιανός νά ἐργασθεῖ πνευματικά. Ἔτσι ὁ χρόνος ἀξιοποιεῖται.
Ἀλλά γίνεται ἀπ’ ὅλους ἡ ἀξιοποίηση καί ἐκμετάλλευση τοῦ χρόνου ὅπως θέλει ὁ Χριστός πού συνέστησε μία ἀδιάλειπτη πνευματική ἐργασία γιά τήν ἠθική τελειοποίησή μας, γιά τήν ἐπιτυχία τοῦ προορισμοῦ μας; Δυστυχῶς τό μεγαλύτερο μέρος τῶν ἀνθρώπων δέν κάνουμε καλή χρήση τοῦ χρόνου πού μᾶς δίνει ὁ Θεός. Μεριμνοῦμε καί τυρβάζουμε περί πολλά, ἐνῶ ἑνός ἐστι χρεία. Τό δέ ἕνα αὐτό εἶναι ὁ Χριστός, τό νά πιστέψουμε δηλαδή στό λόγο του καί νά ζήσουμε σύμφωνα μέ τίς θεῖες ἐντολές του.
Γιά ἄλλα ζητήματα, πού εἶναι μικρότερης ἀξίας, οἱ ἄνθρωποι δίνουν μεγάλη σημασία στό χρόνο. Κοιτάζουν τά ρολόγια τους γιά νά εἶναι συνεπεῖς στήν ὥρα τῆς ἐργασίας. Μετροῦν καί τά λεπτά τῆς ὥρας ἀκόμη. Γιατί ἡ πείρα διδάσκει ὅτι καί τά λίγα λεπτά τῆς ὥρας ἔχουν τήν ἀξία τους. Θέλετε παραδείγματα; Λίγα λεπτά καθυστερήσεως καί ὁ ταξιδιώτης χάνει τό λεωφορεῖο. Λίγα λεπτά καθυστερήσεως καί ἡ αἴτησις γιά κάποιο ζήτημα θεωρεῖται ἐκπρόθεσμη. Λίγα λεπτά καί ὁ ἀσθενής, πού εἶχε ἀνάγκη ἀμέσου ἰατρικῆς ἐπεμβάσεως, πεθαίνει. Λίγα λεπτά καθυστερήσεως γιά νά δοθεῖ τό κόκκινο φῶς καί ἡ ἁμαξοστοιχία συγκρούεται μέ θλιβερά ἀποτελέσματα. Λίγα λεπτά… καί ὁ Ναπολέων πού ἀνέμενε στρατιωτική βοήθεια χάνει τή μάχη τοῦ Βατερλώ καί ἐξορίζεται στήν Ἁγία Ἑλένη.
Ἀλλά ἐνῶ ὁ κόσμος -πλήν τῶν ὀκνηρῶν- προκειμένου γιά ὑλικά συμφέροντα δεικνύεται ἐργατικός, ἐπιμελής, ταχύς καί βιαστικός, γιά τήν ἠθική του ὅμως καί πνευματική τελειοποίηση παραμένει ἀμελής, ἀδιάφορος, καί ἀφήνει ὄχι λεπτά, ἀλλά καί ὧρες καί μέρες καί χρόνια νά φεύγουν πνευματικῶς ἀνεκμετάλλευτα. Κυνηγός σκιῶν καί ὄχι τῆς πραγματικότητος.
Ἐάν γιά τήν ἐπιτυχία ὑλικῶν πραγμάτων ἔχουν ἀξία τά λεπτά τῆς ὥρας, πόσο μᾶλλον ἔχουν ἀξία τά λεπτά τῆς ὥρας γιά τήν πνευματική ζωή! Πόσα μποροῦμε νά πράξουμε κατά τό διάστημα τοῦ χρόνου! Ἀκριβής ἐκτέλεση τῶν καθηκόντων, ἱερές σκέψεις, θερμές προσευχές, εἰλικρινής μετάνοια καί ἐξομολόγηση, ἀνάγνωση Εὐαγγελίου, ἀκρόαση κηρυγμάτων, κατανυκτικός ἐκκλησιασμός, ἐπίσκεψη ἀσθενῶν, βοήθεια πασχόντων ἀδελφῶν, διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου… Νά μέ τί μποροῦμε νά πλουτίσουμε τό χρόνο τῆς ζωῆς μας καί νά γίνουμε πλούσιοι, πνευματικῶς μεγαλέμποροι, σύμφωνα μέ τή θεόπνευστη προτροπή τοῦ ἀποστόλου Παύλου, πού λέει˙ «Ἀδελφοί, βλέπετε οὖν πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, μή ὡς ἄσοφοι ἀλλ᾽ ὡς σοφοί, ἐξαγοραζόμενοι τόν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι» (Ἐφ 5,15-16).
Ὤ, πόσο πολύτιμος εἶναι ὁ χρόνος γιά τή σωτηρία τῆς ἀθάνατης ψυχῆς μας! Ἕνας ἄνθρωπος, πού ζῆ 70 χρόνια ἐδῶ στόν πλανήτη μας, ἐάν ὁ χρόνος αὐτός μετρηθεῖ σέ λεπτά τῆς ὥρας, θά δοῦμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἔζησε 36.792.000 λεπτά. Ἔζησε ἑκατομμύρια λεπτά! Ὤ, πόσα καλά θά μποροῦσε νά πράξει καί γιά τόν ἑαυτό του καί γιά τόν πλησίον του καί γιά τήν ἀνθρωπότητα ἐν γένει!
Ἀλλά δυστυχῶς οἱ ἄνθρωποι –πλήν ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων– δέν ἐκτιμοῦμε τήν ἀξία τοῦ χρόνου γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς. Ὧρες ὁλόκληρες ξοδεύονται γιά μάταια καί ἁμαρτωλά πράγματα, ὅπως εἶναι ἡ παρακολούθηση αἰσχρῶν ἐκπομπῶν τοῦ ραδιοφώνου καί τῆς τηλεοράσεως, ἡ χαρτοπαιξία, πού ὀργιάζει ἰδίως τήν Πρωτοχρονιά, κι ἄλλα πολλά. Ἀλίμονο! Γιά τόν διάβολο ὅλος ὁ χρόνος. Γιά τόν Χριστό; Οὔτε ἕνα λεπτό τῆς ὥρας!
Οἱ μόνοι πού εἶναι σέ θέση νά ἐκτιμήσουν τήν ἀξία τοῦ χρόνου εἶναι οἱ ἄνθρωποι πού πέθαναν ἀμετανόητοι γιά ὅσα κακά ἔκαναν ἐδῶ στή γῆ καί τώρα βρίσκονται στόν ἄλλο κόσμο, πού δέν εἶναι παραμύθι ἀλλ’ εἶναι μία σκληρή πραγματικότητα. Ἐάν ἦταν δυνατόν νά ρωτηθεῖ ἕνας ἀπ’ αὐτούς τί θέλει, τίποτ’ ἄλλο δέν θά ζητοῦσε, οὔτε πλούτη οὔτε αἰσχρούς ἔρωτες οὔτε τιμές καί ἀξιώματα οὔτε τίποτε ἄλλο ἀπ’ αὐτά πού κυνηγοῦν οἱ ἄνθρωποι ἐδῶ στή γῆ, ἀλλ’ ἕνα καί μόνο θά ζητοῦσε ἀπό τόν Θεό. Ἕνα καί μόνο λεπτό τῆς ὥρας! Ναί, ἕνα λεπτό τῆς ὥρας. Διότι καί ἕνα λεπτό τῆς ὥρας φθάνει γιά νά πεῖ ὁ ἁμαρτωλός ἕνα λόγο μετανοίας, σάν ἐκεῖνο πού εἶπε μέσα σ’ ἕνα λεπτό ὁ ληστής στό σταυρό: «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου».
Χριστιανοί μου!
Νέο ἔτος, νέα παράταση ζωῆς. Μή σπαταλᾶτε τό χρόνο σας. Μήν καῖτε τά λεπτά τοῦ χρόνου. Ὁ χρόνος εἶναι ἀνεκτίμητος. Φεύγει καί δέν ἐπιστρέφει πιά. «Χρόνου φείδου»!
Ἐπίσκοπος
Αὐγουστῖνος Καντιώτης
Τό πρῶτο μήνυμα τοῦ νέου ἔτους μᾶς τό προσφέρει ἡ Δεσποτική γιορτή πού σημαδεύει τήν πρώτη ἡμέρα τοῦ μήνα, ἡ Περιτομή τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μέ τήν γιορτή αὐτή τιμοῦμε τό γεγονός ὅτι ὁ Κύριος ἐκπλήρωσε τόν νόμο καί πῆρε τό ὄνομα Ἰησοῦς, πού θά πεῖ Θεός-Σωτήρας.
Οἱ θεοφώτιστοι Πατέρες μας διαβλέπουν στήν περιτομή τοῦ Κυρίου τό μήνυμα τῆς ὑπακοῆς. Ὁ Χριστός περιτέμνεται, ὑφίσταται δηλαδή ἕνα ταπεινωτικό πάθημα, ἐπώδυνο καί ἀποκρουστικό, ὅπως εἶναι ἡ περιτομή, γιά νά ὑπακούσει στόν νόμο, νά δηλώσει ὑποταγή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἔστω κι ἄν αὐτός ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ δέν χρειάζεται οὔτε τό πάθημα νά ὑποστεῖ οὔτε τήν ὑποταγή νά δηλώσει. Καί ἐμεῖς, οἱ χριστιανοί του, ὅσοι «εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθημεν» καί «Χριστόν ἐνεδύθημεν» (Γα 3,27),μαθαίνουμε ὅτι ἔχουμε χρέος νά ὑπακοῦμε στόν νόμο τοῦ Θεοῦ, ὄχι κατά τήν λογική μας ἀλλά κατά τήν ἐντολή του, ἔστω κι ἄν φαίνεται παράδοξη στόν κόσμο μας καί στίς συνήθειές μας. Μιμούμενοι τήν ὑπακοή τοῦ Χριστοῦ μποροῦμε χαρισματικά νά ἐλευθερωθοῦμε ἀπό τήν ἁμαρτία, τήν ὁποία Ἐκεῖνος δικαιωματικά κατήργησε ὑπακούοντας στόν νόμο.
Ἀλλά ἡ τελετουργία τῆς περιτομῆς, ὅπως πρωτοδόθηκε ἀπό τόν Θεό στόν Ἀβραάμ, δέν δήλωνε μόνο τήν ὑπακοή τοῦ ἀνθρώπου. Φανέρωνε κάτι πολύ σπουδαιότερο, τήν σχέση ἀπόλυτης ἐμπιστοσύνης πού τόν συνδέει μέ τόν Θεό. Διότι ἡ περιτομή ἦταν τό σημάδι τοῦ Θεοῦ πάνω στόν ἄνθρωπο, ἡ ἀπόδειξη ὅτι ἐκεῖνος ἀνήκει ὁλοκληρωτικά στόν Θεό. Αὐτή ἡ ἱερή σχέση δέν καταργεῖται μέ τήν κατάργηση τοῦ τύπου. Ἀπό τήν στιγμή πού περιτμήθηκε ὁ Χριστός, ὅλοι οἱ Χριστιανοί ὡς μέλη στό δικό του σῶμα εἴμαστε πλέον περιτετμημένοι στό ὄνομά του˙καί ἡ περιτομή ὡς σημάδι στήν σάρκα μας δέν μᾶς χρειάζεται. Μᾶς χρειάζεται ὅμως ἡ ἀχειροποίητη περιτομή ὡς συνείδηση καί ὡς βίωμα μέσα στήν καρδιά μας, ὡς γεγονός μέσα στό εἶναι μας. Μᾶς χρειάζεται μία νοοτροπία πού θά ἀφαιρεῖ ἀπό τήν καρδιά μας τό θέλημα τοῦ κόσμου καί θά κρατᾶ ζωντανό καί καθοδηγητικό στήν ζωή μας τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Αὐτή τήν ἀχειροποίητη περιτομή τήν παίρνουμε μέ τά μυστήρια τοῦ Βαπτίσματος καί τοῦ Χρίσματος καί τήν ἀνανεώνουμε μέ τό μυστήριο τῆς μετανοίας καί τῆς ἐξομολογήσεως.
Γιορτάζοντας, λοιπόν, τήν περιτομή τοῦ Χριστοῦ, βιώνουμε τήν προσωπική μας πνευματική περιτομή. Ἀνανεώνουμε τήν ἀπόφασή μας νά ἀνήκουμε στόν Κύριο. Ἡ πεποίθηση ὅτι εἴμαστε δικοί του μᾶς σπρώχνει νά κάνουμε τό θέλημά του. Αὐτή εἶναι ἡ εὐχή καί ἡ προσευχή μου γιά τόν καθένα μας, ἀδελφοί μου. Στήν νέα χρονιά νά πολιτευόμαστε καθημερινά ὡς ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ!
Στέργιος Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 65 (2010) 3
Καθώς τό ἄστρο τῆς Βηθλεέμ ἀνατέλλει καί φέτος στόν κόσμο κι ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης προβάλλει λαμπρός μέσα στό στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας, διαφαίνονται καθάρα κάποιες σκιές, πού ξεπηδοῦν ἀπό τό χῶρο τοῦ σκότους καί ζητοῦν νά ἀμαυρώσουν τό φῶς. Χρησιμοποιοῦν τό ὄνομα τῆς ἐπιστήμης, γιά νά μᾶς ξεγελοῦν ἀποκρύπτοντας τίς δόλιες προθέσεις τους, καί φοροῦν τό ἔνδυμα τοῦ προοδευτισμοῦ, γιά νά μᾶς ἐντυπωσιάζουν φωσφορίζοντας μέ τήν ψεύτικη λάμψη τους. Τό ἀποτέλεσμα ὅμως δέν ἀφήνει καμία ἀμφιβολία· θολώνουν μέσα στίς καρδιές τῶν ἀδυνάτων τήν πίστη.
Εἶναι οἱ θεωρίες πού χαρακτηρίζουν μῦθο τόν Χριστιανισμό, καί τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἕνα ἁπλό μυθολογικό θέμα, πού συναντᾶται παραλλαγμένο στίς θρησκευτικές παραδόσεις, δηλαδή στίς μυθολογίες, πολλῶν λαῶν. Εἶναι οἱ «ἐπιστημονικές» καί «κοινωνιολογικές» ἀπόψεις πού ἰσχυρίζονται ὅτι τό δόγμα τῆς Ἐκκλησίας δέν στηρίζεται στήν ἱστορία, στά γεγονότα πού ἔπραξε ὁ Θεάνθρωπος στή γῆ γιά τή σωτηρία μας, ἀλλά ὀφείλεται στίς δοξασίες τῶν μελῶν της, στίς πεποιθήσεις πού δημιούργησαν ἱκανοποιώντας τήν ἀνάγκη τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς νά ἐξηγήσει τή ζωή καί τόν θάνατο.
Ἔτσι, λένε ὅτι οἱ πρῶτοι χριστιανοί ὅλα ὅσα ἔνιωσαν γιά τή γέννηση ἑνός θεοῦ, πού θά τούς λύτρωνε ἀπό τήν κοινωνική, τήν ἠθική καί πνευματική ἀθλιότητα, τά ἀπέδωσαν στόν Ἰησοῦ, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νά ὑπῆρξε ὡς ἱστορικό πρόσωπο, πού ἐξιδανικεύθηκε ὅμως καί πῆρε τή μορφή τῶν προσδοκιῶν τους, ἤ μπορεῖ καί νά μήν ὑπῆρξε καθόλου, ἀλλά πλάστηκε καί ἔλαβε σκάρκα καί ὀστᾶ ἀπό τίς ἐπιθυμίες τους! Γιά νά κατευνάσουν δέ τά εὐλαβῆ πνεύματα, διευκρινίζουν ὅτι μῦθος δέν σημαίνει παραμύθι, ὅπως εἶναι οἱ λαϊκές φανταστικές διηγήσεις, ἀλλά σημαίνει μιά βιωμένη πραγματικότητα (Erlebnis), καί στή συγκεκριμένη περίπτωση ἐκεῖνα πού ἔζησε μία κοινότητα ἀνθρώπων στήν προσπάθειά της νά λύσει τά μυστήρια τοῦ κόσμου, ὄχι βέβαια στόν χῶρο τοῦ ἀντικειμένου, ἀλλά στόν χῶρο τοῦ ὑποκειμένου. Ἑπομένως, ὑποστηρίζουν, ὁ χαρακτηρισμός μῦθος δέν προσβάλλει τήν πίστη, ἀλλά ἀντίθετα τῆς δίνει διαστάσεις ὑπαρξιακές καί τήν προβάλλει ὡς μία ἀνώτερη μορφή ἀποκαλύψεως, τήν ἀναδεικνύει μία ἰσχυρή δύναμη ἱκανή νά δημιουργήσει ἱστορία. Ἐπιπλέον, ἡ πίστη ὡς μῦθος γίνεται εὐκολώτερα δεκτή ἀπό περισσότερους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι μποροῦν ἄνετα νά ἀνεχθοῦν ἕναν Χριστό πού ἔρχεται ὄχι γιά νά κρίνει τόν κόσμο μέ τή συγκεκριμένη παρουσία του, ἀλλά γιά νά ἀνταποκριθεῖ σέ μία ὑποκειμενική ἀναγκαιότητα μέ τό μυθικό του πρόσωπο.
Πόσο ἀλλότρια εἶναι αὐτά τά πράγματα πρός τήν Ἐκκλησία καί πόσο ἀλλοτριώνουν τήν ἀληθινή πίστη μόλις εἶναι ἀναγκαῖο νά τό ποῦμε. Κατ’ ἀρχήν, μία τέτοιου εἴδους θεώρηση τῆς ὑποθέσεως τῆς σωτηρίας εἰσάγει μία ἄλλη μορφή εἰδωλολατρίας. Ὅπως τό ἐγώ τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν ἀχαλίνωτη φαντασία του φτιάχνει ψεύτικους θεούς, ἔτσι πάλι τό ἀνθρώπινο ἐγώ, μέ τά καταναγκαστικά βιώματά του, πλάθει τόν μῦθο τοῦ Σωτήρα. Ἔπειτα, μ’ αὐτόν τόν τρόπο τό οἰκοδόμημα τοῦ Χριστιανισμοῦ μετατίθεται πάνω σ’ ἕναν μῦθο, πού ἀκόμη κι ἄν δέν εἶναι παραμύθι, δέν παύει νά ἔχει τή σαθρότητα ἑνός ὑποκειμενικοῦ παράγοντος, εἴτε φαντασία τόν ὀνομάσουμε εἴτε ὑπαρξιακή λειτουργία εἴτε ὁμαδική συνείδηση. Βάση τῆς πίστεως, δηλαδή, παρουσιάζεται ἡ «ἐμπειρία», ἡ ὁποία ὁραματίζεται προφητεῖες καί συνθέτει μυθιστορίες. Ἡ πίστη μας, ὅμως, ἑδραιώνεται πάνω σέ γερά θεμέλια, φτιαγμένα ἀπό τήν ἀντικειμενική πραγματικότητα. Βάση της εἶναι ἡ ἱστορία· καί ὅταν λέμε ἱστορία, ἐννοοῦμε γεγονότα, πού συνέβησαν μέσα στόν χρόνο, ἐλέγχονται μέ τίς αἰσθήσεις καί ἐπικυρώνονται ἀπό ἀδιαμφισβήτητους μάρτυρες. Αὐτή ἡ ἱστορία ἐπαληθεύει τήν προφητεία καί καθώς εἶναι διαρκῶς μία παροῦσα πραγματικότητα, γεννᾶ σέ κάθε ἐποχή τήν ἐμπειρία στόν πιστό. Ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται ἡ μεγάλη διαφορά τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ μέ τίς μυθολογίες τῶν ἀνθρώπων. Ἡ θεία ἀποκάλυψη, πού ἐκφράζεται μέ ποικίλους τρόπους μέσα στήν ἀνθρώπινη ἱστορία, περιέχει πολλά στοιχεῖα ὑπερφυσικά καί ὑπέρλογα, δέν ἔχει ὅμως οὔτε ἴχνος ἀπό στοιχεῖα ἀνιστόρητα ἤ μυθικά.
Πράγματι, μέσα σ’ ὅλη τήν ἁγία Γραφή, ἀκόμη καί στήν Παλαιά Διαθήκη, ἡ ὁποία γράφτηκε σέ περιόδους, ὅπου ὁ μῦθος εἶχε τήν πρωτεύουσα θέση, δέν ὑπάρχει οὔτε ἕνα δεῖγμα μύθου, μέ τήν ἔννοια μέ τήν ὁποία τόν ὁρίζουν οἱ κριτικοί της. Ἄν ἐξαιρέσουμε δύο ἤ τρεῖς -καί μόνο δύο ἤ τρεῖς- περιπτώσεις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, στίς ὁποῖες ἀναφέρονται πλαστές καί χαριτωμένες διηγήσεις, δέν βρίσκουμε τίποτε ἄλλο παρά σκέτη ἱστορία. Ἐπειδή, ὅμως, στήν ἱστορία αὐτή συνδιαλέγεται ὁ Θεός μέ τούς ἀνθρώπους καί οἱ ἄνθρωποι μέ τόν Θεό, καί συνυφαίνεται ἡ ἱστορία τῶν ἀνθρώπων μέ τήν ἱστορία τοῦ Θεοῦ, οἱ συγγραφεῖς, προκειμένου νά γίνουν κατανοητοί, χρησιμοποιοῦν ἀνθρωπομορφικές ἤ ἀνθρωποπαθεῖς ἐκφράσεις καί παραστάσεις. Ὅπως, δηλαδή, γιά νά συνεννοηθοῦμε μέ κάποιον, τοῦ ὁποίου δέν γνωρίζουμε τή γλῶσσα, χρησιμοποιοῦμε νεύματα, ἔτσι, γιά νά συνεννοηθεῖ ὁ Θεός μαζί μας, παρουσιάζεται σάν νά ἔχει χέρια, πόδια, μάτια κτλ., σάν νά ζηλοτυπεῖ, νά ὀργίζεται κ.ἄ. «Θεοπρεπῶς» νά ἐννοοῦνται αὐτά, συμβουλεύουν οἱ ἅγιοι πατέρες, καί ὄχι «ἀνθρωποπαθῶς».
Ἐξάλλου, εἶναι ὁλοφάνερο καί ἀπό μία μόνο ἀνάγνωση τῆς Βίβλου ὅτι ἐκεῖνο πού σφοδρότατα καταπολεμᾶ ἡ Γραφή εἶναι ἡ εἰδωλολατρία καί μυθολογία. Πῶς εἶναι δυνατόν νά μάχεται μέ συμμάχους τούς ἐχθρούς της; Ἁρμόζει ἐδῶ ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἰησοῦ πρός ἐκείνους πού τοῦ ἔλεγαν ὅτι «ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τά δαιμόνια» (Μθ 12,24)· «Πᾶσα βασιλεία μερισθεῖσα καθ’ ἑαυτήν ἐρημοῦται, καί πᾶσα πόλις ἤ οἰκία μερισθεῖσα καθ’ ἑαυτήν οὐ σταθήσεται. Καί εἰ ὁ σατανᾶς τόν σατανᾶν ἐκβάλλει, ἐφ’ ἑαυτόν ἐμερίσθη· πῶς οὖν σταθήσεται ἡ βασιλεία αὐτοῦ;» (Μθ,25-26). Ἄν ὁρισμένα γεγονότα τῆς Γραφῆς φαίνονται ὑπερβολικά καί ἔξω ἀπό τή γνωστή φυσική τάξη, αὐτό ἀποτελεῖ θέμα σωστῆς ἑρμηνείας, φωτισμένου νοῦ καί ταπεινῆς καρδιᾶς.
Ἀγνοοῦμε τίς συνθῆκες καί τίς περιστάσεις τοῦ χρόνου καί τοῦ τόπου στόν ὁποῖο διεξήχθησαν τά παρωχημένα γεγονότα, καί ἀδυνατοῦμε νά σταθμίσουμε τόν θεῖο παράγοντα, πού καθορίζει οὐσιαστικά τήν ἐξέλιξη τῆς ἱστορίας. Γιά ἕνα πρᾶγμα, ὅμως, μποροῦμε νά εἴμαστε βέβαιοι· ὅτι ὁ Θεός τῆς Γραφῆς εἶναι Θεός ζωντανός, πραγματικός, πού δίνει ἀμέτρητες μαρτυρίες τῆς ζωῆς καί τῆς παρουσίας του μέσα στόν κόσμο, δίπλα στόν ἄνθρωπο. Εἶναι ὁ Θεός πού ἀποκαλύπτει ὁ ἴδιος τόν ἑαυτό του ἀφήνοντας παντοῦ τά σημάδια του, καί ὄχι οἱ θεοί πού φτιάχνουν οἱ ἄνθρωποι προβάλλοντας τόν ἑαυτό τους σέ μυθικά πλάσματα.
Ἕνα ἁπλό παράδειγμα ἀρκεῖ. Τό 1500 π.Χ. ὁ Μωϋσῆς γράφει ὅτι ὁ παντοδύναμος καί πάνσοφος Θεός δημιούργησε πρό ἀμνημονεύτων χρόνων τό σύμπαν. Τόν 7ο, 6ο καί 5ο ἀκόμη αἰ. π.Χ. ἡ μυθολογία λέει ὅτι μιά φορά κι ἕναν καιρό ἦταν ἕνας Οὐρανός καί μία Γῆ, πού παντρεύτηκαν καί γέννησαν τόν κόσμο. Στό πρῶτο κείμενο μιλᾶ ἡ ἀποκεκαλυμμένη Ἀλήθεια· στά ἄλλα παραληρεῖ ἡ φαντασία τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὅλοι οἱ λαοί βρίθουν ἀπό μύθους, οἱ ὁποῖοι μάλιστα περιστρέφονται γύρω ἀπό ὁρισμένα κοινά θέματα, ὅπως, γιά παράδειγμα, ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου. Καί εἶναι ὁπωσδήποτε ἐπιστημονικό καί ἀδιάβλητο συμπέρασμα ὅτι μέσα στήν ἀνθρώπινη ψυχή ὑπάρχουν ἀρχέτυπα, δηλαδή ἔννοιες καί εἰκόνες κληρονομημένες ἀπό τήν πρώτη ἀρχή τοῦ ἀνθρώπου, πού βρίσκουν διάφορη ἔκφραση στούς διάφορους λαούς. Ἀλλά εἶναι λάθος ὅτι ὁ Χριστιανισμός εἶναι κι αὐτός μία μυθική παραλλαγή. Ἄν στίς μυθολογίες τῶν λαῶν βρίσκεται κάποιος ἱστορικός πυρήνας, στή διδασκαλία τῆς Γραφῆς βρίσκεται ὁλόκληρη ἡ ἱστορία τῶν σχέσεων Θεοῦ καί ἀνθρώπων, ἁπλῆ καί ἀτόφια.
Ἡ ἀνθρωπότητα ὅλη περίμενε ἕναν Λυτρωτή καί ἔπλαθε μύθους γιά τόν ἐρχομό του. Ἀλλά ὁ Λυτρωτής ἦλθε μέ ἕναν τρόπο πού κανείς δέν τόν φαντάσθηκε οὔτε μποροῦσε νά τόν φαντασθεῖ. Γεννήθηκε ἀθόρυβα ἀπό μία Παρθένο, ἄδοξος καί κατατρεγμένος, καί ἦταν τόσο τέλειος Θεός, ὅσο ἦταν καί τέλειος ἄνθρωπος. Τό χρονικό τῶν Χριστουγέννων, ὅπως τό διηγοῦνται οἱ εὐαγγελιστές, δίνει ἕνα ράπισμα στούς ἰσχυρισμούς τῶν μυθολογικῶν σχολῶν μέ τή φυσικότητα καί τή λιτότητά του. Ἀλλά καί ἡ πραγματικότητα τῶν καιρῶν μας προσφέρει τή δική της ἀποστομωτική ἀπάντηση. Διότι καί σήμερα ἡ ἀλύτρωτη ἀνθρωπότητα περιμένει ἕναν Σωτήρα καί πλάθει μύθους καί ἀναδεικνύει ἥρωες· ὁ μῦθος τῆς ἐπιστήμης, ὁ θρῦλος τῆς εἰρήνης καί τοῦ οἰκουμενισμοῦ, ὁ ἥρωας τραγουδιστής τῆς ρόκ, οἱ μαινάδες τοῦ σέξ, ὁ παράδεισος τῶν ναρκωτικῶν, ἡ λάμψη τῆς πολιτικῆς καί ἡ αἴγλη τῆς κουλτούρας, εἶναι ἀπομυθοποίηση τῶν πάντων καί αὐτῆς ἀκόμη τῆς ἀληθινῆς ἱστορίας. Ἀρνεῖται σήμερα ἡ ὑλιστική φιλοσοφία τῆς ἐποχῆς μας τόν Θεό. Ἀρνεῖται τό θαῦμα καί τό μυστήριο. Ἀρνεῖται τό σύμπαν ὅλο ὡς δημιούργημα τοῦ Θεοῦ καί χαρακτηρίζει μῦθο τίς θεόπνευστες ἀλήθειες τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Ἀλλά ὁ δικός της μῦθος τῆς ἀρνήσεως ἀπαιτεῖ πολύ μεγαλύτερη πίστη, γιά νά γίνει δεκτός, καί χρειάζεται αὐτός ὄντως ἀπομυθοποίηση, γιά νά δεῖ ἡ ἀνθρωπότητα τήν ἀλήθεια. Κι ἡ ἀλήθεια εἶναι ἁπλή καί σαφής· ὑπάρχει Λυτρωτής γιά ὅλους καί εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, πού ἔζησε ὡς τέλειος ἄνθρωπος μέσα στήν ἱστορία μας καί ἀποδείχθηκε τέλειος Θεός μέ τά μαρτυρημένα θαύματά του, μέ τήν ἅγια ζωή του καί πρό πάντων μέ τό ἱστορικό γεγονός τῆς ἀναστάσεώς του. Αὐτός εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Κύριός μας, εἶναι ὁ Ἐμμανουήλ, ὁ Θεός μαζί μας.
Στέργιος Σάκκος
Πρόγραμμα Ἀκολουθιῶν Ἁγίου Δωδεκαημέρου |
|||
Τετάρτη |
24-12-14 |
Ὧρες, Ἑσπερ. Χριστουγέννων, Θ. Λειτουργία Μ. Βασιλείου |
6.30 π.μ. |
Πέμπτη |
25-12-14 |
Ὄρθρος Χριστουγέννων Θ. Λειτουργία |
7.00 π.μ. |
Παρασκευή |
26-12-14 |
Ὄρθρος, Θ. Λειτουργία |
7.30 π.μ. |
Σάββατο |
27-12-14 |
Ὄρθρος, Θ. Λειτουργία |
7.30 π.μ. |
Κυριακή |
28-12-14 |
Ὄρθρος, Θ. Λειτουργία |
7.30 π.μ. |
Τετάρτη |
31-12-14 |
Ἀγρυπνία Πρωτοχρονιᾶς |
9.00 μ.μ. |
Κυριακή |
4-1-15 |
Ὄρθρος, Θ. Λειτουργία |
7.30 π.μ. |
Δευτέρα |
5-1-15 |
Ὧρες, Ἑσπερ. Θεοφανίων Θ. Λειτουργία Μ. Βασιλείου Μέγας Ἁγιασμός |
7.00 π.μ. |
Τρίτη |
6-1-15 |
Ὄρθρος Θεοφανίων Θ. Λειτουργία, Μ. Ἁγιασμός |
7.00 π.μ. |
Τετάρτη |
7-1-15 |
Ὄρθρος, Θ. Λειτουργία |
7.30 π.μ. |
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΝΑΛΗΨΕΩΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ, ΟΡΘ. ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΑ "ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΕΛΠΙΣ", ΦΙΛΥΡΟ ΘΕΣ/ΝΙΚΗΣ
Γνωρίζουμε καί πιστεύουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος κτίσθηκε «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ». Ἐπίσης διδασκόμαστε ἀπό τόν ἀπόστολο Παῦλο ὅτι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ Χριστός. Ἄρα, συμπεραίνουμε, ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, πλάστηκε δηλαδή μέ μοντέλο τόν Χριστό, πλάστηκε γιά νά γίνει Χριστός. Ἀκριβῶς στό ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖ βρίσκεται ἡ ἀξία του, ἡ ὑπεροχή του ἀπό τά ἄλλα κτίσματα καί ἡ μοναδικότητα τοῦ προορισμοῦ του.
Τά θρησκεύματα, οἱ φιλοσοφίες, οἱ ποικίλες ἀνθρωπολογικές θεωρίες καί ἡ πολιτική στηρίζουν τήν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου στά συστατικά του, στήν ἐφευρετικότητά του. Καί ἀντιδικοῦν αἰῶνες τώρα, γιά τό εἶδος τῶν συστατικῶν τοῦ ἀνθρώπου, γιά τήν ἰδιαιτερότητά του ἤ τήν κοινότητά του σέ σχέση μέ τά ἄλλα πλάσματα. Ὅμως πλανῶνται στήν ἀφετηρία τῆς σκέψεώς τους καί γι’ αὐτό δέν ἐκτιμοῦν σωστά τήν ἀξία καί τόν προορισμό τοῦ ἀνθρώπου.
Δέν εἶναι τά συστατικά του, πού προσδιορίζουν τήν οὐσία, τήν ἀξία καί τόν προορισμό τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως τά χρώματα καί τό εἶδος τοῦ ὑλικοῦ ἀπό τό ὁποῖο εἶναι κατασκευασμένη μιά φωτογραφία δέν εἶναι ἐκεῖνα πού προσδιορίζουν τήν ἀξία τῆς φωτογραφίας. Τήν ἀξία τῆς ἡ φωτογραφία τήν παίρνει ἀπό τό πρόσωπο πού εἰκονίζει καί ἀπό τό πῶς καί πόσο σωστά καί καθαρά τό εἰκονίζει. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τόν ἄνθρωπο. Τή θέση του ὡς κορωνίδα τοῦ κόσμου καί τήν ὑπαρξιακή του ἀξία τήν ὀφείλει ὄχι στά συστατικά του ἤ στό δυναμισμό του ἀλλά στό ὅτι εἶναι εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Καί τό πόσο σωστά καί καθαρά εἰκονίζει τόν Χριστό, αὐτό μετρᾶ τήν ἀξία του καί τήν ἐπιτυχία τῆς ἀποστολῆς του.
Εἶναι ὁ ἄνθρωπος λογική, ἐλεύθερη καί κοινωνική ὕπαρξη, διότι τό ἀρχέτυπό του, ὁ Χριστός, εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, πού ὑπάρχει αἰώνια καί κοινωνεῖ ἐλεύθερα μέ τά ἄλλα πρόσωπα τῆς ἁγίας Τριάδος. Λαχταρᾶ τή ζωή, τήν ἀλήθεια καί τήν εὐτυχία, διότι τό ἀρχέτυπό του, ὁ Χριστός, εἶναι ἡ ζωή, ἡ ἀλήθεια καί ἡ ἀπόλυτη μακαριότητα. Ἄρα ὁ ἄνθρωπος κτίσθηκε, ζῆ, ὑπάρχει καί πορεύεται ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ὁποίου εἶναι ἡ εἰκόνα. Γι’ αὐτό εὔστοχα παρατηροῦν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση ἄγχεται καί ἀγωνιᾶ ἕως ὅτου βρεῖ τόν Χριστό καί ἀναπαυθεῖ σ’ Αὐτόν. Δηλαδή τό ζητούμενο γιά τόν ἄνθρωπο εἶναι ἡ εὕρεση τοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἕνωση μαζί Του.
Ἀκριβῶς ἡ διαδικασία γιά νά βρεῖ ὁ ἄνθρωπος τόν Χριστό καί γιά νά ἑνωθεῖ μαζί Του, ἄρχισε μέ τά Χριστούγεννα. Καί ἐδῶ βρίσκεται ἡ μοναδικότητα καί ἡ ἄμετρη φιλανθρωπία τῶν Χριστουγέννων. Ἐπειδή δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπό μόνος του νά φτάσει τό ἀρχέτυπό του, τόν Χριστό, νά ἑνωθεῖ μαζί Του καί νά ἀπολαύσει τήν πληρότητά Του, γι’ αὐτό ὁ Χριστός ἦρθε στήν εἰκόνα Του, τόν ἄνθρωπο, μέ τά Χριστούγεννα.
Τά Χριστούγεννα, δηλαδή, δέν εἶναι ὅπως οἱ θεοφάνειες, πού περιγράφονται στίς μυθολογίες τῆς ἀρχαιότητος. Ἐκεῖ, στίς διηγήσεις τῶν μύθων, οἱ θεοί ἐμφανίζονται σάν ἄνθρωποι γιά μιά στιγμή καί ὕστερα ἐξαφανίζονται, διότι «Θεός ἀνθρώπῳ οὐ μίγνυται». Ἐδῶ, στά Χριστούγεννα, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς ἁγίας Τριάδος, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἑνώθηκε αἰώνια μέ τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Στή συνέχεια αὐτή τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη τήν ἀνέστησε καί τή θέωσε. Ἔτσι, ὑπάρχει ἔκτοτε ἡ θεανθρώπινη ὕπαρξη τοῦ Χριστοῦ, πού ἑλκύει μέ τίς ἐκκλησιαστικές διαδικασίες πρός τήν παντοδυναμία του τίς εἰκόνες του, δηλαδή τούς ἀνθρώπους.
Ἑπομένως τά Χριστούγεννα εἶναι τό μοναδικό γεγονός, πού πραγματοποιεῖ τόν προορισμό καί τήν ἀποστολή τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτό οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί θεωροῦμε τά Χριστούγεννα καί τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ ὡς τή μεγαλύετρη δωρεά τοῦ Θεοῦ στήν ἀνθρωπότητα. Δωρεά πού σημαδεύει ἀνεξίτηλα τή μοῖρα τοῦ ἀνθρώπου. Καταλαβαίνουμε, ἔτσι, γιατί ἡ γιορτή τῶν Χριστουγέννων γιά τούς Ὀρθόδοξους Χριστιανούς δέν ἔχει ἀναμνησιακό μόνο χαρακτήρα καί δέν γίνεται μία φορά μόνο τόν χρόνο σάν κάποια λαογραφική ἐκδήλωση. Δέν γίνεται ἔτσι ἡ γιορτή τῶν Χριστουγέννων στήν Ὀρθόδοξη Λατρεία.
Τά Χριστούγεννα ὡς ἐρχομός τοῦ ἀρχετύπου στήν εἰκόνα του, ὡς φιλάνθρωπη ὑπαρξιακή αὐτοπροσφορά τοῦ Χριστοῦ στόν ἄνθρωπο, ἐπαναλαμβάνονται σέ κάθε περίπτωση πού ἕνας ἄνθρωπος γίνεται Χριστιανός, δηλαδή σέ κάθε τέλεση τοῦ μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος. Τή στιγμή πού ἕνας ἄνθρωπος βαπτίζεται, γίνεται ἡ θαυματουργική δικαίωση τῶν Χριστουγέννων. Διότι τή στιγμή τοῦ Βαπτίσματος, ὁ βαπτιζόμενος μέ θαυματουργικό τρόπο «βουτάει» μέ τήν ψυχή του καί μέ τό σῶμα του στή θεανθρώπινη ὕπαρξη τοῦ Χριστοῦ, «μπολιάζεται» μέ τόν θεάνθρωπο Χριστό, «ἑνώνεται» μέ τό ἀρχέτυπό του, «μπαίνει» στή διαδικασία τῆς χριστοποιήσεώς του, γιά τήν ὁποία ἔγιναν τά Χριστούγεννα.
Ἀκριβῶς μ’ αὐτή τήν πίστη γιορτάζουμε τά Χριστούγεννα οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί. Στή γιορτή τῶν Χριστουγέννων δέν πανηγυρίζουμε μόνο τά γενέθλια τοῦ Χριστοῦ, πού ἀποτελοῦν ὡς γεγονός τό μεγαλύτερο θαῦμα ὅλων τῶν ἐποχῶν. Τήν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων δέν γιορτάζουμε μόνο τά γενέθλια κάθε πολιτιστικῆς καί ἀνθρωπιστικῆς προόδου, πού δημιουργήθηκε μέ τά διδάγματα τοῦ Χριστοῦ καί μέ τό ἦθος τῶν Χριστιανῶν. Ἔτσι τά Χριστούγεννα τά γιορτάζουν καί ἐκεῖνοι πού δέν εἶναι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί· ἀκόμα καί ἐκεῖνοι πού δέν εἶναι Χριστιανοί. Διότι τόν Χριστό ὡς μέγα διδάσκαλο καί ἀνακαινιστή τῆς ἀνθρωπότητος τόν τιμοῦν καί οἱ μή Χριστιανοί. Γιορτάζουν ἑπομένως καί ἐκεῖνοι τά Χριστούγεννα ὡς γενέθλια τοῦ ἀνακαινιστοῦ τῆς ἀνθρωπότητος. Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, τά Χριστούγεννα τά γιορτάζουμε προπαντός ὡς προσωπική καί ταυτόχρονα ἐκκλησιαστική μας ὑπόθεση. Τά γιορτάζουμε ὡς μπόλιασμά μας μέ τόν Θεάνθρωπο Χριστό μέσα ἀπό τήν ἐκκλησιαστική ζωή. Τά γιορτάζουμε ὡς ἀρχή τῆς διαδικασίας γιά τήν πορεία τῆς προσωπικῆς μας κατοχυρώσεως στήν αἰωνιότητα. Κατοχυρώσεως πού γίνεται καθώς κτίζεται στήν ἐκκλησιαστική ζωή ἡ ἕνωσή μας μέ τόν Θεάνθρωπο Χριστό, ὁ ὁποῖος ἄρχισε νά ὑπάρχει στή γῆ μέ τά Χριστούγεννα.
Κοντολογῆς, γιά μᾶς τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, τά Χριστούγεννα εἶναι ὁ προσφερόμενος παράδεισος, πού λαχταρᾶ καί ἐπιποθεῖ ἡ ὅλη ὕπαρξή μας. Γι’ αὐτό γιορτάζοντας τά Χριστούγεννα δέν περιοριζόμαστε σέ παχειά λόγια καί σέ τυπικές εὐχολογίες καί φαμφαρώνικες διακοσμήσεις. Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί γιορτάζουμε τά Χριστούγεννα μετά ἀπό τεσσαρακονθήμερη προετοιμασία μέ τή συμμετοχή μας στήν πανδαισία τῆς χριστουγενιάτικης Λειτουργίας. Ἐκεῖ γινόμαστε σύναιμοι καί σύσσωμοι Χριστοῦ. Ἐκεῖ βιώνουμε τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, πιστεύουμε, ὅτι δικαιώνονται τά Χριστούγεννα καί κατανοεῖται ὁ ἀγγελικός ὕμνος τή νύχτα τῶν Χριστουγέννων, ὅτι τά Χριστούγεννα εἶναι «εὐδοκία ἐν ἀνθρώποις».
Δῆμος Ματσικίδης
Οἱ μαῦρες φτεροῦγες τῆς χιτλερικῆς νύχτας ἔχουν τυλίξει πιά τή Νύμφη τοῦ Θερμαϊκοῦ. Ἰταμά ποδοπατάει τό χῶμα της τό ἑλληνικό ἡ γερμανική μπότα. Σφουγγίζει ὁ Ἕλληνας τό δάκρυ του, γιατί πληθαίνουν οἱ κατάδικοι στίς φυλακές. Ρουτίνα ἔχουν καταντήσει οἱ καθημερινές, πολλαπλές ἐκτελέσεις.
Ἐκεῖ, στό στρατόπεδο "Παύλου Μελᾶ", μία ὁλόκληρη πολιτεία ἀπό δεσμίους τῶν ναζί εἶναι ἐγκλωβισμένη. Μελανό, ἄθλιο τό σκηνικό τούτης τῆς παγερῆς φυλακῆς. Ἡ φτώχεια, ἡ πεῖνα, τό κρύο, οἱ ψεῖρες, οἱ ἀρρώστιες, ἡ δυστυχία, οἱ ἐξευτελισμοί καί τά τρελλά βασανιστήρια θερίζουν τούς φυλακισμένους. Ὅσοι τολμήσουν ν᾿ ἀνάψουν λίγη φωτιά νά ζεσταθοῦν, δέχονται τ᾿ ἀνελέητα χτυπήματα τοῦ κατακτητῆ. Ὁ Διευθυντής μέ τό στυλιάρι τοῦ κασμᾶ σαπίζει στό ξύλο ἕναν νεαρό, γιατί ἔδειξε τά φιλάνθρωπα αἰσθήματά του σ᾿ ἕναν ἄρρωστο καί τοῦ πρόσφερε ἕνα ζεστό. Κι οἱ κλοῦβες τῆς Κατοχῆς πᾶνε καί ἔρχονται βαρυφορτωμένες. Γεμίζουν ἀπό μελλοθανάτους κι ἐπιστρέφουν ἄδειες.
Κι ἐνῶ οἱ Γκεσταπῖτες ξεβράζουν πάνω στούς κρατουμένους ὅλη τους τήν ἀγριότητα καί κτηνωδία, κάποιος ὑπόδικος, ἱλαρός λευΐτης, μέ τή θαυμαστή του δρᾶσι ἔχει μετατρέψει τό ἀποκρουστικό καί ἀνήλιαγο στρατόπεδο, τόν προθάλαμο τοῦ θανάτου, σέ φάτνη Χριστοῦ. Εἶναι ὁ ἡρωϊκός, ὁ ἀλύγιστος μάρτυρας Διονύσιος Χαραλάμπους, ὁ μετέπειτα ἄξιος ἐπίσκοπος Τρίκκης καί Σταγῶν. Ἄγγελος καί βακτηρία γίνεται γιά τούς ἀπελπισμένους συγκαταδίκους του. Ἀκτινοβολεῖ ἡ προσωπικότητά του μέσα καί ἔξω ἀπό τίς φυλακές. Σέ μία τέτοια ψυχή πού συγκακουχεῖται, δέν μπορεῖ ὁ Κύριος νά μή στείλει συνεργούς, Κυρηναίους, στό ἔργο της. Τό καταθέτει ὁ ἴδιος στό ἡμερολόγιο-βιβλίο του «Μάρτυρες».
«25 Δεκεμβρίου 1943. Τά δεύτερα Χριστούγεννά μας στοῦ Παύλου Μελᾶ. Μά ἡ ἀγάπη τῶν χριστιανῶν κάνει νά ξεχάσωμε τήν τραγική μας θέσι. Μ᾿ ὅλο τό κρύο, ἀπ᾿ τό πρωί καταφθάνουν καραβάνια, ἄλλοι μάγοι πρός τό Θεῖο Βρέφος, μέ τά δῶρα τους: ψωμιά, τρόφιμα, γλυκά, φροῦτα καί τσιγάρα. Εἶναι τά Κατηχητόπουλά ῾μας᾿... Τά δικά μας. Αὐτά πού ἔχουν τή φροντίδα τή δική μας, αὐτά πού ἀνέλαβαν νά μᾶς φέρουν τό χαμόγελό τους. Ἡ εὐχαριστία κυλᾶ βουβά, φουσκώνει τά στήθη μας καί βουρκώνει τά μάτια. Σ᾿ εὐχαριστοῦμε, Κύριε, πού δέ μᾶς ἄφησες μόνους... Τά παιδιά μᾶς εὔχονται χρόνια πολλά, καλή λευτεριά -αὐτό στό αὐτί-, ἀφήνουν τά δῶρα τους τά πλούσια καί φεύγουν. Χάνονται ἐκεῖ στό βάθος τοῦ δρόμου, μιά μακριά γραμμή χελιδόνια πού ἔφεραν τήν ἄνοιξι στό διπλό μεσοχείμωνο τοῦ Π. Μελᾶ».
Οἱ ἐκδηλώσεις τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης, μέ τοῦ Ἀβραάμ τ᾿ ἀγαθά καί μέ πρωτοπόρους τούς ἱεροκήρυκες τῆς Ἀδελφότητος τῆς «Ζωῆς», ἐπαναλαμβάνονται πολλές φορές. Μιά μέρα ὁ π. Διονύσιος, ἡ ψυχή τῶν φυλακῶν, δέχεται ἀπό τούς πατέρες τῆς χριστιανικῆς κινήσεως ἕνα προσωπικό δῶρο. «Τ᾿ ἀνοίγω καί τί βλέπω! Ἕνα χοντρό-χοντρό κοντόρασο, γιά ν᾿ ἀντικαταστήση τά κουρέλια πού φορῶ», ἐξομολογεῖται ὁ ἴδιος μέ συγκίνηση. Ἰδιαίτερα βέβαια χάρηκα, ὅταν ἔμαθα πώς σ᾿ ἐκείνη τή ζεστή καί ριψοκίνδυνη προσπάθεια συμμετέχει ἐνεργά καί προσφέρει τή λογία της καί ἡ δική μας Ἀδελφότητα «Ἀπολύτρωσις», μέ τ᾿ ὄνομα τότε «Ἀποστολική Διακονία».
Κι ὁ ἀνύσταχτος ἄγγελος τῶν καταδίκων χάρις στήν ἀξιωσύνη του μετατρέπει τό ἐλεεινό κελλί τῆς φυλακῆς του σέ «Ὑπουργεῖο Προνοίας καί Περιθάλψεως». Ἐκεῖ προστρέχουν οἱ κρατούμενοι πού δέν ἔχουν στόν ἥλιο μοῖρα, νά πάρουν τά δῶρα τῶν ἀχθοφόρων τῆς ἀγάπης. Ἐκεῖ βρίσκουν, στή βιβλιοθηκούλα πού εἶναι στημένη, κάποιο θρησκευτικό βιβλίο, πού θά τονώσει τό ἠθικό τους. Προπάντων ἐκεῖ καταφεύγουν, γιά νά ἀποβάλουν τίς κηλῖδες τῆς ψυχῆς τους καί νά λάβουν κάτω ἀπό τό πετραχήλι τοῦ π. Διονυσίου τήν ἄφεσι. «Ὁ ἐγωισμός, πού κρατοῦσε πολλούς μακριά ἀπ᾿ τό παρήγορο καί φιλάνθρωπο τοῦτο μυστήριο, σφυροκοπήθηκε, πάνω στ᾿ ἀμόνι τοῦ στρατοπέδου, μέ τό βαριό τοῦ πόνου», γράφει χαρακτηριστικά. Ἀπό ᾿κεῖνο τό ὑγρό κελλί του ψάλλει χαμηλόφωνα ὁ τραγικός ἱερέας μέ μάτια δακρύβρεχτα τή νεκρώσιμη ἀκολουθία τῶν μελλοθανάτων, πού σέ λίγο οἱ Γερμανοί θά ἔχωναν σέ λάκκους. «Ἔλεγα», σημειώνει, «τό Δι᾿ εὐχῶν, ὅταν ἀκούστηκε ἡ ριπή τοῦ πολυβόλου. Ὕστερα οἱ χαριστικές». Ἔτσι, κάτω ἀπό τή μύτη τῆς σιδηρᾶς Αὐτοκρατορίας ὁ π. Διονύσιος ἔκανε τή δική του ἀντίσταση. Ὅσο οἱ τίγρεις διψοῦσαν γιά αἷμα, τόσο αὐτός προσπαθοῦσε, μέ τό κήρυγμα πού ἀντλοῦσε ἀπό τό χρυσωρυχεῖο τῆς Κ. Διαθήκης, νά κρατᾶ τίς καρδιές τῶν συγκαταδίκων του ἀνεξίκακες καί νά τίς ἐξαγνίζει μέ τ᾿ ἄχραντα μυστήρια.
Κάθε φορά πού περνῶ μπροστά ἀπό τό στρατόπεδο «Παύλου Μελᾶ», νιώθω ν᾿ ἀντικρύζω μιά πρωτοχριστιανική κατακόμβη. Αὐθόρμητα σιγοψάλλω «αἰωνία ἡ μνήμη» αὐτῶν πού μέσα στίς ἀπάνθρωπες φυλακές καθαγίαζαν τίς ψυχές τους καί ἀναπαύονται τώρα στήν ἄληκτη μακαριότητα.
Ἑλληνίς
«Πολλά δέ θέλει ὁ ἄνθρωπος
νά ᾽ν᾽ ἥμερος νά ᾽ναι ἄκακος·
λίγο φαΐ, λίγο κρασί,
Χριστούγεννα κι Ἀνάσταση»,
εἶναι στίχοι τοῦ νομπελίστα μας ποιητῆ Ὀδυσσέα Ἐλύτη.
Τά Χριστούγεννα, πράγματι, προσφέρουν μία εὐκαιρία νά ξαναβροῦμε τούς παλιούς μας φίλους, ποιητές καί συγγραφεῖς, πού μέ δύναμη ψυχῆς τραγούδησαν τόν νεογέννητο Χριστό. Ἴσως ἔτσι κι ἐμεῖς γίνουμε λίγο «ἥμεροι καί ἄκακοι».
Ξεκινῶ ἀπό τόν πρίγκιπα τῶν λογοτεχνῶν, τόν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη, γιά τόν ὁποῖο ὁ Μιλτιάδης Μαλακάσης πίστευε ὅτι ἦταν ὁ «καλύτερος ποιητής» πού εἶχε γνωρίσει. Στό διήγημα «Στό Χριστό στό Κάστρο» ὑπάρχει ἕνα ποίημα πού ἀναφέρεται στόν ναό τῆς Γεννήσεως:
«Μέ χρόνους μέ καιρούς καί ἥμισυ καιροῦ,
κάποιος ἀμαθής, ἁμαρτωλός χυδαῖος,
καμμία γυναίκα τοῦ λαοῦ πτωχή
σ᾽ ἐνθυμεῖται κι ἔρχεται νά σοῦ φέρ᾽
ὄχι χρυσόν, ἀλλά ὀλίγο λιβάνι,
ἕνα κερί κι ὀλίγο λάδι στήν μποτίλια
σ᾽ ἐσέ πού εἶσαι ὅλων ὁ δοτήρ».
Ὁ μεγάλος ποιητής μας Κωστῆς Παλαμᾶς μέ ξεχωριστή κατάνυξη στέκεται μπροστά στό ἀσύλληπτο μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ («Ἀστέρι Θεϊκό») καί θαυμάζει:
«Τί φῶς καί χρῶμα κι ὀμορφιά
νά σκόρπιζε τό ἀστέρι,
ὅπου στήν κούνια τοῦ Χριστοῦ
τούς μάγους ἔχει φέρει;».
Τήν τρυφερότητά του ἀπέναντι στόν νεογέννητο Χριστό ἐκφράζει μέ τό ποίημά του:
«Νά ᾽μουν τοῦ σταύλου ἕν᾽ ἄχυρο, ἕνα φτωχό κομμάτι,
τήν ὥρα π᾽ ἄνοιξ᾽ ὁ Χριστός στόν ἥλιο του τό μάτι!».
Τό ποίημά του «Ἕνας Θεός» ἀποκαλύπτει τήν «καλή ἀλλοίωση» πού συμβαίνει στά μύχια τῆς ὑπάρξεως, ὅταν γεννιέται μέσα της ὁ Χριστός:
«Ὤ, μέσα μου γεννιέται ἕνας Θεός
καί τό κορμί μου γίνεται ναός,
δέν εἶναι ὡς πρῶτα φάτνη ταπεινή,
μέσα μου λάμπουν ξάστεροι οὐρανοί».
Γενικά, στά χριστουγεννιάτικα ποιήματα μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι συνηθισμένο μοτίβο ἀποτελεῖ τό πυκνό χιόνι, τό ἀναμμένο τζάκι, τό λαμπρό ἀστέρι, οἱ μάγοι, οἱ ἄγγελοι, ἡ ἐκκλησία πού καλεῖ τούς πιστούς νά γιορτάσουν τά Χριστούγεννα τῆς Ρωμιοσύνης.
Γνωστό καί γεμάτο νοσταλγία εἶναι τοῦ Στέλιου Σπεράντζα τό «Χιόνια στό καμπαναριό», ὅπως καί τό «Στή γωνιά μας κόκκινο/ τ᾽ ἀναμμένο τζάκι...».
Ὁ Τέλλος Ἄγρας (φιλολογικό ψευδώνυμο τοῦ ποιητῆ Εὐαγγέλου Ἰωάννου) μᾶς μεταφέρει κι αὐτός στό λευκό τοπίο:
«Ὄξω πέφτει ἀδιάκοπο καί πυκνό τό χιόνι,
... ... ... ...
στόν ἀγέρα ἀντιλαλοῦν τοῦ σημάντρου οἱ τόνοι,
κάτασπρη, γιορτάσιμη λάμπει ἡ ἐκκλησιά».
Ὁ Γ. Δροσίνης ἀναφέρεται μέ ἔξαρση στή «Χριστουγεννιάτικη νύχτα»:
«Τήν ἅγια νύχτα τή Χριστουγεννιάτικη - ποιός δέν τό ξέρει; -
τῶν Μάγων κάθε χρόνο τά μεσάνυχτα λάμπει τ᾽ ἀστέρι.
Κι ὅποιος τό βρεῖ μές στ᾽ ἄλλα ἀστέρια ἀνάμεσα καί δέν τό χάσει
σέ μιά ἄλλη Βηθλεέμ ἀκολουθώντας το μπορεῖ νά φτάσει».
Ὁ Σ. Σκίπης ἀποκαλύπτοντας τή μυστική του σχέση μέ τό θεῖο Βρέφος γίνεται ἕνα ἀκόμη μεγαλόπνοο ἀντηχεῖο καί ἐξομολογεῖται:
«Τό Ἀστέρι αὐτό, πού ὁδήγησε τούς μάγους νά Σέ βροῦνε,
κάθε πιστός μέ τῆς ψυχῆς τά μάτια τό θωρεῖ,
τό Ἀστέρι αὐτό στή φάτνη Σου κι ἐμένα μ᾽ ὁδηγεῖ».
Ὁ ποιητής τοῦ βουνοῦ καί τῆς στάνης Κ. Κρυστάλλης δίνει παραστατικά τήν περιρρέουσα ἑορταστική ἀτμόσφαιρα:
«Ξημέρωσαν Χριστούγεννα. Οἱ ἐκκλησιές σημαίνουν,
κουνιοῦνται τά καμπαναριά κι οἱ φωνές πού βγαίνουν
ἀπ᾽ τό βαθύ καί διάπλατο κάθε καμπάνας στόμα,
μοιάζουν χερουβικούς ψαλμούς, σάν ἀπ᾽ τό οὐράνιο δῶμα.
Χιλιάδες τά Χριστούγεννα τά τραγουδοῦν ἀγγέλοι,
καί κάθε ἀχτίδα ἀπό ψηλά, πού κάθε ἀστέρι στέλλει,
μοιάζει ἀγγελική ματιά».
Μέ ἔκφραση ἀπέριττη ἀλλά ἐξαιρετικά πολυδύναμη ὁ Στέφανος Μπολέτσης ζητεῖ ἀπό τόν Κύριο:
«Χριστούγεννα! Στόν οὐρανό λάμπει τ᾽ ἀστέρι,
ἀπ᾽ ὅλα τ᾽ ἀστέρια πιό λαμπρό,
... ... ...
Θεέ μου, οἱ ψυχές, ἄς γίνουν φάτνες ταπεινές,
φῶς ὁ Χριστός κι ἀγάπη νά μᾶς φέρει.
Ἂς λάμπουν ἥλιοι μέσα στούς χειμῶνες,
νά διώξουνε τά νέφη τοῦ βοριᾶ.
Κι ἄς ἔρθει Ἀπρίλης μέσα στά χιόνια τά βαριά,
κῆποι ν᾽ ἀνθίσουν κεῖ πού πέρασαν κυκλῶνες».
Ὁ Γεράσιμος Μαρκορᾶς παραλληλίζει τήν πίστη μέ τό ὁδηγητικό ἀστέρι καί εὔχεται:
«Στά σκοτάδια τοῦ κόσμου μία μέρα
πάλι ἐκείνη σάν ἄστρο ἄς φανεῖ (ἡ πίστη)
πού τούς Μάγους ὁδήγησε πέρα
νά λατρέψουν τό οὐράνιο παιδί».
Θά πρέπει ἐπίσης νά μνημονεύσουμε τά μεστά θεολογικοῦ βάθους ποιήματα τοῦ Γ. Βερίτη γραμμένα μέ δύναμη καί βίωμα καί στά ὁποῖα διακρίνεται ἔντονα ἡ ἐπίδραση τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ὑμνολογίας. Μνημονεύουμε ἀπό τά πολλά τό «Τ᾽ ἄστρο στήν Ἀνατολή», στό ὁποῖο μέ θριαμβικό τόνο παρουσιάζει τήν κατάρρευση τῆς εἰδωλολατρίας, γιά νά καταλήξει ἀποφθεγματικά:
«Τώρα πεθαίνουν οἱ πολλοί.
Γεννιέται ὁ Ἕνας».
Στό ἔμπνοο ὀρατόριό του «Ἡ γέννηση τοῦ Λυτρωτῆ» μέ θάλπος καί ἄφατη γλυκύτητα παρακινεῖ:
«Χαρά στίς ψυχές
πού στέλλουν στό Βρέφος λατρείας εὐχές».
Μέ τό ποίημά του «Δεῦτε ἴδωμεν, πιστοί» ὑποστασιάζει τήν «προσδοκία τῶν Ἐθνῶν», τόν ἐρχομό τοῦ μεγάλου Ἀναμενόμενου ὅλων τῶν αἰώνων καί τῶν γενεῶν, ἀγγίζοντας ὥς τά κατάβαθα τήν ὕπαρξή μας.
Πράγματι, ἡ ὑμνητική στάση τοῦ ποιητῆ μᾶς συνεπαίρνει καί ὁδηγεῖ καί τά δικά μας βήματα στή φάτνη, γιά νά γιορτάζουμε «Αἰώνια μέσα μας Χριστούγεννα». Κι ἐμεῖς μαζί του δεητικά ἀναφωνοῦμε:
«Τ᾽ ἅγια σου σπάργανα φιλοῦμε
μπροστά σου ἐδῶ γονατισμένοι,
καί ταπεινά παρακαλοῦμε·
... ... ...
Δέξου, Χριστέ, τήν προσευχή μας,
κι ἄς γίνει Φάτνη σου ἡ ψυχή μας».
Εὐδ. Αὐγουστίνου