Ὕμνους θεσπέσιους ἀναπέμπει ἡ Ἐκκλησία μας μέ τίς ποικίλες ἀκολουθίες της πρός τόν πολυέλεο Θεό γιά τίς ἄπειρες δωρεές του. Ὡστόσο, σ’ ἕναν ἀπό τούς Οἴκους τῆς Δ´ στάσεως τῶν Χαιρετισμῶν ταπεινά ὁμολογοῦμε• Ὕμνος ἅπας ἡττᾶται συνεκτείνεσθαι σπεύδων τῷ πλήθει τῶν πολλῶν οἰκτιρμῶν σου• ἰσαρίθμους γὰρ τῇ ψάμμῳ ᾠδὰς ἂν προσφέρωμέν σοι, Βασιλεῦ ἅγιε, οὐδὲν τελοῦμεν ἄξιον, ὧν δέδωκας ἡμῖν τοῖς σοὶ βοῶσιν• ἀλληλούϊα! Σάν ποταμός ξεχύνονται στήν ζωή μας οἱ οἰκτιρμοί, τά ἐλέη τοῦ Θεοῦ, καί ὁ ὕμνος μας, σάν νά θέλει νά ἀναμετρηθεῖ μ᾿ αὐτό τό ρεῦμα, σπεύδει νά ἁπλωθεῖ σέ ὅλο τό μῆκος τοῦ ποταμοῦ, ἀλλά μένει πίσω. Κάθε ὕμνος νικᾶται, ὑστερεῖ, ὅσο κι ἄν τρέχει, δέν κατορθώνει νά φθάσει τό πλῆθος τῶν πολλῶν οἰκτιρμῶν σου, Κύριε. Κι ἄν ἀκόμη σοῦ προσφέρουμε ὠδές ἰσάριθμες μέ τούς κόκκους τῆς ἄμμου, ἅγιε Βασιλιᾶ, καί πάλι δέν ἐπιτελοῦμε τίποτε ἄξιο πρός ὅσα ἔχεις δωρίσει σέ μᾶς πού ἀναφωνοῦμε «ἀλληλούϊα» (=αἰνεῖτε τόν Θεό).
Δέν ἔχει ὅρια ὁ ἄπειρος Θεός• ἄπειρα εἶναι τά μεγαλεῖα του ἀλλά καί οἱ εὐεργεσίες του ἀπέραντες, ἀναρίθμητες. Ἄν ἐπιχειρούσαμε νά καταγράψουμε ἁπλῶς στό χαρτί τίς δωρεές τοῦ Θεοῦ, θά κυριευόμασταν ἀπό κατάπληξη, θά παρέλυε τό χέρι μας, θά γονατίζαμε συντετριμμένοι! Πῶς νά ἀνταποκριθοῦμε στίς ὕψιστες εὐλογίες του ἐμεῖς, τά φτωχά καί ἀδύναμα πλάσματά του; Κι ἄν ὅλη τήν ζωή μας ἀφι- ερώναμε στό νά εὐχαριστοῦμε ἀκατάπαυστα τόν μέγιστο Εὐεργέτη μας, δέν θά μπορούσαμε νά προσφέρουμε τήν ἀντάξια εὐχαριστία. Εὔστοχα ὁμολογοῦμε στούς Αἴνους τοῦ βαρέος ἤχου• «Τί ἀνταποδώσωμεν τῷ Κυρίῳ περὶ πάντων, ὧν ἀνταπέδωκεν ἡμῖν; Δι’ ἡμᾶς Θεὸς ἐν ἀνθρώποις• διὰ τὴν καταφθαρεῖσαν φύσιν ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο, καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν• πρὸς τοὺς ἀχαρίστους ὁ εὐεργέτης• πρὸς τοὺς αἰχμαλώτους ὁ ἐλευθερωτής• πρὸς τοὺς ἐν σκότει καθημένους ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης• ἐπὶ τὸν Σταυρὸν ὁ ἀπαθής• ἐπὶ τὸν ἅδην τὸ φῶς• ἐπὶ τὸν θάνατον ἡ ζωή• ἡ ἀνάστασις διὰ τοὺς πεσόντας•πρὸς ὃν βοήσωμεν•ὁ Θεὸς ἡμῶν δόξα σοι». Πραγματικά, ὅταν ὁ ἄνθρωπος μελετᾶ ἀπό τό ἕνα μέρος τήν ἀθλιότητά του, τίς ἀδυναμίες του, τό χρέος του πρός τόν Θεό, κι ἀπό τό ἄλλο μέρος τίς εὐεργεσίες, τίς δωρεές, τήν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ, τότε δέν βρίσκει λόγια νά εὐχαριστήσει τόν μέγιστο Εὐεργέτη του.
Μία ἀμυδρή εἰκόνα τῶν ἀπείρων εὐεργεσιῶν τοῦ Θεοῦ θά ἐπιχειρήσω νά σᾶς παρουσιάσω. Καί παίρνω ὡς ὁδηγό στήν προσπάθεια αὐτή δύο ζευγάρια χαιρετισμῶν πού ἀπευθύνουμε στήν Παναγία μας στήν Δ´στάση τῆς ἀκολουθίας.
α) «Χαῖρε, ὅτι τὸν πολύφωτον ἀνατέλλεις φωτισμόν͘ χαῖρε ὅτι τὸν πολύρρυτον ἀναβλύζεις ποταμόν!» Ὅλα τά φῶτα τά ὑλικά δέν μποροῦν νά φωτίσουν οὔτε τήν συνείδηση οὔτε τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε νά γνωρίσει τόν ἑαυτό του. Ὅλοι οἱ προβολεῖς, ὅλες οἱ ἑστίες φωτός καί ἀκτινοβολίες, πού ἀνακάλυψε ἡ ἐπιστήμη, δέν μποροῦν νά φωτίσουν τό σκοτεινό μνῆμα γιά νά δεῖ ὁ ἐναγώνιος ἄνθρωπος τί ὑπάρχει πέραν τοῦ τάφου. Σ᾿ αὐτό τό ζοφερό σκοτάδι ἔρχεται καί τόν συναντᾶ ὁ πολύφωτος φωτισμός, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, πού λέγει «ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου» (Ἰω 8,12• πρβλ. 12,46). Μέ τήν διδασκαλία του, μέ τήν ζωή του, μέ τήν ἀνάστασή του ρίχνει φῶς στά δυσεπίλυτα προβλήματα, στά μυστήρια τῆς ζωῆς. Ψάλλουμε στόν ἀναστάσιμο Κανόνα• «νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανὸς τε καὶ γῆ καὶ τὰ καταχθόνια». Ὁ ἀναστημένος Κύριος μᾶς ὁδήγησε στήν ἀνθρωπογνωσία καί στήν ἀληθινή θεογνωσία. Ἔσπασε τίς πλάκες τοῦ μνήματος καί μᾶς ἀποκάλυψε ὄχι τήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς, γιά τήν ὁποία μιλοῦσαν καί ἄλλες θρησκεῖες καί φιλοσοφίες, ἀλλά τήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων. Βιώνοντας αὐτήν τήν ὕψιστη εὐεργεσία ἕνα γνήσιο παιδί τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Γ. Βερίτης, παιανίζει• «Πλάκες πού στέκατε βαρειές στά μνήματα καί στίς καρδιές, σᾶς ἔσπασε ὁ Χριστός μου!». Μέγιστος εὐεργέτης μας ὁ Χριστός!
Χαρακτηρίζεται ἀκόμη ὡς «ὁ πολύρρυτος ποταμός». Ἔρχεται στήν ζωή μας γιά νά μᾶς δροσίσει, νά μᾶς ποτίσει στήν ξηρασία, στήν ἀνομβρία πού στεγνώνει τήν ψυχή. Μές στούς αἰῶνες ἀκούγεται γλυκειά ἡ φωνή του• «ἐὰν τις διψᾶ, ἐρχέσθω πρὸς με καὶ πινέτω» (Ἰω 7,37). Ὦ σεῖς πού διψᾶτε γιά τήν ἀλήθεια, πού διψᾶτε γιά τήν χαρά, ὦ σεῖς πού καίγεστε μέσα στά καμίνια τῶν παθῶν καί τῆς ἀθλιότητος, ἐλᾶτε νά ξεδιψάσετε, ἐλᾶτε! Ποιός δέν διψᾶ γιά ἀλήθεια; Ποιός δέν διψᾶ γιά χαρά; Ποιός δέν διψᾶ γιά λύτρωση; Ὅλοι διψοῦμε, καί τίποτε δέν μπορεῖ νά μᾶς ξεδιψάσει. Τήν δίψα αὐτήν δέν τήν σβήνουν τά ποτά καί τά ἀναψυκτικά. Δέν τήν δροσίζουν τά ναρκωτικά. Ὄχι! Αὐτά τήν αὐξάνουν περισσότερο, ὅπως τό θαλασσόνερο κάνει πιό ἔντονη καί πιό μαρτυρική τήν ἀνάγκη τοῦ διψασμένου γιά νερό. Τήν δίψα τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς μόνον ὁ Κύριος τήν ἱκανοποιεῖ. Ὁ ἴδιος βεβαιώνει• «ὃς δ’ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα» (Ἰω 4,14). Αὐτός εἶναι ὁ δροσοβόλος πολύρρυτος ποταμός.
β) Τό δεύτερο ζευγάρι τῶν χαιρετισμῶν• «Χαῖρε ἡ τὸν φθορέα τῶν φρενῶν καταργοῦσα, χαῖρε ἡ τὸν σπορέα τῆς ἁγνείας τεκοῦσα», εἶναι ἐμπνευσμένο ἀπό τήν ἁγία Γραφή καί μάλιστα ἀπό τίς Ἐπιστολές τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Ὁ «φθορέας τῶν φρενῶν» μας εἶναι ὁ σατανᾶς. Αὐτός διαστρέφει τά κριτήρια γιά τήν σωστή ἀξιολόγηση τῶν πραγμάτων, καταστρέφει τόν τρόπο τῆς σκέψης. Αὐτός δημιουργεῖ ἀνθρώπους μέ «ἀδόκιμον νοῦν», μέ σάπια καί ἄρρωστα μυαλά. Καί ὅπως στήν φυσική μας ζωή δέν ὑπάρχει ἀρρώστια χειρότερη ἀπό τήν τρέλα, ἔτσι καί στήν πνευματική ζωή ἡ πιό σοβαρή ἀρρώστια εἶναι αὐτή ἀκριβῶς, νά καταστραφεῖ ἡ πυξίδα τῆς ψυχῆς μας, ὁ νοῦς, πού ὁδηγεῖ κάθε μας βῆμα, πού κατευθύνει κάθε μας πράξη. Ὅταν ὁ νοῦς εἶναι φωτισμένος ὁδηγούμαστε στόν σωστό δρόμο, μποροῦμε νά ξεχωρίσουμε ποῦ εἶναι ἡ ἀλήθεια καί ποῦ τό ψέμα, ποῦ εἶναι τό σκοτάδι καί ποῦ τό φῶς, ποῦ εἶναι ὁ δρόμος καί ποῦ ὁ κρημνός. Ἔρχεται, λοιπόν, ὁ ἀλητήριος, ὁ κακοῦργος, ὁ σατανᾶς καί εἰσχωρεῖ μέσα στήν σκέψη μας, ὅπως τό σκουλήκι στό μῆλο, ὅπως ὁ ἰός καί τό μικρόβιο στόν ὀργανισμό μας. Καταστρέφει τόν νοῦ μας, κι ἔτσι δέν σκεφτόμαστε καί δέν ἐνεργοῦμε σωστά. Δέν πλησιάζουμε τόν πατέρα μας, τόν Θεό, ἀλλά τόν ἐχθρό μας διάβολο• δέν ἀγαποῦμε τήν ἀλήθεια ἀλλά τό ψέμα, δέν κατευθυνόμαστε στήν σωτηρία ἀλλά στήν καταστροφή. Ἀντίθετα, ὁ Χριστός ἔρχεται καί μᾶς χαρίζει τήν «ἁγνεία», τήν σωφροσύνη, ἀποκαθιστᾶ τήν φθορά καί μᾶς ἐπαναφέρει στό ἀρχαῖο κάλλος. Μέ τό Βάπτισμα μᾶς δίδει νοῦ φωτισμένο, τόν δικό του νοῦ• «ἡμεῖς νοῦν Χριστοῦ ἔχομεν» (Α´ Κο 2,16), διακηρύττει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Μέσα στήν ἁγία Ἐκκλησία του, καλλιεργούμενοι μέ τό Εὐαγγέλιο καί ἁγιαζόμενοι μέ τήν χάρη τῶν μυστηρίων, ἀνανεώνουμε, ἀνακαινουργιώνουμε καθημερινά τόν νοῦ μας, τό φρόνημά μας. Γράφει πάλι ὁ ἀπόστολος Παῦλος• «μὴ συσχηματίζεσθαι τῷ αἰῶνι τούτῳ, ἀλλά μεταμορφοῦσθαι τῇ ἀνακαινώσει τοῦ νοὸς ἡμῶν, εἰς τὸ δοκιμάζειν ὑμᾶς τί τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ τὸ ἀγαθὸν καὶ εὐάρεστον καὶ τέλειον» (Ρω 12,2). Ἀνακαινουργιώνουμε τό νοῦ μας, τό φρόνημά μας καί μποροῦμε ἔτσι νά διακρίνουμε ποιό εἶναι τό θέ- λημα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι γλυτώνουμε ἀπό τόν σεισμό τῆς ἁμαρτίας, ἀπό τά πυρά τοῦ ἐχθροῦ μας πού θέλει νά καταστρέψει τόν νοῦ μας καί ἐπιστρέφουμε στόν δρόμο τῆς σωτηρίας.
Ἀλλά ἡ κορυφαία, ἡ μέγιστη εὐεργεσία τοῦ Χριστοῦ πρός τό γένος μας εἶναι ὅτι μᾶς λυτρώνει ἀπό τόν βραχνά τῆς ἁμαρτίας. Γι᾿ αὐτό τόν σκοπό κατέβηκε στήν γῆ ὁ πανάγαθος Θεός, γιά νά γίνει, ὅπως ψάλλουμε σέ ἕναν ἄλλον Οἶκο τῶν χαιρετισμῶν «ὁ πάντων χρεωλύτης ἀνθρώπων». Ἦρθε γιά νά σχίσει τό χειρόγραφο τῶν ἁμαρτιῶν μας, ὅπως παραστατικά διδάσκει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Κολασσαεῖς Ἐπιστολή (βλ. 2,14-15). Παρουσιάζει ἐκεῖ ὁ ἀπόστολος μία μεγαλοπρεπέστατη εἰκόνα θριάμβου. Ὁ σατανᾶς μᾶς ἔχει ὅλους δεμένους καί μπροστά στά μάτια μας κραδαίνει ἕνα χειρόγραφο, ἕνα γραμμάτιο πού ἀποδεικνύει ὅτι εἴμαστε σκλάβοι του, δέν μποροῦμε νά σηκώσουμε κεφάλι. Καί ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς Χριστός καί ἀναλαμβάνει τόν ἀγώνα. Ξεντύνεται, ὅπως ξεντύνονται οἱ ἀθλητές στό στάδιο•«ἀπεκδυσάμενος», γράφει ὁ ἀπόστολος, γυμνός ἀνέβηκε ἐπάνω στόν σταυρό ὁ Κύριος καί ἐκεῖ κάρφωσε τό χειρόγραφο τῶν ἁμαρτιῶν μας. Μέ τήν θυσία του, μέ τό αἷμα του κατήργησε τήν ἔχθρα καί μᾶς συμφιλίωσε μέ τόν Θεό, γκρέμισε τό μεσότοιχο πού μᾶς χώριζε ἀπό τόν Θεό καί ἀπό τούς συνανθρώπους μας, μᾶς χάρισε τήν εἰρήνη καί τήν ἑνότητα (βλ. Ἐφ 2,14-15).
Νά, λοιπόν, ὁ μεγάλος Εὐεργέτης μας! Εἶναι ὁ «πολύφωτος φωτισμός», πού μᾶς φωτίζει καί μᾶς ὁδηγεῖ στήν ἀλήθεια καί στήν σωτηρία. Εἶναι ὁ «πολύρρυτος ποταμός» πού μᾶς ξεδιψάει καί μᾶς χαρίζει τό ἀθάνατο νερό γιά νά ἔχουμε αἰώνια ζωή. Εἶναι αὐτός πού κατήργησε τόν «φθορέα τῶν φρενῶν» μας καί μᾶς ἀποκατέστησε μέ νοῦν σώφρονα, μέ νοῦν Χριστοῦ. Εἶναι αὐτός πού ἀνέλαβε νά ξοφλήσει ὅλα τά χρέη μας, ὥστε ἐλεύθεροι καί πλούσιοι νά ζήσουμε στήν οὐράνια βασιλεία του. Ὅποιος, βέβαια, δέν μετανόησε, ὅποιος δέν μελετάει τήν Γραφή, ὅποιος δέν πιστεύει, ὅποιος δέν κοινωνεῖ τά ἄχραντα Μυστήρια, δέν μπορεῖ νά νιώσει τόν Χριστό εὐεργέτη. Ὅποιος ὅμως γεύθηκε μέ τήν πίστη καί τήν μετάνοια καί τήν ἐν Χριστῷ ζωή ὅλες αὐτές τίς εὐεργεσίες, τίς μεγάλες εὐεργεσίες τοῦ Χριστοῦ, νιώθει ἐπιτακτική τήν ἀνάγκη μέρα καί νύχτα νά δοξάζει, νά εὐχαριστεῖ, νά ἐξυμνεῖ τόν μεγάλο Εὐεργέτη. Καί μετά ἀπό πολλές δοξολογίες, μετά ἀπό ὁλόθερμες εὐχαριστίες περιορίζεται νά πεῖ• «Ὕμνος ἅπας ἡττᾶται συνεκτείνεσθαι σπεύδων τῷ πλήθει τῶν πολλῶν οἰκτιρμῶν σου•ἰσαρίθμους γὰρ τῇ ψάμμῳ ᾠδὰς ἂν προσφέρωμέν σοι, Βασιλεῦ ἅγιε, οὐδὲν τελοῦμεν ἄξιον, ὧν δέδωκας ἡμῖν τοῖς σοὶ βοῶσιν• ἀλληλούϊα!». Ὁποιοδήποτε ἀνταπό¬δομά μας πρός τόν Κύριο, ὅποια θερμή καί καρδιόβαλτη εὐχαριστία μας, εἶναι πάμφτωχη, ἀπελπιστικά πενιχρή γιά νά εὐχαριστήσει ἐπάξια τόν Εὐεργέτη.
Ἀλλά, θά πεῖ κανείς, τί μπορεῖ νά προσφέρει στόν Θεό ἡ εὐχαριστία μας; Γιατί ὁ ἀπόστολος Παῦλος παραγγέλλει κατ᾿ ἐπανάληψη στίς Ἐπιστολές του νά εὐχαριστοῦμε τόν Θεό (βλ. Β´ Κο 4,15• 9,12• Ἐφ 5,4• Φι 4,6• Κλ 2,7• 4,2• Α´ Θε 1,2• 5,18• Β´ Θε 1,3• Α´ Τι 2,1• 4,3); Ἔχει ἀνάγκη ὁ Θεός ἀπό τίς δικές μας εὐχαριστίες; Ἀσφαλῶς, ὄχι! Ἀναμφίβολα, δέν ἀπολαμβάνει οὔτε κερδίζει τίποτε ἀπό μᾶς. Κι ὅμως, πολύ χαίρεται, ἀναπαύεται, εὐα¬ρε¬στεῖται ὁ Θεός, ὅταν τόν εὐχαριστοῦμε. Γιατί; Διότι, ὅταν τόν εὐ¬χαριστοῦμε, συνδεόμαστε μαζί του καί ἀπολαμβάνουμε πλουσιώτερα τήν χάρη του. Νά γιατί θέλει ὁ Θεός νά τόν εὐχαριστοῦμε!
Ἡ εὐγνωμοσύνη, ἐξάλλου, εἶναι μία ἀπό τίς βασικές φυσικές ἀρετές πού πρέπει νά χαρακτηρίζει τόν ἄνθρωπο, ἀλλά πού, δυστυχῶς, σπάνια τήν συναντοῦμε. Ἄν πικραίνονται οἱ γονεῖς ἀπό τά ἀχάριστα παιδιά τους, οἱ εὐεργέτες ἀπό τούς ἀγνώμονες εὐεργετημένους, πολύ περισσότερο πικραίνουμε ἐμεῖς τόν Θεό, ὅταν στεκόμαστε μέ ἀχαριστία ἔναντι τῶν μεγάλων του δωρεῶν.
Θά ἀναφέρω ἕνα παράδειγμα, ἕνα πραγματικό περιστατικό, γιά νά δείξω πόσο ἀπαίσια καί ἐγκληματική εἶναι ἡ ἀχαριστία. Πρίν ἀπό χρόνια, ἕνας νεαρός σπούδαζε στήν Ἀθήνα ἰατρική. Καταγόταν ἀπό κάποιο μικρό κι ἀπόμακρο χωριό τῆς Πίνδου. Δούλευαν σκληρά στό χωριό οἱ φτωχοί γονεῖς καί τά ἄλλα παιδιά τῆς οἰκογένειας καί ζοῦσαν μέ πολλές στερήσεις, γιά νά ἐξασφαλίσουν κάθε δυνατή ἄνεση στίς σπουδές τοῦ φοιτητῆ. Ἦρθε ὁ καιρός τῶν διακοπῶν καί ὁ φοιτητής γύρισε στήν οἰκογένειά του. Τόν δέχθηκαν μέ μεγάλη χαρά καί πολλή ἀγάπη, τόν περιποιήθηκαν ὅσο μποροῦσαν καλύτερα, τοῦ πρόσφεραν ὅ,τι ἐκλεκτώτερο εἶχαν. Τόν καμάρωναν ὅλοι, ἦταν τό καύχημα τῆς οἰκογένειας. Ὅταν οἱ διακοπές τελείωσαν, ὁ πατέρας φόρτωσε τό μουλάρι μέ ἀγαθά, ἔβαλε καί τόν φοιτητή γιό καβάλα, γιά νά μήν κουραστεῖ, καί πεζοπορώντας ὁ ἴδιος, τόν κατέβασε στήν Καλαμπάκα, ἀπ᾿ ὅπου θά ἔπαιρνε τό τραῖνο γιά τήν Ἀθήνα. Ἐκεῖ, στόν σιδηροδρομικό σταθμό, συνάντησαν κάποιους συμφοιτητές τοῦ παιδιοῦ ἀπό τήν γύρω περιοχή. Σέ κάποια στιγμή, καθώς περιμένοντας μιλοῦσαν ὅλοι μαζί, ἕνας πρόσεξε τόν πατέρα, πού καθόταν παράμερα, καί ρώτησε τόν γιό: «Ὁ πατέρας σου εἶναι καί δέν μᾶς τόν σύστησες;». Καί ὁ νεαρός φοιτητής, πού ντράπηκε νά συστήσει τόν πατέρα του, διότι ἦταν φτωχικά ντυμένος καί σκευρωμένος ἀπό τήν πολλή δουλειά, ἀπάντησε: «Ὄχι, εἶναι ὁ ἀγωγιάτης»! Τό ἄκουσε ὁ πατέρας καί πόνεσε πολύ, ἀλλά συγκρατήθηκε, δέν μίλησε. Ξεπροβόδισε στοργικά τόν γιό του καί φαρμακωμένος γύρισε στό χωριό. Ὅταν ἐκεῖ τόν καλωσόρισαν καί τόν ρώτησαν «πῶς τά πέρασες, πατέρα;», ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Δέν εἶμαι πατέρας ἐγώ, ἀγωγιάτης εἶμαι». Καί τήν ἴδια στιγμή ἔπεσε κάτω νεκρός ἀπό συγκοπή καρδιᾶς. Τόν εἶχε σκοτώσει ἡ ἀχαριστία τοῦ παιδιοῦ του!
Ἀσύγκριτα μεγαλύτερη εἶναι, ὡστόσο, ἡ δική μας ἀχαριστία ἔναντι τοῦ Θεοῦ. Δέν θέλουμε νά τόν λέμε «πατέρα». Τόν περιφρονοῦμε, ὅπως ὁ νεαρός ἐκεῖνος φοιτητής τόν «ἀγωγιάτη». Δέν βρίσκει ὁ Θεός θέση στήν ζωή μας, δέν χωρᾶ μές στήν καρδιά μας. Γι᾿ αὐτό ἕνα ἀπό τά πικρά παράπονά του εἶναι τό παράπονο γιά τήν ἀχαριστία τῶν παιδιῶν του. Τό μεταφέρει πολύ ζωηρά ὁ προφήτης Ἠσαΐας στό πρῶτο κεφάλαιο τῆς προφητείας του͘ «῎Ακουε οὐρανὲ καὶ ἐνωτίζου γῆ, ὅτι Κύριος ἐλάλησεν» (στ. 2). Μάρτυρες ἐπικαλεῖται ὁ Θεός τόν οὐρανό καί τήν γῆ, πού παρακολουθοῦν τήν ζωή τῶν ἀνθρώπων ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς ὕπαρξής τους. Καί τί καταθέτει μπροστά σ᾿ αὐτούς τούς μάρτυρες; Τόν πόνο του, τό παράπονό του• «Υἱοὺς ἐγέννησα καὶ ὕψωσα, αὐτοὶ δέ με ἠθέτησαν» (στ. 2). Γέννησα παιδιά καί τά μεγάλωσα, τά ἀνέδειξα, αὐτά ὅμως μέ καταφρόνησαν, μέ ἀρνήθηκαν. Καί συνεχίζει͘ «Ἔγνω βοῦς τὸν κτησάμενον καὶ ὄνος τὴν φάτνην τοῦ κυρίου αὐτοῦ. ᾿Ισραὴλ δέ με οὐκ ἔγνω καὶ ὁ λαός με οὐ συνῆκεν» (στ. 3). Γνωρίζει τό βόδι τό ἀφεντικό του καί τό γαϊδούρι γνωρίζει ὅτι τό παχνί πού τρώει εἶναι τοῦ κυρίου του. Ὁ Ἰσραήλ ὅμως, πού τόσο τόν εὐεργέτησα, ὁ λαός μου ὁ Ἰσραήλ δέν μέ κατανόησε καί δέν μέ ἀναγνωρίζει.
Τό παράπονο γιά τήν ἀχαριστία τῶν ἀνθρώπων τό ἀκοῦμε καί στήν Καινή Διαθήκη ἀπό τά χείλη τοῦ Κυρίου. Μετά τήν θεραπεία τῶν δέκα λεπρῶν, ὅταν μόνον ὁ ἕνας ἀπό τούς δέκα ἐπέστρεψε γιά νά εὐχαριστήσει, ὁ Κύριος μέ δικαιολογημένο παράπονο ρώτησε• «οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δὲ ἐννέα ποῦ;» (Λκ 17,17). Κι ὅταν, μετά ἀπό τά τόσα σημεῖα πού ἔκανε καί τίς τόσες εὐεργεσίες πού σκόρπισε, ἀντιμετώπιζε σκληρή καί ἀμετανόητη τήν πόλη τῆς Ἰερουσαλήμ, ἐξέφρασε καί πάλι μέ πόνο τό παράπονό του• «Ἰερουσαλήμ, Ἰερουσαλήμ, ἡ ἀποκτέννουσα τοὺς προφήτας καὶ λιθοβολοῦσα τοὺς ἀπεσταλμένους πρὸς αὐτήν! Ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῖν τὰ τέκνα σου ὃν τρόπον ἐπισυνάγει ὄρνις τὰ νοσσία ἑαυτῆς ὑπὸ τὰς πτέρυγας, καὶ οὐκ ἠθελήσατε» (Μθ 23,37• πρβλ. Λκ 13,34).
Τό παράπονο τοῦ Κυρίου τό ἀκοῦμε, καί δονεῖ καί συγκλονίζει τίς καρδιές μας, καθώς ψάλλεται τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα: «Λαός μου, τὶ ἐποίησά σοι ἤ τί σοι παρηνώχλησα; Τοὺς τυφλοὺς σου ἐφώτισα, τοὺς λεπρούς σου ἐκαθάρισα, ἄνδρα ὄντα ἐπὶ κλίνης ἠνωρθωσά-μην. Λαός μου, τὶ ἐποίησά σοι, καὶ τί μοι ἀνταπέδωκας; Ἀντὶ τοῦ μάννα, χολήν• ἀντὶ τοῦ ὕδατος, ὄξος• ἀντὶ τοῦ ἀγαπᾶν με, σταυρῷ με προσηλώσατε».
Εἴμαστε ὅμως ἀχάριστοι κι ἐμεῖς, ὁ νέος Ἰσραήλ, διότι δέν εὐχαριστοῦμε τόν Θεό. Ἀλλά κι ἄν ἐπιχειρούσαμε νά ἐκφράσουμε τήν εὐχαριστία μας πρός τόν Θεό, τάχα θά τό κατορθώναμε; Τί θά μπορούσαμε νά ἀνταποδώσουμε στίς τόσες δωρεές του; Ὁ μακαριστός ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος ἔλεγε στά κηρύγματά του• «Φαντασθεῖτε νά ἐρχόταν κάθε μήνα ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου, νά χτυπᾶ τήν πόρτα μας κρατώντας ἕνα διπλότυπο καί νά μᾶς ἐνημερώνει τί ἀκριβῶς χρωστοῦμε στόν Θεό γιά τά δισεκατομμύρια κιλοβάτ ἐνέργειας πού σκορπάει ὁ ἥλιος γιά νά μᾶς θερμάνει, γιά νά μᾶς φωτίσει καί γιά νά μᾶς δώσει ζωή!». Πραγματικά, ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι χρωστοῦμε στόν Θεό ἕνα ὁλόκληρο σύμπαν•͘ τόν ἥλιο, τήν βροχή, τά λουλούδια, τίς θάλασσες, τίς πηγές, ὅλα τά ἀγαθά πού ἀπολαμβάνουμε.
Ὁ ἅγιος Αὐγουστῖνος δίδασκε ὅτι χρωστοῦμε στόν Θεό ἕνα σύμπαν, διότι ἕνα σύμπαν δημιούργησε ὁ Θεός καί τό δημιούργησε γιά μᾶς. Χρωστοῦμε, ἐπίσης, ἕναν ἄνθρωπο, διότι ὁ Θεός μᾶς ἔπλασε. Μᾶς ἔπλασε μάλιστα μέ ἰδιαίτερη φροντίδα καί μᾶς τίμησε μέ τό «κατ᾿ εἰκόνα» καί τό «καθ᾿ ὁμοίωσιν». Ἑπομένως, τοῦ ἀνήκουμε, εἴμαστε περιουσία του. Κι ὅταν μετά τήν πτώση μας χάσαμε τήν δόξα πού μᾶς χάρισε, Ἐκεῖνος ἦλθε καί μᾶς ἀνέπλασε. Γιά τήν ἀνάπλασή μας, δέν ἀρκέστηκε στόν παντοδύναμό του λόγο οὔτε στήν ἰδιαίτερη στοργή καί φροντίδα του. Γιά νά μᾶς ἀναπλάσει πρόσφερε τό ἴδιο του τό αἷμα! Θυσιάσθηκε γιά μᾶς ἐπάνω στόν Σταυρό. Ἑπομένως, χρωστοῦμε στόν Θεό, ὄχι μόνον ἕνα σύμπαν, ὄχι μόνον ἕναν ἄνθρωπο, ἀλλά καί ἕναν Θεό!
Ἄνοιξε, Κύριε, τήν καρδιά μας, φώτισε τήν σκέψη μας νά μελετήσουμε καί νά κατανοήσουμε αὐτές τίς μεγάλες ἀλήθειες ἐμεῖς πού λεγόμαστε χριστιανοί, ἀλλά μᾶς ἔχουν ἀπορροφήσει τά βιοτικά, μᾶς ἔχει ἀποκοιμίσει ὁ εὐδαιμονισμός καί δέν σκεπτόμαστε τίποτε πέρα ἀπό τά φθαρτά, σάν νά εἴμαστε βοσκηματώδη ζῶα! Ναί. Χρωστοῦμε στόν Θεό ἕναν Θεό, διότι ἕνας Θεός ἔγινε ἄνθρωπος καί θυσιάσθηκε γιά τήν ἀναγέννησή μας καί τήν σωτηρία μας!
Νά δώσουμε, λοιπόν, στόν Θεό ἕνα σύμπαν; Ποῦ νά τό βροῦμε οἱ φτωχοί; Νά δώσουμε ἕναν Θεό; Οὔτε σκέψη. Τρελαίνεται ὁ νοῦς μου καί μόνο νά μελετήσω ἕνα τέτοιο θέμα. Τουλάχιστον νά τοῦ δώσουμε ἕναν ἄνθρωπο, τόν ἑαυτό μας. Καί ἀπό τόν ἑαυτό μας, ὁ Θεός ζητάει τήν καρδιά μας• «δός μοι, υἱέ, σὴν καρδίαν», ἀντηχεῖ ἡ φωνή του μές στούς αἰῶνες (Πρμ 23,26). Κύριε, τί τήν θέλεις τήν καρδιά μου ἐσύ ὁ παντοδύναμος καί πλούσιος Θεός; Καί Ἐκεῖνος ἀπαντᾶ: Παιδί μου, δός μου τήν καρδιά σου! Νά τήν ζεστάνω μέ τήν ἀγάπη μου, νά τήν ἀσφαλίσω μέ τήν στοργή μου στά παντοδύναμά μου χέρια. Δός μου τήν καρδιά σου, νά τήν ἐξευγενίσω, νά τήν ἁγιάσω, γιά νά εἶναι εὐτυχισμένη ἐδῶ, καί αἰώνια στήν βασιλεία τῶν οὐρανῶν!
Στόν βίο τοῦ ἁγ. Ἱερωνύμου, ὁ ὁποῖος πέρασε τά χρόνια τῆς ζωῆς του στό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ, ἀναφέρεται ὅτι κάποια χριστουγεννιάτικη νύχτα εἶδε σέ ὅραμα τόν Κύριο νά τοῦ λέει• «Ἱερώνυμε, δέν θά μοῦ δώσεις τίποτε;». «Τί νά σοῦ δώσω, Κύριε; Ὅλα σοῦ τά δίδω», τοῦ ἀπάντησε ὁ ἅγιος Ἱερώνυμος. «Δέν θέλω οὔτε τά χρήματά σου οὔτε τά συγγράμματά σου οὔτε τίς ὁμιλίες σου οὔτε τήν σοφία σου, Ἱερώνυμε». «Τί θέλεις, Κύριε, ἀπό μένα;», ρωτᾶ ὁ ἅγιος, καί λαμβάνει τήν ἀπάντηση: «Τίς ἁμαρτίες σου, Ἱερώνυμε». Πόση εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Κυρίου μας! Ζητάει ἀπό μᾶς τίς ἁμαρτίες μας,͘ τά πάθη μας, τήν ἀθλιότητά μας, τήν βρομιά μας, τόν βοῦρκο μας, αὐτό ζητάει ὁ Κύριος νά τοῦ προσφέρουμε.
Νά γιατί ἡ ὕψιστη εὐχαριστία μας πρός τόν Κύριο εἶναι ἡ Θ. Εὐχαριστία. Τόν εὐχαριστοῦμε, βέβαια, κι ὅταν τόν ἀγαποῦμε, κι ὅταν τηροῦμε τίς ἐντολές του καί δείχνουμε ἔτσι ἔμπρακτα τήν ἀγάπη μας. Τόν εὐχαριστοῦμε ἰδιαίτερα μέ τήν ἐλεημοσύνη καί τήν συγχωρητικότητα. Ἀλλά ἡ ὕψιστη μορφή εὐχαριστίας εἶναι αὐτή πού ὀνομάζεται «θεία Εὐχαριστία» καί προσφέρεται τήν ὥρα τῆς θείας Λειτουργίας μέ τό Μυστήριο. Ὅταν μετά ἀπό τό μυστήριο τῆς ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως, ὅπου καταθέτουμε μέ συντριβή τά ἁμαρτήματά μας στό πετραχήλι τοῦ πνευματικοῦ, πλησιάζουμε καί κοινωνοῦμε σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον», τότε ὁ Κύριος δέχεται τήν πιό δυνατή καί γνήσια εὐχαριστία μας!
Καί ὅμως, ἀλίμονο, τί τραγικό! Ὑπάρχουν χριστιανοί -δέν ἀναφέρομαι σέ ἀνθρώπους ἄθεους καί εἴρωνες- χριστιανοί πού θέλουν νά λογαριάζονται μέλη τῆς ὀρθοδό¬ξου Ἐκκλησίας, καί ὅμως δέν ἔχουν ἐξομολογηθεῖ ποτέ! Κοινωνοῦν ἴσως κάποιες φορές, ἀλλά δίχως προετοιμασία καί Ἐξομολόγηση. «Στῶμεν καλῶς», ἀδέλφια μου, «στῶμεν μετὰ φόβου»! Μία τέτοια προσέλευση στό μυστήριο τῆς θείας Κοινωνίας δέν εἶναι εὐχαριστία, εἶναι περιφρόνηση, καταφρόνια στόν Κύριο καί καταδίκη τῆς ψυχῆς μας!
Ὁ Κύριος ζητᾶ τίς ἁμαρτίες μας. Ὁ Κύριος ἐκλιπαρεῖ τήν μετάνοιά μας. Ὁ Κύριος θέλει τήν Ἐξομολόγησή μας. Ξέρετε ποιός εἶναι ὁ ὕμνος πού περισσότερο ἀπ᾿ ὅλους τόν εὐφραίνει; Ὁ ὕμνος τοῦ ἄσωτου υἱοῦ• «πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου» (Λκ 15,21). Ὁ ὕμνος τοῦ τελώνη• «ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λκ 18,13). Ὁ ὕμνος πού ἐπάνω στόν σταυρό ἔδωσε στόν εὐγνώμονα ληστή τό κλειδί γιά νά ξεκλειδώσει τόν παράδεισο καί νά γίνει ὁ πρῶτος κάτοικός του•͘ «μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λκ 23,42). Στ᾿ ἀλήθεια, ἰσάριθμες μέ τούς κόκκους τῆς ἄμμου κι ἄν εἶναι οἱ εὐχαριστίες μας, πῶς νά συγκριθοῦν πρός τό ὕψος μιᾶς τέτοιας θεϊκῆς ἀγάπης;
Στεργίου Σάκκου, Αὐγή μυστικῆς ἡμέρας, σελ. 103-120.
Δημιούργημα τοῦ παντοδύναμου, πάνσοφου καί πανάγαθου Θεοῦ εἶναι ὁ πανέμορφος κόσμος πού μᾶς περιβάλλει. Καί εἶναι γεγονός ὅτι ἡ τάξη, ἡ ἀκρίβεια, ἡ ἁρμονία, ἡ σκοπιμότητα, ὁ ρυθμός τοῦ σύμπαντος καθιστοῦν τόν κόσμο -ὄνομα καί πρᾶγμα- πραγματικό «κόσμημα». Ἡ ἀπεραντοσύνη τοῦ οὐρανοῦ καί ἡ γοητεία τῆς θάλασσας, τά φωτεινά ἄστρα καί τά ψηλά βουνά, ἡ πλούσια βλάστηση καί τό ζωικό βασίλειο, μά πάνω ἀπ’ ὅλα, ὁ ἄνθρωπος, τό ἔκπαγλο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, μαρτυροῦν πόσο «καλὰ λίαν» (Γέ 1,31) τά ἔπλασε ὅλα ὁ Δημιουργός.
Μέσα σ’ αὐτόν τόν ὑπέροχο κόσμο φύτεψε ὁ Θεός τόν παράδεισο, μία σμικρογραφία τοῦ κόσμου, ὅπου συγκέντρωσε ὅλα τά καλά καί τά ὡραῖα τοῦ σύμπαντος γιά τόν ἄνθρωπο, τόν ὁποῖο ἀγάπησε. Μέ τόν παράδεισο ὁ Κύριος μᾶς χάρισε ὁλόκληρη τήν κτίση σάν ἕναν οἶκο, γιά νά μένουμε μέσα σ᾿ αὐτόν. Ὁ ἴδιος ὡς οἰκοδόμος τῆς κτίσεως, ὡς οἰκονόμος της καί πρῶτος ἀξιωματικά οἰκολόγος, ἔθεσε τούς ὅρους τῆς σχέσεώς μας μέ αὐτήν· μᾶς ἔβαλε μέσα στόν παράδεισο «ἐργάζεσθαι αὐτὸν καὶ φυλάσσειν» (Γέ 2,15), γιά νά τόν ἐργαζόμαστε καί νά τόν φυλάγουμε.
Ὅλα ἀπό ἀγάπη γιά τόν ἄνθρωπο τά ἔπλασε ὁ Θεός, καί τόν ἄνθρωπο τόν ἔπλασε γιά τόν ἑαυτό του. Ἐκεῖνος ὅμως πρόδωσε τήν ἀγάπη τοῦ Δημιουργοῦ του. Παρέβη τήν θεϊκή ἐντολή, πού εἶχε σκοπό νά δοκιμάσει τήν ἐλεύθερη βούλησή του, κι ἔγινε ἀποστάτης, μέ ἀποτέλεσμα νά βρεθεῖ ἐξόριστος ἀπό τόν παράδεισο. Τότε ἦταν πού ἀγρίεψε καί ὅλη ἡ δημιουργία· γέμισε ἀγκάθια καί τριβόλια, ἀγρίμια καί θηρία. Ἀπό τότε, «πᾶσα ἡ κτίσις συστενάζει καὶ συνωδίνει» (Ρω 8,22) μαζί μέ τόν πεσμένο ἄνθρωπο, πού ἀλλοτριωμένος ἀπό τόν Κτίστη του ταλαιπωρεῖται, αὐτοκαταστρέφεται καί συμπαρασύρει στήν καταστροφή καί ὅλη τήν κτίση. Ἔτσι βλέπουμε σήμερα γύρω μας τόν παράδεισο νά ἔχει γίνει κόλαση. Ὁ οὐρανός εἶναι θολός ἀπό θανατερούς καπνούς καί χάσκει ἀνοιχτός μέ τίς τρύπες τοῦ ὄζοντος, ἀπό ὅπου μᾶς πυροβολοῦν ἀνεμπόδιστα φονικές κοσμικές ἀκτινοβολίες. Ὁ ἥλιος μᾶς καίει μέ τό φῶς του, ἡ γῆ σαλεύεται ἀπό τά θεμέλιά της. Οἱ πηγές στερεύουν, τά δάση καίγονται, οἱ τροφές καταστρέφουν. Οἱ θάλασσες, οἱ ποταμοί καί ὁ ἀέρας μολύνονται ἀπό ἐπικίνδυνα χημικά λύματα -παραγωγή τῆς τεχνολογικῆς προόδου μας- πού σκορποῦν ραγδαῖα τόν ὄλεθρο σέ κάθε τι ζωντανό. Οἱ εἰκόνες τῆς Ἀποκαλύψεως (κεφ. 8 καί 9) ζωντανεύουν ἐφιαλτικά μπροστά μας. Γιατί; Ποιός καταστρέφει τήν κτίση καί μᾶς ρημάζει; Κάτω ἀπό τό μαστίγιο τῆς οἰκολογικῆς καταστροφῆς, πού χαράσσει ὀδυνηρά τό κορμί μας μέ δάκρυα καί αἷμα, ἀναγκαζόμαστε νά τό ὁμολογήσουμε μέ συντριβή· οἱ βάνδαλοι εἴμαστε ἐμεῖς! Ἡ ἀπληστία μας, ἡ μανία νά καταναλώνουμε ὅλο καί περισσότερα, ἡ μέθη τοῦ εὐδαιμονισμοῦ μᾶς σπρώχνουν νά ἀσχημονοῦμε εἰς βάρος τῆς φύσεως. Παράγουμε ὑπέρμετρα βιάζοντας τήν φύση καί σπαταλοῦμε ἄμετρα φθείροντας τόν ἑαυτό μας.
Στήν ἑορτή τῆς θείας Ἀναλήψεως ψάλλουμε: «Γηράσαντα, Κύριε, κόσμον πολλοῖς ἁμαρτήμασι...». Κύριε, ὁ κόσμος γήρασε, πάλιωσε, καταστράφηκε. Καί ποιά εἶναι ἡ αἰτία αὐτῆς τῆς καταστροφῆς; «Πολλοῖς ἁμαρτήμασι», οἱ ἁμαρτίες μας! Ὁ Θεός τά ἔκανε ὅλα ὄμορφα, ἀλλά τά δικά μας πολλά ἁμαρτήματα διασάλευσαν τήν ἁρμονία καί ἀναστάτωσαν τό σύμπαν. Ἐπειδή διέκοψε τήν σχέση του μέ τόν Θεό ὁ ἄνθρωπος κατήντησε σέ δυσαρμονία πρός τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του καί πρός τόν συνάνθρωπό του καί πρός τήν κτίση. Ἔτσι προέκυψε ἡ οἰκολογική καταστροφή· αὐτός πού θά φύλαγε καί θά προστάτευε τήν κτίση, τήν καταστρέφει ἀσυλλόγιστα καί βάναυσα περιφρονώντας τόν Κτίστη καί ἀδιαφορώντας γιά τό ἅγιο θέλημά του. Οἰκολογική καταστροφή εἶναι ἡ ἀσπλαγχνία τῶν γονέων, ἡ ἀνταρσία τῶν παιδιῶν, ἡ διαστροφή τῆς φύσεως ἀνδρῶν καί γυναικῶν, ἡ ὁμοφιλοφυλία καί τόσα ἄλλα θλιβερά πού σάν γάγγραινα ἁπλώνονται στήν κοινωνία μας. Καί εἶναι στ᾿ ἀλήθεια φρικτό ὅτι σήμερα γίνονται σύλλογοι καί κόμματα οἰκολογικά, ὀργανώνονται ἐκδηλώσεις καί ἐξορμήσεις γιά τόν περιορισμό τῆς οἰκολογικῆς καταστροφῆς, γιά τήν διάσωση τῆς χλωρίδας καί τῆς πανίδας, καί κανένα ἐνδιαφέρον δέν ἐκδηλώνεται γιά τόν ἴδιο τόν φθορέα τῆς φύσεως, τόν διεφθαρμένο ἄνθρωπο.
Τί τραγικό! Ὁ «κόσμος» ἀπό κόσμημα κατήντησε νά σημαίνει ἐκείνους πού παραβαίνουν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, πού βαδίζουν ἐνάντια στόν Θεό καί τό σχέδιό του (βλ. Ἰα 4,4· Α´ Ἰω 2,15-16· 5,19). Ἐντούτοις, δέν ἔπαψε ποτέ νά εἶναι τό ἀντικείμενο τῆς ἀγάπης καί τῆς φροντίδας τοῦ Θεοῦ· «οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰω 3, 16). Γι᾿ αὐτό ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐπινόησε τρόπο ἀνανέωσης, ἀνάπλασης τοῦ γηρασμένου ἀπό τήν ἁμαρτία κόσμου. Ἦρθε, λοιπόν, ὁ Κύριος, ὁ «κοσμήτωρ» πού ἔπλασε τόν κόσμο, νά ἀνακαινουργιώσει τόν φθαρμένο κόσμο μας. Δέν ἄντεχε νά τόν βλέπει χαλασμένο! Ἀκοῦμε στήν ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν· «σῶσαι θέλων τὸν κόσμον ὁ τῶν ὅλων κοσμήτωρ, πρὸς τοῦτο αὐτεπάγγελτος ἦλθε». Μέ τήν θέλησή του, χωρίς κανείς νά τόν ἀναγκάσει, μόνον ἀπό μεγάλη ἀγάπη γιά τόν ἄνθρωπο, ἦλθε στόν κόσμο ὁ Δημιουργός του, γιά νά τόν φτιάξει ξανά καινούργιο, ὄμορφο, νά τόν ἀναδημιουργήσει.
Αὐτήν τήν νέα δημιουργία τήν βλέπουμε πρῶτα πρῶτα στό ἴδιο τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος -«ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο» (Ἰω 1,14)-, καί στόν κόσμο φανερώθηκε ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ Χριστός. Δέν ἔχει σχέση μέ τόν παλιωμένο ἄνθρωπο, διότι δέν ἔχει τήν καταγωγή του ἀπό τόν προπάτορα Ἀδάμ. Ἡ σύλληψή του εἶναι ἄσπορος, ἡ γέννησή του ἄφθορος, ἐκ Παρθένου. Εἶναι ὁ Ἀναμάρτητος! Ἔτσι ἀρχίζει ἡ ἀναδημιουργία. Στήν συνέχεια, μέ τά καταπληκτικά σημεῖα τά ὁποῖα ὁ Χριστός ἐπιτελεῖ ἡ ἀναδημιουργία γίνεται ὁλοένα καί πιό φανερή. Ἡ ἀνάστασή του, τέλος, τό πιό καταπληκτικό γεγονός τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας, γίνεται ἡ μήτρα, ὁ σπόρος, ἡ ἀπαρχή τῆς ἀναγεννήσεως ὅλων τῶν ἀνθρώπων.
Ὁ Ἀναστημένος μπολιάζει μέ τήν θεανθρώπινη φύση του τήν ἀνθρωπότητα καί ἔτσι τήν ἀνακαινίζει. Μέ τόν λόγο του σάν μέ μαχαίρι τέμνει τό σάπιο εἶναι μας καί μέ τό μυστήριο τῆς χάριτός του χύνει μέσα στίς φλέβες μας τό Αἷμα του, βάζει μέσα στό κορμί μας τό Σῶμα του καί μᾶς δίνει νέα ζωή, θεϊκή, μᾶς κάνει θεούμενους ἀνθρώπους μέσα στήν «καινὴ κτίσι» (Γα 6,15), στήν Ἐκκλησία του. Νά γιατί κινοῦνται σέ λανθασμένη κατεύθυνση οἱ σημερινοί οἰκολόγοι, πού φροντίζουν γιά τήν σωτηρία τῆς ἄψυχης φύσεως ἀδιαφορώντας γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Μοιάζουν μέ τούς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ πού ἀναγνώριζαν, βέβαια, τά θαύματα πού ἔκανε, ἔδειχναν ἐνδιαφέρον γιά τίς θεραπεῖες τοῦ σώματος, ἀλλά ἀγνοοῦσαν ἤ ἀδιαφοροῦσαν ἤ περιφρονοῦσαν τόν σκοπό γιά τόν ὁποῖο τά ἔκανε, τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς.
Στήν ζωή τῶν ἁγίων βλέπουμε χειροπιαστή τήν νεουργία τῆς κτίσεως͘ ἰδιαίτερα στήν μορφή ἐκείνης πού εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλους τούς ἁγίους, τῆς Παναγίας. Δίπλα στόν Υἱό της, τό πρότυπο τῆς νέας ἀνθρωπότητος, στέκεται, νέος κι αὐτή ἄνθρωπος, ἡ ἀειπάρθενος Θεοτόκος. Ἀποτελεῖ τήν νέα γῆ, ἀπό τήν ὁποία βλάστησε χωρίς σπέρμα -δημιουργικά καί πάλι- ἡ καινούργια ζωή. Τήν γῆ αὐτή ὁ Κτίστης τήν φυλάγει, ὅπως ἤθελε νά φυλάγουμε τόν παράδεισο, ἄφθορη, παρθενική. Τήν καθιστᾶ ὁ Θεάνθρωπος τόν πρῶτο ἀνθρωπόθεο, γιά νά δείξει σέ μᾶς ποιός εἶναι ὁ προορισμός καί ἡ ἀποστολή μας.
Πῶς ὅμως μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ ἡ δική μας ἀνακαίνιση; Μέ τήν ἔνταξή μας, τήν ἐνσωμάτωσή μας στήν νέα κτίση πού ὁ Χριστός μᾶς χάρισε μετά τήν ἀνάστασή του, στήν Ἐκκλησία. Διαβάζουμε στήν πρός Γαλάτας Ἐπιστολή· «ἐν γὰρ Χριστῷ ᾿Ιησοῦ οὔτε περιτομή τι ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία, ἀλλὰ καινὴ κτίσις» (6,15). «Ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ», δηλαδή στόν χριστιανισμό, δέν ἔχει καμία ἰσχύ καί ἀξία οὔτε ὁ ἰουδαϊσμός οὔτε ἡ εἰδωλολατρία· ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι μιά καινούργια δημιουργία.
Γιά νά ἐνσωματωθεῖ ὁ ἄνθρωπος στήν νέα κτίση τῆς Ἐκκλησίας, χρειάζεται νά ὁμολογήσει τήν πίστη του στόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό καί νά βαπτισθεῖ στό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Μέ τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος γίνεται μέλος στό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ πρῶτα πραγματοποιεῖται μία νεκρανάσταση· πεθαίνει ὁ παλαιός ἄνθρωπος, ὁ Ἀδάμ, καί γεννιέται ὁ χριστιανός, ἕνας καινούργιος ἄνθρωπος, ἐνδεδυμένος τόν Χριστό. Ψάλλουμε κατά τήν τέλεση τοῦ μυστηρίου· «ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε» (βλ. Γα 3,27).
Ὁ ἐνδεδυμένος τόν Χριστό ἄνθρωπος ἔχει «νοῦν Χριστοῦ» (Α´ Κο 2,16), «καρδιά Χριστοῦ», «βούληση Χριστοῦ». Ἔχει, ἐπίσης, συνείδηση «ἐν Πνεύματι ἁγίῳ». Γι’ αὐτό ἀποτελεῖ μέσα στόν κόσμο ἕνα νέο εἶδος ἀνθρώπου. Γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Ρωμαίους Ἐπιστολή του· «συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διὰ τοῦ βαπτίσματος εἰς τὸν θάνατον, ἵνα ὥσπερ ἠγέρθη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν διὰ τῆς δόξης τοῦ πατρός, οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν» (Ρω 6,4). Μιά καινούργια ζωή ξεκινᾶ μετά τό Βάπτισμα, ἀναστημένη ἀπό τά πάθη, ξένη πρός τήν νοοτροπία αὐτοῦ τοῦ κόσμου.
Ἡ καινούργια αὐτή ζωή τοῦ ἀναγεννημένου πιστοῦ ρυθμίζεται ἀπό τήν καινούργια νομοθεσία, τήν Καινή Διαθήκη. Θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι τό περιεχόμενό της ὁρίζεται ἐπιγραμματικά ὡς ἑξῆς· «πίστις δι᾿ ἀγάπης ἐνεργουμένη» (Γα 5,6). Ἡ πίστη συνδέει τόν ἄνθρωπο μέ τόν Θεό καί τοῦ ἐξασφαλίζει τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά εἶναι καί αὐτός ἕνας μικρός θεός ἐπί τῆς γῆς. Ἡ ἀγάπη τόν συνδέει μέ τόν συνάνθρωπο καί τόν ἀδελφοποιεῖ.
Ἡ ἐντολή τῆς ἀγάπης χαρακτηρίσθηκε ἀπό τόν Κύριο καινούργια· «ἐντολὴν καινὴν δίδωμι ὑμῖν ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ἰω 13,34). Δέν ἦταν ἄγνωστο, βέβαια, ὥς τότε τό πανανθρώπινο αἴσθημα τῆς ἀγάπης. Εἶναι, ὡστόσο, καινούργια ἡ ἐντολή τοῦ Χριστοῦ, διότι συμπληρώνεται μέ τό «καθὼς ἠγάπησα ὑμᾶς» (Ἰω 13,34). Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό καινούργιο στοιχεῖο. Ἡ ἀγάπη αὐτή φθάνει ὥς τήν θυσία· «μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει, ἵνα τις τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῇ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐ-τοῦ» (Ἰω 15,13), εἶχε πεῖ ὁ Κύριος στούς μαθητές του λίγο πρίν ἀπό τό Πάθος. Τόση εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Κυρίου γιά μᾶς, ὥστε ἄφησε τήν δόξα τοῦ οὐρανοῦ καί ὑπέμεινε γιά τήν σωτηρία μας μία σειρά ταπεινώσεων (βλ. Φι 2,6-8), φθάνοντας ὥς τήν ἔσχατη θυσία, τήν θυσία τοῦ σταυροῦ. Γι᾿ αὐτό, ὁ χριστοποιημένος ἄνθρωπος ἀγαπᾶ μέ θυσιαστική ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη του ἐκδηλώνεται μέ τήν ἐλεημοσύνη, τήν συγχωρητικότητα, τήν ἀνεξικακία. Πρόκειται γιά ἐκδηλώσεις ἄγνωστες στόν κόσμο πού ζῆ μακριά ἀπό τόν Θεό, στοιχεῖα ὅμως ταυτότητος γιά ἐκεῖνον πού θέλει νά εἶναι γνήσιος μιμητής τοῦ Χριστοῦ, ἄξιος νά φέρει τό ὄνομὰ του.
Βέβαια, καθώς ζῆ μέσα στόν κόσμο ὁ χριστιανός διατρέχει τόν κίνδυνο νά παρασυρθεῖ ἀπό τό ρεῦμα τοῦ κόσμου. Γι᾿ αὐτό ἔχει ἀνάγκη ἀπό συνεχῆ ἀνανέωση. Ἄν ὁ πιστός δέν γίνεται συνεχῶς πιστότερος, παύει νά εἶναι πιστός. Ἄν ὁ καλός δέν γίνεται καλύτερος, παύει νά εἶναι καλός. Καί ἄν ὁ ἅγιος δέν γίνεται ἁγιώτερος, χάνει τήν ἁγιότητά του. Γι᾿ αὐτό ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ παραγγέλλει· «ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι» (Ἀπ 22,11). Τότε εἶναι ἀληθινή ἡ πίστη, ἡ καλωσύνη, ἡ ἁγιότητα, ὅταν συνεχῶς ἀνανεώνονται καί αὐξάνουν.
Μέσα στήν Ἐκκλησία προσφέρεται ἡ δυνατότητα τῆς ἀνανεώσεως. Μέ τήν μαθητεία στίς ἅγιες Γραφές ὁ νοῦς τοῦ πιστοῦ τρέφεται καί τό φρόνημά του ἀνανεώνεται. Μέ τήν συμμετοχή του στόν πνευματικό ἀγώνα, ὡς μέλος τῆς στρατευομένης Ἐκκλησίας ἀνανεώνει τήν βούλησή του, τήν ἀπόφαση γιά μιά ζωή κοντά στόν Θεό. Μέ τήν μυστηριακή ζωή, τέλος, ὁ πιστός ἀνανεώνει συνεχῶς τό αἷμα τῆς καρδιᾶς του. Δέχεται μετάγγιση αἵματος ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό καί ζῆ τήν τελειότερη αἱμοκάθαρση, ἐφόσον τό αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ «καθαρίζει ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἁμαρ¬τίας» (Α´ Ἰω 1,7).
Προφητικά ὁ Ἠσαΐας μετέφερε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ· «ἰδοὺ ἐγὼ ποιῶ καινά» (43,19). Ὁ ἀπόστολος Παῦλος βεβαίωσε τό γεγονός· «τὰ ἀρχαῖα παρῆλθεν, ἰδοὺ γέγονε καινὰ τὰ πάντα» (Β´ Κο 5,17). Ἡ Ἐκκλησία ὁμολογεῖ· νέαν ἔδειξε κτίσιν ἐμφανίσας ὁ κτίστης ἡμῖν τοῖς ὑπ᾿ αὐτοῦ γενομένοις. Ὁ Κύριος μέ τήν ἐνανθρώπησή του, πράγματι, ἀνακαίνισε τόν ἄνθρωπο. Ἔθεσε ἔτσι τά θεμέλια καί τήν βάση γιά τήν σωστή οἰκολογία καί τήν ἀσφάλεια τῆς κτίσεως. Ἡ Ἐκκλησία συνεχίζοντας τό ἔργο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μέσα στόν κόσμο μέ τό Εὐαγγέλιο καί τά Μυστήριά της προσφέρει πνευματική καλλιέργεια καί θαυμαστή ἀλλοίωση. Μέσα στήν ἀτμόσφαιρα τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἀκόμη κι αὐτά τά φυσικά ἀγαθά ἁγιάζονται καί ἱεροποιοῦνται. Τό κοινό νερό γίνεται μυστηριακά «λουτρὸ παλιγγενεσίας» (Ττ 3,5), τό ἁπλό λάδι μεταβάλλεται σέ «χρῖσμα ἀγαλλιάσεως», τό καθημερινό ψωμί καί κρασί μεταποιεῖται σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ. Ἡ σχέση μας μέ τήν κτίση ἀποκαθίσταται. Τήν ἀπολαμβάνουμε «μετὰ εὐχαριστίας» (Α´ Τι 4,4) καί τήν ἁγιάζουμε «διὰ λόγου Θεοῦ καὶ ἐντεύξεως» (Α´ Τι 4,5).
Σέ ὅλο τό μεγαλεῖο της, ὡστόσο, ἡ νεουργία τῆς κτίσεως θά φανεῖ μετά τήν Δευτέρα Παρουσία. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει στήν πρός Ρωμαίους Ἐπιστολή· «ἡ γὰρ ἀποκαραδοκία τῆς κτίσεως τὴν ἀποκάλυψιν τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ ἀπεκδέχεται» (8,19). Ἡ δημιουργία ἀποκαραδοκεῖ, περιμένει μέ λαχτάρα τήν ἀπολύτρωσή μας. Τότε, ὅταν οἱ ἄνθρωποι θά ἀπολαμβάνουν τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν σωμάτων τους, θά ἀπολαύσει καί ἡ δημιουργία τήν ἀπελευθέρωσή της ἀπό τήν δουλεία τῆς φθορᾶς καί τῆς ματαιότητος, ἀπό τήν δυναστεία τοῦ χρόνου καί τῆς παρακμῆς (βλ. Ρω 8,20-21). Ἡ ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου εἶναι ἀδιάψευστη. Ὅπως θά «μετασχηματίσει τὸ σῶμα τῆς ταπεινώσεως ἡμῶν εἰς τὸ γενέσθαι αὐτὸ σύμμορφον τῷ σώματι τῆς δόξης αὐτοῦ» (Φι 3,21), ἔτσι θά ξαναπλάσει τήν φύση·͘ «καινοὺς δὲ οὐρανοὺς καὶ γῆν καινὴν κατὰ τὸ ἐπάγγλεμα αὐτοῦ προσδοκῶμεν», βεβαιώνει ὁ ἀπόστολος Πέτρος (Β´ Πέ 3,13· πρβλ. Ἠσ 65,17· 66,22). Καί ἡ Ἀποκάλυψη μιλᾶ γιά καινούργιο οὐρανό, καινούργια γῆ, καινούργια Ἰερουσαλήμ (βλ. 21,1-2). «Ἰδοὺ καινὰ ποιῶ πάντα» (Ἀπ 21,5), προαναγγέλλει ὁ Κύριος. Μετά τήν Δευτέρα Παρουσία, ἐγκαινιάζεται μία νέα ζωή, πού δέν περιγράφεται μέ τά ἀνθρώπινα δεδομένα· ἡ αἰώνια ζωή μαζί μέ τόν Χριστό, μέ ἀγαθά «ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν» (Α´ Κο 2,9).
Στεργίου Σάκκου, Αὐγή μυστικῆς ἡμέρας, σελ. 77-90.
Προσμένοντας τόν ἄρχοντα
Σήμερα ἔχουμε λαμπρό πανηγύρι κι εἶναι πιό χαρούμενη ἀπό τό συνηθισμένο ἡ σύναξή μας. Ποιά λοιπόν εἶναι ἡ αἰτία; Τῆς νηστείας εἶναι αὐτό τό κατόρθωμα. Τό ξέρω κι ἐγώ· τῆς νηστείας, πού δέν εἶναι παροῦσα, ἀλλά τήν περιμένουμε. Ἐκείνη, λοιπόν, μᾶς συγκέντρωσε στό πατρικό σπίτι· ἐκείνη καί κείνους πού προηγουμένως ἦταν πιό ράθυμοι, σήμερα τούς ἔφερε καί πάλι στά χέρια τῆς μητέρας. Κι ἄν μόνο πού τήν περιμένουμε μᾶς ἔφερε τόση ἐγρήγορση, ὅταν θά φανεῖ καί θά φθάσει, πόση εὐλάβεια θά δημιουργήσει μέσα μας! Ἔτσι καί μιά πόλη, ὅταν πρόκειται νά μπεῖ σ’ αὐτήν κάποιος φοβερός ἄρχοντας, ἀφήνει κάθε ραθυμία καί γίνεται πολύ βιαστική. Ἀλλά μή φοβηθεῖτε πού ἀκούσατε ὅτι ἡ νηστεία εἶναι φοβερός ἄρχοντας. Γιατί δέν εἶναι γιά μᾶς φοβερή, ἀλλά γιά τή φύση τῶν δαιμόνων. Ἄν κάποιος εἶναι σεληνιαζόμενος, δεῖξε του τό πρόσωπο τῆς νηστείας. Θά μείνει πιό ἀκίνητος κι ἀπ’ αὐτές τίς πέτρες, γιατί θά παγώσει ἀπό τόν φόβο του καί θά ‘ναι σάν δεμένος μέ κάποιο δεσμό, ἰδιαίτερα δέ ὅταν δεῖ νά συνδέεται μέ τή νηστεία ἡ ἀδελφή καί ὁμόζυγος τῆς νηστείας, ἡ προσευχή. Γι’ αὐτό καί ὁ Χριστός λέει· τό γένος αὐτό δέν βγαίνει παρά μέ προσευχή καί νηστεία. Ὅταν, λοιπόν, ἔτσι διώχνει τούς ἐχθρούς τῆς σωτηρίας μας κι εἶναι τόσο φοβερή στούς ἐχθρούς τῆς ζωῆς μας, πρέπει νά τήν ἀγαποῦμε καί νά τή δεχόμαστε καί ὄχι νά τή φοβόμαστε.
Φίλη καί εὐεργέτις
Ἄν χρειάζεται φόβος, τή μέθη καί τήν πολυφαγία πρέπει νά φοβόμαστε, ὄχι τή νηστεία. Γιατί ἐκείνη δένοντάς μας τά χέρια πίσω, μᾶς παραδίδει δούλους καί αἰχμάλωτους στήν τυραννία τῶν παθῶν, σάν σέ κάποια φοβερή κυρία. Ἀντίθετα ἡ νηστεία, ἐνῶ μᾶς βρίσκει δούλους καί δεμένους, μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπό τήν τυραννία καί μᾶς ἐπαναφέρει στήν πρώτη ἐλευθερία. Ὅταν, λοιπόν, καί ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν μας πολεμεῖ καί ἀπό τή δουλεία μᾶς ἀπαλλάσσει καί στήν ἐλευθερία μᾶς ἐπαναφέρει, ποιά ἄλλη μεγαλύτερη ἀπόδειξη τῆς φιλίας της πρός τό γένος μας ζητᾶς; Ἡ πιό μεγάλη ἀπόδειξη φιλίας θεωρεῖται ὅτι εἶναι τό νά ἀγαπᾶ καί νά μισεῖ κάποιος τούς ἴδιους μ’ ἐμᾶς. Θέλεις νά μάθεις πόσο στολίδι γιά τούς ἀνθρώπους εἶναι ἡ νηστεία, πόση πειριφρούρηση καί ἀσφάλεια παρέχει; Σκέψου τό μακάριο καί θαυμαστό γένος τῶν μοναχῶν. Αὐτοί πού διέφυγαν τούς σύγχρονους θορύβους κι ἔτρεξαν πάνω πρός τίς κορυφές τῶν βουνῶν κι ἔστησαν τίς καλύβες τους στήν ἡσυχία τῆς ἐρημιᾶς, σάν σέ κάποιο φιλόξενο λιμάνι, πῆραν αὐτήν σάν συνέμπορο καί συγκοινωνό ὅλης τῆς ζωῆς. Καί ἀγγέλους, λοιπόν, ἀπό ἀνθρώπους, τούς ἔκανε. Καί ὄχι μόνον ἐκείνους, ἀλλά καί στίς πόλεις ὅσους βρεῖ νά τήν προτιμοῦν τούς ἀνεβάζει σ’ αὐτό τό ὕψος τῆς φιλοσοφίας.
Ὅπλο ἀπαραίτητο
Καί ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας, οἱ πύργοι τῶν προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἄν καί θεωροῦνταν ἀπό τούς ἄλλους λαμπροί καί μεγάλοι καί εἶχαν πολλή παρρησία, ὅταν ἤθελαν νά πλησιάσουν καί νά μιλήσουν στόν Θεό, ὅπως μποροῦσε ἄνθρωπος, σ’ αὐτήν κατέφυγαν καί μέ τά δικά της χέρια ἔκαναν προσφορά σ’ αὐτόν. Γι’ αὐτό καί ὁ Θεός ἀπ’ τήν ἀρχή, ὅταν ἔπλασε τόν ἄνθρωπο, ἀμέσως τόν ἔφερε καί τόν ἐμπιστεύτηκε στά χέρια τῆς νηστείας, σάν σέ φιλόστοργη μητέρα καί ἄριστη δασκάλα, βάζοντας στά δικά της χέρια τή σωτηρία ἐκείνου. Γιατί τό «ἀπό παντός ξύλου τοῦ παραδείσου βρώσει φαγῇ, ἀπό δέ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλόν καί πονηρόν οὐ φάγεσθε» εἶναι ἕνα εἶδος νηστείας.
Κι ἄν στόν παράδεισο ἦταν ἀναγκαία ἡ νηστεία, εἶναι πολύ περισσότερο ἔξω ἀπό τόν παράδεισο. Ἄν πρίν πληγωθοῦμε ἦταν χρήσιμο τό φάρμακο, εἶναι πολύ περισσότερο μετά τό πλήγωμα. Ἄν μᾶς ἦταν κατάλληλο ὅπλο ὅταν ἀκόμη δέν εἶχε ξεσηκωθεῖ ὁ πόλεμος τῶν ἐπιθυμιῶν, εἶναι πολύ περισσότερο ἀναγκαία ἡ συμμαχία τῆς νηστείας μετά ἀπό τήν τόσο μεγάλη μάχη, τήν ὁποία κινοῦν οἱ ἐπιθυμίες, οἱ δαίμονες. Ἄν ἄκουγε αὐτή τή φωνή ὁ Ἀδάμ, δέν θά ἄκουγε τή δεύτερη, πού ἔλεγε: «Γῆ εἶ καί εἰς γῆν ἀπελεύσῃ». Ἀλλά ἐπειδή παρήκουσε αὐτήν, γι’ αὐτό ὑπάρχει θάνατος καί φροντίδες καί κόποι καί ἀθυμίες καί ζωή μικρότερη κι ἀπό τόν θάνατο. Γι’ αὐτό ἀγκάθια καί τριβόλια, γι’ αὐτό κόποι καί πόνοι καί ζωή γεμάτη μόχθους…
Νηστεία παθῶν
Γι’ αὐτό εἶναι ἡ νηστεία καί ἡ τεσσαρακοστή καί οἱ συνάξεις καί οἱ ἀκροάσεις καί οἱ προσευχές καί οἱ διδασκαλίες τόσων πολλῶν ἡμερῶν, ὥστε μέ κάθε τρόπο τά ἁμαρτήματα, πού ὅλο τό χρόνο κόλλησαν πάνω μας νά τά καθαρίσουμε μ’ αὐτή τή σπουδή τῶν θεϊκῶν ἐντολῶν κι ἔτσι μέ παρρησία πνευματική καί μέ εὐλάβεια νά μετέχουμε στήν ἀναίμακτη ἐκείνη θυσία. Γιατί, ἄν δέν συμβεῖ αὐτό, ἄδικα, στά χαμένα καί ἐντελῶς ἀνώφελα ὑπομείναμε τόν τόσο μεγάλο κόπο. Καθένας, λοιπόν, ἄς ἀναλογισθεῖ μόνος του ποιό ἐλάττωμα διόρθωσε, ποιό κατόρθωμα ἀπέκτησε ἐπιπλέον, ποιά ἁμαρτία ἀπέβαλε, ποιά κηλίδα ξέπλυνε, σέ τί ἔγινε καλύτερος. Κι ἄν μέν βρεῖ ὅτι μέ τή νηστεία ἀπέκτησε κάτι παραπάνω γι’ αὐτό τό ὡραῖο ἐμπόριο, καί δεῖ ὅτι πολύ φρόντισε γιά τά τραύματά του, ἄς προσέλθει. Ἄν ὅμως ἔμεινε ἀμελής κι ἔχει μόνο τή νηστεία νά ἐπιδείξει ἐνῶ δέν κατόρθωσε τίποτε ἀπό τἀ ἄλλα, ἄς μείνει ἔξω καί τότε νά εἰσέλθει, ὅταν θά καθαρίσει ὅλα τά ἁμαρτήματα.
Κανείς νά μή στηρίζεται μόνο στή νηστεία, ἄν ἔμεινε ἀδιόρθωτος στά κακά. Γιατί ἐκεῖνος μέν πού δέν νηστεύει εἶναι φυσικό καί νά βρεῖ συγχώρηση, ἄν προβάλλει τήν ἀσθένεια τοῦ σώματος. Ἐκεῖνος ὅμως πού δέν διόρθωσε τά σφάλματά του, εἶναι ἀδύνατο νά βρεῖ ἀπολογία. Δέν νήστευσες, γιά τήν ἀσθένεια τῆς σαρκός. Μέ τούς ἐχθρούς σου γιατί δέν συμφιλιώθηκες; Πές μου. Μήπως κι ἐδῶ μπορεῖς νά προβάλεις τήν ἀσθένεια τοῦ σώματος; Ἄν πάλι ἐπιμένεις νά ἔχεις κακία καί φθόνο, ποιά ἀπολογία θά ἔχεις; Πές μου. Γιατί, γι’ αὐτά τά ἐλαττώματα δέν μπορεῖς καθόλου νά καταφύγεις σέ ἀσθένεια σώματος.
Ἰωάννου Χρυσοστόμου
Ἀπό τούς λόγους εἰς τούς ἀνδριάντας
PG 49,197-198.305-308
12,1. Ὁ οὖν ᾿Ιησοῦς πρό ἓξ ἡμερῶν τοῦ πάσχα ἦλθεν εἰς Βηθανίαν, ὅπου ἦν Λάζαρος ὁ τεθνηκώς, ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν.
ἦλθεν εἰς Βηθανίαν: Μετά τήν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου πού εἶχε γίνει πρίν ἀπό λίγο καιρό, ὁ Ἰησοῦς εἶχε ἀποσυρθεῖ μαζί μέ τούς μαθητές του στήν πόλη Ἐφραίμ, κοντά στήν ἔρημο (Ἰω 11,54). Ἤθελε νά ἀποφύγει τούς φαρισαίους οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἄγριες διαθέσεις ἐναντίον του καί εἶχαν ἤδη ἀποφασίσει τό θάνατό του.
Ἕξι μέρες πρίν ἀπό τό Πάσχα ἦρθε στή Βηθανία γιά νά συμμετάσχει στήν καθιερωμένη γιορτή τοῦ Πάσχα, πού γινόταν στά Ἰεροσόλυμα. Ἡ Βηθανία ἦταν προάστιο τῆς Ἰερουσαλήμ, ἀπό τήν ὁποία ἀπεῖχε 3 χιλιόμετρα. Ὅσες φορές πήγαινε ὁ Ἰησοῦς μέ τούς μαθητές του στά Ἰεροσόλυμα γιά τό Πάσχα ἤ γιά ἄλλες γιορτές, φιλοξενοῦνταν στή Βηθανία, στό σπίτι τοῦ Λαζάρου. Κάθε πρωί πήγαινε στά Ἰεροσόλυμα, κήρυττε ὅλη τή μέρα, καί τό βράδυ γύριζε στή Βηθανία.
12,2. ἐποίησαν οὖν αὐτῷ δεῖπνον ἐκεῖ, καί ἡ Μάρθα διηκόνει· ὁ δέ Λάζαρος εἷς ἦν τῶν ἀνακειμένων σύν αὐτῷ.
ἐποίησαν οὖν αὐτῷ δεῖπνον ἐκεῖ: Οἱ εὐαγγελιστές Ματθαῖος καί Μᾶρκος λένε ὅτι ὁ Ἰησοῦς φιλοξενήθηκε «ἐν τῇ οἰκίᾳ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ» (Μθ, 26,6· Μρ 14,3). Ὁ Σίμων ὁ λεπρός ἦταν ὁ πατέρας τῶν τριῶν ἀδελφῶν Λαζάρου, Μάρθας καί Μαρίας. Τότε πού φιλοξενοῦνταν ὁ Ἰησοῦς στό σπίτι αὐτό, ὁ Σίμων δέν ζοῦσε. Ἴσως εἶχε πεθάνει ἀπό λέπρα, πρίν ἀπό χρόνια, γι’ αὐτό καί τό σπίτι του λεγόταν «οἰκία Σίμωνος τοῦ λεπροῦ».
ἡ Μάρθα διηκόνει: Ἡ Μάρθα ἦταν νοικοκυρά καί ἀνδρεία γυναίκα, μέ τήν ἔννοια πού ἔχει ἡ λέξη στίς Παροιμίες (29,28). Τήν ἀγάπη καί εὐγνωμοσύνη της πρός τόν διδάσκαλο τήν ἐκφράζει διακονώντας τον.
ὁ δέ Λάζαρος εἷς τῶν ἀνακειμένων σύν αὐτῷ: Ἀναφέροντας αὐτή τή λεπτομέρεια ὁ εὐαγγελιστής τονίζει ὅτι ὁ Λάζαρος εἶχε ὅλες τίς ἐκδηλώσεις τῆς φυσιολογικῆς ζωῆς. Δηλαδή μετά τήν ἀνάστασή του ζοῦσε καί συναναστρεφόταν κανονικά τούς ἄλλους ἀνθρώπους, ἔτρωγε μαζί τους, κτλ.
12,3. Ἡ οὖν Μαρία, λαβοῦσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτίμου, ἤλειψε τούς πόδας τοῦ ᾿Ιησοῦ καί ἐξέμαξε ταῖς θριξίν αὐτῆς τούς πόδας αὐτοῦ· ἡ δέ οἰκία ἐπληρώθη ἐκ τῆς ὀσμῆς τοῦ μύρου.
Τό περιστατικό αὐτό, ὅπως εἴπαμε, τό διηγοῦνται καί οἱ εὐαγγελιστές Ματθαῖος καί Μᾶρκος, ἐκεῖνοι ὅμως δέν ἀναφέρουν τό ὄνομα τῆς Μαρίας. Λένε ἁπλῶς «γυνή τις», ἐνῶ ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης μᾶς λέει ὅτι ἦταν ἀδελφή τοῦ Λαζάρου καί τῆς Μάρθας. Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς μᾶς διηγεῖται μία ἄλλη μύρωση, πού δέχθηκε ὁ Ἰησοῦς ἀπό μία ἁμαρτωλή γυναίκα, στό σπίτι κάποιου Σίμωνα φαρισαίου (Λκ 7,36-50). Πρόκειται γιά δύο ἐντελῶς ξεχωριστά καί ἄσχετα περιστατικά. Τό περιστατικό πού διηγεῖται ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς ἔγινε στή Γαλιλαία, πολύ πρίν ἀπό τή σταύρωση τοῦ Ἰησοῦ, καί ἡ ἁμαρτωλή γυναίκα ἐξέφρασε μ’ αὐτό τή μετάνοιά της. Ἡ μύρωση τήν ὁποία ἀναφέρουν οἱ εὐγγελιστές Ματθαῖος, Μᾶρκος καί Ἰωάννης ἔγινε στήν Ἰουδαία, στή Βηθανία, 6 μέρες πρίν ἀπό τή σταύρωση, καί μέ τήν πράξη της αὐτή ἡ Μαρία δήλωνε τήν ἀγάπη καί τό σεβασμό της πρός τόν Διδάσκαλο.
Ἐπίσης δέν πρέπει νά συγχέουμε τή Μαρία αὐτή μέ τή Μαρία τή Μαγδαληνή. Ἡ Μαγδαληνή ἦταν ἀπό τή Γαλιλαία καί ἡλικιωμένη, ἐνῶ ἡ Μαρία, ἡ ἀδελφή τοῦ Λαζάρου ἦταν ἀπό τήν Ἰουδαία καί νεαρή στήν ἡλικία.
λίτρα: Μέτρο γιά ὑγρά, ἦταν περίπου 325 γραμμάρια.
μύρου νάρδου πιστικῆς: Ἄρωμα ὑγρῆς νάρδου. Ἡ νάρδος ἦταν ἕνα ἰνδικό ἀρωματικό φυτό. Κυκλοφοροῦσε στήν ἀγορά μέ δύο μορφές. α) Σέ δέσμες ξηρῶν φυτῶν καί β) σέ ρευστό ἄρωμα, πού ἔβγαινε ὡς ἀπόσταγμα ἀπό μεγάλη ποσότητα ξηρῶν φυτῶν νάρδου.
Τό ρευστό ἄρωμα εἶναι ἡ πιστική νάρδος, πού ἦταν πολύ πιό ἀκριβή ἀπό τήν ξηρά νάρδο, γι’ αὐτό καί ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης τήν ὀνομάζει «πολύτιμον», ἐνῶ ὁ Ματθαῖος λέει ὅτι ἦταν «βαρύτιμος» καί ὁ Μᾶρκος «πολυτελής». Ὅλα σημαίνουν ὅτι κόστιζε πολύ, ἦταν πανάκριβη. Οἱ εὐαγγελιστές Ματθαῖος καί Μᾶρκος λένε ὅτι τό δοχεῖο τοῦ μύρου ἦταν «ἀλάβαστρον». Τό ἀλάβαστρο ἦταν ἕνα στενόμακρο ἀγγεῖο, ὅπου φύλαγαν πολύτιμα ὑγρά, συνήθως ἀρώματα. Δέν εἶχε στόμιο· ἦταν σάν τίς σημερινές γυάλινες ἀμποῦλες τῶν ἐνέσεων. Γιά νά χρησιμοποιήσουν τό ἄρωμα, ἔσπαζαν τό λαιμό τοῦ ἀγγείου. Ἔτσι, τό ἀλάβαστρο ἦταν ἀγγεῖο μιᾶς μόνο χρήσεως.
ἤλειψε τούς πόδας τοῦ Ἰησοῦ: Οἱ ἀρχαῖοι ἔτρωγαν ξαπλωμένοι σέ ντιβάνια καί φυσικά χωρίς παπούτσια· τό καλοκαίρι μάλιστα καί χωρίς κάλτσες. Ἐπειδή τότε οἱ ἄνθρωποι ἔκαναν πολλές πορεῖες, τά πόδια τους σκονίζονταν καί μύριζαν ἄσχημα. Γι’ αὐτό, ὅταν φιλοξενοῦσαν οἱ νοικοκυρές ἕναν ξένο, συνήθιζαν νά τοῦ πλένουν τά πόδια, ὅπως σήμερα π.χ. τοῦ κρατοῦν τό ἐπανοφώρι γιά νά τό φορέσει ἤ τοῦ βάφουν τά παπούτσια. Σέ ἐπίσημες φιλοξενίες ἤ στίς γιορτές, μετά τό πλύσιμο ἄλειφαν τά πόδια καί μέ 1-2 γραμμάρια ἄρωμα. Φυσικά ἄλειφαν μόνο τό κάτω πόδι, τό πέλμα, πού μπαίνει στό παπούτσι, γιατί αὐτό μύριζε. Γι’ αὐτό καί ἡ Μαρία τά πόδια τοῦ Κυρίου τά ἄλειψε μέ μύρο. Ἐννοεῖται ὅτι ἡ μύρωση ἔγινε μετά τό πλύσιμο, πού μπορεῖ νά τό ἔκανε ἡ ἴδια ἡ Μαρία ἤ κάποιος ἄλλος. Ἀλλά ἀντί νά βάλει 1-2 γραμμάρια ἄρωμα, ἔκανε μία πρωτάκουστη πολυτέλεια. Τόν μύρωσε μέ μία λίτρα ἄρωμα, δηλαδή 325 γραμμάρια. Ὅπως μᾶς λέει ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος, τό ἄρωμα τό ἔχυσε ἡ Μαρία ὄχι μόνο στά πόδια, ἀλλά καί στό κεφάλι τοῦ Ἰησοῦ, δείχνοντας ἔτσι τήν ὑπερβολική ἀγάπη της.
ἐξέμαξε ταῖς θριξίν αὐτῆς τούς πόδας αὐτοῦ: Γιά μιά ἰουδαία γυναίκα ἦταν πολύ ἐξευτελιστικό νἄχει λυμένα τά μαλλιά της. Ἀλλά ἡ Μαρία ὄχι ἁπλῶς τά λύνει· τά κάνει καί πετσέτα γιά νά σκουπίσει τά πόδια τοῦ Διδασκάλου.
12,4-5. Λέγει οὖν εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ᾿Ιούδας Σίμωνος ᾿Ισκαριώτης, ὁ μέλλων αὐτόν παραδιδόναι· διατί τοῦτο τό μύρον οὐκ ἐπράθη τριακοσίων δηναρίων καί ἐδόθη πτωχοῖς;
Τό μύρο, ὅπως τό ἐκτιμᾶ ὁ Ἰούδας, κόστιζε γύρω στά 300 δηνάρια. Ἕνα δηνάριο ἦταν ἕνα μεροκάματο γιά ἐργάτη. Ὅλο τό μύρο κόστιζε 300 δηνάρια. Τό ποσό αὐτό ἦταν σεβαστό γιά τούς φτωχούς μαθητές τοῦ Κυρίου. Τόσα χρήματα αὐτοί δέν τά 'βγαζαν οὔτε σ’ ἕνα χρόνο. Γι’ αὐτό καί παραπονοῦνται ὅλοι, ὅπως μᾶς λέει ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος. Γι’ αὐτούς ὅμως ἦταν μόνο ζήτημα νοοτροπίας ἡ ἀντίδραση. Ἁπλῶς ἦταν ἀσυνήθιστοι νά βλέπουν μιά τέτοια σπατάλη. Ἐνῶ ὁ Ἰούδας εἶχε εἰδικό λόγο νά ἀγανακτεῖ. Τόν δάγκωνε τό πάθος του. Γι’ αὐτό καί ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης ἀναφέρει μόνο τή δική του ἀντίδραση.
Ἰούδας Σίμωνος Ἰσκαριώτης: Ὁ Ἰούδας ἦταν ἕνας ἀπό τούς δώδεκα μαθητές τοῦ Κυρίου καί ὀνομαζόταν Ἰσκαριώτης, ἴσως διότι καταγόταν ἀπό τήν πόλη Ἰσκαριώθ ἤ Καριώθ.
ὁ μέλλων αὐτόν παραδιδόναι: Ἐδῶ φαίνεται πόσο θεόπνευστος καί πνευματοκίνητος εἶναι ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης. Δέν ἐκφράζει κανένα παράπονο. Δέν λέει κανένα κακό λόγο ἐναντίον τοῦ προδότη Ἰούδα. Μᾶς διηγεῖται μόνο τήν ἱστορία χωρίς νά ἀνακατεύει καθόλου σ’ αὐτή τά δικά του συναισθήματα.
12,6. Εἶπε δέ τοῦτο οὐχ ὅτι περί τῶν πτωχῶν ἔμελεν αὐτῷ, ἀλλ' ὅτι κλέπτης ἦν, καί τό γλωσσόκομον εἶχε καί τά βαλλόμενα ἐβάσταζεν.
τό γλωσσόκομον: Ἦταν μιά μικρή θήκη ὅπου οἱ αὐλητές (ὀργανοπαῖκτες) ἔβαζαν τή γλῶσσα τοῦ αὐλοῦ. Ἔπειτα ὀνομάσθηκε γλωσσόκομο καί κάθε κιβώτιο ἤ θήκη καί εἰδικώτερα τό σακκούλι ὅπου φύλαγαν τά νομίσματα, τό πορτοφόλι.
12,7. Εἶπεν οὖν ὁ ᾿Ιησοῦς· ἄφες αὐτήν, εἰς τήν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό.
εἰς τήν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό: Τήν ἔκφραση αὐτή μᾶς τήν ἐξηγοῦν οἱ ἄλλοι εὐαγγελιστές, πού γράφουν· «προέλαβε μυρίσαι μου τό σῶμα εἰς τόν ἐνταφιασμόν» (Μθ 26,12-13· Μρ 14,8-9). Πρίν θάψουν τόν νεκρό, συνήθιζαν νά τόν ἀλείφουν μέ μύρα. Αὐτό λεγόταν ἐνταφιασμός. Ὁ Ἰησοῦς ἀποκαλύπτει ὅτι μυρώνοντάς τον ἡ Μαρία τοῦ προσέφερε ἄθελά της αὐτή τήν τελευταία προσφορά ἀγάπης, διότι σέ λίγες μέρες τό σῶμα του, ἔχοντας ἀκόμη τή μυρωδιά τοῦ μύρου, θά μπεῖ στόν τάφο.
12,10-11. Ἐβουλεύσαντο δέ οἱ ἀρχιερεῖς ἵνα καί τόν Λάζαρον ἀποκτείνωσιν, ὅτι πολλοί δι' αὐτόν ὑπῆγον τῶν Ἰουδαίων καί ἐπίστευον εἰς τόν Ἰησοῦν.
Ὁ Λάζαρος γίνεται πλέον ἐνοχλητικός στούς φαρισαίους, γιατί ἐξαιτίας του πολλοί ἔτρεχαν νά δοῦν τόν Ἰησοῦ.
12,12-13. Τῇ ἐπαύριον ὄχλος πολύς ὁ ἐλθών εἰς τήν ἑορτήν, ἀκούσαντες ὅτι ἔρχεται ᾿Ιησοῦς εἰς ῾Ιεροσόλυμα, ἔλαβον τά βαΐα τῶν φοινίκων καί ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτῷ, καί ἔκραζον· ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, βασιλεύς τοῦ ᾿Ισραήλ.
ὄχλος πολύς ὁ ἐλθών εἰς τήν ἑορτήν: Γιά τό Πάσχα μαζεύονταν στά Ἰεροσόλυμα οἱ Ἰουδαῖοι ὅλης τῆς Παλαιστίνης καί τῆς διασπορᾶς. Ὅλοι αὐτοί εἶχαν ἀκούσει γιά τόν Ἰησοῦ καί ἤθελαν νά τόν δοῦν.
ἔλαβον τά βαΐα τῶν φοινίκων: Βάια λέγονται τά κλαδιά τῶν φοινίκων. Ἦταν σύμβολο θριάμβου κατά τήν ἀρχαιότητα (βλ. Α’ Μακ. 13,51· πρβλ. Ἀπ 7,9), ὅπως ἦταν σέ ἄλλα μέρη τά κλαδιά ἐλιᾶς, δάφνης ἤ πεύκου.
ὡσαννά, εὐλογημένος... Κυρίου: Ὁ στίχος ἀναφέρεται στόν 117ο ψαλμό (στ. 25-26). Ἡ λέξη «ὡσαννά» εἶναι ἑβραϊκή καί σημαίνει «σῶσον δή», δηλαδή «σῶσε μας, λοιπόν, Κύριε». Μέ τήν κραυγή αὐτή οἱ Ἰουδαῖοι ἀνακηρύσσουν τόν Ἰησοῦ βασιλιά καί περιμένουν ἀπό αὐτόν τή σωτηρία τους.
12,15. Μή φοβοῦ, θύγατερ Σιών· ἰδού ὁ βασιλεύς σου ἔρχεται καθήμενος ἐπί πῶλον ὄνου.
Τά λόγια αὐτά εἶναι ἀπό τόν προφήτη Ζαχαρία (9,9), ὁ ὁποῖος λέει: «Χαῖρε σφόδρα, θύγατερ Σιών· κήρυσσε, θύγατερ Ἰερουσαλήμ· ἰδού ὁ βασιλεύς σου ἔρχεταί σοι, δίκαιος καί σῴζων αὐτός, πραΰς καί ἐπιβεβηκὼς ἐπί ὑποζύγιον καί πῶλον νέον».
12,17. ᾿Εμαρτύρει οὖν ὁ ὄχλος ὁ ὢν μετ᾿ αὐτοῦ ὅτε τόν Λάζαρον ἐφώνησεν ἐκ τοῦ μνημείου καί ἤγειρεν αὐτόν ἐκ νεκρῶν.
ὅτε τόν Λάζαρον ἐφώνησεν ἐκ τοῦ μνημείου: Βαθειά ἐντύπωση ἔκανε στόν κόσμο ὄχι μόνο τό ὅτι ἀνέστησε ὁ Χριστός τόν Λάζαρο, ἀλλά καί τό πῶς τόν φώναξε νά βγεῖ ἀπό τό μνῆμα. Αὐτό ἔδειχνε περισσότερο ὅτι δέν εἶναι προφήτης, ὅπως ὁ Ἠλίας καί ὁ Ἐλισσαῖος, ἀλλά εἶναι ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου.
12,19. Οἱ οὖν Φαρισαῖοι εἶπον πρός ἑαυτούς· θεωρεῖτε ὅτι οὐκ ὠφελεῖτε οὐδέν; Ἴδε ὁ κόσμος ὀπίσω αὐτοῦ ἀπῆλθεν.
Οἱ φαρισαῖοι βλέποντας τήν ὑποδοχή πού κάνει ὁ λαός στόν Ἰησοῦ ἀγωνιοῦν καί ταράσσονται μήπως δέν πραγματοποιηθεῖ τό σχέδιό τους καί παρακινοῦν ὁ ἕνας τόν ἄλλο νά ἐπισπεύσουν τή σύλληψη.
Λέξεις:
32. καί ἦν προάγων αὐτούς ὁ Ἰησοῦς = καί ὁ Ἰησοῦς βάδιζε μπροστά ἀπό αὐτούς
ἐθαμβοῦντο = θάμπωναν, ἦταν κατάπληκτοι
παραλαβών πάλιν = πῆρε πάλι παράμερα
33. κατακρινοῦσιν αὐτόν θανάτῳ = θά τόν καταδικάσουν σέ θάνατο
τοῖς ἔθνεσι = στούς εἰδωλολάτρες
34. ἐμπαίξουσιν αὐτῷ = θά τόν κοροϊδέψουν
35. προσπορεύονται αὐτῷ = πηγαίνουν κοντά του
38. οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε = δέν ξέρετε τί ζητᾶτε
δύνασθε πιεῖν = μπορεῖτε νά πιεῖτε
βαπτισθῆναι = νά βαπτισθεῖτε
40. οὐκ ἔστιν ἐμόν δοῦναι ἀλλ’ οἷς ἡτοίμασται = δέν ἐξαρτᾶται ἀπό μένα νά σᾶς τό δώσω, ἀλλά ἀπό αὐτούς γιά τούς ὁποίους ἔχει ἑτοιμασθεῖ
42. οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν = ἐκεῖνοι πού θεωροῦνται ὅτι εἶναι ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν
κατακυριεύουσιν αὐτῶν = τά καταπιέζουν
κατεξουσιάζουν αὐτῶν = τά ἐκμεταλλεύονται
43. οὐχ οὕτω δέ ἔσται ἐν ὑμῖν = δέν θά γίνει τό ἴδιο καί μέ σᾶς
διάκονος = ὑπηρέτης
45. διακονηθῆναι = νά ὑπηρετηθεῖ
διακονῆσαι = νά ὑπηρετήσει
δοῦναι τήν ψυχήν αὐτοῦ = νά δώσει τή ζωή του
λύτρον = ἀντίτιμο, ποσό γιά τήν ἐξαγορά κάποιου
ἀντί πολλῶν = γιά τήν ἐξαγορά πολλῶν
Ὅσα μᾶς διηγεῖται ἡ εὐαγγελική μας περικοπή συνέβησαν κατά τό τελευταῖο ἔτος τῆς δημοσίας δράσεως τοῦ Κυρίου, λίγο καιρό πρίν ἀπό τό πάθος του. Ὁ Ἰησοῦς μαζί μέ τούς δώδεκα μαθητές του καί μέ ἄλλους ἀνθρώπους πήγαινε στά Ἰεροσόλυμα, γιά τήν ἑορτή τοῦ Πάσχα, πού πλησίαζε. Στό δρόμο συμβαίνουν τά περιστατικά τῆς περικοπῆς:
α) Ὁ Κύριος προλέγει τό πάθος του, μέ πολλές λεπτομέρειες (στ. 32-34)
β) Ὁ Ἰάκωβος καί ὁ Ἰωάννης τοῦ ζητοῦν μία χάρη (στ. 35-40)
γ) Ὁ Κύριος μιλᾶ στούς μαθητές του περί ταπεινοφροσύνης (στ. 41-45)
Τά ἴδια περιστατικά διηγεῖται ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος (20,17-28), ἐνῶ ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς ἀναφέρει μόνο τήν πρόρρηση τοῦ πάθους (Λκ 18,31-34).
10,32. Ἦσαν δέ ἐν τῇ ὁδῷ ἀναβαίνοντες εἰς Ἰεροσόλυμα· καί ἦν προάγων αὐτούς ὁ ᾿Ιησοῦς, καί ἐθαμβοῦντο, καί ἀκολουθοῦντες ἐφοβοῦντο. καί παραλαβών πάλιν τούς δώδεκα ἤρξατο αὐτοῖς λέγειν τά μέλλοντα αὐτῷ συμβαίνειν.
ἀναβαίνοντες: Τά Ἰεροσόλυμα βρίσκονταν στό νότιο μέρος τῆς Παλαιστίνης, πού εἶναι ὀρεινό καί ψηλότερο ἀπό τή Β. Παλαιστίνη, τή Γαλιλαία. Γι’ αὐτό ἐκεῖνοι πού πήγαιναν ἀπό τή Γαλιλαία στά Ἰεροσόλυμα ἔλεγαν ὅτι ἀνεβαίνουν.
καί ἦν προάγων αὐτούς ὁ Ἰησοῦς: Ὁ Ἰησοῦς ξέρει ὅτι ἀνεβαίνει στά Ἰεροσόλυμα γιά νά θανατωθεῖ κι ὅμως στήν πορεία αὐτή πηγαίνει μπροστά. Ὅπως ἑρμηνεύουν οἱ πατέρες, αὐτό δείχνει ὅτι δέν ἀποφεύγει τό πάθος, ἀλλά τό ἐπιζητεῖ.
Ἡ εἰκόνα μᾶς θυμίζει τήν εἰκόνα τοῦ ποιμένα. Στήν Παλαιστίνη προπορεύεται ὁ βοσκός καί ἀκολουθοῦν τά πρόβατα (ἐνῶ στήν πατρίδα μας συνήθως γίνεται τό ἀντίστροφο). Καί ὁ Ἰησοῦς, ὁ Καλός Ποιμένας, πού θά ὑπογράψει σέ λίγο τήν ἀγάπη του γιά τό ποίμνιο μέ τή θυσία του, πάει μπροστά ὁδηγώντας τό κοπάδι του.
καί παραλαβών πάλιν τούς δώδεκα: Ὁ Κύριος εἶχε μιλήσει κι ἄλλες φορές στούς μαθητές του γιά τό πάθος του (Μθ 16,21· 27,22· Μρ 8,31· Λκ 9,22). Ἐπειδή ὅμως ἦταν φυσικό νά τό λησμονοῦν γιατί δέν ἤθελαν νά συμβεῖ, συνεχῶς τούς τό ὑπενθυμίζει γυμνάζοντάς τους ἔτσι καί προετοιμάζοντάς τους ὥστε νά μή λυπηθοῦν ὅταν θά ἔρθει ὁ καιρός.
Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος προσθέτει ὅτι ὁ Κύριος πῆρε τούς μαθητές του κατ’ ἰδίαν γιά νά τούς μιλήσει γιά τό πάθος του. Καί ὁ ἱ. Χρυσόστομος ἑρμηνεύει ὅτι: «Ἦταν ἀνάγκη νά μιλήσει ἰδιαίτερα στούς μαθητές του γι’ αὐτό τό θέμα, χωρίς νά πάρει εἴδηση ὁ κόσμος, γιατί θά ταράσσονταν πολύ. Ἐξάλλου, καί στόν πολύ κόσμο προεῖπε ὁ Κύριος τό πάθος του, ἀλλά καλυμμένα· "Λύσατε τόν ναόν τοῦτον καί ἐν τρισίν ἡμέραις ἐγερῶ αὐτόν" (Ἰω 2,19), "σημεῖον οὐ δοθήσεται εἰ μή τό σημεῖον Ἰωνᾶ τοῦ προφήτου" (Μθ 16,4· Λκ 11,29), "μικρόν χρόνον μεθ’ ὑμῶν εἰμι καί ζητήσετέ με καί οὐχ εὑρήσετε" (Ἰω 7,34).
Καί στούς μαθητές στήν ἀρχή μίλησε πιό καλυμμένα. Τώρα ὅμως πού ἔχουν γυμνασθεῖ μέ τήν προσδοκία τοῦ πάθους, ἀποκαλύπτει καί λεπτομέρειες, γιά νά μή σκανδαλισθοῦν, ἀλλά νά εἶναι ἕτοιμοι νά τό δεχθοῦν.
10,33. Ὅτι ἰδού ἀναβαίνομεν εἰς Ἰεροσόλυμα καί ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσι καί γραμματεῦσι, καί κατακρινοῦσιν αὐτόν θανάτῳ καί παραδώσουσιν αὐτόν τοῖς ἔθνεσι.
παραδοθήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσι καί τοῖς γραμματεῦσι: Γιά τήν ἐκπλήρωση τῆς προφητείας αὐτῆς βλέπε· Μρ 14,53.65· πρβλ. Μθ 26,14-16· Λκ 22,66-71· Ἰω 18,12-27.
κατακρινοῦσιν αὐτόν θανάτῳ: Γιά τήν καταδίκη τοῦ Ἰησοῦ εἰς θάνατον βλέπε· Μρ 14,64· πρβλ. Μθ 26,59-66· Λκ 22,71· Ἰω 18.
καί παραδώσουσιν αὐτόν τοῖς ἔθνεσιν: Ὅλους ἐκείνους πού δέν ἦταν Ἰουδαῖοι, οἱ Ἰουδαῖοι τούς ἔλεγαν ἐθνικούς ἤ ἔθνη. Ἐδῶ ὁ Κύριος ἐννοεῖ τούς Ρωμαίους κατακτητές, πού ἦταν εἰδωλολάτρες. Ὅταν λέει ὅτι θά τόν παραδώσουν στά ἔθνη, εἶναι ὅπως θά λέγαμε ἐμεῖς στήν Κατοχή ὅτι τόν παρέδωσαν στούς Γερμανούς. Τό Συνέδριο τῶν Ἰουδαίων ἔπαιρνε ἀποφάσεις, ἀλλά γιά νά ἔχουν ἰσχύ οἱ ἀποφάσεις αὐτές ἔπρεπε νά τίς ἐπικυρώσει ὁ Ρωμαῖος ἡγεμόνας. Δέν μποροῦσε νά ἐκτελεσθεῖ καμία θανατική ποινή, ἄν προηγουμένως δέν τήν ἐνέκριναν οἱ κατακτητές Ρωμαῖοι. Γι’ αὐτό ὁ Κύριος θά παραδοθεῖ ἀπό τούς Ἰουδαίους στούς εἰδωλολάτρες. Βλ. Μρ 15,1 ὅπου ὁδηγεῖται στόν ἐθνικό ἡγεμόνα Πιλᾶτο (πρβλ. Μθ 27,2• Λκ 23,1• Ἰω 18,28).
10,34. καί ἐμπαίξουσιν αὐτῷ καί μαστιγώσουσιν αὐτόν καί ἐμπτύσουσιν αὐτῷ καί ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καί τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται.
καί ἐμπαίξουσιν, αὐτῷ καί μαστιγώσουσιν αὐτόν καί ἐμπτύσουσιν αὐτῷ: Μέ θαυμαστή ἀκρίβεια προλέγει ὁ Κύριος τούς ἐμπαιγμούς (βλ. Μθ 27,28-29· Μρ 15,16-19· Λκ 22,63-65· 23,11· Ἰω 19,2-3), τή μαστίγωση (βλ. Μθ 27,26·Μρ 15,15· Ἰω 19,1) κι αὐτούς ἀκόμη τούς ἐμπτυσμούς (βλ. Μθ 26,67· 27,30· Μρ 15,19).
καί τῇ τρίτῃ ἡμέρα ἀναστήσεται: Καί ἡ τριήμερος ἀνάσταση βεβαιώνεται ἀπό τά εὐαγγέλια (βλ. Μθ 28,1ἑ.· Μρ 16,1ἑ.· Λκ 24,1ἑ.· Ἰω 20,1ἑ.)
10,35. Καί προσπορεύονται αὐτῷ ᾿Ιάκωβος καί ᾿Ιωάννης υἱοί Ζεβεδαίου λέγοντες· διδάσκαλε, θέλομεν ἵνα ὃ ἐάν αἰτήσωμεν ποιήσῃς ἡμῖν.
καί προσπορεύονται Ἰάκωβος καί Ἰωάννης: Κατά τόν εὐαγγελιστή Ματθαῖο (20,20) ἡ μητέρα τῶν δύο ἀδελφῶν πλησίασε τόν Κύριο καί τοῦ ζήτησε τή χάρη γιά τούς δύο γιούς της. Ἡ λεπτομέρεια αὐτή δέν σημαίνει ὅτι διαφωνοῦν μεταξύ τους οἱ δύο εὐαγγελιστές. Ἦταν πράγματι πολύ φυσικό οἱ μαθητές νά ὑπέβαλαν τό αἴτημά τους στόν Κύριο διά μέσου τῆς μητέρας τους, ἡ ὁποία ἀνῆκε στόν κύκλο τῶν μαθητριῶν τοῦ Κυρίου, πού τόν συνόδευαν στίς περιοδεῖες του, γιά νά περιποιοῦνται αὐτόν καί τούς μαθητές του. Δέν ἀποκλείεται νά ζήτησε πρῶτα τή χάρη ἡ μητέρα καί νά πλησίασαν ἔπειτα καί οἱ μαθητές κοντά στόν Ἰησοῦ γιά νά τοῦ ποῦν κι αὐτοί τήν ἐπιθυμία τους. Ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος, πού διηγεῖται τά περιστατικά μέ περισσότερη συντομία, δέν ἀναφέρει τή μητέρα τῶν μαθητῶν.
10,37. Οἱ δέ εἶπον αὐτῷ· δός ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν σου καί εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου.
Στήν Π. Διαθήκη ὑπάρχει ἡ ἔκφραση «υἱός τοῦ ἀνθρώπου» μέ τή σημασία τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ. Ὅταν ὁ Κύριος ἔλεγε ὅτι ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου θά πάθει καί θά σταυρωθεῖ κτλ., οἱ μαθητές τό ἐξηγοῦσαν ὅτι ὁ Ἰσραήλ θά ταλαιπωρηθεῖ, ὅπως καί ταλαιπωροῦνταν, καί στή συνέχεια ὁ Μεσσίας θά τόν ἀπαλλάξει ἀπό τά δεινά.
Ἔτσι, ἀφοῦ ὁ Κύριος μίλησε γιά ἀνάσταση, οἱ μαθητές κατάλαβαν ὅτι θά ἐπακολουθήσει ἡ δόξα του. Χωρίς νά ἐμποδισθοῦν καθόλου ἀπό τό πάθος, ἀφοῦ τό ἀπέδιδαν στά βάσανα πού ἤδη εἶχε τραβήξει ὁ ἰσραηλιτικός λαός, ἐνθουσιάζονταν ἀπό τή δόξα τῆς ἀναστάσεως.
Εἶχαν ἤδη ἀκούσει ἀπό τόν Κύριο ὅτι, ὅταν θά καθίσει στό θρόνο του, θά καθίσουν καί οἱ 12 μαθητές μαζί του σέ 12 θρόνους. Γι’ αὐτό βιάζονται νά πιάσουν τίς καλύτερες θέσεις κοντά του. Δεξιά καί ἀριστερά τοῦ βασιλιᾶ ἦταν οἱ πιό τιμητικές θέσεις, ὅπου κάθονταν οἱ σπουδαιότεροι ὑπουργοί.
10,38. Ὁ δέ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε. δύνασθε πιεῖν τό ποτήριον ὃ ἐγώ πίνω, καί τό βάπτισμα ὃ ἐγώ βαπτίζομαι βαπτισθῆναι;
«Ποτήριον» ὀνομάζει ὁ Κύριος τό θάνατό του στήν προσευχή τῆς Γεθσημανῆ· «παρελθέτω τό ποτήριον τοῦτο ἀπ’ ἐμοῦ» (Μθ 26,39).
Τή λέξη «βάπτισμα» χρησιμοποιεῖ ὁ Κύριος ὅταν μιλᾶ γιά τό πάθος του («βάπτισμα ἔχω βαπτισθῆναι καί πῶς συνέχομαι ἕως οὗ τελεσθῇ!», Λκ 12,50).
10,41. καί ἀκούσαντες οἱ δέκα ἤρξαντο ἀγανακτεῖν περί ᾿Ιακώβου καί ᾿Ιωάννου.
Καί οἱ ὑπόλοιποι μαθητές καταλάβαιναν καί ἐξηγοῦσαν τά λόγια τοῦ Κυρίου ὅπως οἱ δύο γιοί τοῦ Ζεβεδαίου. Νόμιζαν ὅτι στά Ἰεροσόλυμα πού πᾶνε θά δοξασθεῖ ὁ δάσκαλός τους καί θά πάρουν κι αὐτοί ἀπό τή δόξα του. Γι’ αὐτό καί ἀγανακτοῦν ὅταν βλέπουν τόν Ἰάκωβο καί τόν Ἰωάννη νά ζητοῦν τίς πιό καλές θέσεις γιά τόν ἑαυτό τους.
10,43. οὐχ οὕτω δέ ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ᾿ ὃς ἐάν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος.
διάκονος: Λέγεται αὐτός πού εἶναι κατασκονισμένος (διά + κόνις=σκόνη). Θά εἶναι διάκονος σημαίνει θά τρέχει, θά ἱδρώνει καί θά κουράζεται γιά νά ἀπολαμβάνουν οἱ ἄλλοι. Θά εἶναι ἕνας ταπεινός ὑπηρέτης.
10,45. καί γάρ ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλά διακονῆσαι, καί δοῦναι τήν ψυχήν αὐτοῦ λύτρον ἀντί πολλῶν.
λύτρον: Στά παλιά τά χρόνια οἱ ἐπιδρομεῖς αἰχμαλώτιζαν πολλούς ἀνθρώπους καί τούς πουλοῦσαν σκλάβους. Ἀλλά οἱ συγγενεῖς τῶν αἰχμαλώτων φρόντιζαν καί τούς εὕρισκαν ποῦ εἶναι, πλήρωναν χρήματα καί τούς ἐξαγόραζαν, γιά νά εἶναι πάλι ἐλεύθεροι νά γυρίσουν στό σπίτι τους. Τό χρηματικό ποσό πού ἔδιναν γιά νά τούς ἐλευθερώσουν λέγεται «λύτρον». Ἀπό ἐδῶ βγαίνει καί τό ρῆμα «λυτρώνω», πού σημαίνει ἐξαγοράζω καί ἀπελευθερώνω κάποιον.
δοῦναι τήν ψυχήν αὐτοῦ λύτρον ἀντί πολλῶν: Οἱ ἄνθρωποι ὅλοι μετά τό προπατορικό ἁμάρτημα ἤμασταν αἰχμάλωτοι τοῦ θανάτου, γιατί καρπός τῆς ἁμαρτίας εἶναι ὁ θάνατος. Ὁ Χριστός ἦρθε καί μᾶς ἐξαγόρασε ἀπό τή σκλαβιά τοῦ θανάτου, δίνοντας σάν λύτρο τή δική του ζωή. Γι’ αὐτό λέει «νά δώσει τή ζωή του λύτρο γιά πολλούς».
1. Πρόρρηση τοῦ πάθους: Ὁ Κύριος προλέγει στούς μαθητές του τό πάθος καί τό θάνατο πού μέλλει νά πάθει. Τούς εἶπε μέ δύο λόγια ὅλη τήν οὐσία. Ὅταν φθάσουν στά Ἰεροσόλυμα, θά παραδώσουν τόν Υἱό τοῦ ἀνθρώπου στούς ἀρχιερεῖς καί στούς θρησκευτικούς ἄρχοντες. Αὐτοί θά τόν καταδικάσουν εἰς θάνατον, καί στή συνέχεια θά τόν παραδώσουν στούς ρωμαίους ἄρχοντες, οἱ ὁποῖοι θά τοῦ κάνουν τρία πράγματα :
α) Θά τόν ἐμπαίξουν, δηλαδή θά σπάσουν πλάκα μ’ αὐτόν δίνοντάς του καρπαζιές, φτυσίματα, ντύνοντάς τον μ’ ἕνα παλιωμένο βασιλικό ροῦχο, βάζοντάς του στέμμα ἀπό ἀγκάθια, κτλ.
β) Θά τόν μαστιγώσουν μέ τόν βούρδουλα.
γ) Θά τόν σταυρώσουν. Μετά τό θάνατό του ὅμως θά ἀναστηθεῖ.
Κι ἐνῶ ὅλα αὐτά τά γνωρίζει ὁ Κύριος καί μάλιστα μέ τόσες λεπτομέρειες, ἄφοβος προχωρεῖ πρός τά Ἰεροσόλυμα, πρός τό πάθος. Ἔτσι δίνει ἕνα ἁπλό μάθημα στούς μαθητές του, οἱ ὁποῖοι σέ λίγο θά τόν δοῦν νά ἐξευτελίζεται καί νά πάσχει σάν ὁ τελευταῖος κατάδικος. Προλέγοντας τό πάθος τούς προετοιμάζει γιά νά μή σκανδαλισθοῦν. Ἀλλά καί σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους ὅλων τῶν αἰώνων αὐτή ἡ στάση τοῦ Ἰησοῦ εἶναι ἕνα μάθημα καί μία ἀπόδειξη ὅτι θεληματικά ὡς κύριος τοῦ ἑαυτοῦ του καί τῆς καταστάσεως ὅλης ἔδωσε τόν ἑαυτό του γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Ἀποδεικνύει αὐτό πού καί ὁ ἴδιος λέει στούς μαθητές του, ὅτι σάν καλός ποιμένας δίνει τή ζωή του γιά χάρη τῶν προβάτων του· «οὐδείς αἴρει αὐτήν ἀπ᾿ ἐμοῦ, ἀλλ᾿ ἐγώ τίθημι αὐτήν ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ» (Ἰω 10,18). Ἔτσι δείχνει ὁ Χριστός α) τήν παγγνωσία του καί β) τήν ἀγάπη του γιά τόν ἄνθρωπο.
2. Ἡ ἀνοησία τῶν μαθητῶν: Ἐνῶ ὁ Κύριος μιλᾶ τόσο καθαρά στούς μαθητές γιά τό πάθος του, αὐτοί φαντάζονται ἄλλα ἀντ’ ἄλλων. Φαντάζονται ὅτι τώρα πού θά μποῦν στά Ἰεροσόλυμα γιά νά κάνουν Πάσχα, ὁ Ἰησοῦς θά φανατίσει τό λαό καί θά κάνει ἐπανάσταση. Θά διώξει τούς Ρωμαίους, θά γίνει βασιλιάς κι αὐτούς θά τούς κάνει ὑπουργούς καί πρωθυπουργούς. Δύο μαθητές μάλιστα, ὁ Ἰάκωβος καί ὁ Ἰωάννης, ζητοῦν νά τούς βάλει δεξιά καί ἀριστερά στό θρόνο του, δηλαδή νά τούς δώσει τά δύο μεγαλύτερα ἀξιώματα τοῦ κράτους. Ὁ Κύριος τούς λέει· Μπορεῖτε νά πιεῖτε τό ποτήρι πού θά πιῶ ἐγώ; Καί βέβαια μποροῦμε, ἀπαντοῦν αὐτοί. Φαντάζονταν ὅτι τήν ὥρα πού ὁ Ἰησοῦς θά στέφεται βασιλιάς, θά τοῦ δώσουν νά πιεῖ ἀπό ἕνα ποτήρι κρασί, ὅπως δίνουν σ’ αὐτούς πού παντρεύονται, κι ὅποιος θά πιεῖ ἀπ’ αὐτό, ὅπως πίνει καί ὁ κουμπάρος, θά γίνει ὁ δεύτερος τοῦ κράτους. Ὁ Χριστός ὅμως ἐννοοῦσε τό πικρό ποτήρι τοῦ σταυροῦ καί τοῦ θανάτου.
Οἱ ἄλλοι μαθητές ἀγανακτοῦν μέ τούς δύο συμμαθητές τους πού ἔβαζαν τά μέσα γιά νά καταλάβουν τίς καλύτερες θέσεις, γιατί κι αὐτοί εἶχαν τά ἴδια πάθη. Ἔτσι βλέπουμε πώς αὐτοί οἱ ἐκλεκτοί, πού τούς διάλεξε ὁ Χριστός ἀπό τόν κόσμο, παρουσιάζονται τόσο φτωχοί καί τιποτένιοι, πού εἶναι πράγματι ν’ ἀπορεῖ κανείς μαζί τους. Πῶς δέν κατάλαβαν τίποτε, πῶς δέν ἐπηρεάστηκαν καθόλου τόσο καιρό κοντά σ’ ἕνα τέτοιο δάσκαλο; Ἀλλά ἐπίτηδες ὁ Χριστός διάλεξε τέτοιους ἀνθρώπους γιά μαθητές του κι ἀφήνει νά δοῦμε καθαρά καί τά πάθη καί τίς ἀδυναμίες τους, γιά νά καταλάβουμε στή συνέχεια τί τούς πρόσθεσε ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ καί πόσο τούς ἄλλαξε τό Πνεῦμα τό ἅγιο.
3. Ἡ δύναμη τῆς ταπεινοφροσύνης: Ὁ Κύριος λέει στούς μαθητές του: Νά ξέρετε ὅτι στή δική μου βασιλεία τά ἀξιώματα πᾶνε ἀνάποδα. Στά σημερινά κράτη οἱ ἀνώτεροι πατᾶνε πάνω στούς κατωτέρους. Μέ τή βασιλεία μου θά γίνει ἀλλιῶς. Οἱ ἀνώτεροι θά εἶναι δοῦλοι τῶν κατωτέρων. Αὐτοί θά τρέχουν, θά ἱδρώνουν, θά ἐξευτελίζονται, γιά ν’ ἀπολαύσουν οἱ κατώτεροι. Πρέπει οἱ ἀξιωματοῦχοι νά μοιάζετε μέ μένα τόν βασιλιά σας. Ἔτσι δέν κάνω ἐγώ; Ἦρθα νά ὑπηρετήσω κι ὄχι νά μέ ὑπηρετήσουν. Τί λέτε, σᾶς ἀρέσει τώρα; Καί στό τέλος θά χρειασθεῖ νά πεθάνετε κιόλας, γιατί κι ἐγώ, ἡ κυριώτερη δουλειά πού ἦρθα νά κάνω, αὐτή εἶναι. Νά δώσω τή ζωή μου γιά νά κερδίσουν ὅλοι οἱ ἄλλοι. Σᾶς ἀρέσει;
4. Τό πάθος τῆς φιλοδοξίας: Ἡ στάση τῶν μαθητῶν μᾶς δίνει τήν εὐκαιρία νά μελετήσουμε τό πάθος τῆς φιλοδοξίας, καί νά παρατηρήσουμε ὁρισμένα χαρακτηριστικά του. Ὁ φιλόδοξος εἶναι:
α) ἄπονος. Ἐνῶ ὁ Κύριος μιλᾶ γιά πάθος, γιά σταύρωση, οἱ μαθητές σκέπτονται πρωτοκαθεδρίες χωρίς νά συμπονοῦν τόν διδάσκαλο. Ὁ φιλόδοξος πάντοτε κάνει κέντρο τοῦ παντός τόν ἑαυτό του καί ζητᾶ νά ἱκανοποιήσει τό πάθος του ἀδιαφορώντας γιά τούς ἄλλους. Δέν διστάζει νά ἐκμεταλλευτεῖ τίς περιστάσεις μέ σκληρότητα, φθάνει νά ἐπιτύχει αὐτό πού θέλει.
Ἡ φιλοδοξία ἔκανε τόν Ἀβεσσαλώμ νά ἐπαναστατήσει κατά τοῦ πατέρα του. Καί μία αὐτοκράτειρα τοῦ Βυζαντίου, ἡ Εἰρήνη ἡ Ἀθηναία, ἐξ αἰτίας τῆς φιλοδοξίας, ἔφθασε νά τυφλώσει ἡ ἴδια τό παιδί της, γιά νά μπορεῖ ἔτσι νά κρατᾶ τό θρόνο.
β) πονηρός καί ἀδίστακτος. Εἶναι ἱκανός γιά τά πάντα. Χρησιμοποιεῖ μέσα νόμιμα ἀλλά καί παράνομα. Δέχεται ταπεινώσεις καί ἐξευτελισμούς καί ὑποτάσσεται πρόθυμα σ' ἐκεῖνον πού θά τοῦ ὑποσχεθεῖ νά τόν βοηθήσει. Σάν τόν χαμαιλέοντα ἀλλάζει διαρκῶς τρόπους συμπεριφορᾶς καί προ¬σαρμόζεται στό περιβάλλον του γιά νά ἐπιτύχει αὐτό πού ζητᾶ.
γ) ἀχόρταγος. Ὅσο περισσότερο δοξάζεται, τόσο πιό πολύ διψᾶ γιά τή δόξα. Τό πάθος εἶναι μιά φωτιά ἄσβηστη μέσα του. Δέν χορταίνει μέ τίποτε.
Ὁ τύπος τοῦ φιλόδοξου εἶναι πολύ συνηθισμένος στή ζωή μας. Δέν πάσχει ἀπό φιλοδοξία μόνο ὁ στρατηγός, ὁ ἄρχοντας, αὐτός πού κατέχει μιά ὑψηλή θέση. Καί στά πιό ταπεινά στρώματα τῆς κοινωνίας συναντοῦμε τόν φιλόδοξο. Κι ὅπως λέει καί τό ἀρχαῖο γνωμικό· ''πολλοί τά πλούτη ἐμίσησαν, τήν δόξαν οὐδείς''.
Καθημερινά συναντοῦμε φιλόδοξους ἀνθρώπους. Φιλόδοξα σκέπτονται καί ζοῦν οἱ οἰκογένειες ἐκεῖνες πού κάνουν ἔξοδα καί καταστρέφονται οἰκονομικά γιά νά φαντάξουν καί νά κάνουν ἐπίδειξη. Ἡ φιλοδοξία σπρώχνει πολλούς νέους στήν ἁμαρτία καί τή διαφθορά.
Ἀλλά ἡ περικοπή μας, πού μᾶς παρουσιάζει τό φοβερό πάθος τῆς φιλοδοξίας, μᾶς ὑποδεικνύει καί τά μέσα γιά τή θεραπεία του. Καί νά ποιά εἶναι αὐτά:
α) Ἡ ἐπίγνωση τῆς ἀγνοίας μας. Πολλές φορές ζητοῦμε κι ἀγωνιζόμαστε μ’ ὅλες μας τίς δυνάμεις γιά πράγματα πού φαντάζουν σπουδαῖα στά μάτια μας, ἐνῶ στήν πραγματικότητα δέν εἶναι τίποτε. Ὅταν ἀναγνωρίσουμε αὐτή τήν ἄγνοιά μας, θά ἀφήσουμε πάντοτε ἕνα περιθώριο στά σχέδια καί τίς ἐπιδιώξεις μας καί δέν θά ἐξαρτοῦμε τό πᾶν ἀπό αὐτά. Γιά νά εἴμαστε σίγουροι γιά τήν πραγματική ἀξία αὐτῶν πού ἐπιδιώκουμε πρέπει νά ζητοῦμε πάντα τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
β) Ἡ σκέψη ὅτι ἡ ἀληθινή δόξα δέν βρίσκεται στή γῆ. Ἡ ζωή μας πάνω στή γῆ εἶναι ἕνας ἀγώνας, πού τό ἔπαθλό του θά μᾶς δοθεῖ στόν οὐρανό. Ἐκεῖ θά τό ἀπολαύσουμε. Γι’ αὐτό, νά μήν ἀφήνουμε τόν ἑαυτό μας νά ριζώνει καί νά ξεχνιέται στή γῆ, ἀλλά νά τόν βοηθοῦμε νά καλλιεργεῖ πόθους καί ὄνειρα γιά τήν αἰωνιότητα.
γ) Ὁ σταυρός τοῦ Κυρίου μας. Τό σημεῖο πάνω στό ὁποῖο ταπεινώθηκε ἡ ὑπέρτατη δόξα, εἶναι τό πιό δραστικό φάρμακο κατά τῆς φιλοδοξίας μας. Ὁ Θεός, πού ἔκλινε οὐρανούς καί κατέβη, ἦρθε στή γῆ ὄχι γιά νά διακονηθεῖ ἀλλά γιά νά διακονήσει, ἦρθε γιά νά πλουτίσει τούς φτωχούς μέ τήν ἑκούσια φτώχεια του καί νά δώσει τή ζωή του λύτρον ἀντί πολλῶν.
Μπροστά στό σταυρό του ἄς ταπεινωθοῦμε κι ἄς κάψουμε κάθε γήινη φιλοδοξία μας, σάν θυσία εὐπρόσδεκτη στόν μεγάλο βασιλιά καί κυβερνήτη τοῦ κόσμου.
Λέξεις:
8,34. ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ = νά σηκώσει τόν σταυρό του
35. τήν ψυχήν αὐτοῦ σῶσαι = νά σώσει τή ζωή του
ἀπολέσει αὐτήν = θά τήν χάσει
ἕνεκεν ἐμοῦ = γιά μένα
38. ὅς γάρ ἄν ἐπαισχυνθῇ με καί τούς ἐμούς λόγους = ὅποιος θά ντραπεῖ ἐμένα καί τά λόγια μου ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρός αὐτοῦ = μέ τή δόξα τοῦ πατέρα του
9,1. Εἰσί τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων = ὑπάρχουν μερικοί ἀπό αὐτούς πού στέκονται ἐδῶ
Οἵτινες οὐ μή γεύσωνται θανάτου = οἱ ὁποῖοι δέν θά γευθοῦν θάνατο, δέν θά πεθάνουν.
Ἱστορικά - Πραγματολογικά - Ἑρμηνευτικά
Στήν περικοπή μας ἔχουμε ἕναν λόγο τοῦ Κυρίου μας γιά τήν αὐταπάρνηση καί τή μαθητεία κοντά του. Τόν λόγο αὐτό διασώζουν καί ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος (16,24-28) καί ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς (9,23-27). Γιά νά καταλάβουμε καί νά ἑρμηνεύσουμε τήν περικοπή, πρέπει νά ξέρουμε πότε, γιατί καί σέ ποιούς εἶπε ὁ Κύριος αὐτά τά λόγια.
Βρισκόμαστε στήν ἀρχή τοῦ τρίτου ἔτους τῆς δημοσίας δράσεως τοῦ Χριστοῦ. Γιά πρώτη φορά ὁ Κύριος κάνει λόγο στούς μαθητές του γιά τό πάθος του καί ὁ Πέτρος ἐκφράζοντας καί τῶν ἄλλων τή γνώμη τόν ἐπιπλήττει, λέγοντας· «ἵλεώς σοι, Κύριε· οὐ μή ἔσται σοι τοῦτο» (βλ. Μθ 16,21-23). Τά λόγια τοῦ Πέτρου δείχνουν τή φιλαυτία τῶν μαθητῶν. Μέχρι τότε ἔβλεπαν τόν Ἰησοῦ ὡς ἕνα φωτισμένο διδάσκαλο, ἤ ἔστω καί ὡς τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, πού ἦρθε στόν κόσμο γιά νά ἱδρύσει τή βασιλεία του καί νά περάσουν ὅλοι καλά μαζί του. Τώρα ὅμως, πού ἀκοῦνε νά τούς μιλᾶ γιά πάθος καί θάνατο, ταράσσονται, γιατί ὁπωσδήποτε κοντά στόν διδάσκαλο θά ταλαιπωροῦνταν κι αὐτοί. Κι ὁ Ἰησοῦς, ἀφοῦ ἤλεγξε τόν Πέτρο μέ τό «ὕπαγε ὀπίσω μου σατανᾶ...» (Μρ 8,33), εἶπε αὐτόν τόν λόγο πού θά μελετήσουμε, ξεκαθαρίζοντας ἔτσι ἀπό τήν ἀρχή τή θέση του ἔναντι ἐκείνων πού θά ἤθελαν νά τόν ἀκολουθήσουν.
Ἕξι ἡμέρες μετά ἀπό τόν λόγο αὐτό, ὁ Ἰησοῦς μεταμορφώθηκε στό ὄρος μπροστά στούς τρεῖς ἀγαπημένους του μαθητές, Πέτρο, Ἰάκωβο καί Ἰωάννη. Μέ τή μεταμόρφωσή του ὁ Κύριος ἔδωσε στούς μαθητές του μία ἀπόδειξη ὅτι τό πάθος του, γιά τό ὁποῖο τούς μίλησε καί θά τούς ξαναμιλήσει καί πολλές ἄλλες φορές, τό ἔχει σχεδιάσει μόνος του καί προχωρεῖ σ’ αὐτό θεληματικά.
Τέσσερα πράγματα περιέχει ὁ λόγος τοῦ Κυρίου:
α) Πρόσκληση (στ. 34).
β) Διδαχή (στ. 35-37).
γ) Προφητεία γιά τό μακρινό μέλλον (στ. 38).
δ) Προφητεία γιά τό κοντινό μέλλον (στ. 9,1).
Μέ τή διδαχή δικαιολογεῖ τήν πρόσκληση, ἐνῶ μέ τήν προφητεία κατοχυρώνει τήν πρόσκληση καί τή διδαχή.
8,34. Καί προσκαλεσάμενος τόν ὄχλον σύν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ εἶπεν αὐτοῖς· ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ, καί ἀκολουθείτω μοι.
Λίγο πιό πρίν, ὅπως εἴπαμε, ὁ Πέτρος μάλωσε τόν Κύριο, πού ἔλεγε ὅτι θά σταυρωθεῖ. Καί ὁ Κύριος τώρα, μιλώντας στόν Πέτρο καί σέ ὅλο τόν κόσμο, δίνει τήν ἀπάντηση· Πέτρε, ἐσύ μέ συμβουλεύεις ν’ ἀποφύγω τήν αὐτοθυσία, γιά νά περάσεις ἐσύ καλά. Ἀλλά ἐγώ σοῦ λέω ὅτι, ἄν δέν κάνεις αὐτά πού ζητῶ, φύγε ἀπό κοντά μου αὐτή τή στιγμή, γιατί δέν θά καλοπεράσεις.
Ἀπό τό «ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν» βγαίνει ἡ λέξη αὐταπάρνηση, πού εἶναι τόσο συνηθισμένη στόν Χριστιανισμό. Ἀπαρνοῦμαι τόν ἑαυτό μου θά πεῖ τόν ἀρνοῦμαι ὁλότελα. Ὅπως, ὅταν κάποιος ἀπαρνεῖται ἕναν φίλο του, δέν νοιάζεται πιά καθόλου γι’ αὐτόν, ἔτσι, ὅποιος ἀπαρνεῖται τόν ἑαυτό του δέν ἐνδιαφέρεται καθόλου γι’ αὐτόν. Πῶς μπορεῖ νά γίνει αὐτό θά τό δοῦμε παρακάτω, στά νοήματα.
ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ: Ὁ σταυρικός θάνατος ἦταν ὁ πιό σκληρός. Οἱ κατάδικοι πού ἐπρόκειτο νά σταυρωθοῦν, βάδιζαν πρός τόν τόπο τῆς ἐκτελέσεώς τους φορτωμένοι μέ τόν σταυρό, πάνω στόν ὁποῖο καί τούς σταύρωναν. Τό «αἴρω τόν σταυρόν» στά χρόνια ἐκεῖνα εἶχε καταντήσει παροιμιώδης ἔκφραση καί εἶχε τή σημασία πού ἔχει σήμερα τό «βαδίζω στήν κρεμάλα».
καί ἀκολουθείτω μοι: Ἡ αὐταπάρνηση καί ὁ σταυρός, δηλαδή ἡ αὐτοθυσία πού ἀνέφερε προηγουμένως, παίρνουν ἀξία ὅταν γίνονται γιά χάρη τοῦ «ἀκολουθείτω μοι», δηλαδή γιά νά ἀκολουθήσει ὁ ἄνθρωπος τόν Χριστό.
Οἱ ὅροι τούς ὁποίους ἔθεσε ὁ Κύριος γιά ὅσους θέλουν νά γίνουν μαθητές του εἶναι πολύ σκληροί. Δικαιολογημένα οἱ ἀκροατές του θά ρωτοῦσαν· Τί ὄφελος θά 'χουμε ἀπό μιά μαθητεία πού πληρώνεται τόσο ἀκριβά; Σ’ αὐτό τό φυσικό ἐρώτημα ὁ Κύριος ἀπαντᾶ μέ τούς στίχους 35-37.
8,35. ὃς γάρ ἂν θέλῃ τήν ψυχήν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ᾿ ἂν ἀπολέσῃ τήν ἑαυτοῦ ψυχήν ἕνεκεν ἐμοῦ καί τοῦ εὐαγγελίου, οὗτος σώσει αὐτήν.
Γιά νά καταλάβουμε τό νόημα τοῦ στίχου αὐτοῦ πρέπει νά πιάσουμε σωστά τή σημασία τῆς λέξεως ψυχή. Ἐδῶ ψυχή σημαίνει ζωή. Στήν πραγματικότητα ἡ ζωή εἶναι μία καί αἰώνια. Αὐτό βέβαια ὅσοι ἀπό τούς ἀκροατές τοῦ Κυρίου ἦταν πιστοί, τό πίστευαν ἀλλά καί ἐκεῖνοι πού δέν τό πίστευαν τό εἶχαν ἀκούσει, τό ἤξεραν. Στή διάρκεια τῆς ζωῆς τό πιό σημαντικό σημεῖο εἶναι ὁ σταυρός, γιά τόν ὁποῖο μόλις μίλησε ὁ Κύριος. Οἱ ἄπιστοι ἀκροατές ἔβλεπαν τόν σταυρό σάν τό τέρμα τῆς ζωῆς, γι’ αὐτό καί τόν φοβοῦνταν. Οἱ πιστοί τόν θεωροῦσαν ἕνα διαχωριστικό σημεῖο, μετά ἀπό τό ὁποῖο βρίσκεται τό μεγαλύτερο καί ὡραιότερο τμῆμα τῆς ζωῆς. Ὁ Χριστός λέει: Ὅποιος πιστεύει ὅτι ἡ ζωή του θά τελειώσει μέ τόν σταυρό καί γι’ αὐτό θέλει νά τή φυλάξει, αὐτός οὐσιαστικά θά τή χάσει, γιατί τό πιό μεγάλο μέρος τῆς ζωῆς εἶναι μετά τόν σταυρό. Ὅποιος ὅμως χάσει αὐτή τή λίγη ζωή, πού εἶναι πρίν ἀπό τόν σταυρό, κερδίζει τό αἰώνιο τμῆμα τῆς ζωῆς, πού εἶναι μετά ἀπό τόν σταυρό.
ἕνεκεν ἐμοῦ καί τοῦ εὐαγγελίου: Μέ δύο τρόπους μπορεῖ νά χάσει κανείς τή ζωή του, γιά χάρη τοῦ εὐαγγελίου: α) τηρώντας τό εὐαγγέλιο, β) κηρύττοντας τό εὐαγγέλιο. Ὁ μόνος τρόπος γιά νά πεθάνει κανείς γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ, εἶναι νά πεθάνει γιά χάρη τοῦ εὐαγγελίου. Ἔτσι «ἕνεκεν ἐμοῦ» καί «ἕνεκεν τοῦ εὐαγγελίου» εἶναι τό ἴδιο πρᾶγμα.
8,36. τί γάρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐάν κερδήσῃ τόν κόσμον ὅλον, καί ζημιωθῇ τήν ψυχήν αὐτοῦ;
Τό πιό πολύτιμο ἀγαθό στόν κόσμο εἶναι ἡ ζωή μας. Σκεφθεῖτε κάποιον πού ἔχει στή κατοχή του τόν πιό μεγάλο θησαυρό, ὅ,τι πιό πολύτιμο ὑπάρχει πάνω στή γῆ, τόν κόσμο ὅλο. Σέ τί θά τόν ὠφελήσει αὐτό, ἄν χάσει τή ζωή του, ἄν ἔρθει ἡ ὥρα νά πεθάνει. Πολλοί, ἀπό τό στίχο αὐτό παίρνουν ἀφορμή γιά νά μιλήσουν γιά τήν ἀξία τῆς ψυχῆς. Ὅλος ὁ κόσμος δέν ἀξίζει ὅσο ἀξίζει μία ψυχή. Ἡ σωστή ἐξήγηση, ὅπως εἴπαμε, εἶναι ὅτι ψυχή σημαίνει ζωή.
Ὁ στίχος αὐτός ἀναλύει καί ἐπεξηγεῖ τό «ἕνεκεν ἐμοῦ καί τοῦ εὐαγγελίου». Ὅποιος θά ντραπεῖ ἐμένα, λέει ὁ Κύριος, καί τά λόγια μου, δηλαδή τό εὐαγγέλιό μου, θά τόν ντραπῶ κι ἐγώ καί δέ θά τόν ἀναγνωρίσω γιά δικό μου κατά τή β΄ παρουσία μου.
ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ μοιχαλίδι: Ἡ ἁγία Γραφή, καί ἰδιαίτερα ἡ Παλαιά Διαθήκη, συχνά χρησιμοποιεῖ τόν χαρακτηρισμό «μοιχαλίς» γιά τή γενιά πού ξεκλίνει ἀπό τόν νόμο τοῦ Θεοῦ καί πιστεύει στά εἴδωλα. Αὐτό δείχνει πόσο ἀποκλειστικός καί ἀπόλυτος εἶναι στήν ἀγάπη του ὁ Θεός
ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ… ἁγίων: Εἰκόνα τῆς β’ παρουσίας τοῦ Κυρίου.
9,1. Καί ἔλεγεν αὐτοῖς· ἀμήν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰσί τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μή γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει.
τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει: Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πού θά ἔλθει ἐν δυνάμει συνδέεται μέ τήν ἵδρυση καί προκοπή τῆς Ἐκκλησίας κατά τά πρῶτα της βήματα καί μέ τήν καταστροφή τῆς Ἰερουσαλήμ τό 70 μ.Χ. ἀπό τόν Τίτο. Τά δύο αὐτά σημαίνουν τό ἴδιο γεγονός, ὅτι ὁ Θεός ἀλλάζει περιούσιο λαό. Ἐγκαταλείπει τόν παλαιό Ἰσραήλ καί υἱοθετεῖ τόν νέο Ἰσραήλ, τήν Ἐκκλησία. Ἡ ἐγκατάλειψη τοῦ παλαιοῦ Ἰσραήλ ἐκδηλώνεται, σύμφωνα μέ τό πνεῦμα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, μέ σωματική καταστροφή. Ἡ υἱοθεσία τοῦ νέου Ἰσραήλ γίνεται, κατά τό πνεῦμα τῆς Καινῆς Διαθήκης, πνευματικά, μέ πνευματική προκοπή.
Τήν προφητεία αὐτή, πράγματι, τήν εἶδαν νά ἐκπληρώνεται πολλοί ἀπό τούς ἀκροατές τοῦ Κυρίου (= τῶν ὧδε ἑστηκότων). Βέβαια τήν πρόοδο τῆς Ἐκκλησίας τήν ἔνιωσαν μόνο οἱ πιστοί, τήν καταστροφή τῆς Ἰερουσαλήμ ὅμως τήν εἶδαν ὅλοι. Ἔτσι ἡ ἐκπλήρωση αὐτῆς τῆς προφητείας ἦταν γιά ὅλους μία ἐγγύηση γιά τήν ἐκπλήρωση καί τῆς προηγούμενης προφητείας, ὅτι κατά τή β΄ παρουσία του ὁ Κύριος θά ἀναγνωρίσει μόνο ἐκείνους πού τόν ἀναγνώρισαν. Ὁπότε, πρέπει ὅλοι νά πιστέψουν ὅτι ἡ ζωή συνεχίζεται καί μετά τόν σταυρό. Κι ἄν γι’ αὐτή τή ζωή τήν πρό τοῦ σταυροῦ δέν ὑπάρχει ἀντάλλαγμα, πολύ περισσότερο δέν ὑπάρχει ἀντάλλαγμα γιά τήν αἰώνια ζωή, τήν μετά τόν σταυρό. Ἑπομένως, εἶναι πολύ μεγάλο τό κέρδος γιά τούς μαθητές τοῦ Χριστοῦ καί δέν θά πρέπει νά τούς φαίνονται σκληρά τά δίδακτρα πού ζητᾶ ὁ Κύριος.
Τά δίδακτρα τοῦ σταυροῦ: Ὁ σταυρός εἶναι τό σύμβολο πού μιλᾶ γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πού ἐκφράζεται μέ τήν ὑπέρτατη θυσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιά τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, πού φαίνεται στήν ἀνάσταση, καί γιά τή σοφία τοῦ Θεοῦ πού ἀποκαλύπτεται στό σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας. Συγχρόνως ὅμως μιλᾶ καί γιά τήν ἀγάπη τοῦ λυτρωμένου ἀνθρώπου πρός τόν Θεό. Αὐτήν τήν ἀγάπη μας ὁ Θεός ζητᾶ νά τήν ἐκδηλώνουμε μέ τή μαθητεία. Θέλει νά γίνουμε μαθητές του. Καί τό ζητᾶ αὐτό ἀπ' ὅλους, μικρούς καί μεγάλους, σέ ὅποια τάξη κι ἄν ἀνήκουμε, ὅποια δουλειά κι ἄν κάνουμε, ὅπου κι ἄν βρισκόμαστε. Δέν μᾶς ὑποχρεώνει διά τῆς βίας νά τόν ἀκολουθήσουμε. Δέν ἀναγκάζει κανένα. Σ' ἐκείνους ὅμως πού θά θελήσουν νά ὀνομάζονται χριστιανοί ὁ Χριστός βάζει μερικούς ὅρους.
Οἱ μαθητές, στίς χῶρες πού δέν εἶναι δωρεάν ἡ παιδεία, πληρώνουν δίδακτρα στίς σχολές τῶν διδασκάλων τους. Στή σχολή τοῦ σταυροῦ, τί δίδακτρα πρέπει νά πληρώσουμε, ποιές εἶναι οἱ προϋποθέσεις πού χρειάζονται γιά νά μᾶς δεχθεῖ ὁ Χριστός ὡς μαθητές του;
1. Αὐταπάρνηση: Αὐταπάρνηση εἶναι ἡ ἀγάπη στήν πράξη καί τήν ἐφαρμογή. Νά, μερικά παραδείγματα ἀνθρώπων πού δείχνουν ἔμπρακτα τήν ἀγάπη τους στούς ἄλλους:
* Ὁ ἐπιστήμων πού κοπιάζει καί μοχθεῖ ὄχι γιά νά πλουτίσει, ἀλλά γιά νά προαγάγει τήν ἐπιστήμη του καί νά ὠφελήσει ἔτσι τήν ἀνθρωπότητα.
* Ἡ μάνα πού ὑπηρετεῖ τό παιδί της ξεχνώντας τόν ἑαυτό της.
* Ἡ ἀδελφή νοσοκόμα πού ἀγρυπνεῖ στό προσκεφάλι τοῦ ἀρρώστου ἀνθρώπου καί ταλαιπωρεῖται αὐτή, γιά νά δώσει ἀνακούφιση στόν πονεμένο...
Ἡ ζωή εἶναι μιά σκάλα θυσιῶν, πού ὅλο καί μεγαλύτερες γίνονται. Ἀλλά ἄν ἀξίζει νά ἀπαρνεῖται κανείς τόν ἑαυτό του καί νά θυσιάζεται γιά νά ὑπηρετήσει τήν κοινωνία, τόν ἄνθρωπο κτλ., χίλιες φορές ἀξίζει νά ζήσει μέ αὐταπάρνηση γιά χάρη τοῦ Θεοῦ. Συγκλονιστικό παράδειγμα τέτοιας αὐταπαρνήσεως παραμένει στούς αἰῶνες ὁ πατριάρχης Ἀβραάμ, πού δέν δίστασε νά ὁδηγήσει στή θυσία καί αὐτό τό μονάκριβο παιδί του, ἐπειδή τοῦ τό ζήτησε ὁ Θεός. Μιά τέτοια αὐταπάρνηση σάν τοῦ Ἀβραάμ ζητᾶ κι ἀπό μᾶς ὁ Θεός. Δέν ζητᾶ βέβαια νά θυσιάσουμε τά φυσικά μας παιδιά. Ζητᾶ ὅμως νά κόψουμε τά πάθη μας πού τά ἀγαποῦμε τόσο πολύ καί συνδεόμαστε τόσο μ’ αὐτά. Μιά τέτοια θυσία γίνεται εὐπρόσδεκτη ἀπό τόν Θεό. Ὅπως ἐκεῖνος πού ἔχει ἕνα ἀπόστημα στό σῶμα του ἀφήνεται μ’ ἐμπιστοσύνη στά χέρια τοῦ γιατροῦ γιά νά τόν ἐγχειρίσει, ἔτσι κι ἐμεῖς ν’ ἀφήσουμε τόν ἑαυτό μας στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Ἔχουμε βέβαια πολλά ἄσχημα σημεῖα, πληγές καί ἀποστήματα πού πρέπει νά κοποῦν καί νά πεταχθοῦν. Νά μή λυπηθοῦμε τόν ἑαυτό μας. Νά τόν ἐμπιστευθοῦμε στόν Θεό, γιά νά κόψει καί νά πετάξει αὐτός κάθε σάπιο καί βρομερό, κάθε τι πού ἀντιστέκεται στή σωτηρία τῆς ψυχῆς μας. Τότε θά ζήσουμε μέ αὐταπάρνηση, ὅπως μᾶς τό ζητᾶ ὁ Χριστός.
2. Θυσία: Τό νά εἶσαι χριστιανός στοιχίζει καί μάλιστα πολύ. Μιά ματιά στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας, στή ζωή τῶν ἁγίων καί τῶν μαρτύρων της, μπορεῖ νά μᾶς βοηθήσει νά καταλάβουμε τί σημαίνει ὅτι ὁ Χριστός ζητᾶ ἀπό τά παιδιά του θυσία.
Πολλοί γιά τή χριστιανική τους ἰδιότητα χάλασαν τή σταδιοδρομία τους κατά κόσμον, ἔχασαν τήν εὔνοια τῶν ἀνωτέρων τους, ἔζησαν μέρες σκληρές κι εἶναι πολλοί ἐκεῖνοι πού ἔχυσαν τό αἷμα τους γιά τόν Χριστό.
Ἡ δόξα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ σταυρός. Καί τοῦ κάθε χριστιανοῦ ἡ δόξα πρέπει νά εἶναι ὁ σταυρός. Ὅπως ὁ Χριστός θυσιάστηκε γιά μᾶς, ἔτσι κι ἐμεῖς ὀφείλουμε νά θυσιασθοῦμε γιά τήν ἀγάπη του. Μᾶς φαίνεται σκληρό νά μιλοῦμε γιά θυσία καί γιά σταυρό κι ὅμως πρέπει νά ξέρουμε ὅτι αὐτός εἶναι ὁ κλῆρος μας, «εἰς τοῦτο κείμεθα».
Σ’ ἕναν κόσμο, ὅπου κυβερνᾶ τό συμφέρον κι ὅλοι προσπαθοῦν νά κοπιάζουν ὅσο γίνεται λιγώτερο καί νά ἐκμεταλλεύονται τούς ἄλλους, οἱ γνήσιοι μαθητές τοῦ Χριστοῦ διακρίνονται ἀπό τή θυσία. Γιατί ἡ θυσία εἶναι αὐτή πού δείχνει ἔμπρακτα τήν ἀγάπη καί τήν πίστη μας στόν Χριστό. Οἱ χριστιανοί δέν συμβιβάζονται μέ τήν ἁμαρτωλή νοοτροπία τοῦ κόσμου. Σ’ ἕναν κόσμο βρόμικο καί ἁμαρτωλό, πού κυβερνιέται ἀπό τόσα εἴδωλα καί ξόανα (μόδα, δύναμη, ἀπόλαυση, κτλ.) ὁ χριστιανός, ὁ ἀληθινός μαθητής τοῦ σταυροῦ, πού ζῆ μέ θυσία, πάει κόντρα. Εἶναι ζωντανό ψάρι πού δέν τόν παρασύρει τό νερό.
3. Μίμηση Χριστοῦ: Ἡ αὐταπάρνηση καί ἡ θυσία εἶναι δύο μεγάλα μαθήματα, δύο πνευματικά κεφάλαια, ἀλλά χάνουν τήν ἀξία καί τή σπουδαιότητά τους, ὅταν δέν συνδέονται μέ τόν Χριστό. Ἄν δηλαδή κάποιος ἀπό τή φύση του εἶναι καλοκάγαθος καί θυσιάζεται γιά τούς ἄλλους, ἄν ζῆ μέ ἄκρα αὐταπάρνηση γιά ὁποιοδήποτε ἄλλο σκοπό καί ὄχι γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, χάνει τόν μισθό του. Τό πρῶτο πού ζητᾶ ἀπό μᾶς ὁ Χριστός εἶναι νά τόν μιμηθοῦμε. Χριστιανός θά πεῖ μιμητής τοῦ Χριστοῦ, ἕνας μικρός Χριστός. Ὁ χριστιανός ὀφείλει νά ἀκολουθεῖ βῆμα πρός βῆμα τόν Χριστό. Κι ὁ δρόμος τοῦ Χριστοῦ εἶναι δρόμος τοῦ σταυροῦ, ἔχει πίκρα καί πόνο. Ἀλλά δέν σταματᾶ ἐδῶ. Συνεχίζεται μέ τή χαρά τῆς ἀναστάσεως. Ὅπως τό σιτάρι, πού σπέρνουμε στό χωράφι δέν χάνεται ἀλλά ἀπό τόν σαπισμένο κόκκο ξεπετιέται τό βλαστάρι, ἔτσι καί ἡ θυσία δέν εἶναι καταστροφή. Ὁδηγεῖ στήν ἀνάσταση καί τή ζωή.
Γιά νά τά καταλάβουμε καί νά τά ζήσουμε αὐτά χρειάζεται νά δοῦμε τά πράγματα μέσα ἀπό τό πρῖσμα τῆς αἰωνιότητος.
4. Ὁμολογία: Ὁ Χριστός ἀπαιτεῖ ἀπό ἐμᾶς νά ὁμολογοῦμε ὅτι εἴμαστε παιδιά του. Ἄν εἶναι αἶσχος καί προδοσία ν’ ἀρνεῖται κανείς τόν φίλο ἤ τήν πατρίδα του, εἶναι ἁμαρτία φοβερή ν’ ἀρνούμαστε τόν Χριστό πού μᾶς ἔπλασε καί μᾶς ἀνέπλασε μέ τήν ἀγάπη του, πού εἶναι ὁ μεσίτης μας, ὁ ὁποῖος μᾶς προσαγάγει στόν Θεό Πατέρα. Ὅποιος ἀρνεῖται τόν Χριστό, ἀρνεῖται τή σωτηρία του.
Τή θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ τήν ἐξιστοροῦν καί οἱ εὐαγγελιστές Ματθαῖος (Μθ 9,1-8) καί Λουκᾶς (Λκ 5,17-26) ἀλλά ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος τήν ἐκθέτει μέ περισσότερες λεπτομέρειες.
Βρισκόμαστε στήν ἀρχή τῆς δημοσίας δράσεως τοῦ Κυρίου. Λίγο πιό πρίν κάλεσε τούς τέσσερις πρώτους μαθητές του Πέτρο, Ἀνδρέα, Ἰάκωβο καί Ἰωάννη, καί ἀμέσως μετά ἀπό τή θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ τῆς Καπερναούμ τόν βλέπουμε νά καλεῖ τόν Ματθαῖο. Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ἡ θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ ἔγινε τήν ἄλλη μέρα, μετά τήν ἐπιστροφή τοῦ Κυρίου ἀπό τή χώρα τῶν Γαδαρηνῶν.
Μέ τή διήγηση τοῦ περιστατικοῦ αὐτοῦ καί οἱ τρεῖς εὐαγγελιστές θέλουν νά κηρύξουν τή θεότητα τοῦ Χριστοῦ, ὅπως θά τό δοῦμε μελετώντας τήν περικοπή μας. Ἡ Ἐκκλησία μας διανύοντας τήν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς χρησιμοποιεῖ τήν περικοπή αὐτή ὡς κήρυγμα τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν, ἡ ὁποία καί πάλι θεμελιώνεται στή θεότητα τοῦ Χριστοῦ.
2,1. Καί εἰσῆλθε πάλιν εἰς Καπερναούμ δι᾿ ἡμερῶν καί ἠκούσθη ὅτι εἰς οἶκόν ἐστι.
Καπερναούμ: Πόλη τῆς Γαλιλαίας στή βορειοδυτική ἀκτή τῆς λίμνης. Ἦταν ἀρκετά μεγάλη, ἡ πρωτεύουσα, θά λέγαμε, τοῦ νομοῦ στόν ὁποῖο ἀνῆκε ἡ Ναζαρέτ. Στήν Καπερναούμ κατοικοῦσε ὁ Χριστός, ὅταν περιόδευε κηρύττοντας σέ ὅλη τήν Παλαιστίνη. Ἐκεῖ ἐγκατέστησε καί τή μητέρα του καί τούς μεγαλύτερους ἀδελφούς του (παιδιά τοῦ Ἰωσήφ ἀπό ἄλλη γυναίκα). Ὁ Ματθαῖος τήν ὀνομάζει «ἰδίαν πόλιν» τοῦ Ἰησοῦ (Μθ 9,9).
δι’ ἡμερῶν: Στίς μέρες αὐτές τῶν ὁποίων τά περιστατικά δέν μᾶς ἐξιστορεῖ ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος, μεσολάβησε ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Ἰησοῦ στή χώρα τῶν Γαδαρηνῶν καί ἡ ἐπιστροφή του ἀπό ἐκεῖ, ὅπως μᾶς λέει ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος.
εἰς οἶκον: Μερικοί νόμισαν ὅτι στό σπίτι του κήρυττε ὁ Ἰησοῦς. Πρόκειται μᾶλλον γιά κάποιο φιλικό του σπίτι. Ὅπως ξέρουμε ἀπό τίς διηγήσεις τῶν εὐαγγελίων, ὁ Κύριος τό Σάββατο κήρυττε στή συναγωγή. Ἀλλά καί τίς ἄλλες ἡμέρες μποροῦσε νά κηρύττει σέ κάποιο σπίτι.
2,2. Καί εὐθέως συνήχθησαν πολλοί, ὥστε μηκέτι χωρεῖν μηδέ τά πρός τήν θύραν· καί ἐλάλει αὐτοῖς τόν λόγον.
Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς ἀναφέρει ὅτι ἐκτός ἀπό τόν λαό πού συγκεντρώθηκε γιά νά ἀκούσει τόν Κύριο «ἦσαν καθήμενοι φαρισαῖοι καί νομοδιδάσκαλοι οἵ ἦσαν ἐληλυθότες ἐκ πάσης κώμης τῆς Γαλιλαίας καί Ἰουδαίας καί Ἰερουσαλήμ» (Λκ 5,17).
2,3. Καί ἔρχονται πρός αὐτόν παραλυτικόν φέροντες, αἰρόμενον ὑπό τεσσάρων.
Ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο μεταφέρεται ὁ παραλυτικός στόν Ἰησοῦ δείχνει τή σοβαρή του κατάσταση. Τόν πήγαιναν σηκωτό γιατί ἦταν σχεδόν νεκρός, ἕνα ζωντανό πτῶμα.
2,4. Καί μή δυνάμενοι προσεγγίσαι αὐτῷ διά τόν ὄχλον, ἀπεστέγασαν τήν στέγην ὅπου ἦν, καί ἐξορύξαντες χαλῶσι τόν κράβαττον, ἐφ᾿ ᾧ ὁ παραλυτικός κατέκειτο.
ἀπεστέγασαν τήν στέγην: Τό πῶς ἀνέβηκαν στή στέγη μᾶς τό ἐξηγεῖ ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς· «ἀναβάντες ἐπί τό δῶμα» (Λκ 5,19). Γιά νά ἐξηγήσουμε πῶς ἦταν δυνατό ν’ ἀνεβοῦν στή στέγη τέσσερις ἄνθρωποι, κρατώντας μάλιστα ἕνα παράλυτο καί πῶς ἄνοιξαν τρύπα καί πῶς τόν κατέβασαν ἀπό ἐκεῖ, πρέπει νά ξέρουμε πῶς ἦταν ἡ στέγη τῶν παλιῶν σπιτιῶν τῆς Παλαιστίνης. Τά σπίτια τῆς ἀρχαίας Παλαιστίνης καί πολλῶν ἄλλων ἀνατολικῶν χωρῶν εἶχαν ἕνα μέρος τῆς στέγης τους ἐπίπεδο, σάν ταράτσα, στήν ὁποία ἀνέβαιναν μέ σκάλα ἐξωτερική, συνήθως. Αὐτό ἦταν τό δῶμα καί τό χρησιμοποιοῦσαν γιά νά στεγνώσουν ἐκεῖ χόρτα ἤ ἄλλα γεωργικά προϊόντα. Ἡ ὑπόλοιπη στέγη ἦταν σχεδόν σάν τίς στέγες πού ἔχουμε καί σήμερα στά χωριά μας. Μόνο πού δέν ἦταν σκεπσμένη μέ κεραμίδια σάν τά σημερινά, ἀλλά μέ διαφορετικά, μεγάλα κεραμίδια πού οἱ διαστάσεις τους πολλές φορές ἦταν 0,70 Χ 0,70. Τά κεραμίδια αὐτά τά στήριζαν ἐπάνω σέ ξύλινα δοκάρια καί μάλιστα πολλές φορές χωρίς νά βάλουν ἀπό κάτω καλαμωτή. Ἐσωτερική ὀροφή, δηλαδή ταβάνι, τά περισσότερα σπίτια δέν εἶχαν. Ἔτσι ἄν ἔβγαλαν 8 ἤ τό πολύ 10 κεραμίδια, δέν εἶχαν παρά νά τρυπήσουν τήν καλαμωτή καί ἀμέσως ἄνοιγαν μέρος γιά νά περάσουν τόν παραλυτικό.
2,5. Ἰδών δέ ὁ ᾿Ιησοῦς τήν πίστιν αὐτῶν λέγει τῷ παραλυτικῷ· τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου.
τήν πίστιν αὐτῶν: Δηλαδή τῶν ἀνθρώπων πού μετέφεραν τόν παραλυτικό ἀλλά καί τοῦ ἰδίου τοῦ παραλυτικοῦ, πού ὑποβλήθηκε σέ μιά τόσο μεγάλη ταλαιπωρία, γιατί, ὁπωσδήποτε, πίστευε ὅτι ὁ Ἰησοῦς μπορεῖ νά τόν θεραπεύσει.
τέκνον : Γιά δύο λόγους μποροῦσε νά ὀνομάζει τόν παραλυτικό ἔτσι ὁ Κύριος: α) Ἐφόσον πίστευε, ἦταν διά τῆς πίστεως παιδί τοῦ Θεοῦ. β) Ὡς δημιούργημα τοῦ Θεοῦ ἦταν καί παιδί του.
2,6. Ἦσαν δέ τινες τῶν γραμματέων ἐκεῖ καθήμενοι καί διαλογιζόμενοι ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν.
ἦσαν δέ τινες τῶν γραμματέων ἐκεῖ: Οἱ γραμματεῖς αὐτοί ἦρθαν ἀπό τήν Καπερναούμ, ἀλλά καί ἀπό ἄλλες πόλεις κι ἀπό τά Ἰεροσόλυμα ἀκόμη, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς, εἰδικά γιά νά συναντήσουν τόν Ἰησοῦ. Ὅπως φαίνεται ἀπό τά εὐαγγέλια, αὐτή ἡ συνάντηση τοῦ Ἰησοῦ μέ φαρισαίους εἶναι ἡ πρώτη. Ἔμαθαν οἱ φαρισαῖοι γιά τόν νεαρό αὐτό διδάσκαλο πού βαπτίσθηκε ἀπό τόν Ἰωάννη κι ἔδειξε ἔτσι ὅτι παίρνει τήν ἴδια θέση μ’ ἐκεῖνον ἔναντι τῶν φαρισαίων. Ἄκουσαν ὅτι στήν ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλία του εἶπε στούς ἀνθρώπους ὅτι «ἐάν μή περισσεύσῃ ἡ δικαιοσύνη ὑμῶν πλεῖον τῶν γραμματέων καί φαρισαίων, οὐ μή εἰσέλθητε εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν» (Μθ 5,20) καί ὅτι μίλησε ἀόριστα καί γιά κάποιους ὑποκριτές (Μθ 6,5· 7,5). Ὅλα αὐτά τούς ἀνησύχησαν, γι’ αὐτό καί ἀποφασίζουν νά ἔρθουν νά δοῦν ποιός εἶναι αὐτός ὁ τολμηρός νεαρός καί νά ἀκούσουν μέ τά ἴδια τους τά αὐτιά τό κήρυγμά του ὡς πνευματικοί ὑπεύθυνοι τοῦ Ἰσραήλ.
2,7. Τί οὗτος οὕτω λαλεῖ βλασφημίας; τίς δύναται ἀφιέναι ἁμαρτίας εἰ μή εἷς ὁ Θεός;
Σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς (βλ. Ἠσ 43,25 κ.ἀ.), κάθε ἁμαρτία προσβάλλει τόν Θεό καί μόνον αὐτός μπορεῖ νά τή συγχωρήσει. Ὁποιοσδήποτε ἄλλος ἰσχυριζόταν ὅτι συγχωρεῖ ἤ μπορεῖ νά συγχωρήσει ἁμαρτίες, ἔπεφτε στή βλασφημία καί ἡ τιμωρία γιά τό σοβαρό αὐτό παράπτωμα ἦταν λιθοβολισμός (Λε 24,16).
2,8. Καί εὐθέως ἐπιγνούς ὁ ᾿Ιησοῦς τῷ πνεύματι αὐτοῦ ὅτι οὕτως αὐτοί διαλογίζονται ἐν ἑαυτοῖς, εἶπεν αὐτοῖς· τί ταῦτα διαλογίζεσθε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν;
τί ταῦτα διαλογίζεσθε ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν; Οἱ φαρισαῖοι ἦρθαν νά βροῦν κάποια ἀστοχία ἤ κάποιο λάθος στό κήρυγμα τοῦ Ἰησοῦ, γιά νά τόν ἀποκηρύξουν. Κι αὐτός τούς δίνει κάτι πολύ περισσότερο, μιά ἀφορμή γιά νά τόν θεωρήσουν βλάσφημο, ἀφοῦ εἶπε ὅτι συγχωρεῖ τίς ἁμαρτίες τοῦ παραλυτικοῦ. Ἀλλά ἀμέσως στή συνέχεια τούς δίνει ἕνα ἀτράνταχτο σημάδι τῆς θεότητός του. Διαβάζει τή σκέψη τους. Αὐτό τό σημάδι οἱ φαρισαῖοι δέν μποροῦσαν νά τό ἀμφισβητήσουν, γιατί ἤξεραν καλά ἀπό τήν Ἁγία Γραφή ὅτι ὅπως μόνο ὁ Θεός συγχωρεῖ ἁμαρτίες, ἔτσι καί μόνο ὁ Θεός ἐτάζει νεφρούς καί καρδίας (Ψα 7,10· Β΄ Πα 6,30· Ἀπ 2,23).
2,9. Τί ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν τῷ παραλυτικῷ, ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι, ἢ εἰπεῖν, ἔγειρε καί ἆρον τόν κράβαττόν σου καί περιπάτει;
Αὐτά τά λόγια τοῦ Ἰησοῦ ἀποκαλύπτουν τί ἀκριβῶς διαλογίζονταν οἱ γραμματεῖς καί φαρισαῖοι. Τό νόημα εἶναι ὅτι ὁ Χριστός λέει: Ἐγώ ξέρω ὅτι τό νά συγχωρεῖς ἁμαρτίες εἶναι δυσκολώτερο ἀπό τό νά θεραπεύσεις ἄρρωστο, γιατί τό δεύτερο μπορεῖ νά τό κάνει κι ἕνας προφήτης μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ. Ἐσεῖς, ἐπειδή δέν πιστεύετε ὅτι ἔχω πράγματι αὐτή τήν ἐξουσία, ἀλλά ὅτι ἁπλῶς βλασφημῶ, νομίζετε ὅτι τό νά πῶ μόνο λόγια καί μάλιστα λόγια βλάσφημα, δέν εἶναι τίποτε, τό νά δείξω ὅμως ἔργα χειροπιαστά εἶναι δύσκολο καί δέν μπορῶ νά τό κάνω.
2,10. Ἵνα δέ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἀφιέναι ἐπί τῆς γῆς ἁμαρτίας - λέγει τῷ παραλυτικῷ.
υἱός τοῦ ἀνθρώπου: Τί σημαίνει τό ὄνομα αὐτό ἐξηγήσαμε σέ προηγούμενο μάθημα. Υἱό τοῦ ἀνθρώπου ὀνομάζει μόνο ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς τόν ἑαυτό του καί κανείς ἄλλος ἐκτός ἀπό τόν πρωτομάρτυρα Στέφανο, πού τό κάνει μία φορά στή δίκη του στό συνέδριο πρίν ἀπό τό μαρτύριο (Πρξ 7,56). Μέ τό ὄνομα αὐτό θυμίζει ὁ Κύριος στούς ἀκροατές του τήν προφητεία τοῦ Δανιήλ, ὅπου υἱός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ Μεσσίας καί παρουσιάζεται ἐκεῖ ὄχι ἁπλῶς ὡς ἄνθρωπος, ἀλλά ὡς ὑπεράνθρωπος. Κι ἐδῶ τό ὄνομα υἱός τοῦ ἀνθρώπου τό ἐπιβεβαιώνει ὁ Κύριος μέ τό ὑπερφυσικό σημεῖο πού κάνει. Δείχνει ὅτι δέν εἶναι μόνο ἄνθρωπος, ὅπως φαίνεται, ἀλλά εἶναι καί Θεός, ἀφοῦ κάνει κάτι πού μόνο ὁ Θεός μπορεῖ νά τό κάνει.
2,12. Καί ἠγέρθη εὐθέως, καί ἄρας τόν κράβαττον ἐξῆλθεν ἐναντίον πάντων, ὥστε ἐξίστασθαι πάντας καί δοξάζειν τόν Θεόν λέγοντας ὅτι οὐδέποτε οὕτως εἴδομεν.
καί ἄρας τόν κράβαττον: Μερικοί, γιά νά μειώσουν τάχα τό σημεῖο πού ἔκανε ὁ Ἰησοῦς εἶπαν ὅτι ὁ κράβαττος ἦταν ἁπλῶς ἕνα ἐλαφρύ στρῶμα, ἤ ἴσως ἕνα τετράγωνο ὕφασμα. Ἀλλά καί μία μαξιλαροθήκη νά ἦταν, τό γεγονός εἶναι ὅτι αὐτός πού σάν ἄψυχο πτῶμα εἶχε κουβαληθεῖ πάνω στόν κράβαττο, ἐπιστρέφει τώρα περπατώντας μόνος του στό σπίτι. Κι ὅταν τοῦ λέει ὁ Κύριος νά σηκώσει τό κρεβάτι του, εἶναι γιά νά φανεῖ ἡ περίσσια δύναμη. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος πού τόσα χρόνια τώρα ἔμενε σάν νεκρός στό κρεβάτι, σάν νά ἦταν αὐτό ὁ τάφος του, τώρα ἐλευθερωμένος ἀπό τή φοβερή ἀρρώστια, τό σηκώνει σάν τρόπαιο νίκης.
ἐναντίον πάντων: Ἡ θεραπεία ἔγινε δημόσια, μπροστά στά μάτια ὅλων καί κανείς δέν μπορεῖ νά τήν ἀμφισβητήσει.
Λέξεις:
44. Τῇ ἐπαύριον = τήν ἄλλη μέρα
ἠθέλησεν = ἀποφάσισε
46. ὅν ἔγραψε Μωϋσῆς = αὐτόν γιά τόν ὁποῖο ἔγραψε ὁ Μωυσῆς
47. Δύναταί τι ἀγαθόν εἶναι;= μπορεῖ νά ὑπάρχει κάτι καλό;
ἔρχου καί ἴδε = ἔλα καί δές
48. ἴδε ἀληθῶς Ἰσραηλίτης= νά, ἕνας πραγματικός Ἰσραηλίτης
49. Πρό τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι = πρίν σέ φωνάξει ὁ Φίλιππος
ὄντα ὑπό τήν συκῆν εἶδόν σε= σέ εἶδα ὅταν ἤσουν κάτω ἀπό τή συκιά
51. ὅτι εἶπόν σοι = ἐπειδή σοῦ εἶπα
Μείζω τούτων ὄψει = θά δεῖς μεγαλύτερα ἀπό αὐτά
52. ἀμήν ἀμήν λέγω ὑμῖν = Ναί, ἀλήθεια σᾶς λέω
ἀπ’ ἄρτι= ἀπό τώρα
ἀνεῳγότα =ἀνοιγμένο
Στήν περικοπή μᾶς περιγράφει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης πῶς κάλεσε ὁ Κύριος δύο ἀπό τούς πρώτους μαθητές του, τόν Φίλιππο καί τόν Ναθαναήλ. Βρισκόμαστε στήν ἀρχή τῆς δημόσιας δράσεως τοῦ Ἰησοῦ. Πρίν ἀπό λίγο καιρό ἔχει διαλέξει τούς τρεῖς πρώτους μαθητές του, τόν Ἀνδρέα, Πέτρο καί Ἰωάννη, οἱ ὁποῖοι ἦταν παλιά μαθητές τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Τώρα ὁ Κύριος βρίσκεται στά Ἰεροσόλυμα καί ἑτοιμάζεται νά ἐπιστρέψει στή Γαλιλαία, μαζί μέ ἄλλους προσκυνητές πού εἶχαν ἔρθει ἀπό ἐκεῖ. Σέ ὅλη τή δράση του συνήθιζε νά πηγαίνει στά Ἰεροσόλυμα τόν καιρό πού συγκεντρώνονταν ἐκεῖ οἱ εὐσεβεῖς Ἰουδαῖοι ἀπ’ ὅλα τά μέρη γιά νά ἐκτελέσουν τά καθήκοντά τους πρός τόν Θεό. Ἐκεῖ τοῦ δινόταν ἡ εὐκαιρία νά διαλέξει καί νά ξεχωρίσει ἐκείνους πού θά χρησιμοποιοῦσε στό στενό του ἐπιτελεῖο. Σάν τό λιοντάρι πού παραμονεύει στήν πηγή τήν ὥρα πού πηγαίνουν νά πιοῦν τά κοπάδια καί διαλέγει ἀπό αὐτά τή λεία του, ἔτσι καί ὁ Κύριος στά Ἰεροσόλυμα διάλεγε τούς ἐκλεκτούς του.
1,44. Τῇ ἐπαύριον ἠθέλησεν ὁ ᾿Ιησοῦς ἐξελθεῖν εἰς τήν Γαλιλαίαν· καί εὑρίσκει Φίλιππον καί λέγει αὐτῷ· ἀκολούθει μοι.
τῇ ἐπαύριον: Μετά τήν ἐκλογή τοῦ Σίμωνα Πέτρου.
ἠθέλησεν ὁ Ἰησοῦς ἐξελθεῖν εἰς τήν Γαλιλαίαν: Ἑτοιμαζόταν ἀπό τήν Ἰερουσαλήμ πού ἦταν στό νότο, στήν Ἰουδαία, νά ἐπιστρέψει στή Γαλιλαία, στό βορρᾶ. Στό ξεκίνημα αὐτῆς τῆς πορείας ἤ στόν δρόμο γιά τή Γαλιλαία συνάντησε καί κάλεσε τόν Φίλιππο καί τόν Ναθαναήλ.
ἀκολούθει μοι: Μ’ ἕνα λόγο ὁ Φίλιππος, ὅπως φαίνεται ἀπό τή συνέχεια, ὑπήκουσε στήν πρόσκληση τοῦ Κυρίου καί τόν ἀκολούθησε. Γιά τήν ὑπακοή αὐτή συνεργάζονται πολλές προϋποθέσεις : α) Ὁ Φίλιππος θά γνώριζε τόν Κύριο ἀπό παλιά, ἔστω καί ἀπό μακριά. β) Θά ἦταν μᾶλλον καί αὐτός μαθητής τοῦ Προδρόμου καί θά εἶχε ἀκούσει τή μαρτυρία ἐκείνου γιά τόν Ἰησοῦ. γ) Ἦταν ὁ ἴδιος εὐσεβής καί πιστός καί εἶχε βαθιά ριζωμένη μέσα του τήν προσδοκία τοῦ Μεσσία. δ) Ἔπειτα, τόν ἐπηρέασε ὁπωσδήποτε καί ἡ μυστική θεία δύναμη τοῦ Ἰησοῦ ἀλλά καί ἡ ἐπιβολή του.
1,45. Ἦν δέ ὁ Φίλιππος ἀπό Βηθσαϊδά, ἐκ τῆς πόλεως ᾿Ανδρέου καί Πέτρου.
Βηθσαϊδά: Μικρή πόλη στή δυτική παραλία τῆς λίμνης Γεννησαρέτ πρός τά βορειοδυτικά τῆς λίμνης, κοντά στήν Καπερναούμ. Ὅταν ἦταν τετράρχης τῆς περιοχῆς ὁ Φίλιππος, τήν καλλώπισε καί τή στόλισε καί τῆς ἔδωσε τό ὄνομα Ἰουλία πρός τιμήν τῆς κόρης του, πού εἶχε αὐτό τό ὄνομα.
ἐκ τῆς πόλεως Ἀνδρέου καί Πέτρου: Σύμφωνα μέ τόν εὐαγγελιστή Μᾶρκο τό σπίτι τοῦ Σίμωνα καί τοῦ Ἀνδρέα ἦταν στήν Καπερναούμ (Μρ 1,29). Φαίνεται ὅτι οἱ δύο ἀπόστολοι κατάγονταν ἀπό τή Βηθσαϊδά, ἀλλά ἔμεναν μέ τήν οἰκογένειά τους στήν Καπερναούμ, πού καθώς ἦταν ἡ μεγαλύτερη πόλη τῆς περιοχῆς τούς ἐξυπηρετοῦσε καλύτερα καί στή δουλειά τους.
1,46. Εὑρίσκει Φίλιππος τόν Ναθαναήλ καί λέγει αὐτῷ· ὃν ἔγραψε Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ καί οἱ προφῆται, εὑρήκαμεν, ᾿Ιησοῦν τόν υἱόν τοῦ ᾿Ιωσήφ τόν ἀπό Ναζαρέτ.
εὑρίσκει Φίλιππος τόν Ναθαναήλ: Τό «εὑρίσκει» προϋποθέτει ὅτι προηγουμένως τόν ἔψαχνε.
Ναθαναήλ: Ἑβραϊκό ὄνομα πού σημαίνει Θεόδωρος. Ὅπως μᾶς λέει ὁ ἴδιος ὁ εὐαγγελιστής (Ἰω 21,2), ὁ Ναθαναήλ ἦταν ἀπό τήν Κανά τῆς Γαλιλαίας. Οἱ ἄλλοι εύαγγελιστές δέν ἀναφέρουν καθόλου αὐτό τό ὄνομα στούς καταλόγους τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου (Μθ 10,2· Μρ 3,16· Λκ 6,14· Πρξ 1,13). Συνήθως μαζί μέ τόν Φίλιππο ἀναφέρουν κάποιο Βαρθολομαῖο. Αὐτός εἶναι ὁ Ναθαναήλ, πού φαίνεται ὅτι ἦταν γιός κάποιου Θολομαίου (Βαρ-Θολομαῖος). Οἱ Ἰουδαῖοι συνήθιζαν νά ὀνομάζονται ἀπό τό ὄνομα τοῦ πατέρα τους. Ἔτσι καί ὁ Σίμων λεγόταν Βαριωνᾶς.
ὅν ἔγραψε... εὑρήκαμεν: Τά λόγια αὐτά τοῦ Φιλίππου δείχνουν ὅτι οἱ δύο φίλοι ἀπό παλιά μελετοῦσαν τήν Π. Διαθήκη καί περίμεναν τόν ἐρχομό τοῦ Μεσσία μέ ἐνδιαφέρον.
τόν υἱόν τοῦ Ἰωσήφ: Οἱ ἄνθρωποι δέν ἤξεραν τήν ἐκ Πνεύματος ἁγίου γέννηση τοῦ Κυρίου, γι’ αὐτό καί τόν ὀνόμαζαν γιό τοῦ Ἰωσήφ, γιατί ἔτσι φαινόταν. Τό μεγάλο μυστικό τό ἤξεραν μόνο ἡ Παναγία μας, ὁ Ἰωσήφ καί ἡ Ἐλισάβετ.
1,47. Καί εἶπεν αὐτῷ Ναθαναήλ· ἐκ Ναζαρέτ δύναταί τι ἀγαθόν εἶναι; λέγει αὐτῷ Φίλιππος· ἔρχου καί ἴδε.
ἐκ Ναζαρέτ δύναταί τι ἀγαθόν εἶναι;: Ἡ Ναζαρέτ ἦταν ἕνα μικρό χωριό τῆς Γαλιλαίας. Τό ὄνομά του παράγεται ἀπό τό ἑβραϊκό Νέζερ πού σημαίνει ἀδύνατη παραφυάδα καί δείχνει τή μικρότητα, τήν ἀσημαντότητα καί τή φτώχεια του. Ἡ Ναζαρέτ, ἦταν φαίνεται κακόφημο χωριό, γι’ αὐτό καί ὁ Ναθαναήλ πού ἦταν κοντοχωριανός (ἀπό τήν Κανά) παραξενεύεται ὅταν ἀκούει ὅτι ὁ Μεσσίας τόν ὁποῖο περίμεναν εἶναι ἀπό τή Ναζαρέτ. Δέν μποροῦσε νά περιμένει τίποτε καλό ἀπό τή Ναζαρέτ.
1,48. Εἶδεν ὁ ᾿Ιησοῦς τόν Ναθαναήλ ἐρχόμενον πρός αὐτόν καί λέγει περί αὐτοῦ· ἴδε ἀληθῶς ᾿Ισραηλίτης ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι.
ἴδε ἀληθῶς Ἰσραηλίτης: Ὁ Κύριος ὀνομάζει τόν Ναθαναήλ ἀντάξιο τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰσραηλίτη. Τό ὄνομα αὐτό πῆραν οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἰακώβ ἀπό τότε πού καί ὁ ἴδιος ὁ Ἰακώβ μετονομάσθηκε Ἰσραήλ (= δυνατός) μετά τήν πάλη του μέ τόν Θεό (βλ. Γέ 32,24-30). Ὁ Ναθαναήλ δέν ἔχει μόνο τό ὄνομα τοῦ Ἰσραηλίτη, ἀλλά εἶναι κι αὐτός σάν τόν Ἰακώβ δυνατός καί ἄξιος νά δεῖ τόν Θεό.
ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι: Δόλος (δελεάζω, δέλεαρ) εἶναι τό δόλωμα μέ τό ὁποῖο πιάνουν τά ψάρια καί κάθε παγίδα μέ τήν ὁποία ζητᾶ κανείς νά ἐξαπατήσει τόν ἄλλο. Ὅταν ἄλλο ἔχεις στήν καρδιά καί ἄλλο στά χείλη, αὐτό εἶναι δόλος.
1,49. Λέγει αὐτῷ Ναθαναήλ· πόθεν με γινώσκεις; ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καί εἶπεν αὐτῷ· πρό τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι, ὄντα ὑπό τήν συκῆν εἶδόν σε.
πόθεν με γινώσκεις;: Ὁ Ναθανήλ δέν κολακεύθηκε ἀπό τόν ἐπαινετικό λόγο τοῦ Κυρίου, ἀλλά ζητᾶ νά μάθει ἀπό ποῦ τόν ξέρει.
πρό τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι ὄντα ὑπό τήν συκῆν εἶδόν σε: Ἡ ἔκφραση «ὑπό τήν συκῆν» ἀναφέρεται πρώτη φορά στόν προφήτη Ζαχαρία (Ζα 3,10) καί ἀργότερα τή χρησιμοποιοῦσαν οἱ ραββῖνοι ὡς μία παροιμιώδη ἔκφραση πού σημαίνει μελετῶ τήν ἁγία Γραφή. Ἐπειδή στήν Παλαιστίνη, ὅπου καίει πολύ ὁ ἥλιος, οἱ ἄνθρωποι ὅταν ἤθελαν νά μελετήσουν τήν ἁγία Γραφή ζητοῦσαν μιά σκιά καί συνήθως κάθονταν κάτω ἀπό κάποια συκιά, ἡ ὁποία δίνει καλή σκιά, ἔμεινε ἡ ἔκφραση παροιμιώδης. Ἔχουμε καί στή σημερινή γλῶσσα τέτοιες ἐκφράσεις· π.χ. λέμε «αὐτός εἶναι καβάλα στ΄ ἄλογο», ὅταν θέλουμε νά ποῦμε γιά κάποιον ὅτι πᾶνε καλά οἱ δουλειές του.
1,50. Ἀπεκρίθη Ναθαναήλ καί λέγει αὐτῷ· ῥαββί, σύ εἶ ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ, σύ εἶ ὁ βασιλεύς τοῦ ᾿Ισραήλ.
Ραββί, σύ εἶ … Ἰσραήλ: Ὁ Ναθαναήλ βλέπει ὅτι ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου δέν εἶναι ἀνθρώπινη. Καταλαβαίνει ὅτι ἔχει μπροστά του ἕναν καρδιογνώστη. Γι’ αὐτό ἀφήνει κατά μέρος τίς ἀντιρρήσεις καί ὁμολογεῖ τόν Ἰησοῦ Μεσσία.
ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ: Τήν ὁμολογία αὐτή τοῦ Ναθαναήλ δέν μποροῦμε νά τή θεωρήσουμε ὡς ὁμολογία τῆς θεότητος τοῦ Κυρίου, ὅπως ἦταν ἡ ὁμολογία τοῦ Πέτρου (Μθ 16,16-17). Ὁ Ναθαναήλ ἐκφράζει τήν πίστη τῶν συγχρόνων του Ἰσραηλιτῶν ὅτι ὁ Μεσσίας, ὁ βασιλιάς τοῦ Ἰσραήλ, θά εἶναι ἀγαπητός καί οἰκεῖος στόν Θεό. Μ’ αὐτή τήν ἔννοια τόν ὀνομάζει υἱό τοῦ Θεοῦ.
1,51. Ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καί εἶπεν αὐτῷ· ὅτι εἶπόν σοι, εἶδόν σε ὑποκάτω τῆς συκῆς, πιστεύεις; μείζω τούτων ὄψει.
Τά λόγια αὐτά τοῦ Κυρίου εἶναι ἕνα εὐγενικό ἀστεῖο πρός τόν Ναθαναήλ.
1,52. Καί λέγει αὐτῷ· ἀμήν ἀμήν λέγω ὑμῖν, ἀπ᾿ ἄρτι ὄψεσθε τόν οὐρανόν ἀνεῳγότα, καί τούς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ἀναβαίνοντας καί καταβαίνοντας ἐπί τόν υἱόν τοῦ ἀνθρώπου.
ἀμήν: Εἶναι ἑβραϊκή λέξη. Στήν ἀρχή προτάσεως σημαίνει «ναί, ἀλήθεια». Στό τέλος, «γένοιτο, εἴθε». Οἱ ἄλλοι εὐαγγελιστές χρησιμοποιοῦν τό «ἀμήν» ἁπλό. Ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης τό χρησιμοποιεῖ, ὅπως ἐδῶ, διπλό. Ὁ Κύριος λέει τό «ἀμήν ἀμήν» ὅταν πρόκειται νά κάνει μία βαρυσήμαντη δήλωση. Κι ἐδῶ, τά λόγια του, εἶναι προφητικά.
ἀπ’ ἄρτι ὄψεσθε τόν οὐρανόν ἀνεῳγότα: Ἡ εἰκόνα θυμίζει τό ὅραμα τοῦ Ἰακώβ (Γέ 28, 12-13). Ὁ οὐρανός ἄνοιξε ἤδη, γιατί κατέβηκε ἀπ’ αὐτόν ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ.
καί τούς ἀγγέλους… ἀνθρώπου: Οἱ ἄγγελοι κατέβηκαν στή γέννηση τοῦ Ἰησοῦ, στήν Ἀνάσταση, στήν Ἀνάληψή του.
Πίστις καί ἔρευνα: Ἡ περικοπή μας εἶναι μία τρανταχτή καί ἀδιάψευστη ἀπάντηση σ' ἐκείνους πού βλέπουν τήν πίστη σάν ἕνα ταμπού καί ἰσχυρίζονται ὅτι τό εὐαγγέλιο λέει «πίστευε καί μή ἐρεύνα». Αὐτό εἶναι ἕνα μεγάλο ψέμα. Τό εὐαγγέλιο δέν φοβᾶται καθόλου τήν ἔρευνα. Ἀντίθετα, μάλιστα, τήν ἐπιζητεῖ. Ὄχι μόνο μποροῦμε ἀλλά καί πρέπει νά ἐρευνήσουμε γιά νά μάθουμε γιά τόν Χριστό, γιά τήν πίστη μας. Χρειάζεται ὅμως προσοχή, ποῦ θά ἐρευνήσουμε. Ὅπως γιά κάθε θέμα ἀπευθυνόμαστε στόν εἰδικό, ἔτσι καί γιά τό θέμα τῆς πίστεως θά ἀπευθυνθοῦμε στόν εἰδικό, δηλαδή στό εὐαγγέλιο καί τήν Ἐκκλησία. Ὅπως γιά ἕνα μαθηματικό πρόβλημα θά ρωτήσουμε τόν μαθηματικό, γιά ἕνα θέμα ὑγείας θά ἀπευθυνθοῦμε στόν εἰδικό γιατρό κτλ., ἔτσι γιά θέματα πού ἔχουν σχέση μέ τόν Θεό, τήν ψυχή μας, τήν αἰωνιότητα, εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά ἐρευνήσουμε καί νά μελετήσουμε τήν ἁγία Γραφή καί νά ζητήσουμε τίς πληροφορίες πού θέλουμε ἀπό τήν Ἐκκλησία. Εἶναι ἄτιμο καί ἐγκληματικό γιά τόν ἑαυτό μας, γιά θέματα πίστεως νά καταφεύγουμε σέ ἀνθρώπους ἄπιστους, πού δέν ἔχουν καμία πνευματική γεύση.
Ὁ Φίλιππος καί ὁ Ναθαναήλ μελετοῦσαν τήν Π. Διαθήκη, ἤξεραν τόν Μωυσῆ καί τούς προφῆτες, πού μιλοῦσαν γιά τόν Μεσσία, κι ἔτσι τόν ἀναγνώρισαν ὅταν τόν εἶδαν. Καί οἱ κάτοικοι τῆς Βεροίας, ὅπως μᾶς πληροφοροῦν οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, εἶχαν ὅλο τό δικαίωμα νά ἐρευνοῦν καί νά κρίνουν τή διδασκαλία τοῦ ἀποστόλου Παύλου· «τό καθ’ ἡμέραν ἀνακρίνοντες τάς γραφάς εἰ ἔχοι ταῦτα οὕτως» (Πρξ 17,11).
Σ’ ἐκείνους πού μέ εἰλικρινῆ καί ἄδολη διάθεση ἐρευνοῦν, ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὑποσχέθηκε· «ζητεῖτε, καί εὑρήσετε… πᾶς γάρ ὁ αἰτῶν λαμβάνει καί ὁ ζητῶν εὑρίσκει» (Μθ 7,7· 8). Κι ἄν ὁ μεγάλος μαθηματικός Ἀρχιμήδης, ὅταν ἀνακάλυψε ἕνα φυσικό νόμο βγῆκε ἔξω συνεπαρμένος ἀπό χαρά καί φώναζε «εὕρηκα, εὕρηκα», πόση χαρά καί ἀγαλλίαση γεμίζουν οἱ καρδιές ἐκείνων πού μετά ἀπό ἔρευνα καί μελέτη εὑρίσκουν ὄχι ἕνα νόμο τῆς φυσικῆς, ἀλλά αὐτόν τόν Δημιουργό καί Νομοθέτη τοῦ σύμπαντος, εὑρίσκουν τόν Χριστό.
Εἶναι ὡραῖο πρᾶγμα συχνά νά ἀποσπώμαστε ἀπό τίς διάφορες φροντίδες καί ἔννοιες καί νά βυθιζόμαστε στή μελέτη τῆς ἁγίας Γραφῆς, νά ἔχουμε ἐνδιαφέροντα πνευματικά. Τότε, κάθε φορά περισσότερο θά ξεκαθαρίζονται τά πράγματα μέσα μας, κάθε φορά λαμπρότερη θά γίνεται ἡ πίστη μας καί καθαρώτερα θά ἀτενίζουμε τή μορφή τοῦ Κυρίου μας, γιατί ἡ ἔρευνα, ἡ τίμια καί εἰλικρινής ἔρευνα, πού γίνεται σέ σωστές πηγές, ἔχει πάντοτε καλά ἀποτελέσματα, ἐνισχύει καί φρεσκάρει τήν πίστη μας.
Ἡ σωτήρια δοκιμή: Αὐτό πού κρατᾶ τούς περισσότερους ἀνθρώπους μακριά ἀπό τόν Θεό καί τήν πίστη, εἶναι ἡ προκατάληψη. Ἔχουν μία ἐσφαλμένη ἰδέα γιά τά πνευματικά θέματα καί ἐπιμένουν σ’ αὐτή, χωρίς νά ζητήσουν νά μάθουν τήν πραγματικότητα. Γεμάτος ἀπορία -ἴσως καί μέ κάποια περιφρόνηση- ὁ Ναθαναήλ εἶπε στόν Φίλιππο· «ἐκ Ναζαρέτ δύναταί τι ἀγαθόν εἶναι;». Καί ὁ Φίλιππος δέν κάθισε νά τοῦ κάνει διδασκαλία, νά τοῦ ἀναπτύξει θεωρίες. Πολύ ἁπλά τόν προσκάλεσε· «ἔρχου καί ἴδε». Ὁ κόσμος μας καταρρέει πρός τό ψέμα καί τή συκοφαντία. Μέ καχυποψία καί προκατάληψη ἀντιμετωπίζει κάθε πρόσκληση. Ἀλλά ὁ Χριστός, τό εὐαγγέλιό του, δέν φοβᾶται τήν ἔρευνα. Προσκαλεῖ καί προκαλεῖ γιά μία δοκιμή. Ἀμφιβάλλεις; Θέλεις νά μάθεις τήν ἀλήθεια; Ἔλα, δοκίμασε καί θά δεῖς. Δέν ἔχει μυστικά καί ἀπόκρυφα πράγματα ἡ πίστη μας. Ὅ,τι λέει τό ἐπιβεβαιώνει καί τό ἀποδεικνύει μέ τή δοκιμή. Ὑπάρχουν βέβαια στήν πίστη μας καί πράγματα μελλούμενα, ὅπως ἡ μέλλουσα κρίση, ὁ παράδεισος, κτλ. Ἀλλά καί γι’ αὐτά ἔχουμε μία ἐμπειρία μέ ὅσα ζοῦμε τώρα. Εἶναι τέτοια ἡ προκαταβολή, τό καπάρο πού δίνει ὁ Χριστός γιά τά μέλλοντα, ὥστε μᾶς ὑποχρεώνει νά πιστέψουμε. Ἀντί νά ἀμφιβάλλουμε καί νά ταλαιπωρούμαστε πνευματικά μέσα στίς ὑποψίες, εἶναι συμφέρον μας νά δοκιμάσουμε προσωπικά αὐτά πού ὑπόσχεται ὁ Θεός καί νά δοῦμε ἀπό τήν πεῖρα μας ἄν καί πόσο εἶναι ἀληθινά. Πολλοί ὁμολογοῦν ὅτι εἶδαν ἐντελῶς καινούργια τήν πίστη καί ἀναγνώρισαν τόν Χριστό διαφορετικό, ὅταν θέλησαν νά παραμερίσουν τήν προκατάληψη καί νά κάνουν μία εἰλικρινῆ δοκιμή καί ἐφαρμογή αὐτῶν πού ὑπόσχεται ὁ Χριστός.
Ἡ εἰλικρίνεια ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά νά πιστέψουμε: Εἶναι πολύ φυσική καί λογική ἡ ἀπορία: Ἀφοῦ ὁ Χριστός δέν καταπιέζει καί δέν ἐξαναγκάζει κανένα, ἀλλά μᾶς καλεῖ ἐλεύθερα νά δοκιμάσουμε, γιατί οἱ ἄνθρωποι ἀρνοῦνται νά τόν πλησιάσουν καί νά σχηματίσουν μία προσωπική γνώμη, μέ τήν ἐμπειρία πού τούς χαρίζει; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι οἱ ἄνθρωποι φοβοῦνται τήν ἀλήθεια. Δέν εἶναι εἰλικρινεῖς οὔτε μέ τόν ἴδιο τόν ἑαυτό τους. Ἡ πίστη στόν Χριστό ἔχει συνέπειες στή ζωή μας καί αὐτές τίς συνέπειες φοβοῦνται. Γι' αὐτό περιορίζονται μόνο στά λόγια, σέ μερικές ἐξωτερικές ἐνέργειες χωρίς ἐσωτερική συμμετοχή. Ὅσοι εἶναι εἰλικρινεῖς καί τίμιοι ὁμολογοῦν ὅτι πράγματι δέν ὑπάρχει καμία δυσκολία γιά νά πιστέψουν. Ἡ δυσκολία βρίσκεται στή μετάνοια. Δέν ὑπάρχουν ἐπιχειρήματα πού νά χτυποῦν τή θεότητα τοῦ Χριστοῦ, τήν ἀλήθεια τοῦ εὐαγγελίου. Ὅσοι ἀρνοῦνται νά πιστέψουν, δέν εἶναι γιατί δέν τούς πείθει τό εὐαγγέλιο, ἀλλά γιατί τούς δυσκολεύει στήν ἐφαρμογή του. Εἶναι πολύ εὔκολο νά πιστέψεις, ἄν εἶσαι ἕτοιμος νά ἀρνηθεῖς τόν παλιό ἑαυτό του, νά κόψεις τούς δεσμούς μέ τήν ἁμαρτία. Τήν πίστη μᾶς τή χαρίζει ὁ Θεός καί μᾶς δίνει γι’ αὐτήν ὅσες ἀποδείξεις χρειαζόμαστε. Γιά νά τή ζήσουμε ὅμως εἶναι ἀνάγκη νά μετανοήσουμε. Ὅσο μετανοοῦμε, τόσο καθαρώτερη γίνεται ἡ πίστη μας καί ὅσο προχωροῦμε στήν πίστη, τόσο πιό ἔντονη νιώθουμε τήν ἀνάγκη νά μετανοήσουμε.