Ἡ μνήμη μέσα τους καίει, αὐτά τά χώματα κάποτε ἦταν δικά τους. Σέ κεῖνο τό ποτάμι τραγουδοῦσαν, σέ κείνη τήν πέτρα κουρνιασμένα ἄκουγαν παιδιά ἀπ’ τούς παλιούς γέροντες τούς θρύλους τῆς φυλῆς τους, σέ κεῖνο τό ξέφωτο ἔθαψαν τούς γονιούς τους. Ὕστερα ἦρθαν οἱ ἄλλοι καί τά πῆραν ὅλα. Τώρα μέ τό ὅπλο στό χέρι, μέ τή μνήμη πού καίει οἱ λαοί ὁρμοῦν καί σχίζουν τά κράτη σέ χίλια κομμάτια ψάχνοντας μέσα σ’ αὐτά τήν ἀγαπημένη χαμένη πατρίδα. Κάτω τά σύνορα! ἦταν τό σύνθημα στήν ἀρχή τοῦ 20οῦ αἰώνα· ὅλη ἡ γῆ μιά πατρίδα! Κι οἱ λαοί ἔμειναν δίχως πατρίδα, ἀνέστιοι. Τώρα, στόν 21ο αἰώνα, χιλιάδες νεκροί γιά μιά ἀμφισβητούμενη λωρίδα γῆς τῶν συνόρων τους...
Ὅλα τά ἔθνη τά 'πλασε ὁ Θεός ἀπό ἕνα αἷμα. Ὅλη ἡ γῆ μιά πατρίδα. Κι ὕστερα ὕψωσε τό χέρι Του καί ὅρισε τίς ὁροθεσίες τῆς κατοικίας τους. Μές στή μεγάλη πατρίδα χάραζε τίς μικρότερες. Κάθε ἔθνος μιά πατρίδα. Ἡ πατρίδα εἶναι ἀγαθό καί τήν δικαιοῦνται ὅλοι. Στόν ἴδιο βαθμό καί μέ τόν ἴδιο τρόπο. Εἶναι ἡ γῆ τῶν πατέρων μας, τό λίκνο τῆς ζωῆς μας, φωνή πού ψιθυρίζει τήν ἱστορία μας, λήκυθος πού βαστᾶ τό αἷμα τῶν θυσιῶν μας, σημαία πού ἀνεμίζει τά ἰδανικά καί τά ὄνειρά μας. Κάθε πατρίδα εἶναι ἱερή. Καί ἡ δική μας καί οἱ ἄλλες. Κι ὅλες ἔχουν νά δώσουν στό κοινό τραπέζι τῆς γῆς κάτι καλό, μικρό ἤ μεγάλο. Ἡ κάθε μιά ἔχει νά δώσει τό δικό της λουλούδι, τό δικό της τραγούδι, τή δική της πνοή στή ζωή τοῦ κόσμου.
Ἀλλά ὅπως ὅλα τ’ ἀγαθά, καί ἡ πατρίδα ἀλλοιώθηκε, κακοποιήθηκε. Ὅλη ἡ γῆ μιά πατρίδα! φώναζε ὁ διεθνισμός καί πολτοποίησε τίς πατρίδες μέσα στό χωνευτήρι τῶν συνομοσπονδιῶν. Ἡ δική μας πατρίδα νά σκεπάσει ὅλη τή γῆ! φώναζε ὁ σωβινισμός καί ἐξαφάνισε τίς ἄλλες πατρίδες. Στούς πρώτους ἡ πατρίδα καταργεῖται, στούς δεύτερους θεοποιεῖται, καί στούς δυό γίνεται ἀπό εὐλογία κατάρα. Κι ὅμως, τά σύνορα πρέπει νά ὑπάρχουν καί νά 'ναι ἀπαραβίαστα, ἀφοῦ τά ὅρισε χέρι Θεοῦ. Τό χρέος πού μένει σέ μᾶς εἶναι ὄχι νά μεγαλώνουμε τήν πατρίδα, ἀλλά νά τήν φυλᾶμε καί νά τήν ἐργαζόμαστε, νά δίνει τήν ὀμορφιά της σέ μᾶς καί στούς ἄλλους.
Μέσα στίς πατρίδες τοῦ κόσμου, ἡ πατρίδα μας. Στόν παγκόσμιο χάρτη ἡ Ἑλλάδα, μία κουκίδα. Εἶναι ἀπ’ τίς φτωχές, τίς μικρές, τίς ἀγνοημένες πατρίδες. Ἀγνοημένη κι ἀπ’ τά παιδιά της κι ἀπ’ τούς φίλους της κι ἀπ’ τούς προστάτες. Πατρίδα μικρή μέ πολλές χαμένες πατρίδες, πού κόπηκαν ἀπ’ τό σῶμα της μέ βία ἤ προδοσία. Ἡ Ἑλλάδα μέσα στή γῆ εἶναι μόνη της. Κανείς ἄλλος δέν μιλᾶ τή γλῶσσα της, κανείς δέν ἔχει τή φυλή της. Ἡ Ἑλλάδα δέν ἔχει ἀδελφούς λαούς· ἔχει μόνο Πατέρα. Ὄχι ὅτι ὁ Θεός τήν ξεχώρισε στήν ἀγάπη, τήν ξεχώρισε ὅμως στήν ἀποστολή! Σήμερα στήν ἑνωμένη Εὐρώπη, στήν ἔξαρση τοῦ ἐθνικισμοῦ, στό κοινό τραπέζι τοῦ ταραγμένου κόσμου ἡ Ἑλλάδα ἔχει νά φέρει πάνω καί πρίν ἀπ’ ὅλα τήν πιό ἀκριβή πραμάτεια, τό πιό γλυκό τραγούδι, τήν Ὀρθοδοξία. Αὐτήν ἔχει νά δώσει στόν κόσμο, ἡ Ἑλλάδα, πού πέρα ἀπό τό λίκνο πολιτισμοῦ εἶναι ἐδῶ καί αἰῶνες καί λίκνο Ὀρθοδοξίας. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ δόξα, τό μεγαλεῖο, ἡ δύναμή της. Κι αὐτή ἡ μικρή πατρίδα, ὅσο κι ἄν πολεμεῖται, θά ὑπάρχει ὅσο δέχεται τόν ἀληθινό Θεό. Ἄν τόν ἀρνηθεῖ, θά 'χει τή μοῖρα τοῦ ἀσώτου καί τήν κατάντια του.
Οἱ πατρίδες ὕψιστο ἀγαθό ἀλλά ἐπίγειο. Μιά μέρα θά πάψουν πιά νά ὑπάρχουν. Ζώντας μέσα σ’ αὐτές, μέσα στ’ ἀγαθά τους, μήν ξεχαστοῦμε. Σάν ἐκείνους τούς πατριάρχες πού μέσα στή γῆ τῆς ἐπαγγελίας, μέσα στήν πατρίδα τῶν ὀνείρων τους, ζοῦσαν σάν ξένοι καί προσωρινοί λαχταρώντας ἄλλη πατρίδα καλύτερη, τόν οὐρανό.
Ζωή Γούλα
Φιλόλογος