Ὄχι, δέν ἦταν ἀποκλειστικό ἰδανικό τῶν ἀνθρώπων τῆς ὁμηρικῆς ἐποχῆς. Μέχρι καί σήμερα ἡ ὑστεροφημία ἀπασχολεῖ τόν ἄνθρωπο καί καθορίζει τίς ἐπιλογές του. Μία τέτοια ἐπιλογή ὑστεροφημίας ἦταν καί ἡ ἀπόφαση τοῦ γνωστοῦ σουηδοῦ ἐφευρέτη Ἄλφρεντ Νόμπελ νά δωρίσει μέ τή διαθήκη του τό μεγαλύτερο μέρος τῆς περιουσίας του γιά τή χρηματοδότηση τῶν ὁμώνυμων βραβείων γιά τίς ἀγάπες τῆς ζωῆς του: τή φυσική, τή χημεία, τήν ἰατρική, τή λογοτεχνία καί τήν εἰρήνη. Ποιός ἦταν ὅμως αὐτός ὁ Νόμπελ, ὁ τόσο ἀκουστός καί μαζί τόσο ἄγνωστος;
Ὁ Ἄλφρεντ Νόμπελ γεννιέται στή Στοκχόλμη στίς 21 Ὀκτωβρίου 1833, τέταρτος ἀπό τά 8 παιδιά τῆς οἰκογένειας τοῦ Ἰμάνιουελ Νόμπελ, βιομηχάνου καί ἐφευρέτη πού κατασκεύαζε γέφυρες καί κτήρια σέ ὅλη τή Σουηδία. Παρά τά πλούτη του, ὡστόσο, ὁ πατέρας Νόμπελ πτωχεύει κι ἔτσι ἀναγκάζεται νά μετακομίσει στή Φινλανδία καί κατόπιν στή Ρωσία, ὅπου ξεκινᾶ τήν ἐπιχείρησή του καί προμηθεύει ἐξοπλισμό στόν ρωσικό στρατό. Ὁ Ἄλφρεντ στήν Πετρούπολη λαμβάνει ἀνώτερη ἐκπαίδευση σέ ἰδιωτικά σχολεῖα ἀλλά καί στό σπίτι μέ οἰκοδιδασκάλους. Μέχρι τά 17 του χρόνια ἐπιδίδεται στίς φυσικές ἐπιστῆμες καί μιλᾶ ἄπταιστα σουηδικά, ρωσικά, γαλλικά, ἀγγλικά καί γερμανικά! Ἀμφιταλαντεύεται ὅμως μεταξύ τῆς ἀγάπης του γιά τή χημεία καί τή φυσική καί τῆς κλίσης του στήν ποίηση καί στή λογοτεχνία. Ὡστόσο, τόν περιμένει ἡ οἰκογενειακή ἐπιχείρηση καί ὁ πατέρας του τόν στέλνει νά σπουδάσει χημεία καί μηχανική στό Παρίσι.
Ἐκεῖ γνωρίζει τόν νεαρό ἰταλό χημικό Ascanio Sobrero, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀναπτύξει ἕνα νέο ἐκρηκτικό ὑλικό πού ὀνόμαζε νιτρογλυκερίνη. Ὁ Ἄλφρεντ Νόμπελ ἐνδιαφέρεται ἀπό τήν πρώτη στιγμή γιά τή νιτρογλυκερίνη καί τίς πρακτικές χρήσεις πού θά μποροῦσε νά ἔχει στόν τομέα τῶν κατασκευῶν. Ἐπιστρέφοντας στή Σουηδία τό 1863, ἐπικεντρώνεται σ᾽ αὐτή τήν ἔρευνα καί τό 1867 γιά πρώτη φορά παρουσιάζει τή νέα ἐκρηκτική ὕλη μέ τό ὄνομα «δυναμίτης» (ἀπό τήν ἑλληνική λέξη «δύναμις»). Γιά νά μπορεῖ μάλιστα νά πυροδοτεῖ τόν δυναμίτη, ἐφευρίσκει ταυτόχρονα καί τόν πυροκροτητή, πού δίνει τή δυνατότητα τῆς ἀσφαλοῦς ἀνάφλεξης μέσῳ φιτιλιοῦ. Τό νέο πακέτο τοῦ δυναμίτη περιόρισε δραστικά τό κόστος τῆς ἀνατίναξης βράχων, κάνοντας εὐκολότερη τή διάνοιξη τοῦνελ καί καναλιῶν καί διευκολύνοντας καθοριστικά τίς οἰκοδομικές ἐργασίες. Ἡ ἀγορά ὑποδέχτηκε τή νέα ἐφεύρεση μέ ἀνυπομονησία, τήν ἴδια στιγμή πού ὁ Νόμπελ ἀποδείχτηκε ἐπιχειρηματικό δαιμόνιο. Μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του τό 1896, εἶχε καταθέσει 355 πατέντες γιά νέα προϊόντα καί τεχνολογίες.
Ὁ καταιγιστικός ρυθμός τῆς δουλειᾶς του καί τά συνεχῆ του ταξίδια δέν τοῦ ἀφήνουν ὡστόσο χρόνο γιά προσωπική ζωή· δηλώνει ἡλικιωμένος στά 43 του χρόνια! Ἐπιπλέον, οἱ ἀνησυχίες του γιά τό πῶς θά τόν θυμόταν ὁ κόσμος ὅταν θά ἔφευγε ἀπό τή ζωή κλιμακώνονται μέ ἀφορμή ἕνα ἀτυχές γεγονός. Γαλλική ἐφημερίδα τό 1888 συγχέει τόν θάνατο τοῦ ἀδερφοῦ του Λούντβιχ μέ τόν θάνατο τοῦ ἴδιου καί σπεύδει νά κυκλοφορήσει μία δηκτική νεκρολογία μέ τίτλο: «Ὁ ἔμπορος τοῦ θανάτου εἶναι πλέον νεκρός». Ἡ ἐφημερίδα τόν ψέγει γιά τήν ἀνακάλυψη τοῦ δυναμίτη. «Ὁ δρ Ἄλφρεντ Νόμπελ», γράφει, «πού ἔγινε πλούσιος ἐφευρίσκοντας τρόπους νά σκοτώνει περισσότερους ἀνθρώπους πιό γρήγορα ἀπό ποτέ, πέθανε χθές.» Ὁ Ἄλφρεντ εἶχε ἔτσι τό «προνόμιο» νά δεῖ, ὄντας ἀκόμα ζωντανός, ποιά ἦταν ἡ μεταθανάτια γνώμη γι᾽ αὐτόν.
Συγκλονισμένος ἀπό αὐτά πού διάβασε, ὁ Νόμπελ ἀποφάσισε νά κάνει κάτι γιά τήν ὑστεροφημία του. Ἕνα χρόνο πρίν πεθάνει συνέταξε τή διαθήκη του καί κληροδότησε ἕνα μεγάλο ποσό, πού ἔφθανε τά 31,2 ἑκατ. σουηδικές κορῶνες, γιά τή θεσμοθέτηση τῶν πέντε βραβείων Νόμπελ. Σήμερα πιά τό κεφάλαιο αὐτό ἔχει διαμορφωθεῖ γύρω στά 337 ἑκατομμύρια εὐρώ. Τό πρωτότυπο ἔγγραφο τῆς διαθήκης τοῦ 1895 ἐκτίθεται στό κοινό γιά πρώτη φορά φέτος σέ μία μεγάλη ἔκθεση στό μουσεῖο Νόμπελ στή Στοκχόλμη.
Διαβάζοντας καί γνωρίζοντας τή ζωή τοῦ Ἄλφρεντ Νόμπελ προβληματίσθηκα καί ἀναλογίσθηκα: Στ᾽ ἀλήθεια, πόσο ἀγωνιοῦμε γιά τήν πρίν καί μετά θάνατον κρίση καί γνώμη, ὄχι τοῦ κόσμου, ἀλλά τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ γιά μᾶς; Πόσο κάποια ἐπιθυμία «ὑστεροφημίας» ρυθμίζει τίς προσωπικές καθημερινές μας ἐπιλογές; Ὁ Νόμπελ πρόλαβε, ἔστω καί τή δωδεκάτη, νά ἀφήσει στήν ἱστορία τοῦ κόσμου ἕνα ὄνομα πού συνδέεται μέ τήν ἐπιστήμη καί τήν εἰρήνη καί ὄχι μέ τόν θάνατο... Ἐμεῖς θά προλάβουμε ἄραγε νά ἀφήσουμε στήν αἰωνιότητα ἕνα ὄνομα πού θά συνδέεται μέ τόν Θεό καί τή δική Του ἱστορία; Θά προλάβουμε νά «πεθάνουμε» πρίν πεθάνουμε, γιά νά ζήσουμε αἰώνια μέσα στήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ; Ἡ διαθήκη τοῦ Θεοῦ μας, καινή καί παλαιά, μᾶς κληροδοτεῖ καί μᾶς χαρίζει τήν πιό μεγάλη περιουσία, τήν αἰώνια ζωή, καί τό πιό σπουδαῖο βραβεῖο, τό βραβεῖο «τῆς ἄνω κλήσεως» (Φι 3,14). Λοιπόν...«πῶς ἡμεῖς ἐκφευξόμεθα τηλικαύτης ἀμελήσαντες σωτηρίας;» (Ἑβ 2,3).
Μ. Δανιήλ
Ἀπολύτρωσις 70 (2015) 148-149
Σταθερότητα καί ἀγάπη
Ὑπάρχουν συμπεριφορές ἀπό τίς ὁποῖες ὀφείλουμε νά ἀποτρέψουμε τό παιδί μας θέτοντας ὁρισμένα ὅρια. Αὐτά λειτουργοῦν ἀποτελεσματικότερα, ὅταν τό παιδί αἰσθάνεται ὅτι τό ἀγαποῦμε εἰλικρινά καί συνδέεται μαζί μας. Δέν συζητοῦμε γιά ὅρια, ὅταν τό παιδί εἶναι ἀναστατωμένο καί δέν μπορεῖ νά ἀκούσει στήν κατάσταση πού βρίσκεται. Περιμένουμε νά ἠρεμήσει, τό παίρνουμε κοντά μας, τό ἀγκαλιάζουμε καί μέ ἤρεμη καί σταθερή φωνή τοῦ ἐξηγοῦμε γιατί θέσαμε τό συγκεκριμένο ὅριο. Συνετό εἶναι νά ἀκολουθήσουμε ὁρισμένα βήματα στή θέσπιση τῶν ὁρίων ὥστε νά εἶναι ἀποδοτικά καί νά μή δημιουργήσουν προβλήματα.
1ο βῆμα. Ἡ συμμετοχή τοῦ παιδιοῦ. Θέτουμε ὅρια, πρίν συμβεῖ ἡ ἀνάρμοστη συμπεριφορά τοῦ παιδιοῦ. Τοῦ ἐξηγοῦμε ἁπλά καί ἤρεμα γιατί θέσαμε τά συγκεκριμένα ὅρια. Ἄν τό παιδί μας εἶναι ἡλικίας τριῶν ἐτῶν καί ἄνω, τοῦ ζητοῦμε νά ἐπαναλάβει τά ὅρια.
2ο βῆμα. Ἔχουμε ἕναν μικρό ἀριθμό κανόνων. Πάρα πολλοί κανόνες θά προκαλέσουν σύγχυση στό παιδί καί ἀναστάτωση.
Οἱ κανόνες νά εἶναι δίκαιοι, σαφεῖς καί τό παιδί μας νά μπορεῖ εὔκολα νά τούς ἀκολουθήσει. Ἐκφράζουμε μέ θετικό τρόπο τί θέλουμε καί ὄχι τί δέν θέλουμε.
3ο βῆμα. Ὅταν θέτουμε τά ὅρια, καθορίζουμε μέ τό παιδί μας καί τίς συνέπειες πού θά ἔχει, ἄν τά παραβεῖ. Ἡ πειθαρχία λειτουργεῖ καλύτερα, ἄν τό παιδί μας ξέρει τί νά περιμένει ὅταν ἀθετήσει τόν κανόνα.
4ο βῆμα. Ἀποδεχόμαστε καί σεβόμαστε τά δικά μας ὅρια. Ἄν δέν τηρήσουμε τά ὅρια πού ἔχουμε θέσει, οὔτε τό παιδί μας θά μᾶς σεβαστεῖ καί θά ἔχουμε δημιουργήσει ἕναν φαῦλο κύκλο. Ἄς μάθουμε νά λέμε «ὄχι» μέ ἕναν ζεστό, ἁπλό τρόπο πού νά φανερώνει τή φροντίδα μας, παραμένοντας ἤρεμοι καί σταθεροί στά ὅρια πού ἔχουμε θέσει.
5ο βῆμα. Νά εἴμαστε εὐέλικτοι. Ἄν δοῦμε ὅτι τά ὅριά μας δέν γίνονται ἀποδεκτά καί προκαλοῦν ἀντιδράσεις, δέν ἐπιμένουμε στήν ἐπι- βολή τους. Ἄν δέν εἶναι κατάλληλα, ἁπλῶς τό ἀναγνωρίζουμε καί τό ξανασυζητοῦμε μέ τό παιδί μας. Ἴσως νά εἶναι μία καλή εὐκαιρία, ἐάν τά παιδιά μας βρίσκονται στό γυμνάσιο ἤ φοιτοῦν στό λύκειο, νά στρέψουμε τή σκέψη καί τήν προσοχή μας μαζί τους στόν λόγο τοῦ σοφοῦ Σειράχ• «Ὀπίσω τῶν ἐπιθυμιῶν σου μὴ πορεύου καὶ ἀπὸ τῶν ὀρέξεών σου κωλύου. Ἐὰν χορηγήσῃς τῇ ψυχῇ σου εὐδοκίαν ἐπιθυμίας, ποιήσει σὲ ἐπίχαρμα τῶν ἐχθρῶν σου» (18,30-31). Ἀπό τίς ἐπιθυμίες σου μήν παρασύρεσαι, στίς ὀρέξεις σου ἀντιστάσου. Ἄν δώσεις στόν ἑαυτό σου τήν ἀπόλαυση κάθε ἐπιθυμίας, θά γίνεις τῶν ἐχθρῶν σου περίγελως.
Καθώς τό παιδί μας μεγαλώνει καί ὡριμάζει, ἀπομακρύνουμε τά ὅρια, τά μειώνουμε, τά ἐλαχιστοποιοῦμε καί στό τέλος μέ τόν διάλογο τά καταργοῦμε. Ἡ ἀγάπη μας καί τό ἐνδιαφέρον μας ὅμως παραμένουν ἀμείωτα καί ἡ προσευχή μας πρός τόν Κύριο ἐξακολουθεῖ θερμή καί ἐκτενής, ὥστε νά «φυλάσσει εἰσόδους καί ἐξόδους» του.
Ἀθανάσιος Γκάτζιος
Ἀπολύτρωσις 70 (2015) 143
Μέγας Κωνσταντῖνος καί ἁγία Ἑλένη. Δύο μεγάλες μορφές ἁγίων πού τιμοῦμε μέσα στόν μήνα Μάιο καί πού ὁ λαός μας ἰδιαίτερα συνδέεται μαζί τους.
Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ὁ γιός τοῦ ἑλληνοϊλλυρικῆς καταγωγῆς ρωμαίου ἀξιωματούχου καί μετέπειτα Καίσαρος καί Αὐγούστου Κωνστάντιου τοῦ Χλωροῦ καί τῆς ἁγίας Ἑλένης, διακρινόταν γιά τήν ὡραιότητα τοῦ σώματός του, τήν εὐγένεια τῆς ψυχῆς του καί τά ἐξαιρετικά πνευματικά καί φυσικά χαρίσματα. Μετά τόν θάνατο τοῦ πατέρα του (306) ὁ στρατός τόν ἀνακήρυξε αὐτοκράτορα τῆς Δύσης.
Ἀπό τίς πρῶτες του ἐνέργειες ἦταν νά σταματήσει τόν φοβερό διωγμό τῶν χριστιανῶν μέ τό περίφημο «Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων» (313). Ἀφοῦ προηγουμένως κατατρόπωσε τόν Λικίνιο, ἔγινε μονοκράτορας σέ ὅλη τήν ἀπέραντη αὐτοκρατορία (324) καί προχώρησε στό μεγαλειῶδες μεταρρυθμιστικό του ἔργο. Εἶναι ὁ πρῶτος αὐτοκράτορας πού προσχωρεῖ στό ἀνακαινιστικό κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ, ἀγκαλιάζει τήν Ἐκλησία του καί δημιουργεῖ μιά νέα προοπτική πολιτισμοῦ.
Ἔγινε προστάτης ὅλων τῶν πολιτῶν, ἀνεξάρτητα ἀπό τή θρησκευτική τους πίστη, ἀποφυλάκισε τούς χριστιανούς πού εἶχε φυλακίσει ὁ Λικίνιος, καί ἀπέδωσε στήν Ἐκκλησία τούς ναούς καί τά κατασχεθέντα κτήματα. Αὐτός πρῶτος καθιέρωσε τήν Κυριακή ἀργία. Κατήργησε τή δουλεία, τήν ποινή τοῦ σταυρικοῦ θανάτου, τίς θηριομαχίες καί τίς μονομαχίες. Καταδίκασε τή μοιχεία, προστάτεψε τά παιδιά ἀπό τήν κατάχρηση τῆς πατρικῆς ἐξουσίας. Ρύθμισε ζητήματα διαζυγίου, κληρονομιᾶς καί προίκας. Ἀπαγόρευσε τόν στιγματισμό (=σημάδεμα) στά πρόσωπα τῶν δούλων καί τούς ἔδωσε τή δυνατότητα νά γίνουν ἀπελεύθεροι. Ἐγκαινιάζοντας ἕναν νέο τρόπο διακυβέρνησης τῆς Ἐκκλησίας, ἀπόλυτα δημοκρατικό καί σύμφωνο μέ τήν ἀποστολική παράδοση, συγκάλεσε τήν Πρώτη Οἰκουμενική Σύνοδο (325), προκειμένου νά ἠρεμήσει ἡ Ἐκκλησία ἀπό τήν αἵρεση τοῦ Ἀρείου. Πρίν ἀπό τήν ἱστορική νίκη του στόν Τίβερη ποταμό κατά τοῦ Μαξεντίου, ὁ ἀήττητος στρατηλάτης εἶδε ἐκείνη τήν καταπληκτική θεοσημία «Τούτῳ νίκα» ἤ «Ἐν τούτῳ νίκα» καί στή συνέχεια κατασκεύασε τό λάβαρο τοῦ Σταυροῦ μέ τό χριστόγραμμαγιά τίς ἀσπίδες τῶν στρατιωτῶν του. Ἀντιλαμβανόμενος ὅτι τό μέλλον τῆς αὐτοκρατορίας ἦταν στήν Ἀνατολή, «ὁ πατέρας τῆς Ρωμιοσύνης» μετέφερε τήν πρωτεύουσά της στό Βυζάντιο, ἔχτισε τή Νέα Ρώμη καί ἔβαλε τά θεμέλια γιά τή νέα χριστιανική αὐτοκρατορία, γεγονός πού δέν τοῦ τό συγχώρεσαν ποτέ οἱ Δυτικοί. Τότε ἡ ἁγία Ἑλένη μέ δικά της ἔξοδα πῆγε στήν Ἰερουσαλήμ καί ἀνακάλυψε τόν Τίμιο Σταυρό.
Ἐπειδή ποθοῦσε νά λάβει τό βάπτισμα στόν Ἰορδάνη ποταμό, ὁ Κωνσταντῖνος καθυστέρησε νά βαπτισθεῖ. Βαπτίσθηκε λίγο πρίν πεθάνει. Ἔζησε 63 χρόνια.
Καί ὅλα αὐτά σέ ἐποχές πού μόνον τό 8-10% τῶν ὑπηκόων ἦταν χριστιανοί. Οἱ ἐπιλογές του ἦταν πράγματι κατάθεση ψυχῆς καί ὄχι προϊόν πολιτικῶν συμφερόντων, γιατί ἡ μεγαλοσύνη του πήγαζε ἀπό τήν καρδιά του. Ἔβαλε τήν Εὐρώπη σέ μία νέα τροχιά πολιτισμοῦ, ἀφοῦ μέ τήν εἰσαγωγή τῆς χριστιανικῆς πίστης εὐεργέτησε τήν ἀνθρωπότητα.
Ὡστόσο, κάποιοι κατηγοροῦν τόν λαμπρό αὐτό αὐτοκράτορα γιά τόν φόνο τοῦ γιοῦ του Κρίσπου καί τῆς συζύγου του Φαύστας. Τί ἀκριβῶς συνέβη; Ὁ δεκαεπτάχρονος Κρίσπος -γιός ἀπό τόν πρῶτο γάμο τοῦ Κωνσταντίνου μέ τή Μινερβίνα- εἶχε περιβληθεῖ ἀνώτατα στρατιωτικά ἀξιώματα. Λόγῳ μάλιστα τῶν αὐξημένων προσόντων του ἦταν καί ἀρχηγός τοῦ στόλου τῆς αὐτοκρατορίας, μέ ἀποτέλεσμα νά ἐπισύρει τόν φθόνο τῆς Φαύστας, ἐπειδή ὑπερεῖχε τῶν δικῶν της υἱῶν. Χρησιμοποιώντας ψευδομάρτυρες ἡ Αὐγούστα τοῦ ἀπέδωσε τήν κατηγορία ὅτι τάχα ὁ Κρίσπος εἶχε «συλλάβει ἔρωτα ἄθεσμον πρός αὐτήν» καί ὅτι συνωμοτοῦσε κατά τοῦ πατέρα του. Τότε, λοιπόν, ὁ Κωνσταντῖνος φυλάκισε τόν Κρίσπο. Ὁ νέος βρέθηκε στή συνέχεια δολοφονημένος μέ ἄγνωστο τρόπο, χωρίς ποτέ νά ὑπάρξει καταδικαστικό διάταγμα τοῦ αὐτοκράτορα. Οἱ ἱστορικοί λένε ὅτι μόνον ἡ γυναίκα τοῦ αὐτοκράτορα μποροῦσε νά χρησιμοποιήσει τή σφραγίδα του καί σέ αὐτήν ἀποδίδεται ἡ δολοφονία. Στό μεταξύ ἡ μητέρα του Ἑλένη πληροφορήθηκε τή συνωμοσία τῆς Φαύστας καί ἀποκάλυψε τήν ἀλήθεια στόν Κωνσταντῖνο, ὁ ὁποῖος καί διέταξε τή σύλληψή της. Ὁ Ζώσιμος, εἰδωλολάτρης συγγραφέας, ἰσχυρίζεται αὐθαίρετα ὅτι ὁ αὐτοκράτορας διέταξε νά πνιγεῖ ἡ Φαύστα σέ λουτρό μέ καυτό νερό. Ἀλλά τόν μύθο αὐτόν καταρρίπτει ὁ Ἱερώνυμος, ἐκκλησιαστικός συγγραφέας καί ἄριστος ἑλληνιστής, ὁ ὁποῖος μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὁ θάνατος τῆς Φαύστας ἐπῆλθε τρία ἤ τέσσερα ἔτη μετά τόν θάνατο τοῦ Κρίσπου. Περισσότερο φῶς δέν μπορεῖ νά χυθεῖ στήν ὑπόθεση· ὁ Κωνσταντῖνος, λόγῳ τοῦ ἀνεξίκακου καί τοῦ εὐγενοῦς χαρακτήρα του, θέλησε διά τῆς σιωπῆς νά καλύψει ἀπό τά περίεργα καί κακεντρεχῆ βλέμματα τήν ἐνοχή τῶν ἀγαπημένων του προσώπων.
Ἀσφαλῶς, ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος δέν ἀνήκει στίς τυπικές μορφές τῶν «ἁγίων» τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐρευνώντας, ὅμως, τό ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας, βλέπουμε ὅτι φιλοξενεῖ πολλές μορφές, οἱ ὁποῖες ὁδηγοῦνται στή λυτρωτική μετάνοια καί στό βάπτισμα πού καθαρίζει ἀπό κάθε ἁμαρτία: Π.χ. Ὁ εὐγνώμων ληστής, ὁ ὁποῖος πρῶτος κέρδισε τόν παράδεισο· ὁ ρωμαῖος ἑκατόνταρχος Λογγῖνος, ὁ ἐπικεφαλῆς τοῦ ἐκτελεστικοῦ ἀποσπάσματος, πού σταύρωσε τόν Χριστό· ὁ ὅσιος Μωυσῆς ὁ Αἰθίοψ, ὁ ὁποῖος, πρίν βαπτισθεῖ, ἦταν ἀρχιληστής· ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία, ὁ ἅγιος Αὐγουστῖνος.
Ἀναντίρρητα, ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἀποτελεῖ τό σύνορο μεταξύ δύο κόσμων: τοῦ εἰδωλολατρικοῦ, πού πέθαινε, καί τοῦ χριστιανικοῦ, πού γεννιόταν. Ἡ Ἐκκλησία μας ἀναγνωρίζοντας τίς πολύτιμες ὑπηρεσίες του τόν ἀνακήρυξε ἰσαπόστολο καί ἅγιο καί ἡ ἱστορία μέγα. Κανείς ἄλλος, μετά τούς ἀποστόλους, δέν ἔκανε περισσότερα γιά τήν ἑδραίωση τῆς πίστης μας. Λέγει σχετικῶς ὁ ἱστορικός Παπαρρηγόπουλος: «Δικαίως ἡ ἡμετέρα Ἐκκλησία ἀπεκάλεσεν αὐτόν ἰσαπόστολον καί κατέταξεν μεταξύ τῶν ἁγίων... παραβλέψασα μέν τά ἁμαρτήματα, ὧν ἐθεώρησεν αὐτόν ἀνεύθυνον, διότι ὑπῆρξαν προϊόν ἀλλοτρίας ἀνατροφῆς καί ἕξεως, ἀποβλέψασα δέ εἰς μόνην τήν ὑπέρ τοῦ χριστιανισμοῦ προαίρεσιν, ἥτις ὑπῆρξεν ἀναμφισβήτητος».
Εὐ. Αὐγουστίνου
Φιλόλογος, Θεολόγος
Ὅσες καρδιές φυλάγουν μέσα τους μία σπίθα θαυμασμοῦ γιά τό ἀληθινό, στούς ἔσχατους καιρούς μας πού ὅλα τά ἰσοπέδωσε ἡ παγερή ἀδιαφορία, ἀνακαλύπτουν πρότυπα καθοδηγητικά στούς μάρτυρες τῆς πίστεως.
Γιγαντωμένοι μέ τήν πίστη τοῦ Ἰησοῦ οἱ ἅγιοι μάρτυρες πορεύονται νικηφόρα μέσα στούς αἰῶνες, θριαμβευτές στίς μάχες τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου. Ἡ βιοτή τους, εὐαγγέλιο ζωντανό, ἐμπνέει τίς ἁγνές καλοπροαίρετες ψυχές. Λυσσαλέα τούς πολεμᾶ ὁ μισόκαλος ἐχθρός, μά καταισχύνεται περίτρανα ἀπ᾽ αὐτούς πού ἔκαναν λάβαρό τους τόν σταυρό καί ὁμολογία τους τήν ἀνάσταση.
Τά ἔργα τοῦ διαβόλου φαρμακερά καί θανατηφόρα. Φαρμάκι ποτίζει τίς καρδιές ὅσων τόν ἀκολουθοῦν. Πικρή ἡ ζωή τους καί φαρμακωμένοι οἱ ἴδιοι ποτίζουν καί τούς γύρω τους μέ δηλητήριο.
Τέτοιο δηλητήριο ὀξύ καί θανατηφόρο πότισαν τά ὄργανα τοῦ διαβόλου τόν σεβάσμιο μάρτυρα Ἑρμεία. Τόν εἶχαν συλλάβει κι ἄς εἶχε μέ τιμιότητα ὑπηρετήσει χρόνια ὁλόκληρα στόν αὐτοκρατορικό στρατό, κι ἄς βρισκόταν σέ γεροντική ἡλικία. Τόν εἶχε συλλάβει ὁ ἡγεμόνας Σεβαστιανός διότι εἶχε διαπράξει τό μεγάλο ἔγκλημα νά εἶναι χριστιανός. Ὁ πολιός ὁμολογητής τοῦ Χριστοῦ ἀρνεῖται νά θυσιάσει στά εἴδωλα καί χαμογελώντας ἀπαντᾶ: «Θά ἦταν πολύ ἀνόητο, ἄρχοντα, νά ἀφήσω τό φῶς καί νά προτιμήσω τό σκοτάδι, νά ἐγκαταλείψω τήν ἀλήθεια καί νά ἀσπασθῶ τό ψέμα, νά χάσω τή ζωή καί νά πέσω στόν θάνατο. Ὁ Κύριός μας καί Θεός μας Ἰησοῦς Χριστός εἶναι τό φῶς πού φωτίζει τόν κόσμο, εἶναι ἡ ἀπόλυτη ἀλήθεια καί ἡ πραγματική πηγή ζωῆς. Λοιπόν, δέν θά ἦταν παράλογο τώρα, στό τέλος τῆς ζωῆς μου, νά χάσω τέτοια πολύτιμα ἀγαθά;».
Τά φοβερά βασανιστήρια πού ἀκολουθοῦν ἀναδεικνύουν τήν καρτερία τοῦ μάρτυρα καί ἀφοπλίζουν τούς διῶκτες. Στό ἀδιέξοδό τους σπεύδουν στόν ὀνομαστό μάγο τῆς περιοχῆς καί τόν ἐπιστρατεύουν στον ἀνίερο πόλεμο. Παρασκευάζει ἐκεῖνος σύμφωνα μέ τίς ἐντολές πού εἶχε λάβει τό ἰσχυρότερο μαγικό του φίλτρο. Σίγουρος γιά τό ἀποτέλεσμα στέκεται νά δεῖ ἱκανοποιημένος τόν θάνατο τοῦ ἀθώου θύματος. Ὁ ἡρωικός πρόμαχος τοῦ Ναζωραίου ποτίζεται βίαια τό θανατηφόρο ποτό. Τό παντοδύναμο χέρι τοῦ Κυρίου ὅμως σκεπάζει θαυματουργικά τόν γενναῖο ἀθλητή του καί τόν διαφυλάττει σῶο καί ἀβλαβῆ.
Ὁ ὀνομαστός μάγος μέ ἔκπληξη ἀνείπωτη παρακολουθεῖ τοῦτο τό θαῦμα. Μέ δέος στέκει μπροστά σ᾽ αὐτό τό πρωτόγνωρο καί ἀνερμήνευτο γεγονός. Ποιοί νά ᾽ναι αὐτοί πού ὄντας θνητοί φοροῦν πανοπλία ὑπερκόσμια καί ντύνονται μέ δύναμη ἀκατάβλητη; Δέν γνωρίζει ὅτι θαυμαστά τό προεῖπε ὁ Ἀρχηγός τους• «σημεῖα δὲ τοῖς πιστεύσασι ταῦτα παρακολουθήσει• ἐν τῷ ὀνόματί μου δαιμόνια ἐκβαλοῦσι• γλώσσαις λαλήσουσι καιναῖς, ὄφεις ἀροῦσι• κἂν θανάσιμόν τι πίωσιν, οὐ μὴ αὐτοὺς βλάψει...» (Μρ 16,17-18).
Ἡ ὕπαρξή του συγκλονίζεται. Παραδίδει τόν ἑαυτό του στόν Ἰσχυρό, πού κατέστησε ἀνίσχυρα τά ὅπλα του. Ὁ αἰώνιος Θριαμβευτής κερδίζει ἕνα λάφυρο ἀπό τό κράτος τοῦ σατανᾶ. Μέ χαρά καί δύναμη ὁμολογεῖ ὁ πρώην μάγος τήν πίστη του στόν Θεό τοῦ Ἑρμεία. Οἱ ἀπειλές καί οἱ ἐκβιασμοί πού δέχεται ἐξοβελίζονται ἀπό τή στέρεα ἀπόφασή του: Γιά αὐτόν τόν Θεό ἀξίζει καί νά πεθάνει κανείς!
Ὁ μάγος δέν ἔλαβε τό ἅγιο βάπτισμα μέ τό νερό τοῦ μυστηρίου. Βαπτίστηκε μέ τό αἷμα τοῦ μαρτυρίου του, ἐκεῖ στά Κόμανα τῆς Καππαδοκίας τόν 2ο αἰώνα μ.Χ ἐπί βασιλέως Μάρκου Αὐρηλίου (περίπου τό 177 μ.Χ.).
Μαρτυρεῖ διά ἀποκεφαλισμοῦ ὁ πρώην μάγος καί μένει στό συναξάρι τῆς Ἐκκλησίας μας μέ τόν τίτλο αὐτό πού διατρανώνει τίς θαυμάσιες ἀλλοιώσεις πού ἐπιτελεῖ ἡ δεξιά τοῦ Κυρίου Παντοκράτορος.
«Τῇ 31ῃ Μαΐου μνήμη Ἑρμείου μάρτυρος καί τοῦ κεράσαντος τόν ἅγιον Ἑρμείαν φάρμακον Μάγου Μάρτυρος».
Ἰχνηλάτης
Ἡ χαρά τῆς ἀναστάσεως πού πλημμύρισε τίς καρδιές μας τήν νύχτα τοῦ Πάσχα ὁλοκληρώνεται μέ τήν δεσποτική ἑορτή τῆς Ἀναλήψεως. Ὁ Κύριος ἔχοντας συντρίψει τόν θάνατο καί τήν φθορά ἀνυψώνει τήν ἀνθρώπινη φύση πού προσέλαβε ἀπό τά σπλάχνα τῆς παρθένου Μαρίας, τῆς μητέρας του, στά δεξιά τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι τήν ἀφθαρτίζει καί τήν θεώνει. Πρέπει βέβαια νά τονισθεῖ ἐδῶ ὅτι στήν πραγματικότητα ἡ ἀνάληψη ταυτίζεται μέ τήν ἀνάσταση. Ἅμα ἀνάσταση ἅμα ἀνάληψη. Τό ὅτι ἡ ἀνάληψη συνέβη ἱστορικά σαράντα ἡμέρες μετά τήν ἀνάσταση, αὐτό ὀφείλεται σέ λόγους οἰκονομίας: Ἔπρεπε οἱ μαθητές νά βεβαιωθοῦν ὅτι ὁ διδάσκαλός τους ἀνέστη ἀπό τούς νεκρούς. Γι’ αὐτό καί ὁ Ἰησοῦς δέν παύει νά τούς ἐμφανίζεται ἐπί σαράντα ἡμέρες «λέγων τὰ περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ» (Πρξ 1,3).
Ἐδῶ ἀνακύπτει ἕνα πολύ σημαντικό ἐρώτημα: Ἡ ἀνάσταση καί ἡ ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ καί οἱ συνέπειές τους, ἡ νίκη πάνω στήν ἁμαρτία καί στόν θάνατο καί ἡ μετοχή στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ πῶς ἀληθινά ἀφοροῦν σ’ ἐμένα; Ὅλα αὐτά πού ἔχουν σχέση μέ ἕνα συγκεκριμένο πρόσωπο, τόν Ἰησοῦ ἀπό τήν Ναζαρέτ, πῶς συνδέονται μ’ ἐμένα καί μέ τόν κάθε ἄνθρωπο ξεχωριστά; Διότι ἄν δέν μέ ἀφοροῦν μέ κάποιον τρόπο οὐσιώδη, τότε εἰς μάτην ἑορτάζω καί πανηγυρίζω. Παραμένω θνητός, ἁμαρτωλός καί ἄγευστος σωτηρίας. Καί ὁ Ἰησοῦς μπορεῖ νά εἶναι ὁτιδήποτε ἄλλο, ἀλλά ὄχι σωτήρας μου.
Πρέπει στό σημεῖο αὐτό νά ὑπογραμμισθεῖ ὅτι μίλησα γιά «τρόπο οὐσιώδη». Αὐτό σημαίνει μέ ἁπλά λόγια ὅτι δέν ἀρκεῖ ἡ πίστη μου γιά νά σωθῶ. Δέν εἶναι ἡ σωτηρία μου ὑπόθεση πνευματική ἤ ἠθική μόνο, ἀλλά κυρίως καί προπάντων ὑπαρξιακή. Ἡ πτώση τοῦ ἀνθρώπου στήν Ἐδέμ ὑπῆρξε ἕνα κατεξοχήν ὑπαρξιακό γεγονός. Ἡ ἁμαρτία κατέστρεψε τήν ἀνθρώπινη φύση, τήν ὁδήγησε στόν θάνατο, στό μηδέν· δέν τήν σπίλωσε μόνον. Αὐτή δέ ἡ τραγική κατάσταση μεταδίδεται στόν κάθε ἄνθρωπο σάν κληρονομικότητα, σάν ἀναπόδραστη γενετική ἀσθένεια.
Πῶς λοιπόν θά μποροῦσα νά σωθῶ; Πῶς θά μποροῦσα νά ξεπεράσω αὐτό τό φοβερό τεῖχος τῆς ὀδύνης; «Τίς με ῥύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου;» (Ρω 7,24). Ἐπειδή ἀκριβῶς τό πρόβλημά μου ἦταν ὁ θάνατος, αὐτό πού ἀπαιτοῦνταν ἦταν μέ κάποιο τρόπο νά κοινωνήσω ἀθανασία. Ἀλλά κάτι τέτοιο ἦταν ἀδύνατο στά πλαίσια τοῦ θνητοῦ κόσμου μας· ὅλα γύρω μας μυρίζουν θάνατο καί φθορά.
Γι’ αὐτό ἀνέλαβε τοῦτο τό ἔργο ὁ μόνος ἀθάνατος, ὁ ἅγιος Θεός. Ἔγινε ὁ ἴδιος ἄνθρωπος καί ἔκανε τήν φύση μας ἑαυτό του. Κι ὄχι μόνον αὐτό· ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ νικητής τοῦ θανάτου, Αὐτός πού μέ τήν ἀνάσταση καί τήν ἀνάληψή του, ὅπως εἶπα παραπάνω, θέωσε τήν ἀνθρώπινη φύση πού προσέλαβε, μᾶς τήν προσφέρει, ἑνωμένη μέ τήν θεότητά του, νά γίνει τροφή μας. Τό ψωμί καί τό κρασί τῆς θείας Εὐχαριστίας γίνονται σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ. Δέν συμβολίζουν τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ὑποστηρίζουν οἱ ποικιλώνυμοι αἱρετικοί. Γίνονται, εἶναι. Ὁ Χριστός ξεκαθάρισε ὅτι «τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου» καί «τοῦτό ἐστι τὸ αἷμά μου» (Μθ 26,26. 28) καί ὅτι «ἡ σάρξ μου ἀληθῶς ἐστι βρῶσις, καὶ τὸ αἷμά μου ἀληθῶς ἐστι πόσις» (Ἰω 6,55).
Κάθε φορά λοιπόν πού κοινωνοῦμε, ἑνώνουμε τήν ἄρρωστη ἀνθρωπότητά μας μέ τόν ἐσταυρωμένο, ἀναστημένο καί ἀναληφθέντα Κύριο. Ἔτσι ἡ νίκη τοῦ Χριστοῦ πάνω στόν θάνατο γίνεται καί δική μου ὑπόθεση, καί ἡ ζωή Του ζωή μου. Δέν εἶναι πλέον τελικός προορισμός μου ἡ νέκρωση καί τό μνῆμα. Δέν μέ τρομάζει ὁ σκοτεινός Ἅδης. Ἀφοῦ ὁ Χριστός, ἡ ζωή μου, πέθανε μέν ἀλλά ἀναστήθηκε καί ἀναλήφθηκε, τό ἴδιο θά συμβεῖ καί μ’ ἐμένα. Θά πεθάνω, ἀλλά θά ἀναστηθῶ καί θά μετάσχω στήν βασιλεία Του. Γι’ αὐτό δίκαια γιορτάζω καί πανηγυρίζω.
Ὑπάρχει βέβαια μία προϋπόθεση γιά νά γευθῶ αὐτή τήν χαρά: Νά προσέρχομαι στό μυστήριο τῆς ζωῆς κατόπιν αὑτοεξετάσεως. «Δοκιμαζέτω δὲ ἄνθρωπος ἑαυτόν, καὶ οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καὶ ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω» (Α΄ Κο 11,28), ὑπογραμμίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Δηλαδή πρῶτα νά σφραγίζω τόν ἑαυτό μου μέ τήν μετάνοια καί ἔπειτα νά πλησιάζω. Διότι ἄν ἡ ἁμαρτία μέ ἀποξένωσε ἀπό τόν Θεό, ἡ μετάνοια -καί μόνον ἡ μετάνοια- μοῦ ἀνοίγει τόν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς.
Εὐάγγελος Ἀλ. Δάκας
Δρ Θεολογίας, Φιλόλογος
Ἡ περικοπή ἐξιστορεῖ τό πιό σημαντικό γεγονός τῶν Εὐαγγελίων, πάνω στό ὁποῖο στηρίζεται ἡ πίστη μας. Καί τό γεγονός αὐτό εἶναι ὁ θάνατος καί ἡ ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τό ὅτι ὁ Χριστός πέθανε, ἀποδεικνύεται ἀπό τήν ταφή του· τό ὅτι ἀναστήθηκε βεβαιώνεται μέ τίς ἐμφανίσεις του. Γιά τήν ταφή τοῦ Χριστοῦ μιλοῦν ὅλοι οἱ εὐαγγελιστές: Μθ 27,57-61· Λκ 23, 50-54· Ἰω 19,38-42. Γιά τήν ἐπίσκεψη τῶν μυροφόρων στόν τάφο μιλᾶ ὁ Ματθαῖος (Μθ 28,1-8) καί ὁ Λουκᾶς (Λκ 24,1-12).
Μετά τή σταύρωση τοῦ Ἰησοῦ ὅλοι οἱ μαθητές διασκορπίσθηκαν. Ἀλλά τότε ἐμφανίσθηκαν οἱ κρυφοί μαθητές καί οἱ μαθήτριες, γιά νά προσφέρουν τίς τελευταῖες τιμές στό νεκρό σῶμα τοῦ Διδασκάλου.
Λέξεις:
15,42. ἤδη ὀψίας γενομένης = ὅταν εἶχε πλέον βραδιάσει
ὅ ἐστι = δηλαδή
43. εὐσχήμων = σεβαστός, ἐξοχώτατος
ὅς καί ἦν προσδεχόμενος = πού κι αὐτός περίμενε
44. ἐθαύμασε =ἀπόρησε
τόν κεντυρίωνα = τόν ἑκατόνταρχο
45. γνούς = ἀφοῦ ἔμαθε
ἐδωρήσατο = χάρισε
46. καθελών αὐτόν = ἀφοῦ τόν κατέβασε
ἐνείλησε = τύλιξε
κατέθηκεν αὐτόν ἐν μνημείῳ = τόν ἔβαλε μέσα σέ μνῆμα
ὅ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας = πού ἦταν λαξευμένο σέ βράχο
προσεκύλισε=κύλησε πάνω
λίθον=μία πέτρα
47. ἐθεώρουν = παρατηροῦσαν
16,1. διαγενομένου = ἀφοῦ πέρασε
προάγει ὑμᾶς = πηγαίνει πρίν ἀπό σᾶς
15,42. Καί ἤδη ὀψίας γενομένης, ἐπεί ἦν παρασκευή, ὅ ἐστι προσάββατον.
ὀψίας γενομένης: Ὀψία εἶναι τό δειλινό. Κατά τό ἑβραϊκό ἡμερολόγιο ἡ ἡμέρα ἀρχίζει τό ἀπόγευμα. Ἔτσι ἀπό τό ἀπόγευμα τῆς Παρασκευῆς θά ἄρχιζε τό Σάββατο. Καί ἐπειδή τό Σάββατο ἦταν ἡμέρα ἀργίας, ἐπιπλέον δέ αὐτό εἰδικά τό Σάββατο ἦταν καί ἡμέρα τοῦ ἑβραϊκοῦ Πάσχα καί δέν ἐπιτρεπόταν ἀπό τόν νόμο μιά τέτοια μέρα νά εἶναι ἄταφος ἕνας νεκρός, ὁ Ἰωσήφ προβαίνει στήν ταφή τοῦ Ἰησοῦ.
ἐπεί ἦν Παρασκευή: Ἡ ἡμέρα πρίν ἀπό τό Σάββατο ὀνομάσθηκε Παρασκευή γιατί κατ’ αὐτήν οἱ Ἑβραῖοι ἔκαναν τίς παρασκευές, δηλαδή τίς ἑτοιμασίες πού χρειάζονταν γιά τό Σάββατο, κατά τό ὁποῖο δέν ἔκαναν καμία βαρειά δουλειά. Ὀνομαζόταν ἀκόμη ἡ μέρα αὐτή καί προσάββατον.
15,43. ἐλθών ᾿Ιωσήφ ὁ ἀπό ᾿Αριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής, ὃς καί αὐτός ἦν προσδεχόμενος τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τολμήσας εἰσῆλθε πρός Πιλᾶτον καί ᾐτήσατο τό σῶμα τοῦ ᾿Ιησοῦ.
Ἰωσήφ ὁ ἀπό Ἀριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής: Ἦταν ἀπό τούς κρυφούς μαθητές τοῦ Χριστοῦ. Καταγόταν ἀπό τήν Ἀριμαθαία, ἡ ὁποία δέν ξέρουμε ποῦ ἀκριβῶς ἦταν. Ἦταν βουλευτής, δηλαδή μέλος τοῦ Συνεδρίου, πού ἦταν ὅ,τι εἶναι σήμερα γιά μᾶς ἡ Βουλή καί ἡ Ἱερά Σύνοδος μαζί, γιατί στό θεοκρατικό κράτος τοῦ Ἰσραήλ, ἡ θρησκευτική καί πολιτική ἐξουσία ἦταν κοινή.
ὁ ἀπό Ἀριμαθαίας: σημαίνει ὄχι ἁπλῶς ὅτι καταγόταν ἀπό τήν Ἀριμαθαία, ἀλλά καί ὅτι ἦταν βουλευτής τῆς Ἀριμαθαίας στό Συνέδριο. Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος μᾶς λέει ὅτι ἦταν πλούσιος (Μθ 27,57).
Καί αὐτός ἦν προσδεχόμενος τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ: Τί σημαίνει αὐτό μᾶς τό ἐξηγεῖ ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης, πού λέει ὅτι ὁ Ἰωσήφ ἦταν μαθητής τοῦ Ἰησοῦ, "κεκρυμμένος δέ διά τόν φόβον τῶν Ἰουδαίων" (Ἰω 19,38). Ὁ ἴδιος εὐαγγελιστής μᾶς πληροφορεῖ ὅτι μαζί μέ τόν Ἰωσήφ ἦρθε καί ὁ Νικόδημος (19,39), πού ἀνῆκε στήν τάξη τῶν φαρισαίων καί ἦταν καί αὐτός κρυφός μαθητής τοῦ Κυρίου.
τολμήσας εἰσῆλθε πρός Πιλᾶτον καί ᾐτήσατο τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ: Τήν σταύρωση τοῦ Ἰησοῦ τήν ἀποφάσισαν οἱ Ἰουδαῖοι, ἀλλά ἡ ἀπόφαση ἐκτελέστηκε μετά ἀπό τήν ἔγκριση τῆς ρωμαϊκῆς ἐξουσίας, τῆς ὁποίας ἐπικεφαλῆς στήν Παλαιστίνη ἦταν ὁ Πιλᾶτος. Καί μάλιστα ὁ Πιλᾶτος ἐνέκρινε τόν θάνατο τοῦ Ἰησοῦ, γιατί τοῦ τόν παρουσίασαν σάν ἐπαναστάτη ἐναντίον τῆς ρωμαϊκῆς κυριαρχίας, σάν βασιλέα τῶν Ἰουδαίων. Γι’ αὐτό, τό νεκρό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ ἀνήκει στήν κυριότητα τοῦ Πιλάτου καί ἀπό αὐτόν τό ζητᾶ ὁ Ἰωσήφ. Ἦταν τολμηρή ἡ ἐνέργεια τοῦ Ἰωσήφ νά ζητήσει τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, γιατί ἀκόμη δέν εἶχε κοπάσει ἡ ταραχή τῶν ἀρχιερέων καί τοῦ λαοῦ, πού τό πρωΐ εἶχαν ἀποφασίσει τόν θάνατό του. Οἱ Ρωμαῖοι συνήθιζαν νά ἀφήνουν τά σταυρωμένα σώματα ἐκτεθειμένα πάνω στόν σταυρό γιά νά παραδειγματίζονται ὅσοι τά ἔβλεπαν. Ὁ μωσαϊκός νόμος ὅμως ὅριζε νά μή μένουν ἄταφοι οἱ νεκροί (Δε 21,23). Γι’ αὐτό ὁ Ἰωσήφ ζητᾶ νά θάψει τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.
15,44. Ὁ δέ Πιλᾶτος ἐθαύμασεν εἰ ἤδη τέθνηκε, καί προσκαλεσάμενος τόν κεντυρίωνα ἐπηρώτησεν αὐτόν εἰ πάλαι ἀπέθανε.
ὁ δέ Πιλᾶτος ἐθαύμασεν εἰ ἤδη τέθνηκεν: Οἱ καταδικασμένοι σέ σταυρικό θάνατο σταυρώνονταν μέ τρεῖς τρόπους:
α) Ἄν ὁ σταυρός ἦταν ἕνας ἁπλός πάσσαλος, τούς κάρφωναν μέ τά χέρια σέ κλειστή ἀνάταση καί τίς παλάμες σχεδόν στήν κορυφή τοῦ πασσάλου. Στήν περίπτωση αὐτή πέθαιναν σέ λίγα λεπτά ἀπό ἀσφυξία.
β) Ἄν ὁ σταυρός εἶχε σχῆμα Τ ή †, τούς ἔδεναν τά χέρια στό ὁριζόντιο δοκάρι καί τά πόδια στό κάθετο. Ἔτσι πέθαιναν σέ πολλές μέρες ἀπό τήν πεῖνα, τή δίψα καί τήν ἡλίαση.
γ) Ἄν ὁ σταυρός εἶχε τό παραπάνω σχῆμα κάρφωναν τά χέρια στό ὁριζόντιο δοκάρι καί τά πόδια στό κάθετο. Γιά νά πατήσουν τά πόδια πάνω στό δοκάρι καί νά καρφωθοῦν λύγιζαν πολύ τά γόνατα τοῦ σταυρωμένου καί τό σῶμα του, κρεμασμένο ἀπό τά χέρια, ἔπαιρνε τό σχῆμα Υ. Τά τραύματα πού ἄνοιγαν τά καρφιά αἱμορραγοῦσαν, ἀλλά ὄχι πολύ γιατί ἦταν μικρά. Ἔτσι ὁ σταυρωμένος βασανιζόταν περίπου δύο ἡμέρες ὥσπου νά ξεψυχίσει. Ὁ Χριστός σταυρώθηκε μ’ αὐτό τόν τρίτο τρόπο. Γι’ αὐτό ὁ Πιλᾶτος ἀπόρησε ὅταν τοῦ ζήτησε ὁ Ἰωσήφ τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Δέν περίμενε νά 'χει πεθάνει τόσο νωρίς, γι’ αὐτό καί ἔδωσε ἐντολή νά ἐλέγξουν ἄν πέθανε ἤ ὄχι ὁ Ἰησοῦς.
προσκαλεσάμενος τόν κεντυρίωνα: Ὁ κεντυρίων ἤ ἑκατόνταρχος ἦταν ἀξιωματικός τοῦ ρωμαϊκοῦ στρατοῦ, πού εἶχε στίς διαταγές του ἑκατό ἄνδρες. Ἦταν περίπου ὅ,τι εἶναι σήμερα ὁ λοχαγός. Ἕνας κεντυρίων μαζί μέ τέσσερις στρατιῶτες παρευρίσκονταν στή σταύρωση τοῦ Ἰησοῦ.
15,45. Καί γνούς ἀπό τοῦ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τό σῶμα τῷ ᾿Ιωσήφ.
καί γνούς ἀπό τοῦ κεντυρίωνος: Ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης περιγράφει ἀναλυτικώτερα πῶς βεβαιώθηκε ὁ κεντυρίων ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι νεκρός. Λέει ὅτι κάποιος ἀπό τούς στρατιῶτες "λόγχῃ αὐτοῦ τήν πλευράν ἔνυξε καί εὐθύς ἐξῆλθεν αἷμα καί ὕδωρ" (Ἰω 19,34).
15,46. Καί ἀγοράσας σινδόνα καί καθελών αὐτόν ἐνείλησε τῇ σινδόνι καί κατέθηκεν αὐτόν ἐν μνημείῳ, ὃ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας, καί προσεκύλισε λίθον ἐπί τήν θύραν τοῦ μνημείου.
καθελών αὐτόν: Ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης μᾶς πληροφορεῖ ὅτι στήν ἀποκαθήλωση τοῦ Ἰησοῦ μαζί μέ τόν Ἰωσήφ ἦταν καί ἄλλος ἕνας κρυφός μαθητής τοῦ Κυρίου, ὁ Νικόδημος, πού εἶχε φέρει "μῖγμα σμύρνης καί ἀλόης ὡς λίτρας ἑκατόν" (Ἰω 19,39), γιά τόν ἐνταφιασμό.
ἐνείλησε τῇ σινδόνι: Γιά νά θάψουν ἕναν νεκρό στά χρόνια τοῦ Χριστοῦ, τόν σπαργάνωναν μέ τίς κειρίες πού ἦταν στενόμακρες λωρίδες ὑφάσματος, τίς ὁποῖες μούσκευαν μέ ἀρώματα. Οἱ κειρίες λέγονταν καί ὀθόνια, γι’ αὐτό ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης, λέει· "ἔλαβον οὖν τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ καί ἔδησαν αὐτό ἐν ὀθονίοις μετά τῶν ἀρωμάτων" (Ἰω 19,40). Ὀθόνη λεγόταν ἡ σινδών, καί ὀθόνια τά κομμάτια, οἱ λωρίδες τῆς ὀθόνης. Μ’ αὐτές τίς λωρίδες τύλιγαν σφιχτά ὅλο τό σῶμα τοῦ νεκροῦ ἀπό τίς φτέρνες μέχρι τόν λαιμό. Τά ὀθόνια, πού εἶχαν καί κολλητικές οὐσίες, κολλοῦσαν πάνω στίς σάρκες τόσο γερά, πού γιά νά τά βγάλει κανείς, ἔπρεπε νά καταξεσχίσει τίς σάρκες τοῦ νεκροῦ. Τό κεφάλι τοῦ νεκροῦ τό τύλιγαν μ’ ἕνα φακιόλι μουσκεμένο μέ ἀρώματα, πού λεγόταν σουδάριο. Κι ἀφοῦ ἔτσι τύλιγαν τόν νεκρό, τόν ἔβαζαν μετά στόν τάφο.
ἐν μνημείῳ ὅ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας: Στήν Παλαιστίνη τότε οἱ τάφοι δέν ἔμοιαζαν μέ τούς δικούς μας. Ὁ τάφος ἦταν ἕνα σπήλαιο λαξευμένο σέ βράχο ἤ σέ πετρῶδες μέρος σέ σχῆμα φούρνου. Ὁ θολωτός χῶρος μποροῦσε νά φιλοξενήσει πολλούς νεκρούς, γιατί ἤ ἄνοιγαν τέτοιους μικρότερους φούρνους στά ἐσωτερικά τοῦ τοιχώματος γιά καθένα νεκρό ἤ ἀπόθεταν τούς νεκρούς στό δάπεδο τοῦ μεγάλου θόλου. Τό στόμιο τοῦ τάφου τό ἔκλειναν μέ μία πέτρα. Καθώς δέν ἦταν παραχωμένος ὁ νεκρός γρήγορα ἄρχιζε νά μυρίζει καί ἡ δυσοσμία ἔβγαινε ἀπό τίς χαραμάδες τῆς πόρτας τοῦ τάφου. Οἱ συγγενεῖς τοῦ νεκροῦ γιά νά ἐξουδετερώσουν τή δυσοσμία πήγαιναν καί ἔρριχναν στόν τάφο ἀρώματα. Γι’ αὐτή τή δουλειά πῆγαν καί οἱ μυροφόρες στόν τάφο τοῦ Χριστοῦ.
Στόν τάφο τοῦ Χριστοῦ οἱ φαρισαῖοι ἔβαλαν φρουρά, γιατί φοβοῦνταν μήπως οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ κλέψουν τό νεκρό σῶμα του καί ποῦν ὅτι ἀναστήθηκε. Ἀλλά γιά νά μήν μποροῦν νά πειράξουν τόν νεκρό οὔτε οἱ φύλακες στρατιῶτες, σφράγισαν τόν τάφο. Δηλαδή ἔβαλαν σφραγισμένο βουλοκέρι, ὥστε νά μή μπορεῖ ν’ ἀνοίξει κανείς τόν τάφο, χωρίς νά καταστρέψει τίς σφραγῖδες. Ἔτσι οἱ στρατιῶτες φύλαγαν τόν τάφο ἀπό τούς ἀνθρώπους, καί οἱ σφραγῖδες τόν φύλαγαν ἀπό τούς στρατιῶτες.
15,47. Ἡ δέ Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί Μαρία ᾿Ιωσῆ ἐθεώρουν ποῦ τίθεται.
Μαρία ἡ Μαγδαληνή: Ἦταν ἀπό τίς πρῶτες μαθήτριες τοῦ Κυρίου, ἴσως ἡ μεγαλύτερη ἀπό ὅλες καί μέ πολύ ζῆλο. Καταγόταν ἀπό τήν πόλη Μάγδαλα τῆς Γαλιλαίας καί γι’ αὐτό λεγόταν Μαγδαληνή. Ὁ Ἰησοῦς τήν εἶχε θεραπεύσει ἀπό ἑπτά δαιμόνια καί μετά τή θεραπεία της ἔμεινε κοντά στόν Χριστό μαζί καί μέ ἄλλες γυναῖκες, γιά νά ὑπηρετοῦν τόν Κύριο. Οἱ ἱστορίες πού παρουσιάζουν τή Μαρία τή Μαγδαληνή νεαρή καί ἁμαρτωλή εἶναι ψεύτικες.
Μαρία Ἰωσῆ: Ἀναφέρεται καί ὡς Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ, ἀδελφή τῆς μητρός τοῦ Κυρίου, μήτηρ τοῦ Ἰακώβου τοῦ μικροῦ καί Ἰωσῆ. Εἶναι γυναίκα τοῦ Κλωπᾶ, ἀδελφοῦ τοῦ Ἰωσήφ, δηλαδή συννυφάδα τῆς Παναγίας. Εἶχε τρεῖς γιούς, τόν Ἰάκωβο τόν μικρό, τόν Ἰωσῆ καί τόν Σίμωνα. Ἦταν κι αὐτή ἀπό τίς μαθήτριες τοῦ Κυρίου.
16,1. Καί διαγενομένου τοῦ σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί Μαρία ἡ τοῦ ᾿Ιακώβου καί Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν.
Σαλώμη: Εἶναι ἡ γυναίκα τοῦ Ζεβεδαίου, μητέρα τοῦ Ἰακώβου καί τοῦ Ἰωάννου. Ἦταν καί αὐτή μαθήτρια τοῦ Κυρίου.
ἠγόρασαν ἀρώματα… αὐτόν: Ἐπειδή ὅπως εἴπαμε οἱ τάφοι ἀνέδιδαν τή δυσοσμία τοῦ νεκροῦ, οἱ συγγενεῖς τῶν νεκρῶν πήγαιναν κι ἔρριχναν στόν τάφο ἀρώματα. Γι' αὐτό καί οἱ μυροφόρες μόλις πέρασε ἡ ἀργία τοῦ Σαββάτου, πῆραν ἀρώματα καί ἦρθαν νά τά ρίξουν στόν τάφο τοῦ Ἰησοῦ.
16,2. Καί λίαν πρωΐ τῆς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται ἐπί τό μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου.
λίαν πρωί τῆς μιᾶς σαββάτων: Σάββατα στά ἑβραϊκά λεγόταν ἡ ἑβδομάδα. Μία Σαββάτων εἶναι ἡ πρώτη μέρα τῆς ἑβδομάδος, ἡ ὁποία μετά τήν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου πῆρε τό ὄνομά του, Κυριακή.
16,3. Καί ἔλεγον πρός ἑαυτάς· τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τόν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου;
Οἱ μυροφόρες σκέπτονταν νά ἀνοίξουν τό μνῆμα τοῦ Κυρίου γιά νά ρίξουν καί μέσα μύρα. Ἐπειδή ὅμως ἡ πέτρα πού ἔκλινε τήν εἴσοδο τοῦ μνήματος ἦταν μεγάλη, συζητοῦσαν μεταξύ τους πηγαίνοντας κι προβληματίζονταν ποιός θά κυλίσει τήν πέτρα.
16,4. Καί ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἦν γάρ μέγας σφόδρα.
ἀποκεκύλισται ὁ λίθος: Ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου δέν περιγράφεται πουθενά στά Εὐαγγέλια, γιατί κανείς δέν εἶδε τόν Κύριο νά βγαίνει ἀπό τόν τάφο. Οἱ εὐαγγελιστές διηγοῦνται μόνο ὅ,τι εἶδαν καί ἔπιασαν. Εἶδαν δέ καί ἔπιασαν τόν ἀναστημένο Κύριο, τόν ἄκουσαν, ἔφαγαν καί περπάτησαν μαζί του. Ὁ Κύριος ἀναστήθηκε καί βγῆκε ἀπό τόν τάφο ἀοράτως καί χωρίς νά ἀνοίξει τήν πλάκα ἤ νά καταστρέψει τίς σφραγῖδες. Γι’ αὐτό ψάλλουμε τό Πάσχα· "φυλάξας τά σήμαντρα σῷα, Χριστέ, ἐξηγέρθης τοῦ τάφου", πού σημαίνει: "Χριστέ, ἀναστήθηκες καί βγῆκες ἀπό τόν τάφο διατηρώντας τίς σφραγῖδες σῶες". Ἔτσι ὁ τάφος ἦταν γιά ἀρκετή ὥρα ἄδειος καί οἱ στρατιῶτες τόν φύλαγαν νομίζοντας ὅτι ὁ νεκρός εἶναι μέσα. Ὕστερα ἀπό ὥρα, ὅταν πλησίαζαν οἱ γυναῖκες, γιά νά ρίξουν τά ἀρώματα καί ἔλεγαν ποιός θά μᾶς κυλίσει τή βαρειά πλάκα (γιατί αὐτές καί οἱ μαθητές δέν ἤξεραν ὅτι οἱ φαρισαῖοι εἶχαν βάλει φρουρά), τότε ὁ ἄγγελος γιά νά δείξει στίς γυναῖκες τόν τάφο ἄδειο, ἔκανε σεισμό καί πέταξε κάτω τήν πλάκα καί τότε οἱ στρατιῶτες λιποθύμησαν ἀπό τόν φόβο τους. Ὁ Χριστός βγῆκε ἀπό τόν τάφο ὅπως ἀκριβῶς λίγο ἀργότερα τήν ἴδια μέρα μπῆκε στό δωμάτιο τῶν ἕνδεκα μαθητῶν κεκλεισμένων τῶν θυρῶν. Τό ἀναστημένο σῶμα δέν χρειάζεται κανένα ἄνοιγμα γιά νά μπεῖ ἤ νά βγεῖ. Μπαίνει καί ἀπό τόν τοῖχο.
16,5. Καί εἰσελθοῦσαι εἰς τό μνημεῖον εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολήν λευκήν, καί ἐξεθαμβήθησαν.
καί εἰσελθοῦσαι εἰς τό μνημεῖον: Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος λέει ὅτι ὁ ἄγγελος καθόταν ἐπάνω στόν λίθο, ἐνῶ ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς ἀναφέρει δύο ἀγγέλους. Οἱ διαφορές αὐτές ὄχι μόνο δέν μειώνουν τήν ἀλήθεια τῶν Εὐαγγελίων, ἀλλά τονίζουν τή φυσικότητα τῆς διηγήσεως.
16,7. Ἀλλ᾿ ὑπάγετε εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καί τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τήν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτόν ὄψεσθε, καθώς εἶπεν ὑμῖν.
τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καί τῷ Πέτρῳ: Ὁ Πέτρος μετά τήν ἄρνησή του ἦταν λυπημένος. Ὀ ἄγγελος τόν ἀναφέρει ὀνομαστικά γιά νά τοῦ δώσει νά καταλάβει ὅτι ὁ Κύριος ἔχει δεχθεῖ τή μετάνοιά του, τόν συγχώρεσε καί τόν συμπεριλαμβάνει στήν ὁμάδα τῶν μαθητῶν.
προάγει ὑμᾶς εἰς τήν Γαλιλαίαν… εἶπεν ὑμῖν: Ὁ Κύριος εἶχε προειδοποιήσει τούς μαθητές του μετά τό πάθος του νά φύγουν στή Γαλιλαία καί ἐκεῖ θά τόν δοῦν (14,28). Αὐτοί ὅμως, ἐπειδή καθόλου δέν περίμεναν νά ἀναστηθεῖ, παρέμειναν στά Ἰεροσόλυμα φοβισμένοι καί τσακισμένοι ἀπό τή θλίψη πού χάσανε τόν διδάσκαλό τους καί ἀπό τήν ἀγωνία μήπως ἡ κακία τῶν φαρισαίων ξεσπάσει καί πάνω τους.
Τά κυριώτερα νοήματα
1. Ἡ ταφή τοῦ Κυρίου: Ὁ Ἰωσήφ καί ὁ Νικόδημος, μέλη τοῦ μεγάλου Συνεδρίου πού καταδίκασε τόν Χριστό, δέν συμφωνοῦσαν μέ τή γνώμη τοῦ Συνεδρίου καί δημοσιεύουν αὐτή τή διαφωνία τους δείχνοντας ὅλη τους τήν ἀγάπη στόν διδάσκαλο Ἰησοῦ. Ἡ πράξη τους δείχνει τήν εὐγένεια τῆς καρδιᾶς τους, τή δύναμη τῆς ἀγάπης τους, ἀλλά καί τήν τόλμη καί τήν ἀνδρεία τους.
Ἔχει μεγάλη σημασία τό ὅτι ὁ θάνατος τοῦ Ἰησοῦ πιστοποιεῖται ἀπό τόν ρωμαῖο στρατιωτικό καί βεβαιώνεται μέ τήν ταφή του. Δίνει μία ἀπάντηση: α) Στούς αἱρετικούς δοκῆτες, πού ἔλεγαν ὅτι ὁ Χριστός δέν ἦταν τέλειος ἄνθρωπος, ἀλλά κατά δόκησιν παρουσιάστηκε σάν ἄνθρωπος. Ἔπαθε καί πέθανε, ἄρα ἦταν ἄνθρωπος. β) Στούς ἀρνητές τῆς ἀναστάσεως, πού μιλοῦν γιά νεκροφάνεια κτλ. Ὁ ἴδιος ὁ δήμιος πιστοποιεῖ τόν θάνατο τοῦ Ἰησοῦ, γι’ αὐτό κανείς δέν μπορεῖ νά ἀμφιβάλλει γιά τήν ἀνάστασή του, ἀφοῦ ἕνας σίγουρα νεκρός ἐμφανίζεται ζωντανός.
Σημαντική εἶναι ἐπίσης ἡ λεπτομέρεια πού μᾶς διασώζουν οἱ ἄλλοι εὐαγγελιστές, ὅτι ὁ Ἰωσήφ χάρισε στόν Ἰησοῦ τόν ἀριστοκρατικό καί ἀμεταχείριστο τάφο του. Καί ἔχει σημασία αὐτό: α) Σάν τεκμήριο τῆς ἀναστάσεως καί β) σάν προφητικός ὑπαινιγμός.
α) Ἀφοῦ μόνον ὁ Ἰησοῦς μπῆκε γιά πρώτη φορά σ’ αὐτόν τόν τάφο, αὐτός σίγουρα εἶναι πού βγῆκε. Δέν ὑπάρχει περίπτωση νά βγῆκε κάποιος ἄλλος ἀπό τόν τάφο καί νά παρουσιάσθηκε αὐτός σάν Ἰησοῦς.
β) Ὅπως ὁ τάφος τοῦ Ἰησοῦ εἶναι καινούργιος, ἔτσι ὅλα στήν Καινή Διαθήκη εἶναι καινούργια. Καινούργιο τό Πάσχα, καινούργια ἡ διαθήκη τοῦ Θεοῦ μέ τόν λαό του, καινούργια ἡ ζωή, ὅπως εἶναι καινούργιος ὁ τάφος, ἡ μήτρα ἀπό τήν ὁποία γεννιοῦνται ὅλοι οἱ χριστιανοί.
2. Οἱ μυροφόρες: Ἄν θαυμάζουμε καί ἐπαινοῦμε τήν τόλμη τοῦ εὐσχήμονος Ἰωσήφ, δέν ὑστεροῦν καθόλου σέ τόλμη καί οἱ γυναῖκες πού εἴδαμε στήν περικοπή μας. Στήν ἐνέργεια τῶν μυροφόρων βλέπουμε τήν εὐαίσθητη γυναικεία καρδιά, τή γεμάτη ἀγάπη, ἀλλά καί θαυμαστή ἀνδρεία.
Ὁ Μ. Βασίλειος στόν λόγο του στή μάρτυρα Ἰουλίττα, βάζει στό στόμα της νά λέει ὅτι ὅταν ὁ Θεός ἔπλασε τή γυναίκα δέν πῆρε μόνο σάρκα ἀπό τήν ἀνδρική σάρκα, ἀλλά καί ὀστοῦν ἀπό τά ὀστᾶ τοῦ ἀνδρός, γιά νά δώσει στήν γυναίκα σθένος καί ἀντοχή. Κι αὐτό τό θαυμαστό σθένος, τήν ἀνδρεία, βλέπουμε στίς μυροφόρες. Αὐτό πού κάνει δυνατές τίς μυροφόρες εἶναι ἡ ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη εἶναι τό πιό ἰσχυρό καί ἀκατανίκητο ὅπλο τῆς γυναίκας. Ἄν ὁ ἄνδρας κυριαρχεῖ μέ τή δύναμη, ἡ γυναίκα ὑποτάσσει καί αὐτόν τόν κυρίαρχο ἄνδρα μέ τήν ἀγάπη της. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἀναπόσπαστο χαρακτηριστικό τῆς γυναίκας. Γυναίκα χωρίς ἀγάπη δέν εἶναι κἄν γυναίκα. Εἶναι ἕνα ἀπαίσιο πλάσμα, πού δημιουργεῖ ἀποτροπιασμό (π.χ. Μήδεια, Κλυταιμνήστρα, Ἰεζάβελ, Ἡρωδιάς). Ἡ ἀγάπη κάνει τή γυναίκα νά θυσιάζει τόν ἑαυτό της γιά χάρη τῶν ἄλλων (π.χ. μητέρα, νοσοκόμα). Κι ὅσο πιό μεγάλη ἀξία ἔχει αὐτό γιά τό ὁποῖο θυσιάζεται, τόσο μεγαλύτερη εἶναι καί ἡ δική της ἀξία. Οἱ μυροφόρες τά ἄφησαν ὅλα κι ἀκολούθησαν τόν Χριστό στή διδασκαλία καί τή δράση του. Ἀλλά τόν ἀκολούθησαν ἀκόμη καί στόν τάφο του, ὅταν ὅλοι τόν εἶχαν ἐγκαταλείψει. Ἀποκαλύπτει σ’ αὐτές πρῶτα τή μεγάλη εἴδηση τῆς Ἀναστάσεως. Κι ἀκόμη ἐμφανίζεται σ’ αὐτές πρῶτα ὁ Ἀναστημένος Κύριος καί τίς ἀποστέλλει νά φέρουν στόν κόσμο τό μήνυμα τῆς ἀναστάσεώς του, ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας: "Δεῦτε ἀπό θέας γυναῖκες εὐαγγελίστριαι, καί τῇ Σιών εἴπατε· Δέχου παρ’ ἡμῶν χαρᾶς εὐαγγέλια, τῆς Ἀναστάσεως Χριστοῦ• τέρπου, χόρευε καί ἀγάλλου Ἰερουσαλήμ, τόν Βασιλέα Χριστόν θεασαμένη ἐκ τοῦ μνήματος, ὡς νυμφίον προερχόμενον".
Στεργίου Σάκκου, Εὐαγγελικές περικοπές (βοήθημα γιά κυκλάρχες)
† Στεργίου Σάκκου
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ
ΤΟΜΟΣ Β΄
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΕΦ. 4-11
Ζητῆστε το στό Βιβλιοπωλεῖο "Ἀπολύτρωσις", τηλ. 2310 274518
ἤ μπεῖτε στό ἠλεκτρονικό μας βιβλιοπωλεῖο http://books.apolytrosis.gr/el/
Τό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἀνάστασή του εἶναι τά πιό σημαντικά καί ἐνδιαφέροντα γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους καί ὁλόκληρη τήν κτίση, διότι ὁ Χριστός μέ τήν ἀνάστασή του ἔλυσε τό πιό σοβαρό πρόβλημα, πού ἀπασχολεῖ ὅλους μας, τό πρόβλημα τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου. Τό ἐπίσης ἐκπληκτικό καί ἀνεπινόητο εἶναι ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός ἔδωσε τήν εὐκαιρία σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους ὅλων τῶν αἰώνων νά ἀξιοποιοῦν τό ἐπίτευγμα τῆς ἀναστάσεώς του. Καί ποιός εἶναι ὁ τρόπος αὐτός; Εἶναι ἡ διαρκής παρουσία τῆς Ἐκκλησίας ὡς σώματος Χριστοῦ. Ἐκεῖ ὅρισε νά γίνεται μέχρι τή συντέλεια τῶν αἰώνων ἡ ἑκούσια συμμετοχή τῶν ἀνθρώπων στόν θάνατο καί στήν ἀνάστα σή του καί μ’ αὐτόν τόν τρόπο νά νικοῦν τόν θάνατο καί νά κερδίζουν τήν ἀθανασία, ἑνούμενοι μαζί του, ἀλλά καί συγχρόνως νά γίνονται μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεώς του.
Τά γενικά γνωρίσματα τῶν μαρτύρων τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ εἶναι:
Πρῶτον, ἡ ἐμπειρία τοῦ ἀναστημένου σώματος τοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποία οἱ μέν μαθητές τοῦ Χριστοῦ εἶχαν μέ τίς ἐμφανίσεις του μετά τήν ἀνάσταση, ἐνῶ οἱ μετέπειτα ἅγιοι μέ τήν ἐνσυνείδητη ἐνσωμάτωσή τους στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καί τόν ἰσόβιο ἀγώνα τους νά πορεύονται ἑνωμένοι μαζί του.
Δεύτερον, ἡ ἀπλανής μαρτυρία γιά τό ἀναστημένο σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία δίδεται εἴτε προφορικά εἴτε γραπτά εἴτε βιωματικά καί παραδειγματικά.
Τρίτον, ἡ παρουσία μαθητῶν-παραληπτῶν, οἱ ὁποῖοι παρέλαβαν τή μαρτυρία αὐτή ἀπό τούς μάρτυρες τῆς ἀναστάσεως, τήν ἐγκολπώθηκαν καί συνέχισαν νά τή μεταφέρουν στίς ἑπόμενες γενεές.
Ὅσοι γνωρίσαμε τόν μακαριστό καθηγητή Στέργιο Σάκκο μποροῦμε ἀνθρωπίνως νά βεβαιώσουμε ὅτι διέθετε τά παραπάνω γνωρίσματα τοῦ μάρτυρος τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Καί πιό συγκεκριμένα:
Α. Εἶχε τήν ἐμπειρία τοῦ ἀναστημένου σώματος τοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποία παρέλαβε μέσα στήν τοπική ἐκκλησία τῶν Γρεβενῶν ἀπό τόν πρῶτο του κατηχητή, τόν τότε ἱεροκήρυκα καί μετέπειτα Μητροπολίτη Φλωρίνης μακαριστό Αὐγουστῖνο Καντιώτη. Ἦταν γεμάτος ἀγαλλίαση κάθε φορά πού μνημόνευε σ’ ἐμᾶς τίς ἀλησμόνητες ἐκεῖνες ἡμέρες τῆς γνωριμίας του μέ τόν ἀναστάντα Κύριο, κάτω ἀπό τήν καθοδήγηση τοῦ ἀσκητικοῦ καί πιστοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Αὐγουστίνου. Τίς ὀνόμαζε χαριτωμένα «ἡμέρες τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου». Ἦταν αὐτή ἀκριβῶς ἡ ἐμπειρία πού μετέβαλε τόν ἀγριεμένο ἔφηβο τοῦ πετροπολέμου στό ποτάμι τῶν Γρεβενῶν σέ ζηλωτή νέο τῆς ἐπίμονης προσευχῆς, τῆς ὁλονύκτιας μελέτης τῶν ἁγίων Γραφῶν στό ὑπόγειο τοῦ πατρικοῦ σπιτιοῦ καί τῆς δυναμικῆς ἱεραποστολῆς μαζί μέ ἄλλους συμμαθητές του στό Γυμνάσιο γιά τόν τακτικό ἐκκλησιασμό καί τήν τήρηση τῆς νηστεί ας. Αὐτή ἡ δυνατή ἐμπειρία ἦταν ἐπίσης ἐκείνη πού ἀνέτρεψε τά ἀρχικά σχέδια γιά σπουδές στά Μαθηματικά, στά ὁποῖα ἐμφανιζόταν ὡς ἰδιοφυΐα, καί τόν ἔστρεψε στή σπουδή τῆς Θεολογίας. Ἀσχολούμενος συστηματικά μέ τήν ἑρμηνεία τῶν ἁγίων Γραφῶν καί μέ τή μελέτη τῶν πατερικῶν κειμένων, ἀλλά καί μέ τή συμμετοχή του στά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ὅλο καί στερέωνε περισσότερο μέσα του τήν ἐμπειρία τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ ἀναστημένου σώματός του, τῆς μίας, ἁγίας, καθολικῆς καί ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.
Β. Στηριγμένος στήν ἐμπειρία πού ἔλαβε ὁ μακαριστός καθηγητής ἔδωσε τήν ἀπλανῆ μαρτυρία γιά τόν ἀναστημένο Ἰησοῦ Χριστό σέ πολλούς ἀνθρώπους καί σέ διαφόρους τόπους. Κι αὐτή του τή μαρτυρία τήν ἔδωσε τόσο προφορικά, ὅσο καί γρα πτά καί παραδειγματικά.
Προφορικά ὁ μακαριστός κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου εἶχε ἀμέτρητες εὐκαιρίες νά κηρύξει τόν Ἰησοῦ καί τήν ἀνάσταση στά ἐπίκαιρα κηρύγματά του ἀπό τότε πού ἦταν ἀκόμη φοιτητής, μέχρι καί τίς παραμονές τῆς κοιμήσεώς του...
Ἔχει χαραχθεῖ βαθύτατα καί παραμένει ἀνεξίτηλη στήν καρδιά μου ἡ συμμετοχή του στήν κηδεία τοῦ μακαριστοῦ ἀδελφοῦ μου, τοῦ εἰκοσάχρονου Κωνσταντίνου, τόν Αὔγουστο τοῦ 1971, καθώς μέ τήν παρουσία, μέ τήν προσευχή καί τόν λόγο του συνήργησε τά μέγιστα νά δημιουργηθεῖ μία ἀτμόσφαιρα σταυροαναστάσιμη. Ὕστερα ἀπό μία ἐξαντλητική πορεία ἕξι περίπου χιλιομέτρων στά δύσβατα μονοπάτια τῶν Πιερίων, σηκώνοντας κατά διαστήματα καί τό φέρετρο, πῆρε τόν λόγο στήν νεκρώσιμη ἀκολουθία: «Θά μπεῖ μέσα στόν τάφο τό κορμί. Θά λειώσει ἡ σκουριά τῆς ἁμαρτίας... Θά ἀναστηθεῖ ἕνα σῶμα τέλειο, ὅπως ἦταν στήν ἀρχή... Ὁ Κώστας ἔδωσε στούς δικούς του τή μαρτυρία τῆς αἰώνιας ζωῆς. Ταξίδευσε μία μέρα πρίν κοιμηθεῖ. Ζοῦμε μέ τή βεβαιότητα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ». Μ’ αὐτήν τή βεβαιότητα πρίν ἀπό 43 χρόνια ζήσαμε ἀναστάσιμα ἐκείνη τήν κηδεία.
Ὁ μακαριστός καθηγητής Στέργιος Σάκκος ἔδωσε τή μαρτυρία τῆς ἀναστάσεως καί γραπτά. Εἶναι περισπούδαστες οἱ θεολογικές του μελέτες γιά τήν ἀνάσταση, τόσο στά ἑρμηνευτικά του συγγράμματα, ὅσο καί στά δογματικά καί ἀπολογητικά του κείμενα.
Ἔδωσε ἐπίσης τή μαρτυρία του γιά τήν ἀνάσταση μέ τό προσωπικό του βίωμα καί τό παράδειγμα. Συνήθιζε νά λέγει ὁ ἴδιος ὅτι ἡ γνήσια χριστιανική πίστη φαίνεται ἀπό τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ὁ χριστιανός στέκεται ἀντιμέτωπος μέ τίς θλίψεις καί τόν θάνατο. Κι ἐκεῖνος ἔχει μία ὁλόκληρη σειρά ἀπό περιπτώσεις στόν ἐπίγειο βίο του πού βρέθηκε ἀντιμέτωπος μέ πειρασμούς καί θλίψεις καί μέ τόν θάνατο πολύ ἀγαπητῶν του προσώπων, καί πάντα στάθηκε ὄρθιος, δυνατός καί αἰσιόδοξος, γεμάτος ἀπό τό φῶς τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καί μέ ἀκράδαντη πίστη γιά τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν.
Πολλές φορές στή διάρκεια τοῦ βίου του ὁ μακαριστός καθηγητής πέρασε μέσα ἀπό τό καμίνι τῶν πειρασμῶν καί τῶν θλίψεων. Κάποτε οἱ πειρασμοί καί οἱ θλίψεις πού ἔπεσαν ἐπάνω του ἦταν ἀνθρωπίνως ἀσήκωτες καί ἀδιαπέραστες, πικρότερες κι ἀπό τόν θάνατο. Κάποια φορά πού βρέθηκα σέ τέτοιες ὧρες κοντά του καί μιλήσαμε ἐξομολογητικά, τόν ἔνιωσα καταπληγωμένο ὡσάν με τά ἀπό μάχη καί βομβαρδισμό. Κι ὅμως, ὁλόκληρος μία πληγή, συνέχιζε νά παλεύει, χωρίς νά ἀπελπίζεται. Κι ἐγώ διερωτώμουν: Ποῦ βρίσκει τή δύναμη; Σύντομα ὅμως, κάνοντας μία ἀνασκόπηση στόν βίο του, ὅσο ἐγώ μποροῦσα νά τόν γνωρίζω, βρῆκα τήν ἀπάντηση: Τή δύναμη τήν ἀντλοῦσε ἀπό τήν ἐμπειρία πού ἀπέκτησε γνωρίζοντας τόν ἀναστημένο Χριστό. Ἐκείνη ἡ ἐμπειρία, καθώς τήν κουβαλοῦσε σέ ὅλη του τήν ἐπίγεια πορεία, τοῦ μάθαινε πολύτιμα μυστικά: τήν χριστομίμητη ταπείνωση, τά δάκρυα τῆς μετανοίας, τήν ἀληθινή συγχώρηση, τήν ἀδιάκριτη ἀγάπη. Ὁμολογῶ ὅτι ὅλα αὐτά, πού τά γνώρισα ἀπό τόν στενό σύνδεσμο πού διατηροῦσα μαζί του, ἀλλά καί ἰδιαίτερα μέ τήν ἰδιότητά μου ὡς ἱερέως, ὄχι ἁπλῶς μέ ἐντυπωσίασαν, ἀλλά μέ συγκλόνισαν, καί ἔγιναν ἡ βάση γιά τήν κάθε τοποθέτησή μου. Πιστεύω δέ ἀκράδαντα ὅτι μέ ὅλα αὐτά μαρτυροῦσε καί στίς πιό δύσκολες ὧρες τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ἔχω καί τόν λογισμό ὅτι ἡ ἐκδημία του κατά τήν ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως ἀποτελεῖ σημεῖο γιά τήν κατ’ αὐτόν τόν τρόπο μαρτυρία τῆς ἀναστάσεως.
Γ. Ἕνα τελευταῖο γνώρισμα μάρτυρος τῆς ἀναστάσεως γιά τόν μακαριστό καθηγητή εἶναι ἡ ὕπαρξη μαθητῶν του, οἱ ὁποῖοι παρέλαβαν ἀπό ἐκεῖνον τή μαρτυρία τῆς ἀναστάσεως, καλλιεργήθηκαν μέ αὐτήν, ρυθμίζουν τή ζωή τους μ’ αὐτήν, καί τώρα τήν παραδίδουν στίς ἑπόμενες γενεές. Ὑπάρχει ἕνα πλῆθος τέτοιων προσώπων. Σέ ὅλους αὐτούς καί σ’ ἐμᾶς ἄφησε ὡς ἱερή παρακαταθήκη καί πολύτιμη πνευματική κληρονομιά ἕνα ἀπό τά ἀκριβότερα δῶρα, τήν ἐμπειρία καί τή μαρτυρία τῆς ἀναστάσεως.
Ἀρχιμ. Αὐγουστῖνος Γ. Μύρου
Δρ. Θεολογίας