Ἔσερνε τά κουρασμένα βήματά του στούς καρρόδρομους τῆς Κουκουσοῦ. Ἡ ἐξορία στόν Πόντο μοιάζει ἀτέλειωτο βασανιστήριο• λιγοστό τό νερό, ἴσαμε νά βρέξει τά χείλη του. Καί τό φαγητό ἐλάχιστο. Ξερός ὁ τόπος. Μά πιό πολύ τόν μαστιγώνει ἡ ξέρα τῶν ἀνθρώπων, πού τήν κουβαλάει μέσα του χρόνια τώρα.
Πάει καιρός πού κατάλαβε τί σήμαινε ἐκεῖνο τό «ἐν Χριστῷ» πού πολλοί «ἀδελφοί» του ἐπίσκοποι πρόσθεταν στούς λόγους τους ἄλλοτε γι᾿ αὐτόν. Γεύθηκε ὅλη τήν πίκρα πού αὐτό τό «ἐν Χριστῷ» τοῦ πρόσφερε. Καταδιωγμένος τώρα συλλογίζεται ἐκεῖνα τά πρόσωπα, τά γεγονότα. Μέσα στή σιωπή ἀντηχοῦν πιό καθαρά, σχεδόν αὐθεντικά, οἱ φωνές τῶν ἐχθρῶν του: «Κλέφτης», «καταχραστής», «καταλύει τήν παράδοση τῆς νηστείας»! Αἰσχρές συκοφαντίες. Λόγια μικρόνοων, παθιασμένων κληρικῶν, ἀνθρώπων πού τόσες φορές εὐεργέτησε!
Αὐτός ὅμως τούς ἀγαποῦσε ὅλους, ἕναν πρός ἕναν. Τούς μνημόνευε στίς προσευχές του μέ δάκρυα. Κι ἄς μήν ἤθελαν ἐκεῖνοι οὔτε τά ἴχνη ἀπό τά ὑποδήματά του νά βλέπουν. Μόνο τήν ἁμαρτία τους μισοῦσε. Αὐτήν τή μισοῦσε πάντα καί ποτέ δέν συμβιβάστηκε μαζί της. Τή σιχαινόταν, σάν τήν ἔβλεπε νά περπατάει ἀγέρωχα στά ἀνάκτορα, στίς πλατεῖες, στά θέατρα, στόν ἱππόδρομο. Σάν τοῦ ἔγνεφε εἰρωνικά ἀπό τά χρυσοκλωσμένα ἐνδύματα ξιππασμένων ἱερέων καί ἀρχιερέων. Ἀπό τίς τορνευτές τους ἅμαξες, πού τίς μετέφεραν ταλαίπωροι δοῦλοι. Ἔνιωθε τότε τό χρέος του νά σφίγγει τήν καρδιά του. Ὅρμησε καί ράπισε τήν ἁμαρτία μέ δύναμη ὅπου τή βρῆκε. Καί κείνη τοῦ ἀπάντησε μέ τόν μόνο τρόπο πού ἤξερε: ἕνα πλοῖο, μερικοί στρατιῶτες, μιά καταδικαστική ἀπόφαση.
Ἔγειρε τό τίμιο κεφάλι του λίγο νά ξαποστάσει ἀπό τό δρόμο. Πόσο γρήγορα τόν πῆρε ὁ ὕπνος! Μπροστά του, ἀνάμεσα στό σκοτάδι, τοῦ ἀποκάλυψε τή ζωή του. Ἦταν ταλαίπωρη, μέ τά στίγματα τοῦ διωγμοῦ νά τῆς χαρακώνουν τό σεμνό ἔνδυμα. Μιά ὀδύνη ἀλλά καί μιά καύχηση ἱερή ζωγραφιζόταν στό βλέμμα της. Ξαφνικά εἶδε νά τήν περικυκλώνουν πρόσωπα ὕποπτα μέ τό σταυρό στά χέρια. Βούιζαν στ᾿ αὐτιά του οἱ κατάρες τῆς βασίλισσας, οἱ ἀφορισμοί τῶν ἐπισκόπων τῆς ἄνομης Συνόδου, τά ποδοβολητά τῶν μισθοφόρων. Κι ἀνάμεσά τους οἱ θρῆνοι τῶν γυναικῶν. Τό κλάμα τῆς θυγατέρας του Ὀλυμπιάδας καί τῆς ἀφοσιωμένης συνοδίας της. Τόση ἀδικία, Θεέ μου, καί τόσος πόνος γιά τήν τιμή τῆς ἀλήθειας!
Πῆρε νά ξημερώνει. Τό νεφύδριο παρῆλθε. Τό φῶς νίκησε τή μαυρίλα τῆς νύχτας. Στόν ὁρίζοντα τῆς καρδιᾶς του μόνο μιά μορφή δέσποζε πιά. Τή γνώρισε ἀμέσως. Ἦταν «ὁ ἀστήρ ὁ λαμπρός ὁ πρωινός». Ἦταν ὁ «Δεσπότης» του. Γι᾿ αὐτόν πάθαινε ὅλα τοῦτα. Ἀπό τότε πού τά ἁγνά χέρια τῆς μητέρας του Ἀνθούσας χάραξαν τήν εἰκόνα του στήν παιδική του ψυχή, μέ μιά ἀνάσα ζοῦσε. Νά εἶναι δικός του. Κι αὐτό του τό ὄνειρο οὔτε κι ἕνας Λιβάνιος μπόρεσε νά σβήσει. Ἔπειτα πέρασαν οἱ φίλοι, ἦρθαν οἱ ἐνάντιοι, μά δέν τόν ἔνοιαζε. Ὅλα γίνονταν γιά Ἐκεῖνον.
Τώρα, τό καταλάβαινε, ἔφτασε ἡ «δωδεκάτη» ὥρα του. Πόσο ποθοῦσε νά τόν πάρει ὁ «Δεσπότης» του στά χέρια του, ὅπως τό ζοῦσε κάποτε μικρό ὀρφανό στήν Ἀντιόχεια! Νά τόν γλυτώσει ἀπό τόν ψευτοχριστιανισμό τῶν μαζῶν, ἀπό τούς γλυκανάλατους συμβιβασμένους. Ἀπό τούς κενούς του ἐκπροσώπους καί ὅλους ὅσους εἶχαν βάλει τόν Ἰησοῦ του θεμέλιο στό οἰκοδόμημα τῆς προσωπικῆς τους μωροφιλοδοξίας.
Ἄς τόν ἔπαιρνε μαζί του κι ἄς πήγαιναν ὅπου Ἐκεῖνος ἤθελε! Σ᾿ ὅποια γωνιά τῆς γῆς καί τ᾿ οὐρανοῦ. Δικά του ἦταν. Μόνο μαζί του!
Ἰωάννης
Ἀπολύτρωσις 54 (1999) 9-10