Super User

Super User

Τρίτη, 13 Οκτώβριος 2015 00:37

Στή βόρεια Ιταλία

AgioiNazariosProtasiosGerbasiosKelsios Κάθε Ὀκτώβριο, καθώς ὁ μεγάλος Σποριάς καλεῖ τούς ἐργάτες του στόν κόπο τῆς σπορᾶς, φέρνω στό νοῦ μου τούς ἀκάματους σποριάδες τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ σέ κάθε ἐποχή. Καί πλάι στούς μεγάλους καί γνωστούς, δίπλα στούς Ἀποστόλους καί Πατέρες, ἀναζητᾶ ἡ ψυχή μου ἐνθάρρυνση σέ κείνους τούς μικρούς καί ταπεινούς, οἱ ὁποῖοι κράτησαν μέ δέος ἀλλά καί ζῆλο τό σπόρο τῆς αἰώνιας ἀλήθειας καί ἀφειδώλευτα τόν ἔσπειραν γύρω τους. Σέ κείνους τούς ἄγνωστους καί ἀνώνυμους ἀδελφούς, οἱ ὁποῖοι στήν ἱερή σκυταλοδρομία τοῦ πνεύματος προσέφεραν σκυτάλη φωτεινή τήν δια τους τή ζωή. Στούς ἁγίους καί μάρτυρες, πού ἔγιναν μέ τή ζωή τους τά ἱερά φυτά καί δημιούργησαν νέα φυτώρια καί περιβόλια χάριτος σέ ὅλη τή γῆ.

 Στά χρόνια τοῦ Νέρωνα στή βόρεια Ἰταλία, ἕνας νέος μέ φλογερή ψυχή καλεῖ τούς ἀνθρώπους μέ τό λόγο καί τό παράδειγμά του στό κάλλος τῆς ἀλήθειας τοῦ Ἰησοῦ. Σάν νά ᾿χει ἀγγέλων φτερά στά πόδια καί στήν καρδιά, ὁδοιπορεῖ καί διδάσκει. Ἡ λομβαρδική πεδιάδα δέχεται τό μήνυμα τοῦ ἀληθινοῦ φωτός, αὐτό πού ὁ ἀπόστολος Παῦλος καί οἱ συνεργάτες του εἶχαν κηρύξει σέ τοῦτο τόν τόπο. Ὁ Γερβάσιος δίνει τήν καρδιά του στόν Χριστό, δίνει τό στόμα του, τήν ὁρμή τῆς νιότης του, τό χρόνο του, τή ζωή του ὅλη. Τό μαρτύριο σφραγίζει τήν ἱερή διακονία αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου, πού ἔταξε τή ζήση του στόν εὐαγγελισμό τῶν ψυχῶν, προσέφερε σέ φρυγμένα χείλη τό ζείδωρο ὕδωρ τοῦ οὐρανοῦ, χόρτασε τήν πείνα ἐκείνη πού βασανιστικά τυραννᾶ τόν ἄνθρωπο τόν πλασμένο γιά τήν αἰωνιότητα.
 Στό δικαστήριο ὁ ὁμολογητής τῆς πίστεως μέ τή διδασκαλία, τήν ὑπομονή καί τήν ἱλαρότητά του γίνεται πόλος ἕλξεως. Ἀλλά ὁ ἀλαζόνας ἔπαρχος Ἀνούλιος μένει ἀσυγκίνητος. Τά βασανιστήρια εἶναι στ᾿ ἀλήθεια φρικτά, ὅμως ὁ ἀθλητής τοῦ Χριστοῦ στέκει ἀκλόνητος. Στό σκοτάδι τῆς φυλακῆς συναντᾶ κι ἄλλους ἡρωικούς συναθλητές. Ὁ Ναζάριος καί ὁ Προτάσιος εἶναι κι αὐτοί δέσμιοι γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Στό ἀδελφικό ἀντάμωμα ὑποχωρεῖ τό σκοτάδι καί ἀχτίδες χαρᾶς πλημυρίζουν τίς καρδιές τῶν ἀγωνιστῶν. Ἐνθαρρύνουν ὁ ἕνας τόν ἄλλον καί σμίγουν τά λόγια καί τά δάκρυα σέ προσευχή. Μέ κοινό τό φρόνημα θά πορευθοῦν μαζί καί στόν διά ἀποκεφαλισμοῦ θάνατο. Τή ζωή καί τό μαρτύριό τους τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία μας στίς 14 Ὀκτωβρίου καί προτρέπει κι ἐμᾶς νά γενοῦμε συνεχιστές τῆς δικῆς τους ζωῆς καί διακονίας, μέτοχοι στό μόχθο τῆς σπορᾶς ἀλλά καί στό γιορτάσι τοῦ θερισμοῦ.

Ἰχνηλάτης

Ἀπολύτρωσις 59 (2004) 200

Πέμπτη, 02 Ιούλιος 2015 18:56

Ὁ μακαριστός ἐπίσκοπος Ἰωάννης

 «Οἱ πράξεις τῶν ἁγίων ἀποτελοῦν τή δυνατότερη μαρτυρία πρός ἔπαινό τους καί πρός ὠφέλεια αὐτῶν πού ἐπιδιώκουν τήν ἀρετή». Ὁ λόγος αὐτός τοῦ Μεγάλου Βασιλείου μοῦ ἔρχεται στή σκέψη, καθώς ἀναπολῶ τή μορφή τοῦ μακαριστοῦ ἐπισκόπου Σιδηροκάστρου κυροῦ Ἰωάννη (= 8 Ὀκτωβρίου 2001). Δέν σκοπεύω, βέβαια, νά ἐγκωμιάσω τήν πατερική φυσιογνωμία τοῦ ἐκλιπόντος, διότι καί ὁ ἴδιος ἐκ φύσεως ἀποστρεφόταν τόν ἔπαινο.

 Θά ἦταν ὅμως, νομίζω, σκόπιμο γιά τή δική μας ὠφέλεια νά στρέψουμε τήν προσοχή στή μυστική ἐκείνη δύναμη πού ἐνέπνεε τόν τίμιο ἱεράρχη ἀπό τήν πρώτη του νεότητα μέχρι τά βαθιά γηρατειά. Νά ψηλαφίσουμε τό μυστικό τῆς ἀξιοθαύμαστης δραστηριότητας, τοῦ νεανικοῦ ζήλου καί τῆς ἀκαταπόνητης δημιουργικότητας, πού τροφοδότησε τίς ὑψηλές πτήσεις καί τίς ἀξιοζήλευτες κατακτήσεις τῆς διακονίας του. Εἶναι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐπιτυγχάνει μεγάλα καί ὑψηλά, ὅταν βρεῖ μιά ψυχή πού θερμά καί ἀπέραντα ἀγαπᾶ τόν Κύριο, ὁλόψυχα καί ἄδολα ἀφιερώνεται στή δούλεψή του.

 Ἡ ζωή, ἡ ἐξέλιξη καί ἡ ὅλη διακονία τοῦ μακαριστοῦ ἱεράρχη φέρει ἔκδηλη τή σφραγίδα τῆς θείας χάριτος. Ἡ δική του μερίδα εἶναι ὅτι ἀποδείχθηκε συνεργάσιμος μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί κράτησε μέχρι τέλους ἐκείνη τή λεβέντικη ἁπλότητα, πού πήγαζε ἀπό τή συναίσθηση ὅτι δέν ἔχει τίποτε δικό του, ἀπό τή συνείδηση ὅτι εἶναι ἕνα ἄσημο σκεῦος τῆς χάριτος, ἕνας ταπεινός δουλευτής τοῦ Κυρίου του.

 Ὁ μακαριστός ἐπίσκοπος Ἰωάννης Παπάλης εἶδε τό φῶς τῆς ζωῆς στόν Ἀμπελώνα Λαρίσης τό 1914. Οἱ δύσκολες συνθῆκες κάτω ἀπό τίς ὁποῖες ζοῦσε ἡ ἀγροτική οἰκογένειά του τόν ἀνάγκασαν ἀπό μικρός νά ριχθεῖ στή βιοπάλη. Μόλις ἀποφοίτησε ἀπό τό Δημοτικό ἔκανε τή δύσκολη δουλειά τοῦ βοσκοῦ. Μά ἐκεῖνες οἱ δυσκολίες τόν σκληραγώγησαν, τοῦ νεύρωσαν τήν ψυχή καί τοῦ ἀτσάλωσαν τή θέληση. Ἦταν τά πρῶτα ἐφόδια μέ τά ὁποῖα τόν ἐξόπλιζε καί τόν προετοίμαζε ἀπό τότε ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

 Ὡστόσο, ἡ πίστη καί ἡ βαθιά ριζωμένη εὐσέβειά του ἦταν φανερά στήν καθάρια κι ἁγνή ζωή του, στόν τακτικό ἐκκλησιασμό, στόν πόθο του γιά τό λόγο τοῦ Θεοῦ, στή φλόγα τῆς ἱεραποστολῆς, πού πύρωνε τήν καρδιά του. Μέ συγκίνηση μοῦ διηγοῦνταν πρίν χρόνια ὁ ἀείμνηστος παπα-Εὐθύμιος, ἐφημέριος σέ χωριό τῆς Πίνδου, πώς τήν πρώτη γνωριμία του μέ τήν ἁγία Γραφή καί τήν Ἐκκλησία τή χρωστοῦσε σέ κάποιον βοσκό Ἰωάννη Παπάλη. «Ἐκεῖνος», ἔλεγε, «μοῦ ἔβαλε στά χέρια τοῦτο τό ἅγιο βιβλίο καί μοῦ μίλησε γιά τόν Χριστό μας μέ λόγια πύρινα».

 Αὐτό πού πρόσφερε στόν παπα-Εὐθύμιο ὁ τότε βοσκός Ἰωάννης τό ἐπανέλαβε καί σέ πολλές ἄλλες ψυχές πού πλησίασε κατά τή μακροχρόνια ζωή του, ὡς πνευματικός πλέον ποιμένας. Διότι, καθώς ἐκεῖνος ἔβοσκε τά πρόβατα τοῦ πατέρα του, ὁ οὐράνιος Πατέρας κατέστρωνε τό σχέδιο γιά νά τόν μεταθέσει σέ ὑψηλότερη ἀποστολή, νά τοῦ ἀναθέσει τή διαποίμανση λογικῶν προβάτων. Ἡ γνωριμία του μέ ἱεραποστολικά πρόσωπα τῆς ἀδελφότητας «ΖΩΗ» τοῦ ἔδωσε τή δυνατότητα νά ἐκπληρώσει τόν πόθο του γιά μάθηση, νά σπουδάσει τή Θεολογία καί νά μπεῖ στίς τάξεις τοῦ ἱεροῦ κλήρου. Ἡ εὐγενής καί εὐθεία καρδιά του δέν λησμόνησε ἐκείνη τήν εὐεργεσία ποτέ.

 Μιλοῦσε πάντοτε μέ ἐκτίμηση καί θαυμασμό γιά τό ἔργο τῶν χριστιανικῶν ἀδελφοτήτων. Ὡς ἱεράρχης συνεργαζόταν μαζί τους καί ἀξιοποιοῦσε τό ἔργο τους. Κι ὅταν χρειάσθηκε, ἔδωσε μία περισπούδαστη ἀπάντηση σέ κάποιους πού συκοφαντοῦσαν αὐτό τό ἔργο (βλ. περ. ΑΠΟΛΥΤΡΩΣΙΣ, ἀρ. φ. 507, Μάρτιος 1988).

 Μέ εὐγνωμοσύνη μνημονεύει καί ἡ δική μας ἀδελφότητα τήν ἀγάπη μέ τήν ὁποία ὁ ἀείμνηστος περιέβαλλε τό ἔργο τῶν κατασκηνώσεων τῆς «Χριστιανικῆς Ἐλπίδας», πού λειτουργοῦν στήν περιφέρειά του ἐδῶ καί μία δεκαετία περίπου.

 Τήν ἱερατική του διακονία τήν ἄρχισε ὡς ἀρχιμανδρίτης - ἱεροκήρυκας τῆς ἱερᾶς Μητροπόλεως Σάμου καί Ἰκαρίας, ὅπου εὐδόκιμα διακόνησε ἐπί μία 17ετία (1951-1967). Ἐκεῖ, στήν ἐσχατιά τοῦ Αἰγαίου, ὀνειρευόταν νά ὁλοκληρώσει τήν ὑψηλή ἀποστολή του ὁ σεμνός λευΐτης, διακονώντας ὁλόψυχα καί ταπεινά τούς ἐλαχίστους ἀδελφούς τοῦ Χριστοῦ.

 Μά ἄλλο σχέδιο εἶχε γι᾿ αὐτόν ἡ θεία χάρη, πού στίς 7 Ἰουνίου τοῦ 1967 τόν ἀνέδειξε καί τόν τοποθέτησε στό θρόνο τῆς ἱερᾶς Μητροπόλεως Σιδηροκάστρου. Ἐνδεικτικό τοῦ φρονήματός του εἶναι τό γεγονός ὅτι ὁ ἴδιος ὄχι μόνο δέν ἐπιδίωξε ἐκείνη τήν ἀνάδειξη, ἀλλά κι ὅταν ἔγινε, τήν πληροφορήθηκε ἀπό μαθητές καί γνωστούς του, ἐνῶ ἦταν ἀφοσιωμένος στή διακονία του. Καί τόσο ἀνίδεος ἦταν, ὥστε δισπιστοῦσε.

 Σ᾿ αὐτή τή θέση, ὅπου ἐπί τρεῖς καί πλέον δεκαετίες ἐργάσθηκε ὁ ἀκαταπόνητος ποιμένας, διέλαμψε τό διοικητικό του χάρισμα· βρῆκε διέξοδο ἡ ἀνεξάντλητη δημιουργικότητά του, ποικίλους τρόπους ἔκφρασης ἡ ἀπέραντη ἀγάπη του γιά τόν Θεό καί τό λαό πού ἐκεῖνος τοῦ ἐμπιστεύθηκε. Μέ συγκίνηση θυμοῦνται οἱ πιστοί τῆς περιοχῆς πώς κατ᾿ ἐπανάληψη περιόδευε τίς πόλεις καί τά χωριά, τά σχολεῖα, τά στρατόπεδα καί τά πλέον ἀκριτικά φυλάκια, γιά νά βλέπει καί νά ἐκτιμᾶ ἀπό κοντά τίς ἀνάγκες, ὥστε νά δρᾶ κατάλληλα ὡς γενναῖος καί ἔμπειρος ἐπιτελάρχης τοῦ Χριστοῦ. Ἀξιοποιώντας ὅλες τίς μάχιμες δυνάμεις τῆς περιφερείας του, ἀνάστησε ψυχές μέ τό λόγο τῆς χάριτος, τίς στήριξε στήν πίστη, τίς ποδηγέτησε στήν κατά Χριστόν ζωή, τίς παρηγόρησε. Ἰδιαίτερη ἡ μέριμνά του γιά τόν καταρτισμό στελεχῶν, γιά τήν καλλιέργεια ὅλου τοῦ ποιμνίου. Εἶχα τήν εὐλογία νά συμμετέχω σέ ἱερατικά συνέδρια, πού τακτικά διοργάνωνε, ἀλλά καί στό συστηματικό κηρυκτικό ἔργο· κατά καιρούς κήρυττα στίς πολυπληθεῖς ἑσπερινές συνάξεις τῆς Κυριακῆς στό Σιδηρόκαστρο.

 Λιτός καί αὐστηρά ἀσκητικός στήν προσωπική του ζωή, μέχρι τά τελευταῖα του, ὅταν τά γηρατειά καί ἡ ἀσθένεια καταπονοῦσαν τό κακουχημένο σαρκίο του, γνώριζε νά σκύβει μέ στοργή καί ν᾿ ἀντιμετωπίζει μέ πατρική τρυφερότητα τά θέματα τοῦ ποιμνίου του. Μία ἁλυσίδα εὐαγῶν ἱδρυμάτων (γηροκομεῖο, ὀρφανοτροφεῖο, μαθητικά οἰκοτροφεῖα, κατασκηνώσεις), μαζί μέ τίς τρεῖς ἱερές μονές πού ἄφησε στή μητροπολιτική του περιφέρεια εἶναι τά εὔγλωττα μνημεῖα τῆς ποιμαντικῆς του μέριμνας, ἡ ὁποία τόν τόν θρόνιασε μέσα στίς ψυχές «εἰς τόπον Χριστοῦ». Πόσο ὑψώνει κι ἀνεβάζει ἡ θεία χάρη αὐτούς πού τήν ἐμπιστεύονται κι ἀνυστερόβουλα παραδίδονται στήν ἐξουσία της!

 Μπροστά στό θρόνο τῆς θείας χάριτος τώρα ὁ μακαριστός ἱεράρχης δέεται, πιστεύουμε, γιά τίς ψυχές πού ἀγάπησε, γιά τή συνέχεια τοῦ ἔργου πού πίσω του ἄφησε, γιά τό φωτισμό καί τήν ἐνίσχυση τῆς θείας χάριτος στόν διάδοχό του σεβασμιώτατο Μακάριο.

 Ἄς ἀναπαύει ὁ Κύριος τή θεοφιλῆ ψυχή του. Ἰωάννου τοῦ ἐπισκόπου καί ἱεράρχου ἡμῶν γενομένου αἰωνία ἡ μνήμη!

Στέργιος Ν. Σάκκος

Ἀπολύτρωσις 57 (2002) 14-15

Παρασκευή, 02 Οκτώβριος 2015 18:36

Μεταναστευτικό τσουνάμι

refugees c Τόν τελευταῖο καιρό πυκνώνουν οἱ εἰδήσεις πού ἀναφέρονται στήν ἀσύμμετρη ἀπειλή τῆς μαζικῆς μετανάστευσης, δημιουργώντας μεγάλη ἀνησυχία καί ἀγωνία. Ἀναντίρρητα, βρισκόμαστε μπροστά σέ μία φοβερή κρίση ἀνθρωπιστική καί ταυτόχρονα πολιτική.

 Δέν εἶναι ὅμως apriori ὅλοι οἱ μετα­νά­στες «ἀθῶα θύματα», «ταλαίπωροι», «φτωχοί» καί κατατρεγμένοι Σύριοι. Με­τα­ξύ τους δυστυχῶς ὑπάρχουν ἐγκληματίες, πιστοί στρατιῶτες τοῦ «προφήτη» μέ «ἀποστολή» καί ἀφιονισμένοι σφαγεῖς τῶν «ἀ­- πίστων», νεαροί, ὑγιεῖς ἄνδρες οἱ ὁποῖοι, ἀντί νά μείνουν νά πολεμήσουν γιά τήν πατρίδα τους, τήν ἐγκαταλείπουν στό «ἔ­λεος» τῶν δημίων. Ὑπάρχουν καί κάποιοι πού σκορποῦν χιλιάδες εὐρώ -τό θα­λάσσιο ταξίδι στοιχίζει ἀπό 3.000 μέχρι 11.000 εὐ­ρώ-, γιά νά φθάσουν στήν Εὐ­ρώπη. Ἐκ­με­ταλλευόμενοι τόν «ἀνθρωπισμό» τῆς Δύ­σης, ἀποδομοῦν κοινωνίες καί παραδόσεις μέ συμπαρομαρτοῦντα τήν αὔ­ξηση τῆς ἐγκληματικότητας, τῆς πορνείας, τῶν βια­σμῶν κτλ.

 Ἀπό αὐτούς 90% εἶναι μουσουλμάνοι καί μοιραῖα ἡ διάδοση τοῦ ἰσλαμισμοῦ καί ὁ ἐξισλαμισμός ὅσο τό δυνατόν περισσότερων εὐρωπαίων πολιτῶν εἶναι στίς προτε­ραιότητές τους. Εὔστοχα ὁ οὖγγρος πρωθυ­πουρ­γός Βίκτορ Ὀρμπάν δήλωσε: «Τό μεταναστευτικό θά ὑπονομεύσει τίς χριστιανικές ρίζες τῆς γηραιᾶς ἠπείρου». Ἄν σκεφθοῦμε, μάλιστα, ὅτι ἀνάμεσά τους συμπεριλαμβάνονται καί πολλοί τζιχαντιστές, τό μεταναστευτικό ἐξελίσσεται σέ βραδυφλεγῆ βόμβα γιά τή χριστιανική Δύση.

 Βεβαίως εἶναι γνωστό ὅτι ἡ Τουρκία εἶναι ἡ χώρα διακίνησης τῶν λαθρομεταναστῶν. Πρίν ἀπό 20 χρόνια ὁ τότε πρωθυπουργός της Τουρκούτ Ὀζάλ εἶχε πεῖ: «Δέν χρειάζεται νά κάνουμε πόλεμο μέ τήν Ἑλλάδα· ἀρκεῖ νά τούς στείλουμε κάμπο­σα ἑκατομμύρια μετανάστες. Μετά, κάποια μέρα, θά φορέσουμε τά μαγιό μας καί θά πᾶμε νά τούς καταλάβουμε». Κι ἐπειδή ἡ πολιτική τῆς Τουρκίας εἶναι πάγια, ἡ δήλωση τοῦ Ὀζάλ προδίδει τίς προθέσεις τῆς Ἄγκυρας.

 Ὅσον ἀφορᾶ στήν πατρίδα μας, χρόνια τώρα οἱ ἐγχώριοι φωταδιστές ἀσχολοῦνται μέ τό φλέγον αὐτό θέμα καί τό μόνο πού κατόρθωσαν εἶναι νά τό καταστήσουν φλεγμαίνουσα καί πυορροοῦσα πληγή, καθώς ἡ χώρα μας ἀποτελεῖ βασική πύλη εἰσόδου τῶν μεταναστῶν. Τεράστιες οἱ εὐθύνες τῆς πολιτείας καί πρό­χειρη ἡ ἀντιμετώπιση, μέ ἀνυπολόγιστες συνέπειες στόν καθ’ ἡμᾶς ἐν γένει βίο! Μέ τίς συγκρουσιακές διαφωνίες, μάλιστα, οἱ ὁποῖες χαρακτηρίζουν τόν πολιτικό χῶ­ρο, καί τήν ἀκυβερνησία, πού ταλανίζει τόν τόπο μας, πῶς νά ὁμονοήσουν οἱ ταγοί μας καί νά ἀποφασίσουν σωφρόνως καί ἐθνωφελῶς!

 Ἀναμφισβήτητα ὁ λαός μας, φιλόξενος ἀπό ἀρχαιοτάτων χρόνων καί ἔχοντας στραγγίσει τό ποτήρι τῆς ξενιτιᾶς καί τῆς φτώχειας, συμπαραστέκεται συγκινητικά στούς «ξένους» παρά τά προσωπικά του ἀδιέξοδα. Σέ πολλές ὅμως πόλεις ὁ φρενήρης ρυθμός εἰσόδου λαθρομετανα­στῶν ἔχει δημιουργήσει ἀσύλληπτο πρό­βλημα. Σύμφωνα μέ τήν Ἑλληνική Ἀστυνομία, τά τελευταῖα ἐννέα χρόνια ἔ­χουν συλληφθεῖ στή χώρα μας 1.065.746 μετανάστες -συγκεκριμένα 156.726 τό πρῶ­το ἑπτάμηνο τοῦ 2015- δίχως νόμιμα ἔγγραφα.

 Ἰδιαίτερα τά νησιά τοῦ Αἰγαίου βιώνουν μία ἀνείπωτη τραγωδία, καθώς ἡ «ἀ­θρόα μετακίνηση» λαμβάνει ἐκρηκτικές δι­αστάσεις πλέον κι ἔχει προκαλέσει σέ αὐ­τά ἀνήκεστη βλάβη. Ἐπιστολή τοῦ Προ­έ­δρου τοῦ Λιμενικοῦ Ταμείου ἀποκαλύπτει: «Ὁλοκληρώθηκε σήμερα ἡ ὁ­ριστική κα­τάληψη τοῦ Ἐπιβατικοῦ Λιμα­νιοῦ τῆς Μυ­τιλήνης ἀπό παράνομους πρόσφυγες. Ὁ­λοκληρώθηκε ἡ πλήρης καταστροφή ὅ­λων τῶν λιμενικῶν ἐγκαταστάσεων... Ὅλη ἡ ἔκταση τοῦ λιμανιοῦ ἔχει μετατραπεῖ σέ μία ἀπέραντη χωματερή καί χῶρο ὑπαίθριων ἀφοδευτηρίων. Ὁ κίνδυνος μολύνσεων μετά τή μόνιμη ρύπανση εἶναι ὁ­ρατός» (βλ. lesvosreport.gr).

 Κι ἐπειδή τό μεταναστευτικό ἔχει πολλές παραμέτρους, ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ νά θίξω κάποιες ἀπό αὐτές:

 Ποιός δέν αἰσθάνεται ντροπή, ἀντικρίζοντας στόν 21ο αἰώνα ἀνθρώπους σέ αὐ­τή τήν κατάντια; Ἡ ἀπόλυτη ἐξαθλίωση καί ὁ εὐτελισμός τοῦ ἀνθρώπινου προσ­ώπου σέ ὅλο του τό μεγαλεῖο! Πότε ἐπιτέ­λους θά σταματήσουν αὐτά τά σκλαβο­πάζαρα; Πότε οἱ δουλέμποροι τῶν ψυ­χῶν καί τῶν ἐθνῶν θά ἀποδώσουν τήν ὀφειλόμενη ἀξία στήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ; Ποιά κυκλώματα δροῦν ἀνεξέλεγκτα, με­­ταφέ­ροντας τσουβαλιασμένο ἀνθρώπινο φορτίο πού συχνά τό πετοῦν στή θάλασσα ἤ στή στεριά χωρίς καμιά προο­πτι­κή; Ποιά συμφέροντα παίζονται στίς πλάτες αὐτῶν τῶν δυστυχισμένων ὑπάρξεων;

 Ἀλλά καί πόσους μετανάστες μπορεῖ νά ἀντέξει ἡ πολύπαθη πατρίδα μας; Τί θά ἀπογίνουμε, ὅταν ἡ Εὐρώπη κλείσει τήν «καρδιά της» καί τά σύνορά της στούς παράτυπους μετανάστες; Ἐπιπλέον, μελέτες ἐπισημαίνουν ὅτι μετά ἀπό δύο δεκαετίες θά ἀλλάξει ἀπειλητικά ἡ σύνθεση τοῦ πληθυσμοῦ μας καί ἡ Ἑλλάδα κινδυνεύει νά ὁδηγηθεῖ μέ μαθηματική ἀκρίβεια στόν μουσουλμανικό κόσμο λόγῳ τῆς αὔ­ξησης τῶν «μεταναστῶν», τῆς συνεχοῦς εἰσόδου τους ἀλλά καί τῶν αὐξημένων γεννήσεων.

 Ἄς μή μᾶς διαφεύγει, ἐπίσης, ὅτι τακτική τοῦ Ἰσλάμ εἶναι νά διεκδικεῖ διά τῆς βίας τόν χῶρο ὑποδοχῆς καί ἀνοχῆς του, ὅταν δημιουργήσει ἐκεῖ μία εὐά­ριθ­μη μά­ζα. Ἔτσι ἡ Ἑλλάδα ἴσως βρίσκεται πολύ κοντά στό φαινόμενο τῆς «ἰσλαμι­κῆς ἔκρηξης» ἤ τῆς «ἰσλαμικῆς ἄνοιξης». Συνεπῶς αὐτοί οἱ «δυστυχισμένοι» λαθρομετανάστες μέ τίς γεμάτες πολλές φορές τσέπες καί τούς φορητούς ὑπολογιστές, τό ἀμέτρητο κομβόι τῶν ἑκατοντάδων χιλιάδων ἐξελίσσεται προφανῶς σέ πυριτιδαποθήκη στά θεμέλια τῆς χώρας μας.

 Κι ἐμεῖς τί κάνουμε;

 Παρά τίς δυσοίωνες προβλέψεις, ἄς μή χάσουμε τό θάρρος μας. Χρέος μας νά προσευχόμαστε γιά τήν πατρίδα μας· νά φωτίσει ὁ Κύριος τούς ἄρχοντες νά ἐργασθοῦν ἀνυστερόβουλα γι’ αὐτήν. Ἄς μήν ἐγκαταλείψουμε τό ὅραμά μας καί τίς παραδόσεις μας. Νά ξαναγίνει ἡ πατρίδα μας «τό φῶς τοῦ κόσμου». Ἑνωμένοι, μέ πίστη στόν Χριστό καί στά ἰδανικά μας, θά ὑπερβοῦμε τίς δυσκολίες καί «ὁ Θεός σώ­ζοι (=ἄς σώσει) τήν Ἑλ­λάδα»!

Εὐδοξία Αὐγουστίνου

Φιλόλογος - Θεολόγος

Ἀπολύτρωσις, Ὀκτώβριος 2015

Παρασκευή, 25 Σεπτέμβριος 2015 20:11

Τά ἑφτἀ πί

pi Σεπτέμβριος λοιπόν! Καιρός γιά… λίγη τάξη στό γραφεῖο. Νέοι φάκελοι, νέα ἔγγραφα, νέα βιβλία, νέο ἀρχεῖο. Τακτοποιώντας τά νέα καί σκαλίζοντας τά παλιά, ἔπιασα στά χέρια μου ἕνα κουτί ἀπό τά… πολύ παλιά χρόνια. Λίγο ἡ ὥρα, λίγο ἡ νοσταλγία, λίγο ἡ κούραση, δέχτηκα τήν πρόκληση καί τό ἄνοιξα! Ἔ­πιασα στά χέρια μου ἕνα διπλωμένο χαρτί, κομμένο ἀπό κάποιο παλιό σημειωματάριο καί κιτρινισμένο ἀπό τόν χρόνο. Μαζί μέ αὐτό ἄρχισα νά ξεδιπλώνω ἀναμνήσεις…
 Καλοκαίρι στό χωριό! Παιχνίδι, ξενοιασιά, ἱστορίες ἀπό τόν παππού καί τή γιαγιά, ἀνταλλαγή ἐπισκέψεων καί... οἱ ἀπαραίτητες σκανδαλιές! Ὁ ἱερέας παππούς μου συχνά πυκνά ἔκανε ἐπισκέψεις στούς συγχωριανούς του ἤ ἔρχονταν αὐτοί στό σπίτι, μιᾶς καί τόν χειμώνα αὐτός καί ἡ γιαγιά κατέβαιναν στήν πόλη.
 Ἕνα ἀπόγευμα, ἐνῶ ἔπαιζα στήν αὐλή μας πλάι στούς μεγάλους, ἄθε­λα «ἔπιασα» μιά κουβέντα:
 - Πές μου, πάτερ, δέν εἶναι ἀδικία; ἄκουσα ἕναν ἀπό τούς ἐπισκέπτες νά ρωτᾶ ἐναγωνίως τόν παππού.
 - Ἐγώ, λέω, νά βάλεις στό μυαλό σου τά ἑφτά πί καί κυρίως ἐκεῖνο τό μεγά­λο καί τότε οὔτε ἀδικίες θά σκέφτεσαι οὔτε τίποτα, ἀπάντησε ὁ παππούς κο­φτά καί ὁ συνομιλητής του κατέβασε τό κεφάλι, σάν νά συμφωνοῦσε συνωμοτικά μαζί του.
 Ἐκεῖνο τό φθινόπωρο θά πήγαινα στήν Πρώτη Δημοτικοῦ καί ἤδη οἱ γονεῖς μου προσπαθοῦσαν νά μοῦ μάθουν τό ἀλφάβητο. Ἔτσι, ἤξερα πώς κάπου ὑπάρχει κάποιο γράμμα πί καί ὁποιαδήποτε ἀναφορά σέ αὐτό ἦταν γιά μένα… ἀποκάλυψη!
 Ὅταν, μάλιστα, ἄνοιξαν τά σχολεῖα ἔνιωθα ἕτοιμος καί ἐνθουσιασμένος! Κι ὅταν ἦρθε ὁ καιρός νά μάθουμε στό σχολεῖο τό γράμμα πί, περήφανος γιά τίς… γνώσεις μου, θέλησα νά τίς μοιραστῶ μέ τή δασκάλα μου καί νά… διαφωτίσω τούς συμμαθητές μου!
 - Κυρία, τά πί εἶναι ἑφτά καί ὑπάρχει ἕνα μεγάλο!
 - Τί εἶναι αὐτά πού λές; ἦταν ἡ ἄμε­ση ἀντίδραση δυσαρέσκειας τῆς δασκάλας μου.
 - Μά, κυρία, ἄκουσα τόν παππού νά τό λέει, ἀπολογήθηκα καί ἦταν ἡ πληγωμένη μου ἀξιοπρέπεια πού συγκρατοῦσε τά δάκρυά μου.
 Ἡ προσβολή ἦταν βαρειά! Ἀκοῦς ἐ­κεῖ τί λέω! Κι ἄν ὁ παππούς, πού ἦταν πολύ γέρος, ἔκανε λάθος; Μά ὅλοι λέ­νε πώς ὁ παππούς ξέρει πολλά! Ἄρα;…
 Γύρισα σπίτι ἀγανακτισμένος καί μέ φόρα μπῆκα στό δωμάτιό του:
 - Παππού, εἶσαι ψεύτης! φώναξα ξαναμμένος, μόλις τόν εἶδα, κι ἔβαλα τά κλάματα!
 Ξαφνιασμένος ἐκεῖνος μέ ρώτησε:
 - Τί συμβαίνει, παιδάκι μου; Πότε εἶ­πα ψέματα;
 - Τό καλοκαίρι, εἶπες στόν κύριο Φώ­τη, σέ ἄκουσα μέ τά αὐτιά μου, γιά τά πί πού εἶναι ἑφτά καί γιά ἐκεῖνο τό μεγάλο, ἀλλά ὅταν τό εἶπα σήμερα στήν κυ­ρία μέ μάλωσε, εἶπα μέ ἀναφιλητά.
 Ὁ παππούς δέν γέλασε. Ἔμεινε γιά λίγο σιωπηλός κι ἔπειτα μοῦ ἔδωσε ἕνα στυλό. Γράμματα δέν ἔκανα καλά. Στήν πραγματικότητα μόλις μάθαινα νά γράφω. Ἔκλεισε στό δυνατό, ἔμ­πειρο χέρι του τό δικό μου ἄμαθο, παιδικό. Πῆρε μία σελίδα ἀπό τό σημειωματάριό του κι ἀρχίσαμε μαζί νά γράφουμε τό γράμμα πί, τό ἕνα κάτω ἀπό τό ἄλλο, ἑφτά φορές! Δίπλα σέ κάθε γράμμα ὁ παππούς σημείωσε τήν ἀντίστοιχη λέξη: ποθεινὴν πατρίδα παράσχου μοι, Παραδείσου πάλιν ποιῶν πο­λίτην με (ἀπό τά νεκρώσιμα εὐλογητάρια).
 - Εἶναι μία προσευχή πού μποροῦμε νά λέμε γιά νά σκεφτόμαστε τόν Παράδεισο, μοῦ ἐξήγησε ὁ παππούς. Συνήθως τή λέμε ὅταν πεθαίνει κάποιος. Ὅμως, γιατί νά περιμένουμε τήν... κηδεία μας γιά νά μᾶς τήν ποῦνε οἱ ἄλλοι; μονολόγησε ἀπευθυνόμενος περισσότερο στόν ἑαυτό του παρά σέ μένα.
 Καί κάπως ἔτσι ἔμαθα νά γράφω τό γράμμα πί. Ἀργότερα ἔμαθα πώς γιά τούς χριστιανούς στόχος καί πατρίδα εἶναι ὁ Παράδεισος, ὅπου πολίτες εἶναι οἱ ἅγιοι, ὅσοι ἀγωνίζονται νά διατηροῦν μία βαθειά προσωπική σχέση μέ τόν Θεό καί νά ζοῦν σύμφωνα μέ τό θέλημά του. Δέν ἤξερα τότε πώς αὐτό τό ἁπλό γράμμα, πού ἐξαιτίας του ἡ μι­κρή μου καρδιά ἔ­νιωσε τόσο προσ­βεβλημένη, ἦταν τό ἀ­γαπημένο τοῦ παπποῦ, ὁ ὁποῖος -εἶμαι σίγουρος γι᾽ αὐ­τό- ἀπολαμβάνει πιά τό μεγάλο Π, τήν ποθεινή πατρίδα…

                 Κ. Ἄτρας

Ἀπολύτρωσις 70 (2015) 210-211

Σάββατο, 25 Ιούλιος 2015 20:02

Γεύσασθε καί ἴδετε

 Ὁ τίτλος τοῦ ἄρθρου εἶναι μία φράση ἀπό τόν 33ο Ψαλμό πού ὁλοκληρωμένη ἔχει ὡς ἑξῆς «Γεύσασθε καὶ ἴδετε ὅτι χρηστὸς ὁ Κύριος• μακάριος ἀνὴρ ὃς ἐλπίζει ἐπ’ αὐτόν» (στ. 9). Πρόκειται γιά ψαλμό τοῦ Δαυΐδ, τόν ὁποῖο ὁ προφήτης καί βασιλιάς ἔγραψε ὅταν ξέφυγε ἀπό τά χέρια τοῦ βασιλιᾶ τῶν Φιλισταίων Ἀγχοῦς προσποιούμενος τόν τρελό (βλ. A΄ Βα 21,12-22,1). Εἶναι ψαλμός εὐχαριστίας ἀλλά καί παραίνεσης. Ὁ Δαυΐδ ὄχι μόνον εὐχαριστεῖ τόν Θεό γιά τήν λύτρωσή του, ἀλλά συμβουλεύει τούς ἀκροατές του νά κάνουν κι αὐτοί τό ἴδιο καί νά δείχνουν σ’ ὅλη τους τήν ζωή πιστότητα στόν Κύριο καί στό θέλημά του. Ἔτσι θά Τόν ἔχουν σύμμαχό τους. «Γευθεῖτε», λέει, «καί δεῖτε ὅτι ὁ Κύριος εἶναι σπλαχνικός, στοργικός• καί εἶναι μακάριος, εὐτυχής, ἐκεῖνος πού ἐλπίζει σ’ Αὐτόν». Ὁ Δαυΐδ γνώριζε πολύ καλά αὐτή τήν ἀλήθεια. Γεύθηκε πάρα πολλές φορές τήν χρηστότητα τοῦ Κυρίου. Ὁ Θεός δέν τόν ἐγκατέλειψε ποτέ• στάθηκε πάντοτε γι’ αὐτόν ὁ καλός βοσκός, ὁ ὁποῖος φρόντιζε νά μή λείψει στό πρόβατό του τίποτε. Ἀλλά καί ὁ Δαυΐδ ὑπῆρξε ἐκεῖνος γιά τόν ὁποῖο ὁ Θεός εἶπε: «εὗρον Δαυῒδ τὸν τοῦ Ἰεσσαί, ἄνδρα κατὰ τὴν καρδίαν μου, ὃς ποιήσει πάντα τὰ θελήματά μου» (Πρξ 13,22).
 Καί ἄν αὐτά ἰσχύουν γιά τούς ἀνθρώπους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἔστω καί γιά τόν Δαυΐδ, πολύ περισσότερο ἐφαρμόζουν, ἤ πρέπει νά ἐφαρμόζουν, σέ μᾶς, στά μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Διότι ἐμεῖς ὄχι ἁπλῶς ἐλπίζουμε στόν Θεό, ἀλλά μετέχουμε σ’ Αὐτόν, ὁ Κύριος εἶναι τό ἔνδυμά μας (βλ. Γα 3,27), εἴμαστε «θείας κοινωνοὶ φύσεως» (B΄ Πέ 1,4). Καί γευόμαστε τήν χρηστότητά του ποικιλοτρόπως καί πλούσια. Νά μερικά παραδείγματα:
 Ὁ λόγος τῆς ἁγίας Γραφῆς. Τό διαβεβαίωσε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος∙ «Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὁ τὸν λόγον μου ἀκούων καὶ πιστεύων τῷ πέμψαντί με ἔχει ζωὴν αἰώνιον... ὅτι ἔρχεται ὥρα καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ νεκροὶ ἀκούσονται τῆς φωνῆς τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ οἱ ἀκούσαντες ζήσονται» (Ἰω 5,24-25). Ὑπάρχει κάτι πιό ποθητό ἀπό τήν ζωή τήν γλυκειά καί ἀτέλειωτη; Αὐτό δέν λαχταροῦμε ὅλοι οἱ θνητοί; Ζωή εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός. Γινόμαστε μέτοχοι τῆς ζωῆς καί ἐμεῖς ὅταν Τόν πιστεύουμε. Καί ποῦ θά στηριχθεῖ ἡ πίστη μας; Ποιός θά τήν καλλιεργήσει μέσα μας; Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἡ ἁγία Γραφή! Ὅποιος μέ ὄρεξη τήν μελετᾶ καί μέ ταπείνωση ἀγωνίζεται νά τήν ἐφαρμόζει καθημερινά, ἔτσι ὅπως ἡ ἁγία Ἐκκλησία Του τήν ἑρμηνεύει, γίνεται μέτοχος τῆς αἰώνιας ζωῆς.
 Ἡ προσευχή μας. Ὁ πιστός πού προσεύχεται μέ ζῆλο ἱερό, μέ καρδιά καθαρή, ὑψώνοντας «ὁσίους χεῖρας» (Α΄ Τι 2,8) βλέπει στήν ζωή του σημεῖα. Τό μαρτυροῦν αὐτό τά πλήθη τῶν ἁγίων, ὄχι μόνον αὐτῶν πού ἀπαντοῦν στίς σελίδες τῶν συναξαρίων, ἀλλά καί ἐκείνων πού ζοῦν ἀνάμεσά μας. Ὁ Κύριος εἶπε• «ὅ,τι ἂν αἰτήσητε ἐν τῷ ὀνόματί μου, τοῦτο ποιήσω» (Ἰω 14,13) καί πραγματοποιεῖ τήν ὑπόσχεσή του. Ἀρκεῖ τό θέλημά μας νά εἶναι σύμφωνο μέ τό θέλημά του καί νά μή ζητοῦμε «κακῶς» (βλ. Ἰα 4,3). Ἀλλά καί μόνον ἡ συναναστροφή μας μαζί του κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς, ἡ συναναστροφή μέ τόν ἀόρατο Θεό, πού τόν βλέπουμε πλέον στό πρόσωπο τοῦ πράου καί ταπεινοῦ Ἰησοῦ, γεμίζει τήν καρδιά μέ ἄρρητη χαρά καί εὐλογία.
 Τό μυστήριο τῆς μετανοίας. Εἴμαστε ἁμαρτωλοί. Γεννηθήκαμε ὑπόδουλοι τοῦ θανάτου καί τῆς ἁμαρτίας. Ὅλες οἱ γενιές τῶν ἀνθρώπων φέρουν τήν σφραγίδα αὐτῆς τῆς ἀλήθειας. Καί δέν θά ὑπῆρχε διέξοδος, ἄν ἡ χρηστότητα τοῦ Κυρίου δέν μᾶς σήκωνε ἀπό τήν πτώση. Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος καί ἔσχισε καί ἀκύρωσε τό γραμμάτιο τῶν ἁμαρτιῶν μας καρφώνοντάς το πάνω στόν σταυρό του (βλ. Κλ 2,14). Ἀπό τότε ὅποιος θέλει λαμβάνει τήν ἄφεση. Μέσα στήν Ἐκκλησία, τό θεραπευτήριο τοῦ Θεοῦ, μέ τό μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως ἡ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος μᾶς καθαρίζει ἀπό κάθε ἁμαρτία. Καί ὅποιος προσέρχεται μέ αὐτή τήν πίστη καί μέ πραγματική μετάνοια γεύεται τήν θεϊκή εὐσπλαγχνία μέ πλησμονή.
Τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Ὅμως ἡ κορύφωση τῶν εὐλογιῶν τοῦ Κυρίου, ἡ τέλεια ἔκφραση τῆς ἀγάπης του εἶναι τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, ἡ προσφορά τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματός του. Ὁ Κύριος θυσίασε τήν ζωή του γιά μᾶς. Πέθανε γιά νά ζήσουμε ἐμεῖς. Καί μέ τήν ἀνάστασή του μᾶς χαρίζει τήν δικαίωση, μᾶς κάνει μετόχους τῆς βασιλείας του (βλ. Ρω 4,25). Αὐτή ἡ ἀτίμητη δωρεά Του προσφέρεται σέ ὅλους κάθε φορά πού πλησιάζουμε τό ἅγιο Ποτήριο καί κοινωνοῦμε «εἰς ζωὴν αἰώνιον». Γιορτάζουμε τότε Πάσχα, διότι «τὸ πάσχα ἡμῶν ὑπὲρ ἡμῶν ἐτύθη Χριστός» (A΄ Κο 5,7). Μέσα στήν Ἐκκλησία ὅλα ἐξαρτῶνται ἀπό ἐκεῖ. Ὅλες οἱ ἐκφράσεις τῆς πνευματικῆς ζωῆς ὅπως καί ὅλα τά μυστήρια ἀρδεύονται ἀπό ἐκεῖ, ἀπό τόν ἱερό κρατήρα. Καί ἔτσι δικαιώνονται. Διότι πνευματικότητα χωρίς σύνδεσμο μέ τό μυστήριο τῆς ζωῆς εἶναι ἀνύπαρκτη. Καί φυσικά, τί πιό μεγάλη ἀπόδειξη τῆς ἄπειρης χρηστότητας τοῦ Κυρίου καί τοῦ θείου ἐλέους;
 Ὅμως ὅλα αὐτά ἔχουν νόημα γιά μένα καί μοῦ χαρίζουν ὄχι μόνον γεύση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ἀλλά τήν πληρότητά της, ἄν εἶμαι διατεθειμένος νά ἀρνηθῶ κάθε ἄλλη ἀπατηλή καί ψεύτικη γεύση πού μοῦ προσφέρει ὁ κόσμος. Τότε μόνο θά ἔχω ἐμπειρία τῆς θείας προσφορᾶς καί μόνον τότε θά μπορῶ νά προσκαλῶ μέ παρρησία καί πειστικότητα καί τούς συνανθρώπους μου στό τραπέζι τῆς αἰώνιας χαρᾶς.

Εὐάγγελος Ἀ. Δάκας

Άπολύτρωσις 70 (2015) σελ.196-197

Τετάρτη, 24 Μάιος 2017 16:56

Ὁ ὀργισμένος

grothia  Ποιός θά μποροῦσε νά περιγράψει τό κακό αὐτό (τοῦ θυμοῦ); Πῶς δηλαδή αὐτοί πού ἔχουν τάση πρός τόν θυμό, πού ἀπό τυχαία πρόφαση ἐξάπτεται, βοώντας καί ἀγριεύοντας καί ὁρμώντας πιό ἀδιάντροπα ἀπό ὁποιοδήποτε δηλητηριῶδες θηρίο, δέν σταματοῦν παρά μόνον ὅταν ξεθυμάνει ἡ φλεγμονή τῆς ψυχῆς, ἀφοῦ σάν ἀερόφουσκα ξεσπάσει ἡ ὀργή τους σέ κάποιο μεγάλο καί ἀθεράπευτο κακό. Γιατί οὔτε ἡ κόψη τοῦ ξίφους, οὔτε ἡ φωτιά, οὔτε τίποτε ἄλλο ἀπό τά φοβερά, εἶναι ἱκανό νά συγκρατήσει τήν ψυχή πού ἔγινε μανιακή ἀπό τήν ὀργή, ὄχι περισσότερο βέβαια ἀπό ἐκείνους πού τούς κυρίευσαν δαίμονες, ἀπό τούς ὁποίους οὔτε κατά τό σχῆμα, οὔτε κατά τή διάθεση τῆς ψυχῆς διαφέρουν αὐτοί πού ὀργίζονται. Διότι, καθώς ἐπιθυμοῦν νά πάρουν ἐκδίκηση, βράζει στήν καρδιά τό αἷμα, σάν νά ἀνακατεύεται καί νά κοχλάζει μέ τή δύναμη τῆς φωτιᾶς. Κι ὅταν βγεῖ στήν ἐπιφάνεια, παρουσιάζει αὐτόν πού ὀργίζεται μέ ἄλλη μορφή, ἀφοῦ ἀλλάξει σάν μέ προσωπεῖο στή σκηνή, τή συνηθισμένη καί γνωστή σ’ ὅλους μορφή. Τά μάτια πού ἦταν σ’ αὐτούς οἰκεῖα καί γνωστά ἔχουν γίνει ἀγνώριστα. Τό βλέμμα γίνεται παράφορο κι ἀστράφτει ἤδη φωτιά. Ἀκονίζει τά δόντια, σάν τά γουρούνια πού παλεύουν μεταξύ τους. Τό πρόσωπο εἶναι χλωμό κι ἀναιμικό. Τό σῶμα πρήζεται. Οἱ φλέβες τεντώνονται γιά νά σπάσουν, γιατί κλονίζεται τό πνεῦμα ἀπό τήν ἐσωτερική ταραχή. Ἡ φωνή γίνεται τραχειά καί ἔντονη, καί ὁ λόγος ξεφεύγει ἀπό τό στόμα ἄναρθρος καί ὅπως ὅπως, χωρίς καμιά σειρά καί τάξη, ἀκατανόητος.
  Κι ὅταν σ’ αὐτούς πού ὀργίζονται τό κακό ἀνάψει καί φθάσει στό ἀθεράπευτο σημεῖο, σάν τή φωτιά πού ἔχει ἄφθονη καύσιμη ὕλη, τότε λοιπόν, τότε, εἶναι δυνατόν νά δεῖ κανείς θεάματα πού οὔτε μέ τόν λόγο λέγονται οὔτε στήν πράξη παριστάνονται. Τά χέρια σηκώνονται κατά τῶν ὁμοφύλων καί πέφτουν σ’ ὅλα τά μέρη τοῦ σώματος, ἐνῶ τά πόδια κλωτσοῦν ἀνυπολόγιστα στά πιό εὐαίσθητα μέρη καί τό κάθε τι πού βρίσκεται μπροστά τους γίνεται ὅπλο στήν μανία. Ἄν δέ καί ἀπό τήν ἀντίθετη πλευρά συναντήσουν νά ἀντιστρατεύεται τό ἴδιο κακό, ἄλλη ὀργή καί τρέλα ἰσάξια, καί συγκρουσθοῦν μάλιστα ἔτσι, τότε κάνουν καί παθαίνουν ὅσα εἶναι φυσικό νά πάθουν ὅσοι ἔχουν στρατηγό ἕναν τέτοιο δαίμονα. Πολλές φορές δηλαδή, αὐτοί πού διαπληκτίζονται, ἀποκομίζουν σάν βραβεῖα τῆς ὀργῆς τους σωματικές ἀναπηρίες ἤ καί θανάτους. Ἔκανε ἀρχή τῆς χειροδικίας, ὁ ἄλλος ἀμύνθηκε· ἀνταπέδωσε ὁ πρῶτος, ὁ δέ ἄλλος δέν ὑποχωρεῖ. Καί τό μέν σῶμα καταξεσχίζεται ἀπό τά κτυπήματα, ὁ δέ θυμός λιγοστεύει τό αἴσθημα τοῦ πόνου. Δηλαδή δέν ἡσυχάζουν ἐξ αἰτίας τῆς ἐντυπώσεως αὐτῶν πού ἔχουν πάθει, γιατί ὅλη ἡ ψυχή τους ἔχει κινηθεῖ γιά νά ἐκδικηθεῖ αὐτόν πού προκάλεσε τή λύπη.

Μ. Βασιλείου, Κατά ὀργισμένων, 2
(Ἀπολύτρωσις 36 [1981] 3)

koimisi theotokou Οἱ νεοέλληνες ποιητές, σάρκα ἀπό τή σάρκα τοῦ λαοῦ μας, πού κοιμᾶται καί ξυπνᾶ μέ τ’ ὄνομα τῆς Παναγιᾶς στά χείλη του, ἐκφράζουν στά ἀφιερωμένα στή χάρη της ποιήματα μιά τρυφερότητα καί μιά υἱική ἀναζήτηση θαλπωρῆς.

Πετυχημένα σημειώνει ὁ Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος ὅτι ὁ ποιητής «ἐξαντλεῖ τόν οἶστρο τῆς λυρικῆς φαντασίας στήν ἐπίκληση τῆς Παρθένου. Ὁ λόγος γίνεται στά χείλη μουσική, ἡ προσευχή του πλουτίζεται ἀπό θαυμάσια φραστικά εὑρήματα, ἡ κατάνυξή του γίνεται ἡδυπάθεια, ἡ συντριβή του γεμίζει ἀπό τρυφερότητα· εἶναι ἕνα παραστρατημένο, παραπονεμένο παιδί, πού ἀναζητεῖ τό θάλπος τῆς μητρικῆς ἀγκαλιᾶς».

Ἡ Παναγία πλημμυρίζει τήν ὕπαρξη τοῦ ποιητῆ ἀπό ἀπερίγραπτη γοητεία. Ἡ ἐπιείκειά της τόν ἐνισχύει, ἡ καθαρότητά της τόν ἀνακουφίζει, ἡ συμπόνια της τόν ζεσταίνει κι ὅλα μέσα του ἀνθίζουν καί εὐωδιάζουν. Ἀναμφισβήτητα, ἡ ποιητική ἔξαρση τοῦ ὀρθόδοξου Ἕλληνα ὕφανε ἀπαράμιλλους ὕμνους στήν Παναγία, «πού μπροστά τους τά ἐγκώμια τῆς Ἀθηνᾶς μοιάζουν φτωχά ξεθωριασμένα στολίδια», παρατηρεῖ ὁ ἀκαδημαϊκός Σπύρος Μελᾶς. Ἔτσι, τά σύγχρονα ποιήματα ἀποτελοῦν αὐθόρμητη ἔκφραση προσευχῆς, ἔκρηξη καρδιᾶς καί ὄχι ἁπλή ἐγκεφαλική δημιουργία.

Εἰσοδεύοντας στὸν πανίερο καὶ εὐκατάνυκτο χῶρο τοῦ πάνσεπτου Δεκαπενταυγούστου ἐπιθυμῶ νά παρουσιάσω μία εὔοσμη ποιητική ἀνθοδέσμη.

Καί πρῶτα πρῶτα, ὁ κὺρ-Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ὁ δεινός γνώστης τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἀναλογίου καὶ τῆς ὀρθόδοξης λατρείας «Στὴν Παναγιὰ τὴν Κεχριὰ» ἐξομολογεῖται:
« Γλυκειὰ Παρθέν’ ἀξίωσέ με
νά ‘ρθω καὶ πάλι στὸν ναό σου.
………………..
Στὰ νεαήμερα τ’ ἀγαπημένα ...
ἤθελα νά ‘μαι νὰ ψάλω τὸ "Πεποικιλμένη…"
στὸ πανηγύρι τὸ σεμνό».

Ὁ Κώστας Τσιρόπουλος, ἐξυμνώντας τό πέρασμά μας ἀπό τόν πεπερασμένο χρόνο στό ἄπειρο τῆς αἰωνιότητας, στὸ ποίημά του «Τῆς κοίμησης τῆς Θεοτόκου», ψάλλει γιά τήν Παναγία, ἡ ὁποία μᾶς γλυκαίνει «μέ κερήθρα ταπείνωσης», ἐνῶ «εἰρηνεύει τό σύμπαν καί τό μυστήριο ἀποδίδεται»:
«Ἄσπιλη γιορτὴ τῆς σιγῆς
ἡ σάρκα τελειώνει χρυσὴ
ἀπὸ χάρη καὶ τρόμο,
βαστάζοντάς τη
Αὐτὸς ποὺ τὸν βάστασε.
Τὰ ἐπίγεια συγκροτημένα
στὴν κυψέλη τῆς ἀγκαλιᾶς σου».

Ἡ μεγαλόπνοη λύρα τῆς Ζωῆς Καρέλλη κόσμησε εὐκαιριακά τὴ μορφὴ τῆς Παναγίας. Στό ποίημα «Ἐπίκληση» ὁμολογεῖ ὅτι ξεκινᾶ πρός τῶν «οὐρανῶν τήν πλατυτέρα», τήν «ἀδιάρρηκτη, ἄρρηκτη, ἄρρητη δωρεά», τήν «ἐλπίδα πού φέρνει τή νίκη» καί ταπεινά ἱκετεύει:
«Ἡ ἄφθονη χάρη σου
ἂς χαρίσει στὴ μαραμένη καρδιά μας
τὴ χαρά...
Μὴν ἀποστρέψεις τὴ ματιά σου...
Ἄκουσε Σύ, ἡ αἰώνια μητέρα,
τὶς προσκλήσεις ποὺ φωνάζουμε, καλοῦμε,
ὑμνοῦμε τὴ φωνὴ ποὺ σὲ ὀνομάζει.
Παρακαλοῦμε, δὲν ξέρουμε τὴν παράκληση
νὰ λησμονήσουμε ποὺ τὴ δύναμή σου ὁμολογεῖ
κι ἐλέγχει τὴ δική μας ἀδυναμία».

Ὁ φωτεινὸς καὶ εὐσυγκίνητος ποιητικὸς λόγος τοῦ Ματθαίου Μουντέ ἀπευθύνει στήν Παναγία μέ τό ποίημα «Δέηση τοῦ Δεκαπενταυγούστου» λόγους σιωπῆς, ἱκέσιους, γιὰ νὰ μᾶς φιλέψει Ἐκείνη, ὅπως κι ἡ μάνα μας, καλοσύνη καὶ ἔγνοια παντοτεινή:
«Ἔλα σάν αὐγουστιάτικο μελτέμι
Προτοῦ οἱ ἑφτά πληγές σφραγίσουνε τό τέλος.
.................................
Φέρε τήν πηγή τοῦ ἐλέους Σου
ν’ ἀναβλύσει πλάι στήν πληγή μας.
Μάζεψε πάλι ἐκ περάτων τά μηνύματα τῆς χαρᾶς
φόρτωσέ τα πάνω σέ δειλινές καμπάνες
πού σημαίνουν τήν Παράκληση
καί φέρ' τα νά τά καρφώσεις στεφάνι στήν πόρτα μας».

Ὁ ποιητής Τάκης Παπατσώνης μέ τόν φιλοσοφικό στοχασμό, τό βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα καί τόν μυστικισμό, πού τόν διακρίνει, στὸ ποίημά του «Ρεμβασμὸς Δεκαπενταύγουστου» ὁμολογεῖ:
«Ἄλαλα τὰ χείλη τῶν ὅσων δὲν κοπιάσαν,
γιὰ ν’ ἀκουμπήσουν τὰ ξαναμμένα κεφάλια τους
στὰ γόνατά σου τὰ μητρικά, ποὺ καταλύουν τὸ μαῦρο πάθος…
Ἐνῶ τὰ δέντρα
τὰ εὐσκιόφυλλα στὴ λιτάνευση, καθὼς τὸ Σῶμα
περνάει τῆς Βασίλισσας, ριγοῦντα καὶ φρίττοντα,
θὰ συγκλίνουν γιὰ προσκύνηση σκορπώντας
τὴ δροσιά τους μὲ τὸ ἀνέμισμα, ριπίδια τῆς λατρείας,
ἀναστυλώνοντας ὅσους μαραίνονται κι ἀσθμαίνουν
στὶς τροπικὲς τὶς λαῦρες τοῦ καλοκαιριοῦ μας,
μισοκαμένες θημωνιὲς κοντὰ στὸ ἁλώνι,
καπνοὶ ποὺ διαλύουν
τὶς αὐγουστιάτικες τὶς ἁμαρτίες μας».

Ὁ Παυλέας Σαράντος, μέ τούς γεμάτους φῶς καί αἰσθητικό κάλλος στίχους του, δέεται στή «Σύγχρονη ἀφοσίωση στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου»:
«Κάνε τὸ χέρι μας ὄχι κλειστό, ἀλλὰ ἄφθονο, χέρι προσφορᾶς,
ποτὲ χέρι ἁρπαγῆς….
Σύντρεξέ μας, στοῦ βίου μας τὰ περιστατικὰ τὰ κρημνώδη,
γιὰ νὰ διατηρήσουμε μία ἐλπίδα εὔθυμη καὶ ἀνοιχτὴ
ἔτσι ὥστε νὰ μὴν τὴν κάνουμε μία αὐτοπεριοριζόμενη
φυλακή μας».
Στό ποίημά του «Στὴν κοίμηση τῆς Θεοτόκου» ἐκζητεῖ τήν πρεσβεία της:
«Ἐσύ, ὅπου ὁλόκληρη εἶσαι Ἀκοὴ καὶ Ὅραση,
δίδαξέ μας πὼς δὲν πεθαίνουμε, παρὰ μόνο
γιὰ λίγο κοιμόμαστε.
Κατόρθωσε μὲ τὴν πρεσβεία σου γιά μᾶς
νὰ κοιμηθοῦμε κ’ ἐμεῖς τίμια καὶ ἁπλὰ
μὲ τὴ δικαιοσύνη μας, ὅπως σήμερα
κοιμήθηκες κ’ Ἐσύ, γιὰ ν’ ἀναστηθοῦμε
μέσα στὴ θεϊκὴ καὶ τὴν ἀνθρώπινη
προστασία τῆς ἀγκαλιᾶς Σου».

Κλείνω μέ τούς στίχους τοῦ Γ. Βερίτη, πού στράγγισε τό ποτήρι τοῦ πόνου καί τῆς ὀδύνης, καί στό ποίημά του «Στή μητέρα τῶν θλιμμένων» -ἐκπροσωπώντας καί ὅλους ἐμᾶς- υἱικά ἱκετεύει:
«Στή θλίψη καί στή δυστυχία,
στίς δύσκολες στιγμές τοῦ πόνου,
ὅλοι σέ Σέ τό βλέμμα ὑψώνουν
κι ὅλοι φωνάζουν "Παναγία!"...

Γλυκιά Μητέρα τῶν θλιμμένων
καί στήριγμα τῶν χριστιανῶν,
δῶσ’ στίς ψυχές τῶν πονεμένων
λίγη δροσιά τῶν οὐρανῶν.
Ὅλους Ἐσύ προστάτεψέ μας,
γέρους καί νέους καί παιδιά,
καί πάντα πλούσια χάριζέ μας
ἐλπίδα καί παρηγοριά».

Εὐδοξία Αὐγουστίνου
Ἀπολύτρωσις 70 (2015) 202-204

  koimisi theotokouΟἱ νεοέλληνες ποιητές, σάρκα ἀπό τή σάρκα τοῦ λαοῦ μας, πού κοιμᾶται καί ξυπνᾶ μέ τ’ ὄνομα τῆς Παναγιᾶς στά χείλη του, ἐκφράζουν στά ἀφιερωμένα στή χάρη της ποιήματα μιά τρυφερότητα καί μιά υἱική ἀναζήτηση θαλπωρῆς.

  Πετυχημένα σημειώνει ὁ Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος ὅτι ὁ ποιητής «ἐξαντλεῖ τόν οἶστρο τῆς λυρικῆς φαντασίας στήν ἐπίκληση τῆς Παρθένου. Ὁ λόγος γίνεται στά χείλη μουσική, ἡ προσευχή του πλουτίζεται ἀπό θαυμάσια φραστικά εὑρήματα, ἡ κατάνυξή του γίνεται ἡδυπάθεια, ἡ συντριβή του γεμίζει ἀπό τρυφερότητα· εἶναι ἕνα παραστρατημένο, παραπονεμένο παιδί, πού ἀναζητεῖ τό θάλπος τῆς μητρικῆς ἀγκαλιᾶς».

  Ἡ Παναγία πλημμυρίζει τήν ὕπαρξη τοῦ ποιητῆ ἀπό ἀπερίγραπτη γοητεία. Ἡ ἐπιείκειά της τόν ἐνισχύει, ἡ καθαρότητά της τόν ἀνακουφίζει, ἡ συμπόνια της τόν ζεσταίνει κι ὅλα μέσα του ἀνθίζουν καί εὐωδιάζουν. Ἀναμφισβήτητα, ἡ ποιητική ἔξαρση τοῦ ὀρθόδοξου Ἕλληνα ὕφανε ἀπαράμιλλους ὕμνους στήν Παναγία, «πού μπροστά τους τά ἐγκώμια τῆς Ἀθηνᾶς μοιάζουν φτωχά ξεθωριασμένα στολίδια», παρατηρεῖ ὁ ἀκαδημαϊκός Σπύρος Μελᾶς. Ἔτσι, τά σύγχρονα ποιήματα ἀποτελοῦν αὐθόρμητη ἔκφραση προσευχῆς, ἔκρηξη καρδιᾶς καί ὄχι ἁπλή ἐγκεφαλική δημιουργία.

  Εἰσοδεύοντας στὸν πανίερο καὶ εὐκατάνυκτο χῶρο τοῦ πάνσεπτου Δεκαπενταυγούστου ἐπιθυμῶ νά παρουσιάσω μία εὔοσμη ποιητική ἀνθοδέσμη.

  Καί πρῶτα πρῶτα, ὁ κὺρ-Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ὁ δεινός γνώστης τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἀναλογίου καὶ τῆς ὀρθόδοξης λατρείας «Στὴν Παναγιὰ τὴν Κεχριὰ» ἐξομολογεῖται:
« Γλυκειὰ Παρθέν’ ἀξίωσέ με
νά ‘ρθω καὶ πάλι στὸν ναό σου.
………………..
Στὰ νεαήμερα τ’ ἀγαπημένα ...
ἤθελα νά ‘μαι νὰ ψάλω τὸ "Πεποικιλμένη…"
στὸ πανηγύρι τὸ σεμνό».

  Ὁ Κώστας Τσιρόπουλος, ἐξυμνώντας τό πέρασμά μας ἀπό τόν πεπερασμένο χρόνο στό ἄπειρο τῆς  αἰωνιότητας, στὸ ποίημά του «Τῆς κοίμησης τῆς Θεοτόκου», ψάλλει γιά τήν Παναγία,  ἡ ὁποία μᾶς γλυκαίνει «μέ κερήθρα ταπείνωσης», ἐνῶ «εἰρηνεύει τό σύμπαν καί τό μυστήριο ἀποδίδεται»:
«Ἄσπιλη γιορτὴ τῆς σιγῆς
ἡ σάρκα τελειώνει χρυσὴ
ἀπὸ χάρη καὶ τρόμο,
βαστάζοντάς τη
Αὐτὸς ποὺ τὸν βάστασε.
Τὰ ἐπίγεια συγκροτημένα
στὴν κυψέλη τῆς ἀγκαλιᾶς σου».

  Ἡ μεγαλόπνοη λύρα τῆς Ζωῆς Καρέλλη κόσμησε εὐκαιριακά τὴ μορφὴ τῆς Παναγίας. Στό ποίημα «Ἐπίκληση» ὁμολογεῖ ὅτι ξεκινᾶ πρός τῶν «οὐρανῶν τήν πλατυτέρα»,  τήν «ἀδιάρρηκτη, ἄρρηκτη, ἄρρητη δωρεά», τήν «ἐλπίδα πού φέρνει τή νίκη» καί ταπεινά ἱκετεύει:
«Ἡ ἄφθονη χάρη σου
ἂς χαρίσει στὴ μαραμένη καρδιά μας
τὴ χαρά...
Μὴν ἀποστρέψεις τὴ ματιά σου...
Ἄκουσε Σύ, ἡ αἰώνια μητέρα,
τὶς προσκλήσεις ποὺ φωνάζουμε, καλοῦμε,
ὑμνοῦμε τὴ φωνὴ ποὺ σὲ ὀνομάζει.
Παρακαλοῦμε, δὲν ξέρουμε τὴν παράκληση
νὰ λησμονήσουμε ποὺ τὴ δύναμή σου ὁμολογεῖ
κι ἐλέγχει τὴ δική μας ἀδυναμία».

  Ὁ φωτεινὸς καὶ εὐσυγκίνητος ποιητικὸς λόγος τοῦ Ματθαίου Μουντέ ἀπευθύνει στήν Παναγία μέ τό ποίημα «Δέηση τοῦ Δεκαπενταυγούστου» λόγους σιωπῆς, ἱκέσιους, γιὰ νὰ μᾶς φιλέψει Ἐκείνη, ὅπως κι ἡ μάνα μας, καλοσύνη καὶ ἔγνοια παντοτεινή:
«Ἔλα σάν αὐγουστιάτικο μελτέμι
Προτοῦ οἱ ἑφτά πληγές σφραγίσουνε τό τέλος.
.................................
Φέρε τήν πηγή τοῦ ἐλέους Σου
ν’ ἀναβλύσει πλάι στήν πληγή μας.
Μάζεψε πάλι ἐκ περάτων τά μηνύματα τῆς χαρᾶς
φόρτωσέ τα πάνω σέ δειλινές καμπάνες
πού σημαίνουν τήν Παράκληση
καί φέρ' τα νά τά καρφώσεις στεφάνι στήν πόρτα μας».

  Ὁ ποιητής Τάκης Παπατσώνης μέ τόν φιλοσοφικό στοχασμό, τό βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα καί τόν μυστικισμό, πού τόν διακρίνει, στὸ ποίημά του «Ρεμβασμὸς Δεκαπενταύγουστου» ὁμολογεῖ:
«Ἄλαλα τὰ χείλη τῶν ὅσων δὲν κοπιάσαν,
γιὰ ν’ ἀκουμπήσουν τὰ ξαναμμένα κεφάλια τους
στὰ γόνατά σου τὰ μητρικά, ποὺ καταλύουν τὸ μαῦρο πάθος…
Ἐνῶ τὰ δέντρα
τὰ εὐσκιόφυλλα στὴ λιτάνευση, καθὼς τὸ Σῶμα
περνάει τῆς Βασίλισσας, ριγοῦντα καὶ φρίττοντα,
θὰ συγκλίνουν γιὰ προσκύνηση σκορπώντας
τὴ δροσιά τους μὲ τὸ ἀνέμισμα, ριπίδια τῆς λατρείας,
ἀναστυλώνοντας ὅσους μαραίνονται κι ἀσθμαίνουν
στὶς τροπικὲς τὶς λαῦρες τοῦ καλοκαιριοῦ μας,
μισοκαμένες θημωνιὲς κοντὰ στὸ ἁλώνι,
καπνοὶ ποὺ διαλύουν
τὶς αὐγουστιάτικες τὶς ἁμαρτίες μας».

  Ὁ Παυλέας Σαράντος, μέ τούς γεμάτους φῶς  καί   αἰσθητικό κάλλος στίχους του, δέεται  στή «Σύγχρονη ἀφοσίωση στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου»:
«Κάνε τὸ χέρι μας ὄχι κλειστό, ἀλλὰ ἄφθονο, χέρι προσφορᾶς,
ποτὲ χέρι ἁρπαγῆς….
Σύντρεξέ μας, στοῦ βίου μας τὰ περιστατικὰ τὰ κρημνώδη,
γιὰ νὰ διατηρήσουμε μία ἐλπίδα εὔθυμη καὶ ἀνοιχτὴ
ἔτσι ὥστε νὰ μὴν τὴν κάνουμε μία αὐτοπεριοριζόμενη
φυλακή μας».
 Στό ποίημά του «Στὴν  κοίμηση τῆς Θεοτόκου» ἐκζητεῖ τήν πρεσβεία της:
«Ἐσύ, ὅπου ὁλόκληρη εἶσαι Ἀκοὴ καὶ Ὅραση,
δίδαξέ μας πὼς δὲν πεθαίνουμε, παρὰ μόνο
γιὰ λίγο κοιμόμαστε.
Κατόρθωσε μὲ τὴν πρεσβεία σου γιά μᾶς
νὰ κοιμηθοῦμε κ’  ἐμεῖς τίμια καὶ ἁπλὰ
μὲ τὴ δικαιοσύνη μας, ὅπως σήμερα
κοιμήθηκες κ’  Ἐσύ, γιὰ ν’  ἀναστηθοῦμε
μέσα στὴ θεϊκὴ καὶ τὴν ἀνθρώπινη
προστασία τῆς ἀγκαλιᾶς Σου».

  Κλείνω μέ τούς στίχους τοῦ Γ. Βερίτη, πού στράγγισε τό ποτήρι τοῦ πόνου καί τῆς ὀδύνης, καί στό ποίημά του «Στή μητέρα τῶν θλιμμένων» -ἐκπροσωπώντας καί ὅλους ἐμᾶς- υἱικά ἱκετεύει:
«Στή θλίψη καί στή δυστυχία,
στίς δύσκολες στιγμές τοῦ πόνου,
ὅλοι σέ Σέ τό βλέμμα ὑψώνουν
κι ὅλοι φωνάζουν "Παναγία!"...

Γλυκιά Μητέρα τῶν θλιμμένων
καί στήριγμα τῶν χριστιανῶν,
δῶσ’ στίς ψυχές τῶν πονεμένων
λίγη δροσιά τῶν οὐρανῶν.

Ὅλους Ἐσύ προστάτεψέ μας,
γέρους καί νέους καί παιδιά,
καί πάντα πλούσια χάριζέ μας
ἐλπίδα καί παρηγοριά».

Εὐδοξία Αὐγουστίνου

Ἀπολύτρωσις 70 (2015) 202-204

Παρασκευή, 30 Αύγουστος 2024 03:03

Διαβάστε καί λάβετε μηνύματα ζωῆς!

cover minimata a

+Στεργίου Σάκκου

ΜΗΝΥΜΑΤΑ ΖΩΗΣ

Α΄. Φθινόπωρο - Χειμώνας

Β΄. Ἄνοιξη - Καλοκαίρι

Μηνύματα ἀπό τίς μορφές τῶν Ἁγίων, μέ ἀφόρμηση μεγάλα γεγονότα τῆς πίστεως καί τῆς ἱστορίας μας, πού νοηματοδοτοῦν τήν καθημερινότητά μας.

 

Ζητῆστε τα στό Βιβλιοπωλεῖο μας

ΑΠΟΛΥΤΡΩΣΙΣ

Γ. Μπακατσέλου 5, Θεσσαλονίκη

τηλ. 2310 274518

ἤ μπεῖτε στό ἠλεκτρονικό μας Βιβλιοπωλεῖο

http://books.apolytrosis.gr/el/ 

Παρασκευή, 15 Μάιος 2015 19:16

Ματωμἐνο εὐαγγέλιο

 efplous cΤαραγμένη θάλασσα ἡ κοινωνία τοῦ 4ου μ.Χ. αἰώνα. Κοσμοθεωρίες καί βιοθεωρίες συγκρούονται μέ σφοδρότητα. Μά μέσα στό μανιασμένο πέλαγος τῶν ἰδεολογιῶν κάποιες ψυ­χές βρῆκαν πυξίδα σωτήρια. Ὁ αἰώ­νιος λόγος τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου σηματοδότησε γιά αὐ­τούς μία νέα πορεία πλεύσεως. Ἀνάμεσά τους καί ὁ νεαρός Εὔ­πλους. Τό ἀγάπησε τό εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, τό ἔκανε ζωή του καί πόθησε νά προσφέρει τήν ὕπαρξή του στήν ὑπηρεσία του. Χειροτονεῖται διάκονος στήν τοπική ἐκκλησία τῆς Κατάνης, στή Σικελία. Θυσία ζῶσα, ἐκλεκτή, εὐωδιάζουσα ἀγάπη κι ἀφοσίωση ἡ ζωή καί ἡ διακονία του. Στέκει ὀρθός στό ἁγιασμένο μετερίζι του μέ ὅπλο τόν ἀγαπημένο λόγο τοῦ Θε­οῦ. Ὅλοι τό γνωρίζουν πώς κρεμασμέ­νο στό στῆθος του φέ­­ρει πάντοτε ἕνα μικρό χειρόγραφο τοῦ Εὐ­αγγελί­ου. Μέ τά λόγια τῆς Γραφῆς κοι­μᾶται καί ξυπνάει καί εὐ­φραίνεται ἀνέκφραστα νά τά ἀπομνημο­νεύ­ει. Μ᾽ αὐτά νουθετεῖ καί παρηγορεῖ τούς ἀδελφούς. Μ᾽ αὐτά μοχθεῖ νά στερεώσει τήν πίστη τῶν διωκόμενων χριστιανῶν ὅταν θε­ριεύει ὁ διωγμός.
 Γιά τό ἀγαπημένο του εὐαγγέλιο θά ὁδηγήσουν τόν ζηλωτή διάκονο Εὔπλου στό δικαστήριο. Ἡ κατηγορία εἶναι σαφής: κατέχει καί διακινεῖ χειρόγραφα τῶν χριστιανικῶν βιβλί­ων, τά ὁποῖα εἶναι ἀπαγορευμένα καί ἐπικηρυγμένα ἀπό τόν αὐτοκράτορα Διοκλητιανό.
 - Ἀφοῦ ἤξερες ὅτι εἶναι ἀπαγορευμένα αὐτά τά βιβλία, γιατί δέν τά παρέδωσες στό δικαστήριο;
 - Εἶμαι χριστιανός καί δέν μοῦ ἐπιτρέπεται νά τά παραδώσω, γιατί περιέχουν τήν αἰώνια ζωή. Καί ὅποιος τά παραδίδει  χάνει τήν αἰώνια ζωή.
 - Ποῦ ἔχεις κρυμμένα τώρα αὐτά τά βιβλία σου; φώναζαν ἀγριεμένοι οἱ εἰδωλολάτρες.
 -Ἐντός μου. Εἶναι χαραγμένα στήν καρδιά μου, ἀπαντοῦσε μέ ἀφοπλιστική ἁπλότητα ὁ ὁμολογητής τοῦ Χριστοῦ. Κι αὐτό πού κρατῶ πάνω μου ἀρνοῦμαι νά τό ἀποχωριστῶ.
 Σκληρά βασανιστήρια ὑπέμεινε ὁ διάκονος τοῦ Χριστοῦ. Τό ἀγαπημένο ἅγιο φυλακτό του στό στῆθος ἔμελλε νά ματώσει. Κι ἡ σφραγίδα τῆς ἀγάπης του θά χαραζόταν πάνω του μα­τω­μένη κάποια αὐγή τοῦ Αὐγούστου τοῦ 304 μ.Χ. Τότε πού γονατιστός καί προσευχόμενος ἔγειρε τόν αὐχένα του στό ξίφος τοῦ δημίου σύμφωνα μέ τή διαταγή τοῦ ρωμαίου διοικητῆ Καλβισιανοῦ. Οἱ ρανίδες τοῦ αἵματός του ποτίσανε τό νιόφυτο δεντρί τῆς Ἐκ­κλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἀνταπόδομα στή ματωμένη δεξιά τοῦ Φυτουργοῦ της. Ματωμένο ἔπεσε τότε καταγῆς τό χειρόγραφο τοῦ Εὐαγγελίου πού ἔφε­ρε πάντοτε ἐπάνω του. Τό περισυνέλεξαν μέ συγκλονισμό οἱ πιστοί μαζί μέ τό σκήνωμα τοῦ τίμιου διακόνου πού παρέμεινε πιστός στό εὐαγγέλιο ἄχρι τέλους.
 Πίσω ἀπό τό ὄνομα τοῦ μεγαλομάρτυρα Εὔπλου διακρίνουμε ἐ­μεῖς οἱ σύγχρονοι χριστιανοί μία ἡρωική ὁμολογία κι ἕνα ματωμένο Εὐαγγέλιο. Εἶ­ναι ἡ κληρονομιά μας, ὁ ἀκριβός πλοῦτος πού παραδίδουν στή γενιά μας χέρια θυσιαστικῆς ἀγάπης. Τιμή, εὐλογία καί εὐθύνη γιά μᾶς. Πῶς νά προδώσουμε τό τόσο αἷμα τῆς θυσίας πού ἄρδευσε τήν πίστη μας;
 Τήν ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου τοῦ διακόνου Εὔπλου, 11 Αὐγούστου, πανηγυρίζουν οἱ πιστοί μές στούς αἰῶνες τή μαρτυρική μνήμη του. Ἰδιαίτερη τιμή ἀπέδιδαν στόν Ἅγιο οἱ Θρακιῶτες πρόγονοί μας στήν Αἶνο. Μικρός ναός ἀφιερωμένος στή μνήμη του, χτισμένος στήν ἄκρη τοῦ λιμανιοῦ τῆς Αἴ­νου, ξεπροβόδιζε τά καράβια, ὥστε νά ἔχουν «εὖ πλοῦν», καλό ταξίδι. Πανομοιότυπο ἀντίγραφο τοῦ ὁμώνυμου ναοῦ τῆς Αἴνου εἶναι χτισμένο, ἀπό τά εὐλαβικά χέρια τῶν προσφύγων, στό λιμάνι τῆς Ἀλεξανδρούπολης, γιά νά κατευοδώνει ὁ Ἅγιος τά ἀμέτρητα σκάφη, μικρά καί μεγάλα, πού ταξιδεύουν στό Αἰγαῖο. Ἕνα καντήλι ἀ­διά­κοπα ἀναμμένο καί μία ἱκεσία γιά κάθε ταξίδι στή θάλασσα ἀλλά καί στή ζωή: «Σὺ γὰρ ἐν τῷ πελάγει, τῶν ποικίλων ἀγώνων, εὔπλοος ἀνεδείχθης, παμμακάριστε Εὖπλε. Καὶ νῦν πρὸς λιμένας ἡμᾶς, θείους κυβέρνησον». Ἀμήν!

            Ἰχνηλάτης